ECLI:CY:EDLEF:2019:A246

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Φούλια, Ε. Δ.

                                                                                          Αρ. Αγωγής: 2762/2018

Μεταξύ:

XXXXX Κωνσταντίνου, από τη Λευκωσία

                                                                                          Ενάγοντας

και

 

XXXXX Χατζηιωάννου, από τη Λευκωσία

                                                                              Εναγόμενος

 

Ημερομηνία: 13.5.2019

 

Μονομερής αίτηση του ενάγοντος ημερομηνίας 8.11.2018 για προσωρινό διάταγμα

 

Για τον ενάγοντα - αιτητή: κ. Δ. Κούτρας για κ.κ. Δημήτρης Κούτρας & Σία

Για τον εναγόμενο – καθ’ ου η αίτηση: κα Μυτίδου για κ. Βασίλη Μπίσσα

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΤΟ ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΕΝΤΑΛΜΑ

Ο ενάγων καταχώρησε στις 9.10.2018 Γενικώς Οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Δ.2 Θ.1) στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή με την οποία αξιώνει «Ποσό εκ €68.000 οφειλόμενο υπό του εναγόμενου προς τον ενάγοντα συνεπεία δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή συμφωνίας, με συνέπεια ο εναγόμενος με παράνομο τρόπο, εξασφάλισε από τον ενάγοντα αρχικά, €75.000 και στη συνέχεια να του επιστρέψει €7.000 με τελικό οφειλόμενο ποσό εκ €68.000 και/ή ποσό οφειλόμενο δυνάμει παρανομίας την οποία ήσκησε ο εναγόμενος εις βάρος του ενάγοντα, αφού συνωμότησε με τρίτα πρόσωπα για εξασφάλιση του ανωτέρω ποσού από τον ενάγοντα».

 

Η ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ

Μετά την καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος ο ενάγων καταχώρησε στις 8.11.2018 την επίδικη μονομερή αίτηση με την οποία αιτείται την έκδοση προσωρινού διατάγματος. Το Δικαστήριο για λόγους που φαίνονται στο σχετικό πρακτικό διέταξε την επίδοση της αίτησης στον εναγόμενο. Με την επίδικη αίτηση ο ενάγων αιτείται «Την έκδοση παρεμπίπτοντος προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στον καθ’ ου η αίτηση τους υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους αυτού από του να πωλήσουν, διαθέσουν και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσουν την ακίνητη περιουσία του καθ’ ου η αίτηση με αρ. εγγραφής 0/1XXX3, τεμ. 1XX4, ½ μερίδιο, Λακατάμεια, Αρχάγγελος – Ανθούπολη, μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου».  

 

Η αίτηση του ενάγοντος υποστηρίζεται από σχετική ένορκη δήλωσή του με επισυνημμένα σε αυτή 2 έγγραφα ως τεκμήρια, στην οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: μεταξύ του τέλους του 2016 και του έτους 2017 ο εναγόμενος τον παρότρυνε να του επενδύσει διάφορα χρηματικά ποσά σε διαμάντια και χρυσό με αποτέλεσμα ο ενάγων να του δώσει το συνολικό ποσό των €75.000. Μετά από πιέσεις του ενάγοντα προς τον εναγόμενο ο τελευταίος του επέστρεψε €7.000 και έτσι παρέμεινε οφειλόμενο το ποσό των €68.000. Προς το τέλος του 2017 συναντήθηκε με τον εναγόμενο και κάποιο άλλο πρόσωπο με το όνομα XXXXX Ευθυμίου και ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για τους επενδυτές των χρημάτων του και αυτοί του έδειξαν 2 επιταγές κάποιων επιχειρηματιών ύψους €300.000 και €350.000 αντίστοιχα. Αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο περί απάτης και αμέσως κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία η οποία άρχισε τη λήψη καταθέσεων και ταυτόχρονα τον συμβούλευσε να αποταθεί στο Δικαστήριο. Η αστυνομία συμπλήρωσε τις έρευνες και κατηγόρησε τον εναγόμενο ότι του απέσπασε το ποσό των €75.000.

Ισχυρίζεται επίσης ότι ο εναγόμενος είναι συνιδιοκτήτης της ακίνητης περιουσίας που αφορά η επίδικη αίτηση και ότι οι σχέσεις του εναγόμενου με τη σύζυγό του δεν είναι καλές και υπάρχει κίνδυνος ο εναγόμενος να αποξενώσει την περιουσία του και να μεταβεί μόνιμα στην Αθήνα. Από τη νομική συμβουλή την οποία έλαβε από τους δικηγόρους του πληροφορήθηκε ότι έχει καλή βάση αγωγής και ενδεχόμενα να δικαιούται θεραπείας. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα υπάρχει κίνδυνος ο εναγόμενος να μεταναστεύσει στην Ελλάδα αποξενώνοντας την ακίνητη περιουσία του με συνέπεια να είναι αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη.    

 

Η επίδικη αίτηση στηρίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 άρθρο 32, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 άρθρα 5 και 9, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 Θ.2 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. 

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ

Ο εναγόμενος καταχώρησε ένσταση στην αίτηση του ενάγοντα προβάλλοντας με αυτή 13 λόγους για τους οποίους είναι η θέση του ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Προβάλλει ότι η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, η δέσμευση της περιουσίας του εναγομένου υπερβαίνει κατά πολύ το αξιούμενο ποσό, ο εναγόμενος είναι αξιόχρεος και έτοιμος να ανταποκριθεί σε κάθε οικονομική απαίτηση ήθελε προκύψει, οι ισχυρισμοί του ενάγοντα είναι παραπλανητικοί και/ή αβάσιμοι και/ή ατεκμηρίωτοι και ο ενάγων απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία μη προσερχόμενος στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

Την ένσταση του εναγομένου υποστηρίζει ένορκη δήλωσή του με επισυνημμένα σε αυτή 5 τεκμήρια, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι ισχυρισμοί: περί το έτος 2013 γνώρισε τον XXXXX Ευθυμίου ο οποίος του παρουσιάστηκε ότι ασχολείται με επενδύσεις σε διαμάντια και χρυσό στον οποίο έδωσε το ποσό των €3.000 για σκοπούς επένδυσης. Ο εναγόμενος ανέφερε για την εν λόγω επένδυσή του σε κάποιο φίλο του από τη Λεμεσό ο οποίος γνώριζε τον ενάγοντα και στον οποίο ανέφερε για αυτή την ευκαιρία για επένδυση. Τότε ήταν που ο ενάγων επικοινώνησε με τον εναγόμενο και ο τελευταίος του ανέφερε ότι δεν είναι ο ίδιος που ασχολείται με την επένδυση αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο. Ισχυρίζεται επίσης ότι ουδέποτε παρότρυνε τον ενάγοντα να επενδύσει οποιοδήποτε ποσό και ότι και ο ίδιος έπεσε θύμα απάτης του XXXXX Ευθυμίου, ο οποίος του υπέγραψε γραμμάτιο για το ποσό των €300.000 και όταν αυτό δεν τιμήθηκε προσέφυγε στο Δικαστήριο και έλαβε εναντίον του εν λόγω προσώπου απόφαση για το ως άνω ποσό. Αντίγραφο του εν λόγω γραμματίου και της δικαστικής απόφασης επισύναψε ως τεκμήριο 1 και 2 αντίστοιχα στην ένορκή του δήλωση.      

 

Ισχυρίζεται επίσης ότι από τη νομική συμβουλή την οποία λαμβάνει πληροφορείται ότι η επίδικη αίτηση είναι αβάσιμη, ανυπόστατη και απορριπτέα καθότι ο ενάγων δεν έχει καλή βάση αγωγής εναντίον του αφού τα χρήματα τα οποία έδωσε ο ενάγων κατέληξαν στον XXXXX Ευθυμίου και όχι στον εναγόμενο. Ισχυρίζεται επίσης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/1960.

 

Η ένσταση του εναγόμενου στηρίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 άρθρο 5, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρο 32 και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 Θ.2.

 

ΑΚΡΟΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Κατά την ακρόαση της αίτησης δεν ζητήθηκε η αντεξέταση των προσώπων τα οποία ορκίστηκαν στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα και η υπόθεση προχώρησε με αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων οι οποίοι, προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου, συμπεριέλαβαν τις εισηγήσεις και τα επιχειρήματά τους σε γραπτό κείμενο το οποίο παρέδωσαν στο Δικαστήριο. Έχει μελετήσει τις θέσεις τους και θα κάνω αναφορά σε αυτές όπου κρίνω ότι είναι αναγκαίο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει Διατάγματα πηγάζει από το Δίκαιο της Επιείκειας και η δικαιοδοσία για την έκδοσή τους στο Κυπριακό Δίκαιο παρέχεται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και στα άρθρα 5 και 9 του Κεφ. 6. Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου επεξηγήθηκε και διασαφηνίστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557, National Bank of Greece S.A. v. Motoria Ltd (1987) 1 C.L.R. 303, Louis Vouitton v. Dermosak Limited κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453) και από την επί του θέματος νομολογία προκύπτει ότι για να εκδοθεί ένα ενδιάμεσο Διάταγμα πρέπει να συντρέχουν οι τρεις πιο κάτω προϋποθέσεις:

 

(α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,

(β) η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία και

(γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν εκδοθεί το Διάταγμα.

 

Επιπρόσθετα, στις υποθέσεις Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (πιο πάνω), Κούνουνα ν. C. & A. Simonos Ltd, (2002) 1 Α.Α.Δ. 1361 και Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152, αναφέρθηκε ότι η ύπαρξη απλώς των τριών ως άνω θεσμικών προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή. Στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει ένα τέτοιο Διάταγμα (Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοϊζίδου, Πολιτική Έφεση Ε7/2018, ημερομηνίας 21.3.2019).

 

Το Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης δεν προχωρεί στο στάδιο αυτό σε κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, νοουμένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, αυτό ανάγεται κατ’ εξοχή στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Τα ίδια λέχθηκαν και στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248. Είναι επίσης νομολογημένο ότι η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον Διάταγμα δεν ενδείκνυται (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D. (1999) 1 Α.Α.Δ. 225).

 

Βέβαια κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση της ικανοποίησης των 3 προϋποθέσεων είναι αναγκαία, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (πιο πάνω), αλλά με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα όσα ακολουθούν αποτελούν την τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται απλώς η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα άφηναν έκδηλα ανικανοποίητες τις 3 προϋποθέσεις. Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο θα περιοριστεί στην εξέταση όσων κρίνει ως σημαντικά και τα οποία διαδραματίζουν ρόλο στην επίδικη αίτηση.

 

Προϋπόθεση (α) - Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση

Η πρώτη προϋπόθεση έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν της κατάδειξης μιας συζητήσιμης υπόθεσης. Το Δικαστήριο εξετάζοντας αυτή την προϋπόθεση εξετάζει κατά πόσο από τα δικόγραφα τα οποία βρίσκονται ενώπιόν του αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση. Το Δικαστήριο σε αυτό το αρχικό στάδιο δεν θα αποφασίσει τελεσίδικα οτιδήποτε ούτε θα καταλήξει επί της βασιμότητας των εκατέρωθεν ισχυρισμών και θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι το κατ’ ισχυρισμό αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα δεν είναι «επιπόλαιο και ενοχλητικό» και ότι θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των πράξεων του εναγομένου. Δεν χρειάζεται στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο ο ενάγων να αποδείξει το ουσιαστικό του δικαιώματός του αλλά να δείξει στο Δικαστήριο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί της ύπαρξής του.

 

Στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, διευκρινίστηκε ότι η αναφορά σε δικόγραφα (pleadings) η οποία γίνεται στην υπόθεση  Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (πιο πάνω) χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια του όρου και όχι ως τεχνικός όρος που εξισώνεται με τις έγγραφες προτάσεις. Διευκρινίστηκε επίσης ότι ούτε η καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης αποτελεί προυπόθεση για τη χορήγηση προσωρινής θεραπείας αρκεί οι εκατέρωθεν θέσεις να προσδιοριστούν σε ένορκες δηλώσεις.

 

Όταν κάποιος ενάγων επικαλείται την ύπαρξη δόλου ή τη χρήση ψευδών παραστάσεων από τον εναγόμενο ή παρανομία, πρέπει να παρουσιάσει κάποια στοιχεία που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τους ως άνω ισχυρισμούς του. Στην υπόθεση LAWFORD LIMITED κ.ά. ν. Κ. Χ’’ Γαβριήλ κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 818, στην οποία το θέμα της ύπαρξης δόλου ήταν επίδικο όπως και στην παρούσα υπόθεση, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο δόλος, σύμφωνα με πάγια νομολογία, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και να αναφέρεται στα δικόγραφα με λεπτομέρεια. Βέβαια, η παρούσα υπόθεση είναι στα αρχικά στάδια και συνεπώς αφού δεν έχει καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν για σχετική παράλειψη. Όμως για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος θα έπρεπε να παρουσιαστούν κάποια στοιχεία που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ισχυρισμό για εμφιλοχώρηση δόλου».

 

Στην επίδικη περίπτωση ο ενάγων με την ένορκη δήλωσή του ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος τον εξαπάτησε και του κατέβαλε το ποσό των €75.000 για να του το επενδύσει σε διαμάντια και χρυσό. Χωρίς στο στάδιο αυτό να προβαίνω σε κατάληξη συμπερασμάτων, από το ενώπιον μου υλικό φαίνεται, για τους περιορισμένους σκοπούς εξέτασης της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, ότι πουθενά στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα δεν περιλαμβάνονται ισχυρισμοί σχετικοί με τον κατ’ ισχυρισμό δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή παρανομία τα οποία ασκήθηκαν εις βάρος του από τον εναγόμενο. Η ένορκη δήλωσή του δεν περιέχει οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικό με το πότε έλαβαν χώρα τα όσα ισχυρίζεται ούτε δίδονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τον δόλο ή τις ψευδείς παραστάσεις είτε με τους άλλους σχετικούς ισχυρισμούς του.

 

Στην παρούσα υπόθεση, όπως ανέφερα και πιο πάνω, δεν τέθηκε οτιδήποτε στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα το οποίο να είναι ικανό να δικαιολογήσει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ισχυρισμό του ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις για να τον εξαπατήσει να του παραδώσει το ποσό των €75.000. Λόγω αυτής της παράλειψης δεν ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 32 του Ν.14/60. Ως εκ τούτου η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων προϋποθέσεων του ως άνω άρθρου.  

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου και εναντίον του ενάγοντα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.

 

 

(Υπ.) …….…………………..

Γιώργος Χρ. Φούλιας

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο