ECLI:CY:EDLEF:2018:A192

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Ενώπιον: Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ  Ε.Δ.

                                                                                                                                      

Αρ. Αγωγής: 6851/15

 

Μεταξύ:-

ALPHA BANK CYPRUS LTD 

                                                     Εναγόντων- Αιτητών

-και-

                                                1. Emil Marie Ltd

                                                2.Παναγή Παναγιώτης

                                                3.Παναγή Ανδρούλλα

Εναγόμενων- Καθ ων η αίτηση

 

Αίτηση  ημερομηνίας 15.11. 2017 για  τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής και της Απόφασης.

 

Ημερομηνία :    27.03.2018

 

Εμφανίσεις :

 

Για Ενάγοντες   -  Αιτητές  : κα Σταύρου για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ

 

Για Εναγόμενους  -   Καθ’ ων  η αίτηση: κ.  Αλεξάνδρου για Νίκο Δαμιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ.

 

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η αίτηση των Εναγόντων  για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και τροποποίηση της απόφασης ημερομηνίας 15.11.2016

 

 Η υπό κρίση αίτηση ερείδεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ.25 θ 5-6  Δ.48 θ 1-4 και  στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου .

 

Η αίτηση συνοδεύεται από Ένορκη δήλωση της δικηγόρου Αδριανής Παναγή , δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί του Εναγόντες – Αιτητές. Από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση διαφαίνεται ότι ως προς το πρώτο αιτητικό επιζητείται η διόρθωση του τίτλου ως προς την περιγραφή του αριθμού ταυτότητας της Εναγομένης 3 Παναγή Ανδρούλλας. Η ομνύουσα απέδωσε το σφάλμα στην καταγραφή του αριθμού ταυτότητας της Εναγομένης 3 σε τυπογραφικό λάθος. Ως προς το αιτητικό Β της αίτησης, που αφορά στην τροποποίηση της απόφασης , η ομνύουσα αναφέρει ότι εκ παραδρομής , κατά την ημερομηνία που δηλώθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο η ημερομηνία από την οποία θα ίσχυε ο τόκος.

 

Οι Εναγόμενοι- Καθ’ ων η αίτηση την 13.11.2017  καταχώρησαν ειδοποίηση περί προθέσεως ένστασης . Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται αυτούσιοι κατωτέρω :

 

Α. Η νομική βάση της αίτησης είναι λανθασμένη ή και δεν μπορεί να στηρίξει την αίτηση ή και τις αιτούμενες δια της αιτήσεως θεραπείες.

Β. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση γίνεται από δικηγόρο χωρίς αιτιολόγηση ή επαρκή αιτιολόγηση ή και γίνεται από πρόσωπο που δεν μπορεί να είναι ενόρκως δηλούντας στην αίτηση.

Γ. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι αντικανονική ή και αντίθετη με τις πρόνοιες των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ή και δεν αποκαλύπτεται κατάλληλα η πηγή πληροφόρησης ή και εμπεριέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς ή και είναι φανερό ότι τα όσα αναφέρονται δεν υποστηρίζονται ή δεν μπορούν να υποστηρίζονται από τη πηγή γνώσης εγγράφων που ουδέποτε παρουσιάσθηκαν.

Δ. Δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις που προνοούνται στους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς ή και τη νομολογία για έγκριση της αίτησης ή και έκδοση των αιτούμενων θεραπειών.

Ε. Δεν προκύπτει συμφωνία ούτε και δηλώθηκε στο πρακτικό του Δικαστηρίου ως αποδεκτή ως μέρος της συμφωνηθείσας απόφασης ή των προς έκδοση απόφασης δηλώσεων η αιτούμενη να προστεθεί περίοδος τόκος (από 22-07-2015 ή άλλη προγενέστερη ημερομηνία).

Στ. Η αναφορά του αριθμού ταυτότητας έγινε στο Κλητήριο ένταλμα και διατηρήθηκε στα δικόγραφα και κατά την έκδοση της απόφασης χωρίς τροποποίηση, δεν συνιστά γραφικό λάθος και δεν μπορεί με την αίτηση να διορθωθεί.  Πέραν τούτου δεν προκαλούνται προβλήματα στην εκτέλεση αφού είναι προσδιορίσιμο το πρόσωπο της εναγομένης 3 και χωρίς αναφορά σε αριθμό ταυτότητας.

Ζ. Η αίτηση προωθείται καθυστερημένα χωρίς αιτιολόγηση τούτου.

 

Η ένσταση των Εναγομένων δεν  συνοδεύεται από ένορκη δήλωση  αλλά γίνεται παραπομπή στα γεγονότα που, κατά τους Εναγομένους, εμφαίνονται από τον φάκελο της διαδικασίας.

 

Την 13.2.2018, η πλευρά των  Εναγόντων – Αιτητών, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση ομνύσθηκε από την κ. Άντρη Χαραλάμπους , δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Ενάγοντες – Αιτητές. Στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση η ομνύουσα, αφού δήλωσε  ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων , κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 επιστολή της πρώην συνηγόρου των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες για διευθέτηση, και ως Τεκμήριο 2 επιστολή των δικηγόρων των Εναγόντων προς την προηγούμενη δικηγόρο των Εναγομένων. Ακολούθως, αφού αναφέρθηκε στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της δήλωσης συμβιβασμού, επανέλαβε και η ίδια ότι λόγω παραδρομής δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο η ημερομηνία έναρξης της επιβολής του τόκου. 

 

Διαδικασία

 Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ένορκων δηλώσεων, αφού οι Εναγόμενοι- Καθ ων η αίτηση  δεν ζήτησαν αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων και οι δύο πλευρές ανέπτυξαν μέσω γραπτών αγορεύσεων την επιχειρηματολογία τους.

Συνεπώς για όσα γεγονότα δεν εμφαίνονται από τον φάκελο της διαδικασίας,  το Δικαστήριο θα βασισθεί στις ενώπιόν του  ένορκες δηλώσεις.  (Βλέπε τις υποθέσεις, Louis Vuitton ν. Δέρμοσακ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ 1453 , Iacovou brothers (constructions) Ltd v Fashionwise ltd (2000) 1Β ΑΑΔ 1377 και Α Messios & Sons Ltd κ.α v Ανδρέας Λεωνίδα Π.Ε 277/2007 ΗΜΕΡ 18/2/2010 ) .

Νομική πτυχή – Αξιόλογη εκατέρωθεν Θέσεων

 

Το αιτητικό Α επί της Αιτήσεως

 

Ουσιαστικά το Αιτητικό Α της  υπό κρίση αιτήσεως εδράζεται επί της Δ.25 θ 5 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα :

«The Court or a Judge may at any time, and on such terms as to costs or otherwise as the Court or Judge may think just, amend any defect or error in any proceedings, and all necessary amendments shall be made for the purpose of determining the real question or issue raised by or depending on the proceedings.»

Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως διαφαίνεται από το αιτητικό Α αλλά και τις ένορκες δηλώσεις  που συνοδεύουν  την αίτηση, σκοπείται η διόρθωση στην περιγραφή της Εναγομένης 3 με την διόρθωση της περιγραφής του αριθμού ταυτότητας που καταγράφηκε στον τίτλο της αγωγής.  

Το πότε υφίσταται περίπτωση λανθασμένης περιγραφής διαδίκου έχει ερμηνευθεί νομολογιακά. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Σωτηρούλλας Χαριλάου Χαρικλείδη και Ζήνωνα Ποφαϊδη, Άρη Ποφαϊδη, Γιώργου Ποφαϊδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1608όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά ως προς τα όρια της έννοιας του misnomer  :

«Στο Αγγλικό Δίκαιο σαν θέμα γενικής αρχής το ζήτημα δεν είναι τί σκόπευε ή εννοούσε ο συγγραφέας του εγγράφου αλλά το πώς ένας λογικός άνθρωπος που διαβάζει το έγγραφο θα αντιλαμβανόταν το νόημα του και εκείνο είναι το κριτήριο που πρέπει σαν θέμα γενικού κανόνα να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις σφάλματος περί το όνομα’ (misnomer) – το οποίο μπορεί να περιλάβει αριθμό άλλων καταστάσεων εκτός από ‘σφάλμα περί το όνομα’ (misnomer) στο κλητήριο, για παράδειγμα λάθος ως προς την ταυτότητα κατά τον καταρτισμό μιας συμφωνίας. Το κριτήριο πρέπει να είναι: πως θα εκλάβει το έγγραφο ένα λογικό πρόσωπο που το παραλαμβάνει. Αν κάτω από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και εξετάζοντας το έγγραφο στο σύνολο του θα πει στον εαυτό του: ‘Σίγουρα πρέπει να εννοεί εμένα, αλλά έχουν γράψει το όνομα μου λανθασμένα’ τότε έχουμε την περίπτωση απλού ‘σφάλματος περί το όνομα’ (misnomer). Αν, από την άλλη, θα πεί: ‘..... από αυτό τούτο το έγγραφο δεν μπορώ να πω κατά πόσον εννοούν εμένα ή όχι και πρέπει να διερευνήσω το θέμα’ τότε μου φαίνεται ότι ξεφεύγουμε από τα όρια του σφάλματος περί το όνομα’ (misnomer)”.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η  Εναγόμενη 3 δεν ισχυρίζεται ότι εξέλαβε ότι η αγωγή δεν αφορούσε την ίδια αλλά αντίθετα διόρισε δικηγόρο και εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία της αγωγής.  

Συνεπώς  κρίνω ότι η παρούσα αίτηση αφορά αίτηση για διόρθωση του τίτλου λόγω λανθασμένης περιγραφής του διαδίκου ( misnomer). Οι αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήσεων τροποποίησης τίτλου λόγω λανθασμένης περιγραφής διαδίκου έχουν επίσης ερμηνευθεί νομολογιακά. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση  Ferro Fashions Ltd v. Fashion Box S.RL(1999) 1Γ ΑΑΔ 1805, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά :

«Η διόρθωση λανθασμένου ονόματος είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο δεν πρέπει να επιτρέπει σε άτομα να αποκτούν πλεονέκτημα από μια λανθασμένη περιγραφή ονόματος, όταν όλοι γνωρίζουν την πραγματικότητα (Williams and Glyn's Bank Ltd ν. The Ship "Maria" (1983) 1 C.L.R. 106).

Στην υπόθεση Spyropoullos ν. Transavia Holland N. v. Amsterdam (1979) 1 C.L.R. 421, όπου το προηγούμενο όνομα της ενάγουσας εταιρείας τροποποιήθηκε πριν την έγερση της αγωγής, αλλά στο κλητήριο ένταλμα είχε αναγραφεί το προηγούμενο όνομα της εταιρείας, αποφασίστηκε ότι η αλλαγή του ονόματος της εταιρείας δεν επιδρά επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της. Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο μόνο για αγωγή που ηγέρθηκε με λανθασμένο όνομα και συνεπώς "θα έπρεπε να δοθεί άδεια τροποποίησης.

Το θέμα είναι απλό. Εκεί όπου εμφανίζεται μια απλή λανθασμένη περιγραφή ονόματος μπορεί να παρασχεθεί άδεια για τροποποίηση (Alexander Mountain & Co v. Rumere Ltd [1948] 2 All E.R. 482). Η λανθασμένη περιγραφή ονόματος δεν είναι παρά ανακριβής αναφορά του ονόματος του διάδικου. Δεν αναφέρεται στην ουσία της υπόθεσης.»

Περαιτέρω ως προς τον παράγοντα χρόνο, σημειώνω ότι  η υπό τη Δ.25 θ. 5 αίτηση τροποποίησης μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο και η εξουσία του δικαστηρίου να προβεί σε διόρθωση λανθασμένου ονόματος διαδίκου στην αγωγή (misnomer) υφίσταται ακόμα και μετά την έκδοση της απόφασης. Σχετική είναι η απόφαση EG Falekkos Ltd ν. Reana Manufacturers Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 443.  

Επιπρόσθετα στην απόφαση Falekkos (ανωτέρω), αφού  υιοθετήθηκε η απόφαση   Pearlman (Veneers) S.A. (Pty), Ltd v. Bartels [1954] All ER 659, κρίθηκε ότι  εφόσον το ζήτημα ήταν εντελώς τεχνικό δεν συνέτρεχε  λόγος ουσίας, ο οποίος να καθιστά άλλως παρά αναγκαία την άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου προς όφελος της διόρθωσης που επιδιώχθηκε.

Στην υπό κρίση αίτηση διαφαίνεται ότι επιδιώκεται να διορθωθεί η  περιγραφή της  Εναγομένης 3,  ώστε να καταγραφεί στον τίτλο της αγωγής  η ορθή αναφορά του αριθμού ταυτότητάς της. Όπως εξηγείται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ένεκα της εσφαλμένης περιγραφής του αριθμού ταυτότητας της Εναγομένης 3 το αρμόδιο  Επαρχιακό Κτηματολογικό γραφείο δεν αποδέχεται την καταχώρηση ΜΕΜΟ επί της περιουσίας της. Στη βάση του πιο πάνω είναι αδύνατο για του Ενάγοντες να προβούν στην καταχώρηση MEMO επί της περιουσίας της Εναγομένης 3, δυνατότητα που ρητά έχουν σύμφωνα με την απόφαση ακόμα και διαρκούσης της αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης. Οι ισχυρισμοί των Εναγόντων στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση τόσο για το ποίος είναι ο ορθός αριθμός ταυτότητας της Εναγομένης 3, όσο και για τον λόγο που αναγράφηκε λάθος παρέμειναν αναντίλεκτοι και αδιαμφισβήτητοι.

Συνεπώς προκύπτει ότι η αιτούμενη διόρθωση αφορά ένα αμιγώς τεχνικό θέμα και τυχόν μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκομίσει πλεονέκτημα η Εναγόμενη 3 ενώ όλοι γνωρίζουν την πραγματικότητα.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω κρίνω ότι  το Αιτητικό Α της αίτησης, διά του οποίου  επιδιώκεται η διόρθωση της περιγραφής του αριθμού ταυτότητας της  Εναγομένης 3, μπορεί να εγκριθεί.

Το Αιτητικό Β της αίτησης

Με το αιτητικό Β της Αίτησης επιδιώκεται η τροποποίηση της απόφασης, ώστε στο διατακτικό της απόφασης να προστεθεί η ημερομηνία 23.7.2015 ως ημερομηνία που θα ξεκινά να προσμετρά ο υπολογισμός τόκου.  

Το σχετικό αιτητικό βασίζεται στη Δ.25 θ 6, η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα :

«Γραφικά λάθη σε δικόγραφα, αποφάσεις ή διατάγματα, ή λάθη που προκύπτουν σ΄ αυτά από οποιοδήποτε τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη, μπορούν σε οποιοδήποτε χρόνο να διορθωθούν ανάλογα με τη φύση και έκταση του λάθους από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης, γραπτής ή προφορικής, χωρίς δικαίωμα έφεσης.»

Η πιο πάνω Διαταγή είναι πανομοιότυπη  με την  O 28 r 11 των Αγγλικών περί πολιτικής Δικονομίας Θεσμών . Σχετικά στο σύγγραμμα The Annual Practice 1959 σελ 633 κάτω από τον τίτλο "Application oRule",  καταγράφονται τα ακόλουθα διαφωτιστικά ως προς το εύρος και πεδίο εφαρμογής της υπό συζήτηση διαταγής :

«This Rule only applies in cases where there is a clerical mistake in a judgment or order or an error arising from an accidental slip or omission.  Apart from the Rule, the Court has an inherent power to vary its own orders so as to carry out its own meaning and to make its meaning plain................. The error or omission must be an error in expressing the manifest intention of the Court; the Court cannot correct a mistake of its own in law or otherwise, even though apparent on the face of the order.......  If the order as drawn correctly expresses the intention, it cannot be corrected under this Rule or the inherent jurisdiction, even if the decision of the Court is procured by fraud or misrepresentation......»

Η ίδια προσέγγιση ως προς την εύρος και πεδίο εφαρμογής της υπό εξέταση Διαταγής υιοθετείται και στην Κυπριακή νομολογία.

Ως προς την έννοια του γραμματικού λάθους σχετική είναι η απόφαση Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Compass Insurance Co. Ltd (1989) 1 ΑAΔ (Ε) 664, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

«Γραμματικό είναι το λάθος το οποίο ανάγεται αποκλειστικά στην διατύπωση σε αντίθεση με την διαμόρφωση των θέσεων του διαδίκου και αποβλέπει στον εναρμονισμό του λόγου με την έκδηλη πρόθεση.»

 

Περαιτέρω στην καλά γνωστή αυθεντία στην υπόθεση Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179  λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την εξουσία του Δικαστηρίου προς διόρθωση λαθών :

 

Ο όρος "γραμματικό λάθος" ενέχει την ίδια έννοια σε σχέση με δικαστικές αποφάσεις και σκοπεί στην εναρμόνιση του κειμένου της απόφασης με την καταφανή πρόθεση του δικαστηρίου………. Στη Sofocli ν. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,587, εξηγείται ότι τόσο η εξουσία η οποία παρέχεται από τη Δ.25 θ.6, όσο και η σύμφυτη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για τη διόρθωση λαθών περιορίζεται σε λάθη τα οποία προκύπτουν από παράλειψη του δικαστηρίου να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στην εξ συμφώνου αναντίλεκτη πρόθεση του [βλ. επίσης R. v. Cripps [1983] 3 All E.R. 72 (C.A.) ].

Σχετικές επίσης είναι οι αποφάσεις, Sofokli v. Leonidou (1988) 1 CLR 583 ,  M. Μονιάτη και Υιοί Λτδ ν. Νεοφύτου (2009) 1 Α.Α.Δ 557 και  Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1Β Α.Α.Δ. 1043 

Περαιτέρω στην  απόφαση Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Εταιρεία κ.ά (2012) 1 Α.Α.Δ 1101, έχουν υποδειχθεί τα ακόλουθα :

«για να έχει εφαρμογή το «slip rule», πρέπει να διαπιστωθεί ότι ορισμένα μέλη της απόφασης είναι ορθά και ορισμένα λάθος που χρήζουν διόρθωσης όμως το τελεσίδικο των δικαστικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων και αυτών στο επίπεδο του Εφετείου, δεν αφήνει περιθώρια για διόρθωση αποφάσεων με τη συμπερίληψη διαταγών που αφορούν ουσιαστικές ρυθμίσεις και οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως λάθη.»

Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το πεδίο εφαρμογής της υπό εξέταση διαταγής περιορίζεται σε γραμματικά λάθη και παραλείψεις έχοντας ως σκοπό την προσαρμογή ενός ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά  τα άλλα πρόθεση του Δικαστηρίου.

Όπως γίνεται δεκτό στο σύγγραμμα The Annual Practice του 1959 (ανωτέρω) αλλά και στην απόφαση Λαζάρου (ανωτέρω) , πέραν από τη Δ.25 Θ 6 το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να τροποποιεί τα διατάγματα ή τις αποφάσεις του, ώστε να μεταφερθεί σωστά  το μήνυμά τους ή να αποσαφηνιστούν . Όμως και η σχετική σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται μόνο με σκοπό να εναρμονιστεί το κείμενο με την πρόθεση του Δικαστηρίου και να καταστεί  η  πρόθεση του Δικαστηρίου σαφής.

Συνεπώς για την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου προς διόρθωση είτε κατ’ επίκληση της Δ.25 θ6 είτε κατ’ επίκληση της συμφυούς εξουσίας του, αναγκαία είναι η ανίχνευση της πραγματικής βούλησης του Δικαστηρίου. Όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Παύλου Σάββας ν. Aδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ, (2011) 1 Α.Α.Δ. 532 :

«η ανίχνευση της «εξ αντικειμένου αναντίλεκτης πρόθεσης», συνιστά ζήτημα που αποφασίζεται στη βάση του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου.»

Στην υπό  κρίση υπόθεση οι Αιτητές επιδιώκουν τη διόρθωση της απόφασης προβάλλοντας ως λόγο το ότι, ένεκα τυχαίας παράλειψης των δικηγόρων κατά την ημερομηνία ορισμού της  υπόθεσης, δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο η ημερομηνία έναρξης του τόκου. Δηλαδή οι Αιτητές επικαλούνται ως λόγο για τη διόρθωση της απόφασης παράλειψη των ιδίων των συνηγόρων. 

Στην Αγγλική νομολογία έχει γίνει δεκτό ότι μπορεί να επιτύχει αίτηση διόρθωσης  απόφασης, όταν η παράλειψη του Δικαστηρίου προκύπτει από παράλειψη του δικηγόρου να προβεί σε συγκεκριμένο αίτημα .

 

Σχετική είναι η απόφαση Re Inchcape, Craigmyle v.Inchcape [1942] Ch.394 , όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

 

«Having regard to those authorities, I am satisfied that I can make the order asked for under the provisions of O.ΧΧVIII., r.11.  It is true that when the case was before me, I made the order which I intended to make in regard to the costs for which I was asked to make provision, but there was an accidental omission on the part of counsel, and I did not make the order which I would have made if that accidental omission had not occurred.  I am glad to find it possible to give this construction to the rule, as I think it is a rule οf great convenience, and in the present case real hardship would have resulted it I had not felt able to make the order asked for on this motion.».

            ( υπογράμμιση δική μου)

 

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην απόφαση  George Moundreas and Company S.A. v Navimpex Centrala Navala (1983) WL 217131,

 

«The simple submission that, because the accidental slip is not that of the court but is that of a party or his legal adviser and accordingly the slip rule cannot be invoked, is not supported by authority.  On the contrary, the rule was successfully invoked in the case of Craigmyle v. Inchape [1942] 1 Ch 394.»

 

Παρόλο που μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο κανόνας του slip rule μπορεί να τύχει επίκλησης στην περίπτωση που η τυχαία ολίσθηση ή λάθος είναι του δικηγόρου, εντούτοις  και σε τέτοια περίπτωση γνώμονας,  για την διόρθωση της απόφασης, είναι η πρόθεση του Δικαστηρίου, που πρέπει να υπήρχε και μην εκφράστηκε  λόγω ακριβώς της παράλειψης του δικηγόρου.

 

 Δεν προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις ως αυτοτελής  λόγος διόρθωσης της απόφασης το εκ παραδρομής ακόμα και καλόπιστο λάθος δικηγόρου.

 Στην υπό κρίση υπόθεση δεν προβάλλεται και δεν προκύπτει από τον φάκελο της διαδικασίας ότι το Δικαστήριο προφανώς επιθυμούσε, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, να καταγράψει ως ημερομηνία έναρξης του τόκου την 23.7.2015. Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στη βάση των όσων ρητά δήλωσαν οι συνήγοροι ενώπιόν του και όχι με αναφορά σε έκδοση απόφασης ως η έκθεση απαίτησης, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο είχε πρόθεση να εκδώσει απόφαση με βάση το παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης , που περιείχε  την ημερομηνία 23.7.15, και έτσι λόγω του λάθους των δικηγόρων δεν έπραξε αυτό που επιθυμούσε.  

 Στην παρούσα, από την  εξέταση της δήλωσης των συνηγόρων κατά την δήλωση της εκ συμφώνου απόφασης και της συνταχθείσας απόφασης δεν προκύπτει οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ των δηλώσεων των συνηγόρων και της συνταχθείσας απόφασης. Αντίθετα προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, ως ακριβώς η δήλωση των συνηγόρων των διαδίκων.

Αντίθετα κρίνω ότι τα γεγονότα της παρούσας προσομοιάζουν με τα γεγονότα της απόφασης Παύλου Σάββας ν. Aδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ, (2011) 1 Α.Α.Δ. 532, και ο λόγος της πιο πάνω απόφασης είναι καθοδηγητικός για τα γεγονότα της παρούσας. Στην πιο πάνω απόφαση το Εφετείο ασχολήθηκε με το ζήτημα του κατά πόσον ήταν ορθή η Πρωτόδικη απόφαση που ενέκρινε τροποποίηση ημερομηνίας έναρξης του τόκου. Το Εφετείο ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά :

«Ήταν βέβαια η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μέσα από το λεκτικό της απόφασης, όπως και μέσα από το περιεχόμενο των δηλώσεων των δύο συνηγόρων, «αναδύεται ξεκάθαρα ότι ήταν αυτονόητο ότι το ποσό που δηλώθηκε δεν θα έφερε τόκο στη βάση οποιασδήποτε προγενέστερης ημερομηνίας»……………………….. Καθόλου αυτονόητο δεν ήταν το ζήτημα. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε, το λιγότερο που θα αναμενόταν θα ήταν, οι μεν διάδικοι να καταστήσουν γνωστή τη συγκεκριμένη πρόθεση τους στο δικαστήριο, το δε δικαστήριο με το λεκτικό της εκ συμφώνου απόφασης, να αποδώσει πιστά τη συγκεκριμένη πρόθεση των διαδίκων, πράγμα όμως που δεν έγινε. Αντίθετα, εξέταση τόσο του κειμένου της δήλωσης, όσο και αυτού της εκ συμφώνου απόφασης, δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη οποιασδήποτε εξ αντικειμένου πρόθεσης του δικαστηρίου.

Έτσι και στην παρούσα, κατά την δήλωση της εκ σύμφωνου απόφασης, καμιά αναφορά δεν έγινε στην ημερομηνία έναρξης του τόκου. Σύμφωνα με τον λόγο της απόφασης Παύλου (ανωτέρω) κρίνω ότι, εάν όντως οι διάδικοι επιθυμούσαν να δηλώσουν και να καταγραφεί η συγκεκριμένη ημερομηνία ως ημερομηνία έναρξης του τόκου, τότε το λιγότερο που θα αναμενόταν θα ήταν να καταστήσουν γνωστή τη συγκεκριμένη πρόθεσή τους στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο να απέδιδε την πρόθεσή τους στην απόφαση. 

Περαιτέρω η αλληλογραφία των μερών που προηγήθηκε της δήλωσης συμβιβασμού, ακόμα και εάν γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία, δεν μπορεί να βοηθήσει στην ανίχνευση της προφανούς βούλησης του Δικαστηρίου.

Δεν διαλανθάνει επίσης  της προσοχής του Δικαστηρίου το ότι μέχρι σήμερα, ως διαφαίνεται και από την ένσταση των Εναγομένων, δεν είναι κοινά αποδεκτό μεταξύ των διαδίκων το ποια ακριβώς ήταν η πρόθεση των διαδίκων κατά την δήλωση του συμβιβασμού.

Υπό το φως των ανωτέρω κρίνω, ότι το αιτητικό Β της  Αίτησης δεν μπορεί να επιτύχει.

Κατάληξη

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση  επιτυγχάνει μερικώς  και εκδίδεται Διάταγμα ως το αιτητικό  Α της Αίτησης. Ενόψει της μερικής επιτυχίας της αίτησης κρίνω ορθότερο όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδά της.

…………………………………….
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΕΔ 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο