ECLI:CY:EDLEF:2022:A441
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2862/2020
Μεταξύ:
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED
Ενάγουσας
-και-
1. LUCE ATALIOTIS LIMITED
2. ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΤΑΛΙΩΤΗΣ
3. ΑΝΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 27 Οκτωβρίου, 2022
Εμφανίσεις:
Για τους Ενάγουσα/Αιτήτρια: Η κ. Α. Ευαγγέλου για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε.
Για την Εναγόμενη 3/ Καθ’ ης η αίτηση: Η κ. Μάρλεν Τριανταφυλλίδη για Άντη Τριανταφυλλίδη και Υιοί Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(Σε αίτηση ημερομηνίας 15.02.2022 για έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων)
Με διά κλήσεως αίτησή της η Ενάγουσα/ Αιτήτρια (στη συνέχεια «η Αιτήτρια»), αιτείται την έκδοση εναντίον της εναγόμενης 3/Καθ’ ης η αίτηση (στη συνέχεια «η Καθ’ ης η αίτηση»): (Α) απαγορευτικό διάταγμα το οποίο να την παρεμποδίζει και/ή να της απαγορεύει όπως και στους αντιπροσώπους και/ή εντολοδόχους και/ή πληρεξούσιους αντιπροσώπους και/ή εξουσιοδοτημένους υπογραφείς της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου νομικού και/ή φυσικού προσώπου που ενεργεί με βάση τις οδηγίες της, να πωλήσει, επιβαρύνει, μεταβιβάσει, δωρίσει, υποθηκεύσει, ρευστοποιήσει, διαθέσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσει το 1/6 μερίδιο σε χωράφι σε χωριό της Επαρχίας Πάφου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια και του οποίου τα πλήρη κτηματολογικά στοιχεία καταγράφονται στην αίτηση και (Β) (1 και 2) την έκδοση διατάγματος το οποίο να παρεμποδίζει και/ή να απαγορεύει στην Καθ’ ης η αίτηση και/ή αντιπροσώπους και/ή εντολοδόχους και/ή πληρεξούσιους αντιπροσώπους και/ή εξουσιοδοτημένους υπογραφείς της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου νομικού και/ή φυσικού προσώπου που ενεργεί με βάση τις οδηγίες της, να πωλήσει, επιβαρύνει, μεταβιβάσει, δωρίσει, υποθηκεύσει, ρευστοποιήσει, διαθέσει και/ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσει αριθμό συνήθων μετοχών τις οποίες διαθέτει σε δύο εταιρείες των οποίων επίσης καταγράφει τα πλήρη στοιχεία, μέχρι τελικής εκδικάσεως και πλήρους αποπερατώσεως της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48, Θ.Θ 1, 4, 8 και 9, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο (Κεφ. 6), Άρθρα 4-9, στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν. 14/1960) ως έχει τροποποιηθεί, στις αρχές που αφορούν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, στη νομολογία και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση τα υποστηρίζει με ένορκη δήλωσή του ο κ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης (Ε/Δ Αδαμίδη). Ο κ. Αδαμίδης, πέραν της ιδιότητας υπό την οποία ορκίζεται κατ’ εξουσιοδότηση της Αιτήτριας και της προσωπικής γνώσης των γεγονότων της υπόθεσης, η οποία προέρχεται, όπως δηλώνει, από όσα προκύπτουν από έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή του, αντίγραφα των οποίων καταθέτει ως τεκμήρια και ότι, όπως επίσης δηλώνει, όπου αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν θέσει υπόψη του τρίτα πρόσωπα, αναφέρει την πηγή της πληροφόρησής του, όπου δε αναφέρεται σε νομικές έννοιες ότι το έπραξε κατόπιν νομικής συμβουλής από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν στην παρούσα την Αιτήτρια, εξηγεί στη δήλωσή του πως κατέληξαν οι δανειακές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στην εναγόμενη 1 από την Τράπεζα Κύπρου (η «ΤΚ») την οποία η Αιτήτρια υποκατέστησε σε όλα τα δικαιώματα που αφορούσαν αυτές, για τις οποίες οι εναγόμενοι ενημερώνονταν δεόντως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 18 του Νόμου 169(Ι)/2015. Ο κ. Αδαμίδης δηλώνει ότι συμφωνεί και υιοθετεί το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαιτήσεως και της αίτησης. Επί της ουσίας αναφέρει ότι στην Εναγόμενη 1 εταιρεία παραχωρήθηκαν τέσσερεις πιστωτικές διευκολύνσεις και καταγράφει με λεπτομέρεια τα πλήρη στοιχεία των λογαριασμών που ανοίχθηκαν προς τούτο και πως αυτοί εξελίχθηκαν στην πορεία. Καταγράφει τα υπόλοιπα ενός εκάστου λογαριασμού κατά τον τερματισμό τους ο οποίο έγινε κατά ή περί την 18 και 19.05.2020, το συνολικό ύψος των οποίων ανερχόταν σε €975.092,74σ. με τους αναλογούντες τόκους έκτοτε. Επισυνάπτει στη δήλωση του όλα τα σχετικά έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία ως τεκμήρια.
Η Εναγόμενη 1 και ο Εναγόμενος 2, προς εξασφάλιση των πιο πάνω πιστωτικών διευκολύνσεων ενέγραψαν υποθήκες επί κτημάτων τους προς όφελος της Αιτήτριας των οποίων παραθέτει τα πλήρη κτηματολογικά στοιχεία και επισυνάπτει τα σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι 2 και 3 δυνάμει εγγυητήριων εγγράφων εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 που πηγάζουν από τη Συμφωνία Πιστωτικής Κάρτας μέχρι ποσού €18.000 πλέον τόκους και έξοδα και εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 που πηγάζουν από τη Συμφωνία Τρεχούμενου Λογαριασμού μέχρι ποσού €480.000 πλέον τόκους και έξοδα και μέχρι ποσού €120.000 πλέον τόκους και έξοδα σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 που πηγάζουν από τη Συμφωνία Δανείου όπως και μέχρι ποσού €675.000 πλέον τόκους και έξοδα σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 που πηγάζουν από άλλη Συμφωνία Δανείου. Για όλες αυτές τις συμφωνίες εγγύησης και δανείων επισυνάπτει τα σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια.
Οι Εναγόμενοι κατά παράβαση των συμφωνιών που είχαν συνάψει με την ΤΚ και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τράπεζας, αρνήθηκαν και/ή παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και/ή παρέλειψαν να πληρώσουν τα υπ’ αυτών οφειλόμενα ποσά. Αποτέλεσμα ήταν η ΤΚ με επιστολές της, αντίγραφα των οποίων επισύναψε ως τεκμήρια, τερμάτισε τη λειτουργία των συμφωνιών αυτών και κάλεσε άμεσα τους Εναγόμενους όπως πληρώσουν τα υπ’ αυτών οφειλόμενα ποσά. Συνεπεία της άρνησης και παράλειψης των Εναγόμενων να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις απέναντι στην ΤΚ, καταχωρίστηκε η παρούσα αγωγή, με την οποία η Ενάγουσα αξιώνει τα όσα αναφέρονται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Οι Εναγόμενοι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταβάλει κανένα ποσό έναντι της οφειλής τους και έτσι δυνάμει των πιο πάνω συμφωνιών και για το συνολικό οφειλόμενο ποσό οι Εναγόμενοι 2 και 3 είναι επίσης εξ ολοκλήρου υπεύθυνοι αλληλέγγυα και/ ή κεχωρισμένα μαζί με την Εναγόμενη 1 δυνάμει των εγγυητήριων Εγγράφων τα οποία υπέγραψαν.
Έρευνα που διενεργήθηκε στο κτηματολόγιο από την ΤΚ στις 13.11.2018, διαπιστώθηκε ότι η Εναγόμενη 1 δεν διαθέτει επ’ ονόματι της οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία η οποία να μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση της Αιτήτριας σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας Αγωγής. Σύμφωνα δε με πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) επ’ ονόματι της Εναγόμενης 1, επιβεβαιώνεται ότι η αξία του υποθηκευμένου προς όφελος της Ενάγουσας Ακινήτου ανέρχεται σε €165.000,00 (αγοραία αξία) με βάση σχετική εκτίμηση ημερομηνίας 03.08.2020. Περαιτέρω ότι κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε στο κτηματολόγιο από την Τράπεζα Κύπρου στις 13.11.2018, διαπιστώθηκε ότι και ο Εναγόμενος 2 δεν διαθέτει επ’ ονόματι του οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία η οποία να μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση της Αιτήτριας σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας Αγωγής. Η αξία δε του υποθηκευμένου προς όφελος της Ενάγουσας Ακινήτου (χωράφι) του εναγόμενου 2 ανέρχεται σε €139.000,00 (αγοραία αξία) με βάση σχετική εκτίμηση ημερομηνίας 04.08.2020. Περαιτέρω, από έρευνα, έχει διαφανεί ότι ο Εναγόμενος 2 έχει προβεί σε αποξένωση περιουσίας του δια δωρεάς κάτι για το οποίο, δηλώνει, η Ενάγουσα επιφυλάσσει όλα τα νόμιμα δικαιώματα της (επισυνάπτει σχετικά έγγραφα/τεκμήρια).
Αντίστοιχη έρευνα στο κτηματολόγιο διενεργήθηκε και για την Εναγόμενη 3 όπου διαπιστώθηκε ότι στο όνομα της είναι εγγεγραμμένο μόνο το Ακίνητο για το οποίο επιζητείται το διάταγμα η αξία του οποίου ανέρχεται σε περίπου €120.000,00 με βάση τα αρχεία του Κτηματολογίου ενώ έχει επίσης διαπιστωθεί ότι η Εναγόμενη 3 έχει προβεί σε αποξένωση περιουσίας διά δωρεάς σύμφωνα με σχετικό πιστοποιητικό του Κτηματολογίου. Περαιτέρω από έρευνα που έγινε στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, έχει διαπιστωθεί ότι η Εναγόμενη 3 κατέχει 63334 συνήθεις μετοχές στην εταιρεία AETHER ANTHANA LIMITED και 4750 συνήθεις μετοχές στην εταιρεία ANNATASI ESTATES LIMITED. Επιπλέον έχει διαπιστωθεί ότι η εταιρεία AETHER ANTHANA LIMITED μέσω της εταιρείας WOW ANTHANA LIMITED στην οποία είναι ο αποκλειστικός μέτοχος ελέγχει απόλυτα την εταιρεία THANOS HOLIDAY HOTELS LIMITED, η οποία είναι ο ιδιοκτήτης και/ ή ο διαχειριστής πολύ γνωστών ξενοδοχειακών μονάδων. Αντίγραφα των σχετικών ερευνών επισυνάπτει ως τεκμήρια.
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η δέσμευση του ακινήτου και των μετοχών που επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατή η όσο το δυνατό μεγαλύτερη ικανοποίηση της απαίτησης της Ενάγουσας σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας αγωγής. Προβαίνει δε σε περαιτέρω δηλώσεις περί της αναγκαιότητας έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων προς εκπλήρωση του πιο πάνω σκοπού και για να μην υποστεί η Αιτήτρια ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση που τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία της Καθ’ ης η αίτηση 3 αποξενωθούν.
Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων υποστηρίζει ότι συντρέχουν όλες οι νομοθετικές προϋποθέσεις και αρχές που διαχρονικά καθιέρωσε η νομολογία για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Υποστηρίζει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και η πιθανότητα επιτυχίας της Αιτήτριας στην αγωγή δεν είναι απλά ορατή, αλλά εξαιρετική. Αυτό καταδεικνύεται από τη δικογραφία της αγωγής αλλά και από τη μαρτυρία που επισυνάπτει στην ένορκη δήλωση του και ότι η ουσία της υπόθεσης της Αιτήτριας είναι πολύ καλά θεμελιωμένη. Υποστηρίζει ότι εν όψει των πιο πάνω, πιστεύει ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Αντίθετα, σε περίπτωση μη έκδοσης τους, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η Εναγόμενη 3 να διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο την ως άνω περιουσία της ή να την αποξενώσει παρεμποδίζοντας έτσι την Ενάγουσα από το να εκτελέσει απόφαση που τυχόν εκδοθεί υπέρ της, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Αν εκδοθούν τα επίδικα διατάγματα, υποστηρίζει ο ενόρκως δηλών, η Εναγόμενη 3 δεν θα υποστεί καμία ζημιά εφόσον η Ενάγουσα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας €561.000.000 εκ των οποίων στοιχεία συνολικής αξίας €3.600.000 αφορούν ρευστά διαθέσιμα. Περαιτέρω η Ενάγουσα είναι διατεθειμένη να υπογράψει σχετική εγγύηση εάν κριθεί αναγκαίο από το Δικαστήριο.
Η Καθ’ ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση την οποία βασίζει στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.39, Δ.48 θθ 1, 2, 3, 4, 8, 9 και 13 και στη Δ.64, στα Άρθρα 4, 5, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), στα Άρθρα 21, 29, 30, 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), στα Άρθρα 2 - 10 του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν. 31(I)/1992) και στη σύμφυτη εξουσία, διακριτική ευχέρεια, πρακτική και νομολογία του Δικαστηρίου.
Προβάλλει δε τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
«(α) Η νομική βάση της αίτησης πάσχει και/ή δεν είναι ορθή και/ή είναι ελλιπής.
(β) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας και/ή νομολογίας για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων:
(i) Η αίτηση δεν φανερώνει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση ούτε καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.
(ii) Οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει ορατή προοπτική ή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή.
(iii) Οι αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής τους θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και/ή ότι ο κίνδυνος μη ικανοποίησης τυχόν μελλοντικής απόφασης υπέρ τους και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση είναι υπαρκτός.
(iv) Οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι θα υποστούν οποιαδήποτε και/ή ανεπανόρθωτη βλάβη από τη μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
(v) Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος και/ή υπαρκτός κίνδυνος μετακίνησης και/ή αποξένωσης των επίδικων περιουσιακών ή άλλων στοιχείων της καθ’ ης η αίτηση.
(vi) Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
(γ) Οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης και/ή η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν παραθέτει τέτοια γεγονότα ούτως ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
(δ) Η καθ’ ης η αίτηση είναι καθ’ όλα φερέγγυα και ικανή να ικανοποιήσει τυχόν απόφαση που ήθελε εκδοθεί εναντίον της στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.
(ε) Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί εξαιρετική περίπτωση και/ή δεν έχει καταδειχθεί ότι υφίσταται άμεσος, απτός κίνδυνος απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή.
(στ) Με την παρούσα αίτηση επιχειρείται η γενική εξασφάλιση των αιτητών και/ή η εκ των υστέρων επιπρόσθετη κατοχύρωση και/ή ενίσχυση των εξασφαλίσεων των αιτητών σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση, πράγμα το οποίο δεν ενδείκνυται σύμφωνα με τη νομολογία.
(ζ) Οι αιτητές δεν έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά και/ή δεν έχουν αποδείξει ότι υφίστανται οποιαδήποτε ζημιά και δη ανεπανόρθωτη.
(η) Οι αιτητές δεν έρχονται με καθαρά χέρια στο Δικαστήριο και έχουν παραπλανήσει το Δικαστήριο εφόσον δεν έχουν αποκαλύψει στο Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα ενώ παραποιούν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.
(θ) Οι αιτητές έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα να προσέλθουν στο Δικαστήριο και να αιτηθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
(ι) Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και πρέπει να απορριφθεί εφόσον ο σκοπός αυτής είναι αλλότριος και διότι τα αιτούμενα διατάγματα ζητούνται για αλλότριους σκοπούς.
(ια) Τυχόν απόρριψη της αίτησης δεν θα επιφέρει οποιαδήποτε ζημιά στους αιτητές εφόσον σε περίπτωση έκδοσης απόφασης υπέρ τους αυτοί θα έχουν στη διάθεση τους εναλλακτικά μέσα για ακύρωση τυχόν μεταβιβάσεων ως δόλιων».
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση εκτός από την παραπομπή που γίνεται στον φάκελο της υπόθεσης υποστηρίζονται και από ένορκη δήλωση της ίδιας της Καθ’ ης η αίτηση, η οποία πέραν της προσωπικής γνώσης την οποία δηλώνει ότι έχει για τα γεγονότα της υπόθεσης, η οποία προέρχεται και από έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή της, έχει λάβει νομική συμβουλή από τον δικηγόρο που την εκπροσωπεί στην παρούσα υπόθεση. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς του κ. Αδαμίδη, οι οποίοι παρουσιάζονται, όπως ισχυρίζεται, κατά τρόπο παραπλανητικό με σκοπό την εξασφάλιση των αιτούμενων διαταγμάτων, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν είναι απαραίτητα. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαιτήσεως και υιοθετεί αυτούς της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Αφού κάμνει αναφορά στις ιδιότητες των εναγόμενων και της σχέσης της με την Εναγόμενη 1 εταιρεία, της οποίας σήμερα είναι η Γραμματέας, η οποία, εξ όσων την πληροφορεί ο σύζυγος της εναγόμενος 2 και διευθύνων σύμβουλος της, είναι επικερδής επιχείρηση. Η ίδια ασχολείται με οικογενειακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις από το 1990. Επί της ουσίας διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν έχουν ακίνητη περιουσία επί της οποίας να μπορεί να εκτελεστεί τυχόν απόφαση υπέρ τους στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Ο ισχυρισμός επίσης ότι με βάση εκτιμήσεις που έχει διενεργήσει η Αιτήτρια για τα ακίνητα τα οποία έχουν υποθηκευτεί προς όφελος της από τους εναγόμενους 1 και 2 δεν είναι τέτοιας αξίας που με την εκποίηση τους να ικανοποιείται πλήρως το επίδικο χρέος δεν ισχύει. Ως προς δε τον ισχυρισμό αποξένωσης των ακινήτων της διά δωρεών, αναφέρει ότι αυτές έγιναν προς τα παιδιά της κατά το έτος 2018, πολύ πριν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής και πολύ πιο πριν οι Πιστωτικές Διευκολύνσεις παρουσιάσουν οποιανδήποτε καθυστέρηση. Ειδικότερα, ως προκύπτει από τα στοιχεία που παραθέτει, ο τερματισμός των Πιστωτικών Διευκολύνσεων από την Τράπεζα επήλθε κατά τον Μάιο του 2020, πολύ μεταγενέστερα των δωρεών του 2018. Έκτοτε δεν προέβη ούτε σε άλλη αποξένωση περιουσιακών της στοιχείων ούτε και σε επιβάρυνση τους. Παρόμοια, οι αποξενώσεις περιουσίας που ισχυρίζεται ο κ. Αδαμίδης και αφορούν τον σύζυγο της έγιναν το 2015 πριν παραχωρηθούν οι επίδικες εγγυήσεις προς την ΤΚ. Ούτε έχει καταδειχθεί ούτε και υφίσταται πρόθεση αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων της ίδιας ή του συζύγου της. Το γεγονός δε ότι κατέχει μόλις 1/6 μερίδιο στο Ακίνητο που επιδιώκεται η δέσμευσή του, συνεπάγεται, κατά την ενόρκως δηλούσα, ότι στην ουσία και ρεαλιστικά αντικρίζοντας το ζήτημα, οι πιθανότητες αποξένωσής του είναι ελάχιστες έως μηδαμινές και ένεκα της μικρής του αξίας όπου για το 1/6 μερίδιο η αξία του εκτιμάται στις €29.933,00. Διερωτάται δε πως η δέσμευση του 1/6 μεριδίου της στο Ακίνητο θα διαφοροποιήσει ή βελτιώσει ουσιαστικά τις προοπτικές εκτέλεσης τυχόν απόφασης υπέρ της Αιτήτριας στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Ισχυρίζεται δε ότι είναι καθ’ όλα φερέγγυα και ικανή να ικανοποιήσει τυχόν απόφαση που ήθελε εκδοθεί εναντίον της στα πλαίσια της αγωγής. Εξάλλου, αυτό το αναγνωρίζει εμμέσως, ισχυρίζεται, και η ίδια η Αιτήτρια στην ΕΔ Αδαμίδη όπου αναφέρεται στη μετοχική δομή των εταιρειών WOW ANTHANA LIMITED και THANOS HOLIDAY HOTELS LIMITED και αναγνωρίζεται ότι η AETHER ANTHANA LIMITED ελέγχει εμμέσως τη THANOS HOLIDAY HOTELS LIMITED η οποία είναι ιδιοκτήτρια και/ή η διαχειρίστρια πολύ γνωστών και δημοφιλών ξενοδοχειακών μονάδων τις οποίες και περιγράφει με λεπτομέρειες και παραθέτει σχετικά στοιχεία και οικονομικές καταστάσεις που δείχνουν διαφορετική εικόνα από αυτή που παρουσιάζει η Αιτήτρια και αναφέρεται ακόμα σε προγραμματισμένα υπό ανέγερση έργα από τις πιο πάνω εταιρείες ή και με τη συμμετοχή τους, τα οποία καταδεικνύουν ότι πρόκειται για μια καθ’ όλα υγιή, εύρωστη και επιτυχημένη ξενοδοχειακή επιχείρηση. Υποστηρίζει ότι στη βάση των στοιχείων που παραθέτει δεν μπορεί να αμφισβητείται η οικονομική της ευεξία. Ειδικότερα ως προς τις μετοχές της AETHER ANTHANA LIMITED (Αιτητικό Β1 της αίτησης), αναφέρει ότι παρά το ότι ως περιουσιακό στοιχείο είναι εύκολα ρευστοποιήσιμες, ισχυρίζεται ότι ενόψει του ότι αυτές αποτελούν ουσιαστικά το μέσο συμμετοχής της στην ξενοδοχειακή επιχείρηση, στην οποία δραστηριοποιείται εδώ και 30 και πλέον χρόνια, και ενόψει της οικογενειακής φύσεως της επιχείρησης και του γεγονότος ότι συμμετέχουν σε αυτή αποκλειστικά η ίδια και τα δυο αδέρφια της, το ενδεχόμενο πώλησης, διάθεσης ή αποξένωσης τους καθίσταται ουσιαστικά ανύπαρκτο. Θεωρεί ότι υπήρξε προσπάθεια απόκρυψης του γεγονότος ότι παρόλο ότι είναι εμφανές από το Τεκμ. 29 στην ΕΔ Αδαμίδη ότι η AETHER ANTHANA LIMITED κατέχεται σε ίσα μερίδια από την ίδια και τα αδέρφια της, η Αιτήτρια παρέλειψε να το επισημάνει με την Επαρχιακό Δικαστήριο Αδαμίδη με σκοπό να αποκρύψει από το Δικαστήριο τις πρακτικές δυσκολίες και συνέπειες τυχόν αποξένωσης από την ίδια των επίδικων μετοχών. Περαιτέρω επισημαίνει ότι στην ΕΔ Αδαμίδη εσκεμμένα και με σκοπό να μεγαλοποιήσει τον κίνδυνο μη ικανοποίησης τυχόν απόφασης υπέρ της, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις άλλες εξασφαλίσεις που παραχώρησαν οι εναγόμενοι προς όφελος αρχικά της ΤΚ και κατ’ επέκταση της Αιτήτριας, ήτοι την εκχώρηση της ασφάλειας ζωής του Εναγόμενου 2 και το ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί της περιουσίας της Εναγόμενης 1. Όπως δε συμβουλεύεται από τους δικηγόρους της δεν δικαιολογείται η έγκριση της αίτησης καθότι, όσον αφορά τις Μετοχές, η νομική βάση της αίτησης είναι ελλιπής καθ’ ότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτή το νομικό πλαίσιο που νομιμοποιεί την έκδοση επιβαρυντικών διαταγμάτων αλλά και για το γεγονός ότι η αξίωση της Αιτήτριας και εναντίον της είναι υπολογίσιμη, αποκρυσταλλωμένη και καθαρά χρηματικής φύσεως. Η επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ της Αιτήτριας εναντίον της αποτελεί την επιζητούμενη με την αγωγή εναντίον της θεραπεία και κατοχυρώνει πλήρως τα δικαιώματα της Αιτήτριας εναντίον της. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα η ζημιά της Αιτήτριας να μην μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ή αποδείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έγκρισης της Αίτησης. Σε κάθε περίπτωση η δέσμευση του 1/6 μεριδίου της στο Ακίνητο το οποίο στην καλύτερη περίπτωση αξίζει περί τις €30.000,00 ουδόλως θα μπορούσε να περιορίσει ή θεραπεύσει τυχόν ανεπανόρθωτη ζημιά που ήθελε υποστεί η Αιτήτρια.
Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Ειδικότερα, δεν έχουν καταδειχθεί με τα στοιχεία που παρατίθενται από την Αιτήτρια, οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, ούτε έχει καταδειχθεί ότι σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη ή ότι υπάρχει άμεσος, απτός, ορατός, σοβαρός και υπαρκτός κίνδυνος τυχόν απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της να παραμείνει ανικανοποίητη.
Η ενόρκως δηλούσα καταλογίζει στην Αιτήτρια εκ των υστέρων προσπάθεια να προσθέσει και να επεκτείνει τις προς όφελος της εξασφαλίσεις τους σε βάρος της, πράγμα το οποίο δεν επιτρέπεται ούτε ενδείκνυται σύμφωνα με τη νομολογία. Εισηγείται ότι η ΤΚ όφειλε κατά τον χρόνο παραχώρησης των Πιστωτικών Διευκολύνσεων να μεριμνήσει να εξασφαλίσει επαρκείς εξασφαλίσεις και δεν δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων απλά και μόνο για να θεραπεύσει την όποια παράλειψη της να το πράξει. Περαιτέρω επισημαίνει την καθυστέρηση με την οποία η Αιτήτρια προβαίνει σ’ αυτό το διάβημα της χωρίς να δίδει οποιανδήποτε εξήγηση για τούτο. Ούτε τέλος το Status Quo θα επηρεαστεί αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα και έτσι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει σαφέστατα υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Επιπλέον, με δεδομένο ότι διατάγματα όπως τα επιζητούμενα πρέπει να εκδίδονται με φειδώ και μετά από πολλή περίσκεψη και όχι ως μέτρο γενικής εξασφάλισης της Ενάγουσας, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μη πληρωμή χρέους, δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης η εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Τέλος, προτάσσει ότι ακόμα και αν ήθελαν επαληθευθεί οι φόβοι της Αιτήτριας και αυτή εξασφαλίσει απόφαση υπέρ της, υπάρχουν δικονομικά διαβήματα τα οποία μπορεί να επικαλεστεί για να ακυρώσει τυχόν τέτοιες μεταβιβάσεις ως δόλιες.
ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:
Η ακρόαση της αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν αντίστοιχα την αίτηση και την ένσταση εφόσον κανείς από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε επί οποιασδήποτε πτυχής της ένορκης δήλωσης του όπως και επί των εμπεριστατωμένων αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των δύο πλευρών. Στις εισηγήσεις τους υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους και με παρέπεμψαν εκτός από τα γεγονότα της υπόθεσης και σε νομική πτυχή που διέπει κατά την άποψη τους αυτής της φύσης αιτήματα με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. Όπου χρειαστεί στη συνέχεια θα γίνει αναφορά σε αυτές. Απαντήσεις στις διάφορες εισηγήσεις και επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει χωρίς να απαιτείται να ενδιατρίψω σε κάθε επί μέρους εισήγηση ή επιχείρημα όταν κρίνεται ότι δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε σκοπό προς επίλυση των επίδικων ζητημάτων ή το οποίο κρίνεται ότι δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.α. v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, την Έφεση Αρ.22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. M.X. με ημερ. 28.09.2021 και την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση του Δευτεροβάθμιου και πάλι Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. X.I. ημερ. 15.12.2021 όπου επαναλήφθηκαν τα ίδια ως άνω με την ακόλουθη διατύπωση: «…Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να σχολιάζει κάθε επιχείρημα ή δήλωση των διαδίκων ή των συνηγόρων τους. Καθήκον του είναι η διατύπωση καθαρής δικαστικής κρίσης η οποία να είναι αιτιολογημένη».
ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΤΥΧΗ:
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν καταγραφεί πιο πάνω. Έτσι προχωρώ με την εξέταση των λόγων ένστασης ξεκινώντας από τον λόγο που αφορά την ελλιπή νομική βάση της αίτησης και αυτός ειδικότερα ως προς το αιτητικό Β της αίτησης με το οποίο επιδιώκεται η έκδοση προσωρινού επιβαρυντικού διατάγματος των Μετοχών.
Η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων ρυθμίζεται ειδικά από τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο του 1992 (Ν. 31(I)/1992) και δη το Άρθρο 9 αυτού. Το Άρθρο αυτό προνοεί ότι:
«Έκδοση προσωρινού επιβαρυντικού διατάγματος
9.-(1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή για αποζημιώσεις δύναται κατόπιν αίτησης του ενάγοντος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδώσει προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης με όλες ή μερικές από τις συνέπειες του διατάγματος επιβάρυνσης, όπως αυτό θα καθορίσει.
(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το πιο πάνω διάταγμα, μόνο αφού ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων έχει βάσιμη αξίωση και ότι με τη μεταβίβαση ή αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 δυνατό να μείνει ανικανοποίητη η απόφαση του Δικαστηρίου».
Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί δικαιοδοτικό άρθρο της έκδοσης τέτοιων προσωρινών επιβαρυντικών διαταγμάτων. Η συμπερίληψη του στη νομική βάση της αίτησης κρίνω ότι ήταν ζωτικής σημασίας για να μπορεί το Δικαστήριο να εκδώσει το επιβαρυντικό διάταγμα που ζητείται με το αιτητικό Β της αίτησης.
Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ.2) (2014) 1(Β) ΑΑΔ σελ. 1838 λέχθηκαν τα εξής:
«….οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, αφού επισημαίνουν ότι στη νομική βάση της αίτησης γίνεται αναφορά μόνο στη Δ.48 θ.8(1)(ee) και στους Καν. 9(5) και 11, υποβάλλουν ότι η μη συμπερίληψη στη νομική βάση της αίτησης τόσο του άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 όσο και της Δ.35 θ.8 αποτελεί επαρκή λόγο για απόρριψη της αίτησης. Παρέπεμψαν σχετικά στις υποθέσεις Dora Holdings Ltd v. Eθνική Τράπεζα της Ελλάδος (2010) 1 Α.Α.Δ. 649 και Ashot Egiazaryan κ.α. ν. Denovo investments Ltd κ.α., Πολ. Εφ. 75/11 ημερ. 19.2.13.
Ο υπό κρίση λόγος ένστασης κρίνουμε ότι ευσταθεί. Η αίτηση δεν βασίζεται ούτε στο άρθρο 25(3) του Ν.14/1960 το οποίο παρέχει στο Εφετείο την εξουσία να δέχεται, μεταξύ άλλων, περαιτέρω αποδεικτικά μέσα ή και να επανακροάται μαρτύρων, ούτε στη Δ.35 θ.8 που αποτελεί τη σχετική δικονομική διάταξη που διέπει το θέμα. Όπως δε τονίστηκε στην υπόθεση Ashot Egiazaryan (ανωτέρω) η οποία μνημονεύει την σχετική επί του θέματος νομολογία, επειδή το άρθρο 25(3) είναι δικαιοδοτικό «. οι εφεσείοντες όφειλαν να εστιάσουν ιδιαιτέρως την προσοχή τους σ΄ αυτό, ιδιαιτέρως διότι η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου». Ο εφεσείοντας, όμως, δεν εστίασε την προσοχή του στη πτυχή αυτή και παραγνώρισε την ανάγκη συμπερίληψης στη νομική βάση της αίτησης τόσο του δικαιοδοτικού άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 όσο και της δικονομικής διάταξης που είναι η Δ.35 θ.8 και λαμβανομένου υπόψη ότι είχε την ευκαιρία να θεραπεύσει τις παραλείψεις αυτές και δεν το έπραξε, η αίτηση εξ αυτού και μόνο του λόγου υπόκειται σε απόρριψη ως απογυμνωμένης νομικής θεμελίωσης».
Κρίνω ότι κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, αφ’ ης στιγμής στη νομική βάση της αίτησης δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ο Ν. 31(Ι)/1992, ούτε το Άθρο 9 αυτού, ελλείπει από τη νομική βάση της Αίτησης το δικαιοδοτικό άρθρο έκδοσης προσωρινών επιβαρυντικών διαταγμάτων αυτής της μορφής που ρυθμίζονται με ειδική νομοθεσία.
Θα πρέπει να επισημάνω ότι η Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της Αίτησης. Ακόμη όμως και να συμπεριλαμβανόταν, σύμφωνα με τη νομολογία μας αυτή δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε μπορεί να διορθώσει αυτόματα την παρατυπία μη συμπερίληψης στη νομική βάση της αίτησης των σχετικών προνοιών του Ν. 31(Ι)/1992. Ως λέχθηκε στην Πετρίχου v. Χατζηιωσήφ (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 81:
«Η νέα Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια στη μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Δεν έχει σκοπό δηλαδή να τους καταργήσει. Οι κανονισμοί πρέπει να τηρούνται. Η Δ.64 δημιουργεί ένα ένδικο μέσο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αιτών για να θεραπεύσει παρατυπίες στη διαδικασία εφόσον είναι θεραπεύσιμες».
Λόγω ακριβώς της μη συμπερίληψης των σχετικών προνοιών του Ν. 31(Ι)/1992 στη νομική βάση της αίτησης, στον βαθμό που αυτή αφορά στο αιτητικό Β (1 και 2) αυτής και για την έκδοση προσωρινών επιβαρυντικών διαταγμάτων αυτής της μορφής, η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται ως προς το αιτητικό αυτό.
Θα εξετάσω στη συνέχεια όσους από τους Λόγους Ένστασης (β) – (ια) είναι αναγκαίοι για την κρίση της παρούσας και οι οποίοι αφορούν τις προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων από κοινού, εφόσον άπτονται του κατά πόσο δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Προκύπτει από τη νομική βάση της αίτησης ότι τα αιτούμενα διατάγματα ζητούνται ως ενδιάμεση θεραπεία στη βάση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960. Το εν λόγω άρθρο προνοεί τις ακόλουθες ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να έχει το Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να εκδώσει παρεμπίπτοντα διατάγματα που θα έκρινε δίκαια ή πρόσφορα:
(i) H ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(ii) Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία,
(iii) Το ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
(βλ. Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 CLR 557, Louis Vuitton v. Dermosak Ltd κ.α. (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1453)
Η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη του σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα.
Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερου από απλή δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερου από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities) που είναι το μέτρο και/ή ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις. Η «πιθανότητα» στα πλαίσια της επιφύλαξης του Άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή μόνο να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας ("visible chance of success").
Τα δύο πρώτα κριτήρια και προϋποθέσεις, είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετα, ιδιαίτερα στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο όπου τα δικόγραφα εξετάζονται μαζί με το αποδεικτικό υλικό που εμπεριέχεται στις ενόρκους δηλώσεις, και εάν υπάρξει αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων, της μαρτυρίας που προκύπτει από την εν λόγω αντεξέταση.
Όσον αφορά την 3η προϋπόθεση, δηλαδή ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή εξετάζεται κάτω από το ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Δηλαδή αν η επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ της Ενάγουσας στο τελικό στάδιο της υπόθεσης είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της, τότε η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη (βλ. Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ.2015).
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Λοϊζίδου, Πολ. Έφ.Ε7/18, ημερ.21.03.2019:
«Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία».
Στην πρόσφατη απόφαση RAPP v. SINDEN κ.ά. Πολ. Έφεση Ε191/2014 ημερ. 20/3/2020 το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε εκ νέου την ορθή προσέγγιση της εξέτασης της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32:
«Ο κύριος λόγος απόρριψης της αίτησης είναι συνυφασμένος με την τρίτη προϋπόθεση. Αναφορικά με αυτή και σε σχέση με διατάγματα που αφορούν στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αναφέρεται στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785, 789-790, ότι δεν αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα δοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία».
Επιπρόσθετα των πιο πάνω τριών προϋποθέσεων το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει το παρεμπίπτον διάταγμα (βλ. Ζηντίλης ν. Ανδρέου (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1603, Mitsingas v. Timberland (1997) 1 (G) ΑΑΔ 1791).
Για να αποδειχθούν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, η Αιτήτρια πρέπει να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το υπόβαθρο της μαρτυρίας (the substratum of evidence), η οποία θα χρειαστεί με σκοπό μόνο να δικαιολογήσει την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν αποφασίζει τελεσίδικα τα θέματα, ούτε προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης, καλείται μόνο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60 (βλ. Adidas v. Jonitexo Ltd (1984) 1 CLR 263).
Η αίτηση βασίζεται επίσης στο άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Συντηρητικό διάταγμα που περιορίζει τη συναλλαγή σχετικά με γη
5.-(1) Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.
(2) Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του».
Σύμφωνα με τη νομολογία μας το Άρθρο 5 του Κεφ. 6 πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 (βλ. Larticon Co ν. Detergenta Developments Ltd, (2004) 1 Α.Α.Δ. 1121) και ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το εδάφιο (2) του πιο πάνω άρθρου είναι ανάλογες με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60. Στην υπόθεση Τσιολάκκη κ.ά. ν. Στυλιανίδη (1992) 1 ΑΑΔ 782 επισημάνθηκαν τα εξής:
«Ο όρος "good cause of action", που προσδιορίζει, βάσει του άρθρου 5 του Κεφ. 6, το βάσιμο της αγωγής για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος αναφορικά με ακίνητη περιουσία που δεν αποτελεί επίδικο θέμα της αγωγής, έχει την ίδια έννοια με τον όρο "υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν" που τίθεται στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Ν 14/60. Και στις δυο περιπτώσεις επιβάλλεται η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης (arguable case) ως προϋπόθεση για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος (βλ. Odysseos v. Pieris Estates Ltd. - σελ. 569). Το άλλο στοιχείο που πρέπει να αποδειχθεί για την παρεμπόδιση αποξένωσης γης βάσει του άρθρου 5(2) του Κεφ. 6, είναι η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος».
Στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης βρίσκω ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 πληρούνται. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ επ’ αυτών περισσότερο εφόσον τα γεγονότα της υπόθεσης οδηγούν σε αυτό το αναπόδραστο συμπέρασμα. Εξάλλου αυτό συνάγεται και από την αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Καθ’ ης η αίτηση οι οποίοι επικεντρώθηκαν στην εξέταση της 3ης προϋπόθεσης την οποία θα εξετάσω αμέσως στην συνέχεια όπως και την 2η προϋπόθεση του άρθρου 5 του Κεφ. 6 όπου αυτό εφαρμόζεται.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι αναγκαία υπό τις περιστάσεις για να καταστεί δυνατή η όσον το δυνατό μεγαλύτερη ικανοποίηση της απαίτησης που αποτελεί αντικείμενο της Αγωγής. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα εφόσον ενδέχεται η Καθ’ ης η αίτηση να αποξενώσει ή επιβαρύνει την περιουσία της με αποτέλεσμα τυχόν απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση να καταστεί εξαιρετικά δύσκολη ή αδύνατη. Επικαλείται επίσης την κακή οικονομική κατάσταση των εναγόμενων 1 και 2 και τη χαμηλή αξία των ενυπόθηκων ακινήτων.
Η αξίωση της Αιτήτριας εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση είναι καθαρά χρηματικής φύσεως και συνεπώς καθ’ όλα υπολογίσιμη και αποκρυσταλλωμένη. Σχετικά είναι τα αιτητικά Α και Ε του Κλητηρίου Εντάλματος της Αγωγής.
Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ερωτοκρίτου & Αρτέμη, «Διατάγματα - Injunctions», σελ.132, τα Δικαστήρια της επιείκειας δεν θα επέμβουν όταν «η επιδίκαση αποζημιώσεων στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την καταχώρηση των δικαιωμάτων του ενάγοντα και ο εναγόμενος είναι φερέγγυος».
Η επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση αποτελεί την επιζητούμενη με την Αγωγή θεραπεία και κατοχυρώνει πλήρως τα δικαιώματα της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα η ζημιά της Αιτήτριας να μην μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα ή η επιδίκαση αποζημιώσεων να μην επαρκεί για να διασφαλίσει και να κατοχυρώσει τα δικαιώματα της Αιτήτριας.
Από την άλλη η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ή αποδείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έγκρισης της αίτησης. Προς τούτο παρατηρώ τα ακόλουθα:
(α) Η Αιτήτρια επικαλείται ότι η χαμηλή αξία των ενυπόθηκων ακινήτων δεν επαρκεί για να καλύψει το επίδικο χρέος. Επικαλείται προς τούτο τις εκτιμήσεις που επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην ΕΔ Αδαμίδη προς υποστήριξη αυτής της θέσης της.
Όμως, οι εν λόγω εκτιμήσεις επισημαίνω έγιναν κατά τις 3 και 4 Αυγούστου 2020 αντίστοιχα και ως εκ τούτου δεν είναι επικαιροποιημένες. Συνεπώς δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου σαφή και έγκυρα στοιχεία ως προς τη σημερινή αξία των υποθηκευμένων ακινήτων. Στην απόφασή του ημερ. 26.04.2018 στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κ.ά. ν. Δ. Νικολάου και Υιοί Λτδ κ.ά., Αρ. Αγωγής: 1377/16 Ε.Δ. Λεμεσού ο αδελφός Δικαστής κ. Αλ. Παναγιώτου, Π.Ε.Δ. ανέφερε τα ακόλουθα τα οποία και υιοθετούνται για τους σκοπούς της παρούσας:
«Όμως όπως προκύπτει από τα τεκμήρια 74, 75 και 76, οι εκτιμήσεις έγιναν το 2012 και το 2016 πριν δηλαδή από 6 και 2 χρόνια αντίστοιχα. Δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για την σημερινή αξία των ακινήτων ώστε να είναι σε θέση να πιστοποιήσει ότι όντως διαπιστώνεται σήμερα έλλειμα στις ισχύουσες εξασφαλίσεις των εναγουσών».
(β) Η Αιτήτρια επικαλείται επίσης την κακή οικονομική κατάσταση των άλλων Εναγόμενων, ήτοι των Εναγόμενων 1 και 2. Δεν παρέχει όμως οποιαδήποτε στοιχεία για να υποστηρίξει αυτή τη θέση της. Ειδικότερα, πέραν των γενικών και αόριστων ισχυρισμών περί κακής οικονομικής κατάστασης των Εναγόμενων 1 και 2 η Αιτήτρια δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία προς υποστήριξη της θέσης της αυτής. Επισυνάπτει μεν στην ΕΔ Αδαμίδη κτηματολογικές έρευνες αναφορικά με τους Εναγόμενους 1 και 2 από τις οποίες προκύπτει ότι πέραν της υποθηκευμένης περιουσίας τους δεν έχουν επ’ ονόματι τους οποιαδήποτε άλλη εγγεγραμμένη ακίνητη περιουσία αλλά δεν προσφέρει ίχνος άλλης μαρτυρίας που να υποστηρίζει τη θέση της ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση.
Το κατά πόσο οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν έχουν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία ελεύθερη από βάρη δεν αποτελεί από μόνο του πειστική ή αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 είναι αφερέγγυοι. Στην πιο πάνω απόφαση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κ.ά. ν. Δ. Νικολάου και Υιοί Λτδ κ.ά., λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ακόμη και να δεχόμουν ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων έχει μειωθεί και ανέρχεται μέχρι και σήμερα στις τιμές που ισχυρίζονται οι ενάγουσες, και πάλιν κατά την κρίση μου δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.
Είναι σαφές από την προαναφερθείσα νομολογία ότι για να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, οι ενάγουσες θα πρέπει να πείσουν το Δικαστήριο ότι τυχόν απόφαση που θα εκδοθεί υπέρ τους θα μείνει ανικανοποίητη. Από μόνη της όμως η μείωση των τιμών στα ενυπόθηκα ακίνητα δεν καταδεικνύει κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε δηλαδή ακόμη και στην κατ' ισχυρισμό μείωση των τιμών, οι εναγόμενοι να έχουν τέτοιο κύκλο εργασιών, σημαντικά έσοδα και περιουσία που να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν, όποια απόφαση εκδοθεί εναντίον τους».
Ακόμα και όσα λέχθηκαν στην συνέχεια της ίδια πιο πάνω απόφασης είναι απόλυτα σχετικά τα οποία και παραθέτω:
«Πέραν λοιπόν της μείωσης της αξίας των ακινήτων, οι ενάγουσες όφειλαν στην παρούσα περίπτωση να αποδείξουν ότι οι εναγόμενοι είναι σε τέτοια κακή οικονομική κατάσταση που δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν το έλλειμα των €1.033,000,00 που προκύπτει από την κατ' ισχυρισμό μείωση στην αξία των ακινήτων.
Όμως οι ενάγουσες πέραν κάποιων αόριστων ισχυρισμών για αφερεγγυότητα των εναγόμενων δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει ότι όντως οι εναγόμενοι είναι σε τέτοια κακή οικονομική κατάσταση που δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε απόφαση εκδοθεί εναντίον τους στην παρούσα αγωγή. Ούτε οι ισχυρισμοί για προσπάθειες αποξένωσης της ακίνητης περιουσίας των εναγόμενων έχει καταδειχθεί πειστικά από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου».
Κρίνω κατ’ αναλογία των πιο πάνω ότι, η ούτω καλούμενη κακή οικονομική κατάσταση των εναγόμενων 1 και 2 δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς.
(γ) Στην ΕΔ Αδαμίδη δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις άλλες εξασφαλίσεις που έχουν παραχωρηθεί προς εξασφάλιση των Πιστωτικών Διευκολύνσεων, και δη του ομόλογου κυμαινόμενης επιβάρυνσης που παραχώρησε η Εναγόμενη 1 και της εκχώρησης της ασφάλειας ζωής του εναγόμενου 2 αξίας Ευρώ 1 εκ. με την ασφαλιστική εταιρεία Eurolife Ltd, οι οποίες σημειώνεται ότι καλύπτουν σημαντικό μέρος του επίδικου ισχυριζόμενου χρέους. Ενώ στην Έκθεση Απαίτησης γίνεται αναφορά στις εν λόγω εξασφαλίσεις, η Αιτήτρια παρέλειψε να αναφερθεί σε αυτές στην ΕΔ Αδαμίδη με αποτέλεσμα να δίδεται εσφαλμένα η εντύπωση σε σχέση με τις προοπτικές ανάκτησης του επίδικου χρέους και να μεγαλοποιείται ο κίνδυνος μη ικανοποίησης τυχόν απόφασης υπέρ της. Δεν παραγνωρίζω ασφαλώς ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε διά κλήσεως και ότι τα ως άνω, δεν αντικρίζονται αυστηρά όπως στις μονομερείς αιτήσεις.
(δ) Όσον αφορά τη δυνατότητα είσπραξης του επίδικου χρέους από την Καθ’ ης η αίτηση, κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την κακή οικονομική κατάσταση της Καθ’ ης η αίτηση ή την ενδεχόμενη αδυναμία της να αποπληρώσει το επίδικο χρέος. Για την ακρίβεια, πουθενά στην ΕΔ Αδαμίδη δεν αναφέρεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι αφερέγγυα. Το γεγονός ότι η Καθ’ ης η αίτηση δεν αποπλήρωσε το επίδικο χρέος της προς την Αιτήτρια, όταν κλήθηκε να το πράξει μέσω των επιστολών, από μόνο του δεν αποτελεί απόδειξη ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι αφερέγγυα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Aνδρέου Aντώνης ν. Colossos Signs Ltd (Aρ. 2) (2008) 1 ΑΑΔ 626 επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Η μόνη αναφορά που γίνεται προς ικανοποίηση της 3ης αυτής προϋπόθεσης είναι στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση του αιτητή, στην οποία αναφέρονται κατά λέξη τα ακόλουθα:
«Αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστώ ανεπανόρθωτη ζημία.»
Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως γενικός και αόριστος. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι με αυτό τον ισχυρισμό καταδεικνύεται ανεπανόρθωτη ζημία. Δεν δίδεται καμία λεπτομέρεια ή επεξήγηση που να υποστηρίζει και να αιτιολογεί τον πιο πάνω ισχυρισμό, που να ικανοποιεί το Δικαστήριο, ώστε να οδηγήσει στην έκδοση διατάγματος. Επιπρόσθετα, δεν περιέχεται κανένας ισχυρισμός ότι η οικονομική κατάσταση της εναγόμενης-καθ’ ης η αίτηση είναι τέτοια που θα στερήσει τον ενάγοντα-αιτητή καταβολής αποζημιώσεων, εάν επιτύχει στην αγωγή του.
Αφού καταλήγω ότι δεν έχει ικανοποιηθεί η 3η προϋπόθεση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί».
Αντιθέτως, με βάση τα όσα έχει θέσει στην παρούσα περίπτωση η Καθ’ ης η αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία επισημαίνεται ότι δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Αιτήτρια, προκύπτει σαφέστατα ότι είναι καθ’ όλα φερέγγυα. Η κα Μιχαηλίδου επεξηγεί λεπτομερώς την επαγγελματική δραστηριότητα της και συγκεκριμένα ότι μαζί με τα δυο αδέρφια της είναι ιδιοκτήτες και διαχειριστές τεσσάρων εκ των πιο δημοφιλών και επιτυχημένων ξενοδοχειακών μονάδων στην Κύπρο καθώς και του επικείμενου νέου Έργου με το όνομα Antasia.
Όπως επεξηγεί περαιτέρω η κα Μιχαηλίδου η εταιρεία AETHER ANTHANA LIMITED είναι το όχημα συμμετοχής της στην οικογενειακή επιχείρηση η οποία είναι καθ’ όλα υγιής, επικερδής και επιτυχημένη. Αυτό προκύπτει άλλωστε από τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας AETHER ANTHANA LIMITED, τις οποίες και επισύναψε ως τεκμήριο. Ειδικότερα, για το έτος 2020 η εν λόγω εταιρεία είχε πλεόνασμα ύψους €169.054,858 και η Καθ’ ης η αίτηση ως η κατά το 1/3 μέτοχος στην εν λόγω εταιρεία δικαιούται στην πληρωμή μερισμάτων. Από τα πιο πάνω βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι επαγγελματικά και επιχειρηματικά δραστήρια και πετυχημένη και ότι είναι καθ’ όλα φερέγγυα και θα είναι καθ’ όλα ικανή να ικανοποιήσει τυχόν απόφαση εναντίον της και υπέρ της Αιτήτριας στα πλαίσια της Αγωγής.
(ε) Η αξία ολόκληρου του Ακινήτου ανερχόταν κατά το 2013 σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κτηματολογίου σε €119.070, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του 2018 σε €179.600. Η αξία του 1/6 του εν λόγω Ακινήτου το οποίο ανήκει στην Καθ’ ης η αίτηση ανερχόταν κατά τα έτη 2013 και 2018 σε €19.950 και €29.933 αντίστοιχα. Συνεπώς, η Αιτήτρια δεν κινδυνεύει να υποστεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά και ότι θα είναι σε θέση να ανακτήσει πλήρως το επίδικο χρέος, η δε δέσμευση του 1/6 μεριδίου της Καθ’ ης η αίτηση στο Ακίνητο από μόνη της δεν θα βελτιώσει ουσιαστικά τις προοπτικές εκτέλεσης τυχόν απόφασης υπέρ της Αιτήτριας στα πλαίσια της Αγωγής.
(στ) Η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι υπάρχει οποιαδήποτε πρόθεση ή οποιοσδήποτε υπαρκτός κίνδυνος μετακίνησης ή αποξένωσης του μεριδίου της Καθ’ ης η αίτηση στο Ακίνητο ή των μετοχών.
Η Αιτήτρια επικαλείται συγκεκριμένα το γεγονός ότι η Καθ’ ης η αίτηση προέβη σε δυο δωρεές της ακίνητης περιουσίας της κατά το έτος 2018 προς τα παιδιά της για να ισχυριστεί ότι αυτές καταδεικνύουν την ύπαρξη πρόθεσης αποξένωσης της περιουσίας της.
Οι εν λόγω δωρεές όμως έλαβαν χώρα σε ανύποπτο χρόνο και δεν καταδεικνύουν οποιαδήποτε πρόθεση αποξένωσης από πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση όλων των περιουσιακών της στοιχείων για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, εφόσον οι εν λόγω δωρεές έλαβαν χώρα προτού καν ακόμη σταλούν οποιεσδήποτε επιστολές προειδοποίησης ή τερματισμού σε σχέση με τις Πιστωτικές Διευκολύνσεις. Για την ακρίβεια, η Αιτήτρια δεν έχει αποδείξει καν ότι κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι δωρεές υπήρχαν οποιεσδήποτε καθυστερήσεις στις Πιστωτικές Διευκολύνσεις. Οι καταστάσεις λογαριασμού που επισυνάφθηκαν προς τούτο δείχνουν τα πιστωτικά υπόλοιπα μόνον κατά τον τερματισμό των Πιστωτικών Διευκολύνσεων και όχι προγενέστερα.
Δεύτερον, ούτε και από το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 2 - και σύζυγος της Καθ’ ης η αίτηση - προέβη σε αποξενώσεις της περιουσίας του δια δωρεάς κατά το έτος 2015 καταδεικνύεται οποιαδήποτε πρόθεση αποξένωσης από πλευράς των Εναγόμενων. Επισημαίνεται ότι οι συγκεκριμένες δωρεές έλαβαν χώρα κατά το έτος 2015 δηλαδή πριν καν παραχωρηθούν προς την ΤΚ οι επίδικες Εγγυήσεις του Εναγόμενου 2 και της Καθ’ ης η αίτηση, πόσο μάλλον προτού οι Πιστωτικές Διευκολύνσεις παρουσιάσουν καθυστερήσεις. Επισημαίνεται επίσης ότι κατά το 2015 δεν είχαν καν παραχωρηθεί από την ΤΚ προς την Εναγόμενη 1 τα δυο δάνεια, ήτοι οι δυο από τις τέσσερεις επίδικες Πιστωτικές Διευκολύνσεις. Συνεπώς οι δωρεές στις οποίες προέβησαν ο Εναγόμενος 2 και η Καθ’ ης η αίτηση έλαβαν χώρα σε ανύποπτο χρόνο και επ’ ουδενί δεν καταδεικνύουν οποιαδήποτε πρόθεση ή οποιοδήποτε κίνδυνο αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων τους.
Τρίτον, σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, το γεγονός ότι η Καθ’ ης η αίτηση ή ο σύζυγος της από το 2018 μέχρι σήμερα δεν έχουν προβεί σε οποιεσδήποτε άλλες μεταβιβάσεις της περιουσίας τους καταδεικνύει σαφέστατα ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε τέτοια πρόθεση από μέρους τους. Εάν ήταν όντως πρόθεση της Καθ’ ης η αίτηση και του συζύγου της να αποξενώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ούτως ώστε να αποστερηθεί η ΤΚ ή η Αιτήτρια τη δυνατότητα εκτέλεσης τυχόν απόφασης εναντίον τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να το είχαν ήδη πράξει. Το γεγονός ότι δεν έχουν προβεί μετά το 2018 σε οποιαδήποτε άλλη μεταβίβαση ή αποξένωση της περιουσίας τους καταδεικνύει ότι ουδέποτε είχαν και δεν έχουν τέτοια πρόθεση.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, επισημαίνεται το γεγονός ότι η Καθ’ ης η αίτηση κατέχει μόλις 1/6 μερίδιο στο Ακίνητο κάτι που καθιστά τυχόν πώληση του εμπορικά περίπλοκη και μη ελκυστική και συνεπάγεται ότι, ρεαλιστικά ομιλούντες, οι πιθανότητες αποξένωσης του κρίνω ότι είναι ελάχιστες έως μηδαμινές.
Στη βάση όλων των πιο πάνω καθίσταται έκδηλο ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε πρόθεση της Καθ’ ης η αίτηση να αποξενωθεί την περιουσία της ή κάποιο μέρος της, και μάλιστα του μεριδίου της στο Ακίνητο ή ακόμα και των μετοχών στις οποίες κάμνω εδώ μνεία παρά την πιο πάνω κρίση μου ως προς το αιτητικό Β της αίτησης και το οποίο θα κρινόταν ούτως ή άλλως κατά τον ίδιο τρόπο και ως προς την εκπλήρωση της 3ης προϋπόθεσης.
Είναι επίσης έκδηλο ότι η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, ούτε έχει καταδείξει ότι σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη ή ότι υπάρχει άμεσος, απτός, ορατός, σοβαρός και υπαρκτός κίνδυνος τυχόν απόφαση υπέρ της και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση να παραμείνει ανικανοποίητη.
Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι η 3η προϋπόθεση δεν έχει καταδειχθεί. Έτσι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Τοιουτοτρόπως το ζήτημα τελειώνει εδώ και θα ήταν εκ περισσού η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, κατάχρηση της διαδικασίας ή ακόμα και αυτού που άπτεται της καθυστέρησης με την οποία υποβλήθηκε η αίτηση όπως και εξέτασης του ισοζυγίου της ευχέρειας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ ΕΞΟΔΑ:
Για όλους τους λόγους τους οποίους προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εναγόμενης 3/ Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.
(Υπ.) ........................................
Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής