ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 3960/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Ανδριανής Αργυροπούλου

Ενάγουσας

 

-και-

 

1.    Εκδόσεις «Αρκτινος» Λίμιτεδ

2.    Μιράντας Λυσάνδρου

3.    Γιάννη Παπαδόπουλου

Εναγόμενων

 

Ημερομηνία:  12/1/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα. Χ. Μεττή

Για Εναγόμενους: κα. Κ. Γεωργίου

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Εναγόμενη 2 με άρθρο της ημερομηνίας 3/11/2014, στην εφημερίδα «Πολίτης», ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 και κατά νόμο υπεύθυνο τον Εναγόμενο 3 έκανε αναφορά, μεταξύ άλλων, σε παράνομη απόσπαση. Αυτή η παράνομη απόσπαση, όπως εκτέθηκαν στο επίδικο άρθρο, αφορούσε την Ενάγουσα. Πέραν της ως άνω αναφοράς δίδονται λεπτομέρειες σε σχέση με τη διαδικασία που έλαβε χώρα για να αποσπαστεί η Ενάγουσα, αλλά και προσωπικά της στοιχεία, όπως θα αναλυθούν κατωτέρω. Έτσι η Ενάγουσα καταχώρησε την υπό εξέταση αγωγή υποστηρίζοντας ότι δυσφημίζεται μέσω του δημοσιεύματος των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι εγείρουν τις υπερασπίσεις της αλήθειας, του έντιμου σχολίου, του προνομίου με επιφύλαξη, όπως και ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν καν δυσφημιστικό.

 

Τούτη εν πολλοίς είναι και η εικόνα των δικογράφων. Στην Έκθεση Απαίτησης με αναφορά στα άρθρα επιδιώκεται να καταδειχθούν δυσφημιστικά στοιχεία για την Ενάγουσα και οι ζημιές που υπέστη η τελευταία. Στην Υπεράσπιση, δε, αναπτύσσονται οι τρεις πιο πάνω αναφερόμενες υπερασπίσεις και οι Εναγόμενοι αρνούνται το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων. Ο Εναγόμενος 3 εγείρει επιπλέον ότι δεν είχε την όποια ανάμειξη στο άρθρο και δεν στοιχειοθετείτε μόνο με την ιδιότητα του, αστικό αδίκημα.

 

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

Α. Κατατέθηκαν από κοινού τόσο το επίδικο δημοσίευμα (Τεκμήριο 1), όσο και τα πόσα φύλλα της εφημερίδας «Πολίτης» κυκλοφόρησαν και πωλήθηκαν την 3/11/2014 (Τεκμήριο 2). Συγκεκριμένα κυκλοφόρησαν 7,500 φύλλα και πωλήθηκαν 3,833. Αποτελεί δηλαδή παραδεκτό γεγονός ότι η Εφημερίδα των Εναγόμενων 1, με συντάκτρια την Εναγόμενης 2 και κατά νόμο υπεύθυνο τον Εναγόμενο 3, δημοσίευσε το επίδικο άρθρο, Τεκμήριο 1.

Β. Είναι επίσης παραδεκτό ότι το άρθρο γράφτηκε με αφορμή επιστολές: του Γενικού Ελεγκτή προς το Υπουργείο Οικονομικών, με κοινοποίηση σε άλλα Υπουργεία και Αρχές (Τεκμήριο 9) και επιστολή προς τον Γενικό Ελεγκτή, από «Επηρεαζόμενους Αγανακτισμένους Υπαλλήλους του Δημοσίου» (Τεκμήριο 8). Μέρος του Τεκμηρίου 9 μάλιστα δημοσιεύεται αυτούσιο κάτω από το επίδικο άρθρο. Είναι επίσης παραδεκτό ότι η Εναγόμενη 2, στο άρθρο της προβαίνει σε σχόλια, πέραν των αναφορών της στις ως άνω επιστολές.

Γ. Οι Εναγόμενοι παραδέχονται τόσο ότι η Ενάγουσα είναι ευυπόληπτη πολίτης αλλά και το βιογραφικό της σημείωμα όπως κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3. Δεν αμφισβητήθηκαν η διακύμανση των απολαβών της, όπως η Ενάγουσα τις κατέγραψε στην παράγραφο 32 της γραπτής της δήλωσης, Έγγραφο Α.

Δ. Ακόμα η Ενάγουσα κατέθεσε το Τεκμήριο 5, ήτοι το επίδικο δημοσίευμα, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα των Εναγομένων. Τούτη η δημοσίευση δεν αμφισβητήθηκε, επομένως καθίσταται αδιαμφισβήτητο ότι το επίδικο άρθρο δημοσιεύτηκε και στη ιστοσελίδα των Εναγομένων, www.politis-news.com.

Τα ως άνω ως παραδεκτά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Ως επίδικα, παραμένουν και αναδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Α. Οι ζημιές που υπέστη η Ενάγουσα από το επίδικο δημοσίευμα. Οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το επίδικο άρθρο δεν ήταν δυσφημιστικό για την ίδια, κάκιζε την στάση της Διοίκησης παρά της Ενάγουσας και η τελευταία υπήρξε υπερβολική ως προς τις ζημιές που υποστηρίζει ότι υπέστη.

Β. Είναι επίσης επίδικο το ουσιωδώς αληθές των αναφορών του δημοσιεύματος, όπως και το αν υπήρξε το θέμα του άρθρου δημοσίου συμφέροντος.

Γ. Η κακοβουλία των Εναγομένων ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε ιδιαίτερα τα μέρη. Συγκεκριμένα η Ενάγουσα εντόνως εξέφρασε το παράπονο της ότι δεν ερωτήθηκε από τους Εναγόμενους για τις θέσεις της πριν την δημοσίευση, επιδεικνύοντας αλόγιστη και ενσυνείδητη αδιαφορία σε σχέση με το αληθές των όσων περιέχονταν στο δημοσίευμα. Οι Εναγόμενοι αντιτείνουν ότι δεν είχαν τέτοια υποχρέωση επαλήθευσης, δεδομένου ότι μετέφεραν επιστολή του Γενικού Ελεγκτή, Τεκμήριο 9.

Κατέθεσε επ’ ακροατηρίω ένας μάρτυρας από κάθε πλευρά, ήτοι η Ενάγουσα και η Εναγόμενη 2. Δεν θα παραθέσω με λεπτομέρεια τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Έχω ακόμα αναγνώσει τις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και αναφορά σε αυτές θα γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Προχωρώ, λοιπόν, στην αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα (βλ. Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138).

 

Καθίσταται χρήσιμο να επεξηγηθεί η διάταξη των επίδικων άρθρων, όπως φαίνονται στο Τεκμήριο 1, και αυτά να παρατεθούν. Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας, στη δεξιά πλευρά αυτής, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Παράνομη απόσπαση

Ο Γενικός Ελεγκτής ζητά από τον Υπουργό Οικονομικών τον άμεσο τερματισμό της παράνομης τοποθέτησης λειτουργού αορίστου χρόνου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες, η οποία έγινε από την προηγούμενη Κυβέρνηση.»

 

Αμέσως μετά γίνεται παραπομπή του αναγνώστη στη σελίδα 7 της Εφημερίδας. Εκεί στο αριστερό πάνω μέρος της σελίδας, υπάρχει το εξής απόσπασμα:

 

«Ενεπλάκησαν τρία υπουργεία


Σύμφωνα με τον Γενικό Ελεγκτή, η Α.Α. κατέχει πτυχίο και μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία ‑ Ψυχολογία και στις Πολιτικές Επιστήμες. Μέχρι τον Μάιο του 2009 πρόσφερε υπηρεσίες με μίσθωση στην Υπηρεσία Ασύλου. Τον ίδιο μήνα προσλήφθηκε ως Έκτακτη Διοικητικός Λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου. Έναν χρόνο μετά μετακινήθηκε στη Διοίκηση του ΥΠΕΣ. Στις 15 Νοεμβρίου 2011 έγινε εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου και το προκλητικό της υπόθεσης είναι πως την αμέσως επόμενη ημέρα ο Αναπληρωτής Διευθυντής του ΥΠΕΣ, με επιστολή του προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με οδηγίες του τότε Υπουργού Νεοκλή Συλικιώτη, εισηγήθηκε τη μετακίνησή της στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία για ενίσχυση της εκπροσώπησης του υπουργείου στο πλαίσιο τις ανάληψης της Προεδρίας. Η μετακίνησή της εγκρίθηκε και από τον καθ' ύλην αρμόδιο διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Το ίδιο τμήμα προέβη και στον υπολογισμό του τρόπου πληρωμής της. Το δε ΥΠΕΞ συμφώνησε με την απόσπαση. Όπως προκύπτει από την επιστολή Μιχαηλίδη προς Γεωργιάδη, τρία υπουργεία συμφωνία σαν σε μία παράνομη διοικητική πράξη.»

 

Στο μέσο και πάνω μέρος της σελίδας 7, βρίσκεται το κυρίως άρθρο. Αποτελείται από τον τίτλο τον, υπέρτιτλο και τον υπότιτλο, ενώ ακολουθεί το κείμενο του άρθρου, ως εξής:

 

«Την έστειλαν Βρυξέλλες και με προνόμια μόνιμου προσωπικού.

 

Παράνομη η απόσπαση

 

Ø  Η μετάθεση στο εξωτερικό υπαλλήλων «αορίστου χρόνου» δεν προβλέπεται στον Νόμο, υποδεικνύει ο Γενικός Ελεγκτής, συστήνοντας ταυτόχρονα τη διερεύνηση πιθανής κατάχρησης εξουσίας


Τις αμαρτίες της προηγούμενης Κυβέρνησης για μια παράνομη απόσπαση εργοδοτούμενης αορίστου χρόνου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στις Βρυξέλλες, καλείται να διορθώσει τάχιστα ο Υπουργός Οικονομικών ύστερα από επιστολή του Γενικού Ελεγκτή.

Η τοποθέτηση έγινε στις 2 Ιανουαρίου 2012 στο πλαίσιο των αναγκών της Κυπριακής Προεδρίας στην ΕΕ με ημερομηνία λήξης την 30ή Νοεμβρίου 2014, το τέλος αυτού του μήνα δηλαδή. Εν ολίγοις η τοποθέτηση της Α.Α. είχε ημερομηνία λήξης δύο χρόνια μετά το τέλος της Προεδρίας, όπως εύστοχα επισημαίνει στην επιστολή κόλαφο προς τον Χάρη Γεωργιάδη ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης. Η υπόθεση έγινε ξανά επίκαιρη ύστερα από καταγγελία μίας ομάδας δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται «επηρεαζόμενοι αγανακτισμένοι υπάλληλοι του Δημοσίου» με αφορμή αίτημα της εργοδοτούμενης για παράταση της απόσπασής της στις Βρυξέλλες για άλλον έναν χρόνο. Η Α.Α. επέστρεψε στην εργασία της στις 26 Οκτωβρίου μετά από άδεια μητρότητας.

Πού εδράζονται οι ξεκάθαρες παρανομίες και πώς αυτές μπορούν να «διορθωθούν»;

·           Πρώτον, όπως αναφέρει στην επιστολή του ο Γενικός Ελεγκτής, η ερμηνεία του όρου «τοποθέτηση» είναι αυθαίρετη και μη τεκμηριωμένη, αφού η μετάθεση εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου δεν προβλέπεται από τον Νόμο. Ενδεικτική της χαριστικής συμπεριφοράς που έτυχε η Α.Α. από την προηγούμενη Κυβέρνηση, είναι η εξής αναφορά του Οδυσσέα Μιχαηλίδη στην επιστολή: «Από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε με λειτουργό του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ΤΔΔΠ) πληροφορηθήκαμε ότι είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται το φαινόμενο εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου να υπηρετεί σε διπλωματική αποστολή, γεγονός που συνιστά πιθανή προνομιακή μεταχείριση, της υπό αναφορά λειτουργού». Σύμφωνα με την επιστολή ‑ καταγγελία των «επηρεαζομένων αγανακτισμένων υπαλλήλων του Δημοσίου» που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστολή Μιχαηλίδη, ο σύζυγος της εν λόγω υπαλλήλου υπήρξε οδηγός του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας.

Πάντως ο Γενικός Ελεγκτής, πέραν του άμεσου τερματισμού της παράνομης τοποθέτησης, ζητά από τον Υπουργό Οικονομικών και τη διερεύνηση πιθανής κατάχρησης εξουσίας από τα εμπλεκόμενα τμήματα ή υπουργεία.

·           Δεύτερον, όσον αφορά τον καθορισμό της μισθοδοσίας της Α.Α., η οποία κρίθηκε «ορθό» από τον διευθυντή ΤΔΔΠ να καθοριστεί στις 60.667 ευρώ, ως αντίστοιχη του επιτόπιου προσωπικού της Μόνιμης Αντιπροσωπείας, είναι αυθαίρετος κατά τον Γενικό Ελεγκτή και δεν βασίζεται σε κανέναν Νόμο. Η σωστή διαδικασία, υποδεικνύει, θα ήταν η παραίτησή της από αορίστου χρόνου και η εργοδότησή της στη βάση των νενομισμένων διαδικασιών πρόσληψης επιτόπιου προσωπικού στις Βρυξέλλες.

·           Τρίτον, μέρος του μισθού της μετατράπηκε σε αφορολόγητο γενικό επίδομα με αποτέλεσμα να καρπούται πρόσθετο όφελος 9.135 ευρώ ετησίως. Η σύσταση του Γενικού Ελεγκτή είναι να γίνουν λογιστικές διορθώσεις και να υποχρεωθεί σε πρόσθετες φορολογικές υποχρεώσεις και εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων.»

 

Στο δεξί άκρο της εν λόγω σελίδας φαίνεται αυτούσιο μέρος της επιστολής Τεκμήριο 9, σε κάποια σημεία είναι σβησμένο το επώνυμο της Ενάγουσας και κάτω από την εν λόγω επιστολή αναφέρονται τα εξής:


«Αυτό που ζητά ο Γενικός Ελεγκτής από τον Υπουργό Οικονομικών δεν είναι μόνο τον άμεσο τερματισμό της παράνομης, όπως την χαρακτηρίζει, τοποθέτησης, αλλά και τη λήψη διορθωτικών μέτρων που αφορούν τον τρόπο μισθοδοσίας της, καθώς ‑ επίσης παράτυπα ‑ της δόθηκαν προνόμια δημοσίου υπάλληλου.»

 

Αρχικά αξίζει να αναφέρω ότι αμφότερες οι μάρτυρες υπήρξαν αξιόπιστες και ανέλυσαν από τη δική τους οπτική τα ζητήματα που προκύπτουν από το ως άνω δημοσίευμα. Τα κύρια ζητήματα άλλωστε που παραμένουν επίδικα είναι νομικού περιεχομένου, ενώ κάθε μια από τις μάρτυρες, έδωσε και την δική της εκδοχή, ως προς το ηθικό, δεοντολογικό και νόμιμο.

 

Η Ενάγουσα σε πολλές περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα έντονη και ύψωνε τους τόνους, ζώντας έντονα τη διαδικασία. Παρά ταύτα ανέλυσε λεπτομερώς τις θέσεις της, εξηγώντας ποια σημεία των επίδικων δημοσιευμάτων δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, το παράπονο της από τους Εναγόμενους και τις συνέπειες των άρθρων.

 

Η Ενάγουσα σε σχέση με τα επίδικα ανάφερε στην γραπτή της δήλωση Έγγραφο Α ότι φαίνεται το όνομα της στο επίδικο δημοσίευμα και ειδικότερα στο μέρος της επιστολής το Γενικού Ελεγκτή, στο δεξί άκρο της σελίδας 7. Αναφέρεται σε μια σειρά από ψευδείς και ανυπόστατες αναφορές του δημοσιεύματος, ως εξής: ουδέποτε η τοποθέτηση της ήταν συνυφασμένη με την ανάληψη της Προεδρίας της Ε.Ε από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν ανεξάρτητη αυτής και διαρκούσε πολύ περισσότερο. Δεν ήταν έκτακτη υπάλληλος αλλά διοικητική λειτουργός αορίστου χρόνου, πριν την τοποθέτηση της στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ε.Ε (ΜΑΕΕ). Η ίδια όχι μόνο δεν ζήτησε να μεταβεί στις Βρυξέλες αλλά είχε αιτηθεί να παραμείνει στην Κύπρο, γιατί είχε μόλις αρραβωνιαστεί. Δεν λάμβανε υψηλότερες απολαβές, αλλά λιγότερα από αυτά που προβλέπονται στην κλίμακα της.

 

Κατά την αντεξέταση ρωτήθηκε για τις αναφορές επί των επίδικων δημοσιευμάτων που θεωρεί ψευδής. Απαρίθμησε αυτές, τις ψευδής κατά τη θέση της αναφορές. Συγκεκριμένα είπε ότι ο τίτλος, ήτοι το ότι ήταν παράνομη η απόσπαση, δεν αληθεύει. Η αναφορά ότι «τοποθετήθηκε στο πλαίσιο των αναγκών της Προεδρίας» και η τοποθέτηση ήταν αυθαίρετη επίσης δεν αληθεύει. Ούτε το ότι έτυχε χαριστικής συμπεριφοράς. Επιπλέον το ότι ο σύζυγος της ήταν οδηγός του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ίσχυε. Σε σχέση με τον σύζυγο της ξεκαθάρισε ότι ήταν πράγματι αστυνομικός, αλλά ήταν προσωπική φρουρά του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω και όχι του συγκεκριμένου Πρόεδρου της Δημοκρατίας.

 

Επανειλημμένως τόνιζε το κύριο της παράπονο: ότι δεν ερωτήθηκε για να θέσει την οπτική της ως προς τα ζητήματα που αφορά το δημοσίευμα. Δεν έχει ασχοληθεί, εξ όσων γνωρίζει, μαζί της η εφημερίδα ξανά.  Δεν μπορεί να γνωρίζει τις προθέσεις που οδήγησαν στη δημοσίευση των επίδικων άρθρων, αλλά για ηθικούς λόγους υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να ζητήσουν τις δικές της θέσεις. Παρά ταύτα θεωρώ κρίσιμη την εξής αναφορά της Ενάγουσας, η οποία συμπυκνώνει την εν λόγω θέση της:

 

«Το γεγονός όμως, ότι η εφημερίδα επέλεξε να αναπαράξει και να σχολιάσει και να εκφέρει απόψεις επί της έκθεσης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και να βασιστεί επίσης σε ανώνυμη καταγγελία, χωρίς να μου δοθεί το δικαίωμα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, πριν δημοσιευτούν, καταδεικνύει την πρόθεσή σας.»

 

Αναφορικά με τη ζημιά της, εκ των αναφορών του επίδικου δημοσιεύματος, στο Έγγραφο Α ισχυρίζεται ότι υπέστη βαρύτατη προσβολή της αξιοπρέπειας της, του ήθους και της τιμής της. Υπέστη άγχος και θλίψη, ενώ οδηγήθηκε σε διαζύγιο με τον σύζυγο της. Πολλοί συνάδελφοι της δεν της μιλούσαν, είχε χάσει κιλά, έβλεπε ελάχιστες ώρες το τέκνο της και κρυβόταν για να μην την δει να κλαίει. Αντεξεταζόμενη είπε ότι αν και δεν είχε κυρώσεις από τα δημοσιεύματα συνάδελφοι της ακόμα και σήμερα την αποκαλούν με ψευδώνυμα, ενώ κλήθηκε να αποδείξει τα αυτονόητα.

 

Συμπερασματικά η Ενάγουσα κατάφερε να καταδείξει ότι συγκεκριμένα στοιχεία που αναφέρονται στα επίδικα δημοσιεύματα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή έστω δεν αποδίδουν την ακριβή κατάσταση των πραγμάτων. Ως προς τις ζημιές που υπέστη, αν και είχε μια τάση υπερβολής, κατέδειξε ότι επηρεάστηκε η προσωπική και επαγγελματική της ζωή από τα επίδικα άρθρα. Υπήρξε ειλικρινής, αφού παραδέχθηκε ότι το δημοσίευμα είναι δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά όχι συμφέροντος. Τέλος τονιζόταν σε κάθε ευκαιρία ότι εκείνο που επιζητούσε ήταν να της δοθεί η ευκαιρία να πει και η ίδια την θέση της, ως προς το περιεχόμενο του δημοσιεύματος.

 

Η Εναγόμενη 2 όπως αναφέρει και στην γραπτή της δήλωση, Έγγραφο Β και δεν αμφισβητήθηκε, είναι δημοσιογράφος από το 1995. Παραδέχεται ότι είναι η συντάκτης του επίδικου δημοσιεύματος και ότι για να το συγγράψει στηρίχθηκε στα Τεκμήρια 8 και 9. Καταγράφει τα σημεία στα οποία προβαίνει σε σχόλιο, εξηγώντας μάλιστα που στηρίζεται το κάθε σχόλιο της. Εξηγεί γιατί δεν επικοινώνησε με την Ενάγουσα πριν δημοσιεύσει το άρθρο της και συγκεκριμένα ότι η επιστολή Τεκμήριο 9 δεν χρειαζόταν διασταύρωση, αφού προερχόταν από έρευνα στην οποία προέβη ο Γενικός Ελεγκτής, ενώ το Τεκμήριο 8 το αναφέρει ως την επιστολή στην οποία στηρίχθηκε ο Γενικός Ελεγκτής και όχι ως επιβεβαιωτική γεγονότων. Το Υπουργείο Εσωτερικών τοποθετήθηκε μετά τη δημοσίευση του Τεκμηρίου 1 και η Εφημερίδα δημοσίευσε αυτή του την τοποθέτηση (Τεκμήριο 7). Τέλος εξηγεί γιατί θεωρεί το θέμα του δημοσιεύματος ως δημοσίου συμφέροντος.

 

Ως σχόλια η Εναγόμενη 2 καταγράφει τον χαρακτηρισμό της απόσπασης της Ενάγουσας, ως παράνομης, στον τίτλο του επίδικου δημοσιεύματος, όπως και το ότι αποκάλεσε την επιστολή Τεκμήριο 8 ως κόλαφος. Το χαρακτηρισμό ως προκλητικής της μετακίνησης της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, την επομένη της μετατροπής της σε εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου. Ακόμα ως σχόλιο καθόρισε την αναφορά της στο ότι ο Υπουργός Οικονομικών καλείται να διορθώσει αμαρτίες της προηγούμενης κυβέρνησης και ότι η Ενάγουσα έτυχε χαριστικής συμπεριφοράς.

 

Αντεξεταζόμενη, ερωτήθηκε ως προς τα σχόλια στα οποία προέβη και που αυτά εδράζονταν. Εν πάση περιπτώσει το έντιμο του σχολίου, αν οι αναφορές της Εναγόμενης 2 ήταν προνομιούχες και αν επέδειξε κακοβουλία είναι νομικά ζητήματα που θα αναλυθούν κατωτέρω. Σε αυτό το στάδιο αρκεί να αναφερθεί ότι η Εναγόμενη 2 επέμεινε ότι τα όσα αφενός έγραψε στηρίζονταν στα Τεκμήρια 8 και 9 και τα όσα αφετέρου σχολίασε προέκυπταν κυρίως από το Τεκμήριο 9. Ήταν η θέση της ότι δεν υπήρχε κώλυμα να δημοσιευτεί το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9, ενώ είναι τις ενέργειες του δημοσίου που κάκιζε  και όχι της Ενάγουσας.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου η Εναγόμενη 2, ως δημοσιογράφος υποστήριξε τις βασικές θέσεις της υπεράσπισης. Ότι το δημοσίευμα αφορούσε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, τα σχόλια της στηρίζονταν στην επιστολή Τεκμήριο 9, δεν υπήρξε κακόπιστη και δεδομένου ότι η επιστολή προέρχετο από τον Γενικό Ελεγκτή δεν όφειλε να την διασταυρώσει. Σε τούτες τις θέσεις της η Εναγόμενη 2 ήταν σταθερή και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις. Παρά ταύτα οι αναφορές της αυτές άπτονται ουσιαστικά των επίδικων νομικών ζητημάτων, όπως θα αναλυθούν πιο κάτω. Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Εναγόμενος 3 δεν συμμετείχε στη σύνταξη και δημοσίευση του άρθρου.

 

Προκύπτουν λοιπόν τα εξής ευρήματα: Το επίδικο άρθρο δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα ιδιοκτησίας των Εναγόμενων 1, όπως συντάχθηκε από την Εναγόμενη 2. Ο Εναγόμενος 3 είναι ο κατά νόμο υπεύθυνος της εφημερίδας, αλλά δεν είχε ανάμειξη στη σύνταξη και δημοσίευση του επίδικου άρθρου. Το επίδικο άρθρο αναφέρεται στην Ενάγουσα, σε συγκεκριμένο σημείο μάλιστα, αναφέρεται το πρώτο γράμμα του ονόματος της μαζί με το επίθετο της. Στηρίχθηκε στις επιστολές Τεκμήρια 8 και 9, όπου αναφέρονται συγκεκριμένα γεγονότα, ενώ ενέχει και σχόλια της Εναγόμενης 2. Κάποια από τα αναφερόμενα στο επίδικο δημοσίευμα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως κατέδειξε με την μαρτυρία της η Ενάγουσα. Η Εναγόμενη 2 δεν επικοινώνησε με την Ενάγουσα για να λάβει την άποψη της πριν δημοσιεύσει το επίδικο άρθρο. Δεν καταδείχθηκε η όποια σχέση της Ενάγουσας με τους Εναγόμενους.  Λόγω του επίδικου άρθρου επηρεάστηκε η προσωπική και επαγγελματική ζωή της Ενάγουσας.

 

 

 

     I.        Δυσφήμιση

 

Το αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι κρίνεται ως πραγματικό ζήτημα αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται τη συνηθισμένη και φυσική τους έννοια. Για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου δεν λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος, ή τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου. Η θέση του Δικαστηρίου τεκμαίρεται ότι αποδίδει την αντίληψη του μέσου κοινού λογικού ανθρώπου[1]. Δικαστήρια που εκδικάζουν υποθέσεις χωρίς ενόρκους δεν είναι υποχρεωμένα να εκλάβουν τα δημοσιεύματα όπως οι μάρτυρες ενώπιον του τα ερμηνεύουν, αλλά με το δικό τους αντικειμενικό κριτήριο[2].

 

Εν προκειμένω δηλαδή δεν έχει σημασία αν η Εναγόμενη 2 στόχευε ή είχε πρόθεση να κακίσει τη στάση της Διοίκησης και όχι την Ενάγουσα. Εκ του δημοσιεύματος προκύπτουν τα εξής: Αρχικά φαίνεται το πρώτο γράμμα του ονόματος και το επίθετο της Ενάγουσας στο μέρος της επιστολής Τεκμήριο 9 όπως δημοσιεύεται δίπλα από το επίδικο δημοσίευμα. Άρα μπορεί να αναγνωριστεί ποιον αφορά η τοποθέτηση στη ΜΑΕΕ και δη την Ενάγουσα.

 

Το ίδιο το άρθρο δε αναφέρεται σε χαριστική συμπεριφορά υπέρ της Ενάγουσας, αυθαίρετο καθορισμό του μισθού της και αφορολόγητο γενικό επίδομα. Εκ των ως άνω δηλαδή ο μέσος λογικός άνθρωπος συνάγει ότι η Ενάγουσα υπήρξε ο λήπτης παράνομων ή έστω παράτυπων ωφελημάτων, με την εμπλοκή μάλιστα τριών Υπουργείων. Δίδεται η εντύπωση ότι τούτη η παρανομία και η χαριστική συμπεριφορά για την ίδια, προήλθε μέσω της διενέργειας παράνομων ενεργειών της Διοίκησης και κατάχρησης εξουσίας, θέτοντας την στον πυρήνα μιας πρωτοφανούς κατάχρησης εξουσίας για να εξυπηρετηθεί η ίδια και η επαγγελματική της καριέρα. Μάλιστα γίνονται συστάσεις στην επιστολή Τεκμήριο 9 και μεταφέρονται στο δημοσίευμα. Συστάσεις όπως τον τερματισμό της παράνομης τοποθέτησης της Ενάγουσας και διερεύνηση πιθανής κατάχρησης εξουσίας.  Επομένως στη βάση των ως άνω προκύπτει ότι το επίδικο δημοσίευμα επηρέασε με δυσμένεια την υπόληψη της Ενάγουσας στο επάγγελμα[3].

 

    II.        Η υπεράσπιση της αλήθειας

 

Όπως ορθά έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου η κα. Γεωργίου με τις αγορεύσεις της, είναι αρκετό ο εναγόμενος να αποδείξει ουσιωδώς την αλήθεια των ισχυρισμών- του. Για να επιτύχει υπεράσπιση της αλήθειας, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο έχει προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει το κεντρί (sting) των ισχυρισμών του και οι ένορκοι (εδώ το Δικαστήριο) θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος[4]. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται, ακόμη δηλαδή και εάν περιέχονται κάποιες ανακρίβειες, νοουμένου ότι οι ανακριβείς λεπτομέρειες δεν επιδεινώνουν, στην ουσία, το δυσφημιστικό χαρακτήρα του δημοσιεύματος[5].

 

Στην υπό κρίση υπόθεση οι αναφορές που απέδειξε η Ενάγουσα ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα είναι οι εξής: Ουδέποτε η τοποθέτηση της έγινε για να εξυπηρετήσει την ανάληψη της Προεδρίας της Ε.Ε από την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν ήταν έκτακτη υπάλληλος αλλά διοικητική λειτουργός αορίστου χρόνου, πριν την τοποθέτηση της. Δεν λάμβανε υψηλότερες απολαβές, αλλά όπως κατέδειξε λάμβανε μικρότερο ποσό από αυτό που λάμβανε κατά την παραμονή της σε Υπηρεσία εντός της Δημοκρατίας. Τα ως άνω αποτελούν ουσιώδεις αναντιστοιχίες με την αληθή εικόνα της εργοδότησης της Ενάγουσας. Σε τέτοιο βαθμό που τείνουν να καταδείξουν ότι από την τοποθέτηση της στη μόνιμη αντιπροσωπεία της Κύπρου στην Ε.Ε, επωφελήθηκε και μάλιστα με την συνεργασία διάφορων φορέων και κατάχρησης εξουσίας, ώστε να τύχει χαριστικής συμπεριφοράς. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε. Τουναντίον, όπως η Ενάγουσα ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, είχε μόλις αρραβωνιαστεί και δεν είχε λόγο να επιζητεί ανάληψη καθηκόντων στο εξωτερικό και μάλιστα χωρίς αύξηση των ωφελημάτων της. Δηλαδή η τοποθέτηση όπως την παρουσιάζει το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν επωφελής για την Ενάγουσα, ως το άρθρο υποδείκνυε, ούτε ήταν αποτέλεσμα δικής της επιδίωξης, ώστε να κινηθεί και διαδικασία κατάχρησης διαδικασίας για να την επιτύχει.

 

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι είναι ψευδή και μια σειρά άλλων γεγονότων επί του επίδικου δημοσιεύματος. Οι αναφορές, όμως, σε παράνομη και αυθαίρετη απόσπαση μπορούν να αποτελέσουν τη θέση, την τοποθέτηση, το σχόλιο της Εναγόμενης 2, όπως άλλωστε αποτέλεσαν και τη θέση του Γενικού Ελεγκτή, όπως μεταφέρθηκε στο επίδικο άρθρο.

 

Ακόμη και το ότι ο σύζυγος της ήταν οδηγός του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας αν και δεν ίσχυε, δεν ήταν ουσιωδώς αναληθής ο ισχυρισμός. Όπως η Ενάγουσα παραδέχθηκε ο σύζυγος της ήταν μέλος της προσωπικής φρουράς του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω και όχι του συγκεκριμένου Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Εκείνο που επιχειρείτο να καταδειχθεί μέσω της εκεί αναφοράς ήταν η σχέση του συζύγου της Ενάγουσας με την προηγούμενη κυβέρνηση, χωρίς να υπέχει ουσιαστική σημασία η ακριβής σύνδεση. Επομένως η ουσία, το κεντρί του εν λόγω ισχυρισμού ήταν αληθές.

 

Σε κάθε περίπτωση η νομολογία απαιτεί ότι για να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας θα πρέπει το κεντρικό σημείο του δημοσιεύματος να μην αλλοιώνεται. Εδώ το κεντρικό σημείο το δημοσιεύματος ότι δηλαδή η Ενάγουσα επωφελήθηκε από παράνομη τοποθέτηση της, έχει αποδειχθεί ότι δεν ίσχυε στην πραγματικότητα. Ούτε οι απολαβές ή τα ωφελήματα της αυξήθηκαν, ούτε συνέφερε στην Ενάγουσα να μεταβεί στην ΜΑΕΕ, σε εκείνο το χρονικό σημείο.

 

Οι ανακρίβειες που περιέχονται στο επίδικο δημοσίευμα επιδεινώνουν το δυσφημιστικό του χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η υπεράσπιση της αλήθειας να μην μπορεί να επιτύχει.

 

 

  III.        Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη

 

Οι Εναγόμενοι επικαλούνται το καθήκον τους, ως δημοσιογράφοι, να δημοσιεύουν προς το κοινό ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, ως η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη ορίζει[6].  Για να επιτύχει η εν λόγω υπεράσπιση, πέραν της απόδειξης ζητήματος δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει η δημοσίευση να μην έχει γίνει κακόπιστα[7].

 

Στην παρούσα ακόμα και η ίδια η Ενάγουσα παραδέχτηκε ότι το ζήτημα ήταν δημοσίου συμφέροντος. Και πράγματι ήταν. Το δημοσίευμα ουσιαστικά μετέφερε επιστολή (Τεκμήριο 9) του Γενικού Ελεγκτή προς τον Υπουργό Οικονομικών, με κοινοποίηση σε δύο άλλους υπουργούς, συνοδευόμενο από σχόλια της συντάκτριας. Στο Τεκμήριο 9 αναφέρεται σε διαδικασία που δεν προβλέπεται στο Νόμο και μάλιστα ο τρόπος με τον οποίο έγινε η τοποθέτηση της Ενάγουσας ήταν πρωτοφανής, δεικνύοντας πιθανή προνομιακή μεταχείριση. Ανευρίσκει στο Τεκμήριο 9 ο Γενικός Ελεγκτής κατάχρηση εξουσίας και καλεί στην λήψη διορθωτικών μέτρων και τερματισμό της καταβολής επιδομάτων.

 

Τούτα τα στοιχεία, όπως τίθενται στο Τεκμήριο 9, σαφώς και είναι δημοσίου ενδιαφέροντος. Καυτηριάζουν το πως λειτούργησαν συγκεκριμένες δημόσιες αρχές, ενώ καταδεικνύουν πιθανή χαριστική συμπεριφορά. Αναδεικνύουν μια πιθανή υπόθεση διαφθοράς, αφού αναφέρονται σε πιθανή προνομιακή μεταχείριση της Ενάγουσας, αλλά και σε σειρά ωφελημάτων που παρά το Νόμο της δόθηκαν. Η ευρύτερη κατηγορία της διαπλοκής συμφερόντων, άλλωστε έχει νομολογηθεί αποτελεί θέμα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος[8].  Φρονώ ότι τα γραφόμενα στο επίδικο δημοσίευμα άπτονταν ζητήματος δημοσίου ενδιαφέροντος, το οποίο οι Εναγόμενοι είχαν καθήκον να κοινοποιήσουν στο κοινό.

Η μόνη αναφορά της Εναγόμενης 2 στην επιστολή Τεκμήριο 8, είναι αυτή σε σχέση με τον σύζυγο της Ενάγουσας και την εργασία του ως οδηγός προηγούμενου Προέδρου της Δημοκρατίας. Η Εναγόμενη 2, όμως, ξεκαθαρίζει στο Τεκμήριο 8 ότι κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από τον Γενικό Ελεγκτή, θέτοντας το ζήτημα στην ορθή του πτυχή. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αυτός ο ισχυρισμός δεν επηρεάζει την ουσία, τον πυρήνα του δημοσιεύματος, αφού πράγματι ο σύζυγος της Ενάγουσας ήταν οδηγός αξιωματούχου της τότε κυβέρνησης, έτσι δεν μπορεί να κριθεί ως ουσιωδώς αναληθής.

 

Η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη λόγω κακοβουλίας. Δεν τέθηκε τίποτα ενώπιον μου που να δεικνύει ότι οι Εναγόμενοι είχαν την όποια έχθρα, ή έστω ιδιαίτερη σχέση ή κίνητρο για να δράσουν εναντίον της Ενάγουσας, δυσφημίζοντας την. Μόνο επιχείρημα επί του οποίου στηρίζει τη θέση περί κακοβουλίας η Ενάγουσα είναι το γεγονός ότι δεν της ζητήθηκε η άποψη της πριν την δημοσίευση.

 

Πράγματι όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 (β) του άρθρου 21 του Κεφ. 148,  θα πρέπει ο συντάκτης του δημοσιεύματος αν αυτό είναι αναληθές να είχε καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς. Όπως όμως έχει νομολογηθεί είναι οι περιστάσεις της κάθε υπόθεσης που αναδεικνύουν ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες που όφειλε να εκπληρώσει ο δημοσιογράφος και δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας[9]. Για δημοσίευμα που αντίγραφε μέρη πορίσματος, ως επίσημο έγγραφο, και κατέγραφε τα ακριβή αποτελέσματά του πορίσματος, αποφασίστηκε ότι ορθά δεν αποτάθηκαν οι συντάκτες στους επηρεαζόμενους για να λάβουν την άποψη τους[10]. Για δημοσίευμα που κατέγραφε γεγονότα όπως προέκυπταν από έκθεση του Κρατικού Χημείου, ήτοι κρατικού οργάνου, επίσης δεν κρίθηκε αναγκαία η αναζήτηση της άποψης των εκεί εφεσίβλητων[11]. Ανάλογη προσέγγιση έχει και το ΕΔΔΑ. Όταν δημοσιογράφοι υπηρετούν τον σκοπό της ενίσχυσης της δημόσιας συζήτησης, επί ζητημάτων δημοσίου συμφέροντος, μπορούν να στηριχθούν σε επίσημες αναφορές (official reports), χωρίς περαιτέρω έρευνα[12].

 

Η Εναγόμενη 2, λοιπόν, ως δημοσιογράφος είχε καθήκον να δημοσιεύσει, να κοινοποιήσει στο κοινό το περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Ελεγκτή, Τεκμήριο 9. Τις παρανομίες, τις παρατυπίες, την πιθανή προνομιακή μεταχείριση και την απόδοση ωφελημάτων μέσω κατάχρησης εξουσίας. Τούτη η επιστολή του Γενικού Ελεγκτή προς τον Υπουργό Οικονομικών, με κοινοποίηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Εξωτερικών, τη Γενική Λογίστρια και άλλους, σαφώς και αποτελεί επίσημο, δημόσιο έγγραφο. Μάλιστα εκ του περιεχομένου του προκύπτει η εναργής μελέτη του θέματος, με αναφορά στις σχετικές νομοθεσίες και διασταύρωση των πληροφοριών, όπως αναγράφονται στο Τεκμήριο 9. Ως τέτοιο δηλαδή δημόσιο έγγραφο η Εναγόμενη 2 μπορούσε να δημοσιεύσει το ακριβές του περιεχόμενο και συμπεράσματα, όπως έπραξε, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναζήτησης της θέσεως της Ενάγουσας. Επομένως δεν μπορεί να καταδειχθεί η όποια κακοβουλία των Εναγόμενων. Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη επιτυγχάνει.

 

Οφείλω να αναφέρω ότι δικογραφείται στην Υπεράσπιση η υπεράσπιση του έντιμου ρεπορτάζ[13]. Η υπεράσπιση αυτή, αν και ανήκει στην κατηγορία του προνομίου υπό επιφύλαξη, απαιτεί την απλή επαναδημοσίευση των όσων είχε ενώπιον του ο δημοσιεύσας και όχι την υιοθέτηση και διάνθιση τους[14]. Στην υπό κρίση περίπτωση η Εναγόμενη 2 όχι μόνο υιοθέτησε τις αναφορές επί του Τεκμηρίου 9, αλλά προέβη και σε σχόλια επ’ αυτών και τις διάνθισε με χαρακτηρισμούς όπως χαριστική συμπεριφορά, παράνομη τοποθέτηση και αμαρτίες της προηγούμενης κυβέρνησης. Επομένως η υπεράσπιση του ρεπορτάζ δεν μπορεί να επιτύχει.

 

  IV.        Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου

 

Όπως το Δικαστήριο ανηύρε και παραδέχονται οι διάδικοι, πέραν της μεταφορά μέρους των όσων αναφέρονταν στο επίδικο δημοσίευμα, υπήρξαν και σχόλια επ’ αυτών από την Εναγόμενη 2. Σε σχέση με αυτά εγείρεται η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου. Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου περιορίζεται στα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος που καλύπτουν, μεταξύ άλλων, και τη διαγωγή δημοσίων προσώπων[15]. Όπως έχει νομολογηθεί το δικαίωμα έντιμου σχολίου είναι ένα από τα βασικά δικαιώματα του ελεύθερου προφορικού και γραπτού λόγου και είναι ζωτικής σημασίας στην επικράτηση του δικαίου στο οποίο βασιζόμαστε για την προσωπική μας ελευθερία[16].  Οι σχετικές αρχές σε σχέση με την εν λόγω υπεράσπιση συγκεφαλαιώνονται στην Δρουσιώτης Μακάριος ν. Νικόλα Παπαδόπουλου [2012] 1 ΑΑΔ 102 ως εξής:

 

«Για να αποφασισθεί όμως τούτο, αυτή η δήλωση δεν πρέπει να εξετάζεται κατά απομόνωση από το υπόλοιπο κείμενο.

 

Όταν το σχόλιο βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται στη δήλωση, για να επιτύχει η υπεράσπιση πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα είναι αληθή. (Eteria Ellinike Ekdosis «Glafx Ltd» v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729). Όπου όμως δεν αποδεικνύονται όλα τα γεγονότα δεν αποτυγχάνει η υπεράσπιση αν η έκφραση γνώμης εξακολουθεί να είναι έντιμο σχόλιο με βάση τα γεγονότα εκείνα που αποδεικνύονται.

 

Όσον αφορά την έννοια του «έντιμου» τούτο σημαίνει ότι πρέπει να είναι η έκφραση της έντιμης και ειλικρινούς γνώμης του εναγομένου, έστω και αν αυτό μεταδίδει το νόημα ότι η διαγωγή του ενάγοντα ήταν ανέντιμη, ανειλικρινής ή υποκριτική. (Slim a.o. v. Daily Telegraph Ltd and Another [1968] 1 All E.R.497).»

 

Πρώτη προϋπόθεση για να επιτύχει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου είναι να στηρίζεται σε ουσιωδώς αληθή γεγονότα[17], αν όπως και στην προκείμενη περίπτωση, το δημοσίευμα αποτελείται από σχόλια και γεγονότα. Το ΕΔΔΑ τονίζει ότι ανακρίβειες επί γεγονότων μπορούν να γίνουν ανεκτές αν η δημοσίευση λαμβάνει χώρα με καλή πίστη και αφορά αμφιλεγόμενα ζητήματα[18].

 

Όπως αποφασίστηκε πιο πάνω τα γεγονότα του επίδικου δημοσιεύματος δεν μπορούν να κριθούν ως ουσιωδώς αληθή. Έχουν όμως ήδη κριθεί ως προνομιούχα. Στην Brent Walker Group v Time Out, [1991] 2 Q.B. 33 καθορίζεται ότι γεγονότα που κρίνονται ως προνομιούχα μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για έντιμο σχόλιο[19], ως ακολούθως:

 

«If the making of a statement on a privileged occasion is to entitle a commentator to treat as a fact what is not or may well not be a fact, then it seems to me that fairness to the subject of the (ex hypothesi defamatory) comment requires that the commentator should at least base his comment on a fair and accurate account of the occasion on which the statement was made

Αφού έχει κριθεί ότι τα γεγονότα που έθεσε η Εναγόμενης 2 στο επίδικο άρθρο καλύπτονταν από το προνόμιο υπό επιφύλαξη, μπορούν και τα σχόλια της να κριθούν ως έντιμα, όπως θα εξηγηθεί αμέσως. Η Εναγόμενη 2 προέβη στα εξής σχόλια:

Α.  Ο χαρακτηρισμός της τοποθέτησης της Ενάγουσας στη ΜΜΑΕ, ως παράνομης, σαφώς προκύπτει από την επιστολή Τεκμήριο 9, αφού στην σελίδα 3 αυτού γίνεται ρητή αναφορά, σε αυθαίρετη και μη τεκμηριωμένη τοποθέτηση, ενώ αμέσως πιο κάτω, ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρει ότι δεν προβλέπεται από Νόμο ή Κανονισμό της Δημόσιας Υπηρεσίας. Έτσι ο χαρακτηρισμός ως παράνομης της τοποθέτησης της Ενάγουσας, προκύπτει από το κείμενο του Τεκμηρίου 9 και δεν μπορεί να κριθεί ότι ήταν αυθαίρετος ή ανέντιμος. Τουναντίον μεταφέρει την ειλικρινή άποψη της Εναγόμενης 2, η οποία συνάδει με το κείμενο του Τεκμηρίου 9 και τις σχετικές αναφορές σε τοποθέτηση που δεν προβλέπεται σε Νόμο ή Κανονισμό.

Β. Η Εναγόμενη 2 χαρακτήρισε την επιστολή Τεκμήριο 9, ως κόλαφο. Από το σύνολο του δημοσιεύματος προκύπτει ότι αυτός ο χαρακτηρισμός έγκειται στο πλήθος παρανομιών και παρατυπιών που αποτυπώνονται στο Τεκμήριο 9 αλλά και τις σχετικές συστάσεις για αποκατάσταση τους. Η έννοια της λέξης κόλαφος, ως χαστούκι ή ως ταπεινωτική συμπεριφορά, δικαιολογείται από το τι ακολουθεί της εν λόγω αναφοράς της Εναγόμενης 2 στο επίδικο άρθρο. Ακολουθεί η έκθεση τριών παρανομιών όπως τις εκθέτει στο Τεκμήριο 9 ο Γενικός Ελεγκτής και τις συστάσεις επ’ αυτών, δικαιολογώντας έτσι το αυστηρό του χαρακτηρισμού.

Γ. Επίσης η Εναγόμενη 2 χαρακτηρίζει ως προκλητική τη μετακίνηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, την επομένη της μετατροπής της σε εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου. Η θέση αυτή της Εναγόμενης 2, αποτελεί τη γνώμη της, πάντα στη βάση της επιστολής Τεκμήριο 9. Θεωρεί προκλητικό αυτό που αναφέρεται στην πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 9, ότι δηλαδή η Ενάγουσα έγινε εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου και την επόμενη μέρα έγινε εισήγηση για να πάει στη ΜΑΕΕ, με τα ωφελήματα που αναφέρονται στην επιστολή ότι θα λάμβανε. Τούτη είναι η ειλικρινής της γνώμη την οποία στοιχειοθετεί με τα όσα αντιγράφει από το Τεκμήριο 9, όπως την παράνομη απόδοση απολαβών και ωφελημάτων αλλά και τη σύσταση για διόρθωση τους.

Δ. Ακόμα ως σχόλιο καθόρισε την αναφορά της στο ότι ο Υπουργός Οικονομικών καλείται να διορθώσει αμαρτίες της προηγούμενης κυβέρνησης. Το εν λόγω σχόλιο δικαιολογείται πλήρως αφενός από τις συστάσεις στις οποίες προβαίνει ο Γενικός Ελεγκτής στον Υπουργό Οικονομικών, και ουσιαστικά τον καλεί να διορθώσει συγκεκριμένες παρατυπίες ή παρανομίες, που είχαν λάβει χώρα από προηγούμενη κυβέρνηση. Ακόμα και η αναφορά της στην εμπλοκή τριών υπουργιών προκύπτει από το σώμα του Τεκμηρίου 9, αφού αυτό κοινοποιείται σε 2 και αποστέλλεται σε ακόμη 1 Υπουργό, ενώ μέσα από το κείμενο του δεικνύεται η εμπλοκή των Υπουργείων Οικονομικών, Εσωτερικών και Εξωτερικών. Δεν λειτούργησε λοιπόν ανέντιμα η Εναγόμενη 2 σε σχέση με τα σχόλια αυτά, αφού πέραν του ότι αποτελούν συμπεράσματα που αβίαστα εξάγονται από το σύνολο του κειμένου του Τεκμηρίου 9, ενέχουν και τη δική της άποψη.

Ε. Σε σχέση με την χαριστική συμπεριφορά υπέρ της Ενάγουσας, όπως την επικαλείται η Εναγόμενη 2, διαφωνώ με την κα. Μεττή η οποία στην αγόρευση της εισηγείται ουσιωδώς διαφορετική μεταφορά του Τεκμηρίου 9. Εν πρώτοις η αναφορά σε χαριστική συμπεριφορά αποτελεί σχόλιο και όχι μεταφορά του Τεκμηρίου 9. Άλλωστε τούτο προκύπτει και από το ίδιο το δημοσίευμα και τον τρόπο που το συνέταξε η Εναγόμενη 2, παραπέμποντας στο Τεκμήριο 9 για να αιτιολογήσει το σχόλιο της ως προς τη χαριστική συμπεριφορά.  Το εν λόγω σχόλιο στηρίζεται στις σχετικές αναφορές του Τεκμηρίου 9 σε πιθανή κατάχρηση εξουσίας και προνομιακή μεταχείριση, αλλά και παράνομη τοποθέτηση. Αυτή είναι η δική της άποψη, ότι αποτελούν χαριστική συμπεριφορά στην Ενάγουσα,  τα ωφελήματα που αυτή έλαβε, όπως τα αναλύει το Τεκμήριο 9.

Είναι άξιο να τονιστεί ότι η Εναγόμενη 2 αιτιολογούσε κάθε σχόλιο της, με αναφορά στο Τεκμήριο 9. Τα σχόλια, καθορίζονταν ως τέτοια ξεκάθαρα και συνοδεύονταν από την ανάλογη αναφορά στην επιστολή του Γενικού Ελεγκτή, το περιεχόμενο της οποίας καθηκόντως δημοσίευσε. Δεν παραποίησε τα λεγόμενο του Γενικού Ελεγκτή, ως η Ενάγουσα εισηγείται, αλλά προέβη σε σχετικά σχόλια στηριζόμενη στα όσα έθετε το Τεκμήριο 9 και μάλιστα υποδεικνύοντας τις σχετικές του αναφορές. Όταν προέβαινε σε δικό της συμπέρασμα το υποδείκνυε, χρησιμοποιώντας φράσεις όπως «όπως προκύπτει από την επιστολή» ή «ενδεικτική της χαριστικής συμπεριφοράς…είναι η εξής αναφορά». Η Εναγόμενη 2, λοιπόν δεν σύγχισε τον αναγνώστη και ήταν ξεκάθαρο στο άρθρο της ποιό από τα αναγραφόμενα αποτελούσε σχόλιο και ποιο μεταφορά των Τεκμηρίων 8 ή 9.  

Επιπλέον ο κύκλος των δημοσίων προσώπων δεν περικλείει μόνο τους πολιτικούς ή όσους ασχολούνται εν γένει με τα δημόσια πράγματα, αλλά περιλαμβάνει και πρόσωπα τα οποία ως εκ της θέσης και των ενεργειών τους μπορούν να υπαχθούν στη δημόσια σφαίρα[20]. Η Ενάγουσα μέσω της θέση της στη δημόσια υπηρεσία και δη ως διπλωμάτης, εμπίπτει εντός της κατηγορίας των δημοσίων προσώπων και θα πρέπει να ανέχεται πιο εύκολα τη δημόσια κριτική, ιδιαίτερα εφόσον η κριτική αφορούσε το επάγγελμα της[21]. Στις σύγχρονες άλλωστε δημοκρατικές κοινωνίες, όσοι επιχειρούν στη δημόσια σφαίρα, με οποιαδήποτε ιδιότητα, οφείλουν να αναμένουν έστω και αγενή σχολιασμό, αφού το δίκαιο του έντιμου σχολίου επιτρέπει τον υγιή σκεπτικισμό[22].

Ως προς τα ζητήματα της κακοβουλίας και αν το θέμα ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος, παρά τις αναφορές μου στην προηγούμενη ενότητα τονίζω τα ακόλουθα: Στο Τεκμήριο 9 γίνονται συστάσεις, μεταξύ άλλων για διερεύνηση πιθανής κατάχρησης εξουσίας και άμεσο τερματισμό της τοποθέτησης της Ενάγουσας. Η κατάχρηση εξουσίας από τον όποιοδήποτε την κατέχει είναι σαφώς ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Αφορά το κοινό και δικαιούται να ξέρει ποιος καταχράται την εξουσία που του δίδεται με τα λεφτά του φορολογούμενου. Έγκειται στην ευρύτερη κατηγορία της διαπλοκής συμφερόντων που όπως έχει νομολογηθεί αποτελεί θέμα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος[23], για το οποίο η Εναγόμενη 2 εξέφρασε την έντιμη και ειλικρινή της γνώμη.

Κατά τα άλλα η εμβέλεια της κακοβουλίας σε σχέση με έντιμα σχόλια έχει στενέψει σημαντικά[24]. Καμία έχθρα ή διαφορά εξαιτίας της οποίας θα προέβαινε σ' αυτό το δημοσίευμα η Εναγόμενη 2 δεν καταδείχθηκε. Η Εναγόμενη 2 λόγω του καθήκοντος της ως δημοσιογράφου προέβη στα εν λόγω σχόλια, για να κακίσει, να καυτηριάσει τους χειρισμούς της διοίκησης, παρά για να σπιλώσει το όνομα της Ενάγουσας. Εξάγεται από το σύνολο του δημοσιεύματος της, ότι εκείνο που σχολιάζει έστω δεικτικά σε κάποιες περιπτώσεις είναι την μη τήρηση των νόμων και των κανονισμών, ως επήλθαν στην γνώση της μέσω της επιστολής Τεκμήριο 9, έστω και αν δεικνύεται χαριστική συμπεριφορά για την Ενάγουσα. Στη βάση των ως άνω η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου επιτυγχάνει.

Με την επιτυχία των υπερασπίσεων του προνομίου υπό επιφύλαξη και του έντιμου σχολίου, κρίνεται ότι η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει. Η αγωγή απορρίπτεται. Δεν καταδείχθηκε λόγος τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον της Ενάγουσας και υπέρ των Εναγόμενων, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή

 



[1] Γαληνιώτης Ελευθέριος ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ και Άλλης [2011] 1 ΑΑΔ 474

[2] Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. [1963] 2 C.L.R. 290

[3] Άρθρο 17 (1) (γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (ΚΕΦ.148)

[4] Eκδόσεις Aρκτίνος ν. Δώρου Γεωργιάδη [2011] 1 ΑΑΔ 407, Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd and Another [2002] 4 All E.R. 732

[5] ΡΙΚ ν. Καψός [2009] 1 Β Α.Α.Δ. 1175, Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. v. Κωνσταντης Καντουνας κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ.320/2014, 328/2014, 24/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:A268

[6] Άρθρο 21 (1) (α) του Κεφαλαίου 148, Δρουσιώτης Μακάριος ν. Νικόλα Παπαδόπουλου [2012] 1 ΑΑΔ 102

[7] Αντώνη Χατζήγιαννη v. Pitsillides Trading Co Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2014, 22/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:A177

[8] Δρουσιώτης Μακάριος ν. Νικόλα Παπαδόπουλου [2012] 1 ΑΑΔ 102

[9] Brainvibes Ltd κ.α. v. Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2014, 11/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:A187

[10] Ο.π.π.

[11] Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Thamira Food Manufactures Ltd [2012] 1(Γ) Α.Α.Δ. 2276

[12] Bladet Tromsø and Stensaas v. Νορβηγίας, 21980/93, 20/05/1999, παρ. 66, Verlagsgruppe Droemer Knaur Gmbh & Co. KG v. Γερμανίας 35030/13, 19/10/2017, παρ. 45

[13] Παρ. 29 της Υπεράσπισης

[14] Πολυβίου, Το σύγχρονο δίκαιο της δυσφήμισης, Λευκωσίας 2013, σελ. 216 και 253 και Galloway v. Telegraph Group Ltd, [2004] EWHC 2786 (QB), [2004] All E.R. (D) 33.

[15] Papastratis v. HadjiEfthymiou a.o. [1986] 1 C.L.R. 905

[16] Οπ. π.π. υποσημ. 4

[17] Ο.π.π.

[18] Δρουσιώτης ν. Κύπρου, 42315/15, 05/07/2022, παρ. 58 και Țiriac v. Ρουμανίας, 51107/16, 30/11/2021, παρ. 96

[19] Βλ. και Πολυβίου, Το σύγχρονο δίκαιο της δυσφήμισης, Λευκωσίας 2013, σελ. 216 και 253

[20] Δρουσιώτης κ.ά. ν. Παπασάββα, Πολ.εφ.236/11, 6.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A158

[21] Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου [2007]1Β Α.Α.Δ. 856,

[22] Branson v Bower [2001] EWHC QB 460

[23] Ο.π.π. υποσημ. 8

[24] Πετρίδης Ανδρέας ν. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ και Άλλων [2013] 1 ΑΑΔ 1464


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο