ECLI:CY:EDLEF:2018:A444
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ.Β. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Γενική Αίτηση: 58/17
Μεταξύ:
XXXXX ΠΙΤΤΑ
Αιτήτριας
-και-
XXXXX ΠΙΤΤΑ, ως Διαχειριστή της περιουσίας
του αποβιώσαντος XXXXX Πίττα
Καθ΄ ου η Αίτηση
Ημερομηνία: 9 Αυγούστου 2018
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια: κ. Σ. Μαυρομάτης για Μαυρομάτης & Χριστοδουλίδου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Διαχειριστή: κ. Καραολής για Γιώργος Γιάγκου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Κληρονόμους: κα. Σ. Τιμοθέου για Μ. Τιμοθέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο αποβιώσας στις 8.2.13, XXXXX Πίττας, κατέλιπε σύζυγο και τρία τέκνα, ήτοι τον XXXXX, τον XXXXX και τη XXXXX από τον δεύτερο του γάμο και τρία τέκνα από τον πρώτο του γάμο, ήτοι τους XXXXX, XXXXX και XXXXX.
Διαχειριστής της περιουσίας του δυνάμει διατάγματος στην Αίτηση υπ΄ αρ. 533/13 ορίστηκε ο υιός του κατόπιν συγκατάθεσης όλων των κληρονόμων και εγγύησης της αδελφής του. Στην υποβληθείσα για το διαχειριστήριο αίτηση ο προτεινόμενος (τότε) διαχειριστής είχε καταγράψει, μεταξύ άλλων, ως υπολογιζόμενη κινητή περιουσία:
(α) €18.747,63 ως το ½ του υπολοίπου σε τρεχούμενο λογαριασμό στην (τότε) Περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας και
(β) €31.240,55 ως το ½ γραμματίου επίσης στην (τότε) Περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας (εφεξής «η ΣΠΕ»).
Η Αιτήτρια, σύζυγος του αποβιώσαντος, ισχυρίζεται ότι τους πιο πάνω λογαριασμούς διατηρούσε η ίδια από κοινού με τον αποβιώσαντα και ότι η ίδια είναι δικαιούχος των πιο πάνω μεριδίων ως επιζήσασα συνδικαιούχος, οπότε κακώς έχουν συμπεριληφθεί στην κινητή περιουσία και κακώς ο Διαχειριστής προτίθεται να καταγράψει στην Απογραφή της περιουσίας και εν τέλει να διανέμει τα εν λόγω ποσά, τα οποία, κατά την εισήγηση, δεν ανήκουν στην κληρονομική περιουσία.
Στη βάση των ανωτέρω η σύζυγος αιτείται την έκδοση αποφάσεων και ή διαταγμάτων δια των οποίων:
(i) Να αναγνωρίζεται η ίδια ως η μόνη, απόλυτη και αποκλειστική δικαιούχος των εν λόγω λογαριασμών και
(ii) Να απαγορεύεται στον Διαχειριστή να καταγράψει στην Απογραφή τα εν λόγω ποσά, καθώς και να τα διανέμει στους δικαιούχους.
Στηρίζει την αίτηση της στα άρθρα 17, 24, 33, 45, 52-58 του Κεφ. 189, στους κ.9, 30, 31 των Κανονισμών του 1955, στη Δ.48, Δ.55 και Δ.63 και στη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου.
Στη συνοδευτική ένορκη δήλωση της εξηγεί το ιστορικό ανοίγματος των λογαριασμών, τα όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος και τις προσπάθειες της για εξασφάλιση των πιο πάνω ποσών. Επισυνάπτει δε ως Τεκμήρια Α-Η έγγραφα σχετικά με το άνοιγμα των λογαριασμών και αλληλογραφία μεταξύ των εμπλεκομένων.
Ένσταση
Οι θυγατέρες του αποβιώσαντος από τον πρώτο γάμο, XXXXX και XXXXX, καταχώρισαν ένσταση προβάλλοντας 15 λόγους προς απόρριψη της αίτησης οι οποίοι συνοψίζονται στο ότι:
1. Δεν συντρέχει λόγος για την έκδοση των διαταγμάτων.
2. Τα αναφερόμενα γεγονότα στην αίτηση δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
3. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας είναι αόριστοι.
4. Δεν έχουν αποκαλυφθεί όλα τα αναγκαία έγγραφα για ορθή ερμηνεία.
5. Η ένορκη δήλωση της Αιτήτριας είναι γενική και αόριστη.
6. Ο αποβιώσας δεν έχει εγκαταλείψει τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα επί των υπολοίπων.
7. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή του επιζήσαντος συνδικαιούχου.
8. Η αίτηση δεν υποβάλλεται καλόπιστα.
9. Η ΣΠΕ δεν απεδέχθη τις οδηγίες της Αιτήτριας καθότι δεν είχε τις ανάλογες οδηγίες από τον αποβιώσαντα.
10. Υπήρξε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης.
11. Δεν επηρεάστηκε κανένα δικαίωμα της Αιτήτριας.
12. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου.
13. Η αίτηση είναι παράτυπη και ή στερείται πραγματικής και ή νομικής βάσης και ή δεν έχει ακολουθηθεί το ορθό δικονομικό μέτρο.
14. Η ένορκη δήλωση είναι αντικανονική και ή παράτυπη.
15. Εάν εκδοθούν τα διατάγματα αυτό θα παρεμποδίσει την άσκηση δικαιωμάτων των κληρονόμων.
Στη συνοδεύουσα την ένσταση ένορκη δήλωση του ο θείος των θυγατέρων, κ. XXXXX Ιωάννου, αναφέρει στις §6 και 12 τα εξής:
«6. Σε μια από τις πολλές συζητήσεις που είχα με τον αποβιώσαντα λίγο πριν πεθάνει, μιλούσαμε για τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο και αδελφότεχνες μου, την XXXXX Ονησιφόρου, την XXXX Τσιαντάκη και την XXXXX Κωνσταντίνου, ο αποβιώσαντας μου εκμυστηρεύτηκε ότι ουδέποτε πλήρωσε διατροφή για την ανατροφή, φροντίδα και εκπαίδευση των ανήλικων τότε θυγατέρων του καθότι είχε ξανά παντρευτεί, έκανε νέα οικογένεια και παιδιά στην Κύπρο και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Πολλές φορές ενώ συζητούσαμε για τα λάθη που έκανε στην ζωή του μου ανέφερε ότι νιώθει μετανιωμένος που δεν μπόρεσε να βοηθήσει οικονομικά τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο αλλά και κυρίως που δεν μπόρεσε έστω να είναι κοντά τους και να τους σταθεί σαν πατέρας στα δύσκολα παιδικά τους χρόνια. Συγκεκριμένα λίγο πριν πεθάνει μου ανέφερε: «Λυπάμαι που δεν κατάφερα να μεγαλώσω εγώ τις κόρες μου, ούτε τις σπούδασα ούτε πλήρωσα ποτέ διατροφή για αυτές αλλά όμως όταν πεθάνω θα πάρουν το μερίδιο τους ίσο με όλους τους κληρονόμους μου και δεν θέλω να τις αδικήσω. Έχω πολλά χρήματα στους λογαριασμούς μου στην Τράπεζα και είναι για τα παιδιά μου».
…………………………………………………………………………………...
12. Επιπρόσθετα είναι η θέση των Καθ’ ών η Αίτηση ότι ο αποβιώσαντας πατέρας τους πριν πεθάνει τους ανέφερε κατά λέξη «Μπορεί να μην σας ανάγιωσα, να μην σας σπούδασα, να μην ήμουν κοντά σας όταν ήσασταν μικρές, αλλά δεν σας ξέχασα ποτέ και μόλις πεθάνω θα λάβετε το μερίδιο σας από χρήματα που έχω στην τράπεζα. Δεν θέλω να σας αδικήσω. Είστε και εσείς παιδιά μου και κληρονόμοι μου». Αυτά τα λόγια είπε ο αποβιώσαντας στις θυγατέρες του Καθ' ών η Αίτηση λίγο πριν πεθάνει και ήμουν και εγώ παρόν (sic) όταν τα έλεγε».
Νομική Πτυχή
Σύμφωνα με το άρθρο 41(2) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189 όταν ο αποθανών κληρονομείται εξ αδιαθέτου τότε ο Διαχειριστής προχωρεί στη διαχείριση της κληρονομιάς κατά τον ίδιο τρόπο που καθορίζεται στο άρθρο 41(1) για εκτελεστή διαθήκης, δηλαδή ο διαχειριστής:
(α) Συλλέγει και συναθροίζει την κληρονομιά με κάθε εύλογη ταχύτητα.
(β) Καταβάλλει διάφορες δαπάνες και κάθε νόμιμο χρέος του αποθανόντος.
(γ) Προβαίνει σε αποτίμηση του εναπομείναντος μέρους της κληρονομιάς.
(δ) Διανέμει την κληρονομιά.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως αναφέρει η Αιτήτρια (στην §7) ο αποβιώσας είχε ανοίξει όντως και διατηρούσε μαζί της τους δύο επίμαχους τραπεζικούς λογαριασμούς. Πρόκειται για δύο κοινούς (joint) λογαριασμούς ήτοι:
- ένα διαζευτικό κοινό (τύπου «και/ή») προθεσμιακό λογαριασμό (υπ΄ αρ. …..710) με υπόλοιπο στις 8.2.13 το ποσό των €62.481 και
- ένα συμπλεκτικό κοινό (τύπου «και») τρεχούμενο λογαριασμό (υπ΄ αρ. …..055) με υπόλοιπο στις 8.2.13 το ποσό των €36.808.
Αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου της η Αιτήτρια αποτάθηκε στη ΣΠΕ για να προβεί σε ανάληψη των χρημάτων και τότε την ενημέρωσαν ότι δεν μπορούσαν να τής δώσουν τα χρήματα ή να τής επιτρέψουν να διαχειριστεί τους λογαριασμούς. Λειτουργοί της ΣΠΕ της εισηγήθηκαν να προβεί σε διαχείριση της περιουσίας και έτσι προέκυψε η αίτηση 533/13 στις 9.10.13.
Όπως έχει ήδη λεχθεί, με τη συγκατάθεση όλων των κληρονόμων διαχειριστής διορίστηκε ο υιός της Αιτήτριας XXXXX Πίττας, ο οποίος κατέγραψε στην αίτηση του το ½ των ποσών τα οποία υπήρχαν στους λογαριασμούς, ήτοι €18.747 και €31.240, ως μέρος της κινητής περιουσίας του αποβιώσαντος.
Φαίνεται όμως πως η Αιτήτρια δεν είχε πλήρη γνώση για τα καταγραφέντα ως μέρος της κινητής περιουσίας ποσά. Όπως εξηγεί, όταν αργότερα έθεσε στον γιο της και διαχειριστή το θέμα ανάληψης χρημάτων από τους λογαριασμούς εκείνος της εξήγησε πως υπάρχει διαφωνία στο σημείο αυτό από τον δικηγόρο της διαχείρισης. Προφανώς ο διαχειριστής δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να προβεί στην καταχώριση της παρούσας, η οποία με πρωτοβουλία του συνηγόρου του Διαχειριστή επιδόθηκε και στα τέκνα από τον πρώτο γάμο του αποβιώσαντος.
Η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι με βάση την αρχή του επιζήσαντος συνδικαιούχου σε κοινό λογαριασμό δικαιούται η ίδια στο σύνολο τους τα ποσά που ευρίσκονται κατατεθειμένα στους λογαριασμούς.
Ο διαχειριστής μέσω του συνηγόρου του δήλωσε πως θα ακολουθήσει την απόφαση του Δικαστηρίου, όποια και αν είναι αυτή ενώ οι κληρονόμοι υποστηρίζουν ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή του επιζήσαντος συνδικαιούχου καθότι η πρόθεση και η βούληση του αποβιώσαντος ο οποίος κατέθεσε τα χρήματα στους επίδικους κοινούς λογαριασμούς ήταν να διατηρηθούν τα δικαιώματα του υπέρ των κληρονόμων του, αφού ήθελε να βοηθήσει οικονομικά και τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο.
Νομική Πτυχή
Όσον αφορά την ουσία του ζητήματος και οι δύο πλευρές παραπέμπουν στο σύγγραμμα του Δρος Α. Αιμιλιανίδη «Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, σελ. 147, στο οποίο όντως συνοψίζεται η ορθή θέση σε θέματα κοινών λογαριασμών ως εξής:
«4.7.3. ΚΟΙΝΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι σε περίπτωση που ο αποβιώσας σύζυγος είχε ανοίξει κοινό λογαριασμό στο όνομα αμφοτέρων των συζύγων, κατά τρόπο ώστε έκαστος να δικαιούται να προβαίνει σε αναλήψεις του ποσού, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει αυτόματα τα χρήματα με το θάνατο του ετέρου των συζύγων ως δωρεά εν ζωή και κατά συνέπεια ο κοινός λογαριασμός δεν περιλαμβάνεται στην εναπομείνασα περιουσία αποθανόντος. Το γεγονός ότι ο αποθανών διατηρούσε έλεγχο κατά τη διάρκεια του βίου του επί του κοινού λογαριασμού, δεν μεταβάλλει την ουσία της δωρεάς, η οποία κατά συνέπεια δεν είναι αποτέλεσμα κληρονομικής διαδοχής, αλλά δωρεά εν ζωή, κατά τρόπο ώστε να μην απαιτείται όπως η δωρεά γίνεται σε συμμόρφωση προς το Κεφ. 195. Στην απουσία επομένως απόδειξης για αντίθετη πρόθεση ότι ο κοινός λογαριασμός είχε περιορισμένη εφαρμογή ή είχε ανοιχθεί για συγκεκριμένο σκοπό, αυτός δεν θα συνιστά αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής, αλλά θα περιέρχεται αυτοδίκαια στον έτερο των συζύγων ως δωρεά εν ζωή».
Ανάλυση του θέματος των κοινών τραπεζικών λογαριασμών και της αρχής του επιζήσαντος δικαιούχου (survivorship) γίνεται στην υπόθεση Πουγεράσης κ.α. ν. Παπαφιλίππου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1283, όπου στα πλαίσια αγωγής κρίθηκε πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για απόδοση των ποσών των γραμματίων στους δύο επιζήσαντες. Σημειώνεται πως στην εν λόγω υπόθεση η τράπεζα είχε επιτρέψει στους δύο επιζήσαντες (εφεσείοντες) να αποσύρουν τα χρήματα από τους λογαριασμούς οπότε ο διαχειριστής κινήθηκε εναντίον τους με αγωγή για την επανάκτηση των ποσών προς όφελος της κληρονομιάς.
Στην παρούσα περίπτωση είναι σαφές από τα προηγηθέντα πως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση μεταξύ της επιζήσασας δικαιούχου των λογαριασμών από τη μια πλευρά και μερίδας των κληρονόμων από την άλλη. Η πλευρά των δύο θυγατέρων επικαλείται ακριβώς πως υπήρχε αντίθετη πρόθεση του αποβιώσαντος. Ο ίδιος ο Διαχειριστής κατέγραψε τα ποσά στην αίτηση, θεωρώντας τα ως αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής αλλά δεν φαίνεται ούτε να διεκδίκησε τα χρήματα από τη ΣΠΕ ούτε και να έχει αποδώσει με κάποιο τρόπο αυτά στην Αιτήτρια, παρότι ειδοποιήθηκε σχετικά με επιστολή της ημερ. 5.7.15, αναμένοντας ο ίδιος ουσιαστικά δικαστική κρίση επί του θέματος. Η ίδια η ΣΠΕ συνεχίζει απλά να εκδίδει βεβαιώσεις ή πιστοποιήσεις (με πιο πρόσφατη την πιστοποίηση ημερ. 14.12.16) για την ύπαρξη των λογαριασμών και για τα υπόλοιπα τους, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα της και χωρίς να λαμβάνει σαφή θέση.
Το ερώτημα το οποίο ανακύπτει είναι κατά πόσον η εναρκτήρια κλήση (originating summons) είναι το κατάλληλο ένδικο μέσο προς επίλυση μιας τέτοιας διαφοράς.
Η Αιτήτρια στην πραγματικότητα στηρίζεται στο άρθρο 53(1) του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Αποθανόντων, Κεφ. 189, το οποίο για ό,τι ενδιαφέρει έχει ως εξής:
«53.-(1) Προσωπικοί αντιπρόσωποι ή οποιοσδήποτε από αυτούς, πιστωτές, κληροδόχοι ή οι πλησιέστεροι συγγενείς, ή πρόσωπα που αξιώνουν μέσω των εν λόγω πιστωτών ή δικαιούχων με εκχώρηση ή με άλλο τρόπο, δύνανται να ζητήσουν από το Δικαστήριο με εναρκτήρια κλήση (originating summons) την επίλυση, χωρίς διαχείριση της κληρονομιάς σε Δικαστήριο, οποιουδήποτε από τα πιο κάτω ζητήματα ή θέματα:
(α) οποιοδήποτε ζήτημα που επηρεάζει τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του προσώπου που αξιώνει ότι είναι πιστωτής, κληροδόχος, ο πλησιέστερος συγγενής ή εκ του νόμου κληρονόμος˙
…………………………………………….…………………………………………….
(ε) την έκδοση διαταγών προς τους εκτελεστές ή τους διαχειριστές για να διαπράξουν ή να απέχουν από τη διάπραξη οποιοσδήποτε συγκεκριμένης πράξης υπό την ιδιότητά τους ως εκτελεστών ή διαχειριστών˙».
Έχω τη γνώμη πως, ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 53 φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αναφέρεται σε περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται διαχείριση στο δικαστήριο (“… without an administration in Court of the estate …”), δεν φαίνεται να παρέχει και το κατάλληλο πλαίσιο για επίλυση τόσο σοβαρών κληρονομικών ζητημάτων, άποψη η οποία επιβεβαιώνεται από σχετικές αναφορές στη νομολογία και σε συγγράμματα.
Στην υπόθεση Αναφορικά με τον Παναγιώτη Ευστρατίου Χ” Σάββα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 751 με αναφορά σε αποσπάσματα από το σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, §780 και Τόμος 37 σελ. 84 επικυρώθηκε ως ορθή η θέση πως «… ο ενδεδειγμένος δικονομικός τρόπος επίλυσης κληρονομικών διαφορών, περιλαμβανομένης και της αναγνώρισης κληρονομικών δικαιωμάτων, είναι η αγωγή».
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των Νικόλα Σιδέρη κ.α. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1390 εταιρεία είχε καταχωρίσει εναρκτήρια αίτηση με αίτημα να αναγνωριστεί ως πιστωτής της περιουσίας και με προοπτική να δεσμευτεί ο εκτελεστής να πληρώσει πριν τη διανομή. Όταν η αίτηση ορίστηκε για απόδειξη, οι κληρονόμοι αποτάθηκαν για άδεια certiorari την οποία χορήγησε ο Δικαστής Κραμβής λέγοντας:
«Με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 23.10.2009 τροχιοδρομείται ουσιαστικά διαδικασία επίλυσης διαφοράς που αφορά αμφισβητούμενο χρέος, στο πλαίσιο εναρκτήριας αίτησης (originating summons) αντί στο πλαίσιο αγωγής. Η καταχώρηση εναρκτήριας αίτησης με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 53 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 σαφώς δεν στοχεύει στην επίλυση διαφορών αναφορικά με τις οποίες υπάρχει έντονη αμφισβήτηση είτε πρόκειται για υποχρεώσεις της περιουσίας απορρέουσες από χρέη προς τρίτους ή αντιστρόφως κλπ.. Το άρθρο 53 του νόμου και οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους το άρθρο τούτο παραπέμπει, τυγχάνουν εφαρμογής αποκλειστικά για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου. Το θέμα της διαφοράς, δηλαδή κατά πόσο η περιουσία της αποβιώσασας είναι υπόλογη ή όχι στην πληρωμή του χρέους η ύπαρξη του οποίου έντονα αμφισβητείται από τους αιτητές, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι βρίσκεται εκτός της εμβέλειας τόσο των προνοιών του άρθρου 53 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου όσο και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους η διάταξη παραπέμπει».
Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από άλλη αναφορά στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England (ανωτέρω), Τόμος 17, §1450 η οποία έχει ως εξής:
“1450. Beginning administration proceedings. An action for general administration may be begun by writ or originating summons in any case where a grant of representation has already been obtained. A writ is normally appropriate where there is likely to be a substantial dispute of fact3 or where fraud or breach of trust or tortious intermeddling is alleged or where a release is to be set aside. An originating summons is appropriate for construing a document and in other cases where there is unlikely to be a substantial dispute of fact”.
Έχω την άποψη πως τα γεγονότα της Wortham κ.α. ν. Τσίμον κ.α. (2001) 1(Β) 1442, διακρίνονται από αυτά της παρούσας καθότι εκεί ζητείτο με την εναρκτήρια κλήση ο καθορισμός του ύψους των κληροδοτημάτων και ή των κληρονομικών μεριδίων των αναφερομένων στη διαθήκη του αποβιώσαντος προσώπου, σε αντίθεση με την παρούσα όπου στην πραγματικότητα υπάρχει διεκδίκηση περιουσίας από συνδικαιούχο σε τραπεζικό λογαριασμό (ο οποίος συνδικαιούχος θα μπορούσε να ήταν και τρίτο πρόσωπο, όχι κληρονόμος).
Στην παρούσα περίπτωση και παρότι οι δύο πλευρές περιορίστηκαν σε αγορεύσεις δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να λεχθεί πως η Αιτήτρια αποδέχεται τις αναφορές του θείου για δηλώσεις του αποβιώσαντος είτε προς τον θείο είτε προς τις θυγατέρες, ως εκτενώς παρατίθενται στην ένορκη δήλωση της ένστασης.
Η σαφέστατη και εντονότατη διαφωνία της Αιτήτριας επιβεβαιώνεται και μέσα από την αγόρευση της. Θεωρεί όμως η Αιτήτρια πως πρόκειται για πολύ απλό θέμα αφού τα δικαιώματα της πηγάζουν από έγγραφα που σχετίζονται με την κληρονομιά και με αυτό τον τρόπο πρέπει να εξετάσει την υπόθεση το Δικαστήριο, το οποίο δεν θα εκδικάσει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των διαδίκων επειδή, κατά τη γνώμη της, δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά ή αντιδικία ή πολύπλοκο θέμα.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική. Όπως έχει καταδειχθεί η μια πλευρά εστιάζει την προσοχή της στα έγγραφα και η άλλη προβάλλει τις προφορικές δηλώσεις του αποβιώσαντος επιχειρώντας να καταδείξει την αντίθετη πρόθεση του με σκοπό να καταρρίψει την εφαρμογή της αρχής του επιζήσαντος συνδικαιούχου. Σαφέστατα όμως υφίσταται μεταξύ των μερών ουσιώδης διαφωνία επί γεγονότων (substantial dispute of fact). Η κατάσταση θα ήταν όντως διαφορετική και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στην εφαρμογή της πιο πάνω αρχής εάν δεν υπήρχαν οι αμφισβητήσεις και τα όσα προβάλλει μερίδα των κληρονόμων. Υπενθυμίζω ότι η Δ.55 κ.4, η οποία παρέχει το δικονομικό πλαίσιο εναρκτήριων αιτήσεων, προνοεί ακριβώς πως:
“4. The Court or Judge shall not be bound to determine any such question of construction if in their or his opinion it ought not to be determined on originating summons”.
Στα δε σχόλια της αντίστοιχης O.54A r.4 στο Annual Practice 1958, σελ. 1433 αναφέρεται ότι:
“If no question of construction arises under the instrument the Court will not grant partial relief by making a declaration under this Order, but will leave the whole matter to be dealt with in an action (Re Amalgamated Society of Railway Servants, [1910] 2 Ch. 547 ……”.
Συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω και υπό τις περιστάσεις της παρούσας η αγωγή κρίνεται ως καταλληλότερο μέσο εκδίκασης της διαφοράς σε αντίθεση με την εναρκτήρια κλήση που θα ήταν κατάλληλη εάν το θέμα περιοριζόταν απλώς στην ερμηνεία των εγγράφων και εάν δεν υπήρχε τέτοια ουσιώδης αμφισβήτηση επί των γεγονότων με συνεπακόλουθες εκατέρωθεν αξιώσεις.
Κατάληξη
Στη βάση των πιο πάνω καταλήγω ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με €800 έξοδα υπέρ των ενιστάμενων κληρονόμων και ασκώντας την ευχέρεια που παρέχει το άρθρο 55 διατάσσεται όπως αυτά καταβληθούν από την κληρονομιά του αποβιώσαντος. Καμιά διαταγή εξόδων μεταξύ Αιτήτριας και Διαχειριστή.
(Υπ.) ………………………………………….
Χ.Β. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
ΧΒΧ/ΚΚ