ECLI:CY:EDLEF:2010:A218

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Α. Κ. Λυκούργου, Ε.Δ.

 

Αγωγή αρ. 6040/2009

 

Μεταξύ:

ΛΑΝΙΤΗΣ – ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (Πρώην Λανίτης – Αριστοφάνους (Ξυλεμπορία) Λτδ)

Ενάγοντες

και

 

1.     GOLDEN LINE FURNITURE MANUFACTURERS LTD

2.     Θεμιστοκλή Αβραάμ

Εναγομένων

 

4 Ιουνίου, 2010.

Για τους ενάγοντες – αιτητές, εμφανίζεται ο κ. Π. Μ. Πετράκης.

Για τους εναγομένους αρ. 1 και 2 – καθ’ ων η αίτηση, εμφανίζεται ο κ. Μ. Χριστοδούλου για τους κ.κ. Έλενα Κωνσταντίνου και Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 

Απόφαση για την αίτηση ημερ. 1.12.09

(αίτημα για την έκδοση συνοπτικής απόφασης)

-------------------------------------------------------------

 

Δια κλητηρίου ειδικώς οπισθογραφημένου, οι ενάγοντες – αιτητές («οι αιτητές»), μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης όπως δηλώνει το όνομά τους, διεκδικούν από μεν τους εναγομένους αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση €54.419,15, ως η αξία πωληθέντων και παραδοθέντων, σε αυτούς, εμπορευμάτων, από δε τον εναγόμενο αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση, το ποσόν των €17.086, ως το ύψος της εγγύησης που αυτός παρέσχε εν σχέσει με τις οφειλές των εναγομένων αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση.  Οι αιτητές διεκδικούν, επίσης, τόκους και έξοδα.

 

Στην έκθεση απαίτησης καταγράφονται, ως βάση της αγωγής, τα εξής: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 12.9.02 οι αιτητές άνοιξαν λογαριασμό επ’ ονόματι των εναγομένων αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση ο οποίος χρεωνόταν με την αξία των εμπορευμάτων που οι πρώτοι πωλούσαν στους δευτέρους («ο λογαριασμός»).  Ο εναγόμενος αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση εγγυήθηκε την εξόφληση οιουδήποτε οφειλομένου υπολοίπου του λογαριασμού έως και το ποσόν των €17.086-.  Στις 31.12.08 ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους €56.834,30.  Οι εναγόμενοι αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση επιβεβαίωσαν γραπτώς το ποσόν αυτό στις 12.3.09.  Την περίοδο που ακολούθησε, οι αιτητές πώλησαν και παρέδωσαν στους εναγομένους αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση άλλα εμπορεύματα συνολικής αξίας €1.184,85.  Κατεβλήθηκαν δε, έναντι του συνόλου των οφειλομένων, €3.600.  Έτσι, παρέμεινε οφειλόμενο το ποσόν των €54.419,15.  Οι αιτητές ζήτησαν επανειλημμένως από τους εναγομένους αρ. 1 και 2 – καθ’ ων η αίτηση («οι καθ’ ων η αίτηση», εκτός όπου είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός εκάστου) να εξοφλήσουν τα οφειλόμενα.  Αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση κατεχώρισαν σημείωμα εμφάνισης στις 23.11.09.

 

Την 1.12.09 κατεχωρίστηκε η υπό συζήτησιν αίτηση για την έκδοση συνοπτικής απόφασης («η αίτηση»).  Η αίτηση βασίζεται στη Δ.48 θ.2 και τη Δ.18 θ.θ.1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών καθώς και στις γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της Βάσως Φειδία Χαραλάμπους, υπαλλήλου των αιτητών, η οποία δηλώνει, κατ’ αρχάς, πως έχει προσωπική γνώση των γεγονότων.  Περαιτέρω, η ενόρκως δηλούσα επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και τα ποσά που αξιώνονται και εκφράζει την πεποίθηση πως δεν υπάρχει υπεράσπιση.  Στην ένορκη δήλωση της Βάσως Φειδία Χαραλάμπους επισυνάπτονται, ως τεκμήρια, τα εξής:                 (1) Έγγραφο δια του οποίου οι αιτητές πληροφορούν τους εναγομένους αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση πως το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού στις 31.12.08 ανήρχετο στις €56.834,30 (τεκμήριο 1).  Επί του εγγράφου τούτου υπάρχει ενυπόγραφη επιβεβαίωση του ποσού εκ μέρους των εναγομένων αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση. (2) Κατάσταση του λογαριασμού καθώς και σχετικά τιμολόγια (τεκμήριο 2). (3) Η γραπτή συμφωνία ημερ. 12.9.02 επί της οποίας υπάρχει και η σημείωση για την ανάληψη εγγύησης εκ μέρους του εναγομένου αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση (τεκμήριο 3). 

 

          Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται.  Οι λόγοι που προβάλλουν στη γραπτή ένστασή τους συνοψίζονται ως εξής: (1) Η αίτηση είναι αβάσιμη, καταχρηστική και κακόπιστη.  (2) Τα γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της προρρηθείσης Βάσως Φειδία Χαραλάμπους είναι ελλιπή, παραπλανητικά και αστήρικτα.  (3) Υπάρχει καλή υπεράσπιση ως προς την ουσία της υπόθεσης.  (4) Η γραπτή συμφωνία ημερ. 12.9.02 έχει λήξει και/ή αντικατεστάθηκε από άλλην προφορική συμφωνία.

 

          Την ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του εναγομένου αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος αναφέρει τα εξής: Περί τις αρχές του έτους 2009 ο ίδιος συναντήθηκε με τους αιτητές και συνήψαν νέα προφορική συμφωνία η οποία αντικατέστησε τη γραπτή συμφωνία ημερ. 12.9.02 («η νέα συμφωνία»).  Η νέα συμφωνία διελάμβανε και τα ακόλουθα: (α) η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων θα συνεχιζόταν χωρίς χρονικό περιορισμό, (β) κάθε νέο τιμολόγιο που θα εξέδιδαν στο μέλλον οι αιτητές θα εξοφλείτο αμέσως και (γ) με την εξόφληση κάθε τέτοιου νέου τιμολογίου θα κατεβάλλετο και κάποιο πρόσθετο ποσόν προς το σκοπό εξόφλησης της οφειλής των εναγομένων αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση.  Μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2009 οι αιτητές τιμούσαν την νέα συμφωνία.  Πλην όμως, όταν τον Ιούλιο του έτους αυτού ο ίδιος προσεπάθησε να παραγγείλει εμπορεύματα ενημερώθηκε πως οι αιτητές τερμάτισαν τη νέα συμφωνία.  Η συμπεριφορά αυτή ζημίωσε τους εναγομένους αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση οι οποίοι προτίθενται να υποβάλουν ανταπαίτηση.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη με εκατέρωθεν αγορεύσεις, επί τη βάσει των ισχυρισμών περί τα γεγονότα που περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις της Βάσως Φειδία Χαραλάμπους και του εναγομένου αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση.  Παρατηρώ πως, δια της αγόρευσης της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση, επιχειρείται η διεύρυνση των λόγων ένστασης.  Επιχειρείται η εισαγωγή των εξής πρόσθετων ισχυρισμών: (1) Δεν αποδεικνύεται η θετική γνώση των κρίσιμων γεγονότων εκ μέρους της ενόρκως δηλούσας προς υποστήριξη της αίτησης. (2) Οι αιτητές κωλύονται γιατί ολιγώρησαν αδικαιολογήτως να προωθήσουν την υπόθεσή τους. (3) Η αγωγή είναι πρόωρη γιατί οι αιτητές την κατεχώρισαν χωρίς προειδοποίηση.

 

Εξ αρχής παρατηρώ πως οι πρόσθετοι αυτοί ισχυρισμοί υποβάλλονται ακροθιγώς και χωρίς να υποστηρίζονται από γεγονότα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση του εναγομένου αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση.

 

Είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως η προβλεπόμενη από τη Δ.18 διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης είναι εξαιρετική. Αυτή παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης μιας αγωγής και, εάν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, αυτή αποκλείει τον εναγόμενο από του να αμφισβητήσει την εις βάρος του αξίωση.  Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται εφ’ όσον συντρέχουν οι εξής τρεις προϋποθέσεις: (α) Η αγωγή ηγέρθηκε επί κλητηρίου ειδικώς οπισθογραφημένου (Δ.2 θ.6). (β) Ο εναγόμενος κατεχώρισε εμφάνιση. (γ) Η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης κατεχωρίστηκε από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο, το οποίο, όμως, δύναται να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα.  Ο ενόρκως δηλών επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσόν που αξιώνεται.  Επίσης, αυτός εκφράζει την πεποίθησή του πως δεν υπάρχει υπεράσπιση (Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Δ.Δ. 782, 789).

 

Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης επιβάλλει την αυστηρή προσέγγιση της συνδρομής των δικαιοδοτικών προϋποθέσεων εν γένει και της επάρκειας της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει τη σχετική αίτηση ειδικότερα [Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (ανωτέρω)].

 

Εάν οι δικαιοδοτικές αυτές προϋποθέσεις ικανοποιούνται, τότε το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο ο οποίος θα πρέπει είτε να δείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής (.... a good defence....) είτε να αποκαλύψει γεγονότα ικανά για να του παράσχουν δικαίωμα να ακουσθεί (.... disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend....).  «Συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνον όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος στερείται υπεράσπισης. Όπου παρέχονται λεπτομέρειες που δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή, όπου σε απάντηση της αξίωσης εγείρονται θέματα που θα πρέπει να εκδικασθούν ή αποκαλύπτονται γεγονότα που κρίνονται ως αρκετά να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει υπεράσπιση, τότε του παρέχεται δικαίωμα για υπεράσπιση (Trans Middle East (Trading) Ltd v. Tlais (1991) 1 A.A.Δ 239). ...... Στην πρακτική είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αποκαλύψει γεγονότα ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικασίμου θέματος. Άδεια για καταχώριση υπεράσπισης θα πρέπει να του παρέχεται, ακόμα και όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας (Jacobs v. Booth's Distillery Co. (1901) 85 L.T. 262)». [Μεττή κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 417, 421-2].

 

Και, ακόμα, «Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης.   Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή. Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης». [Λούκος Λτδ κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 (Α) Α.Α.Δ. 418, 423 δείτε και τις Ζερβός v. Euroinvestment and Finance Ltd (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1968, 1972, Marke Trends Financial Services Limited v. Χατζηκυπριανού, (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1605 και Αγαθοκλής Σχίζας ν. Euroinvestment Finance Ltd (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1866].

 

Έχω μελετήσει τα ενώπιόν μου ζητήματα και διεξήλθα την προσκομισθείσα μαρτυρία.  Διαπιστώνω δε και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Εν προκειμένω συντρέχουν οι δικαιοδοτικές προϋποθέσεις ενεργοποίησης της διαδικασίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης εφ’ όσον            (α) η αγωγή ηγέρθηκε επί κλητηρίου ειδικώς οπισθογραφημένου,                        (β) κατεχωρίστηκε σημείωμα εμφάνισης και (γ) η Βάσω Φειδία Χαραλάμπους, της οποίας η ένορκη δήλωση υποστηρίζει την αίτηση, αναφέρει πως τα γεγονότα που καταγράφονται στην έκθεση απαίτησης τα γνωρίζει προσωπικώς. 

 

Όσον αφορά στη συνδρομή της τρίτης δικαιοδοτικής προϋπόθεσης (θετική γνώση του ενόρκως δηλούντος προς υποστήριξη της αίτησης) παρατηρώ πως αυτή δεν αμφισβητείται ρητώς και κατά τρόπον συγκεκριμένο από τον εναγόμενο αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση, όταν αυτός προβαίνει σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης.  Αμφισβήτηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής διατυπώθηκε, και, μάλιστα, κατά τρόπον γενικόλογο, στο στάδιο των αγορεύσεων.  Τέτοια αμφισβήτηση δεν μπορεί να τελεσφορήσει όταν, μάλιστα, δεν έχει ζητηθεί καν η αντεξέταση της Βάσως Φειδία Χαραλάμπους.  Τα όσα το πρόσωπο αυτό δηλώνει παραμένουν, συνεπώς, αναντίλεκτα.  Και από αυτά προκύπτει η ικανότητά της να ορκισθεί για τους σκοπούς της Δ.18 [Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 272, 278-80].

 

Παρόμοια ισχύουν τόσον εν σχέσει με τον ισχυρισμό περί του πρόωρου της αγωγής, ο οποίος συσχετίζεται με τον ισχυρισμό πως η αγωγή κατεχωρίστηκε χωρίς προειδοποίηση, όσον και εν σχέσει με τον ισχυρισμό περί ολιγωρίας των αιτητών.  Και οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίπτονται.

 

Η συνδρομή των δικαιοδοτικών προϋποθέσεων μετετόπισε το βάρος απόδειξης στους καθ’ ων η αίτηση.  Έτσι, για να μπορέσουν αυτοί να καταχωρίσουν υπεράσπιση και ανταπαίτηση, ως επιθυμούν, οφείλουν να καταδείξουν, επί τη βάσει ισχυρισμών περιεχομένων στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης.  Παρενθετικά σημειώνω πως η ανταπαίτηση, η οποία αποτελεί αγωγή (cross action), για σκοπούς διαδικασίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης θεωρείται ως υπεράσπιση [Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (ανωτέρω), 283].  Με άλλα λόγια, ο εναγόμενος αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση οφείλει να ισχυρισθεί ενόρκως τέτοια γεγονότα, με ικανοποιητικές λεπτομέρειες, τα οποία να καταδεικνύουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή, σε απάντηση στην απαίτηση, να καταδεικνύουν ζήτημα το οποίο χρειάζεται να εκδικαστεί (Subotic ν. Στυλιανίδης (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 22, 27 επ). 

 

Όμως, από τα όσα ο εναγόμενος αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση δηλώνει, προκύπτει πως αυτός δέχεται την ύπαρξη και το κύρος της γραπτής συμφωνίας ημερ. 12.9.02, δέχεται πως δυνάμει της συμφωνίας αυτής οι εναγόμενοι αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση οφείλουν στους αιτητές €54.419,15 και δέχεται πως ο ίδιος οφείλει στους αιτητές €17.086, γιατί εγγυήθηκε τις οφειλές των εναγομένων αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση προς αυτούς.  Ουδεμία αμφισβήτηση των γεγονότων αυτών προβάλλεται.

 

Η μόνη υπεράσπιση η οποία προβάλλεται δια της ένορκης δήλωσης του εναγομένου αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση είναι η σύναψη μίας νέας προφορικής συμφωνίας η οποία, κατ’ ισχυρισμόν, αντικατέστησε τη γραπτή συμφωνία ημερ. 12.9.02.  Όμως, οι σχετικές αναφορές του εναγομένου αρ. 2 – καθ’ ου η αίτηση στερούνται ουσιωδών λεπτομερειών.  Για παράδειγμα, δεν δίδεται το όνομα του φυσικού προσώπου το οποίο συνήψε τη νέα συμφωνία εκ μέρους των αιτητών, δεν δίδονται λεπτομέρειες για τους λόγους που οδήγησαν στη σύναψη της συμφωνίας αυτής και ούτε δίδονται λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίον οι εναγόμενοι αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση τηρούσαν τον όρο περί σταδιακής εξόφλησης του χρέους που προέκυψε επί τη βάσει της γραπτής συμφωνίας ημερ. 12.9.02.  Παρομοίως στερούνται ουσιωδών λεπτομερειών, και ως εκ τούτου είναι ανίκανοι να καταδείξουν καλόπιστη υπεράσπιση, και οι ισχυρισμοί περί ανταπαίτησης.  Για παράδειγμα δεν δίδονται λεπτομέρειες για τη φύση των ζημιών τις οποίες οι εναγόμενοι αρ. 1 – καθ’ ων η αίτηση, κατ’ ισχυρισμόν, υπέστηκαν συνεπεία της συμπεριφοράς των αιτητών.  Και ούτε δίδονται οι λεπτομέρειες για το ύψος των ζημιών αυτών.

 

Όμως, οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν, δια της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένστασή τους, να πληροφορήσουν για τη φύση της ανταπαίτησής τους καθώς και για το ακριβές ποσόν που ανταπαιτούν.  Μόνον τότε θα μπορούσε η ανταπαίτησή τους να χαρακτηρισθεί ως γνήσια και ως προβληθείσα καλή τη πίστη.

 

Τέλος, ως έχουν τα πράγματα, κρίνονται αβάσιμες και οι αιτιάσεις των καθ’ ων η αίτηση περί κακόπιστης και καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των αιτητών.  Η προσπάθεια των αιτητών να εξασφαλίσουν συνοπτική απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως καταχρηστική και κακόπιστη χωρίς να υποδεικνύονται, με εύλογη λεπτομέρεια, συγκεκριμένες ενέργειές τους οι οποίες να μαρτυρούν κάτι τέτοιο.  Εφ’ όσον η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης προβλέπεται από το νόμο η χρησιμοποίησή της, κατ’ αρχήν, επιτρέπεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων αρ. 1 για το ποσόν των €54.419,15.  Το ποσόν αυτό θα φέρει τόκο με νόμιμο επιτόκιο από τις 14.10.09, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, έως και την αποπληρωμή του.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον του εναγομένου αρ. 2 για το ποσόν των €17.086.  Το ποσόν αυτό θα φέρει τόκο με νόμιμο επιτόκιο από τις 14.10.09, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, έως και την αποπληρωμή του.

 

Τα έξοδα της διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων αρ. 1 και 2.

 

 

 

 

 (Υπ.).............................................

                                                            Α.  Κ.  Λυκούργου, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΓΑ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο