ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2812/16

Μεταξύ:

Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited (HE378130)

Ενάγουσα

- και -

 

1.    Χρίστος Κυπριανίδης

2.    Κυριακή Χρίστου Κυπριανίδου

Εναγόμενοι

----------------------------------

 

Ημερομηνία: 9 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για ενάγουσα: κα Ά. Χαραλάμπους

Για εναγόμενους 1 και 2: κ. Ε. Ενταφιανός

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η ενάγουσα ζητά οφειλόμενο ποσό δυνάμει συμφωνίας δανείου και εκποίηση της υποθήκης που δόθηκε ως εξασφάλιση.  Οι εναγόμενοι 1 και 2, σύζυγοι, ενάγονται ως πρωτοφειλέτης και εγγυήτρια αντίστοιχα και ως ενυπόθηκοι οφειλέτες.   

Οι εναγόμενοι στην κοινή υπεράσπισή τους ισχυρίζονται ότι δεν υπέγραψαν τις συμφωνίες.  Σε άλλο σημείο παραδέχονται ρητά ότι υπέγραψαν τις συμφωνίες.  Ισχυρίζονται ότι υπέγραψαν μετά από προτροπή της ενάγουσας και ότι είναι θύματα οικονομικού εξαναγκασμού.  Αμφισβητούν το οφειλόμενο ποσό και επικαλούνται την ύπαρξη καταχρηστικών όρων.  Αποδίδουν στην ενάγουσα διάπραξη ποινικών αδικημάτων, όπως αυτό της αισχροκέρδειας.  Ανταπαιτούν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των συμφωνιών.  Διεκδικούν γενικές, αυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. 

Για την ενάγουσα κατέθεσαν οι ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΕ5.

Οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία. 

Η μαρτυρία λήφθηκε υπόψη στο σύνολό της, έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στο κείμενο της απόφασης.  Μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

Ο ΜΕ1 συμφώνησε με τη γραπτή δήλωσή του (Έγγραφο Α).  Στις 31.12.14 ο εναγόμενος 1, μετά από έγκριση της αίτησής του (Τεκμήριο 4), σύναψε δάνειο για €248.000 με κυμαινόμενο επιτόκιο 5,53% (Τεκμήριο 5, παρ. 4(α)).  Η συμφωνία προνοούσε ότι οι τόκοι και τα έξοδα δύναται να κεφαλαιοποιούνται (παρ. 5(δ)).  Προνοούσε επιβολή τόκου υπερημερίας (παρ. 4(δ)).  Η εναγόμενη 2 εγγυήθηκε τον εναγόμενο 1 για το ίδιο ποσό, πλέον τόκους (Τεκμήριο 5).  Οι εναγόμενοι, προς εξασφάλιση του δανείου, προσέφεραν υφιστάμενη υποθήκη (Τεκμήριο 6).  Το δάνειο θα αποπληρωνόταν με μηνιαίες δόσεις (Παράρτημα Συμφωνίας).  Δεν υπήρξε συμμόρφωση.  Τον Απρίλιο 2016 στάλθηκαν επιστολές τερματισμού (Τεκμήριο 8).   

Ο ΜΕ2 εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου.  Κατέθεσε αναλυτικούς λογαριασμούς και πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35, Κεφ. 9 (Τεκμήριο 13). 

Η ΜΕ3 εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου.  Ο εναγόμενος 1 υπέγραψε τη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 5).  Αναγνώρισε την υπογραφή της ως μάρτυρας. 

Ο ΜΕ4 εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου.  Η εναγόμενη 2 υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης (Τεκμήριο 5).  Αναγνώρισε την υπογραφή του ως μάρτυρας.

Η ΜΕ5 εργάζεται στο Κτηματολόγιο.  Οι εναγόμενοι 1 και 2 υπέγραψαν τη σύμβαση υποθήκης (Τεκμήριο 6).  Αναγνώρισε την υπογραφή της ως μάρτυρας.   

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προσκόμισαν πολυσέλιδες αγορεύσεις.  Έλαβα υπόψη μου όσα ανέφεραν.  Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο.

Παρακολούθησα τους μάρτυρες με προσοχή έχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές (Χριστοφόρου v. Γερμανού, Πολ. Έφεση 247/13, ημερ. 7.4.20, Πατάτσου ν. Χιλμί κ.ά., Πολ. Έφεση 300/11, ημερ. 31.5.17).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις και τα τεκμήρια (Ιωαννίδης v. Στυλιανός & Γεώργιος Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 369/14, ημερ. 25.5.22).

Ο ΜΕ1 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση.  Απαντούσε στις ερωτήσεις με πληρότητα.  Παρέπεμψε σε  αριθμό τεκμηρίων.  Δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε ρήγμα στην αξιοπιστία του, ούτε τάση υπεκφυγής ή καταφυγής στο ψεύδος.  Αναφέρθηκε εκτενώς και με επάρκεια στην υποκατάσταση της Τράπεζας Κύπρου από την ενάγουσα, στις επίδικες συμφωνίες, στον τερματισμό τους και στις καταστάσεις λογαριασμών.  Με ειλικρίνεια ανέφερε ότι δεν γνωρίζει προσωπικά τους εναγόμενους, παρά μόνο μέσα από τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του και υπό την εποπτεία του.  Αυτό ουδόλως επηρεάζει τη μαρτυρία του, ως φαίνεται να εισηγείται η πλευρά των εναγόμενων.  Αντίθετα, ο μάρτυρας γνωρίζει, όπως ανέφερε, τα γεγονότα από τα έγγραφα που κατέθεσε, ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι η εποπτεία και ο έλεγχος κίνησης του λογαριασμού και είναι εξουσιοδοτημένος από την ενάγουσα να δώσει μαρτυρία (Ρώσσου v. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση 448/12, ημερ. 17.12.18).  Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του.

Οι ΜΕ2, ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΕ5 μου έκαναν καλή εντύπωση.  Ο ΜΕ2 δεν αντεξετάστηκε.  Η αντεξέταση των ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΕ5 περιορίστηκε σε ερωτήσεις διευκρινιστικής φύσης.  Η αξιοπιστία τους δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση.  Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία τους.    

Το βάρος απόδειξης της απαίτησης είναι στην ενάγουσα στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Κωνσταντάς v. Διέτης κ.ά., Πολιτική Έφεση 289/13, ημερ. 6.11.20).  Αν ικανοποιήσει ότι η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, δικαιούται απόφαση (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Οικονόμου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287).  Το (ίδιο) βάρος απόδειξης της ανταπαίτησης είναι στους εναγόμενους. 

Εδώ υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα. 

Ό,τι απομένει να εξεταστεί, αφού δεν διαπιστώνονται δυσκολίες σε σχέση με την αξιοπιστία των ΜΕ, είναι αν τα γεγονότα αποδεικνύουν την απαίτηση στον αναγκαίο βαθμό (Χρίστου v. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση 158/13, ημερ. 26.10.22).

Για σκοπούς που θα διαφανούν στη συνέχεια, σημειώνω ότι αρχικά ενάγουσα στην αγωγή ήταν η Τράπεζα Κύπρου.  Τον Ιανουάριο 2023, και αφού είχαν κλείσει τα δικόγραφα, καταχωρήθηκε ειδοποίηση με βάση το άρθρο 18(6) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου (Ν.169(I)/15), με την οποία γνωστοποιείτο ότι η Τράπεζα Κύπρου υποκαταστάθηκε από την ενάγουσα.  Με τη γνωστοποίηση, ο αγοραστής υποκαθιστά «αυτόματα» τον εκχωρητή (άρθρο 18(4)) και κάθε αναφορά σε έγγραφο στον εκχωρητή, διαβάζεται, ερμηνεύεται και ισχύει ως αναφορά στον αγοραστή (άρθρο 18(5)). 

Η πλευρά των εναγόμενων, στην τελική αγόρευσή της, υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Τράπεζα Κύπρου υπάρχει.  Η εισήγηση αυτή παραγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι παραδέχονται στην υπεράσπισή τους ότι «σύνηψαν συμφωνία δανείου» μαζί της το 2007, χρόνια πριν την επίδικη συμφωνία, και ότι «η σχέση τους διανύει πορεία σχεδόν 10 ετών» (παρ. 2(γ)).  Οι παραδοχές αυτές καθιστούν αχρείαστη την εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού (Ναούμ v. Chris Cash & Carry Ltd, Πολιτική Έφεση 291/13, ημερ. 20.7.21).  Σε κάθε περίπτωση, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι εργαζόταν στην Τράπεζα Κύπρου για 25 χρόνια και οι ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 ότι εργάζονται εκεί μέχρι και σήμερα.  Ουδέποτε τους υποβλήθηκε ότι πρόκειται για ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο. 

Η πλευρά των εναγόμενων υποστήριξε ότι θα έπρεπε να προσκομιστεί η άδεια διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών της Τράπεζας Κύπρου.  Με κάθε σεβασμό, ο ΜΕ1 παρέπεμψε στα έγγραφα υποκατάστασής της από την ενάγουσα.  Αναφερόταν προφανώς στο Διάταγμα Δικαστηρίου με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού και στο αντίγραφο της Επίσημης Εφημερίδας (Τεκμήρια 1 και 2).  Εξάλλου, στο πιστοποιητικό που κατέθεσε ο ΜΕ2 καταγράφεται αυτολεξεί: «…πιστοποιείται ότι η Τράπεζα Κύπρου από το 1944 μέχρι και σήμερα, δυνάμει άδειας από τις αρμόδιες αρχές, ασκεί τραπεζικές εργασίες συστηματικά και αδιάλειπτα…» (Τεκμήριο 13).  Ο ΜΕ2, επαναλαμβάνω, δεν αντεξετάστηκε.  

Η πλευρά των εναγόμενων υποστήριξε ότι η ενάγουσα δεν έχει άδεια εξαγοράς πιστώσεων.  Ο ΜΕ1 ανέφερε ότι η ενάγουσα είναι αδειούχα.  Μάλιστα, κατέθεσε κατάλογο, ο οποίος είναι δημοσιευμένος στην ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας, στον οποίο περιλαμβάνεται η ενάγουσα (Τεκμήριο 12). 

Οι εισηγήσεις των εναγόμενων, συνεπώς, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Ως προς την ουσία της απαίτησης, σημειώνω τα εξής: 

Η πλευρά των εναγόμενων, στην τελική αγόρευσή της, υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε η υπογραφή των συμφωνιών.  Η εισήγηση αυτή παραγνωρίζει τις δικογραφημένες θέσεις της υπεράσπισης.  Εκεί αναφέρεται ότι οι εναγόμενοι το 2007 σύνηψαν συμφωνία δανείου με την Τράπεζα Κύπρου «για την οποία παραχώρησαν σε αυτούς τις εξασφαλίσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 17 [σ.σ. η επίδικη υποθήκη] και 21 των λεπτομερειών της έκθεσης απαίτησης».  Ο εναγόμενος 1 αιτήθηκε αναδιάρθρωσης, κάτι το οποίο έγινε αποδεκτό στις 31.12.14.  Συνεχίζουν στην υπεράσπισή τους: «Οι ενάγοντες όμως, παρά το σχετικό αίτημα του εναγόμενου 1 για αναδιάρθρωση, εξανάγκασαν τον εναγόμενο 1, προτού υπογράψει τη συμφωνία δανείου, να υπογράψει δικό τους, προπαρασκευασμένο έντυπο υποβολής αιτήματος για “νέο” δάνειο... Η δε εναγόμενη 2 υπέγραψε ως εγγυήτρια την ίδια μέρα σε άλλο υποκατάστημα των εναγόντων, στο Πλατύ Αγλαντζιάς, αφού ο εναγόμενος 1 μετέφερε εκεί το σχετικό φάκελο των εναγόντων από το κατάστημα της Φανερωμένης, όπου είχε υπογράψει, για να “διευκολυνθεί” η εναγόμενη 2…». 

Η παραδοχή των εναγόμενων σφράγισε την πορεία της δίκης.  Όπως παραστατικά λέχθηκε στην Παρλάτα v. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994, με την παραδοχή είχε, τρόπον τινά, τοποθετηθεί μια από τις ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής επί της οποίας θα κυλούσε το τραίνο της αντιδικίας των διαδίκων. 

Ο ΜΕ1 κατέθεσε επιστολή έγκρισης του δανείου (Τεκμήριο 4), τις συμφωνίες δανείου και εγγύησης (Τεκμήριο 5) και τη σύμβαση υποθήκης (Τεκμήριο 6).  Είναι τα έγγραφα, όπως ανέφερε, τα οποία οι εναγόμενοι παραδέχονται στην υπεράσπισή τους ότι υπέγραψαν.  Τα Τεκμήρια 5 και 6 αναγνωρίστηκαν από τους ΜΚ3, ΜΚ4 και ΜΚ5 αντίστοιχα.  Το Τεκμήριο 4 απευθύνεται στον εναγόμενο 1, φέρει ίδια ημερομηνία (κάτω αριστερά) με αυτή που παραδέχεται ότι υπέγραψε και προέρχεται από το ίδιο υποκατάστημα στο οποίο παραδέχεται ότι υπέγραψε.  Σε αυτό, περιέχονται μεταξύ άλλων, το ποσό του δανείου, το επιτόκιο, ο τρόπος αποπληρωμής, οι εξασφαλίσεις και ποιες οφειλές των εναγόμενων θα εξοφληθούν με το προϊόν του δανείου.  Αποτελεί, ως αναφέρεται σε αυτό, «αναπόσπαστο μέρος των σχετικών συμβολαίων».  Οι προϋποθέσεις, σύμφωνα με τον ΜΕ1, ικανοποιήθηκαν από τους εναγόμενους, το δάνειο εγκρίθηκε, το προϊόν του δανείου κατατέθηκε έναντι των συγκεκριμένων οφειλών και ανοίχθηκε λογαριασμός στον οποίο χρεώθηκε το ποσό του δανείου.  Είναι στον ίδιο λογαριασμό όπου, κατά διαστήματα, οι εναγόμενοι, όπως ανέφερε ο ΜΕ1, κατέθεταν χρήματα έναντι του δανείου. 

Προκύπτει ότι τα Τεκμήρια 4, 5 και 6 είναι τα έγγραφα που οι εναγόμενοι παραδέχονται στην υπεράσπισή τους ότι υπέγραψαν.  Αντίθετη μαρτυρία δεν υπάρχει.  Θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εναγόμενων, όταν αντεξέταζε τον ΜΕ1, ήταν ότι οι εναγόμενοι υπέγραψαν άλλα έγγραφα από αυτά που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.  Τέτοια μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.   

Οι αποφάσεις που επικαλούνται οι εναγόμενοι Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Σαλούμη (2006) 1 Α.Α.Δ. 134 και Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. E.T. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843 διαφοροποιούνται.  Εκεί, οι εναγόμενοι αρνούνταν ότι υπέγραψαν τις συμφωνίες.  Για το λόγο αυτό, κρίθηκε ότι η κατάθεσή τους -από μόνη της- ήταν ανεπαρκής για να αποδειχθεί ότι υπεγράφησαν.  Εδώ, υπάρχει δικογραφημένη παραδοχή ότι οι εναγόμενοι υπέγραψαν έγγραφα με συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε συγκεκριμένη ημερομηνία και σε συγκεκριμένο υποκατάστημα.

Ο τερματισμός ήταν νόμιμος.  Η συμφωνία δανείου προνοεί ότι «η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει σε οποιαδήποτε στιγμή την αποπληρωμή» του δανείου, οπόταν τυχόν οφειλόμενο ποσό θα καθίσταται αμέσως απαιτητό (Τεκμήριο 5, παρ. 3).  Η συμφωνία υποθήκης προνοεί ότι δικαιούται να εκποιήσει το ακίνητο, χωρίς προειδοποίηση (Τεκμήριο 6, παρ. 4).  Το δάνειο θα αποπληρωνόταν με δόσεις.  Δεν υπήρξε συμμόρφωση με αποτέλεσμα να υπάρχουν καθυστερημένες δόσεις.  Τον Δεκέμβριο 2015 απεστάλησαν στους εναγόμενους σχετικές επιστολές (Τεκμήριο 7).  Οι εναγόμενοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν.  Ως εκ τούτου, στις 7.4.16 απεστάλησαν επιστολές τερματισμού με τις οποίες ζητείτο η εξόφληση του οφειλόμενου ποσού (Τεκμήριο 8).  Οι επιστολές, σύμφωνα με τον ΜΕ1, στάλθηκαν στις διευθύνσεις που οι εναγόμενοι έδωσαν.  Αυτός ήταν και ο όρος στη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 5, παρ. 15).  Δεν επιστράφηκαν.  Θεωρείται, επομένως, ότι παραδόθηκαν (Χριστοδούλου v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολιτική Έφεση 294/12, ημερ. 18.6.19).

Προς απόδειξη του οφειλόμενου ποσού, κατατέθηκαν αναδομημένες καταστάσεις, ως η συνήθης πρακτική (Καραγιάννη v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 70/14, ημερ. 17.11.21).  Με την αναδομημένη κατάσταση Τεκμήριο 9, περιορίστηκε η απαίτηση. Με την αναδομημένη κατάσταση Τεκμήριο 11, η κεφαλαιοποίηση περιορίστηκε σε μια φορά το χρόνο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόμενων υποστήριξε ότι οι αναδομημένες καταστάσεις είναι εκτός δικογραφημένων θέσεων επειδή περιορίζουν την απαίτηση.  Υποστήριξε, επίσης, ότι αποδυναμώνουν την αξιοπιστία της ενάγουσας.  Παρόμοια επιχειρήματα εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238.  Εκεί, ο εφεσείοντας παραπονείτο ότι η αναδομημένη κατάσταση ήταν εκτός δικογράφων και ότι η απαίτηση της τράπεζας, όπως τελικά διαμορφώθηκε μέσα από τέσσερεις αναδομημένους λογαριασμούς, ήταν αβέβαιη και ατεκμηρίωτη.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

«Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.  Δεν συμφωνούμε με το δικηγόρο του εφεσείοντος, ότι το ποσό για το οποίο εκδόθηκε απόφαση ήταν εκτός δικογράφων.  Εκείνο που συνέβη, ήταν ότι μετά την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης, η Τράπεζα έκρινε, μετά από αναδόμηση των λογαριασμών, ότι θα έπρεπε να διαμορφώσει το ποσό της απαίτησης προς τα κάτω.  Δεν βλέπουμε γιατί αυτή η ενέργεια, θα πρέπει να θεωρηθεί εκτός δικογράφων.  Αυτός ακριβώς είναι ένας από τους σκοπούς των δικογράφων:- τα μέρη αφού αντιπαραβάλλουν τους ισχυρισμούς τους, διαμορφώνουν τις θέσεις τους με απώτερο πάντα σκοπό την επίλυση της διαφοράς.  Πέραν τούτου, τα δικόγραφα δεν περιέχουν μαρτυρία και ως εκ τούτου η λεπτομέρεια των ισχυρισμών τίθεται σε κατοπινό στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου, με μαρτυρία.

Στην προκειμένη περίπτωση, τα δικόγραφα καλύπτουν πλήρως την επίδικη διαφορά.  Το Δικαστήριο είχε την εξουσία, ανάλογα με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, να διαφοροποιήσει προς τα κάτω τα ποσά για τα οποία θα εξέδιδε απόφαση.  Ούτε με την καταχώρηση αναδομημένων λογαριασμών δημιουργείται οποιοδήποτε πρόβλημα… Δεν διαπιστώνουμε να έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε ασάφεια.»

Αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμού, ο ΜΕ2 ανέφερε ότι οι λογαριασμοί (Τεκμήριο 14) είναι μέρος του τραπεζικού βιβλίου της Τράπεζας Κύπρου.  Είναι οι ίδιες καταστάσεις που προσκόμισε ο ίδιος (Τεκμήριο 13) μέχρι τις 13.2.23, οπόταν και ο λογαριασμός μεταφέρθηκε στην ενάγουσα.  Συνοδεύονται από πιστοποιητικό, δυνάμει του άρθρου 35, Κεφ. 9, με το οποίο βεβαιώνεται ότι είναι ορθή αναπαραγωγή του ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας Κύπρου.  Το Τεκμήριο 13 πληροί τόσο τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, όσο και του άρθρου 35, Κεφ. 9 (Γεωργιάδη v. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 376/14, ημερ. 16.3.23, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Deme-Dairy Ltd, Πολιτική Έφεση 246/13, ημερ. 11.12.19).  Ο ΜΕ2 δεν αντεξετάστηκε.  O ΜΕ1, όπως ανέφερε, ετοίμασε, βάσει των καταστάσεων Τεκμήριο 14, αναδομημένες καταστάσεις (Τεκμήριο 9), οι οποίες συνοδεύονται από πιστοποιητικό, δυνάμει του άρθρου 35, Κεφ. 9 (Τεκμήριο 10).  Ετοίμασε επίσης αναθεωρημένες καταστάσεις, περιορίζοντας την κεφαλαιοποίηση στη μια φορά ετησίως (Τεκμήριο 11).  Το Τεκμήριο 9, και κατ’ επέκταση το Τεκμήριο 11 το οποίο ετοιμάστηκε βάσει του Τεκμηρίου 9, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 35.  Οι εναγόμενοι δεν πρόσφεραν μαρτυρία ότι περιέχονται λανθασμένες καταχωρίσεις.  Οι υποβολές στον ΜΕ1 ότι είναι παραποιημένα, παρέμειναν χωρίς «σάρκα και οστά». 

Οι αποφάσεις Γρηγορίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 846 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390), τις οποίες επικαλούνται οι εναγόμενοι, διαφοροποιούνται.  Εκεί, υπήρχαν κενά στη μαρτυρία ως προς την κίνηση των λογαριασμών.  Εδώ, δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο.

Με βάση την αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 11):

Χρεώθηκε στο λογαριασμό το ποσό του δανείου, ήτοι €248.000.

Πιστώθηκαν οι διάφορες καταθέσεις που έγιναν από τους εναγόμενους.

Χρεώθηκε τόκος 5.53%, ως η συμφωνία (Τεκμήριο 5, παρ. 4(α)).  Μειώθηκε σε 4.53% τον Μάρτιο 2015 και τον Μάρτιο 2016 μειώθηκε σε 4.49% μέχρι τον τερματισμό.

Εφαρμόστηκε κεφαλαιοποίηση μια φορά ετησίως, ως προνοείται στη συμφωνία (Τεκμήριο 5, παρ. 5(δ)). 

Χρεώθηκε τόκος υπερημερίας από τον τερματισμό, ως προνοείται στη συμφωνία (Τεκμήριο 5, παρ. 4(δ)).  Ο τόκος υπερημερίας καθορίζεται στην επιστολή έγκρισης (Τεκμήριο 4), η οποία είναι αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας, στο 2%.  Αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με τον ΜΕ1, το αυξημένο κόστος διαχείρισης του λογαριασμού με την απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού (άρθρο 3(1β) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν.160(Ι)/99)). 

Ουδεμία άλλη χρέωση υπήρξε.

Εφαρμόστηκε ο διαιρέτης των 365 ημερών.  Η συμφωνία δανείου προνοεί ότι θα εφαρμόζεται ο διαιρέτης των 360 ημερών (Τεκμήριο 5, παρ. 4(δ)).  Κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, ο όρος αυτός δεν ήταν καταχρηστικός αφού δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου (Ν.93(Ι)/96) (ημερ. δημοσίευσης 22.4.16) και ο περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος (Ν.112(Ι)/21).  Εξάλλου, η ενάγουσα εφάρμοσε το διαιρέτη των 365 ημερών -όχι μόνο από την έναρξη ισχύος του Νόμου- αλλά εξ αρχής. 

Εν ολίγοις, το οφειλόμενο ποσό αποδείχθηκε.  Στις 18.10.23 ήταν €416.315,03.

Η εναγόμενη 2 εγγυήθηκε την πληρωμή του ποσού του δανείου, πλέον τόκους, προμήθειες και δικαιώματα μέχρι πλήρους εξόφλησης (Τεκμήριο 5).

Η σύμβαση υποθήκης υπογράφτηκε το 2007 για δάνειο που δόθηκε στον εναγόμενο 1.  Εξασφαλίζει το ποσό των ΛΚ137.500, πλέον τόκο 6.75% από 25.5.07 με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης δύο φορές ετησίως (Τεκμήριο 6).  Προνοεί ότι αποτελεί εξασφάλιση «για κάθε υποχρέωση του πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα είτε αυτή είναι παρούσα ή μέλλουσα, άμεση ή έμμεση, είτε αυτή έγινε ή πιθανό να γίνει απαιτητή και είτε είναι προσωπική του κάθε ενός από αυτούς ή κοινή μεταξύ όλων ή οποιωνδήποτε από αυτούς ή κοινή ή αλληλέγγυα με άλλο ή άλλα πρόσωπα».  Η υποθήκη δόθηκε, σύμφωνα με τον ΜΕ1, προς εξασφάλιση του επίδικου δανείου.  Αυτό προνοείται ρητά στην επιστολή έγκρισης (Τεκμήριο 4), η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας.  Προκύπτει από το περιεχόμενο της σύμβασης υποθήκης ότι πρόθεση των μερών ήταν η συνεχής εξασφάλιση ώστε να καλύπτει μελλοντικές υποχρεώσεις και ότι, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, δόθηκε προς εξασφάλιση του επίδικου δανείου (Γεωργίου v. Τράπεζα Κύπρου (2009) 1 Α.Α.Δ. 862).  Αντίθετη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Τουναντίον, οι εναγόμενοι, αν και στην προειδοποιητική επιστολή που στάλθηκε τον Δεκέμβριο 2015 (Τεκμήριο 7) στην εναγόμενη 2 γίνεται ρητή αναφορά στο επίδικο δάνειο και στην εξασφάλισή του από την υφιστάμενη υποθήκη, ουδέποτε, σύμφωνα με τον ΜΕ1, ανταποκρίθηκαν σε αυτές.        

Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν καταχρηστικοί όροι. 

Δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο. 

Τόσο στον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο (Ν.112(Ι)/21), ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν ή τερματίστηκαν πριν τις 12.5.21 (άρθρο 75(1)), όσο και στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο (Ν.93(Ι)/96), τον οποίο καταργεί, καταχρηστικός όρος ερμηνεύεται ως ο όρος ο οποίος «παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». 

Λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η διαπραγματευτική δύναμη των μερών, αν ο καταναλωτής δέχθηκε παροτρύνσεις για να συμφωνήσει και όλες γενικά οι περιστάσεις κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης.  Στη Frakapor Courier Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 Α.Α.Δ. 1487, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 5, Ν.93(Ι)/96 –το  λεκτικό του οποίου είναι ταυτόσημο με το άρθρο 50, Ν.112/(Ι)/21– κατέληξε ότι για να αποδειχθεί ότι ένας όρος είναι καταχρηστικός «είναι απαραίτητο να καταρριφθεί η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους [της τράπεζας]».  Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγισή του.    

Εδώ, δεν διαπιστώνεται απουσία καλής πίστης εκ μέρους της ενάγουσας.  Ο ΜΕ1 ανέφερε ότι στις συμφωνίες καταγράφηκαν ό,τι συμφώνησαν τα μέρη.  Πέραν τούτου, στην επιστολή έγκρισης (Τεκμήριο 4) καταγράφεται ότι η ενάγουσα θα παραχωρήσει τις πιστωτικές διευκολύνσεις μόλις παραλάβει τα απαιτούμενα έγγραφα και ότι η απόφαση εκπνέει μετά από 90 μέρες.  Προκύπτει ότι δόθηκε στους εναγόμενους αρκετός χρόνος μέχρι την υπογραφή των υπόλοιπων εγγράφων.  Αντίθετη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Επίσης, στη συμφωνία εγγύησης (Τεκμήριο 5) καταγράφεται: «ΠΡΟΣΟΧΗ Με την παραχώρηση της εγγύησης σας με το έγγραφο αυτό δυνατό να βρεθείτε εξ ολοκλήρου και μόνος υπεύθυνος για τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη κατά το χρόνο υποβολής απαίτησης από την Τράπεζα […].  Πριν να υπογράψετε το παρόν έγγραφο καλό είναι να συμβουλευτείτε το δικηγόρο σας».  Προκύπτει ότι δόθηκε η ευκαιρία στην εναγόμενη 2 να λάβει νομική συμβουλή, αν το επιθυμούσε, πριν υπογράψει.  Αντίθετη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε. 

Οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των εναγόμενων, για παράδειγμα ότι υπέγραψαν μετά από προτροπή της ενάγουσας ή ότι υπήρξαν θύματα οικονομικού εξαναγκασμού, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.  Ομοίως, οι ισχυρισμοί για κρυφές χρεώσεις, ασάφεια και αδιαφάνεια, δεν υποστηρίχθηκαν από μαρτυρία.

Τέλος, στην υπεράσπιση γίνεται αναφορά στον περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμο (Ν.197(Ι)/03).  Ουδέποτε υποβλήθηκε στους μάρτυρες ότι δεν παραδόθηκε στην εναγόμενη 2 αντίγραφο των περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη (άρθρο 5).  Ούτε τους υποβλήθηκε ότι η εναγόμενη 2 δεν ενημερώθηκε για καθυστέρηση καταβολής τριών δόσεων ή ότι δεν στάλθηκε επιστολή στον εναγόμενο 1 «σε κατάλληλο χρόνο» καλώντας τον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του (άρθρο 12).  Σε κάθε περίπτωση, η εναγόμενη 2 δεν προσκόμισε μαρτυρία ότι συνεπεία της μη συμμόρφωσης της ενάγουσας «παραβλάπτεται η τελική ικανοποίησή» της από τον πρωτοφειλέτη (άρθρο 12(3)).  Ούτε προκύπτει ότι η εναγόμενη 2 επέλεξε να ασκήσει τα δικαιώματα που της παρέχει ο νόμος σε σχέση με την παραβίαση ουσιώδους όρου, όπως για παράδειγμα, να τερματίσει τη σύμβαση. 

Αποδείχθηκαν η σύναψη των συμφωνιών, ο νόμιμος τερματισμός και το οφειλόμενο ποσό (Κόκκινου κ.ά. v. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 386/14, ημερ. 20.3.23). 

Η απαίτηση αποδείχθηκε στον αναγκαίο βαθμό. 

Εκδίδεται, συνεπώς, απόφαση εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 αλληλέγγυα ή προσωπικά για το ποσό των €416.315,03, με τόκο 6.49% ετησίως από 18.10.23 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση μια φορά ετησίως, ήτοι κάθε 31η Δεκεμβρίου. 

Περαιτέρω, εκδίδεται Διάταγμα εναντίον τους για την εκποίηση της επίδικης υποθήκης για το ποσό των ΛΚ137.500 (ή το ισάξιο σε ευρώ), πλέον τόκο 6.75% από 25.5.07 με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης δύο φορές ετησίως, ήτοι κάθε 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου.  Τυχόν πλεόνασμα να επιστραφεί στους εναγόμενους.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, εξαναγκασμό, αμελείς, ψευδείς δηλώσεις και «παράνομες ενέργειες» της ενάγουσας, παραβάσεις νομοθεσίας και οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Κώδικα Συμπεριφοράς και θέσμιου καθήκοντος, την παράνομη φύση των συμφωνιών, αθέμιτο πλουτισμό και αισχροκέρδεια από πλευράς της ενάγουσας.  Ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε που να τεκμηριώνει τους εν λόγω ισχυρισμούς. 

Η ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Τα έξοδα τόσο της απαίτησης όσο και της ανταπαίτησης δεν εντοπίζεται λόγος γιατί να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.  Επιδικάζονται υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγόμενων 1 και 2, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ……………………..

Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο