ECLI:CY:EDLEF:2013:A328
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Α. Παντελή, Ε.Δ.
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις
Αρ. Αγωγής: 3255/06
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Λεωνίδου
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
Αρ. Αγωγής: 3256/06
Μεταξύ:
Ανδρέας Κυριάκου
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
Αρ. Αγωγής: 3257/06
Μεταξύ:
Ευγένιου Κληρίδη
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
Αρ. Αγωγής: 3258/06
Μεταξύ:
Νικόδημου Μαυρογιάκουμου
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
Αρ. Αγωγής: 3259/06
Μεταξύ:
Γεώργιου Αδάμου
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
Αρ. Αγωγής: 3260/06
Μεταξύ:
Γεώργιος Ρουσιάς
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
Αρ. Αγωγής: 7441/07
Μεταξύ:
Στέφανος Νικολαΐδης
Ενάγοντας
και
1. Πανίκος Κυριάκου, πρώην Διευθυντής Τμήματος Φυλακών
2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εναγομένων
-----------
27.9. 2013
Για τους ενάγοντες: κος Αποστολίδης
Για τον εναγόμενο 1: κος Αμπίζας
Για τον εναγόμενο 2: κος Χριστοφόρου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Πριν οτιδήποτε άλλο νιώθω υποχρεωμένος να αναφέρω ότι η παρούσα δεν είναι παράδειγμα καθημερινής υπόθεσης και διακρίνεται από άλλες του ίδιου είδους. Ένας εκ των λόγων που καθιστά τούτην ιδιαίτερη είναι το διάταγμα συνένωσης που εκδόθηκε πολύ πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Απότοκο τούτου ήταν η συνένωση επτά αγωγών. Το διάταγμα δεν είναι ο μόνος και ο κύριος λόγος δια τον οποίο η παρούσα ξεχωρίζει. Ό,τι περιπλέκει την εκδίκαση των συνενωμένων, πλέον, υποθέσεων, είναι το αντικείμενο των εν λόγω αγωγών. Επίδικο εν προκειμένω είναι το αστικό αδίκημα του λιβέλλου. Αξίζει να ειπωθεί ότι και στις επτά αγωγές οι εναγόμενοι, Πανίκος Κυριάκου και Κυπριακή Δημοκρατία, είναι πάντα οι ίδιοι. Ο ενάγων όμως είναι διαφορετικός. Επιπλέον, διαφορετικό είναι και το περιεχόμενο του ισχυριζόμενου λιβελλογραφήματος. Συνακόλουθα, η ιδιαιτερότητα και πολυπλοκότητα της παρούσης οφείλεται στο ότι στα πλαίσια μιας υπόθεσης προωθήθηκαν και ακούστηκαν οι θέσεις επτά διαφορετικών εναγόντων για επτά διαφορετικά κείμενα που έχουν τη δική τους αυτοτέλεια, καθώς επίσης διαφορετικές και ξεχωριστές υπερασπίσεις.
Αν αναφέρω όλα τα πιο πάνω δεν είναι για να εκθειάσω την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, αν και το εύλογο και δικαιολογημένο της έκδοσης διατάγματος συνένωσης σε τέτοιου είδους υποθέσεις οφείλει, υπό τις περιστάσεις, να προβληματίσει (βλ. Δ.14, κ.1 θεσμών πολιτικής δικονομίας όπου αναφέρεται ότι ο ενάγων πρέπει να είναι ένας και το λιβελλογράφημα το ίδιο ή ουσιωδώς το ίδιο). Σκοπός των προαναφερομένων είναι να καταστήσω τον αναγνώστη κοινωνό των λόγων που οδήγησαν σε επιλογή συγκεκριμένου τρόπου δόμησης της απόφασης. Και εξηγώ. στην έκταση που η μαρτυρία είναι κοινή και αφορά όλους τους ενάγοντες, θα παρατεθεί ως μια ενότητα. Ξεχωριστή ενότητα θα αποτελέσουν η αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας και η διερεύνηση των συστατικών στοιχείων (α) δημοσίευση και (β) κατά πόσο το κείμενο αφορά τον ενάγοντα. Η διερεύνηση του χαρακτήρα του κειμένου, δηλαδή κατά πόσο είναι δυσφημιστικό, δεν μπορεί παρά να εξεταστεί για κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Ξεχωριστά θα εξεταστούν και οι υπερασπίσεις που προωθήθηκαν από τους εναγομένους 1 και 2, εκτός εάν αφορούν το ίδιο όλες τις υποθέσεις και παρέχεται ευχέρεια ενιαίας διερεύνησης.
Από το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε διαπιστώνεται ότι αριθμός γεγονότων δεν τελεί υπό αμφισβήτηση εφόσον είναι κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων. Τούτα είναι τα ακόλουθα. ο Πανίκος Κυριάκου, εναγόμενος 1, ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή των φυλακών τον Οκτώβριο του 2002. Από τούτη τη θέση συνταξιοδοτήθηκε την 1.11.04. Αναμφισβήτητο είναι ότι δύο μόλις ημέρες προτού αφυπηρετήσει, δηλαδή την 29.10.04, συνέταξε δέκα σημειώματα τα οποία τοποθέτησε στον προσωπικό φάκελο του δεσμοφύλακα που καθ’ ένα εξ αυτών αφορούσε. Κατά τον ίδιο χρόνο, δηλαδή μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2004, ο αριθμός των δεσμοφυλάκων κυμαινόταν μεταξύ 300 με 400. Σημειώνεται ότι η χρήση του όρου δεσμοφύλακας δεν περιορίζεται στο βαθμό, αλλά καλύπτει όλες τις βαθμίδες ανέλιξης, δηλαδή υποδεκανέα, αρχιδεσμοφύλακα, επιθεωρητή, λειτουργό και κάθε άλλο βαθμό. Παρ’ ότι τα σημειώματα που συνέταξε ο εναγόμενος 1 ήταν δέκα, ενδιαφέρουν μόνο τα επτά, δηλαδή αυτά των εναγόντων, εφόσον αυτοί μόνο κινήθηκαν δικαστικώς. Το περιεχόμενο του σημειώματος που ο εναγόμενος 1 τοποθέτησε στον προσωπικό φάκελο των εν λόγω δεσμοφυλάκων είναι ό,τι τους ώθησε στην καταχώριση των επίδικων αγωγών, εφόσον έκριναν ότι τούτο είναι ψευδές και προσβλητικό και ως τέτοιο συνιστά δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία. Πέραν των πιο πάνω, την 5.5.05 το σύνολο των σημειωμάτων κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό κατόπιν δημοσίευσης στην εφημερίδα «η σημερινή». Πιστό αντίγραφο της σχετικής σελίδας της εφημερίδας «η σημερινή», σελίδα 12, προσκομίστηκε στο δικαστήριο και είναι το τεκμήριο 5. Εν τούτοις, γεγονός είναι ότι κανείς εκ των εναγόντων κινήθηκε εναντίον της εφημερίδας. Η απαίτηση τούτων στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του διευθυντή των φυλακών, εναγομένου 1, και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην έκταση που η απαίτηση αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, εναγόμενο 2, οι αιτιάσεις των εναγόντων περιορίζονται στο ότι ακόμη και σήμερα το εν λόγω σημείωμα βρίσκεται στον προσωπικό φάκελο ενός έκαστου. Αυτή η τελευταία θέση των εναγόντων επίσης δεν αμφισβητείται. Υποδεικνύεται εν προκειμένω ότι με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δήλωσε στο δικαστήριο ότι τα επίδικα σημειώματα παραμένουν στους επίδικους φακέλους. Επιπλέον, γεγονός είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε σε κάθ’ ένα των εναγόντων επιστολή, δια της οποίας διαβεβαίωνε πως παρ’ ότι το σημείωμα θα παραμείνει στον προσωπικό του φάκελο, δεν θα του αποδίδεται καμία σημασία. Τα επίδικα σημειώματα επίσης προσκομίστηκαν στο δικαστήριο και είναι τα τεκμήρια 1, 6, 7, 9, 10, 11 και 13, και αντιστοιχούν στους ενάγοντες Λεωνίδου, Κληρίδη, Κυριάκου, Μαυρογιάκουμο, Αδάμου, Νικολαΐδη και Ρουσιά. Τέλος, αδιαμφισβήτητο είναι ότι κατά τον επίδικο χρόνο οι ενάγοντες εργάζοντο στις κεντρικές φυλακές και καθ’ ένας εξ αυτών έφερε το βαθμό που αναφέρεται στο σημείωμα που τον αφορά.
Όλα τα πιο πάνω συνιστούν ευρήματα του δικαστηρίου.
Εκ μέρους των εναγόντων μαρτυρία έδωσαν οι ίδιοι με την ακόλουθη σειρά. Λεωνίδου (ΜΕ1), Κληρίδης (ΜΕ2), Κυριάκου (ΜΕ3), Μαυρογιάκουμος (ΜΕ4), Αδάμου (ΜΕ5), Νικολαΐδης (ΜΕ6) και Ρουσιάς (ΜΕ7). Άλλος μάρτυρας δεν κλήθηκε για τους ενάγοντες. Για τον εναγόμενο 1 μαρτυρία έδωσε μόνο ο ίδιος, ενώ η Δημοκρατία δεν κάλεσε οιονδήποτε μάρτυρα.
Σύνοψη της μαρτυρίας των εναγόντων θέλει καθ’ ένα εξ αυτών να κάνει αναφορά στα προσόντα που κατέχει και την επιμόρφωση που έτυχε. Περαιτέρω, αναφορά έκαναν και στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και την αξιολόγηση που εκεί έτυχαν, είτε από τον εναγόμενο 1 είτε από άλλους διευθυντές, προηγούμενους ή μεταγενέστερους. Όλοι ανεξαιρέτως υποστήριξαν ότι είναι άτομα καλού χαρακτήρα καθώς ότι το περιεχόμενο του σημειώματος που τους αφορά είναι αναληθές και δυσφημιστικό και επιπλέον, ότι η απλή και μόνο τοποθέτησή του στον προσωπικό φάκελο του καθ’ ενός πλήττει κάθε κανόνα αξιολόγησης και το δικαίωμα που είχε να ακουστεί.
Πέραν των πιο πάνω, οι ενάγοντες ΜΕ 1, 2, 3, 4 και 5 υποστήριξαν ότι όταν πληροφορήθηκαν την ύπαρξη του σημειώματος εκπλάγηκαν. Μάλιστα, η σχετική θέση συναρτήθηκε και με άλλον ισχυρισμό, δηλαδή ότι ουδέποτε ο εναγόμενος 1 τους είχε καλέσει για να τους προειδοποιήσει ή να τους επιστήσει την προσοχή για οτιδήποτε. Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός, δηλαδή ότι ουδέποτε κλήθηκαν από τον εναγόμενο 1, υιοθετήθηκε και από τους ενάγοντες ΜΕ 6 και 7.
Από τη μαρτυρία διαπιστώνεται ότι η δημοσίευση του σημειώματος διακρίνεται χρονικά και πρακτικά σε δύο ενότητες. Η πρώτη άπτεται της τοποθέτησης τούτου στον προσωπικό φάκελο ενός έκαστου και η δεύτερη της δημοσίευσης στην εφημερίδα «η σημερινή».
Για τη δημοσίευση των σημειωμάτων στην εφημερίδα υποβλήθηκε στους ενάγοντες ότι οι ίδιοι είναι που τα κυκλοφόρησαν, ώστε να δημιουργήσουν αγώγιμο δικαίωμα, θέση την οποία απέρριψαν. Αυτή μάλιστα η θέση της υπεράσπισης συνοδεύθηκε και με την υποβολή ότι τότε, δηλαδή τον Μάιο του 2005 που δημοσιεύθηκαν τα σημειώματα στην εφημερίδα, την επικαιρότητα απασχολούσε διαμάχη μεταξύ του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, κου Δ. Θεοδώρου, και του τέως διευθυντή των φυλακών, εναγομένου 1. Γι’ αυτή τη διαμάχη, αντικείμενο της οποίας ήταν η αποκάλυψη του διευθυντή ότι ο υπουργός απαιτούσε ρουσφέτια, οι ενάγοντες ΜΕ 1, 2, 5, 6 και 7 ανέφεραν ότι ήταν εις γνώση τους, δηλαδή την παρακολούθησαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο ενάγων ΜΕ3 δεν ερωτήθηκε σχετικά, ενώ ο ΜΕ4 απάντησε ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε. Εν πάση περιπτώσει, οι ενάγοντες αρνήθηκαν τον έτερο ισχυρισμό της υπεράσπισης, δηλαδή ότι δημοσιοποίησαν τα σημειώματα ώστε να βοηθήσουν τον τότε υπουργό.
Για την άλλη έκφανση της δημοσίευσης, δηλαδή την απλή και μόνο τοποθέτηση του σημειώματος στο φάκελο, οι ενάγοντες ΜΕ 2, 3, 4 και 6 υποστήριξαν ότι πρόσβαση στον προσωπικό φάκελο κάθε δεσμοφύλακα έχει το αρχείο στο οποίο φυλάγεται ο φάκελος, δηλαδή ο υπεύθυνος του αρχείου και οι εκεί εργαζόμενοι, συνολικά όχι πέραν των δέκα προσώπων, και όχι μόνο ο διευθυντής των φυλακών. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο ενάγων ΜΕ1 ο οποίος συμφώνησε ότι ο προσωπικός φάκελος τελεί υπό την φύλαξη και αποκλειστική ευθύνη του διευθυντή των φυλακών. Οι ενάγοντες ΜΕ 5 και 7 δεν ερωτήθηκαν σχετικά.
Θέση όλων των εναγόντων είναι ότι κακόβουλα και με πρόθεση πρόκλησης ζημίας, ήτοι ανακοπή περαιτέρω ανέλιξης, ο εναγόμενος 1 συνέταξε και τοποθέτησε τα εν λόγω σημειώματα. Επί του προκειμένου οι ενάγοντες ΜΕ 1, 2, 3 και 4 υποστήριξαν ότι κοντά στο χρόνο αφυπηρέτησης του εναγομένου 1, δηλαδή λίγο πριν και αμέσως μετά την αφυπηρέτησή του, διαδίδετο στο χώρο των φυλακών ότι ο τελευταίος έβαλε ταφόπλακες. Αυτή μάλιστα η έκφραση αποδίδεται στον εναγόμενο 1 και θέλει τούτον να την αναφέρει σε δεσμοφύλακες του στενού του κύκλου, δηλαδή πρόσωπα με τα οποία είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση. Ο ενάγων ΜΕ6 ανέφερε ότι δεν άκουσε για ταφόπλακες, υποστήριξε όμως ότι ένα βράδυ, όταν ανέλαβε καθήκοντα βάρδιας, ο εναγόμενος 1 ανέφερε στην παράταξη ότι «θα κλείσει σπίτια, θα κάνει γυναίκες να κλάψουν, και μωρό». Οι ενάγοντες ΜΕ 5 και 7 δήλωσαν ότι δεν άκουσαν οτιδήποτε για ταφόπλακες.
Οι δύο τελευταίοι ισχυρισμοί των εναγόντων, δηλαδή η δημοσίευση του σημειώματος με την απλή και μόνο τοποθέτηση του στον προσωπικό φάκελο που βρίσκεται στην κατοχή του αρχείου και η φήμη που κυκλοφορούσε στις φυλακές για ταφόπλακες που τοποθέτησε ο εναγόμενος 1, διερευνήθηκαν από την υπεράσπιση. Εν τέλει υπεβλήθη στους ενάγοντες ότι γνώριζαν για τα σημειώματα πολύ πριν τη δημοσίευσή τους στην εφημερίδα. Οι ενάγοντες αρνήθηκαν αυτή τη θέση και στην πλειοψηφία τους υποστήριξαν ότι την ύπαρξη του σημειώματος την πληροφορήθηκαν μετά πάροδο κάποιων ημερών από τη δημοσίευση στην εφημερίδα. Όπως ανέφεραν, δεκαπέντε με είκοσι ημέρες μετά τη δημοσίευση των σημειωμάτων στην εφημερίδα κλήθηκαν από τον νέο διευθυντή των φυλακών, κο Χ’’Δημητρίου, και ενημερώθηκαν ότι στον προσωπικό φάκελο του καθ’ ενός είναι που τοποθετήθηκε σημείωμα.
Τα πιο πάνω συνιστούν, σε γενικές γραμμές, τη μαρτυρία των εναγόντων ως ενιαίο σύνολο. Είμαι της γνώμης ότι σε αυτό το στάδιο δεν επιβάλλεται ειδική αναφορά στην επιμέρους μαρτυρία ενός έκαστου. Η ιδιαίτερη μαρτυρία καθ’ ενός θα απασχολήσει σε κατοπινό στάδιο, δηλαδή στο στάδιο αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας. Σε εκείνο το στάδιο θα επιχειρήσω παράθεση των ιδιαίτερων αναφορών ενός έκαστου, προσπαθώντας έτσι να αιτιολογήσω και την όποια αξιολόγηση.
Ο εναγόμενος 1 υποστήριξε ότι όταν ανέλαβε τη διεύθυνση των φυλακών επικρατούσε χάος, δηλαδή. «διαφθορά, διαπλοκές, κλίκες, απειθαρχία, έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δεσμοφυλάκων και οι σχέσεις δεσμοφυλάκων και καταδίκων ήταν χείριστες». Θέση του ήταν ότι στην προσπάθεια του να πατάξει τα κακώς κείμενα, εξαρχής προειδοποίησε το σύνολο των δεσμοφυλάκων ότι θα είναι αμείλικτος στη διαφθορά και την απειθαρχία. Υποστήριξε περαιτέρω ότι επιχείρησε αναβάθμιση των φυλακών δημιουργώντας σχολή δεσμοφυλάκων, ομάδα για έλεγχο ναρκωτικών με εκπαιδευμένα σκυλιά και στέλνοντας αρκετά μέλη των φυλακών για εκπαίδευση στην αστυνομία και το εξωτερικό. Παράλληλα, έδιδε οδηγίες για τακτική εκπαίδευση στο χειρισμό όπλων και σκοποβολής. Αναβάθμιση, υποστήριξε, έτυχαν και οι κτηριακές εγκαταστάσεις δια της δημιουργίας νέας πτέρυγας και νέων μαγειρίων. Εν κατακλείδι, ήταν η θέση του ότι «σιγά-σιγά αλλά σταθερά το Τμήμα Φυλακών άρχισε να αναβαθμίζεται να ξεφεύγει από τη μιζέρια και η όλη κατάσταση έβαινε προς σωστό δρόμο. Τα κρούσματα ναρκωτικών, η διαφθορά και η απειθαρχία σχεδόν εξαφανίστηκαν». Προς υποστήριξη τούτου ανέφερε ότι δεν δίστασε να εξαναγκάσει σε παραίτηση ένα λειτουργό, ένα επιθεωρητή και ένα δεσμοφύλακα. Επιπλέον, σύστησε πειθαρχικό σώμα το οποίο δίκασε και εν τέλει απέλυσε επτά έκτακτους δεσμοφύλακες που κατηγορούντο για ανάρμοστη συμπεριφορά. Δυστυχώς, σύμφωνα πάντα με τον εναγόμενο 1, μικρός αριθμός δεσμοφυλάκων, περίπου δέκα, παρέμειναν το ίδιο και επιδείκνυαν μη αρμόζουσα συμπεριφορά. Θέση του εναγομένου 1 είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις κάλεσε τους ενάγοντες και τους προειδοποίησε για τη συμπεριφορά τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνακόλουθα, υποστήριξε ότι όλα όσα έγραψε είναι αλήθεια και πως ο λόγος δια τον οποίο προέβη σε τούτα τα σημειώματα ήταν επειδή ένιωθε αδήριτη ανάγκη να πληροφορήσει το διάδοχό του για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα το οποίο, σύμφωνα πάντα με τον εναγόμενο 1, είναι ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Κατά τα λοιπά ήταν η θέση του ότι κανένα προσωπικό πρόβλημα είχε με οιονδήποτε των εναγόντων. Εν κατακλείδι, υποστήριξε ότι οι δεσμοφύλακες είναι που διέρρευσαν τα σημειώματα στην εφημερίδα σε μια προσπάθεια να πλήξουν την εικόνα του και να υποστηρίξουν τον τότε υπουργό στη δημόσια διαμάχη που είχαν οι δύο τους.
Όπως στην περίπτωση των εναγόντων έτσι και με τον εναγόμενο 1, παραλείπω σύνοψη της μαρτυρίας που αφορά κάθε σημείωμα ξεχωριστά, εφόσον τέτοια διεργασία διεξάγεται πιο κάτω στην αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας.
Από όλα τα πιο πάνω εύλογα διαπιστώνεται πως τα επίδικα θέματα συμποσούνται στα ακόλουθα. αφενός μεν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, δηλαδή κατά πόσο το σημείωμα είναι δυσφημιστικό και αν έχει δημοσιευτεί, δηλαδή αν η τοποθέτηση του σημειώματος στον προσωπικό φάκελο αποτελεί δημοσίευση και περαιτέρω, αν οι εναγόμενοι είναι υπαίτιοι, έστω εξ αμελείας, για τη δημοσίευση των σημειωμάτων στην εφημερίδα. Απόφαση επιβάλλεται και για την ορθότητα ή μη των διάφορων ισχυρισμών που προωθήθηκαν ήτοι. η φημολογία που κυκλοφορούσε στις φυλακές για ταφόπλακες που έβαλε ο εναγόμενος 1, ο χρόνος που οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν την ύπαρξη των σημειωμάτων, η διαμάχη του τότε υπουργού με τον τέως διευθυντή των φυλακών, ποια πρόσωπα έχουν πρόσβαση στους προσωπικούς φακέλους των δεσμοφυλάκων και ποιος ή ποιοι δημοσίευσαν τα σημειώματα στην εφημερίδα. Τέλος, επιβεβλημένο είναι να αποφασιστεί και ό,τι σχετικό της εφημερίδας που δημοσίευσε τα σημειώματα, δηλαδή το είδος τούτης και το μέγεθος της κυκλοφορίας της. Αφετέρου, διερεύνησης χρήζουν και οι υπερασπίσεις που προωθήθηκαν, δηλαδή η αλήθεια ή μη του περιεχομένου κάθε σημειώματος και κατά πόσο πρόκειται για έντιμο σχόλιο ή συνιστά προνόμιο υπό επιφύλαξη.
Παρ’ ότι έχω ήδη αναφέρει, έστω εμμέσως, τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος του λιβέλλου, παρεμβάλλω εδώ ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σύγγραμμα Κεφάλαιο 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, των κυρίων Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, σελίδα 62: «Για να επιτύχει ο ενάγων σε αγωγή για δυσφήμηση πρέπει να αποδείξει τα πιο κάτω στοιχεία: (α) ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό.(β) ότι τούτο αναφερόταν σ’ αυτόν. (γ) ότι δημοσιεύτηκε.»
Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω στρέφομαι τώρα σε αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού. Παρακολούθησα τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της ζωντανής ατμόσφαιρας της διαδικασίας και αποτίμησα τη συνολική τους παρουσία κατά την εξιστόρηση των γεγονότων με κριτήριο τα εγγενή της μαρτυρίας τους χαρακτηριστικά (πηγή γνώσεων, ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, ακεραιτότητα και προκατάληψη, ανιδιοτέλεια, αληθοφάνεια βλ. Phipson on Evidence, 16th edition, σελ. 333). Δεν διέλαθε την προσοχή μου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός εκάστου των μαρτύρων δεν περιορίζεται στην ατομική κρίση του καθενός ξεχωριστά αλλά επεκτείνεται και στα συμπεράσματα που προκύπτουν από συσχετισμό, αντιπαραβολή και διερεύνηση της αντικειμενικής υπόστασης των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056), καθώς ότι η αποτίμηση της αξιοπιστίας μάρτυρα είναι έργο διακριτό και εντελώς αποσυναρτημένο από οποιοδήποτε βάρος απόδειξης (βλ. Αγαθοκλέους κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 316 και Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).
Η μαρτυρία των εναγόντων, ως σύνολο, αλλά και του καθ’ ενός ξεχωριστά, δεν άφησε θετικές εντυπώσεις. Κυρίαρχο στοιχείο στη μαρτυρία τους είναι η επιτήδευση με στόχο την απόκρυψη πραγματικών γεγονότων και την προώθηση προσωπικών συμφερόντων. Από την άλλη η παρουσία τους στο εδώλιο του μάρτυρα συνοδεύτηκε από έλλειψη αυθορμητισμού, αμηχανία, αοριστολογία, αντιφάσεις και ενίοτε ψεύδος.
Από την άλλη ο εναγόμενος 1 ήταν πειστικός και ειλικρινής. Δεν είναι μόνο ο αυθορμητισμός και η φυσικότητα των απαντήσεων του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τον καθιστούν αξιόπιστο. Ελεγχόμενη η μαρτυρία του από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού αποκαλύπτει ότι διαπνέεται από ειλικρίνεια και έχει λογική συνοχή.
Παρά την πιο πάνω γενική εντύπωση είναι, πιστεύω, αναγκαίο να παραθέσω και την εντύπωση μου για κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, επικεντρωνόμενος έτσι στην ουσία της μαρτυρίας ενός έκαστου. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι αποφεύγω να σχολιάσω ό,τι σχετικό των υπερασπίσεων, και δη την υπεράσπιση της αλήθειας, εφόσον τα αποτελέσματα τέτοιας εξέτασης παρατίθενται πιο κάτω όπου σχολιάζονται οι υπερασπίσεις.
Ο ΜΕ1 υποστήριξε ότι εκπλάγηκε από το σημείωμα του εναγομένου 1 καθ’ ότι ο τελευταίος ουδέποτε του επίστησε την προσοχή σε οτιδήποτε και επειδή η σχέση τους, δηλαδή ΜΕ1 και εναγομένου 1, ήταν σχέση «διευθυντού και ενός πειθαρχημένου υπαλλήλου». Υποστήριξε μάλιστα ότι τόσο πριν το 2002 όσο και μετά το 2004, δηλαδή μετά που αφυπηρέτησε ο εναγόμενος 1, αξιολογείτο σε όλα τα σημεία κρίσης ως εξαίρετος. Επιπλέον, ανέφερε ότι για τα έτη 2002 και 2003 ο εναγόμενος 1 είναι που τον έκρινε εξαίρετο (βλ. παρ. 12 τεκμηρίου Α). Στην αντεξέταση όμως διαπιστώθηκε ότι αυτή η τελευταία δήλωση του μάρτυρα είναι ψευδής. Η αξιολόγηση που του έκανε ο εναγόμενος 1 για το έτος 2003, δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που ο ΜΕ1 προσπάθησε να παρουσιάσει. Σε αυτή την αξιολόγηση ο ενάγων κρίθηκε εξαίρετος σε πέντε μόνο σημεία κρίσης, ενώ στα υπόλοιπα ως πολύ ικανοποιητικός. Μάλιστα για αυτή την αξιολόγηση ο ΜΕ1 υπέβαλε ένσταση. Από την άλλη, για το έτος 2002 δέχθηκε, εν τέλει, ότι η αξιολόγηση διενεργήθηκε αρχές του επόμενου έτους (2003). Συνακόλουθα, ο εναγόμενος 1, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση των φυλακών τον Οκτώβριο του 2002, δεν μπορούσε να γνωρίζει ποια ήταν η συμπεριφορά του ΜΕ1 το προηγούμενο έτος. Εν ολίγοις, η βαθμολογία του 2002 δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική άποψη του εναγομένου 1. Μείζον βεβαίως δεν είναι η αξιολόγηση αφ’ εαυτή. Τα πιο πάνω με γλαφυρότητα αποκαλύπτουν ότι ο ΜΕ1 προσπάθησε να παραπλανήσει και να παραπληροφορήσει το δικαστήριο αποκρύβοντας την αλήθεια εν σχέσει με την αξία του, ως η βαθμολογία πάντα που του έδωσε ο εναγόμενος 1, ώστε να παρουσιάσει τις αποφάσεις του τελευταίου ως αλλοπρόσαλλες και άλογες της ίδιας της αξιολόγησης που του έκανε. Αυτή η διαπίστωση φανερώνει ότι ο ΜΕ1 δεν ήρθε στο δικαστήριο με πρόθεση να πει την αλήθεια αλλά για να εξυπηρετήσει προσωπικά του συμφέροντα. Παρεμβάλλω επίσης ότι πέραν της απόκρυψης της αλήθειας, στοιχείο που δρα καταλυτικά στην αξιολόγηση του ΜΕ1, έντονο και αποκαλυπτικό ήταν το μειδίαμα του μάρτυρα, αντίδραση η οποία δεν καταγράφεται στο στεγνό πρακτικό της διαδικασίας που περιορίζεται μόνο στα λεγόμενα του μάρτυρα, όταν του υπεβλήθη συγκεκριμένη θέση που άπτεται του περιεχομένου του σημειώματος, δηλαδή ότι προβαίνοντας σε επίδειξη δυνάμεως αγκάλιασε δένδρο και φώναζε ότι είναι δυνατός. Αυτή η αντίδραση του ΜΕ1 δεν φανερώνει, κατ’ ανάγκη, αποδοχή της σχετικής υποβολής, αλλά, αν μη τι άλλο, αποκαλύπτει προηγούμενη γνώση τούτης της υποβολής, και αυτό παρά τη θέση του ΜΕ1 ότι ο εναγόμενος 1 ουδέποτε τον κάλεσε για να τον παρατηρήσει για τη συμπεριφορά του, δηλαδή ότι ασχημονώντας προέβαινε σε επίδειξη δύναμης. Γι’ όλους τους λόγους μαζί αλλά και για καθ’ ένα ξεχωριστά κρίνω ότι δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του ΜΕ1.
Και ο ΜΕ2 ανέφερε ότι εκπλάγηκε όταν έμαθε για το σημείωμα. Ανέφερε μάλιστα ότι για όλα τα χρόνια που ο εναγόμενος 1 ήταν διευθυντής των φυλακών τον αξιολογούσε ως εξαίρετο. Σε αυτή την περίπτωση η αντεξέταση που έτυχε ο μάρτυρας ανέδειξε την απροθυμία του να απαντήσει καίριες ερωτήσεις που του τέθηκαν. Ενώ υποστηρίζει ότι η δική του συμπεριφορά δεν άλλαξε και ότι είναι η συμπεριφορά του εναγομένου 1 που διαφοροποιήθηκε, και μάλιστα άνευ αποχρώντος λόγου, επί το προκειμένου η υπεράσπιση υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του άλλαξε όταν αρχές του 2004 έγιναν προαγωγές και δεν συμπεριλήφθη σε αυτές εφόσον δεν είχε τα προσόντα, εν τούτοις, άφησε να νοηθεί ότι είχε υπόψη του άλλους λόγους δια τους οποίους άλλαξε η συμπεριφορά του εναγομένου 1 έναντι του. Όταν όμως του ζητήθηκε να αποκαλύψει αυτούς τους λόγους αρνήθηκε να απαντήσει γιατί, ως υποστήριξε, μπορεί να εμπλακούν άλλοι συνάδελφοι. Αυτή βεβαίως η απάντηση και στάση κρύβει εγγενή αναξιοπιστία εφόσον αφαιρεί από το δικαστήριο τη δυνατότητα διερεύνησης της ορθότητας της σχετικής θέσης. Επιπλέον, αν και υποστήριξε ότι ουδέποτε ο εναγόμενος 1 τον κάλεσε στο γραφείο του για να τον παρατηρήσει, ανέφερε ότι όταν τα σημειώματα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα (5.5.05), αντιλήφθηκε ότι το ένα εξ αυτών αναφέρετο στον ίδιο. Πώς όμως αντιλήφθηκε κάτι τέτοιο όταν, σύμφωνα με τον ίδιο, ενημέρωση για τα σημειώματα έλαβαν την 26.5.05, δηλαδή μετά το δημοσίευμα της εφημερίδας, από τον τότε διευθυντή των φυλακών; Επί τούτου απάντησε ότι φημολογείτο ότι ήταν ο μόνος υποδεκανέας στον φάκελο του οποίου τέθηκε σημείωμα. Εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται ότι η εν λόγω θέση δεν ευσταθεί. Σημείωμα τέθηκε και στο φάκελο του ΜΕ5, επίσης υποδεκανέα. Η σχετική όμως θέση αναδεικνύει και άλλη αντίφαση στη μαρτυρία του ΜΕ2. Αποκαλύπτει εν προκειμένω ότι πριν τη δημοσίευση των σημειωμάτων στην εφημερίδα γνώριζε, έστω ως φημολογία, ότι στο φάκελο του τοποθετήθηκε σημείωμα. Πως όμως γνώριζε ότι από σαράντα τόσους υποδεκανείς, ως ο ίδιος ανέφερε, στο φάκελο τούτου ήταν που τοποθετήθηκε σημείωμα; Αν ο ίδιος δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον εναγόμενο 1, και μάλιστα εκπλάγηκε από το σημείωμα, γιατί τότε πίστευε ότι ο ίδιος είναι ο υποδεκανέας που ανέφερετο στην εφημερίδα; Όλα αυτά αντιφάσκουν του ισχυρισμού ότι ουδέποτε ο εναγόμενος 1 κάκισε τη συμπεριφορά του και ότι την 26.5.05 είναι που πληροφορήθηκε για το σημείωμα στο φάκελό του. Τα πιο πάνω αποκαλύπτουν την απροθυμία του μάρτυρα να απαντήσει, τον εγγενή αντιφατικό χαρακτήρα των ισχυρισμών του και την αοριστολογία που μεταχειρίστηκε για να αποφύγει να απαντήσει.
Ψεύδος, αντίφαση, αοριστολογία και απόκρυψη πραγματικών γεγονότων χαρακτηρίζει τη μαρτυρία και του ΜΕ3. Όλως παραδόξως και αυτός ο μάρτυρας ανέφερε ότι εκπλάγηκε από το σημείωμα του εναγομένου 1. Η παραδοξότητα αυτής της έκπληξης, στοιχείο που όπως θα φανεί στην πορεία αναδεικνύει ψεύδος και πρόθεση να παραπληροφορήσει το δικαστήριο αποκρύβοντας από αυτό ουσιώδη στοιχεία, έγκειται στο ότι στην αντεξέτασή του απεκαλύφθη πως ενόσω ο εναγόμενος 1 ήταν διευθυντής των φυλακών, τον παρέπεμψε στην ΕΔΥ για πειθαρχική δίωξη. Αφενός, ο ΜΕ3 απέκρυψε αυτό το γεγονός επικαλούμενος ότι δεν είχε το πρακτικό της απόρριψης της κατηγορίας (βλ. τεκμήριο 8) και επειδή δεν κίνησε, τότε, αγωγή κατά του εναγομένου 1. Η επιπολαιότητα των σχετικών εξηγήσεων του ΜΕ3 είναι έκδηλη. Όπως αποκαλύπτεται από το τεκμήριο 8, δηλαδή την απόφαση της ΕΔΥ αναφορικά με την πειθαρχική, το αποτέλεσμα της πειθαρχικής, δηλαδή ότι αθωώθηκε και έπαυσε η διαθεσιμότητά του, γνωστοποιήθηκε στο ΜΕ3 την 30.9.03. Εν πάση όμως περιπτώσει, σημασία δεν έχει το αποτέλεσμα της πειθαρχικής ή οι τυχόν ενέργειες του ΜΕ3 σε σχέση με την απόφαση. Σημασία έχει ότι το γεγονός και μόνο της πειθαρχικής δεν παντρεύεται με την εκφρασθείσα έκπληξη του ΜΕ3 για το σημείωμα. Αυτό άλλωστε το δέχθηκε και ο ίδιος στην αντεξέταση αναφέροντας ότι όταν είδε το δημοσίευμα της εφημερίδας θορυβήθηκε «γιατί υπήρχε το προηγούμενο με τη διαθεσιμότητα», για να το αναιρέσει όμως αργότερα λέγοντας ότι όταν ανέγνωσε το δημοσίευμα της εφημερίδας. δεν διερωτήθηκε οτιδήποτε γιατί τον ίδιο δεν τον αφορούσαν τούτα τα πράγματα. Απ’ όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο ΜΕ3 απέκρυψε το θέμα της πειθαρχικής ώστε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ένα εξαίρετο υπάλληλο και ότι το σημείωμα τέθηκε στο φάκελό του άνευ αποχρώντος λόγου. Αν και απέρριψε την υποβολή ότι η κατηγορία της πειθαρχικής ήταν πως σε συνεργασία με κατάδικους σχεδίαζε εγκληματική ενέργεια κατά του διευθυντή των φυλακών, δέχθηκε ότι κατηγορήθηκε για κωλυσιεργία, απειθαρχία και οχλαγωγία. Προκύπτει λοιπόν ότι οι σχέσεις των δύο, ΜΕ3 και εναγομένου 1, δεν ήταν οι καλύτερες, γεγονός που ήταν σε γνώση του ενάγοντα, γνώση όμως που δεν απεκάλυψε στο δικαστήριο και που δεν συμβιβάζεται με τη μαρτυρία του και δη την έκπληξή του για το σημείωμα. Η πρόθεση του μάρτυρα να αποκρύψει αυτά τα στοιχεία από το δικαστήριο προκύπτει και από την παραδοχή του ότι πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας είχε ετοιμάσει, σε συνεργασία με το συνήγορό του, άλλο κείμενο γραπτής κατάθεσης, δηλαδή άλλο από το τεκμήριο Γ, στο οποίο αναφέρονταν αυτά τα γεγονότα, τα οποία όμως στη συνέχεια ζήτησε να αφαιρεθούν. Αυτό και μόνο, και παρά τις άλογες και επιπόλαιες εξηγήσεις του ΜΕ3, φανερώνει την πρόθεση του να μην αποκαλύψει στο δικαστήριο όλη την αλήθεια και να παρουσιαστεί ως υπόδειγμα δεσμοφύλακα. Ανακόλουθη της κοινής λογικής είναι και η άλλη θέση του ΜΕ3 ότι ο εναγόμενος 1 ουδέποτε τον παρατήρησε για τη συμπεριφορά του. Το παράλογο τούτης της θέσης παραπέμπει και πάλι στην πειθαρχική δίωξη που του ασκήθηκε. Έστω επί τη υποθέσει ότι ο εναγόμενος 1 ουδέποτε τον κάλεσε για να κακίσει τη συμπεριφορά του, η απλή και μόνο πειθαρχική δίωξη δεν εκλαμβάνεται ως μη αποδοχή της συμπεριφοράς του; Πέραν των πιο πάνω, αοριστία, ασάφεια και αντίφαση είναι ό,τι χαρακτηρίζει τη μαρτυρία του αναφορικά με το πότε πληροφορήθηκε την ύπαρξη των σημειωμάτων. Παρ’ ότι διατείνεται ότι άκουσε για ταφόπλακες που έβαλε ο διευθυντής, εν τούτοις υποστήριξε ότι μόλις μετά τη δημοσίευση των σημειωμάτων στην εφημερίδα έμαθε ότι ήταν εξ εκείνων που στο φάκελό τους τοποθετήθηκε σημείωμα. Εν ολίγοις, ενώ αποδίδει στον εναγόμενο 1 κακοβουλία για το σημείωμα και για την πειθαρχική που προηγήθηκε, την ίδια στιγμή αποκρύβει τούτα τα γεγονότα και εκπλήσσεται από το σημείωμα. Η μαρτυρία του ΜΕ3 δεν είναι τίποτα άλλο από συνονθύλευμα αντιφάσεων και παραπληροφόρησης και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εξαγωγή διαπιστώσεων.
Ο ΜΕ4 προέκτεινε τούτη την έκπληξη για το σημείωμα αναφέροντας ότι ακόμη και σήμερα δεν πιστεύει ότι ο εναγόμενος 1 τοποθέτησε το επίδικο σημείωμα στο φάκελό του. Ο λόγος, όπως ανέφερε, είναι γιατί η συνεργασία τους ήταν άψογη και ο ίδιος ήταν στενός συνεργάτης του διευθυντή. Σε αυτήν ακριβώς την πτυχή της μαρτυρίας του διαπιστώνεται αναλήθεια και πρόθεση παραπλάνησης. Αν και ανέφερε ότι είχε ειδικά καθήκοντα, δηλαδή παρακολουθούσε τις τηλεφωνικές συνομιλίες των καταδίκων, παρέλειψε να αναφέρει ότι λίγους μήνες μετά που ο εναγόμενος 1 ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή, δηλαδή έξι με επτά μήνες μετά, τον μετέθεσε σε άλλο πόστο. Πέραν αυτής της μετάθεσης, για την οποία δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τους λόγους και ότι ουδέποτε ο διευθυντής τον κάλεσε για να κακίσει τη συμπεριφορά του, άλλο ένα σημείο της μαρτυρίας του που αξίζει να παρατεθεί είναι και η αξιολόγηση που του έκανε ο εναγόμενος 1 για το 2003. Παρά τις προηγούμενες αξιολογήσεις, για το έτος 2003 ο ΜΕ4 αξιολογήθηκε εν μέρει ως εξαίρετος (4 σημεία κρίσης) και εν μέρει ως πολύ ικανοποιητικός (3 σημεία κρίσης). Όλα τα πιο πάνω, δηλαδή η επιμονή του μάρτυρα ότι είχε άψογη συνεργασία με το διευθυντή και η έκπληξη του για το σημείωμα, δεν συνάδουν με την αξιολόγηση που του έγινε όπως ούτε με τη μετάθεση και δη το χρόνο τούτης. Μάλιστα η επιμονή του ότι ήτο στενός συνεργάτης του διευθυντή αποκαλύπτει προσπάθεια παραπλάνησης, εφόσον απέκρυψε τη μετάθεση και ότι συνεπεία τούτης το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του εναγομένου 1 δεν είχαν στενή συνεργασία. Περαιτέρω, έκδηλη ήτο η επιμονή του μάρτυρα ότι δεν γνωρίζει ό,τι σχετικό της διαμάχης του τότε υπουργού δικαιοσύνης και δημόσιας τάξης με τον εναγόμενο 1. Η παραδοξότητα αυτού του ισχυρισμού έγκειται στο ότι το ίδιο το τεκμήριο 5, δηλαδή το δημοσίευμα της εφημερίδας, στην ίδια σελίδα που δημοσιεύτηκαν τα σημειώματα φέρει δημοσίευμα που αφορά καταγγελίες συγκεκριμένου βουλευτή ότι ο τότε υπουργός ζητούσε ρουσφέτια από τον εναγόμενο 1. Από αυτό και μόνο διαπιστώνεται η επιλεκτικότητα της μνήμης του μάρτυρα, η οποία συναρτήθηκε και με τον άλλο ασαφή και αόριστο ισχυρισμό του ότι πολύ πριν τη δημοσίευση στην εφημερίδα είχε ακούσει για σημειώματα, θέση όμως που διαφοροποίησε αργότερα σε ταφόπλακες. Παρά λοιπόν τα πιο πάνω γεγονότα, δηλαδή τη μετάθεση, τη μειωμένη βαθμολογία και τη φημολογία περί ταφόπλακες, ο ΜΕ4 υποστήριξε ότι ήτο στενός συνεργάτης του διευθυντή, είχαν άψογη συνεργασία και ότι εκπλάγηκε από το σημείωμα. Για όλους πιο πάνω λόγους σωρευτικά αλλά και καθ’ ένα ξεχωριστά, κρίνω ότι δεν μπορώ να βασιστώ στην επιτηδευμένη μαρτυρία του ΜΕ4.
Επιλεκτική μνήμη είχε και ο ΜΕ5. Δέχθηκε εν προκειμένω ότι είναι μυρωδικός κουμπάρος λειτουργού, του κου Πετάση, προσπάθησε όμως να παρουσιαστεί ως πρόσωπο που ουδεμία επαγγελματική σχέση είχε με τον εν λόγω λειτουργό. Η αντεξέταση ανέδειξε όμως ότι γνώριζε διάφορα θέματα που αφορούσαν τον εν λόγω λειτουργό, αφήνοντας μάλιστα αιχμές για τις ενέργειες του εναγομένου 1. Και ο ΜΕ5 προσπάθησε να παρουσιαστεί ως πρόσωπο που κατά τον επίδικο χρόνο είχε ειδικά καθήκοντα. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι μεταξύ 2002 με 2004 μαγείρευε για όλη τη φυλακή. Εν τούτοις, στην αντεξέταση δέχθηκε ότι λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διεύθυνσης των φυλακών από τον εναγόμενο 1 ο τελευταίος δημιούργησε άλλα δύο μαγειρεία. Περαιτέρω, δέχθηκε ότι σε σύντομο διάστημα μετά το διορισμό του εναγομένου 1, περί τους εννέα μήνες, μετατέθηκε εκτός μαγειρείων. Όλα τα πιο πάνω αποκρύφτηκαν από το μάρτυρα και αποτελούν προϊόν αποκάλυψης της αντεξέτασης. Σε σχέση με τις μεταθέσεις ο ΜΕ5 έκανε αναφορά και στο λειτουργό κο Πετάση, υποστηρίζοντας ότι εκείνον, δηλαδή το λειτουργό, ο εναγόμενος 1 τον μετέθεσε δύο με τρεις μήνες προτού αφυπηρετήσει. Στη συνέχεια όμως δέχθηκε ότι και ο Πετάσης μετατέθηκε λίγους μήνες μετά το διορισμό του εναγομένου 1. Προσπαθώντας να αναδείξει την αξία του ισχυρίστηκε ότι μετά την ανάληψη της θέσης από τον κο Χ’’Δημητρίου, δηλαδή τον διάδοχο του εναγομένου 1, τον επανέφεραν στα μαγειρεία επειδή τον σύστησαν οι αξιωματικοί και οι λειτουργοί ως καλό μάγειρα. Όταν του υπεβλήθη πως εκείνος που τον σύστησε είναι ο κουμπάρος του, δηλαδή ο Πετάσης, και πάλι ψεύστηκε αναφέροντας ότι ο Πετάσης είχε ήδη αφυπηρετήσει, για να δεχθεί όμως αργότερα ότι το εν λόγω πρόσωπο αφυπηρέτησε δύο μήνες μετά που ανέλαβε καθήκοντα ο Χ’’Δημητρίου. Τα πιο πάνω αποκαλύπτουν την πρόθεση του ΜΕ5 να παρουσιαστεί ως δεσμοφύλακας με ειδικά καθήκοντα τα οποία εκτελούσε άρτια, ενώ στην πραγματικότητα η εκτέλεση των καθηκόντων του αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο 1 και επί τούτου σχετική είναι η μετάθεσή του από τα μαγειρεία, γεγονός που απέκρυψε.
Πολύ άσχημη εντύπωση μου έκανε και ο ενάγων ΜΕ6. Ο εν λόγω μάρτυρας υποστήριξε ότι ο λόγος για τον οποίο ο εναγόμενος 1 τοποθέτησε το επίδικο σημείωμα (τεκμήριο 11) στο φάκελό του, είναι γιατί στο παρελθόν υπέβαλε παράπονο κατά του εναγομένου 1. Το παράπονο, σύμφωνα πάντα με το ΜΕ6, ήτο ότι ενέργειες του εναγομένου 1 παραβίασαν την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή. Επί του προκειμένου το τεκμήριο 12, δηλαδή η απόφαση της επιτρόπου διοικήσεως, ομιλεί αφ’ εαυτού. Είναι γεγονός ότι η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον ενάγοντα ακυρώθηκε στη συνέχεια, και αυτό γιατί κρίθηκε ότι οι ενέργειες της διεύθυνσης των φυλακών να επισκεφτούν το δεσμοφύλακα όταν βρίσκετο στην οικία του με άδεια ασθενείας, ώστε να ελέγξουν αν όντως ασθενούσε, συνιστούν παραβίαση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Μάλιστα, γεγονός είναι ότι αυτές οι ενέργειες παραπέμπουν στο χρόνο που διευθυντής των φυλακών ήταν ο εναγόμενος 1. Για ολοκλήρωση της εικόνας παρεμβάλλω ότι μετά την απόφαση της επιτρόπου διοικήσεως, απόφαση ημερομηνίας 16.9.05, ο νέος διευθυντής των φυλακών σύστησε εκ νέου πειθαρχικό σώμα το οποίο απεφάσισε την ακύρωση της ποινής που επιβλήθηκε στον ΜΕ6 σε προηγούμενη πειθαρχική διαδικασία, δηλαδή τη διαδικασία που αφορούσε η απόφαση της επιτρόπου διοικήσεως. Πέραν των πιο πάνω ο ΜΕ6 υποστήριξε ότι ο εναγόμενος 1 «ουδέποτε ξεκίνησε την όποια διαδικασία στην ΕΔΥ για τον τερματισμό των υπηρεσιών» του και αυτό παρ’ ότι στο σημείωμα τον χαρακτηρίζει ως τον χειρότερο δεσμοφύλακα. Διερεύνηση τούτης της θέσης από την αντεξέταση έφερε στην επιφάνεια άλλη μια πειθαρχική ποινή, εν προκειμένω την ποινή της επίπληξης, που επιβλήθηκε στον ΜΕ6 από την ΕΔΥ. Παρ’ ότι ο μάρτυρας αοριστολογούσε και πλάτειαζε αχρείαστα εν τούτοις διαφάνηκε ότι σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, την οποία δεν απεκάλυψε στο δικαστήριο, παρουσιάστηκε ενώπιον της επιτροπής (ΕΔΥ) και παραδέχθηκε την κατηγορία. Η ποινή που εκεί επιβλήθηκε επίσης αφορούσε αναρρωτική άδεια που ο ΜΕ6 χρησιμοποίησε για λόγο άλλο από τον προβλεπόμενο. Αντεξέταση που έγινε στο μάρτυρα αναφορικά με τον ιατρό που εξέδωσε τότε το πιστοποιητικό ασθενείας ανέδειξε ασάφεια και αοριστολογία, εφόσον άλλοτε γνώριζε ό,τι σχετικό τούτου και άλλοτε όχι. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η μαρτυρία του ΜΕ6 είναι επίπλαστη και στόχος του ήταν να παρουσιαστεί ως άτομο που καταδιώκετο από τον εναγόμενο 1. Σε αυτή την προσπάθεια περιέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων και απέκρυψε την πειθαρχική εναντίον του και την ποινή που του επιβλήθηκε από την ΕΔΥ κατόπιν παραδοχής. Αυτή η ποινή, σε συνδυασμό με τη χαμηλή βαθμολογία που έλαβε από τον εναγόμενο 1 για το έτος 2003, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του ΜΕ6 δεν τύγχανε της έγκρισης του εναγομένου 1, και αυτό ήταν εις γνώση του τελευταίου, στοιχεία που απέκρυψε από το δικαστήριο.
Ο τελευταίος ενάγων ΜΕ7 επιχείρησε να αποστεί από ιδιαίτερο πρόβλημα που κατά τον επίδικο χρόνο τον ταλαιπωρούσε. Προσκόμισε εν προκειμένω το τεκμήριο 14 ώστε να υποστηρίξει πως σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ιατροσυμβουλίου, γνωμάτευση ημερομηνίας 21.10.04, «δεν παρουσιάζει ενεργό παθοψυχολογία και κρίνεται ικανός να επιστρέψει στην εργασία του». Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το τεκμήριο 14 αντανακλά τη σχετική κρίση του ιατροσυμβουλίου για τον χρόνο που εκεί αναφέρεται. Εν τούτοις, η αντεξέταση ανέδειξε σωρεία ζητημάτων, πλείστα των οποίων παραδέχθηκε ο ΜΕ7, τα οποία δεν είναι διακριτά του προβλήματος που αντιμετώπιζε ο μάρτυρας και των ενεργειών που έκανε ο εναγόμενος 1. Ο μάρτυρας δέχθηκε ότι τα τεκμήρια 16 και 17 είναι ιατρικές γνωματεύσεις που τον αφορούν. Το τελευταίο μάλιστα είναι ημερομηνίας 29.7.04 και επικυρώνει άδεια ασθενείας τεσσάρων μηνών. Το δε τεκμήριο 16 κάνει λόγο σε ιστορικό ψυχοπαθολογίας και ψυχωτικής συνδρομής, παρ’ ότι όμως διαπιστώνει βελτίωση. Πέραν των δύο αυτών τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση ο ΜΕ7 δέχθηκε ότι σε μία περίπτωση ο ίδιος και η σύζυγος του κλήθηκαν από τον εναγόμενο 1 και μετέβησαν στο γραφείο του. Δέχθηκε περαιτέρω ότι σε εκείνη τη συνάντηση χαρακτήρισε τον εναγόμενο 1 ως Bush, δηλαδή τον πρόεδρο των ΗΠΑ, και ότι σε εκείνη τη συνάντηση ανέφερε πως οι λειτουργοί Πετάσης και Ποντικίδης είναι υπαίτιοι για την κατάστασή του δια το λόγο ότι του έριχναν ναρκωτικά στον καφέ. Αυτά όμως τα γεγονότα ο ΜΕ7 τα απέκρυψε από την κυρίως εξέτασή του, αφήνοντας να νοηθεί ότι λόγω του τεκμηρίου 14 ήταν καθ’ όλα υγιής και ότι ο εναγόμενος 1 αδικαιολόγητα έγραψε στο σημείωμα ότι παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα. Στο ίδιο πλαίσιο τόνισε ότι υπαίτιος για την κατάσταση του είναι ο εναγόμενος 1 λόγω άγχους που του προκαλούσε και της μετάθεσης που του έκανε σε άλλο τμήμα. Αυτοί οι ισχυρισμοί του ΜΕ7 διαπιστώνονται αναληθείς εφόσον, ως ο ίδιος παραδέχθηκε, παρακολουθείτο από ψυχίατρο από το 1992, δηλαδή πολύ πριν αναλάβει καθήκοντα ο εναγόμενος 1. Επιπλέον, η συμπεριφορά του μάρτυρα στη συνάντηση που είχε με τον εναγόμενο 1 είναι αυτόδηλη της ψυχικής του κατάστασης κατά τον εν λόγω χρόνο. Υπό το φως όλων των πιο πάνω δεν μπορώ να δεχτώ τη θέση του ΜΕ7 ότι ο εναγόμενος 1 είναι που του δημιούργησε τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε όπως ούτε ότι τον καταδίωκε λόγω αυτών ακριβώς των προβλημάτων. Τουναντίον, η ενέργεια του εναγομένου 1 να συζητήσει το πρόβλημα του παρουσία της συζύγου του αποκαλύπτει αγνή πρόθεση και ότι κύριο μέλημα του ήτο η διαφύλαξη της υγείας του ΜΕ7.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, σε αντίθεση με τους ενάγοντες ο εναγόμενος 1 μου έκανε καλή εντύπωση. Πρέπει να λεχθεί εδώ ότι η θετική τούτου αξιολόγηση δεν σημαίνει και πλήρη υιοθέτηση όλων όσων ανέφερε και ιδιαίτερα ότι το περιεχόμενο των σημειωμάτων που τοποθέτησε στους προσωπικούς φακέλους των εναγόντων αντανακλά τα πραγματικά γεγονότα, ως ισχυρίζεται. Αυτή η παράμετρος της υπόθεσης, συνιστώσα των υπερασπίσεων που προωθήθηκαν, δηλαδή της υπεράσπισης της αλήθειας, εξετάζεται ξεχωριστά πιο κάτω. Με αναφορά όμως σε επιμέρους πτυχές της μαρτυρίας του εναγομένου 1 παρατηρώ τα ακόλουθα. Ο εναγόμενος 1 αμφισβητήθηκε με έντονο τρόπο ότι δεν ήταν αξιοκρατικός και ότι κακόβουλα και με κακεντρέχεια, επιθυμώντας δηλαδή να πλήξει, συνέταξε τα επίδικα σημειώματα. Η σχετική θέση συναρτήθηκε με τον ισχυρισμό του εναγομένου 1 ότι όταν ανέλαβε τις φυλακές επικρατούσε χάος, ενώ όταν τις παρέδωσε τα κακά φαινόμενα είχαν εξαλειφθεί. Ερωτήθηκε εν προκειμένω κατά πόσο οι ενάγοντες ήταν εκείνοι που κατέστρεφαν τις φυλακές, και εξετάστηκε για τους λόγους που έλαβε ή παρέλειψε να λάβει οιαδήποτε μέτρα εναντίον τους. Επί του προκειμένου, παρατηρώ ότι ο εναγόμενος 1 δεν απέφυγε να απαντήσει οιανδήποτε ερώτηση. Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου ότι ερωτηθείς τα ονόματα των πληροφοριοδοτών εν σχέσει με τα σημειώματα που αναφέρει ότι πληροφορίες φέρουν το δεσμοφύλακα να συνεργάζεται με κατάδικους για εγκληματικές ενέργειες (βλ. σημειώματα που αφορούν ΜΕ2,3, 4 και 6) δεν έδωσε τούτα. Εν τούτοις, η επεξήγησή του, δηλαδή ότι δεν μπορεί να αναφερθεί σε ονόματα εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα, δηλαδή οι πληροφοριοδότες, είτε είναι κατάδικοι είτε είναι άλλοι δεσμοφύλακες, δεν έδωσαν κατάθεση, κρίνεται δικαιολογημένη. Η ουσία της μαρτυρίας του εναγομένου 1 δεν είναι τα ονόματα των πληροφοριοδοτών, όπως ούτε αν η πληροφορία είναι έγκυρη και ευσταθεί. Σημασία έχει κατά πόσο το σύνολο των ενεργειών του αποκαλύπτει κακοβουλία. Επί τούτου παρατηρώ ότι αναμφισβήτητη παρέμεινε η θέση του ότι σύστησε πειθαρχική επιτροπή η οποία δίκασε και εν τέλει απέλυσε επτά έκτακτους δεσμοφύλακες. Αναμφισβήτητη παρέμεινε και η άλλη θέση, δηλαδή ότι εξανάγκασε σε παραίτηση ένα επιθεωρητή (τον Ποντικίδη), ένα λειτουργό και ένα δεσμοφύλακα. Επιπλέον, γεγονός είναι ότι παρέπεμψε το ΜΕ3 στην ΕΔΥ για πειθαρχική δίωξη. Αυτή μάλιστα η θέση του εναγομένου 1 συνοδεύθηκε από πλούσιες λεπτομέρειες, δηλαδή. έλαβε πληροφορία ότι αυτός ο ενάγων, σε συνεργασία με κατάδικο, διοργάνωνε εγκληματική ενέργεια εναντίον του, του το επιβεβαίωσε ο κατάδικος, πληροφόρησε τηλεφωνικώς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ετοίμασε επιστολή προς το γενικό διευθυντή του υπουργείου και εν τέλει τον παρέπεμψε στην ΕΔΥ για πειθαρχική. Πέραν τούτου του ενάγοντα ενδεικτική των προθέσεων του εναγομένου 1 για πάταξη της απειθαρχίας εντός των φυλακών είναι και η άλλη ενέργειά του, δηλαδή η παραπομπή του ενάγοντα ΜΕ6 σε πειθαρχική για το λόγο ότι προσκόμισε αναρρωτική άδεια (sick leave) και χρησιμοποίησε το χρόνο για σκοπό άλλο από ανάρρωση. Αυτές οι ενέργειες του εναγομένου 1 αποκαλύπτουν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής των φυλακών κύριο μέλημα του ήταν η επιβολή της τάξης στις φυλακές και η εξάλειψη άνομων ενεργειών. Αυτή δε η διαπίστωση επικουρείται και από το γεγονός ότι σε σύντομο χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του προέβη σε μαζικές μεταθέσεις, προσπαθώντας έτσι να πατάξει εγκληματικές ενέργειες και να επιβάλει την τάξη. Το γεγονός και μόνο ότι δεν προέβη σε πειθαρχική δίωξη ή ποινική καταγγελία εις βάρος των υπόλοιπων εναγόντων, δεν σημαίνει ακύρωση της διαπίστωσης ότι πρόθεση του ήταν η αναβάθμιση του επιπέδου των φυλακών και η επιβολή της έννομης τάξης. Το μόνο που επιβεβαιώνει είναι ότι αν είχε χειροπιαστά στοιχεία θα το έπραττε. Το σύνολο των πιο πάνω ενεργειών, σε συνδυασμό με τις χαμηλές βαθμολογίες στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις πλείστων τόσων εναγόντων (βλ. ΜΕ1, 3, 4 6 και 7), αποδεικνύει ότι αν ο εναγόμενος 1 είχε στα χέρια του απτά στοιχεία που δικαιολογούσαν τέτοια ενέργεια, δεν θα δίσταζε να το πράξει. Παρεμβάλλω περαιτέρω ότι οι μαζικές μεταθέσεις, οι χαμηλές βαθμολογίες και οι πειθαρχικές διώξεις υποστηρίζουν, έστω εμμέσως, και την άλλη θέση του εναγομένου 1 ότι συχνά καλούσε τους ενάγοντες για να τους προειδοποιήσει για τη συμπεριφορά τους. Επί τούτου γεγονός είναι ότι ο ΜΕ7 κλήθηκε από τον εναγόμενο 1 ώστε να προειδοποιηθεί για τη συμπεριφορά του. Η δε αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των φυλακών επιβεβαιώνεται και από τις μαρτυρίες των εναγόντων, όπου κάποιοι επικαλούνται σεμινάρια μορφωτικού χαρακτήρα που παρακολούθησαν κατά τη διάρκεια της θητείας του εναγομένου 1. Αυτή λοιπόν η μαρτυρία επιβεβαιώνει την αναμφισβήτητη θέση του εναγομένου 1 ότι με διάφορους τρόπους μερίμνησε για την αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των δεσμοφυλάκων. Η άλλη επίμαχη θέση του εναγομένου 1, ότι οι προσωπικοί φάκελοι των δεσμοφυλάκων κατέχονται από το διευθυντή, παρατηρώ ότι δεν είναι απολύτως ορθή. Όπως ο ίδιος ο εναγόμενος 1 δέχθηκε, δεν είναι εις θέση να γνωρίζει αν η ιδιαιτέρα του είδε τα σημειώματα μετά που της ζήτησε να του προσκομίσει τους φακέλους. Σημειώνω ότι ο εναγόμενος 1 δεν ερωτήθηκε αν είναι ο ίδιος που δακτυλογράφησε τα επίδικα σημειώματα. Εν τούτοις, χωρίς να αμφισβητώ ότι οι προσωπικοί φάκελοι κατέχονται από τον διευθυντή των φυλακών, παρατηρώ ότι σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, περί Φυλακών Νόμος Ν.62(Ι)/96, ο διευθυντής των φυλακών διορίζεται εντός 21 ημερών από την αφυπηρέτηση του προκατόχου του. Σε αυτό το μεσοδιάστημα καθήκοντα διευθυντή εκτελεί ο αρχαιότερος λειτουργός (βλ. αρ. 19(7), Ν.62(Ι)/96). Υπό το φως αυτής της πρόνοιας του νόμου, καθώς και της θέσης του εναγομένου 1 ότι όταν αποχωρούσε από τη διεύθυνση των φυλακών δεν είχε πληρωθεί η θέση, όφειλε να σκεφτεί ότι τα σημειώματα που τοποθέτησε στον προσωπικό φάκελο κάθε δεσμοφύλακα δυνατό να γίνονταν αντιληπτά και από τον αρχαιότερο λειτουργό που θα αναλάμβανε προσωρινά τα ηνία των φυλακών, ως επίσης και το προσωπικό του αρχείου που σε αυτή την περίπτωση θα υπάγετο στις διαταγές του λειτουργού. Εν κατακλείδι, δεν μπορώ να δεχτώ ούτε την άλλη θέση του εναγομένου 1 ότι τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν κατονόμασε, του άφησε να νοηθεί ότι οι ίδιοι οι δεσμοφύλακες είναι που δημοσίευσαν τα εν λόγω σημειώματα. Τούτο το πρόσωπο δεν κατονομάστηκε. Από την άλλη, ο εναγόμενος 1 δήλωσε ότι σε συνάντηση που είχαν οι δύο τους τον ρώτησε γιατί έδωσαν τα σημειώματα στην εφημερίδα και ο τελευταίος απάντησε ότι ήταν για να προστατευτούν. Η εν λόγω θέση δεν είναι μόνο εξ ακοής, είναι και προφορική, έγινε σε άγνωστο χρόνο και τα όποια συμπεράσματα από την εν λόγω στιχομυθία προκύπτουν εμμέσως από καθοδηγητική ερώτηση που φαίνεται ότι υπεβλήθη από τον εναγόμενο 1 στον άγνωστο δεσμοφύλακα. Όλα τα πιο πάνω δεν επιτρέπουν αξιοποίηση τούτης της στιχομυθίας και αυτό παρ’ ότι δεν αμφισβητώ την αλήθεια όσων ανέφερε ο εναγόμενος 1.
Ως εκ της αξιόπιστης μαρτυρίας και με δεδομένο τα ερωτήματα που έχουν τεθεί, διαπιστώνω τα ακόλουθα. δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι την 5.5.05 που τα σημειώματα είδαν το φως της δημοσιότητας μέσω της εφημερίδας «η σημερινή», την επικαιρότητα απασχολούσε η διαμάχη του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, κου Δ. Θεοδώρου, με τον αφυπηρετήσαντα διευθυντή των φυλακών, εναγόμενο 1. Αντικείμενο της διαμάχης ήτο η θέση του εναγομένου 1 ότι ο υπουργός του ζήτησε ρουσφέτια. Όπως προανέφερα, η εν λόγω διαπίστωση συνάγεται από το ίδιο το τεκμήριο 5, δηλαδή τη σελίδα της επίδικης εφημερίδας. Στο εν λόγω τεκμήριο, δίπλα από τα σημειώματα, δημοσιεύεται σχετικό άρθρο με αυτές τις καταγγελίες. Ο ισχυρισμός των εναγόντων περί δήλωσης του εναγομένου 1 ότι έβαλε ταφόπλακες δεν υποστηρίζεται από αξιόπιστη μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν υιοθετείται και απορρίπτεται. Επιπλέον, διαπιστώνω ότι ο προσωπικός φάκελος κάθε δεσμοφύλακα φυλάττεται από το διευθυντή όμως κατά το μεταβατικό στάδιο, ως αυτό που αφορά η επίδικη υπόθεση, δηλαδή από την αφυπηρέτηση του παλαιού μέχρι και διορισμού του νέου διευθυντή, πρόσβαση σε αυτόν έχουν αριθμός άλλων προσώπων, δηλαδή ο αρχαιότερος λειτουργός και η ιδιαιτέρα του διευθυντή. Πρόσβαση σε αυτούς τους φακέλους έχει, στη συνέχεια, και ο νέος διευθυντής. Το κατά πόσο οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν για τα σημειώματα πριν τη δημοσίευσή τους στην εφημερίδα, δεν αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία. Οι σχετικές αιτιάσεις της υπεράσπισης παρέμειναν σε επίπεδο ισχυρισμού και δεν μετουσιώθηκαν σε γεγονός. Επί του προκειμένου μοναδική αξιόπιστη μαρτυρία είναι το τεκμήριο 5, δηλαδή η εφημερίδα που δημοσίευσε τα σημειώματα, και τα τεκμήρια 2 και 3. Τα δύο τελευταία τεκμήρια (επιστολή του συνηγόρου των εναγόντων και απαντητική επιστολή της νομικής υπηρεσίας, αντίστοιχα), αποκαλύπτουν ότι την 18.8.05 οι ενάγοντες ζήτησαν τα σημειώματα και η νομική υπηρεσία ήταν θετική στο εν λόγω αίτημα. Συνάγεται λοιπόν ότι από την 5.5.05 που τα σημειώματα είδαν το φως της δημοσιότητας μέσω της εφημερίδας, μέχρι και την 18.8.05 που οι ενάγοντες ζήτησαν τούτα, οι τελευταίοι πληροφορήθηκαν ότι στο φάκελο τους είναι που τοποθετήθηκε σημείωμα και γι’ αυτό τα ζήτησαν μέσω του συνηγόρου τους. Αυτός λοιπόν, 5.5.05 με 18.8.05, είναι και ο χρόνος που οι ενάγοντες έλαβαν γνώση των σημειωμάτων. Άγνωστο παρέμεινε το πρόσωπο ή πρόσωπα που έδωσαν τούτα τα σημειώματα στην εφημερίδα. Διαπίστωσή μου είναι ότι μετά την τοποθέτηση των σημειωμάτων στους φακέλους ο εναγόμενος 1 δεν κράτησε οιονδήποτε αντίγραφο, ως ο ίδιος δήλωσε και δεν αμφισβητήθηκε. Κατ’ επέκταση, διαπιστώνω ότι δεν είναι ο εναγόμενος 1 που κυκλοφόρησε τα σημειώματα στην εφημερίδα. Τέλος, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε για την εμβέλεια της κυκλοφορίας της εφημερίδας. Άγνωστο παραμένει εάν είναι καθημερινή, εβδομαδιαία ή άλλως πως (φέρειπειν απογευματινή ή πρωινή) όπως και ο αριθμός των φύλλων που διατέθηκαν την 5.5.05 που δημοσιεύτηκαν τα σημειώματα.
Ένα ζήτημα που αφορά εξίσου το σύνολο των επίδικων αγωγών, είναι το συστατικό στοιχείο της δημοσίευσης. Όπως προανέφερα αποτελεί κοινό τόπο ότι ο εναγόμενος 1 συνέταξε και εν συνεχεία, την 29.10.04, τοποθέτησε τα επίδικα σημειώματα στον προσωπικό φάκελο κάθε ενάγοντα. Ακολούθως, μετά πάροδο έξι μηνών, και συγκεκριμένα την 5.5.05, τα επίδικα σημειώματα δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «η σημερινή». Μετά τη δήλωση του εκπροσώπου της νομικής υπηρεσίας δεδομένο είναι ότι τα εν λόγω σημειώματα βρίσκονται, ακόμα και σήμερα, στον προσωπικό φάκελο ενός έκαστου των εναγόντων. Εφόσον σε αυτά τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα είναι που εξαντλείται η μαρτυρία που σχετίζεται με τη δημοσίευση, κρίνω ότι το ζήτημα μπορεί να εξεταστεί ως μια ενιαία ενότητα.
Είναι γεγονός ότι καμία πτυχή του μαρτυρικού υλικού δακτυλοδείχνει τον εναγόμενο 1 ως το πρόσωπο που κυκλοφόρησε τα επίδικα σημειώματα στην εφημερίδα. Οι ενάγοντες εμμέσως μόνο υποστήριξαν κάτι τέτοιο. Ό,τι εννοώ είναι πως κανείς εκ των εναγόντων ανέφερε στο δικαστήριο γεγονότα που καταδεικνύουν ότι οιοσδήποτε των εναγομένων κυκλοφόρησε τα επίδικα σημειώματα στην εφημερίδα. Περί υπαινιγμού ο λόγος, και μάλιστα αυτό γιατί οι ενάγοντες διατείνονται ότι δεν είναι οι ίδιοι που κυκλοφόρησαν τα σημειώματα και συνεπώς, είτε οι εναγόμενοι είναι εκείνοι που τα κυκλοφόρησαν, ως πραγματικό γεγονός, είτε ευθύνονται για την κυκλοφορία τους λόγω των ενεργειών τους που προηγήθηκαν. ο μεν εναγόμενος 1 με το να τοποθετήσει τα σημειώματα στους φακέλους, ο δε εναγόμενος 2 με την απόφασή του να μην τα αφαιρέσει από τους φακέλους.
Για ολοκλήρωση της εικόνας που συνθέτει τις εισηγήσεις των συνηγόρων παρεμβάλλω ότι οι δύο εναγόμενοι διατείνονται πως η κυκλοφορία των σημειωμάτων στην εφημερίδα δεν τους αγγίζει, τόσο υπό την πραγματική όσο και τη νομική διάσταση του θέματος. Θέση τους εν προκειμένω είναι ότι καμία μαρτυρία φανερώνει ότι εκείνοι είναι που ευθύνονται για την κυκλοφορία τούτων στην εφημερίδα. Ουσιαστική και σχετική είναι και η άλλη θέση των εναγομένων, δηλαδή ότι η απλή και μόνο τοποθέτηση σημειώματος σε προσωπικό φάκελο, δεν αποτελεί δημοσίευση.
Όπως έχει ήδη διαπιστωθεί άγνωστο παραμένει το πρόσωπο που κυκλοφόρησε τα σημειώματα στην εφημερίδα. Από την άλλη, γεγονός είναι ότι ο εναγόμενος 1 είναι εκείνος που συνέταξε και τοποθέτησε τα επίδικα σημειώματα στον προσωπικό φάκελο κάθε δεσμοφύλακα και περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος 2 διατήρησε και διατηρεί τα εν λόγω σημειώματα εντός των επίδικων φακέλων, έχοντας όμως αποστείλει επιστολή στους ενάγοντες με την οποία τους διαβεβαιώνει ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη.
Εξαρχής δηλώνω ότι δεν συμφωνώ με τη θέση της υπεράσπισης ότι η τοποθέτηση σημειώματος σε προσωπικό φάκελο υπαλλήλου δεν θεωρείται δημοσίευση. Η αξιόπιστη μαρτυρία του εναγομένου 1 εναργώς αποκαλύπτει το σκοπό της τοποθέτησης των εν λόγω σημειωμάτων και τον εγγενή χαρακτήρα του προσωπικού φακέλου. Όπως επεξήγησε. Με αυτό τον τρόπο επιθυμούσε να πληροφορήσει το διάδοχο του για τους συγκεκριμένους δεσμοφύλακες. Εν ολίγοις η τοποθέτηση των σημειωμάτων ήταν η ενέργεια που έκανε ώστε η άποψη του για αυτούς τους δεσμοφύλακες να γνωστοποιηθεί στον επόμενο διευθυντή και ενδεχομένως σε κάθε άλλο διευθυντή. Ο δε προσωπικός φάκελος ήταν το μέσο διαβίβασης αυτής της άποψης.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απλή και μόνο γνωστοποίηση λιβέλλου σε τρίτο πρόσωπο, δηλαδή πρόσωπο άλλο από τον ενάγοντα, θεωρείται δημοσίευση (βλ. Gatley on Libel and Slander 11η έκδοση, σελ. 164 Since publication to one person will suffice… και υποσημείωση 14 «A libel does not require publication to more than one person» per Lord Penzance in Capital and Counties Bank v. Henry (1882) 7 A (741 at 765))
Πέραν τούτου σχετικό είναι και το άλλο που αναφέρεται στο ίδιο πάντα σύγγραμμα (Gatley) στη σελίδα 170 ότι. «Apart from obvious cases, like sending a defamatory letter or publishing a book or transmitting a broadcast, there may be publication if the defendant draws the attention of others to an existing libel or even leaves it in a place where they are likely to see it, provided someone does» (η υπογράμμιση δική μου). Αυτή η τελευταία αναφορά παραπέμπει στην υπόθεση Pinkney v. District of Columbia, 439 F. Supp. 519 (DC, 1977) όπου αποφασίστηκε ότι «mere filing on record not publication».
Στη δοσμένη περίπτωση εκ του αποτελέσματος, δηλαδή τη δημοσίευση των σημειωμάτων στην εφημερίδα, συνάγεται ότι κάποιο πρόσωπο είδε τούτα τα σημειώματα στους φακέλους και μάλιστα τα κυκλοφόρησε. Μόνο με αυτό τον τρόπο εξηγείται η δημοσίευσή τους στην εφημερίδα. Λέγοντας τούτο υπενθυμίζω ότι η θέση της υπεράσπισης πως οι ενάγοντες είναι εκείνοι που δημοσίευσαν τα σημειώματα, δεν αποδείχθηκε και απορρίφθηκε. Ως εκ τούτου, έπεται ότι η δημοσίευση έγινε από τρίτο πρόσωπο. Εν πάση όμως περιπτώσει, ιδιαίτερη σημασία ανακτά αυτό που ο ίδιος ο εναγόμενος 1 ευθαρσώς ανέφερε, δηλαδή ότι στην πρώτη συνάντηση που είχε με το νέο διευθυντή τον πληροφόρησε για τα σημειώματα και εκ των υστέρων, στη δεύτερη συνάντηση που είχαν, αντιλήφθηκε ότι τα είχε δει.
Για καθ’ ένα εκ των πιο πάνω λόγων διαπιστώνω ότι η τοποθέτηση των σημειωμάτων στους εν λόγω φακέλους συνιστά δημοσίευση στην οποία προέβη ο εναγόμενος 1.
Ποια ήτο, δυνητικά, η έκταση τούτης της δημοσίευσης, έχει ήδη αποφασιστεί. Περιορίζετο εν προκειμένω στο νέο διευθυντή, την ιδιαιτέρα του τέως διευθυντή και τον αρχαιότερο λειτουργό που ανέλαβε τη διεύθυνση των φυλακών μέχρις ότου διοριστεί νέος διευθυντής. Η νομική διάσταση του θέματος αποκαλύπτει ότι αυτή η ομάδα των τριών προσώπων περιορίζεται ακόμη περισσότερο. Το συμπέρασμα που εξάγεται από την αξιόπιστη μαρτυρία του εναγομένου 1 είναι ότι το μόνο πρόσωπο που είδε τα σημειώματα είναι ο διάδοχός του, δηλαδή ο νέος διευθυντής.
Στο σύγγραμμα Gatley, πιο πάνω, στις σελίδες 173 και 174, επεξηγείται ότι αν κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις ο συντάκτης του λιβελλογραφήματος πίστευε ότι το σημείωμά του θα διαβάζετο από πρόσωπο άλλο από τον παραλήπτη και εν τέλει αυτό συμβαίνει, τότε είναι υπεύθυνος και γι’ αυτή την έκταση της δημοσίευσης (βλ. Huth v. Huth (1915) 3 K.B. 32 (A at 43)). Υποδεικνύεται μάλιστα, στη σελίδα 174, ότι οι φράσεις που χαρακτηρίζουν ένα έγγραφο ως προσωπικό ή εμπιστευτικό έχουν τη δική τους σημασία (βλ. Pullman v. Hull (1891) 1 Q.B. 524, a letter was addressed to the plaintiff’s firm. It was opened by a clerk, and there was held to be a publication, but the court suggested that if it had been marked “private” the result would have been different).
Υπό το φως όλων των πιο πάνω σημειώνω ότι στην προκείμενη περίπτωση καμία μαρτυρία φανερώνει ότι το σημείωμα που τοποθετήθηκε στον προσωπικό φάκελο κάθε δεσμοφύλακα αναγνώσθηκε από άλλον πέραν του νέου διευθυντή, δηλαδή του κου Χ’’Δημητρίου. Ο δε εγγενής χαρακτήρας του φακέλου στον οποίο τοποθετήθηκε, αποκαλύπτεται από την περιγραφή που του αποδίδεται, δηλαδή προσωπικός. Υπό αυτές τις περιστάσεις και δοθέντος ότι καμία μαρτυρία δεικνύει ότι ο εναγόμενος 1 γνώριζε ή πίστευε ή έστω όφειλε να γνωρίζει ότι το σημείωμα θα αναγνώζετο από πρόσωπο άλλο από τον νέο διευθυντή, και ότι κάτι τέτοιο εν τέλει έγινε, δεν μπορώ να δεχθώ ότι είναι υπαίτιος για την πάρα πέρα δημοσίευση του σημειώματος στην εφημερίδα και καταλήγω ότι η δημοσίευση στην οποία προέβη περιορίζεται στον διάδοχο του στη θέση του διευθυντή των φυλακών, δηλαδή τον κο Χ’’Δημητρίου.
Είμαι της γνώμης ότι ανάλογη είναι και η ευθύνη του εναγομένου 2. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Gatley, πιο πάνω, στις σελίδες 170 με 171. «It has been held that where defamatory matter is placed in a visible manner on the defendant’s property by some third party for whom he is not responsible, he may be thread as publishing the matter if he elects to leave it there. Where, however, the removal of the defamatory matter would involve great trouble and expense the occupier will not be liable, for one cannot then draw the inference that he is voluntarily allowing it to remain.»
Η δήλωση εν προκειμένω του συνηγόρου του εναγομένου 2 ότι τα σημειώματα βρίσκονται στο φάκελο κάθε ενάγοντα, και εν πάση περιπτώσει το αναμφισβήτητο της σχετικής θέσης των εναγόντων, αποκαλύπτει άρνηση, έστω εμμέσως, του εναγομένου 2 να αφαιρέσει τούτο το σημείωμα από τους φακέλους, δηλαδή περιουσία του εναγομένου 2. Συμφωνώ με τη θέση των εναγόντων ότι η επιστολή του εναγομένου 2 πως δεν θα αποδίδεται καμία σημασία στο σημείωμα δεν έχει βαρύτητα και εν πάση περιπτώσει δεν ακυρώνει τη δημοσίευση. Ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι αν ο εναγόμενος 2 συμφωνεί ή διαφωνεί με το περιεχόμενο του σημειώματος, αλλά ότι αρνείται να το αφαιρέσει και έτσι εμμέσως συνδράμει τη δημοσίευση και τη διαιώνισή της. Η δε αφαίρεση του σημειώματος από το φάκελο δεν κρίνεται ενέργεια υπερβολική όπως ούτε δαπανηρή. Κάλλιστα ο εναγόμενος 2 μπορούσε αντί της επιστολής που απέστειλε στους ενάγοντες, δηλαδή ότι το σημείωμα δεν θα λαμβάνεται υπόψη, να αποταθεί στο νέο διευθυντή των φυλακών και να ζητήσει αφαίρεση του σημειώματος από τον προσωπικό φάκελο. Δεν το έπραξε όμως.
Μοναδικό λοιπόν συμπέρασμα που συνάγεται από τα πιο πάνω είναι ότι με τη στάση του ο εναγόμενος 2 συνέδραμε και αποδέχθηκε τη δημοσίευση του σημειώματος, στην ίδια έκταση με τον εναγόμενο 1.
Πως κρίνεται ο χαρακτήρας ενός κειμένου επεξηγήθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.α. ν. Καραμεσίνη Πολ. Εφ. 216/08, ημερομηνίας 8.4.11 και στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτινός Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856. Ο παρονομαστής που καθορίζει το αποτέλεσμα προκύπτει από αντιπαραβολή και εξισορρόπηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης με εκείνο της αξιοπρέπειας και φήμης του ανθρώπου. Εφαρμογή του πιο πάνω στα ιδιαίτερα γεγονότα κάθε υπόθεσης, φανερώνει ποιο δικαίωμα υπερισχύει και κατά πόσο το δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό.
Δεν παραλείπω εδώ ότι η διερεύνηση του κατά πόσο το κείμενο είναι δυσφημιστικό παραπέμπει στο σύνολο του δημοσιεύματος και όχι απλώς σε μεμονωμένα αποσπάσματα, και ότι στις λέξεις αποδίδεται η φυσική ερμηνεία που θα απέδιδε σε αυτές ο ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος αναλογιζόμενος τον χρόνο, τόπο και περιστάσεις κάτω από τις οποίες γράφτηκε. (βλ. Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1395, 1400). Επιπλέον, αν το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, δεν θα του αποδοθεί εκείνη που το καθιστά δυσφημιστικό (βλ. Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198).
Για τη διερεύνηση αυτού του ζητήματος, δηλαδή του χαρακτήρα των σημειωμάτων, επιβάλλεται εξέταση κάθε σημειώματος ξεχωριστά. Εν τούτοις, αριθμός κοινών γεγονότων μπορεί να συνοψισθεί εκ των προτέρων, εφόσον αφορά το σύνολο των υποθέσεων. Τα περιβάλλοντα λοιπόν γεγονότα είναι ότι τα επίδικα σημειώματα συνετάχθησαν από τον τότε διευθυντή των φυλακών, προϊστάμενο των εναγόντων, δύο μόλις ημέρες προτού αφυπηρετήσει και τοποθετήθηκαν στο φάκελο κάθε δεσμοφύλακα που αφορούσαν. Αυτό είναι το κοινό πραγματικό πλαίσιο που περιβάλλει όλα τα σημειώματα.
Πέραν των πιο πάνω δεν μπορεί να μην υποδεχθεί ότι το περιεχόμενο των εν λόγω σημειωμάτων επιδέχεται κάποιας μορφής κατηγοριοποίηση. Παρατηρώ εν προκειμένω ότι τα σημειώματα που στη βάση πληροφόρησης καταλογίζουν εγκληματική συνεργασία με κατάδικους αφορούν τους ΜΕ2, 3, 4 και 6. Μάλιστα ο τελευταίος, ΜΕ6, χαρακτηρίζεται ως άτομο που φέρνει ναρκωτικά στις φυλακές επί πληρωμή. Ανευθυνότητα, αδιαφορία, αβουλία και έλλειψη πρωτοβουλίας, αποδίδεται σε όλους. Ανικανότητα αποδίδεται μόνο στους ΜΕ5 και 7, ενώ φυγοπονία μόνο στους ΜΕ2 και ΜΕ5. Οι ΜΕ2, 3 και 5 χαρακτηρίζονται και ως μεμψίμοιροι, είρωνες ή πρόσωπα που κατηγορούν τους πάντες. Μοχθηρός χαρακτηρίζεται μόνο ο ΜΕ3. Ως πρόσωπο που πάσχει από ψυχολογικά προβλήματα χαρακτηρίζεται μόνο ο ΜΕ7. Χαμηλού νοητικού επιπέδου, αφελής και επιπόλαιος χαρακτηρίζεται μόνο ο ΜΕ1. Προστατευόμενοι λειτουργού φέρονται οι ΜΕ5, 6 και 7 ενώ μηδενικές σχέσεις με τους συναδέλφους τους έχουν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σημειώματα, οι ΜΕ3, 4, 5 και 6. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι σύμφωνα με τον Gatley, πιο πάνω, χαρακτηρισμοί ή κατηγορίες ότι πρόσωπο είναι ανίκανο στην εκτέλεση των καθηκόντων του (βλ. παράγραφο 2.7 υποσημείωση 73 και 2.28 υποσημείωση 311 ως επίσης Τ.M.P. Agents v. Saba & Co (T.M.P.) (2007) 1 Α.Α.Δ. 449, 451), έμπορος ναρκωτικών (βλ. παρ. 2.19 υποσημείωση 178), αδικοπραγούντας (βλ. παρ. 2.19 υποσημειώσεις 200 και 201 και παρ. 4.3 έως 4.7) και χαμηλής νοητικής στάθμης ή ασταθές νοητικά (mental stability) (βλ. παρ. 2.29 υποσημείωση 320), κρίθηκαν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, δυσφημιστικοί. Επιπλέον σχετικά είναι και τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 17 του Κεφ. 148.
Με όλα αυτά υπόψη μου στρέφομαι να εξετάσω τα επίδικα σημειώματα.
Αγωγή 3255/06
Αυτούσιο το σημείωμα που τέθηκε στον προσωπικό φάκελο του ΜΕ1 έχει ως ακολούθως.
«ΘΕΜΑ: Αρχιδεσμοφύλακας αρ.216 Χαράλαμπος Λεωνίδου
Ο πιο πάνω Αρχιδεσμοφύλακας είναι αφελής και επιπόλαιος. Δεν έχει πρωτοβουλία, ούτε λαμβάνει υπευθυνότητα. Είναι κυκλοθυμικός και κάνει επίδειξη σωματικής δύναμης, ενώ ο δείκτης νοημοσύνης του είναι πολύ χαμηλός. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το περιεχόμενο του σημειώματος είναι δυσφημιστικό. Με το σημείωμα ο ΜΕ1 παρουσιάζεται αφελής και επιπόλαιος, δηλαδή αγαθός και ρηχός και περαιτέρω, χαμηλής νοητικής στάθμης, δηλαδή όχι έξυπνος ή καλύτερα ηλίθιος. Στο ίδιο πλαίσιο, προφανώς εις ενίσχυση των εν λόγω χαρακτηρισμών, αναφέρεται η επίδειξη σωματικής δύναμης, πράξη παιδαριώδης και ανάρμοστη για ενήλικα, η διενέργεια της οποία αποκαλύπτει του λόγου το ασφαλές των χαρακτηρισμών. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται άβουλος και ανεύθυνος, δηλαδή πρόσωπο που δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του. Εν ολίγοις, θίγεται η προσωπικότητα του ενάγοντα δια αναφοράς στη νοημοσύνη του, καθώς και οι ικανότητές του στην εργασία, εφόσον χαρακτηρίζεται ανίκανος. Όλα αυτά συναρτώνται και με το επίθετο κυκλοθυμικός, χαρακτηρισμός που άπτεται του χαρακτήρα του ΜΕ1. Το σύνολο των πιο πάνω χαρακτηρισμών σαφώς και είναι ικανό να επηρεάσει δυσμενώς την υπόληψη του ενάγοντα και να προκαλέσει την αποστροφή τρίτων.
Αγωγή 3257/06
Στην περίπτωση του ΜΕ2 το σημείωμα που τοποθετήθηκε στο φάκελο του αναφέρει ότι.
«ΘΕΜΑ: Υποδεκανέας αρ.194 Ευγένιος Κληρίδης
Ο πιο πάνω υποδεκανέας χαρακτηρίζεται από ανευθυνότητα. Είναι φυγόπονος, συνεχώς μεμψιμοιρεί και κατηγορεί την Διεύθυνση για οποιαδήποτε απόφαση και ειρωνεύεται ότι καλό η Διεύθυνση προσπαθεί να εισάξει. Διασύρει την πειθαρχία και θεωρείται επικίνδυνος καθότι υπάρχουν πληροφορίες για συνεργασία εγκληματική με κατάδικους. Προειδοποιήθηκε αλλά συνεχίζει το ίδιο. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Και σε αυτή την περίπτωση είμαι της γνώμης ότι το σημείωμα είναι δυσφημιστικό. Τα εκεί αναφερόμενα παρουσιάζουν το μάρτυρα ως φυγόπονο, ανεύθυνο και είρωνα. Ως εκ τούτου ο ΜΕ2 παρουσιάζεται ως οκνηρός και μη υπεύθυνος, χαρακτηρισμοί οι οποίοι πλήττουν το κύρος και την αξιοπρέπεια του τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Κύριο όμως χαρακτηριστικό των εκεί αναφερομένων είναι ότι ο ΜΕ2 είναι ταραξίας (διασύρει την πειθαρχία), και πολύ περισσότερο επικίνδυνος καθ’ ότι πληροφορίες τον φέρουν να συνεργάζεται, εγκληματικά, με κατάδικους. Αυτή η τελευταία αναφορά προσάπτει στον ΜΕ2 εγκληματική δράση. Στο άκουσμα και μόνο αυτής της αναφοράς το υποκείμενο τίθεται σε δυσμένεια, εφόσον οι ευνοούμενες κοινωνίες δεν αποδέχονται τα εγκλήματα και γι’ αυτό τα τιμωρούν διά εξοστρακισμού των αδικοπραγούντων. Επιπλέον, στη δοσμένη περίπτωση δεν πρόκειται απλώς για διάπραξη αδικήματος. Το επίδικο σημείωμα αναδεικνύει, εμμέσως, και κατάχρηση εξουσίας, εφόσον είναι από τη θέση του ως δεσμοφύλακας που συνεργάζεται με κατάδικους. Το σημείωμα παρουσιάζει τον εν λόγω δεσμοφύλακα ως άτομο που επωφελείται της σχέσης που έχει, λόγω ιδιότητας, με τους κατάδικους, ώστε να διαπράξει έγκλημα, δηλαδή πράξη απεχθή και κατάπτυστη. Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι το σημείωμα είναι δυσφημιστικό.
Αγωγή 3256/06
Το σημείωμα που τοποθετήθηκε στο φάκελο του ΜΕ3 αναφέρει τα ακόλουθα.
«ΘΕΜΑ: Αρχιδεσμοφύλακας αρ.121 Ανδρέας Κυριάκου
Ο πιο πάνω Αρχιδεσμοφύλακας διακατέχεται από πολλή μοχθηρία. Οι σχέσεις με τους συναδέλφους του είναι μηδενικές. Είναι πλήρως αδιάφορος για το καθήκον και την υπηρεσία. Συνεχώς μεμψιμοιρεί και κατηγορεί τους πάντες. Πληροφορίες ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με σκληρούς και δυνατούς κατάδικους. Χρειάζεται προσοχή. Παρόλο ότι του έγιναν συστάσεις συνεχίζει το ίδιο. Είναι επικίνδυνος για την ασφάλεια και την πειθαρχία στις Φυλακές. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Όπως στην περίπτωση του ΜΕ2 έτσι και εδώ προσάπτεται στον ενάγοντα κατηγορία ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με σκληρούς και δυνατούς κατάδικους. Αυτή η θέση συναρτάται και με την επόμενη, δηλαδή ότι είναι επικίνδυνος για την ασφάλεια και πειθαρχία στις φυλακές, καθώς και τον χαρακτηρισμό μοχθηρός. Επί του προκειμένου σχετικά είναι όλα όσα αναφέρθηκαν για το σημείωμα που αφορούσε το ΜΕ2. Επιπλέον, σημειώνεται ότι στον ΜΕ3 αποδίδεται ο χαρακτηρισμός μοχθηρός, δηλαδή χαιρέκακος και πρόσωπο που επιδιώκει το κακό. Το σύνολο των πιο πάνω χαρακτηρισμών είναι άκρως προσβλητικό για τον ενάγοντα και μόνο αισθήματα αποστροφής τούτου μπορεί να προκαλέσει σε όποιον ακούσει τούτους.
Αγωγή 3258/06
Το σημείωμα που τοποθετήθηκε στον φάκελο του ΜΕ4 αναφέρει τα ακόλουθα.
«ΘΕΜΑ: Δεσμοφύλακας αρ.227, Νικόδημος Μαυρογιάκουμος
Πολύ επικίνδυνο άτομο. Υπάρχουν πληροφορίες ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με δυνατούς κατάδικους και τους εξωθεί να δημιουργήσουν καταστάσεις. Ανεύθυνο πρόσωπο, αδιάφορο και μισητό από τους συναδέλφους του. Του έγιναν αυστηρές παρατηρήσεις αλλά συνεχίζει το ίδιο. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Όσα αναφέρθηκαν για τους ΜΕ2 και 3 ισχύουν και για τον ΜΕ4 εφόσον χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος καθ’ ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με κατάδικους τους οποίους και εξωθεί στη δημιουργία καταστάσεων. Περαιτέρω, χαρακτηρίζεται ως ανεύθυνος και μισητός. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί πλήττουν τη φήμη του ΜΕ4 εν σχέσει με την εργασία και τον χαρακτήρα του και είναι, στο σύνολό τους, ικανοί να τον θέσουν σε δυσμένεια εφόσον προκαλούν μίσος και αποστροφή. Ως εκ τούτου το σημείωμα κρίνεται δυσφημιστικό.
Αγωγή 3259/06
Για το ΜΕ5 το σημείωμα που τοποθετήθηκε στο φάκελο του αναφέρει ότι.
«ΘΕΜΑ: Υποδεκανέας αρ.165 Γεώργιος Αδάμου
Ο πιο πάνω υποδεκανέας είναι ένα αδιάφορο και ανίκανο πρόσωπο. Είναι μυρωδικός κουμπάρος Λειτουργού και προωθήθηκε χωρίς να έχει ικανότητες, εκτελεί μόνο θελήματα του Λειτουργού ευεργέτη και προστάτη του. Μεμψιμοιρεί, είναι φυγόπονος και οι σχέσεις του με τους συναδέλφους του είναι μηδαμινές. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Κρίνω ότι τα αναφερόμενα στο εν λόγω σημείωμα επίσης είναι δυσφημιστικά εφόσον θέλουν τον ΜΕ5 να μην έχει ικανότητες και βούληση και να είναι οκνηρός. Περαιτέρω, παρουσιάζεται ως άτομο που επιβιώνει, υπηρεσιακά, επειδή έχει συγγένεια με λειτουργό, δηλαδή αξιωματικό, ο οποίος μάλιστα τον προστατεύει. Εξ ου και ο λειτουργός χαρακτηρίζεται ευεργέτης και προστάτης του, ενώ στο ΜΕ5 αποδίδεται, μειωτικά, ο ρόλος του προσώπου που εκτελεί μόνο θελήματα. Οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί είναι βεβαίως δυσφημιστικοί εφόσον προκαλούν στο μέσο αναγνώστη έντονα συναισθήματα απόρριψης και αποστροφής τέτοιου προσώπου.
Αγωγή 7441/07
Το σημείωμα που αφορά τον ΜΕ6 αναφέρει ότι.
«ΘΕΜΑ: Δεσμοφύλακας αρ.217 Στέφανος Νικολαΐδης
Είναι ο χειρότερος δεσμοφύλακας και ο πιο επικίνδυνος. Πληροφορίες τον φέρουν να συνεργάζεται με δυνατούς κατάδικους και να φέρνει ναρκωτικά με πληρωμή. Είναι πολύ επικίνδυνος. Συστηματικά παίρνει Sick Leave και είναι πολύ μισητός στους συναδέλφους του. Τέτοια στοιχεία είναι κρίμα που εργάζονται σ’ αυτό το ευαίσθητο Τμήμα. Είναι εντελώς ανεύθυνο πρόσωπο. Είναι προστατευόμενος Λειτουργού. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Όσα λέχθηκαν για τους ΜΕ2, 3 και 4 ισχύουν και σε αυτή την περίπτωση, σε μεγαλύτερο όμως βαθμό, εφόσον εδώ ρητά αναφέρεται ότι φέρνει ναρκωτικά επί πληρωμή. Ο ΜΕ7 εξισούται με κοινό έμπορο ναρκωτικών, πράξη κολάσιμη ποινικά και ηθικά, η οποία επισύρει πολυετή ποινή φυλάκισης. Χαρακτηρίζεται δε ως ο χειρότερος και πιο επικίνδυνος δεσμοφύλακας. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί, οι οποίοι αποδίδουν υψηλού βαθμού εγκληματική ενέργεια, δεν μπορεί παρά να κριθούν ότι πλήττουν την υπόληψη και τη φήμη του. Δεν παραγνωρίζεται ακόμη ο έμμεσος χαρακτηρισμός του οκνηρού και αδιάφορου για εργασία, ως προκύπτει από την αναφορά «παίρνει συστηματικά sick leave». Αφήνεται μάλιστα να νοηθεί ότι αυτή η στάση του είναι ανάρμοστη και γι΄ αυτό είναι μισητός στους συναδέλφούς του.
Αγωγή 3260/06
Το σημείωμα που τέθηκε στο φάκελο του ΜΕ7 αναφέρει ότι.
«ΘΕΜΑ: Αρχιδεσμοφύλακας αρ.109 Γεώργιος Ρουσιάς
Πρόσωπο που έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Παρακολουθείτο για χρόνια από ψυχίατρο, το γνώριζε ο Λειτουργός που τον αξιολογούσε, όπως μου ομολόγησε και παρόλον τούτο τον βαθμολογούσε συνεχώς και στα οκτώ σημεία στο έντυπο Αξιολόγησης Υπαλλήλων για την εκτίμηση της επαγγελματικής αξίας του Υπαλλήλου εξαίρετος με την δικαιολογία ότι δούλευαν στο ίδιο γραφείο. Ανεύθυνο πρόσωπο χωρίς πρωτοβουλία και εντελώς ανίκανο. Το παρόν να τοποθετηθεί στον προσωπικό φάκελο του ανωτέρω.»
Ό,τι αποδίδεται στο ΜΕ7 είναι πως δεν έχει ικανότητες και ότι είναι ανεύθυνος και πως ο λόγος δια τον οποίο αξιολογείται θετικά είναι γιατί γνωρίζει τον λειτουργό που τον αξιολογεί. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και αφήνεται να νοηθεί ότι αυτός είναι και ο λόγος του προβλήματος. Είμαι της γνώμης ότι υπό τις δοσμένες περιστάσεις τα περί ψυχολογικών προβλημάτων πλήττουν την αξιοπρέπεια και τη φήμη του ενάγοντα. Περαιτέρω τα επίθετα ανίκανος και ανεύθυνος, ως επίσης ο ισχυρισμός ότι τυγχάνει αδικαιολόγητης υποστήριξης λειτουργού, προκαλούν στο μέσο αναγνώστη αισθήματα μίσους και αποστροφής του υποκειμένου. Καταλήγω συνεπώς ότι και αυτό το σημείωμα είναι δυσφημιστικό.
Ότι τα επίδικα σημειώματα αφορούν τους ενάγοντες είναι, πιστεύω, αναμφίβολο. Καταλήγω σε αυτό εφόσον καθ’ ένα των επίδικων σημειωμάτων αναφέρει το όνομα και το βαθμό του ενάγοντα που αφορά και τοποθετήθηκε στον προσωπικό του φάκελο. Αυτά τα γεγονότα δεν συμβιβάζονται με άλλο συμπέρασμα πλην του ότι τα επίδικα σημειώματα αφορούν τον ενάγοντα που εκεί αναφέρεται.
Μια εκ των υπερασπίσεων που προώθησαν οι εναγόμενοι είναι αυτή του δικαίου σχολίου. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Ονουφρίου κ.α. ν. Εταιρείας Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ κ.α. (2006) 1Α Α.Α.Δ. 742, 747.
«Σύμφωνα με το άρθρο 19(α) του Κεφ. 148 αποτελεί υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση η απόδειξη ότι η κατ΄ισχυρισμό δυσφημιστική δημοσίευση απέδιδε την αλήθεια. Περαιτέρω, στην παράγραφο (β), προβλέπεται η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου (fair comment), η οποία περιορίζεται σε έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Η δήλωση του εναγομένου πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι σε δήλωση γεγονότων (Δημογραφική ΧΠΣ Λιμιτεδ κ.α. ν. Φιλίππου (1998) 1 Α.Α.Δ. 958). Για να αποφασίζεται τούτο, η δημοσίευση πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο και όταν το σχόλιο βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται στη δήλωση, για να επιτύχει στην υπεράσπισή του ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι τα γεγονότα είναι αληθή. (Glafx Ltd v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729). To σχόλιο πρέπει να είναι έντιμο, το οποίο σημαίνει ότι τούτο πρέπει να είναι η έκφραση της έντιμης και ειλικρινούς γνώμης του εναγομένου, έστω και αν μεταδίδει το νόημα πως η διαγωγή του ενάγοντα ήταν ανέντιμη, ανειλικρινής ή υποκριτική (Slim and Others v. Daily Telegraph Ltd and Another (1968) 1 All E.R. 497). Όπου όμως ο ενάγων αποδεικνύει ότι δημοσίευμα από τον εναγόμενο έγινε κακόπιστα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 21(2) η υπεράσπιση έντιμου σχολίου αποτυγχάνει (Synomospondia Ergaton Kyprou and Others v. Cyprus Asbestos Mines Ltd and Another (1965) 1 C.L.R. 222, Stephanou v. HjiEfthymiou and Others (1976) 1 C.L.R. 225). Μεταξύ άλλων, ένα δημοσίευμα θεωρείται ότι έγινε με κακή πίστη όπου αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό σχετικά μεγαλύτερο, με τρόπο σχετικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου, το δε βάρος απόδειξης κακής πίστης φέρει ο ενάγων.»
Σχετική είναι και η πολύ πρόσφατη απόφαση Πετρίδη ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.α. Πολ. Εφ. 232/09, ημερ. 18.7.13 στην οποία λέχθηκε ότι.
«Η σύγχρονη διατύπωση της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, την οποία και υιοθετούμε, εντοπίζεται στην υπόθεση Spiller & Anor v. Joseph & Anors [2010] UKSC 53, η οποία ουσιαστικά υιοθετεί τα στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την υπεράσπιση, όπως συνοψίζονται στην Wai Chun Paul v. Albert Cheng [2001] E.M.L.R. 31 από τον δικαστή Lord Nicholls of Birkenhead στο ακόλουθο απόσπασμα:
«[i] . First, the comment must be on a matter of public interest. ..
[ii] Second, the comment must be recognisable as comment, as distinct from an imputation of fact. If the imputation is one of fact, a ground of defence must be sought elsewhere, for example, justification or privilege. Much learning has grown up around the distinction between fact and comment. For present purposes it is sufficient to note that a statement may be one or the other, depending on the context. Ferguson J gave a simple example in the New South Wales case of Myerson v. Smith's Weekly (1923) 24 SR (NSW) 20, 26 :
'To say that a man's conduct was dishonourable is not comment, it is a statement of fact. To say that he did certain specific things and that his conduct was dishonourable is a statement of fact coupled with a comment.'
[iii] Third, the comment must be based on facts which are true or protected by privilege: see, for instance, London Artists Ltd v Littler [1969] 2 QB 375 , 395. If the facts on which the comment purports to be founded are not proved to be true or published on a privilege occasion, the defence of fair comment is not available.
[iv] Next the comment must explicitly or implicitly indicate, at least in general terms, the facts on which it is based.
[v] Finally, the comment must be one which could have been made by an honest person, however prejudiced he might be, and however exaggerated or obstinate his views: see Lord Porter in Turner v Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Ltd [1950] 1 All ER 449 , 461, commenting on an observation of Lord Esher MR in Merivale v Carson (1888) 20 QBD 275 , 281. It must be germane to the subject-matter criticised. Dislike of an artist's style would not justify an attack upon his morals or manners. But a critic need not be mealy-mouthed in denouncing what he disagrees with. He is entitled to dip his pen in gall for the purposes of legitimate criticism: see Jordan CJ in Gardiner v Fairfax (1942) 42 SR (NSW) 171 , 174.
These are the outer limits of the defence. The burden of establishing that a comment falls within these limits, and hence within the scope of the defence, lies upon the Defendant who wishes to rely upon the defence.
[vi] A Defendant is not entitled to rely on the defence of fair comment if the comment was made maliciously»
Αξίζει να λεχθεί εδώ ότι σύμφωνα με το σύγγραμμα Gatley, πιο πάνω, σελίδα 339, επιβάλλεται να διαγνωσθεί το νόημα του κειμένου (the meaning of what the defendant has said in its context). Οι συγγραφείς του συγγράμματος συναρτούν τούτη τη διαδικασία με τη διερεύνηση του κατά πόσο το κείμενο συνιστά σχόλιο ή γεγονός. Τι εστί σχόλιο, σύμφωνα πάντα με τον Gatley, είναι. Something which is or can reasonably be inferred to be a deduction, inference, conclusion, criticism, observation. Υποδεικνύεται περαιτέρω ότι είθισται το σχόλιο να εδράζεται σε αριθμό γεγονότων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στον Gatley, πιο πάνω, παράγραφο 12.8. in the past the view has sometimes been expressed that it is necessary that an article defended as fair comment should contain (or at least refer to) sufficient facts (though not necessarily the full facts) for the reader to make a judgment as to whether the comment is well-founded. The comment must explicitly or implicitly indicate, at least in general terms, what are the facts on which the comment is being made. The reader or hearer should be in a position to judge for himself how far the comment was well founded. Σημειώνεται εν τούτοις ότι η σχετική υποχρέωση δεν δημιουργεί απαρέγκλιτο κανόνα (βλ. Gatley σελ. 348 παρ. 12.12 Facts relied on in support of the defence…indeed the article itself may in some cases contain no facts beyond an indication of the matter of public interest in question). Όπου όμως ο εναγόμενος επιλέγει να ντύσει το κείμενό του με γεγονότα, έχει υποχρέωση να καταστήσει σαφές ποιο είναι το γεγονός και ποιο το σχόλιο. Αν αποτύχει να πράξει τούτο, το σύνολο του δημοσιεύματος εκλαμβάνεται ως γεγονός και όχι σχόλιο (βλ. Gatley σελ. 349, παρ. 12.13 Comment and Fact Confused)
Πιο πάνω υπέδειξα αριθμό κατηγοριών στις οποίες εντάσσονται τα σημειώματα και προέβηκα σε σταχυολόγηση των εκεί αναφερομένων. Σε αυτή την έκφανση της διερεύνησης παρατηρώ ότι το σύνολο, σχεδόν, των σημειωμάτων, διακρίνεται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη εξικνείται σε επίθετα που αποδίδονται στον δεσμοφύλακα και η δεύτερη σε πρόσαψη κατηγορίας, έστω δυνάμει πληροφοριών, για διάπραξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή εγκληματική συνεργασία με κατάδικους.
Κρίνω βολικότερο να αρχίσω αυτή τη διερεύνηση από την πρώτη κατηγορία. Διαπιστώνω εν προκειμένω ότι η εν λόγω κατηγορία παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία. Τα εκεί αναφερόμενα επίθετα. αφελής, επιπόλαιος, ανεύθυνος, ανίκανος, αδιάφορος, φυγόπονος, μεμψίμοιρος και μοχθηρός, παρουσιάζονται, εκ πρώτης όψεως, ως αξιολογική κρίση ή ως συμπέρασμα που προκύπτει από άλλο γεγονός, ήτοι την κατηγορία διάπραξης αδικήματος. Είναι αντιληπτό ότι σε αυτό το πεδίο του δικαίου οι αξιολογικές κρίσεις είναι καθ’ όλα επιτρεπτές και ικανές να άρουν το αγώγιμο δικαίωμα που γεννά ο δυσφημιστικός χαρακτήρας του κειμένου. Το ίδιο ισχύει και για συμπέρασμα που παρατίθεται δίκην σχολιασμού, έστω και αν πρόκειται για γεγονός, νοουμένου όμως ότι τα γεγονότα από τα οποία εξάγεται επιβεβαιώνονται.
Έχω τη γνώμη ότι στη δοσμένη περίπτωση δεν είναι αυτό που ισχύει. Εδώ τα επίθετα, δηλαδή οι χαρακτηρισμοί, δεν αναφύονται από γεγονότα που παρατίθενται στο κείμενο. Τα εν λόγω επίθετα έχουν χαρακτήρα κατηγορήματος και αφήνουν να νοηθεί ότι δεν υπέχουν αμφισβήτησης. Ο τρόπος με τον οποίο ο εναγόμενος 1 κατέγραψε τούτη τη θέση του, δηλαδή τα επίθετα που προανέφερα, είναι ωσάν να πρόκειτο για γεγονός. Πουθενά στο σημείωμα επεξηγείται γιατί ο δεσμοφύλακας που χαρακτηρίζεται τοιουτοτρόπως είναι έτσι ή αλλιώς. Δεν αναφέρονται γεγονότα που μπορούν, δυνητικά, να υποβαστάξουν τούτη την αξιολογική κρίση. Εν ολίγοις, δεν υφίσταται βάση γεγονότων που να υποστηρίζει ότι ο δεσμοφύλακας είναι ανίκανος ή ανεύθυνος ή οτιδήποτε άλλο. Στη δοσμένη περίπτωση οι εν λόγω χαρακτηρισμοί δεν είναι τίποτα άλλο από αξιολογική κρίση που προσφέρεται ως γεγονός. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο οι σχετικοί χαρακτηρισμοί δεν μπορούν να ειδωθούν ως σχόλιο αλλά ως δήλωση γεγονότος.
Επί του προκειμένου σχετικό είναι και το ακόλουθο σχόλιο στον Gatley σε σχέση με την απόφαση Branson v. Bower (2001) E.M.L.R. 32, έστω και αν οι συγγραφείς του συγγράμματος προσδίδουν σε αυτό περιοριστική ερμηνεία. Ό,τι αναφέρεται στη σελίδα 341 στην υποσημείωση 39 κάτω από τον τίτλο Inferences of Fact as comment είναι πως.“However, it is submitted that the assertion in the CA at [57] that an allegation of incompetence is necessarily one of fact goes too far.” Οι πιο πάνω γενικές παρατηρήσεις αποκαλύπτουν ότι τα επίδικα σημειώματα πόρρω απέχουν από σχόλιο.
Προτού πραγματευτώ το περιεχόμενο κάθε σημειώματος ξεχωριστά, σημειώνω ότι η άλλη κατηγορία στην οποία μπορούν τα ενταχθούν τα επίδικα σημειώματα ή μέρος τούτων, είναι εκείνη που αφορά διάπραξη ποινικού αδικήματος που καταλογίζεται στον δεσμοφύλακα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σημείωμα που αφορά του ενάγοντες ΜΕ2, 3, 4 και 6 «πληροφορίες θέλουν το δεσμοφύλακα να συνεργάζεται εγκληματικά με κατάδικους». Αυτή η αναφορά δεν εμπίπτει στον ορισμό του σχολίου. Είναι γεγονός που γνωστοποιείται σε τρίτο πρόσωπο. Ως εκ της φύσεως του λοιπόν, ήτοι γεγονός, δεν μπορεί να ενταχθεί κάτω από την υπεράσπιση του δίκαιου σχολιασμού εφόσον δεν προκύπτει ως συμπέρασμα από άλλα διαπιστωμένα γεγονότα. Συνακόλουθα ούτε αυτή η παράμετρος των σημειωμάτων εξυπηρετεί αυτή την πτυχή της υπεράσπισης.
Για του λόγου το ασφαλές όλων των πιο πάνω παρατηρώ τα ακόλουθα:
Αγωγή 3255/06
Το σύνολο, σχεδόν, των αναφερομένων στο σημείωμα που αφορά το ΜΕ1 συνίσταται σε επίθετα και όχι οτιδήποτε άλλο. Δεν παραγνωρίζω την αναφορά κάνει επίδειξη δύναμης, η οποία μάλιστα έχει αποδειχτεί εν μέρει, εφόσον δέχομαι ότι σε μια περίπτωση ο ΜΕ1 προέβη σε τέτοια ενέργεια, ως επεξηγήθηκε από τον εναγόμενο 1. Εν τούτοις, η ουσία του σημειώματος έχει να κάνει με το βαθμό νόησης και αντίληψης του ενάγοντα. Εκείνο που θίγεται είναι η σβελτάδα και ικανότητα του μυαλού και αφήνεται να νοηθεί ότι ο ενάγων μειονεκτεί. Αυτό είναι το νόημα του σημειώματος και βεβαίως τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το ένα και μοναδικό γεγονός, δηλαδή ότι προέβη σε επίδειξη σωματικής δύναμης. Το σύνολο των πιο πάνω αν και παρατίθεται ως αξιολογική κρίση απολήγει να μην είναι τέτοια, εφόσον δεν αναδύεται από το ένα και μοναδικό γεγονός που αναφέρεται στο σημείωμα, αλλά προσφέρεται στον αναγνώστη ως γεγονός.
Αγωγή 3257/06
Ανάλογα ισχύουν και για το σημείωμα που τοποθετήθηκε στο φάκελο του ΜΕ2. Καμία πτυχή του σημειώματος φανερώνει γιατί ο εν λόγω υποδεκανέας είναι ανεύθυνος και φυγόπονος. Πέραν τούτης της διαπίστωσης δεν παραγνωρίζω ότι το σημείωμα που αφορά τον ΜΕ2 εμμέσως παραπέμπει σε δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι μεμψιμοιρεί, κατηγορεί και ειρωνεύεται τη διεύθυνση και το δεύτερο ότι έχει εγκληματική συνεργασία με κατάδικους. Είναι στη βάση αυτού του τελευταίου γεγονότος που ο ΜΕ2 χαρακτηρίζεται επικίνδυνος. Εν τούτοις παρατηρώ ότι τέτοια γεγονότα, αφενός για συνεργασία με καταδίκους, αφετέρου για συνεχή κατηγορία της διεύθυνσης, δεν τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου. Τα εν λόγω γεγονότα δεν απεδείχθησαν και συνακόλουθα τα επίθετα που τα συνοδεύουν δεν δικαιολογούνται ως συμπέρασμα.
Αγωγή 3256/06
Όπως στην περίπτωση του ΜΕ2 έτσι και το σημείωμα που αφορά τον ΜΕ3. Περαιτέρω, καμία μαρτυρία υποστηρίζει ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει σχέσεις με τους συναδέλφους του ή ότι συνεργάζεται με σκληρούς και δυνατούς κατάδικους. Κατ΄ επέκταση τα αναφερόμενα στο σημείωμα. είναι μοχθηρός και επικίνδυνος, όπως και ότι είναι αδιάφορος για το καθήκον, αφενός δεν προκύπτουν από διαπιστωμένα γεγονότα, αφετέρου δεν συνιστούν σχόλιο αλλά γεγονός που εν πάση περιπτώσει δεν αποδείχθηκε.
Αγωγή 3258/06
Ούτε το σημείωμα που αφορά τον ΜΕ4 διαφέρει. Εδώ το γεγονός που αναδεικνύεται είναι ότι συνεργάζεται επικίνδυνα με δυνατούς κατάδικους και μάλιστα τους εξωθεί να δημιουργήσουν καταστάσεις. Εν πρώτοις παρατηρώ ότι καμία μαρτυρία που να δικαιολογεί τέτοιο εύρημα προσκομίστηκε στο δικαστήριο. Από την άλλη τα επίθετα επικίνδυνος, ανεύθυνος, αδιάφορος και μισητός, παρέμειναν μετέωρα και εκτός πλαισίου γεγονότων. Ως εκ τούτου, ούτε αυτό το σημείωμα μπορεί να υπαχθεί κάτω από την υπεράσπιση του δικαίου σχολίου.
Αγωγή 3259/06
Το σημείωμα που αφορά το ΜΕ5, ομοιάζει με το σημείωμα του ΜΕ1. Παρ’ ότι είναι γεγονός ότι ο ΜΕ5 είναι μυρωδικός κουμπάρος λειτουργού, συγκεκριμένα του κου Πετάση, το κεντρί του σημειώματος είναι πως ο εν λόγω δεσμοφύλακας είναι αδιάφορος, ανίκανος και φυγόπονος. Παρεμβάλλω εδώ ότι καμία μαρτυρία αποδεικνύει ότι η μόνη απασχόληση τούτου στην εργασία είναι να εκτελεί θελήματα του λειτουργού. Ούτε όμως αποδείχθηκε ότι προωθήθηκε χωρίς να έχει ικανότητες, εφόσον καμία σχετική μαρτυρία προσκομίστηκε στο δικαστήριο. Εκ των πραγμάτων λοιπόν τα εκεί αναφερόμενα επίθετα (αδιάφορος, ανίκανος και φυγόπονος) δεν υποστηρίζονται από γεγονότα και ούτε δικαιολογούνται ως σχόλια. Καταλήγω συνεπώς ότι όλα όσα αναφέρονται στο σημείωμα που αφορά τον ΜΕ5 είναι γεγονότα και όχι σχόλια τα οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν αποδειχθεί.
Αγωγή 7441/07
Σε ό,τι αφορά το σημείωμα που τοποθετήθηκε στο φάκελο του ΜΕ6 παρατηρώ ότι αποδείχθηκε πως το εν λόγω πρόσωπο παίρνει συστηματικά sick leave. Ο ίδιος άλλωστε δέχθηκε τούτην τη θέση, έστω και αν προσπάθησε να εξηγήσει ότι κατά τον επίδικο χρόνο αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας που τον κράτησαν μακριά από την εργασία του. Πέραν τούτου του γεγονότος καμία μαρτυρία θέλει τον ΜΕ6 να παίρνει στη φυλακή ναρκωτικά επί πληρωμή ή να συνεργάζεται με δυνατούς κατάδικους ή ακόμη να είναι προστατευόμενος λειτουργού. Καταλήγω συνεπώς ότι τα αναφερόμενα στο σημείωμα επίθετα. είναι ο χειρότερος δεσμοφύλακας, είναι επικίνδυνος και είναι πολύ μισητός, αφενός δεν δικαιολογούνται ως συμπέρασμα που απορρέει από διαπιστωμένα γεγονότα και αφετέρου, δεν παρατίθενται ως αξιολογική κρίση αλλά ως γεγονός. Για όλους τους πιο πάνω λόγους ούτε αυτό το σημείωμα εμπίπτει στον ορισμό του δικαίου σχολίου.
Αγωγή 3260/06
Αναφορικά με τον ΜΕ7 και το σημείωμα που τον αφορά διαπιστώνω ότι κατά τον επίδικο χρόνο ο ενάγων είχε ψυχολογικά προβλήματα και παρακολουθείτο από ψυχίατρο από το 1992. Εν τούτοις, αυτά και μόνο τα γεγονότα δεν δικαιολογούν τους χαρακτηρισμούς που του αποδίδονται, ήτοι ανεύθυνος, άβουλος και ανίκανος. Και σε αυτή την περίπτωση οι εν λόγω χαρακτηρισμοί δεν είναι αξιολογική κρίση. Είναι γεγονός ενδεδυμένο τον μανδύα αξιολογικής κρίσης. Κατ΄ επέκταση, ούτε αυτό το σημείωμα μπορεί να υπαχθεί κάτω από την υπεράσπιση του δικαίου σχολίου.
Παρ΄ ότι όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθιστούν σαφές ότι η εν λόγω υπεράσπιση αποτυγχάνει, έχω τη γνώμη ότι το δικαστήριο υποχρεούται να αποφανθεί για άλλα δύο ζητήματα που σχετίζονται με αυτήν την υπεράσπιση. Εφόσον το πιο πάνω εύρημα μπορεί να διαφοροποιηθεί κατ΄ έφεση, επιβάλλεται απόφαση για το σύνολο της επίδικης υπεράσπισης.
Το πρώτο ζήτημα άπτεται του κατά πόσο τα αναφερόμενα στα επίδικα σημειώματα αντανακλούν την πραγματική άποψη του εναγομένου 1 ή συνιστούν προϊόν κακοπιστίας. Επί του προκειμένου υποδεικνύεται ότι η κακοπιστία (malice) που αντικρούει την εν λόγω υπεράσπιση δεν ισούται με κακή πρόθεση ή εμπάθεια, αλλά με απουσία πραγματικής πίστης για το εύλογο ή δικαιολογημένο του σχολίου. (βλ. Gatley, πιο πάνω, παράγραφος 12.1… the malice which rebuts the defence does not mean ill- will or spite but lack of belief in the opinion expressed). Στον Gatley, πιο πάνω, στην παράγραφο 12.25, αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«a comment which falls within the objective limits of the defence of fair comment can lose its immunity only by proof that the defendant did not genuinely hold the view he expressed. Honesty of belief is the touchstone. Actuation by spite, animosity, intent to arouse controversy or other motivation, whatever it may be, even if it is the dominant or sole motive, does not of itself defeat the defence. However, proof of such motivation may be evidence, sometimes compelling evidence, from which lack of genuine belief in the view expressed may be inferred».
Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι τα σημειώματα τοποθετήθηκαν στους φακέλους των δεσμοφυλάκων δύο ημέρες πριν την αφυπηρέτηση του εναγομένου 1, ότι κάποιοι εξ αυτών των δεσμοφυλάκων διώχθηκαν πειθαρχικά από το διευθυντή των φυλακών (βλ. ΜΕ3 και 6, καθώς επίσης ΜΕ7 σε σχέση όμως με ιατρικούς λόγους), ότι όλοι σχεδόν (πλην του ΜΕ2) έλαβαν χαμηλές βαθμολογίες από τον εναγόμενο 1, και τέλος, ότι δεν αποδείχθηκαν τα αναφερόμενα συμπεράσματα, εντούτοις καταλήγω ότι το σύνολο των εκεί αναφερομένων αντανακλά την πραγματική πίστη του εναγομένου 1. Το σύνολο των ενεργειών του εναγομένου 1 για όλο το χρόνο που ήταν διευθυντής των φυλακών, δηλαδή η αναβάθμιση του επιπέδου και της ασφάλειας των φυλακών, οι πειθαρχικές διώξεις στις οποίες προέβη και οι πολλαπλές μεταθέσεις στις οποίες προέβη ευθύς μόλις ανέλαβε τη διεύθυνση των φυλακών, αποκαλύπτουν το αμέριστο ενδιαφέρον του για αναμόρφωση των φυλακών και φυσικά των προσώπων που υπηρετούν εκεί. Όλα τα πιο πάνω σε συνδυασμό με τις ενέργειες που έκανε για κάθε δεσμοφύλακα ξεχωριστά, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όλα όσα έγραψε αντανακλούν την πραγματική του άποψη και όχι οτιδήποτε άλλο. Καταλήγω συνεπώς ότι δεν αποδεικνύεται κακοπιστία (malice) υπό την έννοια που πιο πάνω εξηγήθηκε.
Το άλλο ζήτημα που επίσης πρέπει να αποφασιστεί είναι αν το περιεχόμενο των σημειωμάτων αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος. Και επί τούτου η απάντηση είναι καταφατική. Ο λόγος για αυτή την απόφαση είναι επειδή κρίνω ότι η συμπεριφορά δημοσίων υπαλλήλων και δη σε νευραλγικό πόστο ως αυτό των κεντρικών φυλακών, δεν μπορεί παρά να κριθεί θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Εν πάση περιπτώσει, σχετική είναι και η απόφαση στην υπόθεση Χατζηλαμπρή ν. Πετεινού (2010) 1 Β Α.Α.Δ. 1022, 1034, στην οποία υιοθετήθηκαν τα αναφερόμενα στην Haguenauer v. Γαλλίας, 34050/05, ημερ. 22.4.2010 του ΕΔΑΔ, δηλαδή ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που δρουν υπό την επίσημη ιδιότητά τους είναι υποκείμενοι σε ευρύτερα πεδία αποδεκτής κριτικής.
Αναφορικά με την άλλη πτυχή της υπεράσπισης, ότι το περιεχόμενο των σημειωμάτων αποκαλύπτει την αλήθεια, σχετική είναι η υπόθεση Φιλίππου ν. Εκδόσεις Αρκτίνος (2006) 1Β Α.Α.Δ. 1124. Λέχθηκε εκεί ότι.
«Η υπεράσπιση της αλήθειας, όταν ένα δημοσίευμα κριθεί ως δυσφημιστικό για συγκεκριμένο άτομο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, πετυχαίνει μόνον όταν τόσο οι ισχυρισμοί ως προς τα γεγονότα όσο και τα δυσφημιστικά συμπεράσματα που εξάγονται απ’ αυτό, αποδεικνύονται αληθή από τον εναγόμενο (βλ. Glafx Ltd v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729). Tο βάρος που έχει ο εναγόμενος (το οποίο αποσείεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων) είναι να αποδείξει την αλήθεια των λέξεων υπό τη φυσική και συνήθη τους έννοια. Η υπεράσπιση αυτή πετυχαίνει αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι η ουσία των δυσφημιστικών λέξεων είναι αληθής (βλ. Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, παραγ. 33.11, σελ. 997)»
Εφαρμογή της πιο πάνω αρχής στα γεγονότα της παρούσας δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι και αυτή η υπεράσπιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Έχω υποδείξει ήδη τα δυσφημιστικά μέρη κάθε σημειώματος και ποια εξ αυτών έχουν αποδειχθεί και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω. Παρεμβάλλω ότι το γεγονός και μόνο πως ο εναγόμενος 1 κρίθηκε αξιόπιστος και ότι κατά τη μαρτυρία του έκανε αναφορά σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, φερειπείν ότι ο ΜΕ2 απέφευγε να τον χαιρετά, ότι όταν μιλούσε με το ΜΕ1 ο τελευταίος είχε αχανές βλέμμα, δεν σημαίνει απόδειξη ανικανότητας και φυγοπονίας (βλ. ΜΕ2), όπως ούτε ελλειμματική νοητική ικανότητα (βλ. ΜΕ1). Επιπλέον, διαπιστώνω ότι η μαρτυρία δεν αποκαλύπτει ότι οι ΜΕ2, 3, 4 και 6 συνεργάζονται εγκληματικά με κατάδικους, ή ότι ο ΜΕ6 εμπορεύεται ναρκωτικά. Ούτε βεβαίως αποδείχθηκε ότι ο ΜΕ1 έχει χαμηλή νοημοσύνη και ότι οι ΜΕ5 και 7 είναι ανίκανοι και ανεύθυνοι. Εφόσον αυτοί οι ισχυρισμοί είναι η μαγιά ή καλύτερα το κεντρί του περιεχομένου των σημειωμάτων και δεν έχουν αποδειχθεί, έπεται ότι και αυτή η υπεράσπιση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Τελευταία παράμετρος της υπεράσπισης είναι η επίκληση του προνομίου υπό επιφύλαξη. Είναι η θέση της υπεράσπισης ότι το περιεχόμενο των εν λόγω σημειωμάτων καλύπτεται από προνόμιο που είναι απαλλαγμένο κακοπιστίας (malice).
Σχετικές εν προκειμένω είναι οι διατάξεις του άρθρου 21 του Κεφ. 148, άρθρο που κωδικοποιεί, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 Α Α.Α.Δ. 349, την αγγλική επί του θέματος νομολογία σε συνδυασμό με τη βούληση του νομοθέτη. Ενόψει της σημασίας του σχετικού άρθρου οι παράγραφοι (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1), παρατίθενται αυτούσιοι.
«21. (1) Η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι προνομιούχα, υπό την επιφύλαξη ότι έγινε καλή τη πίστει, στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή:
(α) αν η σχέση μεταξύ του προσώπου από το οποίο και του προσώπου προς το οποίο έγινε η δημοσίευση είναι τέτοια ώστε το πρόσωπο που δημοσίευσε να τελεί υπό νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να δημοσιεύσει αυτό προς το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση και ο τελευταίος έχει αντίστοιχο συμφέρον στη λήψη του δημοσιεύματος…
(β) αν το δημοσίευμα είναι μομφή η οποία προσάπτεται από κάποιο κατά της συμπεριφοράς άλλου, ως προς οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με το οποίο ο πρώτος έχει εξουσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί του άλλου, ή ως προς το χαρακτήρα του άλλου στο μέτρο που εκδηλώνεται στη συμπεριφορά αυτή.
(γ) αν το δημοσίευμα είναι καταγγελία ή κατηγορία από πρόσωπο εναντίον άλλου προσώπου σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτού σε οποιοδήποτε θέμα, ή σε σχέση με το χαρακτήρα αυτού στο μέτρο που εκδηλώνεται στη συμπεριφορά αυτή, η οποία έγινε σε πρόσωπο που έχει εξουσία, συμβατική άλλως πως, επί του άλλου αυτού προσώπου σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτή ή θέμα, ή η οποία έγινε σε πρόσωπο που έχει με νόμο εξουσία να διερευνά τη συμπεριφορά αυτή ή θέμα ή να δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτή ή θέμα.».
Η μεστότητα του λόγου της παραγράφου (α), πιο πάνω, αποκαλύπτει ότι η έννοια καθήκον ερμηνεύεται διασταλτικά, δηλαδή περικλείει και κοινωνικό και ηθικό καθήκον, και δεν περιορίζεται σε νομικό. Περαιτέρω, όπως εύγλωττα λέχθηκε από τον Lindley L.J. σε μια προσπάθεια απόδοσης του ηθικού καθήκοντος (βλ. υπόθεση Stuart n. Bell (1891) 2 Q.B. 341, 350).
“I take moral duty to mean a duty recognized by English people of ordinary intelligence and moral principle, but at the same time not a duty enforceable by legal proceedings, whether civil or criminal”».
Από το λεκτικό του άρθρου 21(1)(α) του Κεφ. 148 προκύπτει ότι η ύπαρξη αμοιβαιότητας μεταξύ εκείνου που δημοσιεύει και εκείνου που δέχεται τη δημοσίευση, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Δηλαδή, ο μεν πρώτος τελεί υπό καθήκον ο δε άλλος χαίρει συμφέροντος. Τι εστί συμφέρον επίσης επεξηγείται στον Gatley πιο πάνω, στη σελίδα 454, με παραπομπή στα λεχθέντα της υπόθεσης Howe v. Lees (1910) 11 R.361. Ό,τι αναφέρεται είναι πως.
«The word “interest” is not used in any technical sense. It is used in the broadest popular sense, as when we say that a man is “interested” in knowing a fact – not interested in it as a matter of gossip or curiosity, but as a matter of substance apart from its mere quality as news…
So long as the interest is of so tangible a nature that for the common convenience and welfare of society it is expedient to protect it, it will come within the rule».
Εν κατακλείδι, η διερεύνηση που διενεργείται ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο δημοσίευμα καλύπτεται από προνόμιο, παρατίθεται στο σύγγραμμα Gatley στη σελίδα 451, με αναφορά στην υπόθεση James v. Baird 1916 S.C. (H.L.) 158. Όπως επεξηγείται.
«…in considering the question whether the occasion was an occasion of privilege, the court will regard the alleged libel and will examine by whom it was published, to whom it was published, when, why, and in what circumstances it was published, and will see whether these things establish a relation between the parties which gives rise to a social or moral right or duty, and the consideration of these things may involve the consideration of questions of public policy per». (ο τονισμός δικός μου)
Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω στρέφομαι να εξετάσω αυτή την πτυχή της υπεράσπισης η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αφορά εξίσου το σύνολο των σημειωμάτων. Τα γεγονότα που αφορούν αυτή τη διάσταση της υπόθεσης προκύπτουν από την αξιόπιστη μαρτυρία του εναγομένου 1 και την αναμφισβήτητη μαρτυρία.
Επαναλαμβάνεται εν προκειμένω ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο εναγόμενος 1 ήταν διευθυντής των κεντρικών φυλακών και συνακόλουθα προϊστάμενος των εναγόντων. Συνέταξε τούτα τα σημειώματα δύο μόλις ημέρες προτού αφυπηρετήσει και τα τοποθέτησε στον προσωπικό φάκελο ενός έκαστου. Παραλήπτης τούτων των σημειωμάτων ήταν ο κος Χ¨Δημητρίου, δηλαδή ο νέος διευθυντής των κεντρικών φυλακών, διάδοχος του εναγομένου 1. Άλλωστε αποτελεί διαπίστωση του δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 1 γνωστοποίησε την ενέργειά του στον κο Χ¨Δημητρίου και σε δεύτερη συνάντηση που είχαν οι δυο τους διαπίστωσε ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση του περιεχομένου των σημειωμάτων.
Από το περιεχόμενο των εν λόγω σημειωμάτων διαπιστώνεται ότι αντικείμενο τούτων είναι η αποκάλυψη διάπραξης ποινικού αδικήματος (ΜΕ6 – εμπορία ναρκωτικών), πιθανότητα για εγκληματική δράση (ΜΕ2, 3, 4 και 6 – εγκληματική συνεργασία με κατάδικους) και η ανάδειξη ιδιαίτερων πλημμελημάτων του δεσμοφύλακα σε σχέση με τα καθήκοντά του, φερειπείν. ανεύθυνος, αδιάφορος, άβουλος (όλοι), φυγόπονος (ΜΕ2 και 5), ανίκανος (ΜΕ5 και 7), πρόσωπο με ψυχολογικά προβλήματα (ΜΕ7), λαμβάνει sick leave (ΜΕ6) και χαμηλής νοητική στάθμης (ΜΕ1).
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα αναφερόμενα στα σημειώματα που κάνουν λόγο σε πληροφορίες για εγκληματική δράση ή διάπραξη ποινικού αδικήματος (ΜΕ2, 3, 4 και 6) επέβαλλαν στον εναγόμενο 1 ύψιστο νομικό, κοινωνικό και ηθικό καθήκον να αποκαλύψει τούτα, ώστε ο νέος διευθυντής των φυλακών να θέσει υπό παρακολούθηση, εννοώντας καθημερινό έλεγχο και όχι αστυνομική έρευνα, τα εν λόγω πρόσωπα, με προοπτική, αν οι εν λόγω πληροφορίες ήθελαν αποδειχθεί αληθείς, αυθωρεί να προβεί σε διαδικασία για προσαγωγή των αδικοπραγούντων στη δικαιοσύνη και εξαφάνιση του φαινομένου από τις φυλακές. Ως εκ της θέσεώς του ο εναγόμενος 1 είχε κάθε υποχρέωση, ηθική, νομική και κοινωνική να αποκαλύψει την πληροφόρηση που έλαβε. Το γεγονός και μόνο ότι κατά το χρόνο δημοσίευσης ο εναγόμενος 1 ήταν στην πόρτα εξόδου της υπηρεσίας, δεν διαφοροποιεί την υποχρέωσή του, όπως ούτε το ενδιαφέρον του. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η αλήθεια του περιεχομένου των επίδικων σημειωμάτων, δεν σημαίνει οτιδήποτε (βλ. Δρουσιώτης ν. Παπαδόπουλος, Πολ. Έφ. 54/08, ημερ. 30.01.2012). Σε αυτό το πεδίο του δικαίου επιτρέπεται ο σχολιασμός να είναι, πέρα από δυσφημιστικός, και αναληθής.
Από την άλλη ο νέος διευθυντής των φυλακών σαφέστατα και είχε συμφέρον να λάβει τούτες τις πληροφορίες. Μόνο με αυτό τον τρόπο κατέστη κοινωνός ενδεχόμενης εγκληματικής, άνομης και απαράδεκτης συμπεριφοράς στο χώρο των φυλακών και μάλιστα από δεσμοφύλακες. Δίχως αυτή την πληροφόρηση θα αγνοούσε ό,τι σχετικό και θα εφησύχαζε στο τεκμήριο της αθωότητας που περιβάλλει όλους μας.
Για του λόγου το ασφαλές παραπέμπω στα αποσπάσματα που ακολουθούν, ως αυτά εντοπίζονται στον Gatley, πιο πάνω. Στη σελίδα 458, αναφέρεται ότι.
«14.18 Qualifications to the rule in Hebditch v Macllwaine.
“Again in Mowlds v Ferguson the defendant, a police officer whose conduct had been criticized, produced a report for his superiors making defamatory allegations against the plaintiff and showed it to a former superior, at the time retired. It was held that this publication was privileged in view of the continuing concern which the retired officer had in matters relating to his own past service”».
Και στη σελίδα 472 αναφέρεται ότι.
«14.32 Volunteered communications: employees.
“If a servant were strongly suspected of having committed a felony while in his master’s service, the master is at liberty to warn others from taking him into their service, for it is the duty of every person to guard the public against admitting such servants into their houses”».
Όλα τα πιο πάνω αποκαλύπτουν ότι τα σημειώματα που αφορούν τους ΜΕ2, 3, 4 και 6 δημοσιεύτηκαν υπό καθεστώς προνομίου.
Δεν παραγνωρίζω ότι εντελώς διαφορετικό είναι το περιεχόμενο των σημειωμάτων που αφορά τους ΜΕ1, 5 και 7. Σε αυτή την περίπτωση το σημείωμα δεν αποκαλύπτει διάπραξη αδικήματος. Αντικείμενο τούτων είναι η ικανότητα, εξυπνάδα, υπευθυνότητα, προθυμία και ψυχολογική κατάσταση του δεσμοφύλακα.
Παρ΄ ότι αυτές οι θέσεις του εναγομένου 1 δεν προσλαμβάνουν τη σοβαρότητα εκείνων που αναφέρονται στο σημείωμα των ΜΕ2, 3,4 και 6, εν τούτοις, είμαι της γνώμης ότι υπό τις περιβάλλουσες περιστάσεις, δηλαδή πότε και από ποιον συντάχθηκαν τα σημειώματα, σε ποιον και γιατί εστάλησαν, αναδεικνύουν ότι και σε αυτή την περίπτωση ισχύει το προνόμιο. Για ήσσονος σοβαρότητας ζητήματα σχετική είναι η άλλη αναφορά στον Gatley, στη σελίδα 450, ότι.
«For example, there is no legal duty to inform a relative about the character of the person he proposes to marry nor is there α general duty to a prospective employer to provide him with a character reference of someone he proposes to engage, but both are well established occasions of qualified privilege. The duty may be a moral or social one.».
Μαζί με όλα τα πιο πάνω δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και εκείνο που έχει ήδη λεχθεί αναφορικά με το ενδιαφέρον του κοινού για τη διαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων (βλ. Χατζηλαμπρή ν. Πετεινού, πιο πάνω, αναφορικά με την υπεράσπιση του δικαίου σχολίου και συγκεκριμένα κατά πόσο τα επίδικα σημειώματα αφορούν ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος). Καταλήγω συνεπώς ότι υπό τις περιστάσεις ο εναγόμενος 1 είχε ηθικό και κοινωνικό καθήκον να αποκαλύψει στο διάδοχό του, και ο τελευταίος είχε συμφέρον στην αποκάλυψη, ονομάτων υφισταμένων του που είναι ανεύθυνοι, ανίκανοι ή οκνηροί, ή ακόμη αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα που κωλύουν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως είναι στην περίπτωση του ΜΕ7 τα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι υπό τις περιστάσεις τα επίδικα σημειώματα υπάγονται κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(α) του Κεφ. 148.
Ένα τελευταίο ζήτημα που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η πλευρά των εναγόντων απέδειξε ότι η επίδικη δημοσίευση διαπνέεται από κακοπιστία. Επί του προκειμένου σχετικά είναι τα αναφερόμενα στο κεφάλαιο 17 του συγγράμματος του Gatley. Έχω όμως την αίσθηση ότι σε μεγάλο βαθμό συμπυκνώνονται στα αναφερόμενα στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Καραμεσίνη, πιο πάνω. Όπως λέχθηκε εκεί.
«Βάλλεται επίσης η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το εύρημα του περί κακοβουλίας το οποίο ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης να αποδείξει. Η ύπαρξη κακοβουλίας μπορεί να διαγνωσθεί εξ αντικειμένου από μια σειρά παραγόντων που αναδύονται μέσα από την ίδια τη δημοσίευση. Στο σύγγραμμα του Gatley on Libel and Slander 8η έκδ. σελ. 550-564, αναφέρεται ότι η κακοβουλία μπορεί να διαφανεί από τη γενική συμπεριφορά ενός εναγομένου ακόμη και πριν από τη δίκη, τη συμπεριφορά και τη στάση του απέναντι στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης και μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Η επιμονή ότι το δυσφημιστικό κείμενο είναι αληθές, ακόμη και μετά την παρουσίαση μαρτυρίας που δείχνει το αντίθετο, αποτελεί ένδειξη κακοβουλίας. Η χρήση των συγκεκριμένων λέξεων επίσης μπορεί να είναι τέτοια που να οδηγεί σε συμπέρασμα κακοβουλίας. Η μη αναζήτηση των απόψεων του υποκείμενου στο δυσφημιστικό δημοσίευμα, ως μέτρο ελέγχου της αλήθειας και της ακρίβειας του περιεχομένου του δημοσιεύματος, είναι επίσης στοιχείο που σύμφωνα και με την υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers (1999) 4 All E.R. 609, απογυμνώνουν τους ισχυρισμούς ενός εναγομένου περί καλής πίστης. Η ενασχόληση επίσης εδώ με την εφεσίβλητη για σειρά ημερών, ακόμη ο τρόπος και η έκταση της αντεξέτασης της, που επιβεβαίωσε την πολεμική εναντίον της, (σελ. 23-50 των πρακτικών), αποτελεί ένδειξη του συνεχούς ανελέητου σφυροκοπήματος της και επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε καλόπιστη κριτική, ιδιαιτέρως όταν αυτή είναι τόσο ειρωνική και χλευαστική ώστε κάθε προσπάθεια εκ μέρους των εφεσειόντων προώθησης του καλόπιστου του δημοσιεύματος να πίπτει στο κενό. Συνάγεται ότι υπήρξε μια έντονη ενασχόληση με την εφεσίβλητη χωρίς οι εφεσείοντες να ενδιαφέρονταν για την αλήθεια του περιεχομένου των δημοσιευμάτων τους, γεγονός που εκθεμελιώνει την εισήγηση τους για καλοπιστία».
Σχετική είναι και η υπόθεση Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 Α Α.Α.Δ. 349, 358.
Επί του προκειμένου η αναξιόπιστη μαρτυρία των εναγομένων δεν υπολογίζεται εφόσον απορρίφθηκε. Δεν παραγνωρίζω ότι αναφορικά με κάποιους δεσμοφύλακες (ΜΕ3 και 6) ο εναγόμενος 1 προχώρησε σε πειθαρχικά μέτρα. Επιπλέον, το σύνολο των εναγόντων έτυχε μετάθεσης ενόσω ο εναγόμενος 1 προΐστατο των κεντρικών φυλακών. Εν κατακλείδι, όλοι οι ενάγοντες, πλην του ΜΕ2, έλαβαν από τον εναγόμενο 1 χαμηλή βαθμολογία.
Πέραν των πιο πάνω υπόψη μου έλαβα και το περιεχόμενο του κάθε σημειώματος ξεχωριστά, καθώς και όλων μαζί ως ενιαίο σύνολο. Δεν διέλαθε την προσοχή μου το καυστικό ύφος που μεταχειρίστηκε ο εναγόμενος 1 για να υποστηρίξει την έλλειψη σπιρτάδας του ΜΕ1, η μειωτική αναφορά για τον ΜΕ5 ότι εκτελεί θελήματα και ο επίσης μειωτικός χαρακτηρισμός του ΜΕ6 ότι πρόκειται περί στοιχείου, αναφορές που δεν απεδείχθησαν.
Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω και αντιπαραβάλλοντας τούτα τα στοιχεία με κάθε πτυχή της αξιόπιστης μαρτυρίας, καταλήγω ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν κακοπιστία, εν την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του Κεφ. 148. Μοναδικό συμπέρασμα που προκύπτει από την αξιόπιστη μαρτυρία είναι ότι ο εναγόμενος 1 προέβη στη συγγραφή τούτων των σημειωμάτων όχι από κακεντρέχεια και κακοβουλία, αλλά από αμέριστο ενδιαφέρον για το καλώς νοούμενο συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Όπως εύστοχα υπέδειξε και ο ίδιος, είχε κάθε ευχέρεια να αφυπηρετήσει και να είναι σε όλους αρεστός. Αντ΄ αυτού προτίμησε δύσβατη ατραπό, αλλά σίγουρα πλέον ορθή και έντιμη. Υποστηρίζουν οι ενάγοντες ότι το γεγονός και μόνο πως τα εν λόγω σημειώματα συνετάχθησαν δύο μόλις ημέρες πριν την αφυπηρέτησή του, αποδεικνύουν την κακοπιστία του. Δεν συμμερίζομαι τη σχετική θέση. Έχει ήδη διαπιστωθεί το προνομιούχο της δημοσίευσης. Σε αυτό το πλαίσιο υποδεικνύεται ότι ενόσω ο εναγόμενος 1 βρίσκετο στην υπηρεσία ήλεγχε ο ίδιος τις πληροφορίες αυτές και έτσι δεν υπήρχε λόγος ενημέρωσης τρίτου προσώπου περί σοβαρότατων και δυσφημιστικών κατά τα άλλα πληροφοριών. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου, όπου οι περιστάσεις το επέτρεπαν, ο εναγόμενος 1 δεν δίστασε να πάρει μέτρα, ενίοτε ακραία, εναντίον δεσμοφυλάκων που απειθαρχούσαν. Το γεγονός ότι για αυτούς τους δεσμοφύλακες, δηλαδή τους ενάγοντες, δεν έλαβε ανάλογα δραστικά μέτρα, υπενθυμίζεται ότι κάποια μέτρα λήφθησαν για κάποιους, δεν οδηγεί σε συμπέρασμα κακοπιστίας. Είμαι της γνώμης ότι όλα τα πιο πάνω οδηγούν σε ένα μόνο συμπέρασμα. τη δεδομένη στιγμή η ανάγκη εκπλήρωσης του καθήκοντος που ένιωσε ο εναγόμενος ήταν τέτοια που τον έσπρωξε στη σύνταξη αυτών των σημειωμάτων, τα οποία μοναδικό στόχο έχουν όχι τον κατατρεγμό των εν λόγω προσώπων, αλλά την πληροφόρηση του νέου διευθυντή για σοβαρά προβλήματα εντός των φυλακών, δηλαδή του χώρου που αναλάμβανε τη διεύθυνση.
Ως εκ των πιο πάνω καταλήγω ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη ισχύει και συνακόλουθα η αξίωση των εναγόντων καταρρίπτεται, στην έκταση που αφορά το αδίκημα του λιβέλλου.
Πριν ολοκληρώσω επιβάλλεται να πραγματευτώ και την άλλη βάση αγωγής, εκείνη της επιζήμιας ψευδολογίας. Στο σύγγραμμα Κεφάλαιο 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, επεξηγείται ότι τα συστατικά στοιχεία τούτου του αδικήματος είναι. (α) δημοσίευση δήλωσης, (β) που είναι ψευδής και (γ) που γίνεται κακόβουλα (maliciously). Πέραν τούτων, το άρθρο 25 του νόμου, Κεφ. 148, προβλέπει ότι πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), «κανένας δεν τυγχάνει αποζημίωσης για επιζήμια ψευδολογία, εκτός αν εξαιτίας αυτής υπέστη ειδική ζημιά».
Επί του προκειμένου, κρίνω ότι δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά εφόσον η πιο πάνω διαπίστωση, ότι οι ενέργειες του εναγομένου 1 ήταν απαλλαγμένες κακοπιστίας, αφήνουν μετέωρη τούτη τη βάση αγωγής. Επιπλέον, καμία αξιόπιστη μαρτυρία αποκαλύπτει ότι οι ενάγοντες ή οποιοσδήποτε εξ αυτών, υπέστησαν ειδική ζημιά.
Παρ΄ ότι είναι αντιληπτό ότι εγειρόμενες αξιώσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, το έργο του δικαστηρίου δεν σταματά εδώ. Εφόσον πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου να διαφοροποιηθούν κατ΄ έφεση, αναγκαίο είναι να αποφασιστεί η έκταση των αποζημιώσεων, σε περίπτωση που τα πιο πάνω δεν ήθελαν επικυρωθούν.
Επί του προκειμένου καθοδήγηση αντλώ από τα λεχθέντα στην υπόθεση Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτη κ.α. (2009) 1Β Α.Α.Δ. 1321. Στη σελίδα 1330 λέχθηκε ότι.
«Ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του ενάγοντα από τα αποτελέσματα της δυσφημιστικής δήλωσης. Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, εξυπηρετούν τρεις βασικούς στόχους: (α) τη θεραπεία του ενάγοντα από τη βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δημοσίευσης της δήλωσης, (β) την αποκατάσταση της ζημιάς στην πληγείσα φήμη του ενάγοντα και (γ) τη δικαίωσή του. Οι αποζημιώσεις, σε περιπτώσεις δυσφήμισης όπως η παρούσα, δεν υπολογίζονται με αναφορά σε οποιοδήποτε μαθηματικό τύπο. Το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων, τη συμπεριφορά του ενάγοντα, τη θέση και την υπόληψή του, τη φύση της δυσφήμισης, τον τρόπο και το βαθμό της δημοσίευσης, την απουσία ή την άρνηση του εναγομένου να απολογηθεί και να αποκαταστήσει τη φήμη του ενάγοντα και τη συμπεριφορά του εναγόμενου από το χρόνο της δημοσίευσης της δυσφήμισης μέχρι την απόφαση.»
Επιπλέον, καθοδήγηση αντλώ και από τις υποθέσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπακυριακού, Πολ. Έφ. 389/08, ημερομηνίας 30.4.12 και Παττούρας ν. Εκδοτική Εταιρεία Τηλέγραφος Λτδ κ.α. (2009) 1Β Α.Α.Δ. 1222.
Στην δοσμένη περίπτωση είναι θετικό ότι η δημοσίευση για την οποία οι εναγόμενοι ευθύνονται, περιορίστηκε σε ένα μόλις πρόσωπο, δηλαδή το νέο διευθυντή των φυλακών, τον κο Χ¨Δημητρίου. Αρνητικό εν τούτοις, είναι ότι πρόκειται για δεσμοφύλακες οι οποίοι κακολογούνται στο διευθυντή τους και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών (ΜΕ2, 3, 4 και 6) με βαρύτατους χαρακτηρισμούς που είτε υπαινίσσονται είτε ισχυρίζονται διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Δεν μπορεί να αγνοηθεί και το γεγονός ότι οι εν λόγω χαρακτηρισμοί δεν απεδείχθησαν αληθείς και ότι ο εναγόμενος 1 δεν απολογήθηκε και μέχρι τέλους επέμεινε στην υπεράσπιση της αλήθειας.
Εν τούτοις, είμαι της γνώμης ότι η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι η ίδια για όλους τους ενάγοντες. Οι δύο βασικές κατηγορίες που πιο πάνω έχουν επεξηγηθεί (χαρακτηρισμοί σε αντίθεση με κατηγορία διάπραξης αδικήματος) διακρίνονται ουσιωδώς και διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο ύψος των αποζημιώσεων. Κατ΄ επέκταση η καταβλητέα αποζημίωση δεν μπορεί να είναι η ίδια για όλους τους ενάγοντες.
Από την άλλη, οι δύο εναγόμενοι δεν μπορούν να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης. Η βασική διαφορά τούτων είναι ότι ο εναγόμενος 1 συνέγραψε τα εν λόγω σημειώματα και υποστήριξε την αλήθεια του περιεχομένου τους μέχρι τέλους, ενώ ο εναγόμενος 2 απλώς ανέχθηκε τα σημειώματα και με τον τρόπο του συνέδραμε στη δημοσίευσή τους, ενώ ουδέποτε αποδέχθηκε το περιεχόμενό τους ως αληθές και μάλιστα μερίμνησε να γνωστοποιήσει στους ενάγοντες ότι το περιεχόμενο των εν λόγω σημειωμάτων δεν θα λαμβάνεται υπόψη. Εδώ έγκειται η βασική διαφορά των δύο εναγομένων. Ως εκ τούτου, τυχόν αποζημίωση που ήθελαν επιβαρυνθεί οι εναγόμενοι δεν μπορεί να είναι η ίδια. Ο εναγόμενος 2 πιστώνεται ότι δεν υποστήριξε την αλήθεια των σημειωμάτων και πρόκειται για συνεργό και όχι τον ιθύνων νου της δυσφήμισης.
Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω, αν δεν ήταν η επιτυχής κατάληξη της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, υπέρ των εναγόντων θα επιδικάζοντο οι ακόλουθες αποζημιώσεις.
Αγωγή 3255/06
€2.000 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο, ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό των €1.500, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Αγωγή 3257/06
€3.000 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό των €2.250, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Αγωγή 3257/06
€3.000 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό των €2.250, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Αγωγή 3258/06
€3.000 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό των €2.250, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Αγωγή 3257/06
€2.000 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό των €1.500, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Αγωγή 7441/07
€3.500 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό των €2.625, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Αγωγή 3260/06
€2.000 για το οποίο ο εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος στο ακέραιο ενώ ο εναγόμενος 2 μέχρι το ποσό €1.500, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1.
Για όλους τους λόγους που πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω, το σύνολο των επίδικων αγωγών απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγομένων 1 και 2 και εις βάρος των εναγόντων, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
(Υπ) ......................................
Λ. Α. Παντελή, Ε. Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΧΡΓ