ECLI:CY:EDLEF:2022:A444
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Γενικής Αίτησης: 213/2021
Αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
-και-
Αναφορικά με την Αγωγή CL2020/000760 ενώπιον του High Court of London μεταξύ της Primafacio Limited από τη Λευκωσία και 1. Tres Canopia Limited από τη Λεμεσό και 2. Euroenergy Investments Corporation Limited από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους
-και-
Αναφορικά με την Αγωγή Αρ. 46308/2021 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) μεταξύ της Primafacio Limited από τη Λευκωσία και 1. Tres Canopia Limited από τη Λεμεσό, 2. Natracian Limited από τη Λεμεσό, 3. Euroenergy Investments Limited από τη Λευκωσία, 4. Flexam Tangible Asset Income Fund S.C.A. RAIF, από το Λουξεμβούργο, 5. Flexam Invst Lux Management SaRL, από το Λουξεμβούργο, 6. ΕΕ ΦΒ Αρχάνη Ενεργειακή Ανώνυμη Εταιρεία, με τον διακριτικό τίτλο «ΕΕ PV ΑΡΧΑΝΙ Α.Ε.», από την Ελλάδα, 7. ΕΕ ΦΒ Καρδίτσα Ενεργειακή Ανώνυμη Εταιρεία, με διακριτικό τίτλο «Ε.Ε. PV ΚΑΡΔΙΤΣΑ Α.Ε.», από την Ελλάδα, 8. Φως Θεσσαλίας Ενεργειακή Ανώνυμη Εταιρεία με διακριτικό τίτλο «ΦΩΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Α.Ε.», από την Ελλάδα και 9. ΕΕ ΦΒ ΡΟΔΟΠΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με διακριτικό τίτλο «ΕΕ PV ΡΟΔΟΠΗ Α.Ε.», από την Ελλάδα,
-και-
ΜΕΤΑΞΥ:
Primafacio Limited, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
-και-
1. Euroenergy Investments Limited, από τη Λευκωσία
2. Tres Canopia Limited, από τη Λεμεσό
3. Natracian Limited, από τη Λεμεσό
Καθ’ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 21 Νοεμβρίου, 2022
Εμφανίσεις:
Για τις Αιτήτριες: Ο κ. Μεν. Κυπριανού και ο κ. Χρ. Γαλανός για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Καθ’ ων η αίτηση: Ο κ. Δημ. Παπαπολυβίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και για Πουργούρα & Ασπρή Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(σε αίτηση με ημερ. 04.08.2022 για αναστολή εκτέλεσης της ισχύος μέρους του διατάγματος που εκδόθηκε την 18.07.2022)
Οι εδώ Καθ’ ων η αίτηση Primafacio Limited (οι οποίοι για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης θα καλούνται «οι Καθ’ ων η αίτηση»), καταχώρισαν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση προς υποβοήθηση δύο δικαστικών διαδικασιών στην αλλοδαπή ήτοι μιας αγωγής που εκκρεμεί στο High Court του Λονδίνου και μιας άλλης αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) και εξασφάλισαν την 18.07.2022 αριθμό διαταγμάτων.
Τώρα με την υπό κρίση αίτησή τους με ημερομηνία 04.08.2022, οι εδώ Αιτήτριες (1) EUROENERGY INVESTMENTS LIMITED, (2) TRES CANOPIA LIMITED και (3) NATRACIAN LIMITED, οι οποίες είναι Καθ’ ων η αίτηση στην Γενική Αίτηση (οι οποίες στη συνέχεια για τους σκοπούς της παρούσας θα καλούνται ως «οι Αιτήτριες»), με μονομερή αίτηση τους, η οποία διατάχθηκε από το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση), όπως επιδοθεί με την παροχή όμως σε αυτές τρίμηνης παράτασης συμμόρφωσης τους στο εκδοθέν διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal το οποίο εκδόθηκε στις 18.07.2022 μετά από πλήρη ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης, ήτοι μέχρι την 07.11.2022 ημερομηνία η οποία στη συνέχεια με σχετικές δηλώσεις επεκτάθηκε μέχρι την έκδοση της παρούσας δηλαδή σήμερα, με σκοπό στο μεταξύ να εξετασθεί η υπό κρίση αίτησή τους η οποία κατέστη επί της ουσίας της διά κλήσεως και με την οποία επιζητούν την αναστολή του ως άνω διατάγματος μέχρι και την εκδίκαση της έφεσης τους που καταχωρίστηκε για την απόφαση του Δικαστηρίου της 18.07.2022. Παραθέτω αυτούσιο το αιτητικό όπου παρατίθενται και οι υποχρεώσεις τους στη βάση του εκδοθέντος διατάγματος υπό (α) – (ε) για ό,τι εδώ ενδιαφέρει:
«Α. Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να αναστέλλει, μέχρι την εκδίκαση και τελεία αποπεράτωση της έφεσης που καταχωρήθηκε κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 18/7/2022, την ισχύ του μέρους του διατάγματος που εκδόθηκε την 18/7/2022 στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό βάσει του οποίου η Αιτήτρια 1 και/ή η Αιτήτρια 2 και/ή η Αιτήτρια 3 διατάσσονται:
«δια μέσω των αξιωματούχων και/ή υπαλλήλων και/ή συνεργατών και/ή αντιπροσώπων τους και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί εκ μέρους και/ή κατ’ εντολή και/ή για λογαριασμό και/ή προς όφελος και/ή κατόπιν οδηγιών τους, όπως εντός 7 ημερών από την επίδοση του σχετικού διατάγματος, ετοιμάσουν και καταχωρήσουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιδώσουν στους δικηγόρους της [Καθ’ ης η Αίτηση] ένορκη δήλωση, η οποία να αναφέρει και/ή περιλαμβάνει και/ή παρέχει όλες τις πληροφορίες και/ή στοιχεία, καθώς και αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων και/ή συμβάσεων και/ή πληρεξουσίων εγγράφων και/ή αλληλογραφίας, που οι ίδιοι και/ή οι αξιωματούχοι και/ή οι υπάλληλοι και/ή οι συνεργάτες και/ή οι αντιπρόσωποι τους και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή κατόπιν οδηγιών τους έχουν στη φύλαξη και/ή κατοχή και/ή υπό τον έλεγχο τους, αναφορικά με τα ακόλουθα:
(α) οποιαδήποτε συναλλαγή έλαβε χώρα μεταξύ της [Αιτήτριας 1] και του Ταμείου (Fund) FLEXAM TANGIBLE ASSET INCOME FUND S.C.A. SICAV RAIF, η οποία σχετίζεται άμεσα και/ή έμμεσα με την απόκτηση από το εν λόγω Ταμείο 5.000 μετοχών ιδιοκτησίας της [Αιτήτριας 1] στην ελληνική εταιρεία ΕΕ ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
(β) την εντολή αντιπροσώπευσης που δόθηκε από την [Αιτήτρια 3] προς τον κ. Νικόλαο Βέρρα για την εκπροσώπηση της [Αιτήτριας 3] στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας ΕΕ ΦΒ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ημερ. 22.06.20 καθώς και οποιεσδήποτε προπαρασκευαστικές και/ή άλλες πράξεις έλαβαν χώρα σχετικά με την εντολή αυτή.
(γ) την εντολή αντιπροσώπευσης που δόθηκε από την [Αιτήτρια 1] προς την κα. Φωτεινή Χάικάλη για την εκπροσώπηση της [Αιτήτριας 1] στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας ΕΕ ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ημερ. 03.07.20 καθώς και οποιεσδήποτε προπαρασκευαστικές και/ή άλλες πράξεις έλαβαν χώρα σχετικά με την εντολή αυτή.
(δ) κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούν και/ή διατηρούσαν και/ή στους οποίους έχουν δικαίωμα υπογραφής στην Κύπρο και/ή το εξωτερικό και/ή τραπεζικών λογαριασμών κατά τον εν λόγω χρόνο οι [Αιτήτριες 1 και/ή 2 και/ή 3] για την περίοδο από 22.05.20 μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της Ένορκης Δήλωσης.
(ε) την καταβολή ποσού ύψους €2.000.000 και €250.000 την 3/7/2020 από την εταιρεία Euroenergy Investments Corporation από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους προς την ελληνική εταιρεία ΕΕ ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ η οποία πιστώθηκε και/ή δηλώθηκε σε δημόσια έγγραφα που καταχωρήθηκαν στο Γενικό Μητρώο Εταιρειών της Ελλάδας ότι έλαβε χώρα από την [Αιτήτριας 1]».
Οι Αιτήτριες επιζητούν διάταγμα με το οποίο να διαταχθεί η αναστολή της ισχύος μέρους της απόφασης (στη συνέχεια «η Απόφαση»), του Δικαστηρίου με ημερομηνία 18.07.2022 μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που καταχωρίστηκε από τις Αιτήτριες εναντίον της πιο πάνω απόφασης την 29.07.2022. Με αυτή, όπως προανέφερα, είχε εκδοθεί αριθμός διαφόρων τύπων προσωρινών διαταγμάτων. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και διάταγμα αποκάλυψης συγκεκριμένων εγγράφων και πληροφοριών βάσει της αρχής της υπόθεσης Norwich Pharmacal (στη συνέχεια «το διάταγμα») όπως παρατέθηκε πιο πάνω υπό στοιχεία (α) – (ε). Οι Αιτήτριες με αυτό διατάχθηκαν να αποκαλύψουν έγγραφα που αφορούν συναλλαγές τους με τρίτα μέρη καθώς και εσωτερικά εταιρικά τους έγγραφα. Τα ως άνω συνιστούν κοινό τόπο.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κ. Μαρίας Παρούτη (Ε/Δ Παρούτη). Κατά της αίτησης η Καθ’ ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση την οποία υποστηρίζει με ένορκη δήλωση της κ. Αλεξάνδρας Ασπρή (Ε/Δ Ασπρή). Στη συνέχεια με την άδεια του δικαστηρίου καταχωρίστηκαν και από τις δύο πλευρές συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις («η ΣΕ/Δ Παρούτη και ΣΕ/Δ Ασπρή» ). Οι συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις θα πρέπει να πω ότι επικεντρώνονται στη διαδικασία της Ελληνικής Αγωγής και την κατάθεση εκατέρωθεν σχετικών γνωματεύσεων και τεκμηρίων προς υποστήριξη των θέσεων τους σε σχέση με αυτή ως προς το διαδικαστικό κυρίως μέρος της.
Η παρούσα αίτηση αφορά μόνο το διάταγμα που αναφέρεται στην παράγραφο Δ της Απόφασης. Οι Αιτήτριες δεν ζήτησαν αναστολή εκτέλεσης των διαταγμάτων Α, Β και Γ με τα οποία είχαν οριστικοποιηθεί ή εκδοθεί αφενός προστατευτικά προσωρινά διατάγματα και αφετέρου ειδικότερα το Γ διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων με το οποίο έχουν ήδη συμμορφωθεί με την καταχώριση στον φάκελο της υπόθεσης σχετικής ένορκης δήλωσης.
Είναι γεγονός ότι το ιστορικό της υπόθεσης και της επίδικης διαφοράς όπως και οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο στην έκδοση των ως άνω διαταγμάτων, δεν είναι επίδικο ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει στην παρούσα αίτηση η οποία αφορά την αναστολή ενός από αυτά τα διατάγματα. Ούτε και χωρεί υπό τις περιστάσεις οποιαδήποτε επανεξέταση της ουσίας της αίτησης ημερ. 22.06.2021 στην βάση της οποίας εκδόθηκαν αυτά. Οι Αιτήτριες είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν όπως και το έκαναν τις θέσεις τους στη διαδικασία που προηγήθηκε.
ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:
Η ακρόαση της αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν αντίστοιχα την αίτηση και την ένσταση (αρχικές και συμπληρωματικές), εφόσον κανείς από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε επί οποιασδήποτε πτυχής της ένορκης δήλωσης του όπως και επί των εμπεριστατωμένων αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών (γραπτές όπως και προφορικές). Στις εισηγήσεις τους υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους και με παρέπεμψαν εκτός από τα γεγονότα της υπόθεσης και σε νομική πτυχή που διέπει κατά την άποψη τους αυτής της φύσης αιτήματα με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. Όπου χρειαστεί στη συνέχεια θα γίνει αναφορά σε αυτές. Απαντήσεις στις διάφορες εισηγήσεις και επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει χωρίς να απαιτείται να ενδιατρίψω σε κάθε επί μέρους εισήγηση ή επιχείρημα όταν κρίνεται ότι δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε σκοπό προς επίλυση των επίδικων ζητημάτων ή το οποίο κρίνεται ότι δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.α. v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, την Έφεση Αρ.22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. M.X. με ημερ. 28.09.2021 και την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση του Δευτεροβάθμιου και πάλι Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. X.I. ημερ. 15.12.2021 όπου επαναλήφθηκαν τα ίδια ως άνω με την ακόλουθη διατύπωση: «…Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να σχολιάζει κάθε επιχείρημα ή δήλωση των διαδίκων ή των συνηγόρων τους. Καθήκον του είναι η διατύπωση καθαρής δικαστικής κρίσης η οποία να είναι αιτιολογημένη». Νοείται περαιτέρω ότι όπου στη συνέχεια της απόφασης μου γίνεται παραπομπή σε πρωτόδικες αποφάσεις αυτές μόνος ως καθοδηγητικές λαμβάνονται υπόψη αλλά και υιοθετούνται τα ουσιαστικά τους σημεία στο πλαίσιο της παρούσας, έστω και αν δεν γίνεται μνεία περί τούτου κάθε φορά.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΕ ΑΥΤΗ / ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Με την ανάλυση που θα ακολουθήσει και την εξέταση των λόγων ένστασης γίνεται ουσιαστικά και η καταγραφή των όσων προβλήθηκαν από τις Αιτήτριες με σκοπό την υποστήριξη της θέσης τους για την αναγκαιότητα έγκρισης της αίτησης. Έτσι αποφεύγω τη σταχυολόγηση αυτών προς αποφυγή επαναλήψεων. Όσα κρίθηκαν ουσιώδη θα σχολιαστούν στη συνέχεια.
Η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης μίας έφεσης προνοείται στην Δ.35 Θ. 18, ενώ η Δ.35 Θ.19 προβλέπει ότι η σχετική Αίτηση μπορεί να υποβληθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.
19. Wherever under these Rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below».
Σε Μετάφραση:
«18. Η έφεση δεν θα ενεργεί σαν αναστολή εκτελέσεως ή διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός σε βαθμό που θα διέτασσε τούτο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή το Εφετείο ή ένας Δικαστής των ανωτέρω Δικαστηρίων και ουδεμία ενδιάμεση ενέργεια ή διαδικασία δεν θα πρέπει να ακυρώνεται, εκτός στο βαθμό που θα διέτασσε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Προτού εκδοθεί διάταγμα που να αναστέλλει την εκτέλεση το πρόσωπο, που θα ζητήσει το διάταγμα θα πρέπει να παράσχει τέτοια εγγύηση (αν υπάρχει) που θα διαταχθεί. Αν η ασφάλεια θα δοθεί υπό τύπο γραμματίου, το γραμμάτιο θα γίνει προς όφελος του διαδίκου υπέρ του οποίου η υπό έφεση απόφαση έχει εκδοθεί.
19. Οποτεδήποτε μία αίτηση βασιζόμενη σ’ αυτούς τους κανονισμούς μπορεί να γίνει είτε στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο ή σε ένα Δικαστή των ανωτέρω Δικαστηρίων, πρέπει πρώτα να γίνεται στο Δικαστήριο ή στον Δικαστή του κατωτέρου Δικαστηρίου».
Όπως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλουκινά κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921, οι αρχές που διέπουν γενικώς την αναστολή εκτέλεσης απόφασης εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου η σχετική αναστολή ζητείται σε σχέση με Διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal. Στην ίδια Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διατυπώθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις εν λόγω αρχές:
«Με βάση τη νομολογία που ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη (βλ. μεταξύ άλλων Katarina Shipping Inc. v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355, Essex Overseas Trade Services Ltd v. Legend Shipping Co. Ltd. a.o. (1981) 1 C.L.R. 263, "Phoenix" Greek General Insurance Co. S.A. v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673, Μavrochanna a.o. v. Μichael (1984) 1 C.L.R. 760, Αristidou v. Αristidou (1985) 1 C.L.R. 649, Ε.Y.R.I.K. a.o. v. Κotsonis (1986) 1 C.L.R. 617, Ιωσηφάκης v. Αριστοδήμου (1990) 1 Α.Α.Δ. 284, Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, A.B.P. Holdings Ltd. κ.ά. v. Κιταλίδη κ.ά. (Aρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287, Θωμά v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και Σάββα v. Υπουργού Δικαιοσύνης (αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 195) το όλο θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης:
(α) Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του.
(β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.»
Ως προς τον τρόπο στάθμισης μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων, στην Μέγας Χ" Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Limited κ.ά., (1991) 1 A.A.Δ. 172 λέχθηκε ότι μόνο με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί να αποστερηθεί ο επιτυχών διάδικος τους καρπούς της επιτυχίας του. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η αναστολή εκτέλεσης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που ασκείται με βάση δύο αρχές, i) ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να στερείται, χωρίς εξαιρετικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του, και ii) ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, που ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του. Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης».
Στην υπόθεση ONEWORLD LIMITED ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/15, 2/2/2016 η οποία και πάλι αφορούσε αίτημα αναστολής Διατάγματος Norwich Pharmacal, επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω θέση περί της δέουσας εφαρμογής των γενικών αρχών που διέπουν την αναστολή εκτέλεσης απόφασης και σε περιπτώσεις όπου επιζητείται η αναστολή εκτέλεσης Διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal.
Στο Σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη, Διατάγματα, 2016, σελ. 267 αναφέρονται τα εξής:
«Αναστολή εκτέλεσης διατάγματος Norwich Pharmacal
Στην υπόθεση Penderhil Holdings κ.α. v. Κουκλίνα κ.α., το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο διαφοροποιούνται οι νομολογημένες αρχές δυνάμει της Δ.35 Θ.18 σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης διατάγματος Norwich Pharmacal. Έκρινε ότι η πλάστιγγα έκλινε υπέρ της έγκρισης στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον τυχόν επιτυχία στην έφεση σε σχέση με το διάταγμα Norwich Pharmacal θα την καθιστούσε άνευ αντικειμένου, εάν το διάταγμα Norwich Pharmacal θα την καθιστούσε άνευ αντικειμένου, εάν δεν εκδιδόταν αναστολή εκτέλεσης της διαταχθείσας αποκάλυψης. Ελλείψει κυπριακής νομολογίας επί του θέματος, το δικαστήριο αναγκάστηκε να λάβει υπόψη αποφάσεις αγγλικών και ιρλανδικών δικαστηρίων. Όμως, παρά τα αποφασισθέντα στην πιο πάνω υπόθεση, τα δικαστήρια θα πρέπει να είναι πολύ φειδωλά στο να εκδίδουν από τη μία διατάγματα αποκάλυψης και από την άλλη να αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Αυτό όχι μόνο θα εξουδετέρωνε ένα από τα πιο ισχυρά όπλα στο οπλοστάσιο του δικαστηρίου, αλλά θα συνέβαλλε στη δημιουργία σοβαρών καθυστερήσεων».
Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο εξέδωσε και το υπό αναφορά διάταγμα με την ενδιάμεση απόφαση του λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά περιστατικά, μαρτυρία και νομική επιχειρηματολογία που τέθηκαν ενώπιον του. Έκρινε δε ότι ήταν προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης όπως τα αιτούμενα Διατάγματα εκδοθούν.
Είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι ενδεχόμενη έγκριση της υπό κρίση αίτησης θα αποτελούσε έμμεση καταστρατήγηση της μόλις προσφάτως εκδοθείσας Απόφασης από το ίδιο το Δικαστήριο το οποίο την εξέδωσε. Παραπέμπουν δε προς τούτο, χαρακτηρίζοντας τα ως μείζονος σημασίας τα όσα περιέχονται στην καταληκτική πρόταση του πιο πάνω αποσπάσματος του συγγράμματος Διατάγματα. Πέραν της εξουδετέρωσης ενός νομολογιακά καθιερωμένου και διαρκώς εξελισσόμενου διατάγματος αποκάλυψης το οποίο έλκει την καταγωγή του από το Δίκαιο της Επιείκειας, οι κ.κ. Ερωτοκρίτου & Αρτέμης ανέδειξαν και το πολύ σοβαρό ζήτημα της δημιουργίας σοβαρών καθυστερήσεων, η οποία θα είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα την πλήρη αποστέρηση των καρπών της Δικαστικής επιτυχίας τους Καθ’ ων η αίτηση. Επιτυχία η οποία επετεύχθη κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, με τη συμμετοχή των Αιτητριών.
Εξετάζοντας τώρα τις αποφάσεις Penderhil και Oneworld στις οποίες έγινε παραπομπή και από τις δύο πλευρές, όπου η κάθε πλευρά εισηγήθηκε την υιοθέτηση της δικής της οπτικής, διαπιστώνω κατ’ αρχή ότι τα γεγονότα τους διαφοροποιούνται από αυτά της παρούσας υπόθεσης.
Εξηγούμαι:
Στην Penderhil αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Από τις νομικές αρχές που παραθέσαμε πιο πάνω προκύπτει ότι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης παίζουν ουσιαστικό ρόλο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Αφού συνεκτιμήσαμε όλους τους σχετικούς παράγοντες έχουμε καταλήξει ότι η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της έγκρισης των αιτήσεων για τους εξής λόγους: Με την έγκριση απλώς θα προκληθεί κάποιου βαθμού καθυστέρηση στην εξασφάλιση των πληροφοριών και εγγράφων που οι αιτητές/εναγόμενοι διατάχθηκαν να δώσουν στον εφεσίβλητο για σκοπούς εντοπισμού όλων των αδικοπραγήσαντων για προώθηση της αγωγής του στην Κύπρο και την Ελλάδα. Aν από την άλλη οι αιτήσεις απορριφθούν και οι αιτητές υποχρεωθούν (γιατί διαφορετικά θα βρίσκονται σε παρακοή διατάγματος), να δώσουν τα στοιχεία που διατάχθηκαν, τότε τυχόν επιτυχία των εφέσεων τους θα είναι άνευ αντικειμένου.
Για την πιο πάνω κατάληξή μας λάβαμε υπόψη και τις αποφάσεις που επικαλέστηκε η πλευρά των αιτητών που αφορούν ειδικά περιπτώσεις διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, όπου δικαστήρια, είτε ενέκριναν αίτηση για αναστολή, είτε ταυτόχρονα με την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, προχώρησαν αυτεπάγγελτα και ανέστειλαν την εκτέλεση της απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης. (Βλέπε για παράδειγμα Χ Ltd. v. Morgan-Grampian Publishers Ltd. a.o. [1991] 1 A.C. 1 και Camelot Group Plc v. Centaur Communications Ltd. [1999] 1 Q.B. 124 που αφορούσαν διάταγμα αποκάλυψης ταυτότητας του αδικοπραγούντα, JSC BTA Bank v. Roman Solodchenko [2010] EWHC 2843 που αφορούσε αναστολή διατάγματος για αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων, Harrington v. Polytechnic of North London [1984] 1 W.L.R. 1293, British Steel Corporation v. Granada Television Ltd. [1981] A.C. 1096 και Rank Film Distributors Ltd. v. Video Information Centre [1982] A.C. 380). Σχετική είναι και η απόφαση του Ιρλανδικού δικαστηρίου στην υπόθεση Megaleasing U.K. Ltd a.o. v. Vincent Barett a.o. [1991] 1 Irish Reports 219».
Έχοντας υπόψη τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης τα οποία τέθηκαν υπόψη μου διαπιστώνω τις εξής ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των γεγονότων της παρούσας και των γεγονότων της Penderhil.
Πρώτον, η υπόθεση Penderhil δεν αφορούσε διαδικασία που είχε εγερθεί προς υποβοήθηση της διαδικασίας που εκκρεμεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του Άρθρου 35 του Κανονισμού 1215/12, αλλά ήταν στο πολύ πρώιμα στάδια χωρίς να ξεκαθαρίζεται ούτε να υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο διαδικασιών εντός ενός θεσμικού πλαισίου, όπως αυτού Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12. Δεδομένης της καταληκτικής ημερομηνίας κατάθεσης τυχόν συμπληρωματικών εγγράφων στις 24 Νοεμβρίου 2022, τυχόν έγκριση της Αίτησης Αναστολής θα ισοδυναμεί με καταστρατήγηση της ίδιας της διαδικασίας που προβλέπει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1215/12 και την υποβοήθηση που παρέχουν τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει αυτού.
Δεύτερον, μελετώντας την υπόθεση Penderhil εντοπίζεται ότι το πρώτο σημείο που επεσήμανε ότι αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ήταν ότι:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δεν εξέτασε τις πτυχές των όσων προβλήθηκαν από τους αιτητές, ήτοι ότι μεταξύ των κριτηρίων που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, είναι όπως το διάταγμα αποκάλυψης πρέπει να είναι αναγκαίο για να μπορέσει ο αιτητής να ξεκινήσει αγωγή εναντίον του τελικού αδικοπραγούντα, καθώς επίσης και ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα θα πρέπει (α) να εμπλακεί στην αδικοπραξία ούτως ώστε να την έχει υποβοηθήσει και ότι είναι πιθανό να μπορεί να παράσχει πληροφορίες που θα επέτρεπαν στον αιτητή να εγείρει αγωγή εναντίον του τελικού αδικοπραγήσαντα. Ο ενάγων ήδη γνώριζε εναντίον ποιου θα εκινείτο νομικά και το έπραξε εγείροντας αγωγή στην Ελλάδα εναντίον των εναγομένων 7, 8 και 9».
Η διαφοροποίηση της εκεί κρινόμενης απόφασης με την υπό κρίση, είναι πασίδηλη. Tο Δικαστήριο με την Απόφασή του όχι μόνο έλαβε υπόψη και εξέτασε όλες τις προϋποθέσεις για την έκδοση των Διαταγμάτων Norwich Pharmacal αλλά τις εξέτασε, εκδίδοντας την Απόφαση στο πλαίσιο της οποίας έκρινε ότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις της Νομολογίας. Η ορθότητα της απόφασης θα κριθεί στο επίπεδο του Εφετείου και όχι εδώ.
Τρίτον, οι αποφάσεις που έλαβε υπόψη το Ανώτατο Δικαστήριο στην Penderhil διαφοροποιούνται επίσης, έκδηλα και πασιφανώς, από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Συγκεκριμένα:
(α) Οι υποθέσεις Χ Ltd. v. Morgan-Grampian Publishers Ltd. a.o. [1991] 1 A.C. 1, Camelot Group Plc v. Centaur Communications Ltd. [1999] 1 Q.B. 124 και British Steel Corporation v. Granada Television Ltd. [1981] A.C. 1096 οι οποίες παρατέθηκαν από το Δικαστήριο, σχετίζονταν με περιπτώσεις όπου εξεταζόταν η αποκάλυψη δημοσιογραφικών πηγών και τίθετο θέμα στάθμισης της αρχής της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών – η οποία σχετίζεται άμεσα την ανάγκη προστασίας της ελευθερίας του Τύπου.
(β) Η Rank Film Distributors Ltd. v. Video Information Centre [1982] A.C. 380 ήταν περίπτωση όπου είχε εκδοθεί μονομερώς διάταγμα Anton Piller, στο πλαίσιο υπόθεσης για παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright).
(γ) Η Megaleasing U.K. Ltd a.o. v. Vincent Barett a.o. [1991] 1 Irish Reports 219 ήταν υπόθεση στην οποία όπως αναφέρει το Ιρλανδικό Δικαστήριο, υπήρχαν “certain constitutional issues”, ενώ υπήρχαν και ανταπαιτήσεις από τους εκεί Εναγόμενους.
Στη βάση των πιο πάνω προκύπτει ως εύλογο, κατά την αντίληψη μου συμπέρασμα ότι τα νομικά και πραγματικά περιστατικά τα οποία οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης Penderhil δεν εφαρμόζονται στην παρούσα.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την απόφαση πλειοψηφίας στην Oneworld. Και στην εν λόγω απόφαση, το στοιχείο της αλλοδαπότητας ήταν επίσης έντονο, καθότι τα έγγραφα τα οποία ζητούντο επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς αποκάλυψης αδικοπραξιών σχετιζόμενων με ζημιά ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα μέλη της πρώην διοίκησης μίας Ρώσικης Τράπεζας. Η απόσταση των γεγονότων της Oneworld από τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, είναι εμφανής, και κρίνω ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί η απόφαση της πλειοψηφίας στην Oneworld στην παρούσα υπόθεση, αφού και πάλι απουσιάζει το θεσμικό πλαίσιο του Κανονισμού 1215/2012 εντός του οποίου εγέρθηκε, προς υποβοήθηση των αλλοδαπών διαδικασιών, η Κυπριακή Διαδικασία.
Στην απόφαση μειοψηφίας την οποία εξέδωσε ο κ. Λιάτσος Δ. (όπως ήταν τότε), θεώρησε ότι δεν είχαν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δοθεί η αιτούμενη αναστολή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση με παρέπεμψε εύστοχα στις πρωτόδικες αποφάσεις οι οποίες αν και μη δεσμευτικές παρέχουν την κατάλληλη καθοδήγηση και για την υπό κρίση αίτηση.
(α) Στην υπόθεση Ροδόλφου Οντόνι ν. Nomato Investments Limited κ.α., Αρ. Αγωγής 4935/13 Ε.Δ. Λεμεσού ημερ. 11.03.2014 η κ. Ψαρά – Μιλτιάδου Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε) απέρριψε αίτημα αναστολής εκτέλεσης διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal, παρατηρώντας τα ακόλουθα (παρατίθεται εκτεταμένο απόσπασμα):
«Έχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις με προσοχή.
Θα συμφωνήσω ότι η Penderhill δεν εισάγει πάγια αρχή Δικαίου και δεν σημαίνει ότι επί κάθε διατάγματος Norwich θα υπάρχει διάταγμα αναστολής.
Από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία προκύπτουν οι κάτωθι αρχές και ειδικά στα διατάγματα που αφορούν Norwich.
Το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης διέπεται ειδικότερα από τη Διάταξη 35 Θεσμός 18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών.
Γενικά το ζήτημα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται με βάση αρχών που προσδιορίστηκαν μέσα από την νομολογία. Συγκεκριμένα, ο Θεσμός 18 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι η έφεση δεν θα ενεργεί ως αναστολή εκτελέσεως της διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου. Μέσα από την νομολογία αναδύεται από την μια η ανάγκη διασφάλισης του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης καθώς και η μη αποστέρηση, χωρίς ουσιαστικό λόγο, στον επιτυγχάνοντα διάδικο από τους καρπούς της επιτυχίας του, ενώ από την άλλη πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια έτσι ώστε η έφεση που ασκείται από τον αποτυγχάνοντα διάδικο να μην καθίσταται ανενεργή ως αποτέλεσμα της απόρριψη της αίτησης του για αναστολή εκτέλεσης της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης.
Στην ΑΒΡ Holdings Ltd και άλλος ν. Κιταλίδη και άλλων (αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ 287 υπογραμμίστηκε πως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται στη βάση των πιο κάτω αρχών:
(α) Ο διάδικος που επιτυγχάνει δεν πρέπει, χωρίς ουσιαστικό λόγο, να στερείται των καρπών της επιτυχίας του και
(β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.
Μόνον όμως η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης (βλ. Χ"Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd & Others (1991) 1 A.A.Δ 172).
Στην υπόθεση Βογαζιανού ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ 591 υποδείχτηκε πως το ορθό κριτήριο για την έγκριση αιτήματος αναστολής δικαστικής απόφασης βρίσκεται στην εξισορρόπηση της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε με την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μην απωλέσει τη σημασία της μένοντας χωρίς κανένα αντίκρισμα. (Βλ. και Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, Aristidou v. Aristidou (1985) 1 A.A.Δ. 649, Leicester Circuits Ltd v Coates Brothers Plc, [2002] EWCA Civ. 474, παραγρ. 13.
Στη βάση των πιο πάνω αρχών και έχοντας υπόψη αυτά που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ανέπτυξαν ενώπιον μου για το θέμα, έχω ιδιαίτερα προβληματιστεί για την κρινόμενη περίπτωση ενόψει των ειδικών της περιστάσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν είναι εύκολο το καθήκον εξισορρόπησης των θέσεων των δυο πλευρών. Η ανησυχία του Δικαστηρίου σε τέτοιες αιτήσεις διατυπώνεται ανάγλυφα στην Hammond Suddard Solicitors v. Agrichem International Holdings Limited [2001] EWCA Civ 2065, par. 22:
«Whether the court should exercise its discretion to grant a stay will depend upon all the circumstances of the case, but the essential question is whether there is a risk of injustice to one or other or both parties if it grants or refuses a stay. In particular, if a stay is refused what are the risks of the appeal being stifled? If a stay is granted and the appeal fails, what are the risks that the respondent will be unable to enforce the judgment? On the other hand, if a stay is refused and the appeal succeeds, and the judgment is enforced in the meantime, what are the risks of the appellant being able to recover any monies paid from the respondent».
Παρά το ότι αντιλαμβάνομαι τις ανησυχίες του κ. Τσιρίδη δεν θεωρώ ότι οι προτεινόμενες βλάβες που εισηγείται θα είναι τέτοιας εμβέλειας ώστε να πρέπει να ανατρέψουν την πορεία μιας ενδιάμεσης απόφασης σε θέμα που εκρίθη.
Πραγματικά θεωρώ ότι υιοθέτηση της πορείας που εισηγείται ο κ. Τσιρίδης θα είχε σαν αποτέλεσμα αφ' ενός ανατροπή μιας ενδιάμεσης απόφασης για αποκάλυψη η οποία εκρίθη ήδη δικαιολογημένη και αφ' ετέρου καθυστέρηση - ανακοπή της περαιτέρω διαδικασίας της κυρίως υπόθεσης, αφού, όπως εκρίθη, τα στοιχεία είναι αναγκαία για την καταχώριση Έκθεσης Απαίτησης και συνεπώς την προώθηση της υπόθεσης.
Περαιτέρω παρατηρώ από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση ότι η ύπαρξη βλάβης τίθεται υπό την μορφή κατάληξης χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες τέτοιες που να πείθουν για την αναγκαιότητα αναστολής διατάγματος ως εξαιρετικές περιστάσεις. (Bλ. Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1(Α) 253) και επίσης αυτά που λέχθηκαν στην υπόθεση G.W. Holmes Trucking (1990) Ltd Re, 2005 NFCA 132). Άλλωστε το κυριότερο μέρος αυτών που προβάλλονται ήδη κρίθηκαν επί της κυρίως Αίτησης. Αυτά που τίθενται ως προς την πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης επίσης δεν με έχουν πείσει, ούτε επίσης θεωρώ ότι στοιχειοθετείται η πεποίθηση των Αιτητών ότι είναι δυνατή η σύντομη εκδίκαση της έφεσης. Στην υπόθεση Aspis Liberty Life Insurance Public Co. Ltd v. Λεονώρας άλλως γνωστή Νόρα Σιακατίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1816, παρατηρείται ότι ο χρόνος αναστολής, αν δηλαδή είναι συγκεκριμένος και καθορισμένος σε κάποιες μέρες, τούτο είναι σχετικό με την ευχέρεια του Δικαστηρίου να αναστείλει ή μη ένα διάταγμα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος. Πρόσθετα έχω την αντίληψη ότι άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ των Αιτητών θα ισοδυναμούσε εν πολλοίς με εκ νέου άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου σε προϋποθέσεις και σημεία τα οποία ήδη κρίθηκαν. (Βλ. White Book 2013, Rules about Appeals, παράγραφοι 52.7.1. κ.ε.).
Δεν θεωρώ ότι το κόστος για τον Ενάγοντα πρέπει να είναι τόσο βαρύ και να μην μπορεί να προχωρήσει την αγωγή του για αόριστο χρονικό διάστημα. Ενδεχόμενα αν ανατραπεί η απόφαση τελικά να μην παρέχεται ευκαιρία στον Καθ' ου η Αίτηση να χρησιμοποιήσει τα αποκαλυφθέντα στοιχεία. Προσφέρονται ακόμη οι λύσεις που εισηγείται ο κ. Βελάρης βασιζόμενος στην Rual Trade Ltd κ.α. ν. Andrei Raikov, ημερ. 1.3.2013, Αγωγή. Αρ. 3582/11 (βλ. σελ.15 της αγόρευσης του). Αυτό θα έχει μια ικανοποιητική για τους Αιτητές εξέλιξη και η μη αναστολή δεν σημαίνει αποστέρηση του δικαιώματος έφεσης.
Εν πάση περιπτώσει δεν βρίσκω εξαιρετικούς λόγους για απόκλιση από την αρχή ότι ο ενάγων δικαιούται σε μια θεραπεία που πέτυχε μετά που το Δικαστήριο την έκρινε δικαιολογημένη».
2. Αντιστοίχως, στην AHMAD M DABABOU ν. Credit Libanais SAL κ.α., Αρ. Αγωγής: 5204/14, 23/9/2016 η κ. Ρ. Λιμνατίτου Α.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε) απέρριψε αίτημα αναστολής αποφασίζοντας τα ακόλουθα (παρατίθεται επίσης εκτεταμένο απόσπασμα):
«Η παρούσα Αίτηση δεν αφορά τελική απόφαση του Δικαστηρίου αλλά ενδιάμεσο διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal και σίγουρα είναι πιο δύσκολο για το Δικαστήριο να εξισορροπήσει τα συμφέροντα των δύο μερών αφού ακόμα και η παροχή εγγύησης, που στην περίπτωση αναστολής εκτέλεσης τελικής απόφασης είναι ένα πρόσφορο μέσο για τον σκοπό αυτό, να μην είναι αποτελεσματικό για να εξισορροπήσει τα συμφέροντα των μερών.
Η νομολογία είναι γεγονός ότι είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με την αναστολή εκτέλεσης ενδιάμεσων διαταγμάτων και οι δύο πλευρές παρέπεμψαν το Δικαστήριο στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.α. ν. Ιωάννη Κλουκίνα κ.α. (2011) 1 A.A.Δ. 1921 όπου το ερώτημα ήταν κατά πόσο διαφοροποιούνται οι νομολογημένες αρχές στην περίπτωση αναστολής εκτέλεσης διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal. Είναι σαφές ότι η απόφαση Penderhill δεν εισάγει πάγια αρχή δικαίου ότι σε σχέση με κάθε διάταγμα τύπου Norwich πρέπει να εκδίδεται και διάταγμα αναστολής εκκρεμούσης της έφεσης και όπως αναφέρθηκε στην απόφαση «προκύπτει ότι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης παίζουν ουσιαστικό ρόλο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου». Κατά συνέπεια η Αίτηση θα εξεταστεί στη βάση των αρχών της Δ.35 με βάση τα δικά της γεγονότα και όπως έχει νομολογηθεί μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να οδηγήσει ώστε η δεύτερη αρχή να υπερσκελίσει την πρώτη. Το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει θέματα που έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα και δεν θα υποκαταστήσει σε σχέση με την ουσία του διατάγματος το Εφετείο. Τα θέματα που έχουν τεθεί και αποφασιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο εκδίκασης της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα δεν μπορούν να αποτελούν και αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Η πλευρά των Εναγομένων - Αιτητών κάνει εκτεταμένα αναφορά σε βλάβη την οποία θα υποστούν εάν συμμορφωθούν με το διάταγμα πριν ακουστεί η έφεση, αφού με τον τρόπο αυτό θα αναγκαστούν να παρουσιάσουν στοιχεία τα οποία άπτονται της εμπιστευτικότητας των πελατών τους που είναι απαραίτητο στοιχείο για τη λειτουργία των εργασιών τους. Είναι περαιτέρω ισχυρισμός των Αιτητών ότι με την παροχή πρόσβασης στον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα υπάρχει επέμβαση σε δικαιώματα εμπιστευτικότητας και δημιουργεί αμφιβολίες στους πελάτες και πιθανούς πελάτες των Εναγομένων 3 σε σχέση με την ασφάλεια του συστήματος και αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τους Εναγόμενους 3 που αποτελούν τρίτα αθώα μέρη. Στην υπόθεση Shaw v. Holland (1900) 2 Ch. 305 που αφορούσε τη Δ.58 θ.16 των παλιών Αγγλικών Θεσμών που είναι η αντίστοιχη της Δ.35 θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αποφασίστηκε ότι αναστολή εκτέλεσης διατάγματος για ένορκη αποκάλυψη πληροφοριών εκκρεμούσης έφεσης, μπορεί να διαταχθεί μόνο κάτω από πολύ ειδικές περιστάσεις και οι ειδικές περιστάσεις που επικαλούνται οι Αιτητές στην παρούσα υπόθεση είναι η καταστρατήγηση της εμπιστευτικότητας και η επέμβαση σε δικαιώματα εμπιστευτικότητας που είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για την επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Το Δικαστήριο αποφάσισε όταν εξέδωσε το ενδιάμεσο διάταγμα ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί στην απόφαση Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) E.W.H.C. 625 και το θέμα αυτό δεν μπορεί να επανεξεταστεί αλλά αποτελεί αντικείμενο της έφεσης. Συνάγεται όμως ότι απασχόλησε το Δικαστήριο το θέμα της εμπιστευτικότητας, και γι' αυτό καθόρισε όρους σε σχέση με τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα με σκοπό την προστασία των Εναγομένων 2 και 3. Ο ισχυρισμός των Αιτητών ότι κάτι τέτοιο δεν επαρκεί για να προστατέψει τους Εναγόμενους 2 και 3 δεν είναι εξαιρετικός λόγος αναστολής αλλά μια απόλυτη θέση των Αιτητών που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι έχουν μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας στην έφεση τους και ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το αποτέλεσμα της έφεσης δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, όσο ισχυροί και να είναι οι λόγοι έφεσης, και είναι άγνωστο, δυστυχώς, πότε θα υπάρξει απόφαση στην έφεση. Ο χρόνος δεν μπορεί να είναι σύντομος ούτε και μπορεί να καθοριστεί και σε περίπτωση που το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα αναστολής ο Ενάγων θα αναμένει για ακόμα μεγαλύτερο διάστημα τα στοιχεία που θέλει για την προώθηση της υπόθεσής του, τα οποία πιθανό να είναι χωρίς ουσία στην πορεία του χρόνου. Η παροχή των πληροφοριών θα καταστήσει πιθανό χωρίς αντικείμενο την έφεση σε περίπτωση επιτυχίας της, όμως αυτό θα πρέπει να κριθεί μέσα στο πλαίσιο όλων των περιστατικών της υπόθεσης και στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποδεχτεί την Αίτηση και αναστείλει τη διαδικασία, το κόστος για τον Ενάγοντα κρίνω ότι θα είναι βαρύτερο αφού η προσπάθεια τόσων χρόνων για να προωθήσει την υπόθεσή του και η επιτυχία εξασφάλισης των στοιχείων που ζητά, θα είναι χωρίς σύντομο αποτέλεσμα, γεγονός που δεν μπορεί να εξισορροπηθεί με την παροχή ικανοποιητικής εγγύησης.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι το κόστος για τον Καθ' ου η Αίτηση θα είναι βαρύτερο σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος, συγκρινόμενο με τους λόγους που επικαλούνται οι Αιτητές και για τους οποίους το Δικαστήριο καθόρισε ασφαλιστικές δικλίδες».
Επισημαίνεται επίσης ότι αναστολή δίδεται όταν πράγματι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και όχι όταν απλώς η δικαστική κρίση δεν ικανοποιεί την πλευρά που αιτείται την αναστολή. Τέτοια παραδείγματα είναι η υπόθεση VEGARDIA HOLDINGS LTD ν. CRANSSETA INVESTMENTS LTD, Αρ. Αίτησης: 595/15 Ε.Δ. Λεμεσού, απόφαση ημερ. 07.03.2017 υπό του Μ. Παπαμιχαήλ. Π.Ε.Δ. στην οποία το Δικαστήριο διέταξε την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος καθώς υπήρχε αυθαίρετη χρήση των εγγράφων που είχαν αποκαλυφθεί υπό συγκεκριμένους όρους και, συγκεκριμένα, είχε αποκαλυφθεί το περιεχόμενο της από τους δικηγόρους προς τους πελάτες τους κατά παράβαση των οδηγιών του Δικαστηρίου.
Προχωρήσω με την εξέταση των επιμέρους λόγων ένστασης και όπου κριθεί ότι είναι πρέπον, αυτοί θα εξεταστούν από κοινού προς αποφυγή επαναλήψεων. Προβλήθηκαν ως λόγοι ένστασης που άπτονται θεμάτων όπως της κακοπιστίας & καταχρηστικότητας, ότι οι Αιτήτριες δεν προσέρχονται με καθαρά χέρια, επιδιώκεται με την αίτηση αναστολής η αποστέρηση του δικαιώματος της Primafacio να απολαύσει τους καρπούς της δικαστικής της επιτυχίας, καταστρατηγείται η διαδικασία υποβοήθησης Αλλοδαπής Διαδικασίας, απαντώνται οι αιτιάσεις περί επηρεασμού δικαιωμάτων τρίτων, της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας, της Συνταγματικής προστασίας και υποστηρίζεται η μη εφαρμογή εδώ των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος.
Είναι η εισήγηση της πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση ότι η καταχρηστική και κακόπιστη φύση της αίτησης, καταδεικνύεται με απόλυτο τρόπο από το γεγονός ότι στην Ε/Δ Παρούτη οι Αιτήτριες ισχυρίζονται, στην παρ 17, ότι τυχόν συμμόρφωση με το Διάταγμα Αποκάλυψης θα ισοδυναμεί με παραβίαση «υποχρεώσεων εχεμύθειας (confidentiality)» που υπέχουν προς τρίτα πρόσωπα, όπως η Flexam. Προβαίνοντας στην εν λόγω δήλωση, χωρίς να παρουσιάζουν οποιοδήποτε στοιχείο, οι Αιτήτριες και τούτο καθώς στην ίδια τη Σύμβαση με τη Flexam, η οποία έχει παρουσιαστεί σε λογοκριμένη μορφή στην Ελληνική Αγωγή και έχει επισυναφθεί ως Τεκμ. 1 στην Ε/Δ Ασπρή, ρητώς προνοείται (όρος 26.4) ότι οι υποχρεώσεις εχεμύθειας παύουν να ισχύουν εάν πρέπει να υπάρξει συμμόρφωση με Διάταγμα Δικαστηρίου, όπως ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. Παρατίθεται ο σχετικός όρος: “A party may disclose Confidential Information if and to the extent that (a) It is required by the law of any relevant jurisdiction or pursuant to an order of a Court of competent jurisdiction;”
Με βρίσκει σύμφωνο ο λόγος ένστασης ότι υπήρξε πράγματι προσπάθεια απόκρυψης από το Δικαστήριο ουσιώδους γεγονότος όταν οι Αιτήτριες αποτάθηκαν σε αυτό μονομερώς αποκρύβοντας τον όρο 26 της Σύμβασης ημερ. 25.06.20 κάτι που οδηγεί στην καταχρηστική φύση της αίτησης. Είναι δε σαφές ότι οι Αιτήτριες δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αλλά αντίθετα με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και να αποσπάσουν θεραπεία μονομερώς.
Πέραν της αδιαμφισβήτητα κακόπιστης προσέγγισης του ζητήματος από τις Αιτήτριες όπως αποφάνθηκα πιο πάνω, ακόμα και σε περίπτωση που δεν υπήρχε ο όρος 26 στη Σύμβαση (Τεκμ. 1 στην Ε/Δ Ασπρή), ο οποίος ρητώς αίρει τις όποιες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας, το σχετικό ζήτημα έχει ξεκαθαριστεί νομολογιακά εδώ και αρκετά χρόνια, με σαφώς επικρατούσα την άποψη ότι το Δημόσιο Συμφέρον, έκφανση του οποίου αποτελεί το Συμφέρον της Δικαιοσύνης, σαφώς υπερέχει από τυχόν δικαιώματα που προστατεύονται από τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος.
Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στην υπόθεση Melouskia Commercial Ltd κ.ά. ν. Chumachenko Alisa κ.ά. (2014) 1Γ ΑΑΔ σελ. 2110. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Παρέμεινε προς εξέταση το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την πιθανότητα τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος (17ος Λόγος Έφεσης). Και αυτό στη βάση ότι με αυτά διατάχθηκε, μεταξύ άλλων, και η αποκάλυψη αλληλογραφίας και/ή επικοινωνίας μεταξύ των εφεσειουσών και της τράπεζας. Παρέπεμψαν σχετικά σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στις υποθέσεις Σιάμισιη ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308 και στην Εdrinotio Ltd, Πολ. Αίτηση 60/2012 ημερ. 8.8.12 - που αφορούσε αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari - οι οποίες αναλύουν τις παραμέτρους σεβασμού των δικαιωμάτων της επικοινωνίας και της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος.
Θεωρούμε αβάσιμο το υπό αναφορά παράπονο και ως αιτιολογία μεταφέρουμε αυτούσιο το πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση Edrinotio Ltd (ανωτέρω), την οποία οι ίδιες οι εφεσείουσες επικαλέστηκαν:-
«Έρχομαι - παρατήρησε ο Δ. Ερωτοκρίτου που εξέδωσε την απόφαση - τώρα στο Άρθρο 15 του Συντάγματος και στο αντίστοιχο άρθρο 8 του ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Εδώ μας αφορά η ιδιωτική ζωή, η οποία περιλαμβάνει και την επαγγελματική ζωή ενός ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 AAΔ 238 «το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, αλλά εκτείνεται και στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο .. Το δικαίωμα καλύπτει το σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει, αδιαπέραστου χάριν της αυτονομίας του στο ατομικό επίπεδο.». Αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Niemietz v. Germany, απόφαση ημερ. 16.12.1992, Series A, No. 251-Β, σελ. 33-34, έδειξε δισταγμό στο να εξαιρέσει από τις πρόνοιες του άρθρου 8 της Σύμβασης τις επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ατόμου, εντούτοις δεν έχω πειστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, που το διάταγμα αποκάλυψης αφορά σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, μπορεί να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Σύμβασης. Αλλά ακόμα και εάν ετίθετο ένα τέτοιο θέμα, θα καλύπτετο από τις εξαιρέσεις των εδαφίων (2) των Άρθρων 15 του Συντάγματος και 8 της Σύμβασης, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στο συμφέρον της πολιτείας για διατήρηση της δημόσιας τάξεως ή προστασίας των δικαιωμάτων άλλων προσώπων που προστατεύονται από το Σύνταγμα».
Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία μας η επιχειρηματολογία των Αιτητριών περί εφαρμογής των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει έρεισμα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και δεν γίνεται αποδεχτή.
Είναι επίσης αντιληπτό, ότι το σύνολο των εγγράφων που εμπίπτουν στο εύρος της επαγγελματικής δραστηριότητας των Αιτητριών δεν – εμπίπτει στην έννοια της «προσωπικής επικοινωνίας». Αντίθετα, τα έγγραφα τα οποία έχουν διαταχθεί να αποκαλυφθούν πρόκειται για (i) τραπεζικά έγγραφα, (ii) προπαρασκευαστικά έγγραφα συγκεκριμένης συναλλαγής, η οποία ελέγχεται ως μέρος αδικοπραξίας, το πλαίσιο ενάσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας καθώς και (iii) νομικά έγγραφα εξουσιοδότησης για παρουσία σε Γενική Συνέλευση στην οποία υλοποιήθηκε η - κατά την Primafacio - αδικοπραξία.
Στην κλασική υπόθεση POLICE ν. GEORGHIADES (1983) 2 CLR 33 εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το εύρος της προστασίας του Άρθρου 17 του Συντάγματος, διευκρινίζοντας ότι αυτό αφορά αλληλογραφία ή επικοινωνία που σχετίζεται με την κοινοποίηση οποιασδήποτε άποψης από ένα μέρος προς άλλο, στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, αισθημάτων ή ιδεών. Το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται:
«The right conferred by Article 17 is, on the face of its wording, far reaching and extends prima facie to every written and oral communication, provided always it is carried out by means not prohibited by law. Freedom of communication is an aspect of freedom of speech, intended to keep permanently open channels of communication between individuals. And freedom of speech is one of the pillars of liberty itself. (See the judgment of Lord Salmon in Attorney-General v. B.B.C. [1980] 3 All E.R. 161). Communication, in the context of Article 17, in contrast to freedom of speech safeguarded by Article 19, encompasses freedom of speech in a special area and engulfs both oral and written communications.
"Communication" signifies imparting something orally or in writing (correspondence), with a view to bringing it to the notice of another or others, in the context of an exchange of views, feelings or ideas. Like privacy, it aims to secure maximum freedom for the individual in his private exchanges».
Στο Σύγγραμμα Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο του Δρος Κώστα Παρασκευά, στις σελίδες 262-263 καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Το κυπριακό Σύνταγμα, στο Άρθρο 17.1, κάνει λόγο για «αλληλογραφία» που πρόκειται βεβαίως για έννοια ευρύτερη του όρου «επιστολές» που προβλέπει, για παράδειγμα, το ελληνικό Σύνταγμα. Ο όρος «αλληλογραφία» περιλαμβάνει παντός είδους έγγραφο επικοινωνίας μέσω επιστολής, δελταρίου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου. Ο όρος «επικοινωνία» που επίσης αναφέρεται στο άρθρο 17 σημαίνει το να μεταδοθεί κάτι προφορικά ή γραπτά (αλληλογραφία) με σκοπό να περιέλθει στην προσοχή κάποιου άλλου μέσα στα πλαίσια ανταλλαγής απόψεων συναισθημάτων και ιδεών. Έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι ο όρος επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο την προφορική όσο και τη γραπτή επικοινωνία και περικλείει οποιαδήποτε άποψη που ο Α επιθυμεί να φέρει εις γνώση του Β στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, αισθημάτων ή ιδεών».
Στην υπό εξέταση περίπτωση τα έγγραφα τα οποία το Δικαστήριο έχει διατάξει να αποκαλυφθούν σε καμία περίπτωση ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, συναισθημάτων ή ιδεών. Αντίθετα, είναι σαφές ότι πρόκειται για προπαρασκευαστικές ενέργειες εμπορικής συναλλαγής.
Ούτε τα υπόλοιπα έγγραφα και στοιχεία, δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικείμενο προστασίας εμπιστευτικών δεδομένων. Ενώ ακόμα και να ήταν, το συμφέρον της δικαιοσύνης υπερτερεί και επιβάλει την αποκάλυψη των διαταχθέντων εγγράφων. Σχετικά είναι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.α. ν. Κλουκίνα (2014) (1Α) ΑΑΔ σελ. 118:
«Το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης Τράπεζας - πελάτη ή Πελάτη - παροχέα υπηρεσιών καθιερώθηκε στην Τournier ν. Νational Provincial and Union Bank of England Ltd (1923) All E.R. 550, στην οποία παραπέμπει και το Δικαστήριο. Στην τελευταία απόφαση η επιδίωξη σκοπού καταστολής δολίων πράξεων ή εγκλημάτων είναι στοιχείο που συνάδει με το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί ή επιβάλλει αποκάλυψη. Το συμφέρον της δικαιοσύνης ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος υπερτερεί της προστασίας των εμπιστευτικών δεδομένων των αδικοπραγούντων. Η υπερίσχυση του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αρχής της εμπιστευτικότητας, όπως προκύπτει από την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, τονίστηκε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, και στην Ι.Β.L. v. Planet (1990) J.L.R. 294. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της αρχής του απορρήτου όταν σκοπείται η αποκάλυψη πληροφοριών ή δεδομένων που αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές όπως και στην υπό κρίση υπόθεση αποδίδονται στους εφεσείοντες. Σε πιο πρόσφατη υπόθεση Omar v. Omar (1995) 1 W.L.R. 1428, το Δικαστήριο επέτρεψε τη χρήση των εγγράφων όχι μόνο για τους σκοπούς της αξίωσης των εναγόντων για εντοπισμό των περιουσιακών τους στοιχείων αλλά και για άλλες απαιτήσεις με παράλληλες αγωγές σε άλλες χώρες».
Συμφωνώντας με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι, εάν γινόταν δεκτή η θέση των Αιτητριών περί ανάγκης διατήρησης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και άλλων παρεμφερών δικαιωμάτων, τα οποία βάσει τη νομολογίας κάμπτονται για σκοπούς προστασίας του δημόσιου συμφέροντος σε διαδικασίες αποκάλυψης εγγράφων, θα απέληγε σε κατάργηση της δικαιοδοσίας Norwich Pharmacal. Κρίνω ότι το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί έναντι υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας και ότι δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση μη εφαρμογής Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση είναι μείζονος σημασίας το γεγονός ότι τα έγγραφα που θα πρέπει να αποκαλυφθούν δεν αφορούν τρίτα πρόσωπα, αλλά Εναγόμενους είτε στην Αγγλική είτε στην Ελληνική Αγωγή. Συνεπώς, εφόσον τα έγγραφα χρησιμοποιηθούν στις εν λόγω αλλοδαπές διαδικασίες οι εμπλεκόμενοι σε αυτά θα έχουν πλήρως το δικαίωμα να τοποθετηθούν αναλόγως ως προς το περιεχόμενό τους. Παράλληλα, αν αποδειχθεί ότι εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα στην εις βάρος της Primafacio αδικοπραξία, τότε η αποκάλυψη των εν λόγω στοιχείων θα της επιστρέψει να προωθήσει τις αξιώσεις της εις βάρος όλων των προσώπων. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα επηρεασμού οποιωνδήποτε δικαιωμάτων τρίτων προσώπων.
Οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι μοναδικός σκοπός των Αιτητριών με την προώθηση της παρούσας αίτησης είναι ο εκτροχιασμός της διαδικασίας και η μη προσκόμιση των σχετικών πληροφοριών που διέταξε το Δικαστήριο αρχικά στην Ελληνική Αγωγή και μετέπειτα στην Αγωγή στην Αγγλία.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης οι Αιτήτριες δεν ανέφεραν το ενδεχόμενο άμεσου προσδιορισμού της Ελληνικής Αγωγής όταν προσήλθαν μονομερώς στο Δικαστήριο, ενώ προσπάθησαν να αντικρούσουν τις θέσεις της Καθ’ ης αίτηση μέσω της ΣΕ/Δ Παρούτη. Τα γεγονότα βέβαια έχουν ξεπεράσει τις ανυπόστατες θέσεις των Αιτητριών, καθότι η Ελληνική Αγωγή ορίστηκε για συζήτηση στις 15 Δεκεμβρίου 2022, με καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης τυχόν εγγράφων στις 24 Νοεμβρίου 2022. Για αυτό ασφαλώς δεν μπορεί να παραγνωριστούν όσα αναφέρονται στις Ε/Δ Ασπρή (αρχική και συμπληρωματική) στις οποίες παρουσιάστηκαν τα χρονοδιαγράμματα που τέθηκαν για την Ελληνική Αγωγή, με νομικές γνωματεύσεις από τους Ελλαδίτες δικηγόρους κ. Δήμητρα Αποστολάκη και κ. Νίκο Κυριαζή, στις οποίες επισύναψαν και σχετικά δημοσιεύματα σε νομικά περιοδικά, δικαστικοί κανονισμοί και τεκμήρια τα οποία σαφώς καταδείκνυαν ότι επίκειται ο ορισμός της Ελληνικής Αγωγής άμεσα. Στην αντίποδα όχθη, μέσω της ΣΕ/Δ Παρούτη, στην παράγραφο 11 αυτής οι Αιτήτριες ενόρκως δήλωναν ότι «Η Ελληνική Αγωγή συνεπώς δεν εκτιμάται με βάση την πορεία προσδιορισμού προγενέστερων υποθέσεων να συζητηθεί πριν το 2024».
Επομένως αντιπαραβάλλοντας τα όσα αναφέρονται στη μαρτυρικό υλικό της αίτησης αναστολής με τα γεγονότα που προέκυψαν μόλις μία ημέρα πριν την ακρόαση της παρούσας αίτησης, προκύπτει αβίαστα η ξεκάθαρη δικαίωση των θέσεων της Primafacio ως προς τη διαδικασία της Ελληνικής Αγωγής.
Οι ισχυρισμοί των Αιτητριών περί αδυναμίας προσκόμισης συμπληρωματικών στοιχείων στην Ελληνική Αγωγή, οι οποίοι και πάλι στηρίζονται στα όσα αναφέρει ο Ελλαδίτης δικηγόρος κ. Κωνσταντινίδης διασκεδάστηκαν - ανασκευάστηκαν με την γνωμάτευση του επίσης Ελλαδίτη δικηγόρου κ. Κυριαζή που έχει επισυναφθεί ως Τεκμ. 1 στη ΣΕ/Δ Ασπρή με την οποία αντικρούει πλήρως τους όποιους διαφορετικούς ισχυρισμούς. Επομένως τυχόν έγκριση της αίτησης θα απέληγε σε πλήρη αποστέρηση δικαιώματος της Primafacio για προσκόμιση των διαταχθέντων εγγράφων στην Ελληνική Αγωγή και ενυπάρχει ορατή πιθανότητα μη προσκόμισης στην Αγγλική Αγωγή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η καταστρατήγηση σκοπών της διαδικασίας υποβοήθησης αλλοδαπών διαδικασιών εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση δεν τίθεται θέμα αναποτελεσματικότητας ένδικου μέσου, καθώς σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης θα παύσει να υφίσταται το νομικό υπόβαθρο βάσει του οποίου η Primafacio θα κατέχει τα έγγραφα. Η αποτελεσματικότητα όμως του ένδικου μέσου της έφεσης που έχουν ασκήσει οι Αιτήτριες δεν θίγεται, καθότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, τότε θα εκλείψει και το απαραίτητο νομικό υπόβαθρο για τη νόμιμη χρήση των εγγράφων από την Τράπεζα. Σχετικά είναι τα όσα αποφασίστηκαν από τον κ. Γιαπανά Π.Ε.Δ. στην MRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LIMITED (εκπροσωπούμενη δια του Προσωρινού Εκκαθαριστή XXXXX (XXXXX) Ιακωβίδη) κ.α. ν. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD κ.α., Αρ. Υποθ.: 2626/15 Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ.10.01.2020, όπου μετά την ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης εγγράφων, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση Riddick v. Thames Board Mills Ltd [1977] 3 All ER 677, 687 στην οποία αναφέρθησαν τα εξής:
«A party who seeks discovery of documents gets it on condition that he will make use of them only for the purposes of that action, and no other purpose. To use a document produced for inspection for a collateral or ulterior purpose is a misuse against which the court will proceed for contempt or by injunction».
Επίσης, παραπέμπει στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Cobra Golf Inc. and another v. Rata and others [ Ch. 1996 C. No. 2602] - [1998] Ch. 109:
«A party to litigation gives an implied undertaking that he will not use the material disclosed by his opponent on discovery otherwise than for the proper purposes of the action in which the discovery is given. The giving of discovery in litigation is regarded as an essential element in the doing of the fullest justice, but it does involve an invasion of the parties' right to privacy in respect of their documents and the undertaking is in a sense given as the price for such invasion. It is intended to limit the invasion to the extent necessary to deal justly with the particular case, and it is also regarded as assisting in discouraging litigants from any inclination to give less than full and frank discovery ...».
Τέλος, παραπέμπει στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας στην υπόθεση Hearne v Street (2008) 235 CLR 125, όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«where one party to litigation is compelled, either by reason of a rule of court, or by reason of a specific order of the court, or otherwise to disclose documents or information, the party obtaining the disclosure cannot, without leave of the court, use it for any purpose other than that for which it is given unless it is received into evidence».
Αποτελεί παραδεκτό δεδομένο ότι οι ενάγοντες έκαμαν χρήση των εγγράφων, δια της καταχώρισης της πιο πάνω αγωγής εναντίον της εναγομένης 1. Βέβαια το ζητούμενο εδώ δεν είναι αυτό. Ούτε και οι παράπλευρες συνέπειες που προκύπτουν από αυτό, αναφορικά με το τι έγινε στο παρελθόν. Το ερώτημα που εγείρεται είναι, εν όψει της απόρριψης της αγωγής και της ακύρωσης του ενδιαμέσου διατάγματος, τι γίνεται με τα αποκαλυφθέντα έγγραφα, στη βάση των αιτούμενων θεραπειών 2 και 3. Από τις πιο πάνω αποφάσεις και συγγράμματα σκιαγραφείται το σκηνικό, και αποτελεί χρήσιμο βοήθημα ως προς το τελικό ζητούμενο.
Εξάγεται ότι η χρήση των αποκαλυφθέντων εγγράφων, εν όψει της απόρριψης της αγωγής και της ακύρωσης του εκ συμφώνου εκδοθέντος διατάγματος, αφαιρεί πλέον, την ούτως ή άλλως υφιστάμενη και εξυπακουόμενη υποχρέωση της μη χρήσης των εγγράφων για άλλο σκοπό, κάθε νόμιμο υπόστρωμα για την κατοχή και χρήση τους από τους ενάγοντες. Η απόρριψη ομοίως της αγωγής, εκ των πραγμάτων δεν εγείρει ζήτημα αποκάλυψης των εγγράφων στα πλαίσια της αγωγής σε μελλοντικό στάδιο. Και αυτό, καθ' όσον αφορά τους εναγομένους 1. Ως εκ τούτου και σε σχέση με τις υπ' αριθμό 2 και 3 αιτούμενες θεραπείες, εκδίδονται ανάλογα διατάγματα».
Ακόμα δηλαδή και σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης των Αιτητριών, ενόψει της απώλειας του νομικού υπόβαθρου για τη νόμιμη κατοχή και χρήση των εγγράφων από την Αιτήτρια, αυτή δεν θα τα κατέχει πλέον νόμιμα και δεν θα μπορεί να τα χρησιμοποιεί. Συνεπώς, η αποτελεσματικότητα του ένδικου μέσου που έχουν ασκήσει οι Αιτήτριες, διατηρείται ανέπαφη. Επομένως η απόρριψη της Αίτησης Αναστολής να καταστήσει την έφεση άνευ αντικειμένου και θα την μετατρέψει σε απόφαση ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Περαιτέρω, αν ακολουθείτο η εισήγηση των Αιτητριών, θα έπρεπε για να εκτελεστεί οποιοδήποτε διάταγμα “Norwich Pharmacal”, πρώτα να υπάρχει τελεσίδικη κρίση στην Έφεση που ασκεί ο εκάστοτε Καθ’ ου η αίτηση που οφείλει να αποκαλύψει τα στοιχεία που διέταξε το Δικαστήριο. Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο θα ήταν απαράδεκτο και θα δημιουργούσε τρομερά κωλύματα στην ομαλή απονομή της δικαιοσύνης, καθώς θα χρειαζόταν ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να εκτελεστεί το εκάστοτε διάταγμα τέτοιας φύσεως. Στην πράξη δε, θα αποτελούσε έμμεση κατάργηση της Πρωτόδικης κρίσης των Επαρχιακών Δικαστηρίων.
Προβλήθηκαν ως λόγοι ένστασης ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης και οι ισχυρισμοί περί δήθεν βλάβης είναι αστήριχτοι και ατεκμηρίωτοι ότι εξ αυτού του λόγου η αίτηση είναι αντικανονική Αίτηση καθώς οι Αιτήτριες δεν επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να ενεργοποιηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για να εκδώσει το Διάταγμα Αναστολής.
Έχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν συντρέχουν -και σε κάθε περίπτωση δεν έχουν καταδειχθεί- εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε να δικαιολογηθεί η αποστέρηση των καρπών της δικαστικής επιτυχίας της Καθ’ ης η Αίτηση και/ή η πλευρά των Αιτητριών προβάλλει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς ως προς την κατ’ ισχυρισμό βλάβη την οποία θα υποστεί και/ή έχει σκόπιμα παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς τη φύση των ισχυρισμών αυτών. Οι Αιτήτριες δεν πρόκειται να υποστούν οποιαδήποτε βλάβη και/ή σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη με την εκτέλεση του Διατάγματος καθώς τα έγγραφα θα χρησιμοποιηθούν για νόμιμους σκοπούς ενώπιον αρμοδίων Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι των Ελληνικών Δικαστηρίων και/ή οι Αιτήτριες δεν έχουν ορατές πιθανότητες επιτυχίας στην Έφεση που έχουν καταχωρήσει και/ή η βλάβη στα δικαιώματα της Καθ’ ης η Αίτηση σε περίπτωση επιτυχίας της Αίτησης θα είναι σαφώς μεγαλύτερη από οποιαδήποτε τυχόν βλάβη ήθελε υποστούν οι Αιτήτριες.
Σε σχέση με το ίδιο ζήτημα αν δηλαδή οι Αιτήτριες έχουν καταδείξει εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις σχετικά είναι όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Μέγας Χ" Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Limited και Άλλων, (1991) 1 A.A.Δ. 172 όπου αποφασίστηκαν τα εξής:
«Η αναστολή εκτέλεσης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που ασκείται με βάση δύο αρχές, i) ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να στερείται, χωρίς εξαιρετικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του, και ii) ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, που ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του. Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης».
Είναι δε γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση Αναστολής για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων η οποία να δικαιολογεί την κλίση της πλάστιγγας υπέρ της δεύτερης αρχής, ήτοι της ανάγκης διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας του ένδικου μέσου, η οποία ούτως ή άλλως όπως αποφάνθηκα πιο πάνω δεν θίγεται. Στην απουσία οποιουδήποτε ισχυρισμού ως προς την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων η αίτηση αναστολής δεν μπορεί να πετύχει και θα απορριπτόταν και για τον λόγο αυτό.
Οι Αιτήτριες επικαλούνται ζημία στα δικαιώματα τους καθώς θα καθίστατο η Έφεση άνευ αντικειμένου. Ήδη σύμφωνα με τα όσα αποφάνθηκα πιο πάνω δεν υφίσταται ένα τέτοιος λόγος. Ούτε και ζήτημα επηρεασμού δικαιωμάτων τρίτων υφίσταται αφού καταρρίπτεται από τα ίδια τα έγγραφα τα οποία οι Αιτήτριες επέλεξαν να αποκρύψουν από το Δικαστήριο. Τα υπόλοιπα κρίνω ότι είναι προσχηματικά και γίνεται επίκληση τους με σκοπό την αποφυγή συμμόρφωσης με το εκδοθέν διάταγμα. Ούτε και έχει καταδειχθεί η πρόκληση οποιαδήποτε βλάβης με πειστικό τρόπο. Αντίθετα η βλάβη που θα υποστεί η Primafacio από τυχόν έγκριση της αίτησης αναστολής είναι εμφανώς μεγαλύτερη από την κατ’ ισχυρισμό και ατεκμηρίωτη βλάβη που επικαλούνται οι Αιτήτριες από την καθυστέρηση και η αποστέρηση των καρπών της δικαστικής της επιτυχίας η οποία είναι εμφανώς δυσανάλογη της όποιας ζημιάς ήθελε υποστούν οι Αιτήτριες με την παραχώρηση στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή τους. Η δέσμευση δε των Αιτητριών μέσω των δικηγόρων τους για ενέργειες τους προς γρήγορη εκδίκαση της Έφεσης και όσα περί τούτου αναφέρθηκαν σε σχέση με τη μέχρι τούδε πορεία της, δεν μπορούν να έχουν καταλυτική σημασία ως προς το ζητούμενο εφόσον είναι παράγοντας που δεν εξαρτάται απόλυτα από αυτούς και ούτε είναι παράγοντας ο οποίος εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας. Δεδομένο όμως είναι το γεγονός ότι εάν τα έγγραφα δεν δοθούν άμεσα στην Primafacio ώστε να τα καταχωρίσει στο Ελληνικό Δικαστήριο, ο ίδιος ο σκοπός της παρούσας Γενικής Αίτησης θα έχει εξουδετερωθεί, καθότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν θα μπορούν να τα προσκομίσουν στην Ελληνική Αγωγή, με αποτέλεσμα την οριστική αποστέρηση των καρπών της δικαστικής επιτυχίας της Primafacio.
Οι Αιτήτριες όμως κωλύονται να προωθούν στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης τους νέες θέσεις. Δεν είναι επιτρεπτή η επανεκδίκαση της αίτησης. Κάτι τέτοιο οπωσδήποτε πρέπει να αποτρέπεται. Εξετάζοντας το περιεχόμενο της Αίτησης Αναστολής μπορεί κάποιος εύκολα να εξάγει το συμπέρασμα ότι αυτό που επιχειρούν να πράξουν οι Αιτήτριες είναι η επανεκδίκαση της αίτησης ημερ. 22.06.21, αλλά και η προώθηση ισχυρισμών που δεν προωθήθηκαν στο κατάλληλο στάδιο από τις Αιτήτριες. Σε αυτή δε την κατηγορία εμπίπτουν οι ισχυρισμοί περί εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν τις Αιτήτριες. Όπως προαναφέρθηκε, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αλλά ακόμα και να ίσχυε, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο της Ακρόασης της αίτησης ημερ. 22.06.21 και όχι στο παρόν στάδιο. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως εξετάζει τη συνταγματικότητα των αιτημάτων που βρίσκονται ενώπιον του. Ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ότι οι όποιες ενστάσεις προβάλλουν οι Αιτήτριες σήμερα, εμμέσως, έχουν ήδη κριθεί από το Δικαστήριο, ενώ οι ίδιες κωλύονται από του να τις προωθούν στο παρόν στάδιο. Το Δικαστήριο που εκδίκασε την αίτηση αποφάσισε ότι πληρούνταν υπό τις περιστάσεις οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Τυχόν έγκριση του αιτήματος για αναστολή θα ισοδυναμούσε στο παρόν στάδιο με αναθεώρηση της Απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου με διαφορετική σύνθεση. Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ενεργεί ως εφετείο του εαυτού του (βλ. ενδεικτικά Ελπίδα Ματθαίου ν. 1. Παντελίτσας Σολωμόντος κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 1201, καθώς και Σιδέρης Νικόλας κ.ά.(2010) 1 ΑΑΔ 286).
Οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τη θέση τους ως προς τις ενδείξεις τέλεσης αδικοπραξίας εις βάρος τους και ζήτησαν από το Δικαστήριο την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου “Norwich Pharmacal”, ώστε να καταστεί δυνατή η προώθηση των δικαιωμάτων τους. Από την άλλη, η πλευρά των Αιτητριών μέσω της ένστασης τους, της Ένορκης Δήλωσης της Μπαλαρή και των αγορεύσεων των δικηγόρων τους, τοποθετήθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία που προηγήθηκε και φαίνεται στο φάκελο της υπόθεσης εκτενώς σε σχέση με το αίτημα της Primafacio για Aποκάλυψη Εγγράφων. Οι Αιτήτριες είχαν, δηλαδή, τη δέουσα ευκαιρία και δυνατότητα να προωθήσουν τις θέσεις τους πλήρως και ολοκληρωμένα, πράγμα το οποίο και έπραξαν. Το γεγονός ότι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την κατάληξη του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο αναστολής της Απόφασης.
Τέλος, ως προς τον λόγο ένστασης ο οποίος άπτεται του ζητήματος της ευκολίας πρόσβασης στα έγγραφα από τις Αιτήτριες, οι τελευταίες δεν έχουν αντιτείνει οποιαδήποτε δυσκολία ως προς τη συλλογή και παρουσίαση τους επομένως δεν βλέπω οποιαδήποτε άλλη δικαιολογία πλην της άρνησης παραχώρησης τους.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ ΕΞΟΔΑ:
Για όλους τους λόγους τους οποίους προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Η υποχρέωση των Αιτητριών για συμμόρφωση τους με το διάταγμα υπενθυμίζεται ότι ισχύει μέχρι τις 13:00 μ.μ. σήμερα όπως η σχετική δέσμευση που αναλήφθηκε και καταγράφηκε στο πρακτικό της 07.11.2022.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον των Αιτητριών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ........................................
Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής