ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ
Αρ. Αγωγής: 6887/15
ΜΕΤΑΞΥ:
Σκλάβος Ελαιοχρωματισμοί Λτδ
Εναγόντων
-και-
Panicos Hadjisymeou & Sons Developments Ltd
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 16/11/2023
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: κα. Αρκαδίου
Για Εναγόμενους: κ. Μάμαντος
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αγωγή αφορά κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενο από τους Εναγομένους προς τους Ενάγοντες ποσό, ύψους €12.566, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, για υπηρεσίες ελαιοχρωματισμού ή μπογιατίσματος που προσέφεραν οι τελευταίοι στους πρώτους. Με την Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενοι αρνούνται τις αξιώσεις των Εναγόντων και προβάλλουν ότι δεν οφείλεται κανένα ποσό.
Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:
Α. Ενάγοντες και Εναγόμενοι συνεργάζονταν σε διάφορα χρονικά διαστήματα από το 2000. Συγκεκριμένα οι Ενάγοντες εκτελούσαν υπηρεσίες μπογιατίσματος και άλλες συναφείς εργασίες, για τους Εναγόμενους (παράγραφοι 3 και 4 της Έκθεσης Απαίτησης και της παραγράφου 4 της Υπεράσπισης).
Β. Οι Ενάγοντες κατόπιν προ συνεννόησης με τους Εναγόμενους εξέδιδαν τιμολόγια και πληρώνονταν αυθημερόν (παράγραφος 4 της Έκθεσης Απαίτησης και της Υπεράσπισης). Τα τιμολόγια Τεκμήριο 3 εκδόθηκαν από τους Ενάγοντες και πληρώθηκαν από τους Εναγόμενους.
Γ. Κατά την ακρόαση της αγωγής προέκυψε ότι οι Ενάγοντες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε σπίτια που έκτιζαν οι Εναγόμενοι. Τον επίδικο χρόνο, ήτοι περί τα έτη 2010 μέχρι 2012, οι Εναγόμενοι ανέγειραν κατοικίες στο Δήμο Ιδαλίου. Είναι σε σχέση με αυτή τους την εργασία, τις υπηρεσίες τους, που οι Ενάγοντες αξιώνουν το επίδικο ποσό, όπως διαπιστώθηκε κατά την ακρόαση.
Περαιτέρω αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, στη βάση παραδεκτού γεγονότος, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία των μερών, ότι οι διευθυντές των μερών έχουν στενή φιλική σχέση, ενώ η σύζυγος του διευθυντή των Εναγόντων βάφτισε το τέκνο του διευθυντή των Εναγομένων.
Συνεπώς μόνο επίδικο, όπως εξάγεται από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω διαδικασία είναι αυτή κάθε αυτή η κατ’ ισχυρισμό οφειλή των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες. Αν δηλαδή όντως το ποσό των €12.566 οφείλεται δυνάμει των εργασιών των Εναγόντων ή αν δεν οφείλεται κανένα ποσό στους Ενάγοντες, ως οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν.
Προς απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών της, κάθε πλευρά παρουσίασε τη μαρτυρία του Διευθυντή της, όπου αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία και αντεξετάστηκαν επ’ αυτής. Δεν θα παραθέσω με λεπτομέρεια τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη το επίδικο θέμα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα της δίκης (βλ. Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138).
Οι αρχές της νομολογίας δεικνύουν ότι η εντύπωση που αφήνει ένας μάρτυρας είναι παράγοντας εξαιρετικής σημασίας για την κρίση της αξιοπιστίας (C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) ΑΑΔ 1273). Παρά ταύτα το Δικαστήριο έχει ευθύνη να αξιολογήσει έκαστη μαρτυρία με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα, πειστικότητα και τη σύγκρισης της με την υπόλοιπη μαρτυρία (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506). Θα πρέπει το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη ότι, δυνατόν ο αλαζόνας να είναι φιλαλήθης και ο ταπεινόφρων να ψεύδεται (Α. Ι. κ.α. ν. Π. Φ. κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 283/12, 27/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:D402). Ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυς συνιστά και εκδήλωση της προσωπικότητας του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές που εξωτερικεύονται, μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας, προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία. Χρειάζεται όμως προσοχή από το δικαστή γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυς να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα (Χριστοφή Φώτης ν. Κώστα Γιάγκου Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401). Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν αποστερούν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).
Η μαρτυρία του κ. Ν. Σ. (ΜΕ 1) εκ μέρους των Εναγόντων, μέσω της γραπτή του δήλωσης (Έγγραφο Α) συνοδευόταν από σειρά τεκμηρίων. Συγκεκριμένα κατέθεσε δέσμη τιμολογίων που δεικνύουν ποσά τα οποία έλαβαν οι Ενάγοντες από τους Εναγόμενους, για τις εργασίες τους (Τεκμήριο 3). Τούτα κατατέθηκαν ώστε να καταδείξει ότι δεν εκδίδονταν τιμολόγια με την ολοκλήρωση συγκεκριμένης εργασίας, αλλά αφού ενημερωνόταν από τους Εναγόμενους ότι θα πληρωθεί το όποιο ποσό. Προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, ώστε να εξηγήσει γιατί ακολουθείτο η διαδικασία αυτή, λέγοντας ότι ως εταιρεία μικρού βεληνεκούς, θα έπρεπε να επωμίζονται μεγάλο κόστος ως ΦΠΑ, χωρίς ουσιαστικά να πληρώνονταν τιμολόγια που εξέδιδαν. Έτσι εφόσον με τον διευθυντή των Εναγόμενων είχαν στενή φιλική σχέση, όποτε ενημερωνόταν ότι θα πληρώνονταν οι οφειλές τους, τότε εξέδιδαν τιμολόγιο.
Ως προς την μέθοδο τιμολόγησης εξήγησε ότι πήγαινε στις κατοικίες, μετρούσε και έδιδε προφορικά προσφορά. Αναλάμβαναν εργασίες σε μια σειρά ίδιες κατοικίες, έτσι μετρούσε μόνο μία. Την κοστολογούσε το έλεγε στον κουμπάρο του διευθυντή των Εναγόμενων και εκείνος του έλεγε προχώρα. Όταν χρειαζόταν χρήματα για την εκτέλεση των εργασιών, ζητούσε και του δίδονταν. Αφού τέλειωνε τις εργασίες λάμβανε το υπόλοιπο ποσό που είχε συμφωνηθεί. Λέγοντας αυτά κατέληξε στο επαγωγικό συμπέρασμα ότι τα ποσά που του οφείλονται είναι το υπόλοιπο των όσων συμφωνήθηκαν σε σχέση με τις εργασίες στις τρεις τελευταίες κατοικίες στο Δάλι. Μάλιστα ανέφερε ότι οι Εναγόμενοι είχαν πωλήσει και παραδώσει τις κατοικίες αυτές, για τις οποίες εργάστηκαν και δεν πληρώθηκαν οι Ενάγοντες. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να απαιτήσει τα χρήματα που του οφείλονταν με επιστολή των δικηγόρων του Τεκμήριο 4, στην οποία δεν έλαβε απάντηση, και την υπό εξέταση αγωγή.
Εξήγησε με λεπτομέρεια το πως προκύπτει το υπόλοιπο του ποσού που απαιτεί. Οι εργασίες στις οποίες προέβη σε οικίες που ανήγειραν οι Εναγόμενοι στο Δάλι πληρώθηκαν πλην των τριών τελευταίων κατοικιών στην Οδό Ερμού 46, 48 και 50. Είχε μάλιστα γράψει αναλυτικά τις εργασίες που είχαν γίνει, ήτοι εσωτερικά μπογιατίσματα και εξωτερικά μπογιατίσματα, κάγκελα, γκαράζ κ.α. πλην όμως λόγω μη δέουσας αποκάλυψης του εγγράφου και σχετικής ένστασης από τους Εναγόμενους αυτό δεν κατατέθηκε. Εν πάση όμως περιπτώσει εξήγησε επ’ ακριβώς ότι ενώ είχε πληρωθεί για κάποιες κατοικίες στις οποίες προσέφερε υπηρεσίες στο Δάλι, για τις τελευταίες τρεις δεν πληρώθηκε. Ανέφερε με λεπτομέρεια, ποιες ήταν αυτές οι κατοικίες ενώ εξήγησε και τον τύπο των εργασιών που εκτέλεσε. Η μαρτυρία του αυτή, δε, συνάδει και με το Τεκμήριο 3, από όπου προκύπτει ότι μέχρι το τέλος Μαρτίου 2010 εξέδιδε τιμολόγια και του καταβάλλονταν ποσά για τις εργασίες του στις οικίες που ανέγειραν οι Εναγόμενοι στο Δάλι.
Κατά την αντεξέταση δεν πλήγηκε η αξιοπιστία της μαρτυρίας του ΜΕ 1. Συγκεκριμένα του τέθηκε ότι αντιφάσκουν οι θέσεις του ως προς το πότε εξέδιδε τιμολόγια. Τούτη η θέση δεν ευσταθεί καθώς ο ΜΕ 1 ξεκάθαρα ανέφερε ότι εξέδιδε τιμολόγια μόλις ενημερωνόταν ότι θα τους καταβάλλετο το όποιο ποσό, εξήγησε και τον λόγο που λειτουργούσε με αυτό τον τρόπο, ενώ στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης γίνεται παραδεκτό ότι εξεδίδονταν τιμολόγια αυθημερόν της πληρωμής των Εναγόντων. Σε κανένα σημείο δεν προσβλήθηκε αυτό το modus operandi της συνεργασίας των μερών, ούτε έγινε κατορθωτό από τους Εναγόμενους να πληγεί η σχετική θέση των Εναγόντων.
Το γεγονός ότι ο ΜΕ 1 δεν μπορούσε να διαχωρίσει από το αξιούμενο ποσό το μεροκάματο από τα υλικά που έλαβε, αφενός δεν μπορεί να αποτελέσει ουσιώδες ζήτημα και αφετέρου εξήγησε το λόγο ως προς τούτο. Είπε χαρακτηριστικά ότι λάμβανε υλικά για πολλές δουλειές μαζί, έτσι δεν θα μπορούσε να διαχωρίσει, να γνωρίζει την ακριβή αξία των υλικών που χρειάστηκαν για τις κατοικίες που ανέγειραν οι Εναγόμενοι. Απάντησε, δε, ότι συνήθως το 1/3 του ποσού που χρέωναν ήταν η αξία των υλικών.
Ο ΜΕ 1 ως εκ των ως άνω κρίνεται αξιόπιστος, επεξηγηματικός, ενώ κάθε του θέση ήταν τεκμηριωμένη. Καθόρισε σαφώς το πως τιμολογείτο η εργασία του, και δυνάμει αυτών των εξηγήσεων που έδωσε εξήγησε ποιες εργασίες των Εναγόντων τιμολογήθηκαν, έγιναν, αλλά δεν πληρώθηκαν. Παρέμεινε αταλάντευτος στις θέσεις του παρά την αντεξέταση, ενισχύοντας έτσι την εκδοχή του ότι παρέμεινε απλήρωτη η εργασία των Εναγόντων για τρεις κατοικίες στο Δάλι, τις οποίες ανέγειραν οι Εναγόμενοι.
Από την άλλη ο κ. Π. Χ. (ΜΥ 1) προέταξε μια στείρα άρνηση στην απαίτηση των Εναγόντων. Η στάση του αυτή τον οδήγησε και σε μια σειρά από αντιφάσεις. Αξιολογώντας όμως την μαρτυρία στην γραπτή του δήλωση Έγγραφο Β, στην παράγραφο 8 αυτής αναφέρει ότι οι Εναγόμενοι με την έκδοση τιμολογίου από τους Ενάγοντες, είτε αυθημερόν είτε με την πάροδο κάποιων ημερών κατέβαλλαν το αντίτιμο. Αυτό αντιφάσκει με την δικογραφημένη αποδοχή της θέσεως των Εναγόντων ότι εκδίδονταν τιμολόγια όταν πληρώνονταν αυθημερόν (βλ. παράγραφο 4 της Υπεράσπισης). Τούτη η αντίφαση είναι ουσιώδης, καθώς άπτεται της ίδιας της συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών και του τρόπου που αυτή διαλαμβάνετο. Ειδικότερα ήταν η θέση του ΜΕ 1, η οποία έγινε αποδεκτή και συνάδει με τις παραδοχές επί των δικογράφων, ότι εξέδιδε τιμολόγιο μόνο όταν ενημερωνόταν ότι θα πληρωθεί. Γι’ αυτό δεν εκδόθηκε τιμολόγιο σε σχέση με τις επίδικες εργασίες. Μάλιστα ο ΜΥ 1 κατά την αντεξέταση του παραδέχτηκε ότι την «ώρα που έφκαλλε επιταγή εδίαν του τιμολόγιο», σε αντίφαση με την γραπτή του δήλωση και προς επιβεβαίωση της θέσης του ΜΕ 1.
Η ως άνω αντίφαση επενεργεί και στην ίδια την ουσιαστική θέση των Εναγομένων σε σχέση με τα επίδικα. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 9 της γραπτής του δήλωσης ο ΜΥ 1 αναφέρει ότι όποια εργασία αποπεράτωσαν οι Ενάγοντες με τις οδηγίες των Εναγόμενων αποπληρώθηκε αμέσως με την έκδοση τιμολογίου. Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω όμως, και ο ίδιος ο ΜΥ 1 κατά την αντεξέταση του αποδέχτηκε ότι πρώτα έδιδε την επιταγή και μετά λάμβανε το τιμολόγιο. Αυτός ήταν ο τρόπος λειτουργίας των μερών, τούτο έγινε παραδεκτό με την παράγραφο 4 της Υπεράσπισης και αναιρεί την σχετική θέση των Εναγομένων.
Πέραν των ως άνω ο ΜΥ 1 κανένα τεκμήριο δεν παρουσίασε. Τουναντίον στην ορμή του λόγου του επέκτεινε αυθαίρετα τα επιχειρήματα του, με αποτέλεσμα την υπερβολή και τις αντιφάσεις. Σε κάποιο σημείο της αντεξέτασης του είπε ότι όχι μόνο δεν χρωστά στους Ενάγοντες, εκείνοι του χρωστούν, αλλά λόγω του κλεισίματος των Εναγόμενων δεν μπορεί να το αποδείξει. Αυτός ο ισχυρισμός πέραν από αδικογράφητος, έωλος και ατεκμηρίωτος, δεν μπορεί να σταθεί και στην λογική, αφού δεν δικαιολογεί ο τρόπος που συνεργάζονταν τα μέρη την όποια οφειλή των Εναγόντων. Οι τελευταίοι λάμβαναν μέρος του ποσού που συμφωνείτο για να ξεκινήσουν την εργασία τους και στο τέλος πληρώνονταν το υπόλοιπο. Κανένας ισχυρισμός για ημιτελή εργασία των Εναγόντων δεν τέθηκε. Επομένως δεν θα μπορούσε να οφείλουν οι Ενάγοντες το όποιο ποσό στους Εναγόμενους. Ακόμα ο ΜΥ 1 ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι δεν χρωστά σε κανέναν, ενώ αμέσως πριν είχε πει, πάλι κατά την αντεξέταση του ότι τους τα «έπιασε ούλλα η Τράπεζα» γιατί χρωστούσαν. Όταν κατάλαβε την αντίφαση του αυτή, βέβαια, επιχείρησε να το «μαζέψει» λέγοντας ότι δεν χρωστά σε κανέναν ιδιώτη, εργάτη ή άνθρωπο.
Τέλος όλες οι αναφορές του ΜΥ 1 σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα υπήρξαν τουλάχιστον γενικόλογες. Σε ερώτηση ποιο ποσό συμφωνήθηκε για τις εργασίες των Εναγόντων στο συγκρότημα κατοικιών που θα ανέγειραν ο ΜΥ 1 απάντησε «Δεν ήταν πάντως το ποσό που λέει ο συνήγορος, ούτε έχω στοιχεία όμως, γιατί η εταιρεία μου δεν υπάρχει». Αυτός ο ισχυρισμός πέραν της γενικότητας που τον χαρακτηρίζει, αντιφάσκει με το Τεκμήριο 2, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, αποτελεί εκτύπωση του μηχανογραφημένου αρχείου του Εφόρου Εταιρειών και φαίνεται ότι οι Εναγόμενοι είναι εγγεγραμμένοι στον Έφορο Εταιρειών, ενώ ο ΜΥ 1 είναι ο διευθυντής τους. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του απάντησε ότι με τον ΜΕ 1 «Ελοαρκάστηκα και δεν χρωστώ τίποτε.» Όταν ερωτήθηκε πότε είπε «το 2010 δεν θυμούμαι ακριβώς πότε 2010, 2011, 2012». Ακόμα ένα σημείο που τα επιχειρήματα του ΜΥ 1 όχι μόνο παραμένουν ατεκμηρίωτα αλλά εκφράζονται από γενικότητα. Η ως άνω θέση βέβαια αντιφάσκει με την αναφορά του σε άλλο μέρος της αντεξέτασης όπου χαρακτηριστικά είπε «Εγώ έχω να παίρνω από τον κύριο Σκλάβο». Οι θέσεις του ΜΥ 1, δηλαδή ήταν μετέωρες, μεταξύ μη οφειλής των Εναγομένων ή οφειλής των Εναγόντων προς αυτούς, πάντα χωρίς στοιχεία με πρόφαση το κλείσιμο των Εναγομένων, ενώ οι τελευταίοι είναι ακόμη εγγεγραμμένοι στον Έφορο Εταιρειών.
Από τα ως άνω προκύπτει ότι ο ΜΥ 1 δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Τουναντίον με αιτιάσεις γενικές και ατεκμηρίωτες, κράτησε παθητική στάση και στην όποια του προσπάθεια να υποστηρίξει τις θέσεις του υπέπεσε σε αντιφάσεις όπως αναλύεται ανωτέρω.
Έχοντας αξιολογήσει την μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον μου και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης καταλήγω στα ακόλουθα περαιτέρω ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα, όπως διαδραματίστηκαν και σχετίζονται με τα επίδικα θέματα:
Ως ήταν η πρακτική των μερών οι Ενάγοντες ετοίμαζαν προσφορά για κάθε έργο, σειρά κατοικιών, υπολογίζοντας την εργασία που θα έκαναν, συμφωνείτο το ποσό που θα λάμβαναν, τους καταβέλλετο ένα αρχικό ποσό και στη συνέχεια αφού ενημερώνονταν ότι θα τους καταβληθεί το υπόλοιπο εξέδιδαν τιμολόγιο. Σε σχέση με το επίδικο έργο, οι Ενάγοντες προέβησαν σε υπηρεσίες ελαιοχρωματισμού, εσωτερικά μπογιατίσματα, εξωτερικά μπογιατίσματα, κάγκελα, γκαράζ κ.α. σε κατοικίες που ανέγειραν οι Εναγόμενοι στο Δάλι. Πληρώθηκαν πλήρως για τις υπηρεσίες τους αυτές, πλην των υπηρεσιών που προσέφεραν για τρεις κατοικίες του έργου στην οδό Ερμού 46, 48 και 50 Στη βάση της συμφωνίας των μερών οι Εναγόμενοι όφειλαν να πληρώσουν το αξιούμενο ποσό, το τίμημα που συμφωνήθηκε για την εργασία αυτή στους Ενάγοντες και δεν το έπραξαν. Το σχετικό τίμημα για τις ως άνω υπηρεσίες ήταν αυτό των €12.566. Οι Ενάγοντες απαίτησαν το ποσό αυτό από τους Εναγόμενους με επιστολή (Τεκμήριο 4) πλην όμως οι τελευταίοι δεν ανταποκρίθηκαν, με αποτέλεσμα αυτό να οφείλεται μέχρι σήμερα.
Οι Εναγόμενοι με τις αγορεύσεις τους παρέπεμψαν στην απόφαση D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Co Ltd (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 263, όπου καθορίστηκε πως:
«απλή δήλωση περί χρέους της άλλης πλευράς, χωρίς ο,τιδήποτε που να το εξηγεί για να το θεμελιώσει, μοιάζει με απλό ισχυρισμό και στερείται αποδεικτικής αξίας.»
Παρά ταύτα όπως κρίθηκε στην Κλεάνθους κ.α. ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1344 και υιοθετήθηκε στην πολύ πρόσφατη Speed Line Autoservices Ltd ν. Υδρόγειος Ασφαλιστική Εταιρεία (Κυπρου Λτδ), Πολιτική Έφεση αρ. 324/2014, 7/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A102, ECLI:CY:AD:2023:A102 αποφάσεις με το σκεπτικό της D & G Products Ltd:
«αφορούσαν εξ' ακοής μαρτυρία με βάση το Άρθρο 5Α του Κεφ. 9, το οποίο όμως καταργήθηκε προ πολλού και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 24.3.2008, δηλαδή κατά πολύ μετά την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού Νόμου (βλ. Άρθρο 6, Ν. 32(Ι)/2004). Κατά την κρίση μας, η μαρτυρία που προσκόμισαν οι Εφεσίβλητοι ήταν εκ πρώτης όψεως αρκετή για να αποδείξει το υπόλοιπο των λογαριασμών. Εναπόκειτο πλέον στους Εφεσείοντες να αντικρούσουν τα στοιχεία που αποτελούσαν το λογαριασμό, ώστε να πείσουν το δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν και την υπόθεση τους επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Όμως, η μαρτυρία που προσκόμισαν, όχι μόνο δεν ήταν αρκετή να αμφισβητήσει συγκεκριμένα στοιχεία του λογαριασμού, αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε αποδεχτή εφόσον οι Εφεσείοντες κρίθηκαν αναξιόπιστοι.»
Αναλόγως και εν προκειμένω. Οι Ενάγοντες μπορεί να μην παρουσίασαν κατάσταση λογαριασμού ή τιμολόγια σε σχέση με τις εργασίες στις οποίες προέβησαν για την ανέγερση κατοικιών από τους Εναγόμενους. Παρουσίασαν όμως αποδεκτή μαρτυρία ως προς αυτές τις εργασίες. Εξήγησαν λεπτομερώς και τεκμηριωμένα τον τρόπο εργασίας και τιμολόγησης μεταξύ των μερών. Εξήγησαν για ποιες ακριβώς εργασίες δεν πληρώθηκαν, το ακριβές ποσό αυτών των εργασιών τους και αυτό τελικώς διεκδικούν. Απέδειξαν τέλος ότι αναζήτησαν το ποσό αυτό και με επιστολή των δικηγόρων τους Τεκμήριο 4. Στον αντίποδα οι Εναγόμενοι, αρκέστηκαν σε μια γενική άρνηση και στην μη αποδεκτή, αναξιόπιστη μαρτυρία του ΜΥ 1. Σε κάθε περίπτωση το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (Demil Imports Exports v. Ζήνων Κωνσταντινίδης (2011) 1Α Α.Α.Δ 462). Εδώ οι Ενάγοντες όπως εξηγήθηκε απέδειξαν ότι η θέση τους είναι πιο πιθανή παρά όχι.
Συνεπώς η αγωγή επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων για το ποσό των €12.566 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Δεν προκύπτει λόγος τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής, έτσι επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)………………………………
Α. Λουκά Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής