ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 1426/15

Μεταξύ:                                                                    

    XXXX X. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, εκ Πάφου

Ενάγουσας

         και

 

       ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Πάφου

Εναγόμενης

Ημερομηνία: 10/01/24

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Μ. Μιχαηλίδης

Για Εναγόμενη: κα. Ε. Χατζηπαναγή για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε μετά την εγκατάσταση από την Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος τάσης 132.000 κιλοβατώρων («132ΚV») άνωθεν του ακινήτου της Ενάγουσας καθώς και ενός πύργου / πυλώνα ύψους άνω των 25 μέτρων ούτως ώστε να επιτευχθεί η μεταφορά / εγκατάσταση, των εν λόγω καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος. Ο εν λόγω πυλώνας που τοποθετήθηκε εντός του ακινήτου της Ενάγουσας φέρει τον αριθμό 58. Το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 παρέχει εξουσία στην Εναγόμενη να τοποθετεί ηλεκτρικές γραμμές διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλη από γη που καλύπτεται από οικοδομές, νοουμένου ότι εξασφαλιστεί προς τον σκοπό τούτο συγκατάθεση από τους ιδιοκτήτες και κατόχους της γης ή σε περίπτωση άρνησης τους, από τον Έπαρχο.

 

Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών, ότι η τοποθέτηση τόσο του πυλώνα όσο και των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος έλαβαν χώρα κατόπιν συγκατάθεσης που λήφθηκε από τον Έπαρχο Πάφου, καθότι η Ενάγουσα δεν είχε δώσει την δική της συγκατάθεση.

 

Πιο συγκεκριμένα η Ενάγουσα με την παρούσα Αγωγή αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Ε) Αποζημιώσεις δια παράνομον και άνευ απαλλοτριώσεως και/ή επιτάξεως επέμβασιν επί μέρους της εν λόγω ακινήτου ιδιοκτησίας της ενάγουσας.

 

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς αυτών προς την ενάγουσα και/ή άλλως πως, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Ζ) Περαιτέρω αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζομένου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Θ) Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις λόγω εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγω απώλειας ανέσεων της ενάγουσας και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής της ηρεμίας.

 

Ι) Ειδικές αποζημιώσεις €71.500.- ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Κ) Νόμιμον τόκον από 4.3.2009.

 

Λ) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Σημειώνεται ότι σε ότι αφορά τις θεραπείες που η Ενάγουσα αξίωνε με την έκθεση απαίτησης της σε σχέση με τα αιτητικά Α, Β, Γ και Δ, αποσύρθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και έτσι η απαίτηση της Ενάγουσας περιορίστηκε ως τα αιτητικά που καταγράφονται ανωτέρω.  

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Ενάγουσας

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησής της Ενάγουσας, αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και κάτοχος του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 84XX, Τεμάχιο XXX, Φ./Σχ. XX/XX, στην τοποθεσία XXXXXX έδαφος του χωριού Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου, από τώρα και στο εξής «το ακίνητο». Η Εναγόμενη απέστειλε στην Ενάγουσα συστημένη επιστολή με την οποία  της ζητούσε να συγκατατεθεί τόσο για την τοποθέτηση πυλώνων όσο και για την εγκατάσταση/διέλευση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος 132 ΚV, άνωθεν του ακινήτου της. Η Ενάγουσα αρνήθηκε να συγκατατεθεί και έτσι η Εναγόμενη αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη συγκατάθεση, κάτι το οποίο τελικά και επέτυχε. Η συγκατάθεση που δόθηκε στην Εναγόμενη ήταν βεβαίως υπό όρους. Η Εναγόμενη πέραν των πιο πάνω ενεργειών στις οποίες προέβηκε, προχώρησε και εξασφάλισε Πολεοδομική άδεια και στην συνέχεια έγκριση, για την κατασκευή, τοποθέτηση και εγκατάσταση των πυλώνων καθώς και της εναέριας γραμμής αγωγών ρεύματος. Υπέγραψε επίσης και συμφωνία με τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Έπαρχο Πάφου στη βάση της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες γης που επηρεάζονται από την εν λόγω εγκατάσταση.

 

Έτσι, κατά ή περί το έτος 2009 – 2011, η Εναγόμενη προχώρησε στην τοποθέτηση ενός πυλώνα καθώς και εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί στην Ενάγουσα σοβαρή οικονομική ζημιά, αφού το γεγονός αυτό είχε ως συνεπακόλουθο η οικονομική αξία του ακινήτου να μειωθεί ουσιωδώς. Πιο συγκεκριμένα η Ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι τα εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια τα οποία διέρχονται άνωθεν του ακινήτου της επέφεραν δυσμενή αποτελέσματα ως  προς την αξιοποίηση του, και ως εκ τούτου απαιτεί να αποζημιωθεί από την Εναγόμενη. Περαιτέρω η Ενάγουσα υποστηρίζει, ότι τα ηλεκτροφόρα καλώδια που έχουν εγκατασταθεί άνωθεν του ακινήτου της, μεταφέρουν ασταμάτητα ηλεκτρικό φορτίο υψηλής τάσης ρεύματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο το οποίο και εκπέμπει ισχυρότατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία ως γνωστόν είναι επιβλαβή στον ανθρώπινο οργανισμό αφού προκαλούν καρκίνο ως και θάνατο. Επίσης ισχυρίζεται, ότι η παρουσία του ηλεκτρικού πυλώνα ύψους άνω των 25 μέτρων καθώς και των εναέριων καλωδίων, προκαλούν «φόβο και τρόμο και δημόσιο φόβο (Publics fear)». Σύμφωνα επίσης με την Ενάγουσα, ο εξοπλισμός που έχει εγκαταστήσει η Εναγόμενη, προκαλεί πραγματική και αντικειμενική οχληρία στο ακίνητο της με αποτέλεσμα τη διατάραξη της σωματικής και ψυχικής της υγείας.

 

Συνεπεία των πιο πάνω εγκαταστάσεων που έχουν τοποθετηθεί στο ακίνητο της, η Ενάγουσα, παρεμποδίζεται από του να προβεί στην οποιαδήποτε ανάπτυξη, χρήση και αξιοποίηση του, αφού η εγκατάσταση των γραμμών και του πυλώνα εντός του ακινήτου της είναι αποτρεπτικά για την αγορά, πώληση, αξιοποίηση, κάρπωση και εκμετάλλευση της περιουσίας της, λόγω της γενικής εντύπωσης (General Public Opinion) ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που δημιουργείται προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.

 

Η Ενάγουσα επίσης υποστηρίζει ότι εμποδίζεται από του να προβαίνει στις συνήθεις αγροτικές δραστηριότητες περιποίησης και ή συντήρησης των δέντρων και των φυτειών του κτήματος της (κλάδεμα, ποτισμός, ψεκασμός) λόγω του ότι η υγεία και η ασφάλειά της τίθενται υπό συνεχή και σοβαρό κίνδυνο αλλά και συνεχή ψυχική αναστάτωση και αγωνία.  Ισχυρίζεται επίσης η Ενάγουσα ότι λόγω της παράλειψης και ή άρνησης της Εναγόμενης να προσφέρει στην Ενάγουσα για τις πιο πάνω επεμβάσεις στο επίδικο ακίνητο, οποιοδήποτε ποσό για αποζημίωση, η πρώτη δεν δικαιούται να επεμβαίνει και να χρησιμοποιεί αυτό, μέχρι που να καθοριστεί και πληρωθεί το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται. Από την πιο πάνω συνεχή παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης η Ενάγουσα υφίσταται διαρκή ζημιά για την οποία απαιτεί όπως αποζημιωθεί.  

 

Η ζημιά για την οποία δικαιούται σε αποζημιώσεις σύμφωνα με την Ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των €71.500 ήτοι €70.000 που αποτελεί την ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου, ένεκα της περιγραφόμενης επέμβασης της Εναγόμενης, και €1.500 πλέον Φ.Π.Α. για εκτιμητικά έξοδα.

 

Τέλος, αποτελεί ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη, θα συνεχίσει να επεμβαίνει και να προκαλεί οχληρία χρησιμοποιώντας παράνομα το επίδικο ακίνητο χωρίς να καταβάλει αποζημίωση εκτός εάν εκδοθούν τα αιτούμενα, με την παρούσα Αγωγή, διατάγματα.   

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Εναγόμενης

 

Η Εναγόμενη, μέσω του δικογράφου της Υπεράσπισης αρνείται την απαίτηση της Ενάγουσας προβάλλοντας τους δικούς της ισχυρισμούς και εγείρει παράλληλα αριθμό προδικαστικών ενστάσεων προωθώντας ουσιαστικά την θέση, ότι η αγωγή που έχει εγερθεί εκ μέρους της Ενάγουσας δεν είναι δικαιολογημένη καθώς και ότι η τελευταία δεν νομιμοποιείται να εγείρει την συγκεκριμένη αγωγή.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη εγείρει τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

 

  1. Εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η παρούσα Αγωγή αφορά σε ισχυριζόμενη ζημιά και/ή δυσμενή αποτελέσματα για την αξιοποίηση της επίδικης ακίνητης περιουσίας και συγκεκριμένα του ακινήτου με αρ. εγγραφής XXXX, τεμ. XXX, Φ/Σχ. XX/XX, στη τοποθεσία Περάτης έδαφος Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου, στη συνέχεια αναφερόμενο ως «το τεμάχιο», λόγω ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή λόγω ισχυριζόμενης παράνομης εγκατάστασης πυλώνα και εναέριας γραμμής υψηλής τάσης στο τεμάχιο, η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης, καθότι έπρεπε να προηγηθεί η εμπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής και/ή προσφυγών και έκδοση ακυρωτικής απόφασης και/ή αποφάσεων, αφενός ως προς το θέμα της απόφασης και/ή αποφάσεων τοποθέτησης μέρους της εναέριας γραμμής μεταφοράς και πυλώνα (στη συνέχεια όλα μαζί ως αναφερόμενης ως «η επίδικη γραμμή») στο τεμάχιο και αφετέρου, ως προς τη σχετική Πολεοδομική Άδεια σε σχέση με την πορεία της επίδικης γραμμής και/ή σε κάθε περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στερείται καθ' ύλην δικαιοδοσίας ν' αποφανθεί περί της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή εγκατάστασης.

 

  1. Περαιτέρω εγείρεται η προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η παρούσα Αγωγή αφορά σε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά και/ή μείωση της αξίας ακίνητης περιουσίας από την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, για την οποία εκδόθηκε Πολεοδομική Άδεια και δυνάμει αυτής συνάφθηκε, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72), η Συμφωνία ημερομηνίας 31.1.08, μεταξύ της Πολεοδομικής Αρχής και της Αρχής, για εφαρμογή του Άρθρου 68 του εν λόγω Νόμου (στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η Συμφωνία») η οποία Συμφωνία δεσμεύει την Αρχή για καταβολή αποζημιώσεων, η Αγωγή είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη και/ή δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι η Ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου του εν λόγω Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και / ή της Συμφωνίας την οποία και η ίδια επικαλείται.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που η Αγωγή και/ή Έκθεση Απαίτησης έχει ως νομική βάση την ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση, η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων Α μέχρι και Δ, του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, καθότι η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης για την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων.

 

  1. Πρόσθετα και/ή ειδικά με το αιτούμενο διάταγμα Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τη νομολογία που διέπουν την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματα, δεν νομιμοποιείται η Ενάγουσα στην έκδοση του.

 

  1. Πρόσθετα, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, η παρούσα Αγωγή, δεν αποκαλύπτει βάση αγωγής εναντίον της και/ή ότι δεν στοιχειοθετείται αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον της Αρχής και/ή ότι στη βάση των γεγονότων που θα αναφερθούν στη συνέχεια, δεν υφίσταται η ισχυριζόμενη και/ή ισχυριζόμενες βάσεις αγωγής.

 

Πέραν των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, η Εναγόμενη παραδέχεται ότι η κυριότητα του όλου μεριδίου του επίδικου ακινήτου ανήκει στην Ενάγουσα από την 03.05.2000. Επίσης παραδέχεται ότι η Εναγόμενη απέστειλε συστημένη επιστολή στην Ενάγουσα ζητώντας την συγκατάθεση της, για την τοποθέτηση πυλώνων καθώς και εναέριας γραμμής ρεύματος 132 ΚV διαμέσω και ή άνωθεν του τεμαχίου της υπ. αρ. XXX. Βεβαίως δεν παραδέχεται τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η εγκατάσταση του πιο πάνω εξοπλισμού έλαβε χώρα κατά τα έτη 2009 - 2011 αλλά ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό επεσυνέβη κατά ή περί τον Ιανουάριου του 2011.  Η Εναγόμενη περαιτέρω απορρίπτει κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδονται περί ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης στο επίδικο ακίνητο.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι  τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:

 

Η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια αρ. ΠΑΦ/00407/2004 και τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις ΠΑΦ/00407/2004/Α, ΠΑΦ/00407/2004/Β και ΠΑΦ/00407/2004/Γ σε σχέση με την πορεία της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη γραμμή. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας υπογράφηκε μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συμφωνία η οποία προνοεί μεταξύ άλλων ότι η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την Πολεοδομική Άδεια. Με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία, η Εναγόμενη προχώρησε στη διαδικασία εξασφάλισης των απαιτούμενων εγκρίσεων, από τα αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα και/ή Αρχών, μέχρι τον Απρίλιο του 2010, και επίσης, στην εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, με βάση το Άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφάλαιο 170.

 

Μεταξύ των ιδιοκτητών, τα τεμάχια των οποίων επηρεάζονταν από την εναέρια γραμμή, «Στρουμπί - Πόλις» ήταν και η Ενάγουσα, ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, στην οποία και αποστάληκε κατά/ή περί την 04/11/2008, σχετικό έντυπο για να παραχωρήσει τη συγκατάθεση της για την τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο τεμάχιο. Επειδή η Ενάγουσα αρνήθηκε και ή δεν ανταποκρίθηκε εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίζεται από τη σχετική Νομοθεσία, η Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου Άρθρου, αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του, η οποία δόθηκε την 04/03/2009, υπό τους όρους της Συμφωνίας. Η Εναγόμενη, με επιστολή της ημερομηνίας 09/03/2009, ενημέρωσε την Ενάγουσα για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου.

 

Η Ενάγουσα, ουδέποτε προσέβαλε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, την Πολεοδομική Άδεια, αλλά ούτε και την απόφαση της Εναγόμενης που ολοκληρώθηκε με την προαναφερόμενη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου, για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο και/ή πάνω από το επίδικο ακίνητο.

 

Οι εργασίες εγκατάστασης της επίδικης γραμμής στο επίδικο ακίνητο, έγιναν κατά / ή περί τον Ιανουάριο του 2011 και οι εν λόγω εργασίες συνίστανται στην εγκατάσταση  ενός πυλώνα ευθυγραμμίας στο και /ή κοντά στο ανατολικό σύνορο του τεμαχίου και ηλεκτρικού δικτύου υπεράνω του τεμαχίου. Το όλο έργο της εγκατάστασης της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» ολοκληρώθηκε κατά / ή περί τον Δεκέμβριο του 2011 και η εν λόγω εναέρια γραμμή (μέρος της οποίας αποτελεί και η επίδικη γραμμή) ενεργοποιήθηκε κατά / ή περί το τέλος Δεκεμβρίου του 2011.

 

Περαιτέρω αποτελεί θέση της Εναγόμενης, ότι καμία ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου επήλθε ένεκα της διέλευσης των εναέριων καλωδίων και της εγκατάστασης του πυλώνα αλλά ακόμη και αν αποδειχθεί ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε επιζήμια επίδραση επί του ακινήτου, ουδέποτε η Ενάγουσα αποτάθηκε στην αρμόδια Αρχή για αξίωση αποζημίωσης δυνάμει των προνοιών των άρθρων 67 και 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και/ή της Συμφωνίας που υπεγράφη και ή της συγκατάθεσης του Έπαρχου και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καθορισμού τέτοιας αποζημίωσης από Πολιτικό Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώση, σε καμία περίπτωση η ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου ανέρχεται σε €70.000 καθότι, ως η Εναγόμενη διατείνεται, το πολεοδομικό καθεστώς του επίδικου ακινήτου δεν δικαιολογεί την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του. Οι δε ισχυριζόμενες απώλειες και ζημιές της Ενάγουσας είναι υπερβολικές, παράλογες, διογκωμένες και λανθασμένα εκτιμημένες και ποσώς δικαιούται αυτές.

 

Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς που αναφέρονται περί επικινδυνότητας της επίδικης γραμμής, οχληρίας, ρύπανσης, ακαλαισθησίας και θορύβου καθώς και των ισχυριζόμενων αποτελεσμάτων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι για σκοπούς λειτουργίας της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης τόσο τα όρια της εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών πεδίων όσο και οι τεχνικές προδιαγραφές για την μη πρόκληση θορύβου, καθορίστηκαν από τους αρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς.  

 

Η Εναγόμενη αρνείται επίσης ότι από την τοποθέτηση των εναέριων γραμμών και του πυλώνα, υπήρξε παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο καθώς και ότι επηρεάζονται αρνητικά άμεσα οι ανέσεις και η ησυχία του τεμαχίου και ότι επίσης η διέλευση της επίδικης γραμμής έχει προκαλέσει στο τεμάχιο δυσμενή επίδραση με αποτέλεσμα την μείωση της οικονομικής του αξίας καλώντας την Ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Περαιτέρω αρνείται ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής έχει εκμηδενίσει τις προοπτικές ανάπτυξης και αξιοποίησης του τεμαχίου και δεν αποδέχεται ότι η εν λόγω εγκατάσταση είναι στοιχείο αποτρεπτικό για την αγορά και/ή αξιοποίηση και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση του λόγω της γενικής και κοινής εκτίμησης ότι αυτή ενδεχόμενα να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο μη καθορισμός και πληρωμή αποζημίωσης στην Ενάγουσα για την παρουσία της επίδικης γραμμής ουδόλως επιδρούν στη νόμιμη παρουσία της εν λόγω γραμμής ούτε και αποτελούν προϋπόθεση στο δικαίωμα της Εναγόμενης για εγκατάσταση τέτοιας γραμμής.

 

Ειδικότερα δε ισχυρίζεται ότι η μείωση της αξίας του τεμαχίου λόγω της τοποθέτησης της επίδικης γραμμής δεν ανέρχεται στο ποσό των €70.000 καθότι το Πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του.

 

Σε ότι αφορά την ισχυριζόμενη εκ μέρους της Ενάγουσας πρόκληση οχληρίας, η Εναγόμενη αρνείται την πρόκληση της και ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η μη προσβολή της Πολεοδομικής άδειας και ή της απόφασης για την εγκατάσταση της γραμμής έχει ως συνέπεια οι εν λόγω άδειες και ή αποφάσεις να την δεσμεύουν και να επενεργούν προς όφελος της Αρχής.

 

Απάντηση στην Υπεράσπιση

 

Από πλευράς της η Ενάγουσα απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε η Εναγόμενη με τις δικογραφημένες θέσεις της, τις απέρριψε και επέμεινε στις δικές της θέσεις οι οποίες προωθούνται με την Έκθεση Απαίτησης της. Ταυτόχρονα δε υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έχει πλήρη δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή.

 

Προσκομισθείσα Μαρτυρία

 

Για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης της Ενάγουσας έδωσε μαρτυρία η Εύρη Γεωργίου (Μ.Ε.1) ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου όπως και ο  εκτιμητής ακινήτων Πολύκαρπος Πολυκάρπου (Μ.Ε. 2).  Προς υποστήριξη της υπόθεσης της Εναγόμενης κατέθεσε στο Δικαστήριο μόνο μια μάρτυρας και πιο συγκεκριμένα η Βιργινία Λαζάρου (Μ.Υ.1), εκτιμήτρια ακινήτων.  Σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 24 τεκμήρια για τα οποία θα γίνεται αναφορά όποτε και όπου κριθεί απαραίτητο.

 

Η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου γι’ αυτό και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω αυτολεξεί. Θα παρατεθούν όμως τα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη και των επίδικων θεμάτων. Ως έχει εξάλλου λεχθεί στην G & K Exclusive Fashions Ltd v. Ρόδου Παπαδοπούλου και άλλων (2001) 1 (Α) Α. Α. Δ. 88 το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της (βλ. επίσης ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ v. ΠOΥΓΙΟΥΚΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 16/14, 17/02/2021).

 

H Μ.Ε.1 είναι η ιδιοκτήτρια του επίδικου τεμαχίου το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Περάτης, έδαφος του χωριού Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου το οποίο έχει εμβαδό 7,358 τ.μ. Κατά την κυρίως εξέταση της, αναφέρθηκε στην ενημέρωση που είχε δια μέσω της επιστολής που έλαβε από την Εναγόμενη αναφορικά με την εγκατάσταση των γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος οι οποίες θα περνούσαν άνωθεν του τεμαχίου της, την 04/11/08 (Τεκμήριο 2), καθώς και στο περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής. Επίσης αναφέρθηκε και στην συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Εναγόμενης και της Πολεοδομίας για την εγκατάσταση του πυλώνα και της εναέριας γραμμής καθώς και στην συγκατάθεση που δόθηκε από τον Έπαρχο Πάφου την 04/03/09. Περαιτέρω η Μ.Ε.1, παρέθεσε με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου της, επισημαίνοντας κυρίως το γεγονός, ότι το τεμάχιο της έχει σχήμα στενόμακρο με αποτέλεσμα οι γραμμές υψηλής τάσης ρεύματος που έχουν εγκατασταθεί από την Εναγόμενη να το διαμελίζουν και ως εκ τούτου η ζημιά που έχει προκληθεί σε αυτό να είναι ολοκληρωτική και καταστροφική. Τέλος, η μάρτυρας αναφέρθηκε και στις ψυχολογικές επιπτώσεις που της έχουν προκληθεί από την εγκατάσταση της γραμμής της ΑΗΚ και μετέπειτα δίδοντας κυρίως έμφαση κατά την μαρτυρία της στο αίσθημα του τρόμου και του φόβου το οποίο την διακατέχει, αναφέροντας μάλιστα συγκεκριμένα ότι η ίδια αντιλήφθηκε μετά από επίσκεψη της στο ακίνητο ότι οι εναέριες γραμμές ρεύματος εξέπεμπαν λάμψεις φωτός και θορύβους. Η ίδια όπως εξήγησε δεν μπορεί να πλησιάσει πλέον το συγκεκριμένο ακίνητο της ούτε ακόμη και να συνεχίσει να το καλλιεργεί καθότι φοβάται τόσο για την υγεία της όσο και στην σωματική της ακεραιότητα.

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Ε.1 ερωτήθηκε κατά πόσο προχώρησε σε οποιαδήποτε άλλα δικονομικά διαβήματα πέραν της καταχώρησης της παρούσας αγωγής, είτε δηλαδή να προσβάλει την απόφαση του Έπαρχου Πάφου για την εγκατάσταση της γραμμής ή την συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Εναγόμενης και της Πολεοδομίας. Επίσης ερωτήθηκε κατά πόσο προσέβαλε είτε την πολεοδομική άδεια που εκδόθηκε ή ακόμη και την πολεοδομική έγκριση.  Απαντώντας η Μ.Ε.1 στα πιο πάνω ερωτήματα που της τέθηκαν, εξήγησε ότι δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα πλην της καταχώρησης της παρούσας αγωγής, εκφράζοντας παράλληλα την αγανάκτηση της για τον τρόπο που η Εναγόμενη  εγκατέστησε τον εξοπλισμό της εντός του τεμαχίου της. Εξήγησε δε ότι περί το έτος 2008 όταν ενημερώθηκε για την εγκατάσταση, επισκέφθηκε τα γραφεία της Α.Η.Κ στην Πάφο υποβάλλοντας προφορικά σχετικό παράπονο, χωρίς βεβαίως να εισακουστεί. Δεν ήταν όμως και σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με το ζήτημα αυτό, ενόψει και του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από τότε. Σε ότι αφορά τις θέσεις που υποβλήθηκαν προς την Μ.Ε.1 ότι δηλαδή η ίδια δεν ενήργησε ακολουθώντας την ενδεδειγμένη και προβλεπόμενη διαδικασία και καταχώρησε την παρούσα αγωγή πρόωρα, η μάρτυρας εξήγησε ότι δεν είναι νομικός για να γνωρίζει την διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί επιμένοντας στην βασική της θέση ότι κινήθηκε εναντίον της Εναγομένης καταχωρώντας την παρούσα αγωγή.

 

Σε σχέση με το επίδικο τεμάχιο, η Μ.Ε.1 αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι προ της εγκαταστάσεως της γραμμής της Εναγόμενης, το τεμάχιο αυτό καλλιεργείτο αφού φυτεύονταν από κουκιά και σιτάρι. Εξήγησε όμως ότι λόγω του φόβου και του τρόμου που της είχε προκληθεί από την εγκατάσταση της γραμμής αναγκάστηκε να σταματήσει την χρήση του, παρόλο που αυτό εμπίπτει εντός της γεωργικής ζώνης Γ3. Σε σχέση με το τελευταίο αυτό ζήτημα, η μάρτυρας ανέφερε ότι παρόλο που το επίδικο τεμάχιο είναι εντεταγμένο εντός γεωργικής ζώνης, εντούτοις είχε μεγάλες προοπτικές οικιστικής ανάπτυξης, εφόσον πλησίον από αυτό έχουν κτιστεί μεμονωμένες κατοικίες με πισίνες ένεκα και του ότι υφίσταται δρόμος που ενώνει τα χωρία Στρουμπί και Γιόλου με την Πόλη της Χρυσοχούς. Υποστήριξε επίσης ότι το επίδικο τεμάχιο διαθέτει απρόσκοπτη θέα προς την θάλασσα. Αναφορικά με τον φόβο που της έχει προκληθεί η Μ.Ε.1 αναφέρθηκε σε διάφορες έρευνες που έχει μελετήσει για τις επιπτώσεις που προκαλούνται από την εγκατάσταση αυτού του είδους εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος και κυρίως για την πρόκληση σοβαρών ασθενειών στον ανθρώπινο οργανισμό.

 

Από την άλλη η πλευρά της Εναγομένης δια μέσω των ερωτήσεων που υπέβαλε στην Μ.Ε. 1 κατά την αντεξέταση της,  επιχείρησε να καταδείξει ότι τα όσα έχουν αναφερθεί από την Ενάγουσα σε σχέση με την πρόκληση σοβαρών ασθενειών δεν έχουν αποδειχθεί επιστημονικά και συνεπώς πρόκειται για υποθετικούς, αόριστους και ασαφής ισχυρισμούς.

 

Σε σχέση με τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη του τεμαχίου της παρόλο που αυτό εμπίπτει εντός της γεωργικής ζώνης, η Μ.Ε.1 επέμεινε στην θέση της ότι στο μέλλον θα είχε την δυνατότητα να το αξιοποιήσει ενώ σήμερα λόγω της εγκατάστασης της γραμμής η προοπτική αυτή έχει εξανεμιστεί. Επί αυτής της τοποθετήσεως της, βεβαίως, η πλευρά της Εναγόμενης έθεσε στην Μ.Ε.1 την θέση ότι με βάση την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής, το συγκεκριμένο ακίνητο δεν πληροί τις προϋποθέσεις για οικιστική ανάπτυξη αφού μάλιστα αυτό δεν εφάπτεται οποιουδήποτε δημοσίου δρόμου καθότι είναι περίκλειστο. Η Μ.Ε.1 απαντώντας διαφώνησε και ισχυρίστηκε ότι το ακίνητο της διαθέτει πρόσβαση καθώς και ότι υπάρχει σχετική διαδικασία την οποία και μπορεί να ακολουθηθεί με σκοπό ο δρόμος που υπάρχει να εγγραφεί ως δημόσιος χωρίς βεβαίως να αρνηθεί ότι ουδέποτε προέβηκε σε οποιαδήποτε διαδικασία για την οικιστική ανάπτυξη του ακινήτου της μέχρι και σήμερα.

 

Επόμενος μάρτυρας για την υπόθεση της Ενάγουσας, κλήθηκε και κατέθεσε ο Μ.Ε.2 Πολύκαρπος Πολυκάρπου. Αρχικά ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σπουδές του και γενικά στα προσόντα και την εμπειρία του ως εκτιμητής ακινήτων, καταθέτοντας προς υποστήριξη των όσων ανέφερε σχετικό βιογραφικό σημείωμα (Τεκμήριο 8). Ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι ενήργησε στη βάση των οδηγιών που του δόθηκαν από την Ενάγουσα, με σκοπό να προβεί σε μελέτη για να εξακριβώσει τον βαθμό επηρεασμού του επίδικου ακινήτου από τις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης. Στη βάση των οδηγιών που έλαβε ο Μ.Ε.2 ετοίμασε σχετική έκθεση ημερ. 10/09/23 (Τεκμήριο 9) την οποία και επεξήγησε αφού προηγουμένως υιοθέτησε. Ανέφερε επίσης ότι επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο και διαπίστωσε τόσο την εγκατάσταση του πυλώνα όσων και των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου της Ενάγουσας.

 

Ο Μ.Ε.2 κατά την κυρίως εξέταση του εξήγησε ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 με συντελεστή δόμησης και κάλυψης 10% κάτι που σημαίνει ότι εντός του τεμαχίου υπάρχει η δυνατότητα ανέγερσης οικοδομής συνολικής έκτασης 738,8 τ.μ., η οποία θα μπορεί να αποτελείται από δύο ορόφους με μέγιστο ύψος 8,30 εκ. Περαιτέρω εξήγησε ότι με βάση τον τίτλο του εν λόγω τεμαχίου και το χωρομετρικό σχέδιο που έχουν κατατεθεί, προκύπτει ότι το τεμάχιο αυτό, στο νότιο μέρος του εφάπτεται και έχει πρόσβαση σε δρόμο. Σε ότι αφορά τον δρόμο, ο μάρτυρας σημείωσε ότι στο σημείο που εφάπτεται με το τεμάχιο αυτός είναι χωμάτινος ενώ σε κάποιο σημείο του υπάρχει ασφαλτοστρωμένος δρόμος, γεγονός που δίδει επαρκή πρόσβαση σε αυτό. Το τεμάχιο σύμφωνα με τον Μ.Ε.2 έχει μακρόστενο σχήμα  με αποτέλεσμα τα εναέρια καλώδια που έχουν τοποθετηθεί, να το διαμελίζουν. Υποστήριξε δε ότι μέσα από διάφορα επιστημονικά άρθρα που έχει μελετήσει η ύπαρξη των εν λόγω καλωδίων προκαλούν αδιαμφισβήτητα φόβο και τρόμο καθότι υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης διαφόρων σοβαρών ασθενειών, όπως για παράδειγμα καρκίνου.

 

Ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι για τον υπολογισμό της ζημιάς στο επίδικο τεμάχιο, χρησιμοποίησε την συγκριτική μέθοδο λαμβάνοντας υπόψη δηλαδή τις τιμές πώλησης άλλων τεμαχίων που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από το επίδικο κατά την χρονική περίοδο κατά την οποία και επήλθε η ζημιά από την εγκατάσταση, δηλαδή κατά την στιγμή που δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης. Ο Μ.Ε.2 χρησιμοποίησε δηλαδή ως ουσιώδη χρόνο για την έναρξη της πρόκλησης ζημιάς την 04/03/09. Σε ότι αφορά μάλιστα τα συγκριτικά που έχει χρησιμοποιήσει, ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι αυτά είναι αξιόπιστα καθότι η πηγή της πληροφόρησης του είναι η πύλη του Κτηματολογίου. Υπέδειξε μάλιστα κατά την μαρτυρία του, ότι η Μ.Υ.1 έχει χρησιμοποιήσει λανθασμένη συγκριτική μέθοδο  διότι δεν έχει λάβει υπόψη της για τον υπολογισμό της ζημιάς μόνο ολόκληρα τεμάχια αλλά και μερίδια, κάτι το οποίο δεν ήταν καθόλου ασφαλές να το πράξει.  Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι η πώληση ενός μεριδίου μπορεί να επηρεάσει τις τιμές πώλησης και των υπολοίπων μεριδίων. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η Μ.Υ.1 έλαβε υπόψη λανθασμένο χρόνο συγκριτικών πωλήσεων, δηλαδή την περίοδο 2011 – 2015 όπου οι τιμές πώλησης των ακινήτων δεν αντιπροσώπευαν επουδενί τις τιμές πώλησης ακινήτων κατά την περίοδο όπου και επήλθε η ζημιά στο ακίνητο, δηλαδή κατά το έτος 2009 κατά την οποία δεν υπήρχε η οικονομικής κρίση στον τόπο μας.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.2 από την Υπεράσπιση, αμφισβητήθηκε τόσο για τα προσόντα και την εμπειρία του. Αποτέλεσε βασική θέση της πλευράς της Εναγόμενης, ότι η ετοιμασία από μέρους του δύο διαφορετικών εκθέσεων εκτίμησης, δηλαδή του Τεκμηρίου 10 αρχικά και στην συνέχεια του Τεκμηρίου 9 είναι καταλυτική για την ποιότητα της μαρτυρίας του, αφού καταδεικνύει δίχως άλλο από μέρους του την έλλειψη της απαιτούμενης εμπειρίας. Αυτός ήταν ουσιαστικά και ο κύριος άξονας επί του οποίου κινήθηκε η υπερασπιστική γραμμή της Εναγόμενης καθότι υποβλήθηκαν στον Μ.Ε.2 πληθώρα ερωτήσεων αντιπαραβάλλοντας κυρίως το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και τα συγκριτικά τα οποία χρησιμοποίησε στις  δύο εκτιμήσεις που ετοίμασε για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα τα οποία και αμφισβητήθηκαν ως εσφαλμένα. Σημειώνεται βεβαίως ότι ο Μ.Ε.2 ούτε υιοθέτησε αλλά ούτε και αποδέχτηκε το περιεχόμενο της έκθεσης εκτίμησης του Τεκμηρίου 10, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι ενόψει της ετοιμασίας νέας έκθεσης εκτίμησης η πρώτη που ετοίμασε δεν βρίσκεται σε ισχύ. Περαιτέρω υπέδειξε δια μέσω των απαντήσεων του επί του ζητήματος τούτου, ότι έλαβε και διαφορετική πληροφόρηση από διαφορετικό Developer που είχε συμβουλευτεί στην πρώτη εκτίμηση που ετοίμασε σε ότι αφορά  συμβουλευτεί τις συνθήκες αξιοποίησης του εν λόγω τεμαχίου,  με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να προβεί και σε ανάλογη αναπροσαρμογή στην νέα του έκθεση και για αυτόν τον επιπρόσθετο λόγο.

 

Η συνήγορος της Υπεράσπισης αμφισβητώντας τις πιο πάνω θέσεις του Μ.Ε.2 επιχείρησε να καταδείξει δια μέσω της συγκρίσεως των δύο εκτιμήσεων που έχει εκπονήσει ο Μ.Ε.2, ότι μεταξύ τους υπάρχουν σοβαρές διαφορές που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, όπως μάλιστα και το ποσοστό της ζημιάς το οποίο προκύπτει από το Τεκμήριο 10, σε αντίθεση με το ποσοστό ζημιάς του Τεκμηρίου 9 το οποίο είναι και μικρότερο. Γενικά η θέση της πλευράς της Υπεράσπισης είναι ότι το Τεκμήριο 9 εκπονήθηκε διορθωμένο από τον Μ.Ε.2 στην βάση του σχολιασμού που εκπόνησε με βάση την έκθεση εκτίμησης της η Μ.Υ.1. Ο Μ.Ε.2 δεν αποδέχτηκε φυσικά κάτι τέτοιο επιμένοντας στην δική του θέση. Σε σχέση με την θέση του Μ.Ε.2 ότι κανένας αγοραστής δεν θα ενδιαφερθεί να αγοράσει τεμάχιο από το οποίο περνούν αγωγοί ρεύματος υψηλής τάσης της Εναγόμενης όπως είναι και το επίδικο,  η Υπεράσπιση επιχείρησε αντεξετάζοντας τον Μ.Ε.2 να εξανεμίσει τον πιο πάνω ισχυρισμό του, υποβάλλοντας στον μάρτυρα την θέση ότι υπάρχουν πωλήσεις τέτοιων τεμαχίων και μάλιστα αυτό αποδεικνύεται μέσω έρευνας που έχουν προβεί από την πύλη του Κτηματολογίου.  Ο Μ.Ε.2 διαφωνώντας με την πιο πάνω θέση απάντησε ότι κανένας αγοραστής δεν πρόκειται να αγοράσει ένα τέτοιο τεμάχιο και ότι μάλιστα καμία εταιρεία που ασχολείται με την πώληση τεμαχίων δεν πρόκειται να διαφημίσει προς πώληση ένα τεμάχιο μέσα από το οποίο περνούν εναέριες γραμμές αγωγών ρεύματος υψηλής τάσης.

 

Σε σχέση με την Πολεοδομική ζώνη στην οποία εντάσσεται το επίδικο ακίνητο,  ο Μ.Ε.2 συμφώνησε ότι πράγματι αυτό εμπίπτει στην γεωργική ζώνη Γ3 και όχι σε οικιστική ζώνη, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι υπάρχει μέσα στους συντελεστές και αυτής της ζώνης η προοπτική ανέγερσης οικοδομής. Επίσης υποστήριξε ότι η διαφορά οικιστικής και γεωργικής ζώνης έγκειται απλά και μόνο στην ονομασία των ζωνών αυτών καθότι η μοναδική διαφορά που υπάρχει αφορά στα ποσοστά των συντελεστών δόμησης και κάλυψης και σε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Η δε χρήση της ζώνης αυτής σύμφωνα με τον Μ.Ε.2 δεν περιορίζεται μόνο σε γεωργική αφού οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης μπορεί να ανεγείρει και οικοδομή  υποστηρίζοντας παράλληλα την θέση ότι το επίδικο ακίνητο εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου.

 

Αποτέλεσε από την άλλη θέση της Υπεράσπισης, ότι περί το έτος 2009 όταν λήφθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου για την εγκατάσταση της γραμμής, το εν λόγω τεμάχιο δεν είχε οποιαδήποτε προοπτική οικιστικής ανάπτυξης καθότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθετε η Δήλωση Πολιτικής. Επίσης ότι με βάση την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής ούτε και σήμερα το εν λόγω τεμάχιο δεν διαθέτει μια τέτοια προοπτική ανάπτυξης καθότι απέχει σε μεγάλη απόσταση (1,5 χιλιόμετρο) από την πλησιέστερη κατοικημένη περιοχή που είναι αυτή του χωριού της Γιόλου. Ο Μ.Ε.2 εξήγησε ότι πλησίον του επίδικου τεμαχίου βρίσκεται άλλο τεμάχιο της ίδιας Πολεοδομικής ζώνης το οποίο έχει αναπτυχθεί οικοδομικά, αφού έχει ανεγερθεί κατοικία εντός αυτού του τεμαχίου χωρίς βεβαίως να είναι σε θέση να αναφέρει οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αυτό αναπτύχθηκε.  

 

Σε ότι αφορά το μέγεθος της ζημιάς που προκλήθηκε στο επίδικο ακίνητο από την εγκατάσταση της γραμμής, ο Μ.Ε.2, υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι υπάρχει πρόκληση ζημιάς σε ποσοστό 100 % σε ακτίνα 15 ½ μέτρων εκατέρωθεν του άξονα της γραμμής (12 ½  μέτρα συν 3 μέτρα που επιβάλλει η Πολεοδομία) παρά το γεγονός ότι το κομμάτι αυτό της γης παραμένει στην κατοχή του ιδιοκτήτη. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.2 το μέρος αυτό της γης  καταστρέφεται ολοκληρωτικά από την εγκατάσταση των γραμμών, τόσο σε σχέση με την χρήση της γης όσο και αναφορικά με την εκμετάλλευση της. Ο λόγος σύμφωνα με τον Μ.Ε.2 της ολικής καταστροφής του, είναι επειδή πρόκειται για λωρίδα γης που η Εναγόμενη αναγκαστικά θα πρέπει να χρησιμοποιεί για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης των καλωδίων υψηλής τάσης που έχει εγκαταστήσει αφού θα είναι αναγκαίο να εισέρχονται εντός της πιο πάνω λωρίδας γης τα μηχανήματα της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα η χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου εντός αυτής της λωρίδας γης να μην είναι καθόλου εφικτή.

 

Αντίθετη βεβαίως ήταν η θέση της Υπεράσπισης επί του πιο πάνω ισχυρισμού που προβλήθηκε από τον Μ.Ε.2, αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι με βάση του κανόνες μεταφοράς, επιτρέπεται η καλλιέργεια κάτω από τις γραμμές ενώ κανένας νόμος ή και κανονισμός δεν απαγορεύει οτιδήποτε τέτοιο. Συγκεκριμένα υποβλήθηκε στον Μ.Ε.2 ότι το ύψος των καλωδίων είναι περί τα 25 μέτρα κοντά στον πυλώνα ενώ νοτιότερα και βορειότερα από αυτόν περί τα 15 μέτρα και συνεπώς η γεωργική χρήση του τεμαχίου κάλλιστα μπορεί να επιτευχθεί και σήμερα ως έπραττε η Ενάγουσα προ της εγκατάστασης των καλωδίων αφού το καλλιεργούσε φυτεύοντας σε αυτό κουκιά. Ο Μ.Ε.2 απαντώντας ανέφερε ότι δεν ενδιαφέρει το γεγονός αυτό στον υπολογισμό της οικονομικής αξίας της ζημιάς. Πιο συγκεκριμένα ο Μ.Ε.2 υπέδειξε ότι το κομμάτι γης κάτω από τις γραμμές δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιοκτήτη του και ότι επηρεάζεται πλήρως ενόψει και της πιθανότητας λόγω του ότι η συγκεκριμένη περιοχή είναι σεισμογενής να γίνει κάποιος σεισμός ή και να ξεσπάσει ακόμη και φωτιά, με αποτέλεσμα να πρέπει να διορθωθεί η βλάβη που θα δημιουργηθεί στους αγωγούς και έτσι τα οχήματα της ΑΗΚ να καταπατήσουν το κομμάτι γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές και η τυχόν φυτεία που θα είχε φυτευτεί να καταστραφεί. Επίσης υποστήριξε ότι αποτρέπεται ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου να φυτέψει ψηλά δέντρα με αποτέλεσμα να στερείται και της επιλογής πως θα χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία του. Πέρα των πιο πάνω ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στο φαινόμενο «κορόνα» δηλαδή το ξέσπασμα φωτιάς λόγω του σπινθήρα που παράγουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΑΗΚ, κάτι που όπως υποστήριξε συμβαίνει συχνά αφού προσφάτως σε περιοχή της Επαρχίας Πάφου είχε συμβεί αυτό το συγκεκριμένο φαινόμενο.  

 

Από την αντίπερα όχθη, η Μ.Υ.1 κλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης για να καταθέσει ως εκτιμήτρια ακινήτων και ετοίμασε μετά από εντολή της Εναγόμενης, έκθεση εκτίμησης η οποία κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 12. H M.Y.1 εξήγησε ότι το Τεκμήριο 12 έγινε με σκοπό τον υπολογισμό της επιζήμιας επίδρασης λόγω της διέλευσης των εναέριων γραμμών πάνω από το τεμάχιο χρησιμοποιώντας την συγκριτική μέθοδο.  Σύμφωνα με την Μ.Υ.1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την 13.04.16 το επίδικο ακίνητο χωρίς την διέλευση της γραμμής είχε αγοραία αξία 14,700 Ευρώ ενώ μετά την εγκατάσταση των γραμμών η αξία μειώθηκε και υπολογίζεται στις 10,900 Ευρώ. Ως εκ τούτου σύμφωνα με την Μ.Υ.1 ο καθορισμός της αποζημίωσης του επίδικου ακινήτου υπολογίζεται στις 3,800 Ευρώ.  

 

Το εν λόγω τεμάχιο σύμφωνα με την Μ.Υ.1 εμπίπτει στην Πολεοδομική ζώνη Γ3 και η χρήση του είναι αποκλειστικά γεωργική. Προκύπτει μάλιστα σύμφωνα με την κα. Λαζάρου, ότι το επίδικο τεμάχιο εφάπτεται πράγματι σε εγγεγραμμένο δρόμο ο οποίος όμως λόγω του ότι είναι ασυνεχής, το  καθιστά περίκλειστο και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει οποιαδήποτε οικιστικής ανάπτυξης με βάση την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής. Αποτέλεσε επομένως βασική θέση της Μ.Υ.1, ότι, παρόλο που υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις όπου ένα τεμάχιο παρά το γεγονός ότι εντάσσεται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 μπορεί να αναπτυχθεί και η αξία του να αυξηθεί, εν προκειμένω το συγκεκριμένο τεμάχιο στερείται αυτής της προοπτικής.  

 

Η Μ.Υ.1 κατά την κυρίως εξέταση της στην προσπάθεια της να υποστηρίξει τεκμηριωμένα την έκθεση εκτίμησης που ετοίμασε, παρουσίασε στο Δικαστήριο διάφορα έγγραφα καταθέτοντας τα ως τεκμήρια, με σκοπό να καταδείξει ότι οι υπολογισμοί με βάση τους οποίους ο Μ.Ε.2 εκπόνησε την δική του εκτίμηση του είναι λανθασμένοι καθότι έχει βασιστεί σε εσφαλμένους υπολογισμούς, αλλά και ότι, μεταξύ των τριών εκθέσεων που έχουν ετοιμαστεί από τους δύο διαφορετικούς εκτιμητές της Ενάγουσας υπάρχουν στους υπολογισμούς που εκπόνησαν ουσιώδης διαφορές. Πιο συγκεκριμένα η Μ.Υ.1 αναφέρθηκε τόσο στις διαφορές που προκύπτουν μεταξύ της εκθέσεως του Νικόλα Γερμανού και του Τεκμηρίου 10 το οποίο ετοιμάστηκε αρχικά από τον Μ.Ε.2, όσο και μεταξύ του Τεκμήριου 9 και του Τεκμηρίου 10 που ετοιμάστηκαν από τον ίδιο τον Μ.Ε.2.  Σχετικός επί του ζητήματος τούτου είναι ο αναλυτικός πίνακας (Τεκμήριο 17) στον οποίο καταγράφονται τα συμπεράσματα τόσο του κ. Πολυκάρπου με βάση το Τεκμήριο 10, όσο και του προηγούμενου εκτιμητή που είχε διορίσει η Ενάγουσα, δηλαδή του κ. Νικόλα Γερμανού. Η Μ.Υ.1 υποστήριξε περαιτέρω ότι οι ουσιώδης αυτές διαφορές που εντοπίζονται στις εκθέσεις αφορούν κυρίως στο εμβαδό του επηρεασμού στο ακίνητο, στον ουσιώδη χρόνο υπολογισμού της επιζήμιας επίδρασης και κατά συνέπεια της αγοραίας αξίας, και εν τέλη της υπολογιζόμενης αποζημίωσης.

 

Περαιτέρω και ιδιαίτερα προς υποστήριξη της θέσης της, ότι, η εγκατάσταση εναέριων γραμμών υψηλής τάσεως ρεύματος σε ένα ακίνητο δεν εξανεμίζει αυτομάτως και την προοπτική αυτό να πωληθεί, ως ήταν και ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον Μ.Ε.2, η Μ.Υ.1, κατέθεσε στο Δικαστήριο αναλυτικό πίνακα ακινήτων τα οποία ενώ επηρεάζονται από την εγκατάσταση γραμμής εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος (Τεκμήριο 19) εντούτοις έχουν πωληθεί. Περαιτέρω υπέδειξε μέσω του Τεκμηρίου 20 που παρουσιάστηκε, ότι μεταξύ ενός τεμαχίου που επηρεάζεται από εναέριες γραμμές ρεύματος σε σχέση με ένα άλλο που δεν επηρεάζεται, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ουσιώδης διαφορά ως προς την τιμή της πώλησης τους ακόμη και μετά την εγκατάσταση των γραμμών (Τεμάχιο 131 σε σχέση με το Τεμάχιο 135). Επίσης, προς υποστήριξη της θέσης της ότι τα τεμάχια που επηρεάζονται από την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος μπορούν να αξιοποιηθούν και άρα δεν υπόκεινται στο μέγεθος της ζημιάς που υποστηρίχθηκε από τον Μ.Ε.2, η Μ.Υ.1 παρουσίασε τα Τεκμήρια 21 και 22 στα οποία φαίνονται μέσα από αεροφωτογραφίες που κατέθεσε, ότι αυτά έχουν πράγματι αξιοποιηθεί, το μεν πρώτο δηλαδή το Τεμάχιο 500 – Τεκμήριο 21 δια της εγκαταστάσεως κτηνοτροφικής μονάδας ενώ σε ότι αφορά το δεύτερο, δηλαδή το Τεμάχιο 18 – Τεκμήριο 22 με φωτοβολταικό πάρκο.

 

Τέλος η Μ.Υ.1 κατά την κυρίως εξέταση της, ζήτησε και κατέθεσε πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας που έχει εξασφαλίσει  σε σχέση με το επίδικο ακίνητο από το Κτηματολόγιο, στο οποίο και αναφέρεται η εκτιμημένη αγοραία αξία του κατά την 01/01/13 η οποία ανέρχεται στις 26,900 Ευρώ (Τεκμήριο 24), την Δήλωση Πολιτικής η οποία περιλαμβάνεται στον Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο (Τεκμήριο 25Α) καθώς και την Εντολή 1/1994 με τις τροποποιήσεις της δυνάμει του άρθρου 6 του ίδιου Νόμου (Τεκμήριο 25Β).

 

Αντεξεταζόμενη η Μ.Υ.1 αρχικά αναφέρθηκε στα χαρακτηριστικά του επίδικου τεμαχίου καθώς και στον χρόνο που βασίστηκε σχετικά με την πρόκληση της ζημιάς σε αυτό. Υποστήριξε εν πρώτης, ότι το τεμάχιο αυτό έχει μακρόστενο σχήμα αλλά ότι δεν έχει οποιαδήποτε θέα προς την θάλασσα, ενώ παράλληλα συμφώνησε ότι οι εναέριες γραμμές που έχουν εγκατασταθεί διασχίζουν στην ολότητα τους το τεμάχιο.

 

Σε ότι αφορά τον ουσιώδη χρόνο πρόκλησης της ζημιάς η Μ.Υ.1 αντεξεταζόμενη υποστήριξε ότι ο υπολογισμός της ζημιάς έγινε με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία του έτους 2016, δηλαδή κατά τον χρόνο ετοιμασίας της έκθεσης της , αφού επρόκειτο για αποζημίωση και όχι για απαλλοτρίωση. Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας αμφισβήτησε την ορθότητα των υπολογισμών στους οποίους προέβηκε η Μ.Υ.1 ένεκα του ότι στηρίχθηκε σε λανθασμένο χρόνο ως προς την εκτίμηση της ζημιάς δηλαδή το έτος 2016, ενώ θα έπρεπε να θεωρήσει ως ουσιώδη χρόνο, την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου για την εγκατάσταση των γραμμών. Τέθηκε επίσης εκ μέρους της πλευράς της Ενάγουσας στην Μ.Υ.2 η θέση, ότι η ίδια ενήργησε επί σκοπό και πιο συγκεκριμένα μεροληπτικά και χωρίς την δέουσα αντικειμενικότητα, καθότι υπάκουσε τυφλά στις οδηγίες που της δόθηκαν από την Εναγόμενη για να υπολογίσει την ζημιά με βάση την αξία του ακινήτου κατά το έτος 2016 όπου οι τιμές ήταν κατά πολύ πιο χαμηλές συγκριτικά με τις τιμές των ακινήτων κατά το έτος 2009 προ της οικονομικής κρίσης που είχε επέλθει στην Κύπρο.  Η Μ.Υ.1 δεν αποδέχτηκε την πιο πάνω θέση αναφέροντας ότι έχει λειτουργήσει καλόπιστα.

 

Περαιτέρω αποτέλεσε θέση της Ενάγουσας κατά την αντεξέταση της Μ.Υ.1, ότι, η αναφορά της σε σχέση με το ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού φαίνεται ότι αυτό εφάπτεται σε δρόμο, ασχέτως εάν ο δρόμος αυτός είναι εγγεγραμμένος η όχι. Σε ότι δε αφορά τις ερωτήσεις που τέθηκαν στην μάρτυρα αναφορικά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Δήλωση Πολιτικής, η Μ.Υ.1 συμφώνησε με την θέση της Ενάγουσας, ότι πράγματι είναι δυνατή σε κάποιες περιπτώσεις η οικιστική ανάπτυξη, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον Νόμο. Επίσης συμφώνησε με την θέση της πλευράς της Ενάγουσας, ότι παλαιότερα και δη μέχρι το έτος 2016 ήταν πιο ελαστικά τα κριτήρια χορήγησης άδειας οικοδομής σε γεωργική ζώνη, ενώ ταυτόχρονα διαφώνησε με την θέση ότι ακόμη και σήμερα είναι δυνατή η χορήγηση σχετικής άδειας από το Υπουργείο Εσωτερικών κατά παρέκκλιση. Εν πάση περιπτώση αποτέλεσε βασική θέση της Μ.Υ.1 ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις για οικιστική ανάπτυξη όπως καθορίζονται από την Δήλωση Πολιτικής.  

 

Η Μ.Υ 1 αντεξετάστηκε και αναφορικά και με την θέση της, ότι ακίνητα στα οποία έχει εγκατασταθεί εξοπλισμός της Εναγόμενης όπως και στο επίδικο δεν καταστρέφονται ολοσχερώς και ότι μπορούν να πωληθούν. Προς αμφισβήτηση των πιο πάνω ισχυρισμών της Εναγόμενης, αποτέλεσε θέση της Ενάγουσας, ότι ο πίνακας που έχει παρουσιαστεί για υποστήριξη της πιο πάνω θέση της ( Τεκμήριο 19) αφορά πωλήσεις τεμαχίων σε περιοχή που δεν βρίσκεται πλησίον της περιοχής που βρίσκεται και το επίδικο και άρα αυτό δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης, ενώ περαιτέρω της υποβλήθηκε και η θέση ότι  οι λόγοι για τους οποίους έγιναν οι πωλήσεις αυτές παραμένουν άγνωστοι και συνεπώς δεν μπορούν να συσχετιστούν με την τυχόν δυνατότητα πώλησης και του επίδικου.

 

Επίσης η Μ.Υ.1 αντεξετάστηκε και σε σχέση με τα συγκριτικά τεμάχια που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στα δικά της συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Ενάγουσας ότι έχει χρησιμοποιήσει για σκοπούς ετοιμασίας της δικής της εκτίμησης τεμάχια συγκρίσιμα με το επίδικο  είτε λόγω διαφορετικής περιοχής που αυτά βρίσκονται είτε λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών που διαθέτουν. Σε ότι αφορά την χρήση του ακίνητου κάτω από τις γραμμές ήτοι εντός του άξονα των 15 ½ εκατέρωθεν των γραμμών, αποτέλεσε θέση της Μ.Υ1 ότι ο εκτιμητής της Ενάγουσας λανθασμένα έλαβε υπόψη ότι αχρηστεύετε παντελώς το πιο πάνω κομμάτι της γης καθότι αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί. Συμφώνησε βεβαίως ότι για σκοπούς ανέγερσης οικοδομής σίγουρα αυτά τα 15 ½ μέτρα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

 

Τέλος σε ότι αφορά τον συγκριτικό πίνακα που παρουσιάστηκε αναφορικά με την πώληση των τεμαχίων 131 και 135 (Τεκμήριο 20) που βρίσκονται στην ίδια περιοχή  με το επίδικο, υποβλήθηκε στην Μ.Υ.1 η θέση, ότι οι πωλήσεις αυτές έγιναν κατά το έτος 2013 όταν υπήρχε η οικονομική κρίση και το κούρεμα των καταθέσεων, με αποτέλεσμα να μην αποτελούν οι πωλήσεις αυτές μέτρο σύγκρισης με την τιμή που θα πωλούνταν υπό άλλες περιστάσεις κατά το έτος 2009 που είναι και ο χρόνος που ενδιαφέρει, αφού τότε άρχισε να υπόκειται ζημιά και το επίδικο ακίνητο. Η Μ.Υ.1 διαφώνησε με την πιο πάνω θέση.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις με τις οποίες υποστήριξαν ο καθένας τους το αξιόπιστο της εκδοχής τους.  Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων έχουν καταγραφεί και τις έχω μελετήσει με προσοχή και η βοήθεια που μου παρείχαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές επισημάνσεις τους στάθηκαν πολύ υποβοηθητικές. Όπου κριθεί αναγκαίο θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά  σε αυτές όπως και σε παράθεση αποσπασμάτων από αυτές στο κατάλληλο σημείο έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2019:B4, Ποιν. Έφ. 176/2018, ημερομηνίας 11/01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

 

Γεγονότα που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την μαρτυρία και είναι μη αμφισβητούμενα  

 

Η Ενάγουσα κατά τον ουσιώδη στην παρούσα αγωγή χρόνο, είναι ιδιοκτήτρια του χωραφιού με αριθμό εγγραφής XXXX, Φ./Σχ. XX/XX, Τεμάχιο XXX στην Τοποθεσία Περάτης, στην Κοινότητα Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου. Το χωράφι αυτό εντάσσεται στην Πολεοδομική Ζώνη Γ3 η οποία διέπετε από την Δήλωση Πολιτικής του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 1990 του 1972 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Την 14/07/2006 η Εναγόμενη την Πολεοδομική Άδεια ΠΑΦ/00407/2004 και στη συνέχεια τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις, για αποξήλωση της υφιστάμενης εναέριας γραμμής Στρουμπί – Πόλης Χρυσοχούς και εγκατάσταση νέας, με σκοπό την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας και της Πολεοδομικής Έγκρισης υπογράφηκε την 31/01/2008 μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, συμφωνία η οποία και προνοεί ότι, η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του ίδιου Νόμου σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την ως άνω αναφερόμενη Πολεοδομική Άδεια. Η Εναγόμενη ακολούθως προχώρησε με τη διαδικασία για την εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από την ιδιοκτήτρια του επηρεαζόμενου επίδικου ακινήτου με βάση το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και προς τούτο με επιστολή της ημερομηνίας 04/11/2008 προς την Ενάγουσα ζήτησε τη συγκατάθεσή της.

 

Επειδή η Ενάγουσα όμως δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω επιστολή της Εναγόμενης, η τελευταία αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου, ζητώντας έτσι την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση της προτιθέμενης εναέριας γραμμής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170. Την 04/03/2009 ο Έπαρχος Πάφου υπό τους όρους της συμφωνίας, έδωσε τη συγκατάθεσή του (Τεκμήριο 5). Η Ενάγουσα ενημερώθηκε από την Εναγόμενη με επιστολή ημερομηνίας 09/03/2009 ότι ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την πιο πάνω συγκατάθεσή, επισυνάπτοντας μάλιστα αντίγραφο της εν λόγω συγκατάθεσης στην συγκεκριμένη επιστολή. Η Ενάγουσα ενώ έλαβε την πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαβήματα για προσβολή είτε της Πολεοδομικής Άδειας ούτε της απόφασης της Εναγόμενης η οποία ολοκληρώθηκε με την συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου. Καμία δε απαίτηση για αποζημίωση προώθησε πέραν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής.

 

Η Ενάγουσα μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, δεν είχε αποταθεί στην Πολεοδομική Αρχή με σκοπό να της χορηγηθεί άδεια για την ανέγερση μονάδας κατοικίας. Ούτε μέχρι και σήμερα βεβαίως αποτάθηκε στην Εναγόμενη για να τις υποδείξει ότι οι γραμμές που έχουν τοποθετηθεί καθώς και ο πυλώνας, αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της επηρεαζόμενης γης, δηλαδή του επίδικου ακίνητου, παρουσιάζοντας οποιαδήποτε άδεια οικοδομής για να μετακινηθεί ο εξοπλισμός που έχει τοποθετηθεί στο εν λόγω τεμάχιο γης ως άλλωστε αυτό υποδείχθηκε στην Ενάγουσα δια μέσω της επιστολής που της αποστάλθηκε  την 04/11/08 (Τεκμήριο 2).

 

Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Προδικαστικές ενστάσεις

 

Έχοντας ως βάση τα πιο πάνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει μέσα από το πλαίσιο εκδίκασής της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ως σκόπιμο να εξετάσω πρωτίστως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Εναγόμενη επί του δικογράφου της Υπεράσπισης, εφόσον αυτές κρίνεται ότι μπορούν να αποφασισθούν βάσει των εν λόγω κοινώς αποδεκτών γεγονότων. Επομένως το μόνο ζήτημα που θα απομένει για να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, είναι αυτό των αποζημιώσεων, εφόσον τα υπόλοιπα ζητήματα είναι καθαρά νομικά ζητήματα.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί έχουν καταγραφεί ανωτέρω γι’ αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν οποιασδήποτε επανάληψης.

 

Προκύπτει δε από τα όσα η Εναγόμενη ήγειρε προδικαστικά ότι η 1η, η 3η και η 4η προδικαστική ένσταση αφορούν ζητήματα που είναι άμεσα συνυφασμένα και αλληλένδετα καθότι αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό αδυναμία προώθησης της παρούσας αγωγής στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και κατ’ επέκταση στην αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς που εγείρονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης και να εκδώσει τα επιζητούμενα υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ διατάγματα, ως αυτά καταγράφονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Σημειώνεται ότι αναφορικά με τα ανωτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος της Υπεράσπισης παρά το γεγονός ότι απέσυρε κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης τα παρακλητικά της Έκθεσης Απαίτησης του, υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ, εντούτοις παραμένουν προς εξέταση τα παρακλητικά υπό στοιχεία Ε) και Στ) τα οποία και επιδιώκουν την απόδοση αποζημιώσεων και πάλι στη βάση της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης από μέρους της Εναγόμενης.

 

Απόλυτα σχετική με τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις είναι η Ανδρέας Λάντου κ.α. ν. Γεωργίας Συμεού κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/10, απόφαση ημερομηνίας 07/03/2014. Στην εν λόγω υπόθεση οι Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες καταχώρισαν εναντίον των Εφεσειόντων /Εναγόμενων αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις καθώς και διατάγματα στηριζόμενοι στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο ακίνητό τους στο οποίο η Εφεσείουσα / Εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, προχώρησε στην τοποθέτηση πασσάλων για να περάσουν μέσω του επίδικου ακινήτου ηλεκτρικά καλώδια με σκοπό την ηλεκτροδότηση της αντλίας του Εφεσείοντα / Εναγόμενου 1. Ομοίως, ως και στην υπό κρίση περίπτωση, πριν την επέμβαση στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων από την Εφεσείουσα 2 είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Έπαρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του δικαίωσε τους Ενάγοντες / Εφεσίβλητους καταλήγοντας ότι είχε συντελεστεί παράνομη επέμβαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου στο επίδικο ακίνητο και προχώρησε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις στη βάση της Παπακοκκίνου κ.α. ν. Μ. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 εκδίδοντας ταυτόχρονα και διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, αναγνωριστική δήλωση ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης εντός 30 ημέρων από την επίδοση του διατάγματος.

 

Η πιο πάνω όμως απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανατράπηκε κατ’ έφεση με το Ανώτατο Δικαστήριο να αναφέρει τα ακόλουθα :

 

«Ουσιαστικά οι Εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων.  Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των Εφεσειόντων από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν αμφισβητούνται, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της Εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση. 

…..

 

Καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους Εφεσιβλήτους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ.  Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της Εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των Εφεσίβλητων στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της  (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Η απόφαση της Εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου (Χαράλαμπος Ιωαννίδης (ανωτέρω)). Η αποσπασματική και κατατεμαχισμένη αντίκρυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εξόφθαλμα λανθασμένη:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η όλη διαδικασία πάσχει από ακυρότητα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί ως κοινά αποδεκτό γεγονός, ότι η Εναγόμενη εξασφάλισε όλες τις αναγκαίες Πολεοδομικές Άδειες και Εγκρίσεις για την εγκατάσταση της γραμμής η οποία θα επηρέαζε τόσο άλλα πολλά ακίνητα όσο και το επίδικο. Στην συνέχεια και ενώ ζητήθηκε από την Ενάγουσα να παράσχει την συγκατάθεση της για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής καθώς και του πυλώνα εντός του τεμαχίου της, και αφού δεν δόθηκε από την ίδια μια τέτοια συγκατάθεση, η Εναγόμενη προχώρησε στη λήψη της αναγκαίας συγκατάθεσης από τον Έπαρχο Πάφου. Μετά την λήψη της πιο πάνω συγκατάθεσης και αφού η τελευταία κοινοποιήθηκε και στην Ενάγουσα, η Εναγόμενη εισήλθε στο επίδικο ακίνητο εκτελώντας τις αναγκαίες εργασίες για την τοποθέτηση των εναέριων καλωδίων και του πυλώνα.

 

Αφής στιγμής λοιπόν είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, είναι πασιφανές, ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα εισόδου στο επίδικο ακίνητο ενώ από την άλλη η Ενάγουσα δεν προέβηκε σε κανένα δικονομικό διάβημα για να προσβάλει την απόφαση της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση τη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου η οποία και είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). Συνεπακόλουθα θεωρώ ότι το παρών Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να προβεί στην εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης και κατ’ επέκταση να αποφασίσει την Αγωγή στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες υπό στοιχεία Ε και ΣΤ οι οποίες και επιζητούνται. Εν πάση περιτπώση θεωρώ ότι το γεγονός και μόνο ότι οι ενέργειες της Εναγόμενης έλαβαν χώρα κάτω από το νομικό πλαίσιο του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και δεν έχουν αμφισβητηθεί με προσφυγή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προσδίδεται η αναγκαία νομιμότητα στην τοποθέτηση της εναέριας γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου κατά τρόπο που να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παράνομη επέμβαση (βλ. Κοσμά ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (1980) 2 J.S.C. 350, Κυμίσης ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Δαλίου (1986) 3 Α.Α.Δ. 628).

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον το ζήτημα αυτό προκύπτει μέσα από την 5η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Εναγόμενη. Απάντηση φυσικά στο πιο πάνω ερώτημα δύναται δώσει το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης γι’ αυτό και θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο του εν λόγω δικογράφου με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης αποτελεί ή όχι την μοναδική αιτία αγωγής που προωθείται, ή κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση της αγωγής στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος καθώς και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας, ως ήταν η θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας στην τελική του αγόρευση.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο της Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας προκύπτει ότι παρά το γεγονός ότι οι επί το πλείστο οι παράγραφοι αναφέρονται  στο ζήτημα της παράνομης επέμβασης της Εναγόμενης επί του επίδικου ακινήτου σε συνάρτηση πάντοτε με την απουσία συγκατάθεσης της Ενάγουσας, θεωρώ ότι εντοπίζεται έστω και συγκαλυμμένα ότι η παρούσα αγωγή προωθείται και στη βάση της παραβίασης των συνταγματικών της δικαιωμάτων της Ενάγουσας παρόλο που δεν γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 23(3) του Συντάγματος. Το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο διατυπώνω προκύπτει μέσα από το σύνολο των δικογραφημένων ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης και ειδικότερα από τα όσα δικογραφούνται στην παράγραφο 8, ,12 και 13 αφού μάλιστα όπως διασαφηνίζεται η διέλευση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του επίδικου ακινήτου προκαλεί συνεχή ζημιά και ειδικότερα ουσιώδη μείωση στην αξία του, αξιώνοντας ως ζημιά την εν λόγω επίδραση. Αυτό κατά την ταπεινή μου γνώμη δύναται να εκληφθεί ότι στοιχειοθετεί μια δεύτερη βάση αγωγής, αυτής της κατ’ ισχυρισμό πρόκλησης ζημιάς κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος.

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία μπορεί να αποδοθεί δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους  ανεπάρκειας (βλ. Γιώργος Χριστοδούλου κ.α ν. Antonius HMF Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802).

 

Υπό το φως των πιο πάνω  λεχθέντων, κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι δεν επιζητείται ρητά θεραπεία επί την βάση του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος, εντούτοις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, εφόσον τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί στην Έκθεση Απαίτησης μπορούν να στοιχειοθετήσουν και τη θεραπεία για τη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου που επέφεραν οι δεσμεύσεις που τέθηκαν από την Εναγόμενη και οι οποίες αποτελούν περιορισμό υπό τον μανδύα του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προκύπτει ότι η προδικαστική ένσταση που προωθεί η Εναγόμενη αναφορικά με το ζήτημα αυτό, απορρίπτεται αφού έχει κριθεί ότι έστω και συγκεκαλυμμένα αποκαλύπτεται και δεύτερη βάση αγωγής που είναι η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της Ενάγουσας η οποία κατ’ ισχυρισμό προκαλεί σε αυτή ζημιά την οποία και αξιώνει να της αποδοθεί υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

 

Παραμένει λοιπόν για εξέταση και η 2η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι η παρούσα αγωγή, στην έκταση που αυτή αφορά την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης ζημιάς και/ή μείωσης της αξίας του επίδικου ακινήτου από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη καθότι η Ενάγουσα δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, και ειδικότερα δεν απέστειλε γραπτή απαίτηση αποζημίωσης στην Εναγόμενη ως το άρθρο 67 του ίδιου Νόμου προβλέπει.

 

Στην παρούσα υπόθεση μέσω της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελεί κοινό έδαφος των δύο πλευρών ότι η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης τόσο άνωθεν όσο και εντός του τεμαχίου της Ενάγουσας προκάλεσε περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ο οποίος βεβαίως και ρυθμίζεται από το άρθρο 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170 (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 233). Σε περίπτωση δε τέτοιου περιορισμού ο οποίος τυχόν κριθεί ότι μειώνει ουσιωδώς την αξία της ιδιοκτησίας, το ποσό της αποζημίωσης, σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής γενικά και αόριστα για αποζημιώσεις, αφού το εν λόγω άρθρο σαφώς παραπέμπει σε «νόμο» ο οποίος εν προκειμένω είναι ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ο Περί Πολεοδομίας Νόμος και οι δυνάμει αυτού Κανονισμοί, Ν. 90/72. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με ζητήματα αποζημίωσης εφαρμογή σύμφωνα με την συνήγορο έχουν τα άρθρα 67 και 68 τα οποία διέπουν την διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για καθορισμό των αποζημιώσεων. Πιο συγκεκριμένα η πλευρά της Εναγομένης υποστηρίζει την θέση ότι ενόψει της εξασφάλισης Πολεοδομικής Έγκρισης αλλά και στην βάση της συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Εναγόμενη η οποία προνοεί ότι οποιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις ήθελε κριθεί ότι οφείλει η τελευταία στην Ενάγουσα  αυτές θα πρέπει να καθοριστούν στην βάση του άρθρου 68 του Ν. 90/72 και συνεπώς δεν αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο επιλογής στην Ενάγουσα για να διεκδικήσει αποζημιώσεις με καταχώρηση αγωγής σε πολιτικό Δικαστήριο, ως έχει εν προκειμένω πράξει, παρακάμπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 68 και 68 του Ν. 90/72 διαδικασία.  

 

Καταρχήν, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 23(3) του Συντάγματος καθορίζει τα εξής :

 

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Τα δε άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 προνοούν τα ακόλουθα :

 

67.-(1) Ουδεμία απαίτησις δι’ αποζημίωσιν δυνάμει του παρόντος Μέρους γίνεται δεκτή και ουδεμία αποζημίωσις δυνάμει του παρόντος Μέρους καταβάλλεται εκτός εάν ειδοποίησις της τοιαύτης απαιτήσεως έχει επιδοθή εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός προθεσμίας εξ μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνίαν της ειδοποιήσεως της πολεοδομικής αποφάσεως εις την οποίαν αναφέρεται, και η απαίτησις υποβληθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Μέρους:

 

Νοείται ότι ο Υπουργός, αφού ικανοποιηθή ότι, λόγω απουσίας εκ Κύπρου, ασθενείας ή άλλης ευλόγου αιτίας, ο απαιτών αποζημίωσιν εκωλύθη από του να επιδώση ειδοποίησιν της απαιτήσεως του εντός της εν τω παρόντι εδαφίω οριζομένης προθεσμίας, δύναται να παραχωρήση (προ, κατά ή μετά την ημερομηνίαν κατά την οποίαν προθεσμία προς υποβολήν απαιτήσεως άλλως θα εξέπνεε) τοιαύτην παράτασιν προθεσμίας διά την υποβολήν τοιαύτης απαιτήσεως οία θα ήτο υπό τας περιστάσεις εύλογος.

 

(2) Πάσα ειδοποίησις απαιτήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου δέον να γενήται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

(3) Εάν, εντός εξ μηνών από της υπό της Πολεοδομικής Αρχής λήψεως απαιτήσεως υποβληθείσης συμφώνως προς το παρόν άρθρον, η Πολεοδομική Αρχή και ο απαιτών δεν δυνηθώσι να καταλήξωσιν εις συμφωνίαν επί της δυνάμει του παρόντος Νόμου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως, η αποζημίωσις αύτη καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου:

 

Νοείται ότι οσάκις η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποιή εις οιονδήποτε απαιτούντα ότι κατά την άποψιν αυτής ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή και η τοιαύτη άποψις της Πολεοδομικής Αρχής δεν διαμφισβητήται υπό του αιτητού δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός τριών μηνών από της γνωστοποιήσεως ταύτης, ο απαιτών θεωρείται ως συμφωνήσας εις το ότι ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή.

 

(4) Πάσα προσφυγή εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν υπό του Δικαστηρίου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως θα γένηται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

68.-(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζημίωσις.

 

(2) Αποζημίωσις καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, μόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδομικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης μείωσις της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

 

(3) Για τον υπολογισμόν της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση θα λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόμου.»

 

Έχοντας κατά νου λοιπόν τις πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις της Εναγομένης οι οποίες και προβάλλονται προς υποστήριξη της εξεταζόμενης προδικαστικής ένστασης, πρωτίστως θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω. Και αυτό διότι καταρχήν δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο η θέση της Εναγομένης ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για υποστήριξη ανεξάρτητου αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπόθεση Αγωγή 5019/80 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση των Εναγουσών για αποζημιώσεις αποκλειστικά και μόνο στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι δεν αξιωνόταν ρητά θεραπεία με βάση το εν λόγω άρθρο αφού οι εκεί Ενάγουσες περιορίστηκαν στη δικογράφηση γεγονότων και ισχυρισμών προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους για παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης στο ακίνητό τους. Σχετική επίσης με το πιο πάνω ζήτημα είναι και η υπόθεση Χαραλάμπους Μιχάλης Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 2143 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

   

«Με τις διατάξεις του άρθρου 10  του Νόμου, ο νομοθέτης θέτει σειρά αρχών προς το σκοπό προσδιορισμού της δικαίας και εύλογης αποζημίωσης στην οποία δικαιούται ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται. Δικαία θεωρείται η αποζημίωση η οποία εξισούται με την αξία του κτήματος στην ελεύθερη αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιπτώσεων της απαλλοτρίωσης στην αξία του ακινήτου, όπως διασαφηνίζεται στις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.15/62. Η παράγραφος (η) του άρθρου αυτού ορίζει ότι η καταβλητέα αποζημίωση αυξάνεται για ποσό ανάλογο προς την προγενέστερη μείωση της αξίας του κτήματος λόγω περιορισμών τεθέντων: (σ.738,  Ν.25/83)

 

«...... δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου υπολογίζεται και πάσα αποζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.»

 

Στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι περιορισμοί στη χρήση ακινήτου οι οποίοι μειώνουν ουσιωδώς την αξία του  παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο καθορίζεται σε περίπτωση διαφωνίας από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Με τις διατάξεις του άρθρου 10(η) παρέχει ο νομοθέτης τη δυνατότητα καταβολής στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής για τον καθορισμό της αποζημίωσης, η οποία καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, πρόσθετης αποζημίωσης την οποία αποδεικνύεται ότι δικαιούται  βάσει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για οποιοδήποτε προγενέστερο περιορισμό στη χρήση του ακινήτου. Στην Κούλουμου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 10(η) του Νόμου.

 

…………………..

 

Όπως επεξηγείται στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργαλλίδου κ. άλλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 365, το άρθρο 10(η) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα προσθήκης στην καταβλητέα αποζημίωση και οιουδήποτε ποσού το οποίο κρίνεται καταβλητέο λόγω προηγούμενων περιορισμών στη χρήση του κτήματος, που τέθηκαν βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου. Η αποζημίωση περί ου ο λόγος εξισούται με την αποζημίωση που θα εδικαιούτο να διεκδικήσει ο ιδιοκτήτης με αγωγή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 23.3  του Συντάγματος.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Χρήσιμη και κατατοπιστική ανάλυση επί του ζητήματος αυτού σε σχέση με τη δυνατότητα πολίτη να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια για καθορισμό αποζημιώσεων σε περίπτωση επιβολής περιορισμών στη βάση των προνοιών του Συντάγματος γίνεται και στο σύγγραμμα του Ανδρέα Α. Συμεού, «Η προστασία της Ιδιοκτησίας και η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση της στην Κύπρο» όπου στη σελίδα 54 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανεξάρτητα όμως από το κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόνοια στον νόμο για καταβολή αποζημιώσεων, ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα του να απαιτήσει, με βάση τον “υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας”, τέτοιες αποζημιώσεις. Η απαίτηση υποβάλλεται, κατ’ αρχήν στην αρμόδια αρχή και στη συνέχεια, αν δεν υπάρξει συμφωνία, στο Δικαστήριο».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος σαφώς μπορεί να αποτελέσει από μόνο του αυτοτελή βάση αγώγιμου δικαιώματος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε υποστήριξή του από ειδικό νόμο, αφού εξάλλου η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος προνοεί ότι σε περίπτωση που επιβληθεί όρος, δέσμευση ή περιορισμός, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας «δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζόμενη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου».

 

Αδιαμφισβήτητα στην παρούσα περίπτωση επιβλήθηκαν στην ακίνητη ιδιοκτησία της Ενάγουσας περιορισμοί οι οποίοι επιτεύχθηκαν μετά από την λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Από το έτος που λήφθηκε η συγκατάθεση είναι φανερό ότι η Εναγόμενη δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα για καταβολή ή προσφορά αποζημίωσης προς την Ενάγουσα. Στην υπόθεση Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου λέχθηκε ότι «η υπό της Αρχής προταθείσα με το Τεκ.5 αποζημίωση ήταν, πέραν από την υποχρέωσή της να προσφέρει αποζημίωση με βάση τις ιδιαίτερες πρόνοιες του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, προσπάθεια διευθέτησης της οικονομικής διαφοράς, έτσι που η μη αποδοχή της να αποτελεί «διαφωνία», που επιτρέπει στις ιδιοκτήτριες να εγείρουν την αγωγή στο Πολιτικό Δικαστήριο.». Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι εξετάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμήριο 2 που έχει κατατεθεί και αποτελεί το έντυπο συγκατάθεσης που αποστάληκε στην Ενάγουσα προς υπογραφή, η Εναγόμενη δηλώνει την δέσμευσή μόνο «εάν η επηρεαζόμενη γη μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτή ή στην ανέγερση οποιωνδήποτε οικοδομών, και παρουσιαστεί άδεια οικοδομής/διαχωρισμού στην επηρεαζόμενη γη, η ΑΗΚ αναλαμβάνει με δικές της δαπάνες να μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η νόμιμη αξιοποίηση της γης ή εάν η ΑΗΚ θεωρεί την εν λόγω μετακίνηση ανέφικτη, να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο». Σαφώς λοιπόν στο εν λόγω έγγραφο δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη αναφορά για δέσμευση της Εναγόμενης να αποζημιώσει την Ενάγουσα για οποιαδήποτε άλλη ζημιά που τυχόν η διέλευση των εναέριων γραμμών θα επέφερε στο ακίνητο της. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν υπήρχε πρόθεση της Εναγομένης να διαβουλευτεί με την Ενάγουσα και να την αποζημιώσει διευθετώντας έτσι την τυχόν οικονομική διαφορά που θα προέκυπτε στην μεταξύ τους σχέση την Ενάγουσα, πλην των λόγων που εκτίθονται επί του Τεκμηρίου 2, και συνεπώς αυτό δεν μπορεί παρά μονό να θεωρηθεί ως «διαφωνία» η οποία δίδει το δικαίωμα στην Ενάγουσα να προχωρήσει στην διεκδίκηση αποζημιώσεων σε Πολιτικό Δικαστήριο με βάση την πρόνοια του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος.

 

Αποτέλεσε επιπλέον εισήγηση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι εφόσον η Ενάγουσα δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 67 του Ν.90/72 υποβάλλοντας στην Πολεοδομική Αρχή και/ή στην Εναγόμενη απαίτηση αποζημίωσης κωλύεται να προωθεί την απαίτησή της για αποζημιώσεις. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η Ενάγουσα δεν συνδέει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ζημιά που υπέστη και συνεχίζει να υπόκειται με οποιαδήποτε πράξη της Πολεοδομικής Αρχής και συνεπακόλουθα με την εφαρμογή του Ν. 90/72 αλλά με τις πράξεις της Αρχής Ηλεκτρισμού και συνεπώς η οποιαδήποτε απαίτηση της εδράζεται στις πρόνοιες του Νόμου 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, το οποίο θεωρώ ότι παρέχει τη δυνατότητα για αναζήτηση αποζημιώσεων για τον εν λόγω περιορισμό.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η δεύτερη προδικαστική ένσταση δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Απομένει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσο προκλήθηκε ουσιώδης ζημιά ή ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου συνεπεία της της διέλευσης της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης άνωθεν του εν λόγω ακινήτου καθώς και της εγκατάστασης σε αυτό του επίδικου πυλώνα. Την απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα σαφώς επίκεται να δώσει η εξαγωγή συμπερασμάτων αφού προηγηθεί βεβαίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που έχουν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν από την μαρτυρία που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, προκύπτει, ότι, υπάρχουν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί σε ότι αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι, αναγκαίο, η μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο προς υποστήριξη τους, να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο για να καθοριστούν τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα, βάσει των οποίων, εν συνεχεία, το Δικαστήριο θα εξετάσει / αξιολογήσει για να κρίνει, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Συναφώς, έχει νομολογηθεί, ότι, το Δικαστήριο, είναι επιτρεπτό να περιοριστεί στο να εξετάσει εκείνη την μαρτυρία και όπου, σε σχέση με αυτή, είναι απαραίτητο, προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Η αξιολόγησή τους θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια για το ζήτημα αυτό νομολογία (βλ. Ζαβρού v. Χαραλάμπους(1996) 1 Α.Α.Δ. 447).

 

Αξίζει να αναφερθεί ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Τέλος σημειώνω ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα και της συνοχής της σε σχέση προς τη δικογραφείσα εκδοχή της κάθε πλευράς. Ως λέχθηκε στη Γιώργου Παπαγεωργίου ν Λούης Κλάππας (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ 24

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. [...] Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπτωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική.».

 

Η Μ.Ε 1 είναι η ιδιοκτήτρια του επίδικου τεμαχίου. Κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο άφησε θετική εντύπωση γι’ αυτό και αποδέχομαι την μαρτυρία της πλην των σημείων τα οποία και θα υποδείξω στην συνέχεια για τον λόγο που θα εξηγήσω. Η μαρτυρία της Μ.Ε.1 περιορίστηκε ουσιαστικά στην κατάθεση των εγγράφων που αφορούν την ενημέρωση που έλαβε από την Εναγόμενη για την εγκατάσταση της γραμμής άνωθεν του τεμαχίου της όπως και του πυλώνα, καθώς και για την έλλειψη οποιασδήποτε συγκατάθεσης από την ίδια καθότι η τελευταία δεν  επιθυμούσε στην εγκατάσταση αυτού του εξοπλισμού. Η μάρτυρας, τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση της αναφέρθηκε στα αρνητικά συναισθήματα που της έχει προκαλέσει η απόφαση της Εναγομένης να εγκατασταθούν στο ακίνητο της τόσο οι εναέριες γραμμές υψηλής τάσης ρεύματος όσο και ο πυλώνας, αφού μάλιστα από την στιγμή της εγκατάστασης του εν λόγω εξοπλισμού και μετέπειτα η ίδια όπως κατηγορηματικά υποστήριξε νιώθει φόβο και τρόμο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλλιεργήσει το επίδικο τεμάχιο από τότε μέχρι και σήμερα. Από την μαρτυρία της Μ.Ε.1 αποδέχομαι λοιπόν την θέση της ότι προ της εγκατάστασης της επίδικης γραμμής το εν λόγω τεμάχιο καλλιεργείτο ενώ σήμερα δεν τυγχάνει οποιαδήποτε εκμετάλλευσης ή  καλλιέργειας λόγω εξαιτίας της απόφασης της ίδιας να μην το καλλιεργεί για τους λόγους που η ίδια έχει υποδείξει. Σε ότι αφορά τώρα την θέση της Μ.Ε.1 ότι από την εγκατάσταση της γραμμής της έχει προκληθεί φόβος και τρόμος καθότι είδε αλλά και άκουσε ότι τα συγκεκριμένα σύρματα που έχουν τοποθετηθεί προκαλούν θορύβους και σπινθήρες καθώς και ότι είναι επικίνδυνα για τον ανθρώπινο οργανισμό και γενικά για την υγεία, με όλο τον σεβασμό προς την μάρτυρα το Δικαστήριο παρά το ότι δεν αμφισβητεί τα οποία  αρνητικά συναισθήματα η ίδια νιώθει και αισθάνεται από την εγκατάσταση της επίδικης  γραμμής και μετέπειτα εντούτοις δεν μπορεί να αποδεχτεί το μέρος αυτό της μαρτυρίας καθότι τα όσα αναφέρθηκαν κατά την μαρτυρία της επί του ζητήματος τούτου βασίστηκαν αποκλειστικά και μόνο στην γνώμη της χωρίς να υποστηρίζονται βεβαίως από την μαρτυρία οποιουδήποτε ειδικού πραγματογνώμονα ο οποίος να επιβεβαιώνει τους κινδύνους αλλά και τα προβλήματα υγείας που οι εναέριες γραμμές που έχουν τοποθετηθεί θα μπορούσαν να προκαλέσουν στον ανθρώπινο οργανισμό και καθώς και στην σωματική της ακεραιότητα.

 

 Σε ότι αφορά το μέρος της μαρτυρίας που δόθηκε από την Μ.Ε.1 αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου της, ότι δηλαδή το εν λόγω τεμάχιο εντάσσεται στην γεωργική ζώνη Γ3 και ότι η χρήση του είναι η γεωργική καθώς και ότι αυτό εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου αλλά και ότι έχει θέα προς την θάλασσα  αποδέχομαι την μαρτυρία της . Επίσης αποδέχομαι την θέση της ότι πλησίον του εν λόγω τεμαχίου έχει οικοδομηθεί οικία η οποία διαθέτει και πισίνα.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω η μαρτυρία της Μ.Ε.1 γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο πλην των σημείων που έχω υποδείξει ανωτέρω.

 

Η μόνη μαρτυρία που απομένει λοιπόν για να εξεταστεί, και η οποία θεωρώ ότι είναι η πιο ουσιώδης στην παρούσα υπόθεση για την απόδειξη του μεγέθους της ζημιάς που προκλήθηκε από την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης στο τεμάχιο της Ενάγουσας ,είναι αυτή των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν για να καταθέσουν ως εκτιμητές ακινήτων, δηλαδή του Μ.Ε.2 εκ μέρους της Ενάγουσας και της Μ.Υ.1 εκ μέρους της Εναγομένης.

 

Τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και η Μ.Υ.2 αντεξετάστηκαν και από την μια αλλά και από την άλλη πλευρά αναφορικά με τα προσόντα και την εμπειρία τους σε θέματα αντεξέτασης τα οποία και αμφισβητήθηκαν εκατέρωθεν. Παρά την αμφισβήτηση όμως που υπήρξε αναφορικά και με τους δύο μάρτυρες, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί τα προσόντα των εν λόγω προσώπων, οι τίτλοι σπουδών τους και το βιογραφικό τους σημείωμα τα οποία και αποτελούν έγγραφα τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί στην ουσία τους αφού τέθηκαν και στους δύο μάρτυρες εκατέρωθεν, μόνο απλές υποβολές.

 

Συνεπώς αποδέχομαι τόσο τον Μ.Ε.2 όσο και την Μ.Υ.1 ως εμπειρογνώμονες αφού από τη μαρτυρία τους και τα έγγραφα που έχουν καταθέσει διαφάνηκε ότι κατέχουν τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται όσο και την εμπειρία που διαθέτουν. Παρά το γεγονός ότι ο Μ.Ε.2 δεν έχει αποκτήσει σαφέστατα την εμπειρία που η Μ.Υ.1 διαθέτει στον χώρο εκτίμησης ακινήτων, το γεγονός αυτό και μόνο από μόνο του σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει και την έλλειψη εμπειρίας από μέρους του, αφού μάλιστα ο ίδιος ανέφερε στο Δικαστήριο ότι έχει ετοιμάσει μεγάλο αριθμό εκτιμήσεων έστω και αυτό το μικρό διάστημα μετά την απόκτηση του σχετικού τίτλου σπουδών αλλά και την εγγραφή του στο ΕΤΕΚ . Εξάλλου η εμπειρία του Μ.Ε.2 προκύπτει πέραν του μικρού χρονικού διαστήματος που ασχολήθηκε με το εν λόγω αντικείμενο σε σχέση με την Μ.Υ.1 και από το σύνολο των απαντήσεων του επί των κρίσιμων ζητημάτων που απάντησε αντεξεταζόμενος κατά την μαρτυρία του για την οποία λόγος θα γίνει αμέσως πιο κάτω.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και η Μ.Υ.1 μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτιμήσεων ακινήτων και ως πρόσωπα τα οποία μπορούν να προβούν στις εκτιμήσεις τις οποίες κατέθεσαν στο Δικαστήριο.  

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για επίδικα θέματα τα οποία και τυγχάνουν εξειδίκευσής απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων την οποία δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει κατόπιν αξιολόγησης της στα δικά του συμπεράσματα. Συχνά η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζει αντιθέσεις με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις όπως διαφάνηκε και στην προκειμένη περίπτωση. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά και ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν θα αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο στο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα προς ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Νεάρχου ν. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351.)

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσον και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.ά. v. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1814:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.»

 

Σε ότι αφορά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την νομολογία για την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων σχετικές είναι οι αποφάσεις Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989)1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Φίλιππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στα Δικαστήρια συνήθως, καλούνται από τους διάδικους προς υποστήριξη των αντίστοιχων ισχυρισμών τους, εμπειρογνώμονες μάρτυρες για να καταθέσουν πάνω σε τεχνικά ζητήματα. Το καθήκον τους είναι να εφοδιάσουν τον δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε να καταστεί ικανός ο Δικαστής να σχηματιστεί τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 97, Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ 361).

 

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία».

 

Επίσης έχει τονιστεί ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα εμπειρογνώμονα στο εδώλιο είναι, όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωστεί η αξιοπιστία του (βλ. Χαραλάμπους ν. Αβράαμ (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1441). Ακόμα έχει κριθεί και επιβεβαιωθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ΄ ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984 και Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Αυγουστή (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ.  528).

 

Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας δεν πρέπει να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1020). Σημειώνεται ότι η ανάγκη για την παράθεση τεκμηριωμένων στοιχειών από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες, τίθεται και στην υπόθεση SΥΝCON LTD v. Ανδρέα Χρίστου (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1314.

 

Το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει και να αναλύσει τις μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά στα όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει αξιόπιστο από τις μαρτυρίες.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει ως αξιόπιστα. Στην υπόθεση μεταξύ Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ν. ALEXIA & POLIS ESTATES LTD (2000) 1 Α.Α.Δ. 987 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali and Another v. Vassiliko Cement Work Ltd (1971) 1 C.L.R. 146 το Εφετείο υπέδειξε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η Rashid Ali (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία. Λέχθηκε ότι πρέπει να προσδιορίζεται η μαρτυρία που οδηγεί στις σχετικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το δικαστήριο οφείλει "να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προέκυπταν από ότι θα έκρινε ως αξιόπιστο" (Βλ. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος ν. Γεωργαλλίδου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1622). Λέχθηκε, επίσης, ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη (Βλ. Παπασάββα κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 619).

 

Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1399 η απουσία συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ποια μαρτυρία είχε γίνει πιστευτή και ως προς το ποια μαρτυρία στήριξε την απόφαση του για υπολογισμό των αποζημιώσεων οδήγησε σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης.

 

Στη Δημητρίου κ.α. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 1 Α.Α.Δ. 34, το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε άλλα αντικειμενικά κριτήρια, κατέληξε στο ποσοστό 10% για την επαύξηση του εναπομείναντος κτήματος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί το Εφετείο δεν είχε την απαραίτητη πρωτογενή αξιολόγηση του "αποδεικτικού υλικού προς αποτίμηση, πάνω στη βάση διαφορετικών δεδομένων της σημασίας της εξαγγελίας της κατασκευής της λεωφόρου".

 

Στη Φαντάρου ν. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν είχε, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει, επίσης, αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετη εφόσον "στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος" (Βλ. και Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 376). Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ένας από τους λόγους παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης οφείλεται στην έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη της αντίστοιχης εκτίμησης των δύο εκτιμητών και το μόνο δικαστήριο το οποίο ενδείκνυται να αποφανθεί αναφορικά με αυτό το θέμα είναι το δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες όταν θα καταθέτουν ενώπιον του και όχι το Εφετείο (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. CYEMS LTD (1992) 1 A.A.Δ. 1182, 1195 και Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60))."

 

Στην υπόθεση Φαντάρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στην Charalambous (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το πρωτόδικο δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν πολλά σοβαρά μειονεκτήματα στις εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών σε βαθμό που ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της η μαρτυρία του ενός ή του άλλου από τους δύο εκτιμητές. Έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή της Rashid Ali (πιο πάνω) έκαμε τους δικούς του υπολογισμούς και προσαρμογές μετά από εξέταση της μαρτυρίας στο σύνολό της. Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης προέβει σε σύγκριση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων με το κάθε ένα από τα συγκριτικά τεμάχια και έκαμε τις προσαρμογές εκείνες που θεώρησε αναγκαίες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση οι εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών δεν ήταν το αποτέλεσμα εικοτολογίας ούτε και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Βασίσθηκαν και οι δύο εκτιμητές πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις. Ο μεν εκτιμητής του εφεσείοντα πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων, ο δε εκτιμητής της εφεσίβλητης πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις χωραφιών. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί στην Charalambous (πιο πάνω) στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί σε διαπίστωση ότι οι δύο εκτιμήσεις πάσχουν λόγω πολλών σοβαρών μειονεκτημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την αποδοχή της μαρτυρίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει επίσης αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Ακολουθεί πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη εφόσον στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Βλ. Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 376).»

 

Εν προκειμένω η μαρτυρία των δύο εκτιμητών στηρίζεται στις εκθέσεις που ετοίμασαν, υιοθέτησαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο ενώ κατέθεταν ενώπιον μου. Σε ότι αφορά την έκθεση του Μ.Ε.2 (Τεκμήριο 10) το περιεχόμενο της οποίας και δεν υιοθετήθηκε από τον ίδιο κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας του για τους λόγους που ο ίδιος εξήγησε στο Δικαστήριο, θα πρέπει να τονίσω ότι, τα όσα αφορούν την συγκεκριμένη έκθεση εκτίμησης σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν ούτε αντικείμενο σχολιασμού στην παρούσα υπόθεση αλλά ούτε και αξιολόγησης ενόψει του ότι όπως και ο ίδιος ο μάρτυρας υπέδειξε, η συγκεκριμένη έκθεση εκτίμησης  δεν βρίσκεται σήμερα σε ισχύ ενόψει της ετοιμασίας από μέρους του νέας έκθεσης εκτίμησης την οποία και υιοθετεί. Εξάλλου όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω παρά την κατάθεση του Τεκμηρίου 10 από μέρους της πλευράς της Υπεράσπισης, ο Μ.Ε.2 αρνήθηκε να υιοθετήσει το περιεχόμενο της για σκοπούς της μαρτυρίας του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υποδειχθεί ότι αναφορικά με την πιο πάνω θέση που υποστηρίχθηκε από τον Μ.Ε.2, ότι δηλαδή μια έκθεση εκτίμησης έχει περιορισμένο χρόνο ισχύς  δεν παραγνωρίζω ότι και από πλευράς της η Μ.Υ.1 δεν υποστηρίχθηκε κάτι το διαφορετικό αφού μέσα από την μαρτυρία της, και πιο συγκεκριμένα δια μέσω της εκθέσεως εκτίμησης που ετοίμασε η ίδια ανάφερε ότι ενόψει του οικονομικού σκηνικού που επικρατούσε κατά το έτος 2016 που είχε ετοιμάσει την έκθεση εκτίμησης της,  συνίσταται η επανεκτίμηση του ακινήτου λόγω των καθημερινών οικονομικών μεταβολών και της δυσκολίας προβλέψεων αυτών στο επίπεδο αξιών των ακινήτων.

 

Αδιαμφισβήτητα το περιεχόμενο της μαρτυρίας των εκτιμητών συγκρίθηκε και συνεκτιμήθηκε για σκοπούς αξιολόγησης με τις εκθέσεις που ετοίμασαν κυρίως δε σε ότι αφορά τους πίνακες συγκριτικών πωλήσεων ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτές, εφόσον και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την συγκριτική μέθοδο όπως εξήγησαν για να καταλήξουν στο ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε στο τεμάχιο της Ενάγουσας. Σύμφωνα με τη νομολογία, η συγκριτική μέθοδος είναι η πιο πειστική και κατ’ εξοχήν εφαρμοστέα μέθοδος υπολογισμούς της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης χωρίς όμως αυτή να αποτελεί και την μοναδική μέθοδο αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι, ανάλογα με την ιδιαίτερη χρήση του υπό εκτίμηση ακινήτου, όπως είναι η μέθοδος ανάπτυξης, τουριστικής, οικιστικής ή άλλης. Στον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και δυνατότητες της γης περιλαμβανομένης και της ανάπτυξής της όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Cripps Compulsory Acquisition of Land, 10η έκδοση, σελ. 885 και Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 8, σελ. 206, παράγρ. 250.  

 

Υπογραμμίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της συγκριτικής μεθόδου εκτίμησης εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, όπως την ύπαρξη πωλήσεων περιουσίας συγκρίσιμης σε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ακινήτων όπως και πωλήσεων κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκριτικές πωλήσεις ακριβώς κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτίμησης, είναι επιτρεπτή η αναδρομή σε άλλες πωλήσεις είτε πριν είτε μετά τον υπό κρίση ουσιώδη χρόνο για σκοπούς εκτίμησης (βλ. Σεργίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 339, 344). Όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα ενός συγκρίσιμου ακινήτου με το επίδικο ακίνητο, τόσο ασφαλέστερο είναι να στηριχθεί κάποιος στην τιμή πώλησης του ως ένδειξη της αξίας του υπό κρίση ακινήτου στην ελεύθερη αγορά.

 

Και οι δύο μάρτυρες κατ' αρχήν κρίνεται ότι επιχείρησαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο παρουσιάζοντας όλα τα στοιχεία που έκριναν ως ορθά, προκειμένου να καθοριστεί το δίκαιο ποσό της αποζημίωσης.  Δεν παρατηρείται απόκρυψη στοιχείων τα οποία θα επηρέαζαν αρνητικά τον τρόπο που θα αποφανθεί το Δικαστήριο.  Ωστόσο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε μπορεί να κάνει αποδεκτή πλήρως τη γνώμη των δύο μαρτύρων και αποδέχεται μόνο μέρος της μαρτυρίας τους.

 

Αν και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο εκτίμησης εντούτοις υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ τους όσον αφορά τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου της Ενάγουσας. Το μεγάλο αυτό χάσμα που παρατηρείται οφείλεται και περιστρέφεται κατά κύριο λόγο γύρω από 3 άξονες: (1) τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, (2) το εμβαδό του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και (3) το ποσοστό επηρεασμού που επέφερε ο περιορισμός στο ακίνητο.   

Ο Μ.Ε.2 μέσω του Τεκμηρίου 9 υιοθέτησε ως αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου το ποσό των €23,48 τ.μ ανά τετραγωνικό μέτρο έχοντας υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 04/03/2009, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών. Για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού χρησιμοποίησε συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν περί τα έτη 2007 και 2008, πλησίον δηλαδή του ουσιώδη χρόνου. Τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του όσο και κατά την αντεξέτασή του υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι η επιλογή του να θεωρήσει την 04/03/2009 ως τον ουσιώδη χρόνο είναι η ορθή, καθότι σύμφωνα με τον ίδιο η λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου ήταν καθοριστική, ενόψει του ότι το ακίνητο υφίστατο τον περιορισμό καθότι η απόφαση της Εναγόμενης να εγκαταστήσει την επίδικη γραμμή καθώς και τον πυλώνα ήταν καθοριστική.

Από την άλλη η Μ.Υ.1, θεώρησε ως ορθό χρόνο για να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου την ημερομηνία ετοιμασίας της εκτίμησής της (Τεκμήριο 12), δηλαδή 13/04/16, κατά την οποία όπως ανέφερε της δόθηκε και η εντολή από την Εναγόμενη. Μέσα από την έκθεση που ετοίμασε και υιοθέτησε κατά την μαρτυρία της, για σκοπούς υπολογισμού της τρέχουσας αγοραίας αξίας του ακινήτου θεώρησε ότι το ποσό των €2 ανά τετραγωνικό μέτρο είναι το ικανοποιητικό για να χρησιμοποιήσει  6 συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν μεταξύ των ετών 2011 και 2015. Η Μ.Υ1 κατά την μαρτυρία της υποστήριξε μάλιστα ότι αυτό το έπραξε διότι οι όροι εντολής της από την Εναγόμενη ήταν να υπολογιστεί η τρέχουσα αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου αφού ο υπολογισμός στον οποίο θα προέβαινε δεν ήταν σε σχέση με απαλλοτρίωση ακινήτου και έτσι δεν όφειλε να λάβει υπόψη τον χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.  Από την άλλη βεβαίως η ίδια η μάρτυρας στην έκθεση εκτίμησης που έχει ετοιμάσει (σελ. 10) αναφέρεται στο οικονομικό σκηνικό και δη στις οικονομικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στην Κύπρο με το κούρεμα των καταθέσεων και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος περί το έτος 2013 με συνεπακόλουθο και την μετέπειτα απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος.

Η θέση των δύο μαρτύρων ως προς τον ουσιώδη χρόνο διαφάνηκε ότι ήταν άρδην διαφορετική με αποτέλεσμα η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου και συνεπακόλουθα της πρέπουσας καταβλητέας αποζημίωσης να διαφέρει κατά πολύ.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 23(3) του Συντάγματος η υποχρέωση της Αρχής να καταβάλει αποζημίωση γεννάται άμεσα με την επιβολή του περιορισμού και πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατό με συνεπακόλουθο η υποχρέωση αυτή να είναι άμεσα συνυφασμένη με την ζημιά που επέρχεται στο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα που αρχίζει να υφίσταται τον περιορισμό. Εν προκειμένω ο χρόνος δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλος εκτός από την 04/03/09 όταν ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεση του καθιστώντας έτσι οριστική την απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει τον επίδικο εξοπλισμό της, τόσο εντός όσο και άνωθεν του τεμαχίου της.  Το γεγονός και μόνο ότι η Ενάγουσα επέλεξε να κινηθεί δικαστικά καταχωρώντας την παρούσα αγωγή περί το έτος 2015 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν εξουδετερώνει και την υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλει την αποζημίωση που της αναλογεί, αφού από την άλλη η Ενάγουσα επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να προασπιστεί τα Συνταγματικά της δικαιώματα και να διεκδικήσει την αποζημίωση που της αναλογεί για την ζημιά που υπέστη.

Κρίνω λοιπόν ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο επήλθε η ζημιά στο ακίνητο και ο οποίος δεν ήταν άλλος από την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Σημειώνεται μάλιστα ότι θέση της Μ.Υ.1 ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται καθότι ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και συνεπακόλουθα δεν θα έπρεπε να υπολογιστεί ως ουσιώδης χρόνος αυτός της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου,  δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο καθότι προβάλλεται αόριστα και γενικά χωρίς να τεκμηριώνεται εν αντίθεση με την κατάληξη μου η οποία και στηρίζεται στην εφαρμογή του ίδιου του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

Είναι φανερό μετά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η έκθεση εκτίμησης της Μ.Υ.1 σε ότι αφορά τον υπολογισμό και τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου με βάση τις τιμές των ετών 2011 - 2015 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτό διότι τα εν λόγω συγκριτικά που η μάρτυρας χρησιμοποίησε για να εξάγει συμπεράσματα έλαβαν χώρα κατά πολύ πιο μετά από τον χρόνο ο οποίος έχει αποφασιστεί ως ο ουσιώδης.  Στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας v. Παπουή, (2004) 1 ΑΑΔ 194 αναφέρθηκε ότι ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πωλήσεις που απέχουν χρονικά από την δημοσίευση της γνωστοποίησης δεν παρέχουν βάση για ακριβή συμπεράσματα. Πέραν του λανθασμένου χρονικού διαστήματος που έχει χρησιμοποιηθεί από την Μ.Υ.1 αξίζει περαιτέρω να αναφερθεί και ότι στον Πίνακα Συγκριτικών (Παράρτημα Ε) του Τεκμηρίου 12 παρατηρείται ότι λήφθηκαν υπόψη και πωλήσεις μεριδίων. Πιο συγκεκριμένα αυτές αφορούν το συγκριτικό υπό στοιχείο 2. Σύμφωνα όμως με την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Α.Ν. Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1063) έχει αποφασιστεί ότι οι συγκριτικές πωλήσεις μεριδίων δεν αποτελούν ασφαλή βάση για εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων ως ήταν άλλωστε και η θέση του Μ.Ε.2.  Όλα τα προαναφερόμενα δεν αποκλείουν, σε άλλη περίπτωση, την υιοθέτηση πωλήσεων με τέτοια στοιχεία, αν στη βάση των εν λόγω στοιχείων γίνει η ανάλογη αναπροσαρμογή από τον εμπειρογνώμονα και στην έλλειψη άλλων παρόμοιων συγκριτικών πωλήσεων, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει στην παρούσα υπόθεση.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προχωρώ να εξετάσω τώρα κατά πόσο οι συγκριτικές πωλήσεις που λήφθηκαν υπόψη από τον Μ.Ε.2 δικαιολογούν και την αποδοχή της μαρτυρίας του. Κρίνω όμως αναγκαίο πριν προχωρήσω στο στάδιο αυτό, να εξετάσω τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο και συνεπώς δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τα συγκριτικά τεμάχια που έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Μ.Ε.2 στην έκθεση που εκπόνησε. Σύμφωνα με την πλευρά την πλευρά της Υπεράσπισης, το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο ενόψει του ότι, παρά το γεγονός ότι αυτό εφάπτεται σε κάποιο σημείο του και πιο συγκεκριμένα στο νότιο μέρος του από εγγεγραμμένο δρόμο, εντούτοις, ο δρόμος αυτός είναι ασυνεχής με αποτέλεσμα αυτό να μην μπορεί να χαρακτηριστεί οτιδήποτε άλλο παρά μόνο ως περίκλειστο. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με την Μ.Υ.1, το εν λόγω ακίνητο εξυπηρετείται από χωμάτινο μη εγγεγραμμένο δρόμο ο οποίος σε ένα μέρος του είναι εγγεγραμμένος ωστόσο όμως είναι ασυνεχής. Αντίθετη βεβαίως ήταν η θέση του Μ.Ε.2 ο οποίος υποστήριξε κατηγορηματικά ότι αφής στιγμής υπάρχει δρόμος και πρόσβαση στο εν λόγω ακίνητο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί περίκλειστο. Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι επί του ζητήματος τούτου η Μ.Ε.1 συμφώνησε με την θέση της Υπεράσπισης ότι ο δρόμος που οδηγεί στο επίδικο τεμάχιο είναι ασυνεχής καθώς και ότι η ίδια ότι δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε διαδικασία μέσω του Κοινοτάρχη του χωριού για απόκτηση οποιασδήποτε νόμιμης πρόσβασης.   

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας κατά νου το τοπογραφικό σχέδιο που έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην έκθεση εκτίμησης της Μ.Υ.1 Τεκμήριο 12, Παράρτημα Β, όπως και τις δορυφορικές φωτογραφίες που απεικονίζουν το εν λόγω τεμάχιο σε συνδυασμό πάντοτε με την γύρω από αυτό περιοχή Τεκμήριο 14, διαπιστώνω ότι πράγματι το εν λόγω τεμάχιο είναι περίκλειστο καθότι ο εγγεγραμμένος δρόμος που υφίσταται στο νότιο μέρος του είναι ασυνεχής, αφού δεν οδηγεί στο τεμάχιο αλλά διακόπτεται ενώ σε όλες τις υπόλοιπες πλευρές του τεμαχίου δεν υφίσταται οποιαδήποτε νόμιμη και εξουσιοδοτημένη εκ του νόμου πρόσβαση.

Συνεπώς και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το επίδικο τεμάχιο είναι περίκλειστο.

Στρεφόμενος τώρα στις συγκριτικές πωλήσεις που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1 υπ’ αριθμό 1 – 5 κρίνεται ότι αυτή που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης είναι μόνο η συγκριτική πώληση που αφορά στο τεμάχιο 624 υπό στοιχείο 3 στον πίνακα συγκριτικών πωλήσεων του Τεκμηρίου 9,  καθότι είναι και η μόνη που διαθέτει συγκρίσιμα χαρακτηριστικά με το επίδικο, με την διαφορά βεβαίως ότι δεν μπορώ να αποδεχτώ την προσθετική αναπροσαρμογή στην οποία πρόεβηκε ο Μ.Ε.2 στην έκθεση εκτίμησης του αναφορικά με την προσθήκη της τάξεως του 5% σχετικά με την τιμή πώλησης του ακινήτου ανά τετραγωνικό μέτρο καθότι όπως έχω ήδη υποδείξει ανωτέρω το επίδικο τεμάχιο είναι επίσης περίκλειστο όπως ακριβώς και το τεμάχιο υπ. αρ. 624. Πέραν τούτου αποδέχομαι τις αναπροσαρμογές που έχουν γίνει σε σχέση τόσο με την τοποθεσία όσο και το μέγεθος του επίδικου τεμαχίου αναφορικά με το επίδικο αφού αφαιρείται  το συνολικό ποσοστό της τάξης του 10%. Συνεπακόλουθα ενώ το τεμάχιο 624 πωλήθηκε με τιμή 20,43 ανά τετραγωνικό μέτρο περί το έτος 2007, η αγοραία αξία του επίδικου εφόσον αφαιρεθεί το ποσοστό της τάξης του 10 % από την τιμή αυτή, ανέρχεται έστω σε 18,38 ανά τετραγωνικό μέτρο. Συνεπώς η αγοραία αξία των 23,48 μέτρων ανά τετραγωνικό του επίδικου ακινήτου που υιοθετείται από τον Μ.Ε.2 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ενόψει των μη συγκρίσιμων τεμαχίων που έλαβε υπόψη υπό στοιχεία 1,2,4 και 5 του πίνακα συγκριτικών πωλήσεων που ετοίμασε αλλά και λόγω του ότι το συγκρίσιμο ακίνητο υπ.αρ. 624 υπερτερεί λόγω τοποθεσίας και μεγέθους αλλά δεν μειονεκτεί λόγω πρόσβασης ούτως ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί το ποσοστό της τάξης του 5%. Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα της πώλησης του τεμαχίου 624 σε σχέση πάντοτε με το επίδικο δεν θεωρώ ότι το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ της πώλησης του πρώτου, δηλαδή την 29/06/07 από  την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου την 04/03/2009 είναι απαγορευτικό χρονικό διάστημα για σκοπούς σύγκρισης στην παρούσα υπόθεση. Πρόκειται για χρονικό διάστημα 21 περίπου μηνών μόνο. Εξάλλου αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών ότι οι τιμές των ακινήτων ήταν αυξημένες πριν από την οικονομική κρίση και το κούρεμα των Τραπεζών (απόφαση του Euro Group ημερ. 16/03/13) που έλαβε χώρα περί το έτος 2013. Συνεπώς η απόσταση που υπάρχει μεταξύ της πώλησης και της συγκατάθεσης δεν μπορεί να κριθεί απαγορευτική για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στη νομολογία δεν καθορίζεται χρονικά πόσο είναι επιτρεπτό ή λογικό να ανατρέξει κανείς για να πάρει συγκριτικά στοιχεία, εκτός από την περίπτωση των 8 ετών όπως κρίθηκε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπουής (ανωτέρω).  Κρίνεται, ωστόσο, ότι οι υπόλοιπες συγκριτικές πωλήσεις του Μ.Ε.2 δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές καθότι δεν έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με το επίδικο, δηλαδή δεν είναι περίκλειστα.  Πρόκειται για καθοριστικό στοιχείο στην αξία ενός ακινήτου. Ως υποδείχθηκε δε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπούη αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να επιλέξει εκείνες τις συγκριτικές πωλήσεις κτημάτων που έχουν τα ίδια νομικά κα φυσικά χαρακτηριστικά με το επίδικο, κατά περίπτωση, επειδή μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την πραγματική αξία του επίδικου κτήματος.

Ως εκ των ανωτέρω κρίνεται ότι το προαναφερόμενο ακίνητο, δηλαδή το 624 είναι το μόνο που συνιστά ασφαλή οδηγό για το Δικαστήριο αφού τα χαρακτηριστικά του προσομοιάζουν με το ακίνητο  για να υπολογιστεί και να καθοριστεί η εύλογη τιμή για την κατά τετραγωνικό μέτρο αξία του επίδικου ακινήτου.

Στη βάση δε της υπολογιζόμενης τιμής των €18,38 που έχω καταλήξει ότι ήταν αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανά τετραγωνικό μέτρο την 04/03/2009 αποτελεί συνεπώς εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανερχόταν σε €135,240.04 έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το συνολικό εμβαδό του εν λόγω ακινήτου, ως είναι κοινό έδαφος, ανέρχεται σε 7,358 τ.μ.  

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας διαφάνηκε ότι υπήρξε διάσταση ως προς τις θέσεις και των δύο εμπειρογνωμόνων αναφορικά με το ποσοστό της άμεσα επηρεαζόμενης έκτασης του επίδικου ακινήτου από την διέλευση των γραμμών. Πιο συγκεκριμένα ο Μ.Ε.2 υποστήριξε την θέση ότι το άμεσα επηρεαζόμενο μέρος των 15,50 μέτρων εκατέρωθεν των γραμμών αντιστοιχεί σε 3,855 τ.μ  ενώ παράλληλα σύμφωνα με τον ίδιο επηρεάζεται έμμεσα και επιπλέον μέρος γης 15,50 μέτρων εκατέρωθεν του κέντρου διέλευσης των γραμμών το οποίο αντιστοιχεί σε 2,593 τ.μ. Ως προς τον άμεσο επηρεασμό ο Μ.Ε.2 τον εντάσσει σε ποσοστό 100 % ενώ ως προς τον έμμεσο επηρεασμό σε ποσοστό 60%. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ως προς το υπόλοιπο μέρος του τεμαχίου υπάρχει και επηρεασμός της τάξης του 2 %.

Από την αντίπερα όχθη η Μ.Υ.1 υποστηρίζει μέσω της δικής της εκτίμησης ότι το εμβαδό επηρεασμού αντιστοιχεί στα 12,5 μέτρα δεξιά και αριστερά των γραμμών και όχι στα 15,5 μέτρα ως υποστηρίχθηκε από τον Μ.Ε.2. Σύμφωνα μάλιστα με την κα. Λαζάρου, επειδή το επίδικο ακίνητο εντάσσεται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 και το ενδεχόμενο ανάπτυξης του στο μέλλον είναι περιορισμένο, η άμεσα επιζήμια επίδραση σε αυτό ανέρχεται στο 40 % στο επηρεαζόμενο μέρος του επίδικου ακινήτου, ενώ στο υπόλοιπο μέρος υπάρχει ο επηρεασμός της τάξης του 5 %.

Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι από τη διέλευση της εναέριας γραμμής επιβάλλεται περιορισμός οικιστικής ανάπτυξης κατά μήκος της εν λόγω γραμμής σε λωρίδα γης πλάτους 25 τετραγωνικών μέτρων (12.5 τετραγωνικά μέτρα ένθεν και ένθεν της γραμμής).  Ο M.E.2 αμφισβήτησε ότι η Εναγόμενη δεν θα πρέπει να επωμιστεί τα  επιπλέον τετραγωνικά μέτρα που απαιτούνται και τα οποία ο ίδιος έλαβε υπόψη ως πολεοδομικούς περιορισμούς διευκρινίζοντας ότι εάν δεν τοποθετείτο η επίδικη εναέρια γραμμή, η Ενάγουσα, σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης, θα έπρεπε να αφήσει 3 τετραγωνικά μέτρα απόσταση από το σύνορο ενώ τώρα, ένεκα της διέλευσης της επίδικης γραμμής, θα υποχρεωθεί να αφήσει αυτά τα 3 τετραγωνικά μέτρα, αριστερά και δεξιά της γραμμής.  

Καταρχήν αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το άρθρο 32 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170, απαγορεύεται η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής κάτω ή κοντά στις εναέριες γραμμές μεταφοράς, εκτός εάν εξασφαλιστεί η γραπτή συγκατάθεση του αναδόχου. Περαιτέρω εξετάζοντας την μαρτυρία της Μ.Υ.1 η ίδια φαίνεται να αναιρεί την θέση που προέβαλε κατά την εκπόνηση της έκθεσης εκτίμησης της ότι ο άμεσος επηρεασμός από την διέλευση της γραμμής έγκειται στα 12,5 μέτρα μόνο αφού κατά την αντεξέταση της συμφώνησε με την θέση της Ενάγουσας ότι πράγματι σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης ή εν πάση περιπτώση ανέγερσης οικοδομής, αυτή θα πρέπει να απέχει 15,5 μέτρα (συν τα 3 μέτρα δεξιά και αριστερά από το νοητό άξονα (κέντρο) μιας Εναέριας Γραμμής Μεταφοράς) με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει ως προς το σημείο αυτό του άμεσου επηρεασμού τους υπολογισμούς τους οποίους προέβηκε ο Μ.Ε.2 ο οποίος υποστήριξε ότι σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης αυτή θα πρέπει να γίνει σε απόσταση 15.5 τετραγωνικών μέτρων δεξιά και αριστερά της γραμμής, με αποτέλεσμα η ύπαρξη της γραμμής να επηρεάζει λωρίδα γης σε πλάτος όχι 25 τετραγωνικά μέτρα αλλά 31 τετραγωνικά μέτρα κατά μήκος της γραμμής.

Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω δοσμένων περιστάσεων κρίνω ότι η άμεσα επηρεαζόμενη έκταση γης του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στα 3,855 τ.μ και όχι στο σύνολο των τετραγωνικών μέτρων που αντιστοιχούν στους υπολογισμούς της Μ.Υ.1 με βάση τα 12 ½ μέτρα εκατέρωθεν του άξονα της γραμμής.

Τέλος, δεν υπήρξε σύγκλιση ούτε και ως προς το ποσοστό επιζήμιας επίδρασης που η διέλευση της επίδικης εναέριας γραμμής επιφέρει στην αξία του επίδικου ακινήτου. Υπενθυμίζεται ότι εκείνο που εδώ το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει δεν είναι αν υπάρχει ή όχι επιζήμια επίδραση στο επίδικο ακίνητο, αλλά το ποσοστό της επίδρασης αυτής. Και τούτο, γιατί ως ήδη έχει λεχθεί, είναι σε τελική ανάλυση κοινά αποδεκτό ότι τέτοια επιζήμια επίδραση υπάρχει.

Ο Μ.Ε.1 καθόρισε το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης σε ποσοστό 100% επί του άμεσα επηρεαζόμενου εμβαδού του επίδικου ακινήτου, το οποίο ως έχει κριθεί ανωτέρω είναι 3,855 τετραγωνικά μέτρα, και σε ποσοστό 60% αναφορικά με 2,593 τμ. Σε ότι αφορά το εναπομείναν μέρος του επίδικου ακινήτου ήτοι αυτό των 910 τ. μ. επίσης υποστήριξε ότι υπάρχει επηρεασμός της τάξης του 2%.  Ο μάρτυρας για να αιτιολογήσει την εν λόγω κατάληξή του ανέφερε ότι ένεκα της διέλευσης ηλεκτροφόρων καλωδίων δημιουργούνται ηλεκτρομαγνητικά πεδία τα οποία, ως υποστήριξε, είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τους ζωντανούς οργανισμούς περιλαμβανομένου του ανθρώπου. Τέτοιου είδους φαινόμενα, συνέχισε, ως είναι η ύπαρξη ηλεκτροφόρων καλωδίων και/ή πυλώνων προκαλούν το φαινόμενο του δημόσιου φόβου (public fear), ζήτημα για το οποίο υπάρχει πληθώρα άρθρων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να επηρεάζεται και να αποφεύγει να αγοράζει ακίνητα κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Περαιτέρω υποστήριξε ότι είναι γενικά αποδεκτό ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητους περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.

Πέραν των πιο πάνω ήτο η θέση του Μ.Ε.1. ότι τα επίδικα καλώδια προκαλούν πέραν του δημόσιου φόβου και οχληρία αισθητική αλλά και ηχητική. Περαιτέρω η ύπαρξη των καλωδίων επηρεάζει και τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών αφού τα γεωργικά μηχανήματα δεν μπορούν να διέρχονται με ασφάλεια κάτωθεν της εναέριας γραμμής ενώ το τεμάχιο διχοτομείται με αποτέλεσμα η καλλιέργεια του επί το πλείστο να είναι αδύνατη και περιορίζει τη μελλοντική χρήση της γης.

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Ε.1 αναφορικά με το κατά πόσο όντως η διέλευση της επίδικης γραμμής επηρεάζει τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών, υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι το κομμάτι γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές καταστρέφεται ολοσχερώς και δεν μπορεί να καλλιεργηθεί καθόλου, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο σε κάποια στιγμή να πρέπει να περάσουν μέσα από αυτό το κομμάτι γης τα μηχανήματα της Εναγόμενής για συντήρηση των εναέριων καλωδίων και συνεπώς να καταστρέψουν την οποία φυτεία ή καλλιέργεια έχει φυτευτεί. Πέραν τούτου υποστήριξε επίσης ότι ο ιδιοκτήτης γης εντός της οποία έχουν εγκατασταθεί γραμμές, περιορίζεται στο να καλλιεργήσει όπως ο ίδιος πραγματικά επιθυμεί το σημείο αυτό της γης άνωθεν του οποίου περνούν τα εναέρια καλώδια καθότι δεν του παραμένει καμία απολύτως επιλογή πλέον να φυτέψει οποιουδήποτε είδους ψιλά δέντρα όπως για παράδειγμα  καρυδοειδή.

Με όλο τον σεβασμό προς τον μάρτυρα τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου είναι εντελώς θεωρητικά και δεν βασίζονται σε οποιαδήποτε ασφαλή δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να λάβει υπόψη ούτως ώστε να κριθεί ότι πράγματι ο επηρεασμός που προκύπτει ως προς την χρήση αυτού του σημείου της γης που βρίσκεται κάτωθεν των γραμμών είναι της τάξης του 100 %  όπως και έχει υποστηρίζει. Μάλιστα όπως έχει ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πέραν του επηρεασμού που προκύπτει σε αυτού του είδους τεμάχια που έχουν εγκατασταθεί γραμμές ή ακόμα και σε γειτονικά τεμάχια το ενδεχόμενο της πώλησης τους και της αγοράς τους δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού όπως ήδη έχει διαφανεί από την μαρτυρία της Μ.Υ.1 στο Δικαστήριο άλλα παρόμοια τεμάχια με το επίδικο φαίνεται να έχουν πωληθεί.

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.2 ότι η ύπαρξη των εν λόγω γραμμών προκαλεί δημόσιο φόβο και τρόμο με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ερωτώμενος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του για το κατά πόσο είναι ειδικός για να μπορεί να τοποθετείται επί ζητημάτων υγείας και προβλημάτων που ενδεχόμενα προκαλούν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, συμφώνησε ότι πράγματι δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε και είναι ειδικός αναφορικά με την ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα ηλεκτρομαγνητικά αυτά πεδία στην υγεία του ανθρώπου. Συμφώνησε μάλιστα ότι τα όσα έχει αναφέρει επί του ζητήματος τούτου είναι με βάση την γνώση που απέκτησε από διάφορα άρθρα τα οποία έχει μελετήσει και που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τα όσα ο ίδιος υπέδειξε αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί η εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων στην υγεία μας.

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων κρίνω επίσης ότι ούτε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 δεν μπορεί να παράσχει στο Δικαστήριο το αναγκαίο υπόβαθρο επί του οποίου να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη οχληρίας και να εκτιμηθεί και να καθοριστεί ο βαθμός πρόκλησης οχληρίας από την εγγύτητα των καλωδίων. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν για τα όσα ο ίδιος πρόβαλε για τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην υγεία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η θέση του Μ.Ε.2 αναφορικά με την άμεση επιζήμια επίδραση σε ποσοστό 100 % δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν έχει αποδειχθεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό η ζημιά ως ο Μ.Ε.2 υποστήριξε, αλλά ούτε και σε σχέση με τα οποιαδήποτε ποσοστά, ήτοι αυτό των 60% σε σχέση με τα 15,5 μέτρα εκατέρωθεν των 15,5 μέτρων του άμεσου επηρεασμού από την γραμμή καθώς και των 2% επί του υπόλοιπου μέρους του επίδικου ακινήτου υποστηρίχθηκε κατά την μαρτυρία του. Και αυτό διότι τα πιο πάνω συμπεράσματα του δεν μπορούν να κριθούν ως λογικά καθότι η Ενάγουσα δεν στερείται της κατοχής της πραγματικά επηρεαζόμενης έκτασης γης την οποία και μπορεί να εξακολουθήσει να καλλιεργεί ή ακόμη και να αξιοποιήσει εφόσον η ίδια επιθυμεί όπως μάλιστα έχει συμβεί και με άλλα ακίνητα εντός των οποίων έχει εγκατασταθεί ο εξοπλισμός της Εναγομένης και για τα οποία η Υπεράσπιση παρουσίασε στο Δικαστήριο σχετική μαρτυρία χωρίς να αμφισβητηθεί (βλ. ακίνητο εντός του οποίου έχει αναπτυχθεί κτηνοτροφική μονάδα ενώ εντός άλλου ακινήτου φωτοβολταικό πάρκο).  Το γεγονός και μόνο ότι η Ενάγουσα επέλεξε για δικούς της ψυχολογικούς λόγους να σταματήσει την καλλιέργεια του συγκεκριμένου τεμαχίου η την περαιτέρω αξιοποίηση του δεν αποτελεί αυτομάτως από μόνο του παράγοντα που να μπορεί να τεκμηριώσει και την θέση του μάρτυρα περί ολοκληρωτικής καταστροφής της γης που επηρεάζεται κάτω από τις γραμμές του εν λόγω τεμαχίου ή του ποσοστού επηρεασμού που ο ίδιος κατατάσσει ως προς το υπόλοιπο μέρος του. Ως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις, η τοποθέτηση μεταλλικών πυλώνων και ηλεκτροφόρων συρμάτων υψηλής τάσης πάνω από ακίνητη ιδιοκτησία δεν αποτελεί παρά μόνο περιορισμό στη χρήση της και όχι στέρηση ιδιοκτησίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ανωτέρω)

Εξάλλου το ακίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο ενέπιπτε και συνεχίζει να εμπίπτει εντός της Γεωργικής Πολεοδομικής Ζώνης Γ3 και ρυθμιζόταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής για την Ανάπτυξη στην Ύπαιθρο και τα Χωριά και καλύπτονταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής περί Μεμονωμένης Κατοικίας χωρίς δυνατότητα όμως άμεσης ανάπτυξης με δεδομένο ότι αυτό ήταν περίκλειστο μη πληρώντας τα κριτήρια για ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 «η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.». Εν πάση περιπτώσει καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ότι η Ενάγουσα ένεκα του περιορισμού που επιβλήθηκε στο επίδικο ακίνητο στερήθηκε της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης αυτού.   

Από την άλλη θα συμφωνήσω με την λογική της Μ.Υ.1 αναφορικά με το ποσοστό επηρεασμού το οποίο υπολόγισε και ανέρχεται σε αυτό της τάξης του 40 % έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το επίδικο ακίνητο δεν χάνει κάτι από τη χρήση του ως γεωργική και ότι ο μόνος περιορισμός που επιβάλλει η Εναγόμενη είναι η μη ανέγερση κτιρίων κάτωθι της επίδικης εναέριας γραμμής για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης. Επαναλαμβάνεται ότι η πολεοδομική ζώνη είναι αυτή που καθορίζει τη χρήση του ακινήτου με το επίδικο να εμπίπτει στη ζώνη Γ3 που είναι γεωργική με συντελεστή δόμησης 10% για γεωργικούς σκοπούς χωρίς όμως να αποκλείεται η κατά παρέκκλιση παροχή άδειας για άλλους σκοπούς, κάτι το οποίο όμως δεν μετατρέπει τη χρήση του. Το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο και δεν διαθέτει ικανοποιητική δίοδο για οικοδομικούς σκοπούς, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότητα παροχής τέτοιας διόδου στο μέλλον. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο ποσοστό επηρεασμού της τάξης του 5 % θα πρέπει να υποδείξω ότι με βάση το Τεκμήριο 12, το ποσοστό αυτό επηρεασμού δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε σαφή δεδομένα αλλά από μια γενική αναφορά της μάρτυρας ως προς το σημείο τούτο και συνεπώς το Δικαστήριο αδυνατεί να εξάγει με  ασφάλεια ένα τέτοιο συμπέρασμα. Συνεπώς και δεν μπορώ να αποδεχτώ τον επηρεασμό της τάξης του 5% σε ότι αφορά το υπόλοιπο μέρος του ακινήτου εφόσον καμία σχετική μαρτυρία που να υποστηρίζει έναν τέτοιο ισχυρισμό δεν έχει δοθεί.

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκταση γης του επίδικου ακινήτου που επηρεάζεται και το ποσοστό επηρεασμού που επιφέρει καταλήγω ότι η αξία του επίδικου ακινήτου μειώθηκε κατά € 28,341,96 (3,855 τ.μ. x 18,38 x 0.40), η οποία και συνιστά ουσιώδη μείωση.

Ως προς τον διεκδικούμενο τόκο επί των αποζημιώσεων κατέληξα πως η ορθή προσέγγιση  θα ήταν να επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την καταχώριση της Αγωγής ήτοι από την 11/08/15 έχοντας υπόψη την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από πλευράς της Ενάγουσας να αξιώσει οιοδήποτε ποσό από την Εναγόμενη. Για την κατάληξη μου να επιδικάσω τον πιο πάνω τόκο έλαβα υπόψη τη σχετική νομολογία  και τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, 496 και Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 881, 893). Ως προς την επιχειρηματολογία της Εναγόμενης ότι η Ενάγουσα δεν δικαιούται σε νόμιμο τόκο από την καταχώριση της Αγωγής ένεκα της αδράνειάς της να απευθυνθεί στην Εναγόμενη για αξίωση αποζημιώσεων στη βάση της νενομισμένης διαδικασίας έστω και μετά την καταχώριση της Αγωγής θεωρώ ότι δεν έχει οιοδήποτε έρεισμα. Εφόσον η Ενάγουσα επέλεξε να διεκδικήσει το δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 23(3) του Συντάγματος, έστω και αργοπορημένα, αυτή δύναται να λάβει τόκους επί οιουδήποτε ποσού επιδικαστεί προς όφελός της  από την ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας.  

Απομένει το ζήτημα εξόδων του Μ.Ε.2. Στην Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται ότι αξιώνεται ποσό €1,500 εκτιμητικά έξοδα, ως ειδική ζημιά που η Ενάγουσα υπέστη, πλέον Φ.Π.Α. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Μ.Ε.2 και πιο συγκεκριμένα και με βάση της έκθεση εκτίμησης του Τεκμήριο 9, αξιώνεται σε σχέση με τα εκτιμητικά του έξοδα ποσό μεγαλύτερο, δηλαδή αυτό της τάξης των 2.500, ποσό που βεβαίως στην έκταση του δεν είναι δικογραφημένο. Συνακόλουθα προκύπτει ότι το ποσό που θα πρέπει να επιδικαστεί είναι αυτό της τάξεως των €1500 και όχι αυτό των €2500 ενόψει και της μη δικογράφησης ενός τέτοιου ποσού.

Τέλος όσον αφορά τις λοιπές αξιώσεις οι οποίες απορρίφθηκαν ήδη κατά το στάδιο εξέτασης των εγειρόμενων από την Εναγόμενη προδικαστικών ενστάσεων και σχετίζονται με την έκδοση διαταγμάτων και την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης τούτες θεωρώ ότι εγκαταλείφθηκαν από την Ενάγουσα αφού καμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς υποστήριξή των και κανένας λόγος έγινε από τον συνήγορό της στις αγορεύσεις του ότι επιμένει στην απόδοσή των.

Ως εκ των ανωτέρω καταλήγω ότι η Ενάγουσα δικαιούται να λάβει αποζημίωση για την ουσιώδη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου συμφώνως του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.

Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των € 28,341,96 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής  μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον ποσό εκ €1.500 εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Ως προς τα έξοδα, με δεδομένο τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και εν απουσία λόγων που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τούτα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας της αγωγής, ήτοι στην κλίμακα €10.000 - €50.000 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι εξόφλησης. 

 

 

 

    (Υπ.)……………………………….

                                                                                           Σ. Συμεού , Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο