ECLI:CY:EDLEF:2008:A33
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Χ. Σολομωνίδη, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4343/05
Μεταξύ:
EMPORIKI BANK - CYPRUS LIMITED
Εναγόντων
και
1. CHR. PAPADOPOULOS & SONS LTD
2. Χριστόφορου Παπαδόπουλου
Eναγομένων
_ _ _ _ _ _
Αίτηση δια κλήσεως ημερ. 27.8.07 για τροποποίηση
του τίτλου της αγωγής
20 Φεβρουαρίου, 2008
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους Ενάγοντες-Αιτητές: κ. Μ. Στυλιανού για Χρύσης Δημητριάδης, Α. Μουσιούττας & Σία.
Για τους Εναγόμενους-Καθ΄ων η αίτηση: κα. Α. Κάρνου για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί.
_ _ _ _ _ _
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα αίτηση οι Αιτητές, επικαλούμενοι τις δικονομικές διατάξεις τροποποίησης των δικογράφων (Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), επιδιώκουν την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ώστε το όνομα της Εναγομένης 1 να διαβάζεται ως GEORGE CHR. PAPADOPOULOS & SONS LIMITED.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της Φοίβης Ιακώβου, δικηγορικής υπαλλήλου στο γραφείο των δικηγόρων των Αιτητών στην οποία αναφέρεται ότι πρόσφατα διαπιστώθηκε από τη δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση πως στον τίτλο της αγωγής το όνομα της Εναγομένης 1 εταιρείας αναγράφεται, εκ παραδρομής, ως CHR. PAPADOPOULOS & SONS LTD αντί του ορθού GEORGE CHR. PAPADOPOULOS & SONS LIMITED. Αναφέρει επίσης ότι η λανθασμένη αναγραφή του ονόματος της Εναγομένης 1 αποτελεί απλό γραφικό λάθος.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση ενίστανται στην αιτούμενη τροποποίηση. Οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης είναι οι ακόλουθοι:
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση εμφαίνονται στη συνημμένη στην ένσταση ένορκη δήλωση της Μαρίνας Ιεροκηπιώτου στην οποία επαναλαμβάνονται και αναλύονται οι λόγοι ένστασης.
Στην παρα. 6 της εν λόγω ένορκης δήλωσης αναφέρονται τα ακόλουθα:
«6. Σημειώνω ότι οι εναγόμενοι, κατά ή περί την 16.11.2005, ήγειραν ως μέρος της υπεράσπισης τους, προδικαστική ένσταση για απόρριψη της αγωγής λόγω του ότι, μεταξύ άλλων, ΄δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου οι σωστοί διάδικοι΄. Επομένως είναι πολύ άδικο εις βάρος των εναγόμενων να επιτραπεί διόρθωση του ονόματος της εναγόμενης 1 στον τίτλο της αγωγής 2 χρόνια μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης τους.»
Σύμφωνα με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1999, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε τον Κανονισμό 4 της Διαταγής 48, η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.
Κατά την ακροαματική διαδικασία δεν υπήρξε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.
Στις γραπτές αγορεύσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν με τη συναίνεση των μερών και κατόπιν σχετικών οδηγιών του Δικαστηρίου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ουσιαστικά ανέπτυξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους, όπως αυτές προβάλλονται στην αίτηση, την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν, υποστηρίζοντας αυτές με σχετική επί του θέματος νομολογία.
Σύμφωνα με τη νομολογία η Δ.25 και/ή η Δ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν την εξουσία στο Δικαστήριο να προβαίνει στις αναγκαίες τροποποιήσεις και/ή προσθήκη και/ή αντικατάσταση οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου ώστε να βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου προς επίλυση των επίδικων θεμάτων όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα (βλ. Οδυσσέως ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372).
Είναι νομολογημένο ότι η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής διέπεται από την Δ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία καθορίζει και τις συνέπειες τέτοιας τροποποίησης (βλ. Ferro Fashions Limited v. Fashion Box S.R.L., (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1805, Έλληνας κ.ά. ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485 και Δημοτικό Συμβ. Αγλαντζιάς ν. Χαρικλείδη κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1608, 1624). Η εξουσία του Δικαστηρίου να προβαίνει σε διόρθωση λανθασμένου ονόματος διαδίκου στην αγωγή (misnomer) ακόμα και μετά την έκδοση της απόφασης δυνάμει της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έχει τονισθεί στην υπόθεση E.G. Falekkos Ltd v. Reana Manuf. Ltd. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 443. Στην υπόθεση Mepa Manag. Ltd. κ.ά. ν. Αγροτικής Ετ. Γεν. Ασφαλ. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772 στη σελ. 778 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Όπως έχει νομολογηθεί το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να κάμει οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις σε σχέση με τους διαδίκους με το να τους προσθέσει, να τους διαγράψει ή να τους αντικαταστήσει και να επιφέρει τέτοιες αλλαγές όσες είναι αναγκαίες για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επίδικων θεμάτων (βλ. Van Gelder, Apsimon & Co v. Sowerby Bridge United District Flour Society (1890) 44 Ch.D. 374, C.A., Montgomery v. Foy, Morgan & Co (1895) 2 Q.B. 321, C.A., Bennetts & Co v. McIlwraith & Co (1896) 2 Q.B. 464, C.A., Ideal Films Ltd v. Richards (1927) 1 K.B. 374, C.A., Wilson v. Balcarres (1893) 1 Q.B. 422, Robinson v. Geisel (1894) 2 Q.B. 688).»
Στην υπόθεση Ferro Fashions Ltd v. Fashion Box S.R.L. (ανωτέρω), σελ. 1810 λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Νικολαϊδη, Δ.:
«Η διόρθωση λανθασμένου ονόματος είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο δεν πρέπει να επιτρέπει σε άτομα να αποκτούν πλεονέκτημα από μια λανθασμένη περιγραφή ονόματος, όταν όλοι γνωρίζουν την πραγματικότητα (Williams and Glyn´s Bank Ltd v. The Ship «Maria» (1983) 1 C.L.R. 106).
Στην υπόθεση Spyropoullos v. Transavia Holland N. V. Amsterdam (1979) 1 C.L.R. 421, όπου το προηγούμενο όνομα της ενάγουσας εταιρείας τροποποιήθηκε πριν την έγερση της αγωγής, αλλά στο κλητήριο ένταλμα είχε αναγραφεί το προηγούμενο όνομα της εταιρείας, αποφασίστηκε ότι η αλλαγή του ονόματος της εταιρείας δεν επιδρά επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της. Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο μόνο για αγωγή που ηγέρθηκε με λανθασμένο όνομα και συνεπώς θα έπρεπε να δοθεί άδεια τροποποίησης.
Το θέμα είναι απλό. Εκεί όπου εμφανίζεται μια απλή λανθασμένη περιγραφή ονόματος μπορεί να παρασχεθεί άδεια για τροποποίηση (Alexander Mountain & Co v. Rumere Ltd (1948) 2 All 482). Η λανθασμένη περιγραφή ονόματος δεν είναι παρά ανακριβής αναφορά του ονόματος του διάδικου. Δεν αναφέρεται στην ουσία της υπόθεσης.
Έχει λεχθεί ότι η λανθασμένη περιγραφή ονόματος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί να επηρεάσει την απόφαση επί της ουσίας που το δικαστήριο καλείται να εκδώσει (Etablissement Bandelot v. R.S. Graham and Co Ltd (1953) 1 All E.R. 149 …).
Διεξήλθα προσεκτικά τόσο την αίτηση όσο και την ένσταση καθώς επίσης και τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τα εν λόγω έγγραφα. Παράλληλα, κατά την εξέταση της αίτησης, είχα συνέχεια κατά νου τις θέσεις και τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων όπως αυτά προωθήθηκαν και αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των αγορεύσεων τους.
Στην ένσταση τίθεται και ζήτημα καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης. Είναι γεγονός ότι στην παρα. 6 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση αναφέρεται ότι στις 16.11.05 οι Εναγόμενοι ήγειραν, ως μέρος της υπεράσπισης τους, προδικαστική ένσταση για απόρριψη της αγωγής για το λόγο ότι «δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου οι σωστοί διάδικοι». Όμως η ενόρκως δηλούσα δεν αποκαλύπτει στην εν λόγω ένορκη δήλωση της το όνομα του προσώπου, νομικού ή φυσικού, το οποίο, κατά τη γνώμη της, θα ήταν ο ορθός διάδικος και να δώσει έτσι την ευκαιρία ή δυνατότητα στους Ενάγοντες να αιτηθούν έγκαιρα την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής. Εν πάση περιπτώσει είμαι της άποψης ότι οι Εναγόμενοι δεν μπορούσαν να εγείρουν αυτό το θέμα υπό μορφή υπεράσπισης στην αγωγή αλλά η ορθή διαδικασία έγκειτο στη λήψη μέτρων στο αρχικό στάδιο της αγωγής για τη διαγραφή του ονόματος της Εναγομένης 1 δυνάμει των προνοιών της Δ.27, θ.3 (βλ. Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D´Escompte De Mulhouse and Others (1925) A.C. 112 (H.L.)
Στην προκειμένη περίπτωση έχει όντως επιδειχθεί κάποια καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής. Όμως, υπό το φως των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, η εν λόγω καθυστέρηση δεν είναι τέτοια που να εκμηδενίζει και/ή να εξουδετερώνει τον βασικό στόχο και σκοπό της αίτησης, που δεν είναι άλλος, όπως έχω ήδη αναφέρει, από του να βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου προς επίλυση των επιδίκων θεμάτων όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις.
Έχω εξετάσει την αιτούμενη τροποποίηση μέσα στο πλαίσιο των αρχών της άσκησης της διακριτικής μου ευχέρειας που ανέφερα πιο πάνω. Έχοντας υπόψη ότι η σκοπούμενη τροποποίηση έχει σαν στόχο να βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου οι ορθοί διάδικοι με σκοπό την καλύτερη και ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης, ότι η σκοπούμενη τροποποίηση είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών, θεωρώ ότι είναι ορθό και δίκαιο να την επιτρέψω. Κατά την κρίση μου η αιτούμενη τροποποίηση δεν πρόκειται να προκαλέσει ανυπέρβλητες ή μη διορθώσιμες επιπτώσεις στα δικαιώματα των Εναγομένων. Εν πάση περιπτώσει σε αιτήσεις για τροποποίηση δικογράφων είναι νομολογημένο ότι ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Το ίδιο ισχύει για τον κάθε ένα από τη σειρά των παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντα ρόλο. Αδυνατώ να αποδώσω στην πλευρά των Αιτητών κακή πίστη [βλ. Astor Co. κ.α. ν. A.G. Leventis Ltd κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726]. Δεν μπορεί καμιά βλάβη να προκληθεί στους Εναγόμενους πέραν από τη χρηματική, η οποία προκαλείται με την απώλεια εξόδων που μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί με την κατάλληλη διαταγή.
Απόρριψη της αίτησης θα αντιστρατευόταν τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης όπως προσδιορίζονται στην προκειμένη υπόθεση και δεν θα επέτρεπε την επίλυση όλων των διαφορών μεταξύ των διαδίκων που εγείρονται στην υπόθεση.
Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η αίτηση επιτυγχάνει. Όσον αφορά την τροποποίηση να ακολουθηθούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας με επέκταση του χρόνου ώστε η σχετική προθεσμία να αρχίζει από τη σύνταξη του διατάγματος.
Σε σχέση με τα έξοδα έχω να πω τα ακόλουθα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει άλλος ικανοποιητικός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Ωστόσο, ειδικά για αιτήσεις τροποποίησης δικογράφων, δεν φαίνεται να ισχύει ο κανόνας αυτός αλλά, αντίθετα, ο κανόνας είναι ότι ο διάδικος ο οποίος αιτείται την τροποποίηση επωμίζεται τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και τα έξοδα που προκύπτουν λόγω της τροποποίησης (costs thrown away). Αυτό συνάγεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.25, θθ.1 και 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σημειώνω ότι στην Αγγλία υπάρχει ειδική πρόνοια ότι τα έξοδα τα επωμίζεται ο διάδικος ο οποίος ζητεί τροποποίηση.
Στην παρούσα υπόθεση ενόψει του αποτελέσματος της υπό κρίση αίτησης και έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα, τόσο τα έξοδα της παρούσας αίτησης όσο και όλα τα έξοδα τα οποία χάνονται (costs thrown away) λόγω της τροποποίησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων – Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον των Εναγόντων – Αιτητών, και να καταβληθούν στο τέλος της δίκης.
(Υπ.) ………………………………….
Χ. Σολομωνίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
ΜΝ