ECLI:CY:EDLEF:2021:A403

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ꞉ Α. ΠΑΝΤΑΖΗ – ΛΑΜΠΡΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 32/2020

Μεταξύ:  

 

Andrew & Georgio Clothing Ltd

                                                                                                       Ενάγουσας

και

 

Nicos Vrahimis   Ltd

                                                                                          

                                                                                                               Εναγόμενης

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   

Ημερομηνία꞉ 15 Ιουλίου, 2021

 

Εμφανίσεις꞉

Για την Ενάγουσα / Αιτήτρια꞉ κα Βαρβάρα Πέτρου - Πιερίδου

Για την Εναγόμενη / Καθ’ης꞉ κ. Νικόλας Θρασυβούλου, για Νικόλας Θρασυβούλου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ, ΗΜΕΡ. 17.12.2020.

 

 

Η Ενάγουσα / Αιτήτρια στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή αξιώνει ποσό €20.553,46σ., πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα αγωγής, πλέον ΦΠΑ και έξοδα επίδοσης.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα ασχολείται με το χονδρικό και λιανικό εμπόριο ειδών ένδυσης και υπόδησης, καθώς και ειδών οικιακού εξοπλισμού και για το σκοπό αυτό διατηρεί υποστατικά στα Λατσιά και στη Λακατάμεια. Η Εναγόμενη ασχολείται με το λιανικό εμπόριο τέτοιων ειδών και ήταν πελάτης της Ενάγουσας, δυνάμει προφορικής και/ή μερικώς προφορικής και μερικώς γραπτής συμφωνίας. Επί σειρά ετών και/ή από το 2013 η Ενάγουσα διατηρούσε χρεωστικό λογαριασμό, όπου χρεωνόταν η αξία των εμπορευμάτων που παραδίδονταν στην Εναγόμενη βάσει τιμολογίων και πιστωνόταν ο λογαριασμός με τις διάφορες πληρωμές που έκανε η Εναγόμενη. Κατά ή περί τις 19.6.2019 ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €20.553,46σ., το οποίο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της Ενάγουσας και παρά την επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 11.9.2019 για πληρωμή, η Εναγόμενη αρνείται και/ή αμελεί και/ή παραλείπει να εξοφλήσει.

 

Η Εναγόμενη, δια δικηγόρου, καταχώρησε Σημείωμα Εμφάνισης στις 05/2/20 και στις 28/07/20 Έκθεση Υπεράσπισης. Ακολούθως, συνεπεία της τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος κατά ή περί την 05/11/20, η Εναγόμενη καταχώρησε στις 27/11/20 Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης.

 

Η Ενάγουσα καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση στην αγωγή. Η αίτηση αυτή, ημερομηνίας 17.12.20, βασίζεται στη Δ.18, θ.θ. 1, 2 και 9(α), Δ.48 θ.θ. 1 – 4 και 9 και Δ.64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας στην πρακτική και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αίτηση, εκτίθενται στην επισυνημμένη στην αίτηση ένορκη δήλωση του κ. XXXXX Γονατά, ημερ. 17.12.2020.

 

Ο κ. Γονατάς ενόρκως δηλώνει ότι είναι ένας εκ των μετόχων και των διευθυντών της Ενάγουσας και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης, ο κ. Γονατάς δηλώνει στις παρα. 2 έως 4 της προαναφερόμενης ένορκης δήλωσής του ότι꞉

 

«2.       Η εναγόμενη αληθώς οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των €20.053,46 δυνάμει χρεωστικού υπολοίπου λογαριασμού ως λεπτομερώς αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετώ και επαναλαμβάνω ότι είναι ορθό. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο Α(1) αντίγραφο δελτίου έρευνας του Εφόρου Εταιρειών στο οποίο φαίνονται τα στοιχεία της ενάγουσας, ως Τεκμήριο Α(2) αντίγραφο δελτίου έρευνας του Εφόρου Εταιρειών στο οποίο φαίνονται οι διευθυντές και γραμματέας της ενάγουσας, ως Τεκμήριο Β την κατάσταση του προαναφερόμενου λογαριασμού που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 της Έκθεσης Απαίτησης, ως Τεκμήριο Γ τα τιμολόγια και τις αποδείξεις πληρωμών δια των οποίων χρεωνόταν και πιστωνόταν αντίστοιχα ο αναφερόμενος λογαριασμός, ως Τεκμήρια Δ (1) και Γ(2) την επιστολή ημερομηνίας 11/09/2019 που αναφέρεται στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης και στάλθηκε τόσο στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εναγόμενης όσον  και στη διεύθυνση διεξαγωγής των εργασιών της και ως Τεκμήριο Ε αντίγραφο δελτίου έρευνας του Εφόρου Εταιρειών στο οποίο φαίνονται τα στοιχεία της εναγομένης, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης του εγγεγραμμένου αυτής.

 

3.         Γνωρίζω ότι το προαναφερόμενο οφειλόμενο ποσό υφίσταται και εξακολουθεί να παραμένει απλήρωτο παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις και οχλήσεις της ενάγουσας για πληρωμή του.

 

4.         Αληθώς πιστεύω και τυγχάνω νομικής συμβουλής ότι η εναγόμενη ουδεμία απολύτως υπεράσπιση έχει στην αγωγή αυτή και αιτούμαι την έκδοση απόφασης υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης όπως η απαίτηση της στην Έκθεση Απαίτησης του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος.».

 

 

Στην παρα. 5 της Ε/Δ του κ. Γονατά, αυτός διατυπώνει τη θέση ότι η Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης που καταχώρησε η Εναγόμενη στις 27/11/20, σκοπό έχει την καθυστέρηση της έκδοσης απόφασης εναντίον της. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η Ενάγουσα αξιώνει την έκδοση Συνοπτικής απόφασης στην αγωγή.

 

Άπαξ και επιδόθηκε στην Εναγόμενη η υπό κρίση αίτηση, αυτή καταχώρησε στο Δικαστήριο στις 6.5.21 ειδοποίηση ότι προτίθεται να ενστεί. Η ένστασή της βασίζεται επί των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών Δ.9, Δ.18 θ.θ.1-2 & 9(α), Δ.30, Δ.48 θ.θ.1-4, 9, Δ.64, στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη Νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Οι λόγοι ένστασης που εγείρει είναι οι ακόλουθοι:

 

(1)  Δεν τηρούνται και/ή δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, την οποία η Ενάγουσα επικαλείται.

 

(2)  Η Εναγόμενη έχει καλή υπεράσπιση.

 

(3)  Σε περίπτωση έγκρισης της Αίτησης αυτόματα παραβιάζεται το Άρθρο 30 του Συντάγματος.

 

(4)  Η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθώς η Εναγόμενη εγείρει πολύπλοκα και πραγματικά, ζητήματα που το κατάλληλο στάδιο εκδίκασης αυτών είναι στο στάδιο της κανονικής δίκης με την παρουσίαση ολόκληρης της μαρτυρίας.

 

(5)  Σε περίπτωση που απορριφθεί η Αίτηση και επιτραπεί η καταχώρηση υπεράσπισης από πλευράς της Εναγομένης δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα καθυστέρησης και/ή σημαντικής καθυστέρησης της διαδικασίας, ενόψει και της πρόσφατης τροποποίησης και εφαρμογής της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.    

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση εκτίθενται στον Δικαστηριακό φάκελο καθώς και στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση, ημερ. 6.5.21, του κ. XXXXX Βραχίμη από την Αμμόχωστο και τώρα στην Λεμεσό. Ο κ. Βραχίμης δηλώνει ενόρκως ότι αυτός είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εναγόμενης / Καθ’ ης η Αίτηση και είναι κανονικά εξουσιοδοτημένος από την Εναγόμενη να προβεί στην Ένορκη Δήλωση για λογαριασμό της.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης και της υπό κρίση αίτησης, ο κ. Βραχίμης δηλώνει ενόρκως στις παρα. 3 έως 17 τα εξής꞉

 

«3.        Έχω διαβάσει την Ένορκη Δήλωση του XXXXX Γονατά («Ε/Δ Γονατά») η οποία υποστηρίζει την Αίτηση της Ενάγουσας / Αιτήτριας («Ενάγουσα») για συνοπτική απόφαση ημερομηνίας 17/12/202 («Αίτηση») ως επίσης και την Έκθεση Απαίτησης και αρνούμαι όλους και καθένα ξεχωριστά τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται σε αυτές με εξαίρεση τους ισχυρισμούς που ρητά γίνονται παραδεχτοί εις την παρούσα.

 

4.    Η Εναγόμενη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που μέχρι πρόσφατα διατηρούσε στην Λεμεσό κατάστημα τουριστικών ειδών που κατά κύριο λόγο ασχολείτο με τη λιανική πώληση ειδών ένδυσης και υπόδησης και/ή είδη οικιακού εξοπλισμού. Επισημαίνεται ότι για κάποια περίοδο η Εναγόμενη διατηρούσε καταστήματα τουριστικών ειδών σε ξεχωριστές τοποθεσίες στην Λεμεσό.

 

5.    Η Εναγόμενη στο πλαίσιο των εργασιών της διεξήγαγε εμπορικές δραστηριότητες και είχε συνεργασία με την Ενάγουσα από την οποία προμηθευόταν διάφορα εμπορεύματα.

 

6.    Η συμφωνία που υφίστατο μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης προνοούσε ότι η Εναγόμενη θα προέβαινε σε παραγγελία των εμπορευμάτων που επιθυμούσε και η Ενάγουσα θα παρέδιδε τα εν λόγω εμπορεύματα στην Εναγομένη σε κάποιο από τα καταστήματα της. Ταυτόχρονα με την παράδοση των εμπορευμάτων στην Λεμεσό, η Εναγόμενη παρέδιδε και το αντίστοιχο τιμολόγιο το οποίο έπρεπε (ως η απαίτηση της Ενάγουσας) να υπογράφεται από το πρόσωπο που παραλάμβανε τα εμπορεύματα ενώ την ίδια στιγμή η Εναγομένη θα έπρεπε να εξοφλήσει τα εν λόγω εμπορεύματα είτε με την καταβολή μετρημών είτε παραδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές (ή και συνδυασμό των δύο) αφού η Ενάγουσα αποδεχόταν κάποια περίοδο πίστωσης.

 

7.    Έχω μελετήσει την κατάσταση λογαριασμού, τα τιμολόγια και τις αποδείξεις που επισυνάπτονται στην Ε/Δ Γονατά (Τεκμήρια Β, Γ και Δ αντίστοιχα) και αρνούμαι κατηγορηματικά την αξίωση της Ενάγουσας για δήθεν χρεωστικό υπόλοιπο της Εναγομένης ύψους €20.053,46.

 

8.    Απλή μελέτη των τιμολογίων καταδεικνύει ότι, πολύ μεγάλος αριθμός τιμολογίων (79 στο σύνολο) συνολικής αξίας πολλαπλάσιας της αξίωσης των Εναγομένης δεν φέρουν υπογραφή της Εναγόμενης (ή οποιουδήποτε) ως «Αγοραστή ή Παραλήπτη» και συνεπώς τα εν λόγω τιμολόγια δεν είναι αποδεκτά από την πλευρά της Εναγομένης και δεν αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Είναι η θέση της Εναγομένης ότι η ύπαρξη των πλείστων ανυπόγραφων (από την πλευρά της Εναγομένης) τιμολογίων για πρώτη φορά περιήλθαν σε γνώση της Εναγομένης με την Ε/Δ Γονατά αφού τα εμπορεύματα που αναφέρονται σε αυτά ουδέποτε παραδόθηκαν στην Εναγομένη.

 

9.    Επισημαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις η Ενάγουσα επιχείρησε να παραδώσει εμπορεύματα τα οποία ουδέποτε είχαν παραγγελθεί από την Εναγομένη με αποτέλεσμα να μην παραληφθούν από την Εναγόμενη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις και πάλι δεν γινόταν παραλαβή προϊόντων καθώς τα αντίστοιχα τιμολόγια περιείχαν υπερβολικές, παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις.

 

10. Όσα τιμολόγια δε έχουν υπογραφή και συνεπώς παραλήφθηκαν, έχουν εξοφληθεί πλήρως σε σχέση με τα εμπορεύματα που πράγματι παραδόθηκαν, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις όπου χρεώθηκαν από την Ενάγουσα αυξημένες ποσότητες προϊόντων και/ή εμπορευμάτων από αυτές που πραγματικά παραδόθηκαν στην Εναγόμενη, η Ενάγουσα ως εκ τούτου διαβεβαίωσε την Εναγόμενη ότι θα διαγράψει την διαφορά και/ή θα το δώσει ως έκπτωση και/ή θα παραχωρήσει πιστωτική σημείωση κάτι το οποίο ουδέποτε τήρησε η Ενάγουσα.

 

11. Περαιτέρω είναι η θέση της Εναγομένης ότι η Ενάγουσα δεν εκπλήρωσε τις υπηρεσίες της ως όφειλε αφού σε κάποιες περιπτώσεις απέστειλε ελαττωματικά εμπορεύματα και εμπορεύματα που δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές αφού ήταν προϊόντα κατώτερης ποιότητας («ελαττωματικά προϊόντα»), που δόθηκαν στην Εναγόμενη τα οποία ελαττωματικά προϊόντα όταν εντοπίζονταν ενημερωνόταν η Ενάγουσα η οποία διαβεβαίωσε την Εναγόμενη ότι δεν θα αξιώσει την αξία των ελαττωματικών προϊόντων και/ή θα την δώσει ως έκπτωση και/ή θα παραχωρήσει πιστωτική σημείωση κάτι το οποίο και πάλι δεν τήρησε οποτεδήποτε η Ενάγουσα.

 

12. Όπως με πληροφορεί ο XXXXX Θρασυβούλου τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία, ούτε πρέπει να προβάλλονται ως τέτοια, ενώ υπάρχουν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας. Τα τιμολόγια δεν αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν, αφού τα γεγονότα που απεικονίζουν αυτά πρέπει να αποδειχθούν. Θέμα απόσεισης αποδεικτικού βάρους μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα τα οποία τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να γίνει σε συνοπτικό στάδιο.

 

13. Είναι η θέση της Εναγομένης ότι με μια απλή ανάγνωση των όσων αναλύονται πιο πάνω προκύπτουν πολύπλοκα και πραγματικά, ζητήματα που το κατάλληλο στάδιο εκδίκασης τους είναι σε κανονική δίκη με την παρουσίαση ολόκληρης της μαρτυρίας ενώ η Εναγομένη εγείρει και ζήτημα τοπικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να εξετάσει την παρούσα υπόθεση.

 

14. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίδονται λεπτομέρειες που δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή, η απάντηση στην αξίωση εγείρει θέματα που θα πρέπει να εκδικαστούν ή αποκαλύπτονται γεγονότα που  κρίνονται ως αρκετά να της δώσει το δικαίωμα να προβάλει υπεράσπιση.

 

15. Η Εναγόμενη έδειξε ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής, ενώ αποκάλυψε τέτοια γεγονότα που να θεωρείται ικανοποιητικό να της παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

 

16. Από τα όσα σημειώνονται πιο πάνω είναι η θέση μου ότι προκύπτει ότι δεν πρόκειται για ξεκάθαρη υπόθεση της Ενάγουσας, αλλά υπάρχουν  συζητήσιμα θέματα τα οποία δεν επιτρέπουν στο στάδιο αυτό την έκδοση συνοπτικής απόφασης, γι' αυτό και θα πρέπει να  δοθεί  στην Εναγόμενη η δυνατότητα να ακουσθεί και να προβάλει τους ισχυρισμούς της.

 

17. Για όλους τους πιο πάνω λόγους και για τους λόγους ένστασης που αναφέρονται στην Ειδοποίηση Ένστασης μας ειλικρινά πιστεύω ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως απορριφθεί η ως άνω αίτηση.».

 

(Η έμφαση με έντονα γράμματα είναι του Δικαστηρίου.)

 

Ολοκληρώθηκε η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης με την παράδοση των γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων, αφού ουδείς εκ των συνηγόρων ζήτησε να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα της άλλης διάδικης πλευράς.

 

Το Δικαστήριο έχει μελετήσει με προσοχή τις αγορεύσεις και το υπόλοιπο υλικό στο δικαστικό φάκελο και διατυπώνει πιο κάτω τη δικαστική του κρίση.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ.

Οι προϋποθέσεις για την έκδοση απόφασης με συνοπτική διαδικασία καθορίζονται στη Δ.18 θ.1. Συγκεκριμένα, η Δ.18 έχει ως ακολούθως:

 

«Όπου ο Εναγόμενος εμφανίζεται σε κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο σύμφωνα με την Διάταξη 2 Κανονισμός 6, ο Ενάγων μπορεί σε ένορκη δήλωση που θα κάμει ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί και να πιστοποιήσει τα γεγονότα και να βεβαιώσει την αιτία της αγωγής και το ποσό που απαιτείται και να αναφέρει ότι από ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή να αποταθεί για απόφαση για το ποσό που απαιτείται μαζί με τόκο (αν υπάρχει) ή για ανάκτηση γης με ή χωρίς ενοίκιο ή για παράδοση ορισμένου κινητού πράγματος, ανάλογα με την περίπτωση και τα έξοδα και μπορεί να δοθεί απόφαση υπέρ του Ενάγοντα, εκτός εάν ο Εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα είναι ουσιώδη για να του δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης.».

 

Σε απόφασή του, ημερομηνίας 4.9.2013, στην Πολιτική Έφεση αρ. 27/2010, Sensus Gymnasium Ltd, κ.α. ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, το Ανώτατο Δικαστήριο υπενθύμισε τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει της πιο πάνω Δ.18, θ.1. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμαː

 

«Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η έκδοση γρήγορα απόφασης, εκεί όπου τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του ενάγοντα είναι καθαρή και δεν χρειάζεται η διεξαγωγή κανονικής δίκης και παράλληλα δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή, όμως, η διαδικασία αυτή αποστερεί, ουσιαστικά, από τον Εναγόμενο το δικαίωμα να υπερασπίσει την υπόθεσή του σε κανονική δίκη, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται πολύ προσεκτικά, αραιά, και με βάση ορισμένα κριτήρια (βλ. Robert  v  Plant [1895] 1 Q.B. 597, The Annual Practice, 1970, σελ. 126, Κυπριανίδης ν Ιωάννου (1966)1 ΑΑΔ 265, Spyros Stavrinides v Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 CLR 130, Hermes Insurance Co. Ltd v Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v Abdul Aziz Tlais(1991)1ΑΑΔ239Αθηνούλλα Δημητρίου ν Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(ΒΑΑΔ 782, Rck Sports v Persona Advertising Ltd (1996)1 ΑΑΔ 1074, Subotic v.  Στυλιανίδη  (1998)  1  ΑΑΔ  22Ευάγγελος  Λαζάρου  και  άλλος  ν  Γιάννη  Π.  Μακεδόνα  (1999) 1  ΑΑΔ  817  και  Παναγιώτης  Ζερβός  ν  Environvestment & Finance Ltd (2003) 1 (Γ)  ΑΑΔ  1968,  Sigma Radio TV Ltd v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου  (2005) 1  ΑΑΔ  408Νεάρχου  κ.αν Εθνικής  Τράπεζας  της  Ελλάδος  (ΚύπρουΛτδ (2005)1 ΑΑΔ 818).

 

Τα κριτήρια που θα πρέπει, σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α), να πληρούνται είναι τα ακόλουθαː

1.     Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο,

2.     o Εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και

3.     η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα ως και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνεται ότι απ’ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο, τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο πρόσωπο που εργοδοτεί, το οποίο όμως, να μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι από πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει (βλ. Spyros Stavrinides, σελ. 136 - 138 και Αθηνούλας Δημητρίου σελ. 790 - 794, ανωτέρω).

 

Με την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης (βλ. CYEMS COLTD  v  Central  Co Operative  Industries  CoLtd  (1982) 1  CLR 897 και Hermes Insurance CoLtd, ανωτέρω). Ο εναγόμενος μπορεί να πράξει τούτο είτε με ένορκη δήλωση είτε, με άδεια του Δικαστηρίου, με προφορική μαρτυρία (βλ. Δ.18, θ.3(α)).».

 

Έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί εκ νέου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, και πιο πρόσφατα στην απόφαση  ημερ. 14.11.2011 στην Πολιτική Έφεση 322 / 2008,  JM  Loizides Agencies Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, ότι το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση, διαφορετικά θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του. Το τί αναμένεται από έναν εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars». 

 

Στο Annual Practice 1970 σελ. 127, παρ. 14/3-4/4, αναφέρονται τα εξής:

 

«The defendant´s affidavit must "condescend upon particulars", and should, as far as possible, deal specifically with the plaintiff´s claim and affidavit, and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied on as supporting it. It should also state whether the defence goes to the whole or part of the claim, and in the latter case it should specify the part.

 

A mere general denial that the defendant is indebted will not suffice (Wallingford v. Mutual Society (1880), 5 App. Cas., per Lord Blackburn, at p. 704: Re General Rail, Syndicate, Whitsley´s Case, (1900) 1 Ch., per Lindley, M.R., at p. 369; Anon., (1875) W.N. 249, per Quain, J., at p. 250), unless the grounds on which the defendant relies as showing that he is not indebted are stated (ibid.).......................................................................................................

If the defence relied on is fraud the affidavit should state the particulars of the fraud (Wellingford v. Mutual Society (1880), 5 App. Cas. 685). A mere vague general allegation of fraud is useless (ibid).

Similarly, if a legal objection is raised, the facts and the point of law arising thereon must be clearly stated.

Indeed, in all cases, sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence.».

 

Το Δικαστήριο ελέγχει τα ενώπιον του στοιχεία, για να διαγνώσει εάν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα. Στο στάδιο αυτό δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης (βλ. Μαρία Γεώργαινα Λευκίδου ν Άριστου Καναουρίδη, Πολ. Έφ.10015, απόφαση ημερ. 26/4/99). Υπεράσπιση που είναι λογικοφανής, βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη, ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας (βλ. Ανδρέας Ιωάννου και Το Σκάφος «Veronika» Αγωγή Ναυτοδικείου 6302, απόφαση ημερ.  16/4/03,  K.C.P. Commission Agents  &  Importers LTd v  Ανδρέα  Μιχαήλ  (1993)  ΑΑΔ 415).

 

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.      

 

Κατ' αρχάς, από το περιεχόμενο του ενώπιον μου φακέλου της υπόθεσης, διαπιστώνω ότι, πρώτον, το κλητήριο ένταλμα είναι όντως ειδικά οπισθογραφημένο και, δεύτερον, ότι η Εναγόμενη - Καθ' η η αίτηση έχει καταχωρήσει Σημείωμα Εμφάνισης μέσω δικηγόρου.

 

Εξετάζω στη συνέχεια κατά πόσον πληρούται η τρίτη προϋπόθεση της Δ.18, θ.1(α), ήτοι κατά πόσον η Ε/Δ που υποστηρίζει την αίτηση γίνεται από πρόσωπο που έχει θετική γνώση για τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

 Το ζήτημα της καταλληλότητας του ομνύοντος, κ. Γονατά, να ορκιστεί τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση των Εναγόντων είναι ζήτημα που αποφασίζεται με γνώμονα τη Δ.18 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στη βάση του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του προσώπου αυτού.  Στην Αθηνούλας Δημητρίου ν Τράπεζας Κύπρου (1997) 1Β Α.Α.Δ. 782, 790, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι:

 

«[...] το ζήτημα κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά με τα γεγονότα εντός της έννοιας της Δ.18 Θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Η φύση της αξίωσης διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο».

 

Κρίνω εδώ κατάλληλο να σημειώσω ότι εκείνο που απαιτείται να αποδειχθεί στο πλαίσιο της Δ.18, θ.1 είναι ότι ο ομνύων έχει «θετική» και όχι απαραιτήτως «προσωπική» γνώση των γεγονότων. Για το τί η νομολογία αναγνωρίζει ως «θετική γνώση» παραπέμπω στην Αθηνούλας Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1Β Α.Α.Δ 782, 792). Υποδεικνύεται ότι, στην περίπτωση νομικών προσώπων, ο όρος «θετική γνώση» τυγχάνει λογικής ερμηνείας και όχι αυστηρής σε βαθμό που να δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες και παράλογα αποτελέσματα (βλ. Marketrends v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1Α Α.Α.Δ.223).

 

Ανατρέχοντας στο λεκτικό που χρησιμοποιεί ο ομνύων, κ. Γονατάς στην ένορκη δήλωσή του, διαπιστώνω ότι αυτός δηλώνει στην παρα. 1 ότι είναι ένας εκ των μετόχων και διευθυντών της Ενάγουσας και ότι γνωρίζει προσωπικά πολύ καλά τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Παρατηρώ ότι δεν υπήρξε πραγματικός αντίλογος επ’ αυτής του της δήλωσης, από τον κ. Βραχίμη. Δεν αμφισβήτησε ο κ. Βραχίμης την ιδιότητα του κ. Γονατά ως μετόχου ή/και ως διευθυντή της Ενάγουσας, ούτε αμφισβήτησε ότι ο κ. Γονατάς έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που ορκίζεται. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αποδέχεται ότι ο κ. Γονατάς είναι πρόσωπο κατάλληλο για να ορκίζεται τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση για συνοπτική απόφαση.

 

Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεών μου, κρίνω ότι  η Ενάγουσα - Αιτήτρια έχει συμμορφωθεί πλήρως και με τις τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες τίθενται στη Δ.18, θ.1, με αποτέλεσμα το βάρος της απόδειξης να μετατίθεται στους ώμους της Εναγόμενης -  Καθ' ης η αίτηση, σύμφωνα και με τη νομολογία όπως συνοψίζεται στην Πολιτική Έφεση  αρ. 27/2010, Sensus Gymnasium Ltd, κ.α. ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ., για να πείσει αυτή το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας (good defence on the merits)  ή για να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθεί ικανοποιητικά, ώστε να της δοθεί δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης.

 

Προχωρώ, λοιπόν, να εξετάσω τις αιτιάσεις επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός της Εναγόμενης ότι έχει καλή και καλόπιστη υπεράσπιση, έτσι ώστε να πρέπει να της δοθεί η ευχέρεια για πλήρη ακρόαση, αντί της έκδοσης συνοπτικής απόφασης.

 

Εντοπίζω ότι η Εναγόμενη μέσω των παρα. 8, 9 και 10 της Ε/Δ του κ. Βραχίμη βάλλει κατά της αλήθειας του περιεχομένου της Ε/Δ του κ. Γονατά ως εξής꞉

 

Παρατηρώ ότι ο συνήγορος των Εναγόντων σχολιάζει στη γραπτή του αγόρευση την πιο πάνω προτιθέμενη γραμμή υπεράσπισης των Εναγομένων λέγοντας ότι꞉     

 

«Και τίθεται το ερώτημα, αφού τα ανυπόγραφα τιμολόγια είναι πολλαπλάσιας αξίας από την αξίωση που ανέρχεται σε €20.053,- σημαίνει ότι η εναγόμενη πλήρωσε δεκάδες χιλιάδες ευρώ για τα ανυπόγραφα τιμολόγια που αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, εμπορεύματα που ουδέποτε της παραδόθηκαν. Παρέλειψε όμως η εναγόμενη να μας εξηγήσει πώς και γιατί πλήρωσε ανυπόγραφα τιμολόγια, δηλ. εμπορεύματα που δεν της παραδόθηκαν και μάλιστα τιμολόγια που ουδέποτε της παρουσιάστηκαν και τα οποία περιήλθαν  σε γνώση της, όπως ισχυρίζεται με την ένορκη δήλωση της αίτησης.

 

[…] Λογικά είναι αδύνατον. Θα παραμείνουμε όμως με την απορία γιατί η εναγόμενη απέφυγε και/ή παρέλειψε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.

 

Επιπλέον εύλογα διερωτάται κάποιος γιατί η εναγόμενη δεν ήγειρε ανταπαίτηση και να ζητά πίσω τα χρήματα που αχρεωστήτως κατέβαλε στην ενάγουσα;

 

[…]

Αναφέρεται επιπλέον η εναγόμενη, παράγραφοι 10 και 11 της ένορκης δήλωσης της ένστασης, σε χρεώσεις από την ενάγουσα αυξημένων ποσοτήτων εμπορευμάτων, από αυτές που πραγματικά της παραδόθηκαν και σε αποστολή από την ενάγουσα προς την ίδια ελαττωματικών εμπορευμάτων και εμπορευμάτων που δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές και στην δήθεν παράλειψη της ενάγουσας να διαγράψει και/ή δώσει έκπτωση και/ή πιστωτική σημείωση για τις εν λόγω χρεώσεις. Παρέμειναν όμως και αυτοί ισχυρισμοί εντελώς γενικοί και αόριστοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.

 

[…]

Οι ισχυρισμοί της εναγόμενης ότι δηλ. προβάλλει πολύπλοκα και πραγματικά, ζητήματα που πρέπει να εκδικαστούν και ότι η απόρριψη της αίτησης δεν θα προκαλέσει καθυστέρηση στην ενάγουσα ενόψει της Δ.30, βρίσκουν την ενάγουσα αντίθετη. Είναι θέση της ενάγουσας ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει η εναγόμενη για να της παρασχεθεί το δικαίωμα υπεράσπισης ούτε πολύπλοκοι είναι ούτε καν σύμφωνοι με τις προσταγές της μέχρι σήμερα νομολογίας η οποία είναι πολύ πλούσια επί του συγκεκριμένου θέματος. Πρόκειται για ισχυρισμούς γενικούς, αόριστους, αντιφατικούς και κακόπιστους και η παρούσα υπόθεση κατά την ταπεινή μας εισήγηση αποτελεί κλασική περίπτωση για την έκδοση απόφασης βάσει των προνοιών της Δ.18.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η ενάγουσα αιτείται την έκδοση της αιτούμενης θεραπείας.».

 

 

Έχω μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις ως ανωτέρω. Κρίνω ότι, παρά τη φαινομενική γενικότητα με την οποία η Εναγόμενη προσδιορίζει τους άξονες της υπερασπιστικής της γραμμής, εντούτοις πετυχαίνει να αναδείξει την αντίστοιχη γενικότητα με την οποία η Ενάγουσα έχει προωθήσει την αξίωση της στην αγωγή.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι η Ενάγουσα δεν έχει απομονώσει σε ξεχωριστό τεκμήριο εκείνα μόνο τα τιμολόγια που μέχρι σήμερα παραμένουν απλήρωτα από την Εναγόμενη. Απεναντίας, από την παρα. 2 της Ε/Δ του κ. Γονατά προκύπτει ότι η Ενάγουσα επέλεξε να παρουσιάσει, κατά τρόπο γενικό, ως Τεκμήριο Γ, όλα τα τιμολόγια και τις αποδείξεις πληρωμών που κατά καιρούς εκδίδονταν από αυτήν για τις διάφορες χρεοπιστώσεις στον εμπορικό λογαριασμό που τηρούσε για την Εναγόμενη ως το Τεκμήριο Β. Αρκετά από αυτά είναι όντως ανυπόγραφα στο σημείο που υπάρχει η ένδειξη «Αγοραστής ή Παραλήπτης», όπως ανυπόγραφα είναι και στο σημείο που υπάρχει η ένδειξη «Ο Πωλητής». Δεν θα έπρεπε να αναμένει η Ενάγουσα από το Δικαστήριο να τα συσχετίσει με αποδείξεις πληρωμής και με τον χρεοπιστωτικό λογαριασμό, για να καταλήξει σε εύρημα ότι έχουν ήδη εξοφληθεί προκειμένου να μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτά τα τιμολόγια, αν και ανυπόγραφα, δεν θα έπρεπε να τελούν υπό αμφισβήτηση από την Εναγόμενη. Τέτοια εμβάθυνση σε αξιολόγηση τεκμηρίων είναι ανεπίτρεπτο να γίνει από το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό που η Ενάγουσα αιτείται την έκδοση απόφασης κατά τρόπο συνοπτικό. Τέτοια αξιολόγηση αρμόζει μόνο μετά από πλήρη ακρόαση  μαρτυρίας που να αποδεικνύει την αλήθεια του περιεχομένου των τεκμηρίων.

 

Δεν έχει διευκολύνει η Ενάγουσα το έργο του Δικαστηρίου για τους σκοπούς της παρούσας αίτησης, εφόσον στην Ε/Δ του κ. Γονατά δεν έχει καν επιχειρηθεί να προσδιοριστεί σε ποια τιμολόγια που είναι υπογραμμένα από τον Αγοραστή και Παραλήπτη αντιστοιχεί το υπόλοιπο λογαριασμού που είναι κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενο.

 

Το ότι η Εναγόμενη δεν έχει εγείρει ανταπαίτηση, δεν είναι κάτι που βοηθά την Ενάγουσα απαραιτήτως στο να εξασφαλίσει συνοπτική απόφαση, διότι υπό το φως της δήλωσης του κ. Βραχίμη φαίνεται ότι η Εναγόμενη αρνήθηκε εξ αρχής την παραλαβή και την πληρωμή των προϊόντων που ισχυρίζεται ότι είτε δεν είχε παραγγείλει είτε ήταν κατώτερης ποιότητας από εκείνην που είχε παραγγείλει και άρα δεν έχει να αξιώνει ανάκτηση ποσών που ουδέποτε κατέβαλε. Αρνείται απλώς την ορθότητα των χρεώσεων που εμφαίνονται στα τιμολόγια και εξηγεί ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν τα υπέγραψε. Κατ’ επέκταση αρνείται και την ορθότητα των χρεώσεων στον εμπορικό λογαριασμό.

 

Καταλήγω να κρίνω ότι δεν είναι τόσο καθαρή η υπόθεση της Ενάγουσας, ώστε να μπορούσα να εκδώσω συνοπτική απόφαση.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

 

Υπό το φως όλων των προεκτεθέντων, η αίτηση της Ενάγουσας για συνοπτική απόφαση απορρίπτεται. Δίδεται άδεια στην Εναγόμενη – Καθ’ης η αίτηση  να καταχωρήσει Έκθεση Υπεράσπισης μέχρι τις 10.9.2021.

 

Τα δικηγορικά έξοδα της αίτησης, πλέον ΦΠΑ και έξοδα επίδοσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης – Καθ’ης η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Θα είναι, όμως, πληρωτέα στο τέλος της δίκης. 

 

(υπ.)..............................................

Α. Πανταζή - Λάμπρου, Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο