ECLI:CY:EDLEF:2020:A398
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Π.Ε.Δ.
Αγωγή αρ: 9230/12
Μεταξύ:
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ), εκ Λευκωσίας
Ενάγουσας
και
1. SAPAKO LIMITED
2. XXXXX Παύλου
3. XXXXX Διογένη Παύλου
Εναγομένων
Ημερομηνία: 21 Σεπτεμβρίου 2020
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης και Σία ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενους 1 - 3: Χρ. Χριστοδούλου για Μ. Ξ. Ιωάννου και Συνεργάτες
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δικογραφία
Η Εναγόμενη 1 Εταιρεία ενάγεται ως Πρωτοφειλέτιδα δυνάμει των ακολούθων Συμφωνιών:
· Συμφωνία Τρεχούμενου λογαριασμού ημερ. 8/3/2001 με αρχικό όριο Λ.Κ.10.000 (€17.086,01). Ο σχετικός λογαριασμός με αρ. XXXXX0047 θα έφερε βασικό επιτόκιο 7% και πρόσθετο επιτόκιο 2,75%, ήτοι συνολικό επιτόκιο 9,75% με επιβάρυνση υπέρβασης 1,75% ετησίως επί του ποσού κάθε υπέρβασης ορίου.
· Συμφωνία Δανείου ημερ. 6/11/2002 για το ποσό των Λ.Κ.250.000 €427.150,36). Το ρηθέν δάνειο και/ή ο σχετικός λογαριασμός με αρ. XXXXX0070 θα έφερε βασικό επιτόκιο 5,50% και πρόσθετο επιτόκιο 3,50%, ήτοι συνολικό επιτόκιο 8%.
· Συμφωνία Δανείου ημερ. 20/12/2007 για το ποσό των Λ.Κ.80.000 (σε Ευρώ 136.688). Το ρηθέν δάνειο και/ή ο σχετικός λογαριασμός με αρ. XXXXX4915 θα έφερε βασικό επιτόκιο 4,50% και πρόσθετο επιτόκιο 2,50%, ήτοι συνολικό επιτόκιο 7%.
Προς εξασφάλιση των ως άνω υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 οι Εναγόμενοι 2 και 3 δυνάμει Εγγυητήριου Εγγράφου ημερ. 8/3/2001 εγγυήθηκαν την πληρωμή όλων των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 μέχρι ποσού σε Ευρώ 794.499,67.
Προς περαιτέρω εξασφάλιση των ως άνω υποχρεώσεων η Εναγόμενη 1 υποθήκευσε στις 6/11/2002 δυνάμει της Υποθήκης XXXXX/02 και στις 27/12/2007 δυνάμει της Υποθήκης XXXXX/07 τα κτήματα που περιγράφονται στις παρα. 12 και 21 της Έκθεσης Απαίτησης αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την αξίωση η Εναγόμενη 1 Εταιρεία παρέλειψε να εξοφλήσει τα υπόλοιπά της οπόταν η Ενάγουσα Τράπεζα με επιστολές της ημερ. 31/7/2012 τερμάτισε τη λειτουργία των λογαριασμών της απαιτώντας την εξόφληση των χρεωστικών υπολοίπων των επίδικων λογαριασμών από τις 31/7/2012 που κατέστησαν πληρωτέα και απαιτητά.
Σύμφωνα πάντοτε με την αξίωση τα οφειλόμενα υπόλοιπα των επίδικων Συμφωνιών Τρεχουμένου Λογαριασμού και Δανείων ανέρχονται ως ακολούθως:
· Της Συμφωνίας Τρεχουμένου Λογαριασμού ημερ. 8/3/2001 €215.708,24 πλέον τόκοι προς 14% ετησίως από 31/7/2012 κεφαλαιοποιημένη την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
· Του Λογαριασμού Δανείου δυνάμει της Συμφωνίας Δανείου ημερ. 6/11/2002 €174.929,49 πλέον πλέον τόκοι προς 14% ετησίως από 31/7/2012 κεφαλαιοποιημένη την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
· Του Λογαριασμού Δανείου δυνάμει της Συμφωνίας Δανείου ημερ. 20/12/2007 €90.323,15 πλέον τόκοι προς 14% ετησίως από 31/7/2012 κεφαλαιοποιημένη την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
Εν πρώτοις, στην Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενοι παραδέχονται στις παραγράφους 1 - 8 τόσο τις επίδικες Συμφωνίες Τρεχουμένου Λογαριασμού και Δανείων όσο και τις Συμφωνίες Εγγυήσεως.
Ισχυρίζονται, ωστόσο, τα πιο κάτω:
§ Αναφορικά με την Συμφωνία Δανείου για το ποσό των €136.688 με αρ. λογαριασμού XXXXX4915, από την ημέρα καταρτισμού της μέχρι και σήμερα καταβάλλετο κανονικά η μηνιαία δόση του εν λόγω δανείου και ουδέποτε οι Εναγόμενοι έχουν λάβει από τους Ενάγοντες οιαδήποτε επιστολή για καθυστερημένη δόση πλην μίας.
§ Αναφορικά με τις Συμφωνίες Τρεχουμένου με αρ. λογαριασμού XXXXX0047 και Δανείου για το ποσό €427.150,36 μέχρι και το τέλος του 2010 η Εναγόμενη 1 εκπλήρωνε τις συμβατικές της υποχρεώσεις καταβάλλοντας τις μηνιαίες της δόσεις. Από τις αρχές του 2011 η Εναγόμενη 1 είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αναφορικά με τους πιο πάνω λογαριασμούς και η Ενάγουσα να τερματίσει στις 31/7/2012 τις εν λόγω Συμφωνίες.
§ Κατόπιν πρότασης εκ μέρους της Εναγόμενης 1 η οποία έγινε αποδεκτή από την Ενάγουσα κατά τις αρχές του 2012 συμφωνήθηκε προφορικά με την Ενάγουσα όπως η Εναγόμενη 1 καταβάλλει έναντι και των δύο πιο πάνω λογαριασμών μειωμένη δόση για το συνολικό ποσό των €1500 από τον Απρίλιο του 2012 για περίοδο 2 χρόνων μέχρι και το τέλος του 2014.
§ Παρά τα πιο πάνω συμφωνηθέντα η Ενάγουσα απέστειλε τον Μάρτιο του 2012 επιστολές σε όλους τους Εναγόμενους με τις οποίες τους πληροφορούσαν ότι δεν είχαν επιδείξει ενδιαφέρον για την εξόφληση των καθυστερημένων δόσεων τους και ότι θα προχωρούσε σε αγωγή ενώ στη συνέχεια τερμάτισε τους λογαριασμούς υπαναχωρώντας από τα όσα είχαν προφορικά συμφωνηθεί στη βάση της νέας προαναφερθείσας συμφωνίας.
§ Για την άσχημη οικονομική κατάσταση της Εναγόμενης 1 ευθύνεται η Ενάγουσα για τους ακόλουθους λόγους:
i. Η Εναγόμενη 1 είχε τραπεζική διευκόλυνση για ποσό μέχρι €85.430,07 με ενέχυρο μεταχρονολογημένες επιταγές λήξεως μέχρι 90 μέρες με ποσό χρηματοδότησης 80%, ενώ για το υπόλοιπο 20% υπήρχε προφορική συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης και της Ενάγουσας όπως κατατίθεται στο λογαριασμό της Εναγόμενης 1 που ανοίχθηκε για αυτό τον σκοπό. Κατά παράβαση των συμφωνηθέντων η Ενάγουσα τοποθετούσε το 20% των εισπραχθέντων από τις μεταχρονολογημένες επιταγές σε άλλους λογαριασμούς της εναγόμενης 1 με αποτέλεσμα ο τρεχούμενος λογαριασμός της να μην εμβολιάζεται με αυτό το κατάθεμα και να επιφέρει έλλειψη ρευστότητας.
ii. Παρά το γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 κατέβαλλε ανελλιπώς τις δόσεις της η Ενάγουσα, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αρνήθηκε να απελευθερώσει δύο υποθηκευμένες κατοικίες που είχαν παραχωρηθεί ως εξασφάλιση παρά μόνο με την καταβολή από την Εναγόμενη 1 του ποσού Λ.Κ.75.000 με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην Εναγόμενη 1 πρόβλημα ρευστότητας.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω και/ή διαζευκτικά οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η Ενάγουσα προέβη σε παράνομες χρεώσεις και υπερχρεώσεις στους επίδικους λογαριασμούς καθώς και σε παράνομη τροποποίηση και/ή αύξηση του επιτοκίου. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι κάποιοι όροι των επίδικων Συμφωνιών είναι καταχρηστικοί και ότι αντίκεινται στον περί Καταχρηστικών ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996.
Μαρτυρία
Προς απόδειξη της υπόθεσής της εναντίον των Εναγομένων η Ενάγουσα Τράπεζα κάλεσε συνολικά δύο (2) μάρτυρες ως ακολούθως:
· XXXXX Κωνσταντίνου (Μ.Ε.1)
· XXXXX Θεμιστοκλέους (Μ.Ε.2)
Από πλευράς Υπεράσπισης κατέθεσε ένας μόνον μάρτυρας, ο XXXXX Παύλου, Εναγόμενος 2 (Μ.Υ.1).
Σύνοψη μαρτυρίας
Μ.Ε.1
Ο Μ.Ε.1 είναι υπάλληλος της Ενάγουσας Τράπεζας στη Διεύθυνση Διαχείρισης Οριστικών Καθυστερήσεων έχοντας υπό την παρακολούθησή του, μεταξύ άλλων, και την κίνηση των λογαριασμών της Εναγόμενης 1 Εταιρείας.
Κατά τη μαρτυρία του (Έγγραφο 1) παρουσίασε τα σχετικά με την Αγωγή έγγραφα που επιμαρτυρούν την αξίωση της Τράπεζας (Τεκμήρια 1 – 31Α, Β και Γ).
Μ.Ε.2
Η Μ.Ε.2 εργάζεται στην Ενάγουσα Τράπεζα από το 1999. Από το 2006 μεταφέρθηκε στη Διεύθυνση Οριστικών Καθυστερήσεων όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα.
Στη μαρτυρία της (Έγγραφο 2) ανέφερε ότι ήλεγξε τις καταχωρήσεις που περιέχονται στις επισυνημμένες καταστάσεις λογαριασμού Τεκμήρια 26, 27 και 28 και βεβαιώθηκε ότι αυτές συνάδουν με τις καταχωρήσεις του ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας.
Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήρια 33, 34 και 35 αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών.
Μ.Υ.1
Ο Μ.Υ.1 είναι ο Εναγόμενος 2, Διευθυντής της Εναγόμενης 1 Εταιρείας.
Νομική Πτυχή
Σε παρόμοιες περιπτώσεις τραπεζικού χρέους όπως η υπό εξέταση και με βάση τα λεχθέντα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 829 τα βασικά στοιχεία τα οποία χρήζουν απόδειξης ούτως ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι:
(α) Η σύναψη της σύμβασης δανείου, χρηματοδότησης ή πιστωτικών διευκολύνσεων και οι όροι της
(β) Η παράβαση όρου της σύμβασης
(γ) Ο τερματισμός της σύμβασης και
(δ) Το οφειλόμενο υπόλοιπο.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Μέσα στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου.
Έχω παρακολουθήσει με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν και έχω εξετάσει τόσο την προφορική τους μαρτυρία όσο και την γραπτή μαρτυρία που προσέφεραν στη βάση των καθιερωμένων αρχών αξιολόγησης[1] προς το σκοπό κατάληξης και διατύπωσης των αναγκαίων ευρημάτων έχοντας κατά νουν τα επίδικα ζητήματα και τους δικογραφημένους ισχυρισμούς.
Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία και καθοδηγούμενη από σειρά παραγόντων όπως, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων, τη λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, την ύπαρξη ή μη υπερβολών ή ουσιωδών αντιφάσεων, την ύπαρξη οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης και διάφορα άλλα στοιχεία τα οποία κατά περίπτωση θα αναφερθούν κατωτέρω. Η εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο Δικαστήριο δεν είναι αρκετή από μόνη της να οδηγήσει στην αποδοχή ή απόρριψη των θέσεων του. Είναι η αξιολόγηση από απόψεως περιεχομένου των όσων κατατίθενται και ο συσχετισμός τους με τα υπόλοιπα στοιχεία της μαρτυρίας που επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.[2]
Η εντύπωση που σχημάτισα και για τους δύο μάρτυρες που κλήθηκαν από την Ενάγουσα, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, ήταν απόλυτα θετική. Αμφότεροι μου έδωσαν την εικόνα αξιόπιστων μαρτύρων και ότι αυτοί προσπάθησαν έντιμα να παραθέσουν με ειλικρίνεια τη δική τους γνώση για την υπόθεση.
Θεωρώ ότι με ειλικρίνεια και σαφήνεια παρέθεσαν τα γεγονότα που ενέπιπταν στη γνώση τους διευκρινίζοντας, σε κάθε περίπτωση, την ακριβή εμπλοκή και γνώση τους. Δεν έχω δε διαπιστώσει οποιαδήποτε πρόθεση ή προσπάθεια από οποιονδήποτε από τους εν λόγω μάρτυρες αλλοίωσης γεγονότων ή υπερβολής στις θέσεις και τοποθετήσεις τους. Καθόλη τη διάρκεια της εξέτασης τους παρέμειναν σταθεροί και συνεπείς στις θέσεις τους ενώ σε κανένα σημείο δεν κλονίσθηκε η μαρτυρία τους ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης.
Αναφορικά με τις θέσεις που υποβλήθηκαν στους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 κατά την αντεξέταση τους και αφορούσαν την ισχυριζόμενη παράλειψη των Εναγόντων να συμμορφωθούν με την υποχρέωση που, όπως τους τέθηκε, είχαν για αναδιάρθρωση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων με βάση την Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας Κ.Δ.Π.107/2015, εν πρώτοις επισημαίνω ότι τέτοια θέση δεν δικογραφείται στην Υπεράσπιση των Εναγομένων και, συνεπώς, δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, όπως με σαφήνεια ανέφεραν και οι δύο μάρτυρες της Τράπεζας, οι επίδικοι λογαριασμοί είχαν από το 2012 τερματιστεί και δεν επρόκειτο, συνεπώς, για ενήμερα δάνεια ή πιστωτικές διευκολύνσεις αλλά για υπερήμερα τα οποία ευρίσκονταν πλέον στις Οριστικές Καθυστερήσεις. Επιπλέον αμφότεροι οι μάρτυρες εξήγησαν, πειστικά, ότι πριν τον τερματισμό των επίδικων λογαριασμών αλλά ακόμη και μετά είχαν γίνει πολλές προσπάθειες για σκοπούς διευθέτησης των οφειλών και/ή εξεύρεσης μια κοινά αποδεκτής λύσης ή φιλικού διακανονισμού στην παρούσα υπόθεση. Μάλιστα ο Μ.Ε.1 στο πλαίσιο αυτό έκανε αναφορά σε συγκεκριμένες προτάσεις του Εναγόμενου 2 για καταβολή ποσών της τάξης των €350.000 και €400.000 οι οποίες, όπως με πειστικότητα εξήγησε, με δεδομένο το μεγάλο ύψος της οφειλής δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την Τράπεζα.
Όσον αφορά τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στον Μ.Ε.1 αναφορικά με το αν η Εταιρεία CAC CORAL LIMITED, στην οποία είχαν μεταβιβαστεί με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18 του Ν.169(Ι)/2015 πιστωτικές διευκολύνσεις περιλαμβανομένων και των επιδίκων, έχει άδεια της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου για να αναλάβει πιστωτικές διευκολύνσεις, τα όσα ο Μ.Ε.1 αναλυτικά ανέφερε σε σχέση με τις διαδικασίες που έγιναν με βάση τα προβλεπόμενα στη σχετική Νομοθεσία θεωρώ καλύπτουν επαρκώς το όλο ζήτημα χωρίς να προκύπτει οποιοδήποτε θέμα ή κενό.
Εν πάση περιπτώσει, ο συνήγορος Υπεράσπισης δεν αμφισβήτησε ούτε τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, ούτε και τα όσα ο Μ.Ε.1 κατέθεσε αναφορικά με αυτό συμπεριλαμβανομένων και των Τεκμηρίων Α, Β και Γ. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το κατά πόσο υφίσταται σχετική Συμφωνία Παροχής Υπηρεσιών μεταξύ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λίμιτεδ και της CAC CORAL LIMITED για παροχή υπηρεσιών διαχείρισης εφόσον τα όσα σχετικά ανέφερε ο ΜΕ1 στην παράγραφο 6 της Γραπτής του Δήλωσης (Έγγραφο 1) ουδόλως αμφισβητήθηκαν.
Έχοντας αξιολογήσει τη μαρτυρία του Εναγόμενου 2, Μ.Υ.1, με κάθε δυνατή προσοχή στο σύνολο της και αξιολογώντας την σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και των σχετικών τεκμηρίων, ήτοι με την απαραίτητη διασταύρωση και αντιπαραβολή και πάντοτε με την υπόλοιπη μαρτυρία, λέω εξαρχής ότι δεν έχει πείσει το Δικαστήριο για τους λόγους που αναλυτικά και σε έκταση αναφέρονται κατωτέρω.
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι η μαρτυρία του και οι απαντήσεις που έδιδε σε αρκετά ερωτήματα κατά την αντεξέταση χαρακτηρίζονταν από έλλειψη σαφήνειας και θετικότητας. Καθόλη δε την διάρκεια της μαρτυρίας του οι αναφορές του Εναγόμενου 2 ήταν εντελώς γενικές, αόριστες και χωρίς καμία τεκμηρίωση, ενώ σε διάφορες ερωτήσεις που του έγιναν κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης είτε απέφευγε να απαντήσει επί του προκειμένου, είτε έδινε απαντήσεις άσχετες με τα ερωτήματα που του ετίθεντο ενώ αρκετά σημεία της μαρτυρίας του κλονίσθησαν και διεφάνησαν αντιφάσεις. Μόνιμη επωδός στην κατάθεση του ήταν η γενική και αόριστη αναφορά χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση και ουσία ότι οι Εναγόμενοι ποτέ δεν είχαν αρνηθεί τις υποχρεώσεις τους και ότι ήσαν αυτοί που συνεχώς υπέβαλαν προτάσεις στην Τράπεζα για πληρωμή χωρίς η Τράπεζα να ανταποκρίνεται σε αυτές σε σημείο μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά ο Μ.Υ.1 το έθεσε, οι Εναγόμενοι να «παρακαλούν» την Τράπεζα να πληρωθεί.
Στις πλείστες περιπτώσεις οι απαντήσεις του δεν ήταν άμεσες ούτε επί του προκειμένου εφόσον απέφευγε να απαντήσει το συγκεκριμένο ερώτημα που του ετίθετο, επιλέγοντας να προωθήσει τους δικούς του ισχυρισμούς που αρκετές φορές δεν είχαν άμεση συνάφεια με το αντικείμενο της ερώτησης. Πλείστα όσα ανέφερε, ωστόσο, δεν συνάδουν με όσα στοιχεία και έγγραφα έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι μέρος της εκδοχής που προσπάθησε να προωθήσει δεν συνάδει ούτε ακόμη και με τις ίδιες τις δικογραφημένες του θέσεις, ενώ προέβαλε ουσιώδεις ισχυρισμούς εκ των υστέρων, ήτοι χωρίς να έχουν αυτοί τεθεί στην αντίδικη πλευρά και στους μάρτυρες της για να μπορέσουν να δώσουν και τη δική τους εκδοχή. Αποτέλεσμα τούτου του γεγονότος ήταν να υπάρξει σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας του μια μονόπλευρη και εκ των υστέρων εκδοχή η οποία, επαναλαμβάνω, ουδέποτε προηγουμένως είχε τεθεί σε μάρτυρες της Ενάγουσας για να τοποθετηθούν.
Αξιοσημείωτο ήταν ιδιαίτερα το γεγονός ότι, ενώ η βασική εκδοχή του Εναγομένου 2 κατά το στάδιο που κλήθηκε να καταθέσει ως Μάρτυρας Υπεράσπισης ήταν ότι υπήρξε μεταξύ της Τράπεζας και των Εναγομένων προφορική Συμφωνία η οποία αντικατέστησε τις προηγούμενες Συμφωνίες και με την οποία συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του Λογαριασμού του Τρεχουμένου και του ενός εκ των δύο Δανείων με μειωμένα ποσά, εντούτοις αυτή η εκδοχή ουδόλως ετέθη στους δύο μάρτυρες που κατέθεσαν εκ μέρους των Εναγόντων για να την σχολιάσουν και να τοποθετηθούν. Αντίθετα η εν λόγω εκδοχή προεβλήθη εκ των υστέρων και, επισημαίνω, εκ του ασφαλούς στο στάδιο που κατέθεσε ο Εναγόμενος 2.
Είναι γνωστές οι συνέπειες από την παράλειψη αντεξέτασης ενός μάρτυρα σε ένα ουσιαστικό ζήτημα. Σχετικό είναι το εξής απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785:
« …. Στην απουσία δέουσας εξήγησης της παράλειψης (αντεξέτασης) το Δικαστήριο μπορεί εύλογα να μη λάβει υπόψιν τους ισχυρισμούς επί γεγονότων που διατυπώθηκαν στους μάρτυρες της άλλης πλευράς λόγω του ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αντίδικο να αντικρούσει με μαρτυρία τους ισχυρισμούς αυτούς. Στην απουσία μιας τέτοιας αντιπαράθεσης το Δικαστήριο μένει μόνο με την μια πλευρά της ιστορίας και μπορεί για το λόγο αυτό να την απορρίψει ως μονόπλευρη και ασύμβατη με το δικαίωμα της άλλης πλευράς να έχει την κατάλληλη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση της επί του σημείου.
Θα δοθούν κάποια παραδείγματα στη συνέχεια τα οποία είναι ενδεικτικά της ποιότητας της μαρτυρίας που ο Εναγόμενος 2 πρόσφερε.
Ενώ του τέθηκαν υπόψη οι Καταστάσεις Λογαριασμού που έδειχναν συνεχή αύξηση του οφειλόμενου υπολοίπου, εξακολούθησε να ισχυρίζεται ότι πλήρωνε κανονικά επικαλούμενος μάλιστα και την ύπαρξη στοιχείων για το γεγονός αυτό χωρίς, τελικώς, να παρουσιάζει οτιδήποτε που να τεκμηριώνει και/ή να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του.
Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από τα πρακτικά:
E. Αυτά τα Τεκμήρια που έχουν κατατεθεί και είναι από το 2008 μέχρι τη μέρα του τερματισμού το 2012, δείχνουν συνεχώς χρεώσεις, υπερβάσεις;
A. Ε; Εν τζιαί είχε υπερβάσεις.
E. Αφού σας λέω δείχνουν συνεχώς χρεώσεις και υπερβάσεις, αυτό σας λέω. Ήνταλως δεν έχουν;
A. Εκείνο το δάνειο είχε standing order και πληρώνετουν από τον ενοικιαστή της αποθήκης.
E. Κύριε μάρτυς, πληρώνετουν κανονικά; Ξεκινά από 76.000 και συνεχώς αυξάνεται.
Δικαστήριο (προς κ. Ιωαννίδη): Είμαστε σε κάποιο statement λογαριασμού;
κ. Ιωαννίδης: Το Τεκμήριο 28 Εντιμοτάτη.
A. Μιλάτε από το 2008;
Ο κύριος Ιωαννίδης συνεχίζει:
E. Ναι, από το 2008.
A. Για όνομα του Θεού.
……………………………………………………………………………………
Ε. Το πήρατε;
A. Πληρώνετουν με standing order απευθείας και τα λεφτά όταν κίνησαν την αγωγή‑‑
E. 76.000 ξεκινά, γίνεται 104.000, 133.000, τα βλέπετε;
A. Αυτά τα πράγματα ούτε τα αναγνωρίζω, αλλά ούτε και τα δέχομαι, εγώ πλήρωνα κανονικά, έχει στοιχεία που πλήρωνα.
E. Κύριε μάρτυς, ο λογαριασμός σας ξεκινά από 76.000, το υπόλοιπο σας αυξάνεται συνεχώς;
A. Δεν ήταν 76.000, ήταν 80.000.
E. Γίνονται 104.000, στην τρίτη σελίδα 133.000, μειώνεται σε 132.000, 130.000, 128.000, 127.000, για να μην σας τα διαβάσω όλα και τελειώνει την ημέρα του τερματισμού σε 90. 323, 15. Στην τελευταία σελίδα Εντιμοτάτη.
Δικαστήριο (προς κ. Ιωαννίδη): Εκείνο που είναι 90.000 που λέτε;
κ. Ιωαννίδης: Ναι, 31.07.12.
A. Και σημαίνει ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι αληθή από την τράπεζα; Εγώ έχω αντίθετη γνώμη…….
Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του αναφερόμενος στην πρόταση που είχε υποβάλει στην Τράπεζα για σκοπούς εξόφλησης, όπως ο ίδιος το έθεσε, ισχυρίστηκε και πάλι χωρίς να παρουσιάζει οποιαδήποτε στοιχεία ότι το ποσό που αφορούσε η πρόταση ήταν για €350.000 γιατί αυτή ήταν, κατά τον ίδιο, η οφειλή του.
E. Γιατί δεν πληρώσετε;
A. Αφού δεν δέχονταν κύριε Δώρο.
E. Πήγετε να τους δώσετε λεφτά και δεν δέχονταν;
A. Ο κύριος Κωνσταντίνου έβαλε το χέρι του να μιλήσει, ήταν παρών σε όλες τις περιπτώσεις, δεν το δέχομαι να με κατηγορά κάποιος άδικα.
………………………………………………
E. Και ότι είναι 350.000 η πρόταση σας για να τους εξοφλήσετε;
A. Μάλιστα.
E. Αυτή είναι η πρόταση που κάμνετε πάντα δηλαδή.
A. Ναι, αφού τόσα έπρεπε να πιάσουν.
E. Δηλαδή εσείς καθορίσετε ένα ποσό, είπετε τους πιάστε αυτό το ποσό και σας εξοφλώ, αυτό εννοείτε τώρα που μας τα λέτε.
A. Κύριε Ιωαννίδη, εσύ ξέρεις με και βλέπεις με αυτήν τη στιγμή, εν τζιαί ξέρεις ποιος ήταν ο XXXXX όταν έκαμνες συναλλαγές με την Εθνική Τράπεζα.
E. Όχι κύριε‑‑
A. Εγώ γλίτωσα ανθρώπους, πλήρωνα ανθρώπους που ήταν να χάσουν τη δουλειά τους και γλίτωσα τους.
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Το ερώτημα όμως κύριε Παύλου, σας έχει ρωτήσει κατά πόσο εσείς αυτό βασικά που λέτε είναι ότι τους έχετε προτείνει 350.000 και τόσα θέλετε να πληρώσετε.
A. Ναι, αυτά έπρεπε να πάρουν.
Ο κύριος Ιωαννίδης συνεχίζει:
E. Δηλαδή αυτή ήταν η θέση σας;
A. Καλά κύριε, εσείς θέλετε να πείτε ότι μπορείτε να ξέρετε ότι η τράπεζα έπρεπε να πάρει παραπάνω το 2012;
E. Εγώ κύριε έχω τους λογαριασμούς, οι οποίοι λένε τα εξής.
A. Λογαριασμούς τους οποίους σου έδωσε η τράπεζα, οι δικοί μας λογαριασμοί με τους λογιστές είναι άλλοι.
Περαιτέρω ενώ η εκδοχή του ήταν ότι υπήρξε μεταξύ της Τράπεζας και των Εναγομένων προφορική Συμφωνία η οποία αντικατέστησε τις προηγούμενες Συμφωνίες και με την οποία συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του Λογαριασμού του Τρεχουμένου και του ενός εκ των δύο Δανείων με μειωμένα ποσά εντούτοις, όλως παραδόξως, στις επιστολές που κατέθεσε ως Τεκμήρια 36 και 37 και οι οποίες απευθύνονταν στην Τράπεζα κατά τα έτη 2013 και 2019 ουδεμία αναφορά γίνεται σε τέτοια προφορική Συμφωνία.
Κατ΄ακολουθίαν της πιο πάνω αξιολόγησης επί των αμφισβητουμένων της υπόθεσης σημείων η μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν ήταν αξιόπιστη και, επομένως, δεν γίνεται δεκτή.
Ακολουθεί στη συνέχεια η εξέταση των επιμέρους ζητημάτων που, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, χρήζουν απόδειξης προς το σκοπό κατάληξης στα αναγκαία ευρήματα.
Α. Οι Συμφωνίες των Διαδίκων
Ο Μ.Ε.1 είναι υπάλληλος της Ενάγουσας στη Διεύθυνση Διαχείρισης Οριστικών Καθυστερήσεων.
Κατά τη μαρτυρία του (Έγγραφο 1) παρουσίασε τα σχετικά με την Αγωγή έγγραφα που επιμαρτυρούν την αξίωση της Τράπεζας (Τεκμήρια 1 - 31).
Επισημαίνεται εξαρχής ότι δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση ούτε ή ύπαρξη, ούτε η εγκυρότητα των επίδικων Συμφωνιών καθώς και εξασφαλίσεων.
Αντίθετα υπήρξε αποδοχή τόσο της σύναψης όσο και της εγκυρότητας τους από τον Εναγόμενο 2 κατά την κυρίως εξέταση του.
Συμφωνία Τρεχούμενου με αρ. λογαριασμού XXXXX004-7 (νέος αριθμός XXXXX074-8).
Κατόπιν Αίτησης της Εναγόμενης 1 εταιρείας ημερ. 15/2/2001 και επιστολής προσφοράς (Letter of Offer) της Ενάγουσας Τράπεζας ημερ. 8/3/2001, Τεκμήριο 3, την οποία η Εναγόμενη 1 απεδέχθη, συμφωνήθηκε η χορήγηση στην Εναγόμενη 1 ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό ύψους Λ.Κ.10.000 (ισάξιο σε €17.086,01) υπό τους όρους που διαλαμβάνονται στο εν λόγω Τεκμήριο.
Προς εξασφάλιση της πιο πάνω Συμφωνίας ημερ. 8/3/2001, οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν στις 8/3/2001 Έγγραφο Εγγυήσεως και Αποζημιώσεως (Τεκμήριο 4) υπό τους όρους που διαλαμβάνονται στο εν λόγω Τεκμήριο.
Κατόπιν Αιτήσεως της Εναγόμενης 1 ακολούθησαν ανανεώσεις και αυξήσεις του ορίου του Τρεχούμενου λογαριασμού.
Συμφωνία Δανείου με αρ. λογαριασμού XXXXX0070
Κατόπιν Αίτησης της Εναγόμενης 1 εταιρείας ημερ. 20/9/2001 και επιστολής προσφοράς (Letter of Offer) της Ενάγουσας Τράπεζας, Τεκμήριο 6, την οποία η Εναγόμενη 1 απεδέχθη στις 6/11/2002, συμφωνήθηκε όπως η Ενάγουσα παραχωρήσει στην Εναγόμενη 1 δάνειο για ποσό Λ.Κ.250.000 (ισάξιο σε €427.150,36) υπό τους όρους και εξασφαλίσεις που διαλαμβάνονται στο εν λόγω Τεκμήριο.
Στα πρακτικά της συνεδρίασης του Δ.Σ. της Εναγόμενης 1 εταιρείας ημερ. 6/11/2002, Τεκμήριο 7, αναφέρεται ο Εναγόμενος 2 υπό την ιδιότητα του Γραμματέα και Συμβούλου της Εναγόμενης 1 και ρητά εξουσιοδοτείται να υπογράψει εκ μέρους της Εναγόμενης 1 κάθε αναγκαίο έγγραφο ή έγγραφα σε σχέση με την παραχώρηση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων.
Προς εξασφάλιση της πιο πάνω Συμφωνίας ημερ. 6/11/2002, οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν την ίδια ημέρα Έγγραφο Εγγυήσεως και Αποζημιώσεως (Τεκμήριο 9) υπό τους όρους που διαλαμβάνονται στο εν λόγω Τεκμήριο.
Προς περαιτέρω εξασφάλιση των ως άνω πιστωτικών διευκολύνσεων η Εναγόμενη 1 συμφώνησε στις 6/11/2002 με την Ενάγουσα Τράπεζα για την εγγραφή κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί ολόκληρης της περιουσίας της για ποσό Λ.Κ.100.000 (ισάξιο σε €170.860,14) η οποία και ενεγράφη με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 90 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 στις 25/11/2002 (Τεκμήριο 10).
Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δ.Σ. της Εναγόμενης 1 ημερ. 1/11/2002 (μέρος του Τεκμηρίου 10) αναφέρεται ο Εναγόμενος 2 υπό την ιδιότητα του Γραμματέα και Συμβούλου της Εναγόμενης 1 και ρητά εξουσιοδοτείται να υπογράψει εκ μέρους της Εναγόμενης 1 κάθε αναγκαίο έγγραφο για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας και Ομολόγου καθώς και τη νομότυπη καταχώρησή του στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών.
Επίσης, προς περαιτέρω εξασφάλιση των ως άνω πιστωτικών διευκολύνσεων η Εναγόμενη 1 συμφώνησε με την Ενάγουσα Τράπεζα για εγγραφή πάγιας επιβάρυνσης επί μηχανημάτων της Εταιρείας για το ποσό Λ.Κ.80.000 (ισάξιο σε €136.688,12) η οποία και ενεγράφη με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 90 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 στις 25/11/2002 (Τεκμήριο 11).
Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δ.Σ. της Εναγόμενης 1 ημερ. 1/11/2002 (μέρος του Τεκμηρίου 11) αναφέρεται ο Εναγόμενος 2 υπό την ιδιότητα του Γραμματέα και Συμβούλου της Εναγόμενης 1 και ρητά εξουσιοδοτείται να υπογράψει εκ μέρους της Εναγόμενης 1 κάθε αναγκαίο έγγραφο για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας καθώς και τη νομότυπη καταχώρησή της στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών.
Προς περαιτέρω εξασφάλιση των ως άνω πιστωτικών διευκολύνσεων η Εναγόμενη 1 παραχώρησε στην Ενάγουσα και η Ενάγουσα αποδέχτηκε την ακόλουθη Υποθήκη η οποία δεόντως δηλώθηκε και ενεγράφη στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας με τα σχετικά έγγραφα υποθηκών ως ακολούθως:
· Αρ. Δηλώσεως Υποθήκης XXXXX Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας ημερ. 6/11/2002 για ποσό Λ.Κ.260.000 (ισάξιο σε €444.236,37) επί του ακινήτου ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 με αρ. Εγγραφής L18/05.05.89, Φ/Σχ. ΧΧΧ/41.W.1, E1.33.W.2E, Βιομηχανικό Κτίριο, το όλο μερίδιο (Τεκμήριο 24).
Συμφωνία Δανείου με αρ. λογαριασμού 5213364915
Κατόπιν Αίτησης της Εναγόμενης 1 ημερ. 6/11/2007 και επιστολής προσφοράς (Letter of Offer) ημερ. 20/12/2007 συμφωνήθηκε όπως η Ενάγουσα παραχωρήσει στην Εναγόμενη 1 δάνειο για ποσό Λ.Κ.80.000 (ισάξιο σε €136.688,12) υπό τους όρους που διαλαμβάνονται στο εν λόγω Τεκμήριο.
Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δ.Σ. της Εναγόμενης 1 ημερ. 20/12/2007 (Τεκμήριο 15) αναφέρεται ο Εναγόμενος 2 υπό την ιδιότητα του Γραμματέα και Συμβούλου της Εναγόμενης 1 και ρητά εξουσιοδοτείται να υπογράψει εκ μέρους της Εναγόμενης 1 κάθε αναγκαίο έγγραφο σε σχέση με την παραχώρηση της επίδικης πιστωτικής διευκόλυνσης.
Προς εξασφάλιση της ως άνω πιστωτικής διευκόλυνσης η Εναγόμενη 1 παραχώρησε στην Ενάγουσα και η Ενάγουσα αποδέχθηκε την ακόλουθη Υποθήκη στην οποία δεόντως δηλώθηκε και ενεγράφη στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας μαζί με τα σχετικά έγγραφα υποθήκης ως ακολούθως:
· Αρ. Δηλώσεως Υποθήκης XXXXX/07 Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας ημερ. 27/12/2007 για ποσό Λ.Κ.80.000 (ισάξιο σε €136.688,12) επί των πιο κάτω ακινήτων ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1.
α. Βιομηχανική Περιοχή Εργατών, αρ. Εγγραφής L18/05.05.89, Φ/Σχ. ΧΧΧ/41.W.1, E1.33.W.2E, , Τμήμα D, Τεμάχιο μέρος των XXXXX, XXXXX, XXXXX, XXXXX, XXXXX, XXXXX, Βιομηχανικό Κτίριο, το όλο μερίδιο.
β. Βιομηχανική Περιοχή Εργατών, αρ. Εγγραφής L37/29.06.92, Φ/Σχ. ΧΧΧ/41.W.1, E1, Τμήμα D, Τεμάχιο μέρος των XXXXX, XXXXX, XXXXX, Βιομηχανικό Κτίριο, το όλο μερίδιο.
B. Δικαίωμα Τερματισμού
Όπως προέκυψε από την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.1, την οποία έχω αποδεκτεί, σε συνάρτηση με τις Καταστάσεις Λογαριασμού που κατέθεσε, σταδιακά τα επίδικα Δάνεια και ο επίδικος Τρεχούμενος Λογαριασμός κατέστησαν μη εξυπηρετούμενα εφόσον οι συμφωνηθείσες δόσεις των δανείων δεν καταβάλλοντο κατά το χρόνο που αυτές καθίσταντο πληρωτέες και/ή ενόψει της μη πληρωμής των οφειλομένων όπως προνοείτο στις επίδικες Συμφωνίες ενώ καθόσον αφορά τον Τρεχούμενο λογαριασμό αυτός παρουσίαζε υπέρβαση πέραν του εγκεκριμένου ορίου.
Στις επίδικη Συμφωνία, «Βασική Συμφωνία» υπάρχει όρος που δίδει το δικαίωμα στην Ενάγουσα Τράπεζα να τερματίσει ανά πάσα στιγμή τις επίδικες Συμφωνίες και να απαιτήσει άμεση πληρωμή των πιστωτικών διευκολύνσεων καθιστώντας απαιτητό και πληρωτέο κάθε οφειλόμενο ποσό από τον πελάτη συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων, δαπανών και άλλων εξόδων. Όπως προκύπτει από τους σχετικούς όρους των επίδικων Συμφωνιών στους οποίους γίνεται αναφορά στην συνέχεια, η Τράπεζα θα μπορούσε να τερματίσει τις Συμφωνίες ακόμη και αν δεν υπήρχε διάρρηξη των όρων αποπληρωμής τους και/ή υπέρβαση πέραν του εγκεκριμένου ορίου.
Οι σχετικοί με το ως άνω ζήτημα όροι 4 και 5 στην επίδικη Συμφωνία («Βασική Συμφωνία») παρατίθενται πιο κάτω:
«4. Η Τράπεζα θα έχει δικαίωμα οποτεδήποτε και χωρίς προειδοποίηση στον πελάτη, να δημιουργεί και θέτει σε εφαρμογή οποιοδήποτε νέο ή νέους λογαριασμούς και να μεταφέρει σ’αυτούς οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό ή να τους καταργεί ή τερματίζει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και να καθιστά απαιτητά οποιαδήποτε Δάνεια και/ή Τραπεζικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν ή θα παραχωρηθούν στον πελάτη και να ζητήσει από τον πελάτη πληρωμή και εξόφληση κάθε ποσού που ο πελάτης θα οφείλει στην Τράπεζα, περιλαμβανόμενου του κεφαλαίου, των τόκων, των προμηθειών, των Τραπεζικών δικαιωμάτων και οποιουδήποτε άλλου οφειλόμενου ποσού σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα, χρεώσεις και δαπάνες…….[…….]»
«5. Ευθύς ως τα εν λόγω Δάνεια και/ή Τραπεζικές διευκολύνσεις καταστούν απαιτητές για οποιοδήποτε λόγο ή αιτία, ο πελάτης θα πρέπει να πληρώσει αμέσως κάθε ποσό που θα οφείλει στην Τράπεζα περιλαμβανόμενου κεφαλαίου, τόκου, προμήθειας, δικαιωμάτων, δαπανών και άλλων εξόδων και παράλειψη του πελάτη να το πράξει αμέσως, θα έχει ως συνέπεια τη χρέωση του/των λογαριασμού/ών του με τόκο και λοιπές επιβαρύνσεις όπως η Τράπεζα θα αποφασίζει κατά καιρούς και κατά την απόλυτη κρίση της ή άλλως πως από την ημερομηνία που τα εν λόγω ποσά και υποχρεώσεις έπρεπε να πληρωθούν και η Τράπεζα θα έχει δικαίωμα να διεκδικήσει δικαστικώς ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο την πληρωμή κάθε οφειλής του πελάτη πλέον των δικαστικών, δικηγορικών και άλλων εξόδων οποιουδήποτε είδους μέχρι την πλήρη αποπληρωμή και εξόφληση.»
Όσον αφορά τον τρόπο αποπληρωμής των επίδικων δανείων, σε ό,τι αφορά το δάνειο με αρ. λογαριασμού XXXXX0070 διαλαμβάνετο στην επιστολή Προσφοράς (Τεκμήριο 6) η αποπληρωμή με μηνιαίες δόσεις Λ.Κ.3.100 η κάθε μία, η πρώτη καταβλητέα έναν μήνα μετά τη χορήγηση και εξόφληση σε 10 χρόνια.
Αναφορικά με το άλλο δάνειο με αρ. λογαριασμού XXXXX4915, στην επιστολή Προσφοράς (Τεκμήριο 12) διαλαμβάνετο ότι η αποπληρωμή θα γινόταν με ίσε μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις Λ.Κ.1.000 η κάθε μία, της πρώτης καταβλητέας έναν μήνα μετά την αποπεράτωση του έργου – για το οποίο δόθηκε το εν λόγω δάνειο, ήτοι για κάλυψη μέρους του κόστους ανέγερσης αποθηκευτικού χώρου που θα εφάπτετο του εργοστασίου της Εναγόμενης 1 στους Εργάτες – και όχι αργότερα από την 1/5/2008.
Οι Ενάγοντες με διάφορες προειδοποιητικές επιστολές τους ημερ. 27/2/2009, 31/3/2009, 30/4/2009, 29/5/2009, 31/8/2009, 30/9/2009, 30/11/2009, 30/6/2010, 31/12/2010, 30/12/2011, 31/1/2012, 30/3/2012, 30/4/2012, 31/5/2012 και 29/6/2012 ενημέρωναν την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία Εναγόμενη 1 καθώς και τους Εναγόμενους 2 και 3 για τις καθυστερημένες δόσεις των δύο δανείων καθώς επίσης και για το ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός ήταν σε υπέρβαση. Οι πιο πάνω επιστολές κατατέθηκαν ως δέσμη και αποτελούν τα Τεκμήρια 29α, 29β και 29γ.
Περαιτέρω οι Ενάγοντες με επιστολές τους ημερ. 31/7/2012 απευθυνόμενες προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία Εναγόμενη 1, καθώς και τους Εναγόμενους 2 και 3, τους ενημέρωναν ότι τερμάτιζαν τις επίδικες Συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς και τη λειτουργία των λογαριασμών τους μεταφέροντας το υπόλοιπό τους στις Οριστικές Καθυστερήσεις. Οι εν λόγω επιστολές τερματισμού κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 30α, 30β και 30γ.
Σε σχέση με τον τερματισμό των συμφωνιών πολύ κατατοπιστική είναι η υπόθεση Lombard Natwest v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465 στην οποία ο σχετικός όρος στην επίδικη Συμφωνία προέβλεπε τα εξής:
«3. Η Τράπεζα δικαιούται οποτεδήποτε θελήσει και άνευ προειδοποιήσεως προς τον πελάτην να τερματίση την λειτουργίαν οιουδήποτε λογαριασμού και/ή καταστήση απαιτητόν ή απαιτητά οιονδήποτε δάνειον και/ή πίστωσιν και/ή αλλάς Τραπεζικάς ή πιστωτικάς διευκολύνσεις γενομένας ή γενησομένας προς τον πελάτην και ζήτηση αμέσως παρά του πελάτου την πληρωμήν όλων των ποσών, τα οποία ο πελάτης οφείλει εις την Τράπεζαν συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου, τόκου, προμηθείας και οιουδήποτε άλλου οφειλομένου ποσού εν σχέσει προς οιαδήποτε έξοδα, χρεώσεις και δαπανάς."
Αποφασίστηκε στη βάση του πιο πάνω όρου ότι «το κυρίαρχο στοιχείο στη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης αποπληρωμής είναι ο τερματισμός του λογαριασμού ενώ η ειδοποίηση προς τον πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή επωδός της υποχρέωσης αυτής και όχι προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος ανάκτησης του χρέους.» Αναφέρθηκε, ακόμη, ότι στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων ο τερματισμός του λογαριασμού συνιστά πράξη προσδιοριστική του χρέους και συναφώς των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Επομένως, όπως επισημάνθηκε, στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού «ο τερματισμός του και ο καθορισμός του ποσού αποτελούν πράξη προσδιοριστική του ποσού το οποίο καθίσταται απαιτητό.»
Στις υποθέσεις που αφορούν απαιτήσεις επί τη βάση ενός απλού δανείου, όπως είναι οι επίδικες Συμφωνίες Δανείου στην παρούσα υπόθεση, σε ό,τι αφορά τον πρωτοφειλέτη δεν χρειάζεται απαίτηση πληρωμής προτού κινηθεί η αγωγή για το χρέος[3]. Ενώ στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω ο τερματισμός του λογαριασμού και ο καθορισμός του ποσού αποτελούν πράξη προσδιοριστική του ποσού το οποίο καθίσταται απαιτητό.
Των πιο πάνω λεχθέντων διαπιστώνεται ότι επήλθε διάρρηξη των Συμφωνιών. Στην υπό εξέταση περίπτωση υπάρχει μαρτυρία, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ότι η Ενάγουσα Τράπεζα τερμάτισε τις επίδικες Συμφωνίες.
Περαιτέρω προέκυψε και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι κατά τις 31/7/2012 που οι Ενάγοντες τερμάτισαν τις επίδικες Συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς και τη λειτουργία των λογαριασμών τους, ήτοι δύο δάνεια και παραχώρηση ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό, οι Ενάγοντες νομιμοποιούντο να το πράξουν.
Γ. Οι Προειδοποιητικές Επιστολές και οι Επιστολές Τερματισμού
Με βάση την αξιόπιστη και μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία του Μ.Ε.1 οι Ενάγοντες με διάφορες προειδοποιητικές επιστολές τους ως αναφέρθηκε ανωτέρω (ημερ. 27/2/2009, 31/3/2009, 30/4/2009, 29/5/2009, 31/8/2009, 30/9/2009, 30/11/2009, 30/6/2010, 31/12/2010, 30/12/2011, 31/1/2012, 30/3/2012, 30/4/2012, 31/5/2012 και 29/6/2012) ενημέρωναν την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία Εναγόμενη 1 καθώς και τους Εναγόμενους 2 και 3 για τις καθυστερημένες δόσεις των δύο δανείων καθώς επίσης και για το ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός ήταν σε υπέρβαση. Οι πιο πάνω επιστολές κατατέθηκαν ως δέσμη και αποτελούν τα Τεκμήρια 29α, 29β και 29γ.
Περαιτέρω οι Ενάγοντες με επιστολές τους ημερ. 31/7/2012 απευθυνόμενες προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία Εναγόμενη 1, καθώς και τους Εναγόμενους 2 και 3, τους ενημέρωναν ότι τερμάτιζαν τις επίδικες Συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς και τη λειτουργία των λογαριασμών τους μεταφέροντας το υπόλοιπό τους στις Οριστικές Καθυστερήσεις. Οι εν λόγω επιστολές τερματισμού κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 30α, 30β και 30γ.
Εν πρώτοις να επισημάνω ότι αναφορικά με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε από την Ενάγουσα για την αποστολή των επιστολών τερματισμού σχετικός είναι ο όρος 20 ο οποίος έχει ως εξής:
«Κάθε ειδοποίηση/κοινοποίηση δυνάμει του Εγγράφου αυτού μπορεί να αποστέλλεται στον πελάτη με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή επιδίδεται σ’ αυτόν δια χειρός στη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του».
Για να είναι υπόχρεος ο εγγυητής να καταβάλει το χρέος και συνεπώς να μπορεί να εναχθεί πρέπει να τηρούνται δύο προϋποθέσεις. Το χρέος πρέπει να έχει καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη, να έχει δηλαδή ο πρωτοφειλέτης υποχρέωση για την αποπληρωμή του και να έχει υποβληθεί αξίωση αποπληρωμής από τον δανειστή προς τον εγγυητή αν υφίσταται τέτοια πρόνοια στη συμφωνία εγγύησης.
Εφόσον το χρέος καταστεί πληρωτέο από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής καθίσταται παράλληλα υπόλογος για την αποπληρωμή του χωρίς να παρίσταται ανάγκη, εκτός αν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου, υποβολής αξίωσης από το δανειστή προς τον εγγυητή να το αποπληρώσει[4]. Μπορεί, όμως, τα μέρη να καταστήσουν την παροχή ειδοποίησης από το δανειστή στον εγγυητή μέρος της συμφωνίας για την ανάκτηση του. Και σε εκείνη ακόμα την περίπτωση η παροχή ειδοποίησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος αλλά δευτερεύοντα όρο για την εκτελεστότητα του χρέους, δηλαδή τη δυνατότητα ανάκτησης του.
Όσον αφορά το Εγγυητήριο έγγραφο, Τεκμήριο 4 με το οποίο οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν αλληλεγγύως και κεχωρισμένως την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, ήτοι της Εναγόμενης 1 εταιρείας προς την Τράπεζα μέχρι ποσού Λ.Κ.85.000 το Εγγυητήριο έγγραφο, Τεκμήριο 9 με το οποίο οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν αλληλεγγύως και κεχωρισμένως την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, ήτοι της Εναγόμενης 1 εταιρείας προς την Τράπεζα μέχρι ποσού Λ.Κ. 465.000, δυνάμει του όρου 11 η υποχρέωση τους για πληρωμή θα αρχίζει από τη στιγμή που θα γίνει γραπτή ζήτηση από την Τράπεζα μέσω επιστολής που θα παραδοθεί σε αυτούς δια χειρός ή θα αποσταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που έχουν δηλώσει στην τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση τους. Ο εν λόγω όρος έχει ως ακολούθως:
«Η υποχρέωση του Εγγυητού για πληρωμή δυνάμει του Εγγράφου αυτού θ’αρχίζει από τη στιγμή που θα γίνει γραπτή ζήτηση από την Τράπεζα για το σκοπό αυτό με επιστολή της Τράπεζας που θα παραδοθεί δια χειρός στον Εγγυητή ή θα αποσταλεί με συνηθισμένο προπληρωμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του».
Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι φανερό ότι οι συμβαλλόμενοι, δηλ. η Τράπεζα από την μια (Ενάγουσα) και οι εγγυητές από την άλλη (Εναγόμενοι 2 και 3, κατέστησαν μέρος της Συμφωνίας Εγγύησης την αναγκαιότητα παροχής προς τους εγγυητές ειδοποίησης και δη γραπτής έτσι ώστε να άρχεται η δυνατότητα ανάκτησης από αυτούς του οφειλόμενου ποσού.
Το ότι οι Ενάγοντες τερμάτισαν στις 31/7/2012 τις επίδικες Συμφωνίες είναι παραδεκτό και στην Υπεράσπιση των Εναγομένων.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι επίδικοι λογαριασμοί έχουν δεόντως τερματισθεί, τα χρεωστικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς αυτούς έχουν καταστεί απαιτητά έναντι της πρωτοφειλέτιδας Εταιρείας από την οποία απαιτήθηκε να τα εξοφλήσει και έχουν προς τούτο ειδοποιηθεί οι εγγυητές από τους οποίους, επίσης, απαιτήθηκε η εξόφληση τους.
Δ. Οφειλόμενο υπόλοιπο
Στην Υπεράσπιση της οι Εναγόμενοι, μεταξύ άλλων ζητημάτων που εγείρουν, αρνούνται και τον ισχυρισμό της Ενάγουσας Τράπεζας αναφορικά με το οφειλόμενο υπόλοιπο στους επίδικους λογαριασμούς Δανείων και Τρεχούμενου.
Όπως είναι πάγια νομολογημένο στις πολιτικές υποθέσεις το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του Ενάγοντα, ο οποίος θα πρέπει να ικανοποιήσει με επαρκή μαρτυρία και αποδεικτικά στοιχεία ότι η θέση και η εκδοχή του, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων είναι πιο πιθανή παρά όχι. Σε περίπτωση, λοιπόν, που η Τράπεζα ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση[5]. Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μια εκδοχή ως προς τα γεγονότα τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός εάν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο[6].
Ανάμεσα λοιπόν στα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης ήταν και η απόδειξη των διεκδικούμενων υπολοίπων. Για το σκοπό αυτό η πλευρά της Ενάγουσας κατέθεσε, μέσω του Μ.Ε.1, Καταστάσεις Λογαριασμού ως ακολούθως:
→ Αναφορικά με τον Τρεχούμενο Λογαριασμό με αριθμό λογαριασμού XXXXX004-7 το Τεκμήριο 26.
→ Αναφορικά με τη Δανειακή Σύμβαση με αριθμό λογαριασμού XXXXX4007 το Τεκμήριο 27.
→ Αναφορικά με τη Δανειακή Σύμβαση με αριθμό λογαριασμού XXXXX491-5 το Τεκμήριο 28.
Σε κατοπινό στάδιο της ακρόασης η πλευρά των Εναγόντων κατέθεσε, μέσω της Μ.Ε.2, αναδομημένες Καταστάσεις Λογαριασμού σε σχέση με τους τρείς πιο πάνω Λογαριασμούς στις οποίες περιλαμβάνονται οι διάφορες κατηγορίες εξόδων που οι εν λόγω Λογαριασμοί χρεώθηκαν ως ακολούθως:
► Αναφορικά με τον Τρεχούμενο Λογαριασμό:
i. Ως Τεκμήριο 33(1) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα βιβλιαρίου επιταγών το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €440,43.
ii. Ως Τεκμήριο 33(2) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα υπέρβασης ορίου το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε € 7.530,88.
iii. Ως Τεκμήριο 33(3) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα για εντολή μη πληρωμής επιταγής το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €147,34.
iv. Ως Τεκμήριο 33(4) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα έκδοσης Κατάστασης το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €451,10.
v. Ως Τεκμήριο 33(5) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα εκτέλεσης ή μη εκτέλεσης πάγιας εντολής το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €276,79.
vi. Ως Τεκμήριο 33(6) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα επιστροφής επιταγής της Εθνικής Τράπεζας και άλλων Τραπεζών το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €2.178,86.
vii. Ως Τεκμήριο 33(7) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε έκδοση Πιστοποιητικού Υπολοίπων το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €344,60.
viii. Ως Τεκμήριο 33(8) όλες οι χρεώσεις που αφορούν σε Προμήθεια το σύνολο των οποίο ανέρχεται σε €5.069,00.
Ήτοι συνολικό ποσό εξόδων € 16.439,00
► Αναφορικά με τη Δανειακή Σύμβαση με αριθμό λογαριασμού XXXXX4007 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 34 κατάσταση που αφορά τις ακόλουθες κατηγορίες εξόδων:
i. Χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα έκδοσης κατάστασης το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε €134,85.
ii. Χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα μη εκτέλεσης πάγιας εντολής το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε €13,67.
iii. Χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα αποστολής επιστολής το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε €15,00.
iv. Χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα καθυστερήσεων το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε €1.495,00.
Ήτοι συνολικό ποσό εξόδων € 1.658,52.
► Αναφορικά με τη Δανειακή Σύμβαση με αριθμό λογαριασμού XXXXX491-5 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 35 κατάσταση που αφορά τις ακόλουθες κατηγορίες εξόδων:
i. Χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα έκδοσης κατάστασης το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε €94,00.
ii. Χρεώσεις που αφορούν σε έξοδα καθυστερήσεων το σύνολο των οποίων ανέρχεται σε €50,00.
Ήτοι συνολικό ποσό εξόδων €144,00
Να επισημάνω εδώ ότι, όπως υποδεικνύεται στη νομολογία, η αναδόμηση λογαριασμών είναι επιτρεπτή ενέργεια που δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτός δικογράφων όταν κρίνεται από την Τράπεζα ότι θα πρέπει να διαμορφώσει το ποσό της απαίτησης της προς τα κάτω με αφαίρεση χρεώσεων και δικαιωμάτων ή με διαφορετικό υπολογισμό των τόκων. Σχετικές υποθέσεις είναι η Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238 και Παναγιώτης Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192.
Στο σημείο αυτό να πούμε δύο λόγια σε σχέση με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπιστούν οι πιο πάνω Καταστάσεις Λογαριασμού. Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι οι Καταστάσεις Λογαριασμού που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν παρουσιασθεί ως αντίγραφα καταχώρησης σε τραπεζικό βιβλίο στη βάση των προνοιών του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 που προνοεί τα εξής:
«22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.
(2) Αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί ότι κατά τo χρόvo της καταχώρισης τo βιβλίo ήταv έvα από τα συvήθη βιβλία της τράπεζας και η καταχώριση έγιvε κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv και ότι τo βιβλίo βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τov έλεγχo της τράπεζας.
Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί από διευθυvτή ή υπάλληλo της τράπεζας είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση.
(3) Αvτίγραφo της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί περαιτέρω ότι τo αvτίγραφo έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι είvαι oρθό.
Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση, από πρόσωπo τo oπoίo έλεγξε τo αvτίγραφo με τηv αρχική καταχώριση. …………………………………………………………………………………………………
(6) Στo παρόv άρθρo-
"τράπεζα" ή "τραπεζίτης" σημαίvει τράπεζα η oπoία έχει άδεια vα διεξάγει τραπεζική εργασία δυvάμει τoυ περί Τραπεζικώv Εργασιώv (Πρoσωριvoί Περιoρισμoί) Νόμoυ.
"τραπεζικά βιβλία", oπoυδήπoτε απαvτάται, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει διαφoρετική έvvoια, περιλαμβάvει καθoλικά, ημερoλόγια, ταμεία, λoγιστικά βιβλία και άλλα αρχεία χρησιμoπoιoύμεvα κατά τη συvήθη εργασία τράπεζας, είτε αυτά είvαι σε γραπτή μoρφή είτε φυλάσσovται σε μικρoταιvίες, μαγvητoταιvίες ή σε oπoιαδήπoτε άλλη μoρφή μηχαvικoύ ή ηλεκτρovικoύ μηχαvισμoύ αvάκτησης πληρoφoριώv».
Στα εδάφια (2) και (3) του Άρθρου 22 τίθενται οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν ώστε να γίνει αποδεκτό έγγραφο (αντίγραφο).
Οι προϋποθέσεις είναι:
▬ Κατά το χρόνο καταχώρισης το βιβλίο να ήταν ένα από τα συνήθη βιβλία της Τράπεζας.
▬ Η καταχώριση να έγινε κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της.
▬ Το βιβλίο να βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τον έλεγχο της Τράπεζας.
▬ Το αντίγραφο να έχει συγκριθεί με την αρχική καταχώριση και να διαπιστώθηκε ότι είναι ορθό.
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις μπορούν να αποδειχθούν με σχετική ένορκη δήλωση ή προφορική μαρτυρία.
Για τις πρώτες τρεις αρκεί η μαρτυρία Διευθυντή ή υπαλλήλου της Τράπεζας, ενώ για την τελευταία, απαιτείται μαρτυρία από το πρόσωπο το οποίο έλεγξε το αντίγραφο με την αρχική καταχώριση.
Ο Μ.Ε.1, ο οποίος παρουσίασε τις καταστάσεις λογαριασμού αλλά και η Μ.Ε.2 η οποία έδωσε μαρτυρία αναφορικά με τις επίδικες Καταστάσεις Λογαριασμών, αναφέρθηκαν σε γεγονότα τα οποία ικανοποιούν το σύνολο των προϋποθέσεων του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Έχει αποδειχθεί ότι οι Ενάγοντες καταχωρούσαν τις χρεοπιστώσεις που αφορούσαν στους επίδικους λογαριασμούς σε τραπεζικό βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή, ήτοι σε ηλεκτρονικό υπολογιστή των Εναγόντων, το οποίο είναι ένα από τα συνήθη τραπεζικά βιβλία της Ενάγουσας και το οποίο βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τον έλεγχο της Ενάγουσας. Οι καταχωρήσεις των χρεοπιστώσεων γίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της Ενάγουσας και οι παρουσιασθείσες Καταστάσεις συνιστούν αντίγραφο των καταχωρήσεων, έχουν συγκριθεί με τις αρχικές καταχωρήσεις και διαπιστώθηκε ότι είναι ορθές.
Αποτελούν, συνεπώς, οι εν λόγω Καταστάσεις ενόψει του Άρθρου 22 (ανωτέρω) εκ πρώτης όψεως απόδειξη των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένοι σε αυτές.
Το Άρθρο 22 δημιουργεί ένα μαχητό τεκμήριο που αντιστρέφει το βάρος απόδειξης. Η συνέπεια της εφαρμογής του τεκμηρίου είναι να υποβοηθηθεί ο διάδικος προς όφελος του οποίου αυτό εγείρεται και να αναμένει να δει κατά πόσο ο αντίδικος θα αμφισβητήσει το τεκμήριο και θα παρουσιάσει ανταπόδειξη προς αντίκρουση του τεκμηρίου. Το βάρος απόδειξης, επομένως, για αντίκρουση των καταχωρίσεων στους επίδικους λογαριασμούς, ή, καλύτερα, στις καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών έχουν οι Εναγόμενοι. Με άλλα λόγια το αποδεικτικό βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους των Εναγομένων να καταδείξουν, αν αυτή ήταν η θέση τους, ότι δεν έγινε ανάληψη του ποσού των δανείων ή μέρους τους ή ότι υπήρξαν καταθέσεις ή οποιαδήποτε άλλα ποσά που έπρεπε να πιστωθούν στους λογαριασμούς[7]. Επισημαίνεται ότι κατά το στάδιο που κατέθετε τόσο ο Μ.Ε.1 όσο και η Μ.Ε.2 ουδεμία, ουσιαστικά, αντεξέταση έγινε από την πλευρά της Υπεράσπισης επί του περιεχομένου των Καταστάσεων Λογαριασμού που η Μ.Ε.1 κατέθεσε και των σχετικών σε αυτή καταχωρήσεων και, κατά συνέπεια, ουδεμία αμφισβήτηση της ορθότητας τους υπήρξε. Ούτε και προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει το εσφαλμένο του υπόλοιπου των λογαριασμών.
Κατά το στάδιο της αντεξέτασης, πέραν της γενικής υποβολής από τον συνήγορο Υπεράσπισης ότι οι Πίνακες που κατέθεσε η Μ.Ε.2 στο πλαίσιο των Αναδομημένων Καταστάσεων που παρουσίασε «δεν είναι αποδεκτοί» και ότι «είναι στην κρίση του Δικαστηρίου», ουδεμία άλλη αμφισβήτηση έγινε επί των Καταστάσεων Λογαριασμού των επίδικων Συμφωνιών. Ειδικότερα δεν έχει αμφισβητηθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρέωση ή οποιαδήποτε συγκεκριμένη καταχώρηση στις εν λόγω Καταστάσεις.
Για το ζήτημα αυτό είναι αρκετό να παραπέμψουμε στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479 όπου στη σελ. 493 λέχθηκαν τα εξής:
«Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Η εφεσείουσα τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της συμφωνίας (Τ.1), την σύναψη της συμφωνίας εγγύησης (Τ.8) και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των Τεκμηρίων 9 και 11. Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και 11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί). Από τη στιγμή που τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά το περιεχόμενό τους συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας. Έτσι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσίβλητωυ για να αποδείξουν την μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και/ή την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να ανακρούσουν την πιο πάνω μαρτυρία. Στην ουσία υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το Δικαστήριο.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι, επίσης, και η απόφαση στην υπόθεση Ιωαννίδης κ.ά v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 1/2010, ημερ. 8/7/2014:
«Η απόδειξη του υπολοίπου του λογαριασμού - Λόγος έφεσης 1
Το βασικό παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τις καταστάσεις λογαριασμού ως μαρτυρία του υπολοίπου του δανείου. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι συγκεκριμένες καταστάσεις λογαριασμών δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου και ούτε συνιστούσαν τραπεζικό βιβλίο σύμφωνα με το Νόμο.
Έχουμε εξετάσει το παράπονο των Εφεσειόντων και κατά την κρίση μας αυτό δεν ευ σταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποδέχθηκε τις καταστάσεις λογαριασμού, αφού οι Εφεσείοντες όχι μόνο δεν έφεραν ένσταση, αλλά ούτε και διατύπωσαν οποιαδήποτε επιφύλαξη στην κατάθεσή τους. Όμως ανεξαρτήτως τούτου, στη συνέχεια δεν κατάφεραν να αμφισβητήσουν το περιεχόμενο τους και ιδιαίτερα το υπόλοιπο που παρουσίαζαν.
Επίσης δεν ευσταθεί το παράπονο τους ως προς τη μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 22 του Κεφ. 9. Το δικαστήριο μπορεί να μην έκανε ειδική αναφορά στο άρθρο 22, αλλά από την όλη δομή της απόφασης είναι φανερό ότι είχε υπόψη του τις πρόνοιές του. Ανεξαρτήτως τούτου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 ικανοποιούνται αφού η Φωτεινή Βασιλείου, Μ.Ε.1, υπάλληλος της τράπεζας, στη μαρτυρία της έκανε ειδική αναφορά σ’ αυτή την πτυχή της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να πείσει την ευπαίδευτη Πρόεδρο του Δικαστηρίου για την ορθή τήρηση του Τραπεζικού Βιβλίου και την ορθότητα των καταστάσεων λογαριασμού, οι οποίες αποτελούσαν μέρος του Τραπεζικού Βιβλίου. Σύμφωνα με το Νόμο, αντίγραφα των καταχωρίσεων σε Τραπεζικά Βιβλία γίνονται δεκτά δυνάμει του άρθρου 22 ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιων καταχωρίσεων και τέτοιων θεμάτων και δοσοληψιών που είναι καταχωρισμένες σ’ αυτά (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) ΙΑ ΑΑΔ 479). Στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε μαρτυρία από τη Μ.Ε.1 ότι οι Εφεσείοντες διατηρούσαν και φύλαγαν Τραπεζικό Βιβλίο, ότι αυτό ήταν ένα από τα συνήθη Βιβλία της τράπεζας και ότι οι καταχωρίσεις στο Βιβλίο γίνονταν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της τράπεζας. Περαιτέρω, η Μ.Ε.1 διαβεβαίωσε ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασε συγκρίθηκαν από την ίδια με τις αρχικές καταχωρίσεις στα Τραπεζικά Βιβλία και βρέθηκαν ορθές.
Παρά τη σαφή μαρτυρία της Μ.Ε.1 ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 22, δεν έγινε καμία αντεξέταση επί του θέματος και ούτε κλήθηκε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας για να αποδείξει το εσφαλμένο του υπόλοιπου του λογαριασμού. Ως αποτέλεσμα, οι Εφεσείοντες απέτυχαν να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο που δημιουργήθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του Κεφ. 9 ως προς την εκ πρώτης όψεως αποδοχή και ορθότητα των λογαριασμών».
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Με δεδομένο ότι η πλευρά των Εναγόμενων δεν έχει κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης αμφισβητήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε χρέωση περιλαμβάνεται στους λογαριασμούς, η γενική και αόριστη θέση που προωθήθηκε κατά το στάδιο των Τελικών Αγορεύσεων ότι «υπήρξε υπερχρέωση των πρωτοφειλετών» δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Ούτε προβλήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης ότι δεν έγινε ανάληψη του προϊόντος των επίδικων δανείων ή ότι υπήρξαν και άλλες καταθέσεις ή οποιαδήποτε ποσά που θα έπρεπε να πιστωθούν στους επίδικους λογαριασμούς. Αν η πλευρά των Εναγομένων αμφισβητούσε οποιαδήποτε χρέωση στους επίδικους λογαριασμούς και, γενικότερα, την ορθότητα ή μη των Καταστάσεων Λογαριασμού όφειλε να αντεξετάσει σχετικά τόσο τον Μ.Ε.1 όσο και την Μ.Ε.2 κάτι, που επαναλαμβάνω, δεν έχει πράξει.
Στη βάση όλων των πιο πάνω είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι Καταστάσεις Λογαριασμού Τεκμήρια 26, 27 και 28 εμπεριέχουν τις πραγματικές δοσοληψίες που έγιναν σε αυτούς.
Ε. Οι Τόκοι
Η χρέωση τόκου είναι ζήτημα που εξαρτάται από τους όρους των επίδικων Συμφωνιών. Επαφίεται δηλαδή στα συμβαλλόμενα μέρη να καθορίσουν το ύψος του επιτοκίου όπως και έπραξαν στην υπό εξέταση περίπτωση.[8]
▲ Συμφωνία Τρεχούμενου με αρ. λογαριασμού XXXXX004-7
Με βάση τους όρους της Επιστολής Προσφοράς ημερ. 8/3/2001 (Τεκμήριο 3) ρητά συμφωνήθηκε ότι ο Τρεχούμενος Λογαριασμός θα χρεώνετο με βασικό επιτόκιο 7%, πρόσθετο επιτόκιο 2,75% και, συνεπώς, συνολικό επιτόκιο 9,75%.
▲ Συμφωνία Δανείου με αρ. λογαριασμού XXXXX0070
Με βάση τους όρους της Επιστολής Προσφοράς ημερ. 20/9/2001 (Τεκμήριο 6) ρητά συμφωνήθηκε ότι το Δάνειο θα χρεώνετο με βασικό επιτόκιο 5,50%, πρόσθετο επιτόκιο 2,50% και, συνεπώς, συνολικό επιτόκιο 8,00%.
▲ Συμφωνία Δανείου με αρ. λογαριασμού XXXXX4915
Με βάση τους όρους της Επιστολής Προσφοράς ημερ.6/11/2007 (Τεκμήριο 12) ρητά συμφωνήθηκε ότι το Δάνειο θα χρεώνετο με βασικό επιτόκιο 4,50%, πρόσθετο επιτόκιο 2,50% και, συνεπώς, συνολικό επιτόκιο 7,00%.
Στις Επιστολές Προσφοράς σε σχέση και με τις τρείς πιο πάνω επίδικες Πιστωτικές διευκολύνσεις Τεκμήρια 3, 6 και 12 προνοείτο ακόμη ότι:
Προνοείτο ακόμη ότι:
«….η Τράπεζα θα δικαιούται να προβαίνει σε ανατοκισμό, σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία και επίσης θα δικαιούται κατά την απόλυτη κρίση της όπως κατά καιρούς με γραπτή ειδοποίηση της προς εσάς ή με ανακοίνωση της στον ημερήσιο τύπο καθορίζει το ύψος του εκάστοτε βασικού και/ή πρόσθετου επιτοκίου ή τον τρόπο υπολογισμού του ή το χρόνο καταβολής του ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αλλαγή και σε τέτοια περίπτωση το νέο επιτόκιο όπως θα έχει καθοριστεί με τον πιο πάνω τρόπο από την Τράπεζα όπως και οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού ή στο χρόνο καταβολής του ή γενικά οποιαδήποτε άλλη αλλαγή θα έχει εφαρμογή στη Συμφωνία αυτή από την ημερομηνία της γνωστοποιήσεως δια του ημερήσιου τύπου ή της προς εσάς ειδοποιήσεως.»
Ανάλογη πρόνοια υφίσταται και στη Βασική Συμφωνία (Τεκμήριο 1) στον όρο 2 όπου αναφέρονται τα εξής:
«Νοείται ότι η Τράπεζα θα δικαιούται να προβαίνει σε ανατοκισμό, σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία και επίσης θα δικαιούται κατά την απόλυτη κρίση της όπως κατά καιρούς με γραπτή ειδοποίηση της στον πελάτη ή με ανακοίνωση της στον ημερήσιο τύπο καθορίζει το ύψος του εκάστοτε βασικού και/ή πρόσθετου επιτοκίου ή τον τρόπο υπολογισμού του ή το χρόνο καταβολής του ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αλλαγή και σε τέτοια περίπτωση το νέο επιτόκιο όπως θα έχει καθοριστεί με τον πιο πάνω τρόπο από την Τράπεζα όπως και οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού ή στο χρόνο καταβολής του ή γενικά οποιαδήποτε άλλη αλλαγή θα έχει εφαρμογή στη Συμφωνία αυτή από την ημερομηνία της γνωστοποιήσεως δια του ημερήσιου τύπου ή της προς τον πελάτη ειδοποιήσεως.»
Κατά συνέπεια οι Ενάγοντες με βάση τόσο τις Επιστολές Προσφοράς/Έγκρισης όσο και τη βασική Συμφωνία είχαν το δικαίωμα μεταβολής του εκάστοτε βασικού και πρόσθετου επιτοκίου μέσω γνωστοποίησης στον ημερήσιο Τύπο ή ειδοποιήσεως στον πελάτη.
Ως Τεκμήρια 31α, 31β και 31γ κατατέθηκαν από τον Μ.Ε.1 τα αντίγραφα των δημοσιεύσεων στον ημερήσιο Τύπο καθώς και επιστολές.
Δεν υπήρξε από πλευράς Υπεράσπισης οποιαδήποτε αμφισβήτηση αναφορικά με την ενημέρωση των Εναγομένων σχετικά με τις διακυμάνσεις του επιτοκίου στους επίδικους Λογαριασμούς.
Με την επιστολή τερματισμού το συνολικό επιτόκιο αυξήθηκε σε 14%, δηλαδή 6,25% βασικό επιτόκιο και 7,75% πρόσθετο επιτόκιο. Ειδικότερα το αποτέλεσμα της επιστολής τερματισμού ήταν η αύξηση του πρόσθετου επιτοκίου καθόσον αφορά τον τρεχούμενο λογαριασμό από 3,50% σε 7,75%, ενώ για το δάνειο με αριθμό λογαριασμού XXXXX40070 και το δάνειο με αριθμό λογαριασμού XXXXX4915 αύξηση του βασικού επιτοκίου από 0,75% σε 6,25%[9].
Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα της Ενάγουσας για να αξιώνει τόκο υπερημερίας αυτό πηγάζει καθόσον αφορά τον Τρεχούμενο Λογαριασμό από τις πρόνοιες του όρου Δ (γ) του Τεκμηρίου 3 όπου διαλαμβάνεται 1,75% ως επιβάρυνση υπέρβασης ορίου, ενώ καθόσον αφορά τα Δάνεια αυτό πηγάζει από τον όρο Δ (γ) του Τεκμηρίου 6 όπου διαλαμβάνεται 2% πρόσθετη επιβάρυνση και από τον όρο Δ (γ) του Τεκμηρίου 12 όπου διαλαμβάνεται 5% πρόσθετη επιβάρυνση. Όπως προέκυψε στην προκειμένη περίπτωση, δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα επιβολής από μέρους της Ενάγουσας Τράπεζας τόκου υπερημερίας.
ΣΤ. Διάφορες Χρεώσεις
Στην παράγραφο 2(iv) της Βασικής Συμφωνίας (Τεκμήριο 1) διαλαμβάνεται ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις θα χρεώνονται ετησίως με οποιαδήποτε άλλα έξοδα, δικαιώματα, φόρους και επιβαρύνσεις.
Περαιτέρω στον όρο 9(ι) και 9(ιι) της Βασικής Συμφωνίας αναφέρεται ότι:
«9.Συμφωνείται παραπέρα μεταξύ του πελάτου και της Τράπεζας ότι στις ακόλουθες περιπτώσεις ο πελάτης θα χρεώνεται με τις παρακάτω επιβαρύνσεις αυτόματα και χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση από την Τράπεζα:
(ι) Σε περίπτωση καθυστερήσεως στην πληρωμή από τον πελάτη οποιουδήποτε ποσού δόσεως ή οποιουδήποτε ποσού κεφαλαίου, τόκων, προμηθειών, δαπανών κάθε φύσεως ή εξόδων οποιασδήποτε χορήγησης, οποιοδήποτε πιο πάνω καθυστερούμενο ποσό θα χρεώνεται κατά τη κρίση της Τράπεζας με επιβάρυνση καθυστέρησης.
(ιι) Σε περίπτωση υπερβάσεως του ορίου οποιουδήποτε λογαριασμού ο πελάτης θα χρεώνεται κατά τη κρίση της Τράπεζας με επιβάρυνση υπέρβασης επί του ποσού κάθε υπέρβασης.[…]»
Επιπλέον στις Επιστολές Έγκρισης (Τεκμήρια 3, 6 και 12) στην παράγραφο Δ(ε) αναφέρονται τα εξής:
«Σε περίπτωση τυχόν επιβάρυνσης με άλλα έξοδα/δικαιώματα θα υπάρξει σχετική ενημέρωση σας από την Τράπεζα»
Η Μ.Ε.2 παρουσίασε Πίνακες τιτλοφορούμενους «Πίνακας Ελαχίστων Προμηθειών και Εξόδων επί Τραπεζικών Εργασιών» και/ή «Τιμολόγιο Βασικών Εργασιών» (Τεκμήρια 32Α, 32Β, 32Γ, 32Δ, 32Ε και 32 ΣΤ) στους οποίους περιλαμβάνονται οι διάφορες κατηγορίες εξόδων της Τράπεζας για τις περιόδους Μάιος 1992, Ιανουάριος 1992, Απρίλιος 2001, Ιούνιος 2008, Δεκέμβριος 2009 και Απρίλιος 2012 οι οποίοι καλύπτουν την περίοδο λειτουργίας των επίδικων Λογαριασμών. Όπως εξήγησε και δεν αμφισβητήθηκε, ο αναφερόμενος Πίνακας βρίσκεται τοποθετημένος σε περίοπτη θέση σε όλα τα Υποκαταστήματα της Τράπεζας και είναι, επίσης, αναρτημένος στην ιστοσελίδα της Τράπεζας ενώ ετύγχανε επικαιροποίησης όταν τα ποσά εξόδων αναθεωρούνταν από την Τράπεζα σε διάφορα χρονικά διαστήματα.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ωστόσο, δεν προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο «Πίνακας Ελαχίστων Προμηθειών και Εξόδων επί Τραπεζικών Εργασιών» και/ή «Τιμολόγιο Βασικών Εργασιών» είχε υποδειχθεί στους Εναγόμενους κατά το στάδιο σύναψης των επίδικων Συμφωνιών.
Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υπήρχε μαρτυρία ότι το ισχύον Τιμολόγιο Βασικών Εργασιών της Τράπεζας είχε υποδειχθεί στους Εναγόμενους, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οποιοδήποτε μεταγενέστερο τέτοιο Τιμολόγιο γνωστοποιήθηκε στους Εναγόμενους.
Στη βάση όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι το σύνολο των διαφόρων χρεώσεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στους Πίνακες που παρουσίασε η Μ.Ε.2 και αφορούν και τους τρείς επίδικους Λογαριασμούς, θα πρέπει να αφαιρεθούν από τα υπόλοιπα των επίδικων Λογαριασμών.
Ζ. Καταχρηστικοί Όροι
Εγείρεται ζήτημα κατά πόσο οι πρόνοιες δυνάμει των οποίων παραχωρείτο στην Τράπεζα το συμβατικό δικαίωμα να διαφοροποιήσει το επιτόκιο ή οιαδήποτε από αυτές συνιστούσε καταχρηστική ρήτρα στην έννοια του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο,
Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στον όρο 22 της βασικής Συμφωνίας αναφέρεται ότι «Η Συμφωνία αυτή δεν υπόκειται στις πρόνοιες του περί καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου που αφορά καταναλωτές». Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η πιο πάνω πρόνοια δεν μπορεί, σε περίπτωση που η επίδικη Συμφωνία εμπίπτει εντός των προνοιών της περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου, να την θέσει εκτός εφαρμογής.
Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 [Ν.93(Ι))/1996] τυγχάνει εφαρμογής σε καταναλωτές οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα. Σχετικό είναι το Άρθρο 3(1) του Νόμου όπου διαλαμβάνεται ότι ο Νόμος τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε ρήτρα σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή και καταναλωτή και η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
Σύμφωνα δε με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου «Καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά την κατάρτιση σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος επενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με την άσκηση της επιχείρησης του.
Στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη Σύμβαση Δανείου έχει συναφθεί μεταξύ της Ενάγουσας Τράπεζας και της Εναγόμενης 1 Εταιρείας η οποία είναι η Πρωτοφειλέτιδα. Με δεδομένο λοιπόν ότι η Πρωτοφειλέτιδα είναι νομικό πρόσωπο ο Νόμος 93(Ι)/1996 δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Το ερώτημα που εγείρεται εν προκειμένω είναι κατά πόσο ο εγγυητής στην παρούσα υπόθεση οι Εναγόμενοι 2 και 3 μπορούν να επικαλεστούν τις πρόνοιες του Νόμου 93(Ι)/1996.
Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 2 & 3, οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα, δεν μπορούν να προσβάλουν την εγκυρότητα των επίδικων Συμφωνιών, ούτε να εγείρουν οποιαδήποτε ζητήματα που αφορούν την εγκυρότητα τους επί τη βάσει της πιο πάνω Νομοθεσίας εφόσον αυτοί δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στις Συμφωνίες δεν είναι, δηλαδή, privies.
Είναι γνωστή η αρχή της συμβατικής σχέσης (privity of contract) με βάση την οποία μόνο οι συμβαλλόμενοι είναι μέρη της σύμβασης και μόνο αυτοί μπορούν να ενάγουν και να ενάγονται αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση. Έπεται, λοιπόν, ότι μη συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να προσβάλει το κύρος μιας συμφωνίας[10].
Πέραν και ανεξαρτήτως της πιο πάνω προσέγγισης και σε κάθε περίπτωση, για να θεωρείται ότι τα υπό εξέταση φυσικά πρόσωπα ήταν καταναλωτές εν τη εννοία του ερμηνευτικού Άρθρου 2 του Νόμου 93(Ι)/1996, θα πρέπει αυτά, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, να ενεργούν για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με την άσκηση της επιχείρησης τους. Έχει, κατά συνέπεια, σημασία η ιδιότητα υπό την οποία οι Εναγόμενοι 2 και 3 προσχώρησαν στις επίδικες Συμφωνίες Εγγυήσεως και Αποζημιώσεως με την Τράπεζα. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι, όπως προέκυψε από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία και Τεκμήρια, οι Εναγόμενοι 2 και 3 ήταν Διευθυντές/Σύμβουλοι της Εναγόμενης 1 εταιρείας.
Είναι πρόδηλο ότι ο λόγος για τον οποίο οι Εναγόμενοι 2 και 3 προσχώρησαν στις επίδικες Συμφωνίες Εγγύησης και Αποζημίωσης με την Τράπεζα ήταν γιατί αμφότεροι ήταν διοικητικοί Σύμβουλοι της Εναγόμενης 1 και δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί ότι ενεργούσαν για σκοπούς οι οποίοι ήταν άσχετοι με την άσκηση της επιχείρησης τους.
Ως εκ τούτου καταλήγω ότι ο Νόμος 93(Ι)/1996 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των Εναγόμενων 2 & 3.
Η. Κατάληξη
Για τους λόγους που πιο πάνω έχω εξηγήσει και με βάση τη μαρτυρία που έχω αποδεχθεί εκδίδεται Απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 3 αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως ως ακολούθως:
(Ι) Απόφαση εναντίον των Εναγόμενων, αλληλεγγύως ή/και κεχωρισμένως, για:
Α) το ποσό των €199.269,24 πλέον τόκους προς 14% ετησίως από 31/7/2012 κεφαλαιοποιούμενοι την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
(Β) το ποσό των €173.270,97 πλέον τόκους προς 14% ετησίως από 31/7/2012 κεφαλαιοποιούμενοι την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
(Γ) το ποσό των €90.179,15 πλέον τόκους προς 14% ετησίως από 31/7/2012 κεφαλαιοποιούμενοι την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
(ΙΙ) Διάταγμα εναντίον της Εναγόμενης 1 διατάττον την εκποίηση των Υποθηκών XXXXX/2002 και XXXXX/2007 και την πώληση του ενυπόθηκων κτημάτων της Εναγόμενης 1 που περιγράφεται σε αυτή έναντι και/ή προς ικανοποίηση του χρέους μετά τόκων και εξόδων και επιστροφή οιουδήποτε τυχόν περισσεύματος προς την Εναγόμενη 1.
(ΙΙΙ) Διάταγμα εναντίον της Εναγόμενης 1 διατάττον τους Εναγόμενους όπως παραδώσουν τα μηχανήματα που περιγράφονται στην παράγραφο 13 του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου, ώστε να εκποιηθούν.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίοντων Εναγόμενων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)……….………………………………
Λ. Δημητριάδου - Ανδρέου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/Λ.Δ.
[1] Δέστε, μεταξύ άλλων, Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339 και Παναγιώτης Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2011) 1Α.Α.Δ. 2192, Scott Graham Brierley v. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 476, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056.
[2] Δέστε Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339 και Παναγιώτης Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, (2011) 1Α.Α.Δ. 2192.
[3] Δέστε Μακεδόνας ν. Ευάγγελου Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 όπου λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής σχετικά:
«Με την έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη άποψη ότι χρειαζόταν οποιαδήποτε απαίτηση πληρωμής προτού κινηθεί η αγωγή για το χρέος. Η επί του θέματος συζήτηση κάλυψε διάφορα είδη νομικών σχέσεων όπου είχε απασχολήσει το κατά πόσο τέτοια απαίτηση ήταν ή όχι αναγκαία και είχαν, συναφώς, επισημανθεί διακρίσεις μεταξύ περιπτώσεων. Έγινε εκτενής αναφορά σε νομολογία, αγγλική και κυπριακή. Νομίζουμε πως αρκούν, για να φωτίσουν το πεδίο, οι αποφάσεις στις υποθέσεις In re J. Brown’s Estate [1893] 2 Ch. 300, Bradford Old Bank v. Sutcliffe [1918] 2 K.B.833, MS Fashions Ltd and Others v. Bank of Credit and Commerce International SA and Others (No. 2) [1993] 3 All E.R. 769, Ioannou v. Hassan 3 C.L.R. 30 και Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465 στις οποίες μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντος και, σε μερικές από αυτές, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων.
Θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Μπορούμε εν προκειμένω να περιοριστούμε στην πτυχή της απαίτησης που αφορούσε σε απλό δάνειο. Με βάση τη νομολογία, σε ό,τι αφορά τον πρωτοφειλέτη δεν χρειάζεται απαίτηση πληρωμής. Αυτό ισχύει ακόμα και αν θεωρηθεί ότι εδώ η πρόνοια στο γραμμάτιο περί απαίτησης αντανακλούσε και στο ίδιο το δάνειο. Στην re J. Brown’s Estate (ανωτέρω) το ζήτημα τέθηκε ως εξής:
«…. Where there is a present debt and a promise to pay on demand, the demand is not considered to be a condition precedent to the bringing of the action. But it is otherwise on a promise to pay a collateral sum on request, for then the request ought to be made before action brought.»»
Δέστε, επίσης, τις υποθέσεις Ioannou v. Hasan 3 C.L.R. 30, Lombard Natwest Ltd ν. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, κ.ά. και Εταιρεία J.K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd, ν. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού, Πολιτική Έφεση αρ. 31/2013, ημερ. 30/1/2019.
[4] Δέστε Savvides ν. Christofides (1978)1 C.L.R. 303 και Lombard Natwest Ltd ν. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465.
[5] Δέστε Μπούλος Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ [2001] 1 Α.Α.Δ. 1858.
[6] Δέστε Barry Wynne ν. David Costaki Mavronikola ως Διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα [20091 1Α.Α.Δ. 1138, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. ν. Γιώργος Οικονόμου ECLI:CY:AD:2014:A786, Π.Ε.335/09 ημερ. 17/10/2014.
[8] Δέστε Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρος Χαριλάου κ.ά (2009) 1 Α.Α.Δ. 479 και Θεοδώρου v. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059.
[9] Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις όπου το αθώο μέρος στη Σύμβαση εξασκεί το δικαίωμα να την τερματίσει, η Σύμβαση τερματίζεται από το χρονικό σημείο εξάσκησης του δικαιώματος και όχι αναδρομικά. Με άλλα λόγια, η Σύμβαση δεν καθίσταται άκυρη εξ υπαρχής αλλά παύει να υφίσταται από το χρονικό σημείο τερματισμού της (δέστε σελ. 658 από το Σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Π.Γ. Πολυβίου, Τόμος Β)
[10] Δέστε Πίριλλος ν. Κονναρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1153.