ECLI:CY:EDLEF:2015:A99
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Λ. Α. Παντελή, Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής: 2056/2009
Μεταξύ:
HEATRON CO LTD
Εναγόντων
-και-
S. SAKKIS CO LTD
Εναγομένων
Αίτηση για τροποποίηση υπεράσπισης
13 Μαρτίου, 2015.
Εμφανίσεις
Για τους αιτητές: κος Γ. Κυριάκου.
Για τους καθ’ ων η αίτηση: κα Χρ. Λειβαδιώτου.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣH
Αντικείμενο της παρούσας είναι η αίτηση της εναγομένης για τροποποίηση της υπεράσπισης. Ποια ακριβώς είναι η τροποποίηση που ζητείται και ποιοι οι λόγοι που προβάλλονται, εξετάζεται πιο κάτω. Για την ώρα σημειώνεται ότι η αίτηση εδράζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Δ.25 κκ1 – 5, Δ.48 κκ1 – 4 και 8 και Δ.64 κκ1 και 2, καθώς επίσης και στην πρακτική και τις γενικές εξουσίες του δικαστηρίου. Επιπλέον, η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση που ομνύει ο Σταύρος Σάκκης, διευθυντής της εναγομένης.
Στον αντίποδα η ενάγουσα αμφισβητά το εύλογο και δικαιολογημένο του αιτήματος. Υποστηρίζει εν προκειμένω ότι. η προτεινόμενη τροποποίηση είναι αχρείαστη εφόσον δεν αφαιρεί οτιδήποτε από την αξίωση. η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αστήρικτη. υποβάλλεται με υπέρμετρη καθυστέρηση. συνιστά κατάχρηση, ιδιαίτερα λόγω του χρονικού σημείου στο οποίο υποβάλλεται. προωθεί νέα βάση υπεράσπισης. η ένορκος δήλωση δεν αποκαλύπτει βάσιμο λόγο ώστε να δικαιολογείται το αίτημα. και τέλος. τυχόν έγκριση του αιτήματος θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στην ενάγουσα.
Δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω ό,τι αμφότερες οι πλευρές ανέφεραν στο στάδιο αγορεύσεων. Είμαι της γνώμης ότι η διεργασία που ακολουθεί αποκαλύπτει κάθε τι σχετικό.
Η τροποποίηση των δικογράφων διέπεται από τις πρόνοιες της Δ.25. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι η τύχη του αιτήματος εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση που το δικαστήριο καλείται να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία έτσι και εδώ η σχετική εξουσία ασκείται κατά τρόπο δικαστικό. Κριτήριο είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η σύγχρονη τάση αντιμετώπισης του αιτήματος αποδόθηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 όπου στη σελ. 938 αναφέρθηκε ότι·
«Στην υπόθεση Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε αυτό που ο Λόρδος Denning M.R. είπε στην υπόθεση Associated Leisure Ltd, and Others v. Associated Newspapers Ltd (1970) 2 All E.R. 754, στην οποία ανέφερε τα πιο κάτω:
“I start with the principle, well settled, that an amendment ought to be allowed even if it comes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money. That principle applies here.”… … … … … … … … … … … … … … … ………………………………………
Αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα».
Δεν είναι πρόσφορο να αναζητηθούν και να σχολιασθούν, εκ προοιμίου και απροσδιόριστα, οι παράμετροι που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου. Όπως υποδεικνύεται στις υποθέσεις D.J. Karapatakis & Sons Ltd v. Δήμου Στροβόλου, Πολ. Εφ. 135/11, ημερ. 13.06.2013 και Παπαχρυσοστόμου ν. Κ. Γρηγοριάδης & Συνέταιροι, κ.α., Π.Ε. 79/09, ημερ. 04/05/2012, οι παράγοντες που καθορίζουν το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι πολυάριθμοι και ποικίλλουν ανά περίπτωση. Κατ’ επέκταση, δεν χρησιμεύει γενική και αφηρημένη αναζήτηση τούτων.
Διατείνεται η ενάγουσα ότι η τροποποίηση είναι αχρείαστη καθ’ ότι δεν απαντά την αξίωση. Δεν τίθεται βεβαίως αμφισβήτηση ότι αίτημα για τροποποίηση δεν μπορεί παρά να διατυμπανίζει την ανάγκη που το γεννά. Άλλωστε ο κ.1 της Δ.25 περιορίζει την ευχέρεια τροποποίησης στις περιπτώσεις που καταδεικνύεται τούτη η ανάγκη, η οποία μάλιστα συναρτάται με ύψιστο δικονομικό στόχο, δηλαδή τη συμπλήρωση των δικογράφων κατά τρόπο που επιτρέπει να αποφασιστούν όλα τα πραγματικά επίδικα θέματα (and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties). Συνεπώς περιττές και αχρείαστες τροποποιήσεις δεν δικαιολογούνται.
Ποιο είναι εδώ το ζητούμενο με την αιτούμενη τροποποίηση διαπιστώνεται από ενιαία εξέταση των υφιστάμενων δικογράφων, έκθεση απαίτησης και υπεράσπιση. Σε αυτά λοιπόν στρέφω την προσοχή μου.
Η αξίωση εδράζεται σε πώληση εμπορευμάτων δυνάμει τιμολογίων τα οποία, λόγω του χρόνου που διήρκησε η ισχυριζόμενη συνεργασία των μερών, ενσωματώθηκαν σε κατάσταση λογαριασμού, η οποία την 11.03.2009 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους €979,22.
Από την άλλη η υφιστάμενη υπεράσπιση μόνο απέριττη χαρακτηρίζεται. Αποτελείται από τρεις παραγράφους με λιτό περιεχόμενο και το μόνο που αναφέρεται εκεί είναι πως η εναγομένη αρνείται το περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως.
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω εδώ αυτούσιο το περιεχόμενο των παραγράφων που η εναγομένη ζητά να προσθέσει, ώστε να εξυπηρετηθεί δεόντως η πάρα πέρα διερεύνηση. Ζητείται λοιπόν αντικατάσταση της 3ης παραγράφου της υφιστάμενης τροποποίησης από τις ακόλουθες νέες παραγράφους:
1. «Η εναγόμενη εταιρεία ασχολείτο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο προς την παρούσα αγωγή χρόνο με την κατασκευή συστημάτων εξαερισμού. Στα πλαίσια της εργασίας της η εναγόμενη παραδέχεται ότι τόσο πριν όσο και κατά ή περί το έτος 2007 συνεργάστηκε με την ενάγουσα στα πλαίσια της εργασίας της για την προμήθεια διαφόρων εξαρτημάτων συναφών προς την διεξαγωγή των εργασιών της όπως ανεμιστήρες εξαερισμού.
2. Ο τρόπος με τον οποίο διεξαγόταν η συνεργασία μεταξύ ενάγουσας και εναγομένης ήταν με την παραγγελία από πλευράς εναγομένης των αναγκαίων για τη διεξαγωγή των εργασιών της εξαρτημάτων και την πληρωμή των συγκεκριμένων τιμολογίων μετά την παράδοση και επιθεώρηση των σχετικών εξαρτημάτων.
3. Η εναγόμενη σχετική με την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαιτήσεως της ενάγουσας ισχυρίζεται ότι ο αναφερόμενος τόκος δεν αναγραφόταν σε όλα τα τιμολόγια που εξέδωσε η ενάγουσα και εν πάση περιπτώσει εφόσον απορρίπτει την αξίωση της ενάγουσας αυτή δεν δικαιούται στον όποιο τόκο.
4. Μέχρι την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης η εναγόμενη παράγγειλε μεταξύ άλλων από την ενάγουσα ανεμιστήρες εξαερισμού μαζί με τα σχετικά εξαρτήματα τους.
5. Κατά την προσπάθεια εγκατάστασης ανεμιστήρων από πλευράς εναγόμενης στα συστήματα εξαερισμού που η ίδια θα εγκαθιστούσε στους πελάτες της αντιμετώπισε προβλήματα. Συγκεκριμένα όλοι οι ανεμιστήρες ήταν ελαττωματικοί, καθώς παρουσιαζόταν ελάττωμα στην κατασκευή τους που ως αποτέλεσμα είχα την τριβή του μεταλλικού έλικα με το μεταλλικό πλαίσιο εντός του οποίου βρισκόταν. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω δυσλειτουργίας η εναγόμενη υπέστη ζημιά καθώς πελάτες στους οποίους είχε εγκαταστήσει τους συγκεκριμένους ανεμιστήρες είχαν εκφράσει παράπονα με αποτέλεσμα ένας εξ αυτών να αρνηθεί να καταβάλει στην εναγόμενη το κόστος εγκατάστασης ολόκληρου του συστήματος ύψους ΛΚ£1300. Περαιτέρω λόγω του συγκεκριμένου προβλήματος η εναγόμενη αναγκάστηκε με δικό της κόστος να προβεί και σε άλλες αντικαταστάσεις ανεμιστήρων πελατών της.
6. Αφού η εναγόμενη επικοινώνησε με την ενάγουσα της ανέφερε ότι αντιμετώπισε προβλήματα στην εγκατάσταση των συστημάτων της αφού όλοι οι ανεμιστήρες που προσπάθησε να εγκαταστήσει παρουσίασαν πρόβλημα. Η ενάγουσα τότε κάλεσε την εναγομένη να της παραδώσει τους εναπομείναντες ανεμιστήρες ούτως ώστε να προβεί σε επιδιόρθωσή τους. Η εναγομένη τότε παράδωσε τέσσερις μεγάλους συσκευασμένους ανεμιστήρες στην ενάγουσα ώστε να τους επιδιορθώσει συνολικού κόστους €966.
7. Η ενάγουσα δια μέσου του διευθυντή της επικοινώνησε με την εναγόμενη αναφέροντας ότι οι ανεμιστήρες είχαν επιδιορθωθεί. Η εναγόμενη ανέφερε στην ενάγουσα ότι πλέον δεν ενδιαφερόταν για τους συγκεκριμένους ανεμιστήρες καθώς όσοι από αυτούς είχαν εγκατασταθεί είχαν παρουσιάσει πρόβλημα δυσλειτουργίας και κάλεσε την ενάγουσα να προβεί σε αφαίρεση του κόστους των ανεμιστήρων από το υπόλοιπο του λογαριασμού της κάτι που η ενάγουσα αρνήθηκε να κάνει.
8. Εν όψει της διαφωνίας που είχαν η εναγόμενη διέκοψε την συνεργασία με την ενάγουσα.
9. Ως εκ των ανωτέρω η εναγόμενη αιτείται την απόρριψη της αγωγής με έξοδα».
Απλή και μόνο ανάγνωση της αιτούμενης τροποποίησης αποκαλύπτει οικοδόμηση υπεράσπισης. Αναφέρω οικοδόμηση εις αντιδιαστολή αναστύλωσης, εφόσον το υφιστάμενο δικόγραφο υπεράσπισης μόνο τυπικά χαρακτηρίζεται ως τέτοιο. Το περιεχόμενό του απέχει, τόσο δικονομικά όσο και ουσιαστικά, από εκείνο που η νομολογία εκλαμβάνει ως υπεράσπιση. Η αιτούμενη τροποποίηση όμως πραγματεύεται αριθμό στοιχείων όπως τη συνεργασία των μερών, το χρονικό διάστημα που ήταν σε ισχύ, τους όρους τούτης, καθώς και συμβάντα ουσιώδη για την εξέλιξη της συνεργασίας.
Εντούτοις τα πιο πάνω είναι η μια πτυχή του θέματος. Η άλλη αφορά την ουσία της προτεινόμενης τροποποίησης. Δεν συμφωνώ με τη θέση της ενάγουσας ότι η τροποποίηση που προωθείται είναι αχρείαστη. Δεν είναι πρόθεσή μου να εμπλακώ σε εις βάθος ανάλυση των αντίθετων θέσεων, ώστε να μην προϊδεάσω τα μέρη και μάλιστα επί πλασματικής βάσης, εφόσον το μόνο που βρίσκεται σήμερα ενώπιον του δικαστηρίου είναι οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των μερών και όχι η μαρτυρία. Παρατηρώ όμως, εις απάντηση της θέσης ότι η τροποποίηση είναι αχρείαστη λόγω του ότι δεν απαντά την αξίωση, πως με αυτήν η εναγομένη αφήνει να νοηθεί ότι μετά την παραλαβή των προϊόντων διαπίστωσε ότι τούτα αντιμετώπιζαν πρόβλημα και γι’ αυτό τα απέρριψε καλώντας την ενάγουσα να τα αφαιρέσει από το λογαριασμό που τηρούσαν, αίτημα που η τελευταία αρνήθηκε να ικανοποιήσει. Υπό αυτή τη θεώρηση του πράγματος καταλήγω ότι η προτεινόμενη τροποποίηση ικανοποιεί την προϋπόθεση ανάδειξης του αναγκαίου τούτης και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί περιττή.
Παρατηρείται δε το εξής οξύμωρο στις θέσεις της ενάγουσας. Ενώ διατείνεται ότι η τροποποίηση είναι αχρείαστη, εντούτοις προσάπτει στην εναγομένη κατηγορία ότι εγείρει νέα βάση υπεράσπισης, κάτι που, σύμφωνα με την ενάγουσα, είναι ανεπίτρεπτο και συνιστά λόγο απόρριψης του αιτήματος.
Είναι βεβαίως γεγονός ότι η προτεινόμενη τροποποίηση εγείρει νέα βάση υπεράσπισης, ιδιαίτερα εφόσον η υφιστάμενη υπεράσπιση αποτελεί κλασσικό παράδειγμα υπεκφυγής (evasive), κάτι που ρητά απαγορεύεται από τον κ.16 της Δ.19. Δεν συμφωνώ εντούτοις ότι αίτημα τροποποίησης είναι καταδικασμένο σε αποτυχία απλώς και μόνο επειδή εγείρει νέα βάση υπεράσπισης. Επί του προκειμένου σχετική είναι η υπόθεση Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 204/09, ημερομηνίας 25.04.2012. Λέχθηκε εκεί ότι∙
«Οι Εφεσείοντες προβάλλουν επίσης στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να επιτρέψει την τροποποίηση, εφόσον με αυτή προστίθεντο νέες βάσεις υπεράσπισης. Συνήθως η συγκεκριμένη ένσταση εγείρεται σε περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν νέες βάσεις αγωγής εντελώς διαφορετικές από τις αρχικές, κάτι το οποίο θεωρείται ότι τείνει να περιπλέξει τα επίδικα θέματα. Ορισμένες φορές μάλιστα, οι νέες αιτίες αγωγής ενδέχεται να έχουν παραγραφεί. Όμως η προσθήκη νέων υπερασπίσεων, δεν έχει την ίδια δυναμική, εφόσον ο ενάγων έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντικρούσει τους όποιους ισχυρισμούς, με την Απάντησή του στην Υπεράσπιση (βλ. Σύγγραμμα Annual Practice 1958, σελ. 627)».
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι επί του προκειμένου η τροποποίηση υπεράσπισης δεν εξισώνεται με αίτημα για τροποποίηση έκθεσης απαιτήσεως. Άλλωστε προαπαιτούμενο για την ενάγουσα είναι η απόδειξη των δικών της ισχυρισμών και όχι πρωθύστερη κατάρριψη των θέσεων της υπεράσπισης, που ούτως ή άλλως μπορεί να τις απαντήσει. Ως εκ τούτου ούτε αυτός ο λόγος επιτυγχάνει και απορρίπτεται.
Είναι η θέση της ενάγουσας ότι το αίτημα υποβάλλεται καθυστερημένα. Διατείνεται επιπλέον ότι ο χρόνος που παρήλθε, σε συνδυασμό με το στάδιο που βρίσκεται η υπόθεση και ότι αρκετές φορές ορίστηκε για ακρόαση, καθιστά το αίτημα καταχρηστικό. Μάλιστα υποστηρίζει πως η δικαιολογία του ομνύοντα την αίτηση δεν συνιστά επαρκή εξήγηση. Παρεμβάλλω εδώ ότι στο στάδιο αγόρευσης η ενάγουσα χαρακτήρισε τούτη τη συμπεριφορά της εναγομένης όχι απλώς καταχρηστική, αλλά και κακόπιστη.
Επιβάλλεται εδώ αναζήτηση εκείνου που η εναγομένη δίδει ως λόγο διά τον οποίο το αίτημα υποβάλλεται καθυστερημένα. Η δε καθυστέρηση αφ’ εαυτή αναμφίβολη είναι εφόσον το περιεχόμενο του φακέλου του δικαστηρίου κραυγάζει σχετικά. Αν όμως χρειάζεται να ειπωθεί κάτι είναι πως η υφιστάμενη υπεράσπιση καταχωρίστηκε την 23.10.2009 και αφότου η αγωγή ορίστηκε για οδηγίες – 21.05.2010 – ακολούθησαν εννέα αναβολές ακρόασης. Συνεπώς, αντικειμενικά κρινόμενος ο χρόνος υποβολής του αιτήματος δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί υπερβολικός και ως εκ τούτου αποκαλύπτει καθυστέρηση.
Τι είναι όμως που αναφέρει η εναγόμενη συναφώς. Ο ομνύων την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση διατείνεται ότι κατά την προετοιμασία της ακρόασης είχε συνάντηση στα γραφεία των συνηγόρων της πρώτης και εκεί διαπιστώθηκε ότι η υπεράσπιση δεν ανταποκρινόταν στα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης. Από την άλλη η ενάγουσα απορρίπτει το σύνολο των ισχυρισμών της δήλωσης Σάκκη, δηλαδή του ομνύοντα την αίτηση, και επιπλέον, υποστηρίζει ότι η θέση τούτου καταρρίπτεται για μόνο λόγο ότι η πρώτη φορά που η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση ήταν την 19.11.2010, ενώ η αίτηση καταχωρίστηκε 4 χρόνια μετά. Συνάγεται λοιπόν συμπέρασμα, σύμφωνα με την ενάγουσα, ότι εδώ και τέσσερα χρόνια η εναγομένη γνώριζε το πρόβλημα και όμως δεν δυνήθηκε να το διορθώσει.
Κρίνω σκόπιμο να υποδείξω ότι η εναγομένη δεν προσδιορίζει την ημερομηνία της ακρόασης με την οποία συναρτάται η διαπίστωση ότι η υπεράσπιση χρήζει τροποποίησης. Από την άλλη, μπορεί μεν η ενάγουσα να απορρίπτει το σύνολο των θέσεων του ομνύοντα την ένορκο δήλωση της αίτησης, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η απόρριψη και μόνο αποκαλύπτει θετικά το χρόνο που διαπιστώθηκε το σφάλμα. Αν η ενάγουσα επιθυμούσε να αναδείξει αυτό που σήμερα διατείνεται ότι φανερώνει γνώση τεσσάρων ετών, όφειλε να αντεξετάσει τον ομνύοντα ώστε να διερευνηθεί το ζήτημα και να του υποβληθεί η σχετική θέση. Απλή και μόνο άρνηση ενός ισχυρισμού είναι ανίκανη να οδηγήσει σε θετικό συμπέρασμα άλλου γεγονότος.
Εν πάση όμως περιπτώσει, γεγονός είναι ότι η εναγομένη επέλεξε να στηρίξει το αίτημά της σε μια εποικοδομητική ασάφεια, δηλαδή να αποσιωπήσει τον ακριβή χρόνο που διέγνωσε την ανάγκη για τροποποίηση. Ο χαρακτηρισμός εποικοδομητική ασάφεια ας μην παρερμηνευθεί, χρησιμοποιείται κατ’ ευφημισμόν και όχι κυριολεκτικά. Κατά τα λοιπά, δεδομένη είναι η υποχρέωση του μέρους που επικαλείται τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να οικοδομήσει τις θέσεις του σε ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και πάθος. Απόκρυψη ή έστω αποσιώπηση ουσιωδών γεγονότων δεν έχει θέση στο δίκαιο.
Έχοντας αναφέρει το σύνολο των πιο πάνω σημειώνω ότι το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του δικαστηρίου δεν επιτρέπει προσδιορισμό του χρόνου που διαπιστώθηκε η ανάγκη για τροποποίηση. Κατ’ επέκταση ούτε η αιτιολόγηση της καθυστέρησης που έδωσε η εναγομένη επαρκεί, εφόσον διέπεται από ασάφεια και αοριστία.
Ποια όμως είναι η σημασία ή επίπτωση της δεδομένης και μη επαρκώς αιτιολογηθείσας καθυστέρησης; Η ενάγουσα διατείνεται ότι αποκαλύπτεται κακοπιστία που επιφέρει απόρριψη του αιτήματος. Με τούτη τη θέση δεν μπορώ να συμφωνήσω. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κώστας Παφίτης & Υιοι Λτδ, πιο πάνω,
«Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση συνήθως οδηγείται σε απόρριψη. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε εντοπίσει σαφή στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, περί ύπαρξης κακοπιστίας. Το μόνο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε από πολλού ότι η Έκθεση Υπεράσπισης έχρηζε τροποποίησης και δεν έπραξε οτιδήποτε. Όμως ο Εφεσίβλητος εξήγησε ότι για ένα μέρος του χρόνου, ανέμενε συμπληρωματικά γεγονότα από το μηχανικό του έργου, ο οποίος όμως ήταν άρρωστος. Όμως, ακόμη και αν η καθυστέρηση οφειλόταν σε λάθος ή αμέλεια, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας στοιχεία που να δείχνουν ή από τα οποία εμείς να συμπεράνουμε ότι σκόπιμα καθυστέρησε η καταχώρηση της αίτησης με απώτερο στόχο την καθυστέρηση της εκδίκασης της αγωγής.»
Ως εκ των πιο πάνω, δεδομένη όσο και αν είναι η καθυστέρηση και η μη αιτιολόγηση τούτης, δεν είναι ικανή να οδηγήσει και σε συμπέρασμα κακοπιστίας.
Πέραν όμως των πιο πάνω, η καθυστέρηση από μόνη της δεν είναι ούτε ικανή να αποτρέψει έγκριση αιτήματος που σκοπεί σε εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Μιλτιάδους κ.α. (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005, 1009, ακόμη και μη πλήρως αιτιολογησθείσα καθυστέρηση δεν αποτελεί εμπόδιο στην έγκριση του αιτήματος. Ζητούμενο εν προκειμένω είναι το αναγκαίο της τροποποίησης ώστε να παρασχεθεί η ευχέρεια στους διαδίκους να θέσουν στο δικαστήριο το σύνολο των θέσεών τους, με απώτερο σκοπό να εξακριβωθεί η αλήθεια και να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Η καθυστέρηση επιδρά αρνητικά στο αίτημα εκεί και μόνο όπου συναρτάται με κακοπιστία ή άλλο σοβαρό λόγο. Στην προκείμενη περίπτωση η πλημμελής αιτιολόγηση του χρόνου που παρήλθε για διόρθωση μιας ανεπαρκούς υπεράσπισης, σε ένα πλαίσιο γεγονότων που δεν αποκαλύπτει κακοπιστία, δεν είναι λόγος απόρριψης του αιτήματος.
Ούτε βεβαίως συμφωνώ ότι η ενάγουσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Πέραν του χρόνου που θα προστεθεί μέχρις ότου καταχωριστούν τα δικόγραφα δεν εντοπίζω πρόβλημα. Εν πάση περιπτώσει, αρωγός είναι πάντα και τα έξοδα που δυνατόν να επιδικαστούν, εφόσον είναι γνωστή στο δίκαιο η αρχή ότι η ζημία αποτιμάται σε χρήμα, εν προκειμένω τα διαφυγόντα έξοδα, σε μια προσπάθεια απάμβλυνσης της ταλαιπωρίας που επιφέρει το αίτημα.
Κατά τα λοιπά επιβάλλεται υπενθύμιση όσων υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, 52. Λέχθηκε εκεί ότι·
“..... I know of no kind of error or mistake which, if not fraudulent or intended to overreach, the Court ought not to correct, If it can be done without injustice to the other party. Courts do not exist for the sake of discipline, but for the sake of deciding matters in controversy, and I do not regard such amendment as a matter of favour or grace …… It seems to me that as soon as it appears that the way in which a party has framed his case will not lead to a decision of the real matter in controversy, it is as much a matter of right on his part to have it corrected, if it can be done without injustice, as anything else in the case is a matter of right.”
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι το αίτημα είναι τόσο εύλογο όσο και αναγκαίο. Εκδίδω συνεπώς διάταγμα τροποποίησης της υπεράσπισης ως οι παράγραφοι Α και Β της επίδικης αίτησης. Σε σχέση με τον χρόνο καταχώρισης να ακολουθηθούν οι θεσμοί από τη σύνταξη του διατάγματος. Το διάταγμα να ζητηθεί το συντομότερο και όχι αργότερα των πέντε ημερών. Διαφυγόντα έξοδα στο σύνολο και το ήμισυ των εξόδων της επίδικης αίτησης, και τα δυο ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγομένης. Ο περιορισμός των εξόδων σε σχέση με την αίτηση οφείλεται στην απόρριψη των λόγων που προκρίθηκαν. Ενόψει του ότι η αγωγή είναι παλαιά κρίνω ορθό να μην αφεθεί sine die. Ως εκ τούτου η αγωγή ορίζεται για προγραμματισμό την 05.05.2015 ώρα 08:45.
(Υπ.) ………………………………
Λ. Α. Παντελή, Ε. Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
/ΧΡΓ