ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον:  Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

 

                                                                                            Αρ. Αγωγής: 1998/2015

 

   Μεταξύ:

 

Koupparis Christos & Associates L.L.C.

 

  Ενάγουσα

 

-και-

 

1.    Ιφιγένειας Στυλιανού

2.    Ιωάννας Παπαζαχαρίου

 

Εναγόμενων

 

 

Εκδίκαση προδικαστικού σημείου

 

 

Ημερομηνία: 12/1/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/ Καθ’ ης η αίτηση: κα. Ορφανίδου

Για Εναγόμενες/ Αιτήτριες: κ. Χατζησέργης

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την αγωγή της η Ενάγουσα αξιώνει €12.395,84, για παράβαση συμφωνίας και/ή αδικαιολόγητο πλουτισμό των Εναγόμενων. Στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείται ότι η Ενάγουσα ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών επιμέτρησης ποσοτήτων και ο διευθυντής της ήταν κατά τους επίδικους χρόνους εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ. Παρείχαν σχετικές υπηρεσίες στις Εναγόμενες και οι τελευταίες δεν κατέβαλαν τα ποσά δύο τιμολογίων, από το άθροισμα των οποίων προκύπτει το αξιούμενο ποσό.

Στην Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενες πέραν της προδικαστικής ενστάσεως, η οποία θα εξεταστεί κατωτέρω, υποστηρίζουν αδικαιολόγητες χρεώσεις, πλημμέλειες στην εργασία της Ενάγουσας και καθυστερήσεις, οι οποίες δεν συνυπολογίστηκαν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν. Αξιώνουν, δε, με ανταπαίτηση, ποσό €7.927, το οποίο κατέβαλαν στην Ενάγουσα.

Ως ο Κανονισμός 4 των Περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοι) (Τροποποιητικοι) (Αρ. 1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει, εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει οδηγίες προς εξέταση ενδιάμεσης αίτησης, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Στην παρούσα εγείρεται με την Υπεράσπιση των Εναγομένων ότι η Ενάγουσα δεν ήταν εγγεγραμμένη ως Εταιρεία Μελών δυνάμει του σχετικού Νόμου του ΕΤΕΚ, με αποτέλεσμα η αξίωση της να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία (παρ. 2 της Υπεράσπισης). Υποστηρίζεται περαιτέρω η ακυρότητα της σύμβασης μεταξύ των μερών λόγω της μη εγγραφής στο σχετικό Μητρώο (παρ. 3 της Υπεράσπισης). Προκύπτει ότι η εν λόγω προδικαστική ένσταση αφορά νομικό ζήτημα, ήτοι την ερμηνεία των διατάξεων του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (224/1990) (στο εξής «ο Νόμος»). Η απόφαση επί του εν λόγω σημείου καθίσταται καίρια τόσο για την τύχη της αγωγής, όσο και για την επίλυση ενός από τα επίδικα ζητήματα. Προς τον σκοπό αυτό τα μέρη συμφώνησαν σε κείμενο παραδεκτών, περιορίζοντας τα επίδικα θέματα και  δίδοντας την ευχέρεια στο Δικαστήριο να εξετάσει πριν την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής, το ως άνω νομικό ζήτημα, ως η Δ.28 Θ. 2 επιτρέπει.

Τα παραδεκτά γεγονότα έχουν ως εξής:

1.                Ο διευθυντής της Ενάγουσας επ' ονόματι Χρίστος Κουππαρής είναι εγγεγραμμένο μέλος στο ΕΤΕΚ, στον κλάδο της Επιμέτρησης και Εκτίμησης Γης, στην επιμέτρηση, από τις 30/06/1993 με αριθμό μητρώου [ ].

 

2.            Κατά ή περί την 11/02/2010 η Ενάγουσα, η οποία αποτελεί νομίμως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών εταιρεία και οι Εναγόμενες, υπέγραψαν συμφωνία παροχής υπηρεσιών επιμέτρησης ποσοτήτων μεταξύ τους.

 

3.                Την 11/02/2010 οι Εναγόμενες, κατόπιν γραπτής προσφοράς από πλευρά της Ενάγουσας, αποδέχτηκαν εγγράφως όπως τους παρασχεθούν υπηρεσίες επιμετρήσεων ποσοτήτων.


4.           Η Ενάγουσα από την 14/06/2017 έχει εγγραφεί στο Μητρώο Εταιρειών Μελετών ΕΤΕΚ, για το έτος 2017 και δύναται να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον Κλάδο Επιμέτρησης και Εκτίμησης Γης, στην επιμέτρηση. Προηγουμένως δεν ήταν εγγεγραμμένη σε οποιοδήποτε μητρώο. 


5.           Η Ενάγουσα κατά τον επίδικο χρόνο ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης και οι εργασίες που πρόσφερε η Ενάγουσα στις Εναγόμενες, κατά τον επίδικο χρόνο, υπάγονται σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης.


6.           Η αξίωση της Ενάγουσας, βασίζεται στο τιμολόγιο με αριθμό 2013/
L0018 ημερομηνίας 19/02/2013 και στο τιμολόγιο με αριθμό 2014L001, ημερομηνίας 27/01/2014, των οποίων οι Εναγόμενες παραδέχονται μόνο την έκδοση και τίποτα περισσότερο.

 

7.           Οι Εναγόμενες κατέβαλαν το ποσό των €2.998 πλέον 17% ΦΠΑ, σύνολο €4.677 κατά ή περί τη 19/03/2012. Οι Εναγόμενες, κατέβαλαν επίσης το ποσό των €3.250, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ τη 13/03/2013.

 

Η Διαταγή 27 Θεσμός 1 θεσμοθετεί την αρχή ότι κάθε διάδικος μπορεί να εγείρει στην αγωγή του νομικά σημεία, τα οποία μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Δίδεται, δε η ευχέρεια στο Δικαστήριο, στη βάση του Θεσμού 2 ακόμα και να απορρίψει αγωγή ή να εκδώσει σχετικό διάταγμα στην βάση της απόφασης του, ως προς το νομικό αυτό σημείο. Η απαίτηση του Θεσμού 1 για διακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς ασάφειες, ώστε να καθίσταται εφικτή η εκδίκαση του εγειρόμενο νομικού ζητήματος, επετεύχθη στην παρούσα μέσω των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων.

Εκείνο λοιπόν που καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο είναι αν το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν ήταν εγγεγραμμένη στο ΕΤΕΚ, αφενός καθιστούσε τη συμφωνία μεταξύ των μερών άκυρη και αφετέρου της επέτρεπε να εισπράξει αμοιβή από τις Εναγόμενες. Τούτο μπορεί να αποφασιστεί μέσα από την ερμηνεία του Νόμου και των εκάστοτε τροποποιήσεων αυτού πριν και κατά τον επίδικο χρόνο.

Όπως είναι παγίως νομολογημένο οι νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, εκτός όπου αυτό είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του νόμου, ή αν αυτό το νόημα θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα. (Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας [1991] 4 Α.Α.Δ. 1142, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) [2011] 3 ΑΑΔ 683, Marabou Floating Restaurant Ltd v. Council of Ministers [1973] 3 C.L.R. 397)

Αρχικά αξίζει να αναφερθεί ότι όπως προκύπτει τόσο από τα παραδεκτά όσο και από τα δικόγραφα, οι υπηρεσίες που προσφέρθηκαν από την Ενάγουσα, αποτελούσαν υπηρεσίες του κλάδου της μηχανικής επιστήμης. Συγκεκριμένα έγινε παραδεκτό ότι ο διευθυντής της Ενάγουσας είναι εγγεγραμμένο μέλος στο ΕΤΕΚ, στον κλάδο της Επιμέτρησης και Εκτίμησης Γης, στην επιμέτρηση. Τούτος ο κλάδος περιέχεται στο άρθρο 2 κάτω από τον ορισμό του «κλάδου μηχανικής επιστήμης», στο σημείο «θ». Αυτή του η εγγραφή δικογραφείται στην παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης. Έγινε ακόμη παραδεκτό ότι η Ενάγουσα κατά τον επίδικο χρόνο ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης και οι εργασίες που πρόσφερε, κατά τον επίδικο χρόνο, υπάγονται σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι επίδικες υπηρεσίες ανήκουν σε κλάδο μηχανικής επιστήμης, ως τον ορίζει ο Νόμος.

Ως Εταιρεία Μελετών ορίζεται μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 101(Ι)/2012, «η ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης συγκροτούμενη από ένα ή περισσότερα μέλη, της οποίας η εγγραφή ως Εταιρείας Μελετών γίνεται αποδεκτή από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6Β».

Συμφωνώ με την κα. Ορφανίδου ότι το άρθρο 6  (Α) του Νόμου ως ίσχυε κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης έδιδε ευχέρεια και δεν υποχρέωνε εταιρεία να εγγραφεί στο μητρώο. Μάλιστα επέτρεπε οι ιδιοκτήτες της εταιρείας να λειτουργούν ή να φέρονται με επαγγελματική επωνυμία διαφορετική από τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Έτσι δεν υφίστατο κώλυμα και η Ενάγουσα είχε την ευχέρεια να συμβληθεί με τις Εναγόμενες, χωρίς να καθίσταται άκυρη ή παράνομη η επίδικη συμφωνία.  Η υποχρέωση εγγραφής εταιρείας στο Μητρώο εισήχθη με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 101(Ι)/2012, ο οποίος δημοσιεύτηκε την 6/7/2012, δηλαδή μετά την υπογραφή της συμφωνίας των μερών, αλλά πριν την έκδοση των επίδικων τιμολογίων.

Παρ’ όλα αυτά το άρθρο 25 (5) προνοεί ότι:

«Κανένας δε δικαιούται να εισπράξει οποιαδήποτε αμοιβή για υπηρεσίες που προσέφερε υπό την ιδιότητα του ως επιστήμονας μηχανικός, εκτός αν είναι εγγεγραμμένος δυνάμει του παρόντος Νόμου και δεν του επιβλήθηκε η δυνάμει του άρθρου 23(1)(γ) ποινή της αναστολής»

Το εν λόγω άρθρο ήταν σε ισχύ σε όλους τους επίδικους χρόνους. Το άρθρο 25 (5) του Νόμου καθορίζει ως επίδικο τον χρόνο πληρωμής, είσπραξης της αμοιβής και όχι τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Σαφώς αναφέρεται σε είσπραξη αμοιβής για υπηρεσίες επιστήμονα μηχανικού που έχουν ήδη προσφερθεί. Δεν αναφέρεται ποσώς σε συμφωνία, τους όρους αυτής ή τον χρόνο υπογραφής της, παρά μόνο στην είσπραξη, την πληρωμή της αμοιβής.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως το άρθρο 25 (5) του Νόμου ορίζει, επίδικος καθίσταται ο χρόνος έκδοσης των τιμολογίων ήτοι ο Φεβρουάριος του 2013 και ο Ιανουάριος του 2014. Αν και ο Νόμος επέτρεπε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης να τεθεί η Ενάγουσα ως το μέρος που θα προσέφερε τις υπηρεσίες επιμέτρησης, αφού την διαχειριζόταν μέλος του ΕΤΕΚ, κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων τιμολογίων, δεν επιτρέπετο η είσπραξη εκ μέρους της. Ειδικότερα μετά την τροποποίηση στο Νόμο, όπως επήλθε από τον 101(Ι)/2012, οι Εταιρείες που προέβαιναν σε συμφωνίες θα έπρεπε να είναι εγγεγραμμένες στο ΕΤΕΚ. Η Ενάγουσα εγγράφηκε εκεί μόλις το 2017. Το άρθρο 25 (5) του Νόμου απαγορεύει την είσπραξη αμοιβής από μη μέλος του ΕΤΕΚ. Άρα κατά την έκδοση του τιμολογίου, η Ενάγουσα, ως μη μέλος, δεν δικαιούτο να εισπράξει την επίδικη αμοιβή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικότητας, καθώς το μόνο που συζητείται είναι η είσπραξη αμοιβής από την Ενάγουσα. Ο επίδικος χρόνος πληρωμής (time of payment) καθορίζεται από τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη σύμβαση (βλ. Chitty on Contracts, 2017, παρ. 44-298). Επίδικος χρόνος της είσπραξης όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου παραδεκτά γεγονότα, ήταν η έκδοση τιμολογίων από την Ενάγουσα. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι με την εγγραφή της το 2017 θεραπεύτηκε η εν λόγω παράβαση και της επιτρέπετο να εισπράξει, καθώς επίδικος χρόνος καθίσταται αυτός που απαίτησε είσπραξη, μέσω δηλαδή των τιμολογίων, ενώ η Ενάγουσα από το 2015 έχει καταχωρήσει την υπό εξέταση αγωγή επιζητώντας αμοιβή χωρίς να είναι εγγεγραμμένη.  

Επομένως επίδικος χρόνος καθίσταται ο Φεβρουάριος του 2013, ενόσω δηλαδή ήταν σε ισχύ η τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 101(Ι)/2012. Η τροποποίηση αυτή απαγόρευε τόσο την παροχή υπηρεσιών (βλ. άρθρο 25 (1) του Νόμου) όσο και την είσπραξη (άρθρο 25 (5) του Νόμου) από μη εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ. Η Ενάγουσα, λοιπόν, επιζητεί αμοιβή με την έκδοση τιμολογίων το 2013 και 2014, χωρίς να ήταν τότε εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ, κάτι που ρητώς απαγορεύει το άρθρο 25 (5) του Νόμου.

Στη βάση των πιο πάνω η Ενάγουσα αν και δύνατο να συνομολογήσει την επίδικη σύμβαση με τις Εναγόμενες το 2010, δεν δικαιούτο να εισπράξει την όποιαδήποτε αμοιβή το 2013 και 2014.

Συνεπώς η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της Ενάγουσας και υπέρ των Εναγόμενων.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο