ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Α. Λουκά Ε.Δ

 

Αρ. Αγωγής: 2687/2014

 

Μεταξύ:

         Μιχαήλ Παπαγεωργίου

Ενάγοντα

ν.

 

Γενικού Εισαγγελέα

Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 5/2/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

 

Για Ενάγοντα: κ. Λ. Λουκαίδης, κ. Σ. Αγγελίδης και κ. Β. Κοντογιάννης.

Για Εναγόμενο: κ. Χρ. Τσεκούρας.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η δημοσίευση της επιστολής με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαυσε τον Ενάγοντα, από τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας, αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρηση της υπό εξέταση αγωγής. Ειδικότερα ο Ενάγων υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της εν λόγω επιστολής αποτελούν επιζήμια ψευδολογία εις βάρος του. Ο Εναγόμενος αντιτείνει ότι αφενός τα όσα καταγράφονται στην επιστολή είναι αληθή και στηρίζονταν σε συγκεκριμένα γεγονότα και αφετέρου ότι στόχος του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν να καταδείξει αποδοκιμασία συγκεκριμένων επεισοδίων που επεσυνέβησαν και τη βούληση του για επίλυση σχετικών προβλημάτων, παρά να ζημιώσει τον Ενάγοντα.

 

Η ως άνω αποτελεί ουσιαστικά τη διαφορά των αντιδίκων, όπως αποτυπώνεται στα δικόγραφα. Ό,τι περαιτέρω αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης είναι ότι οι ισχυρισμοί επί της επιστολής ήταν κακόβουλοι, ενώ δημιούργησαν ζημιά στον Ενάγοντα μέσω της απώλειας της θέσεως του Αρχηγού της Αστυνομίας. Η απαίτηση για ειδικές αποζημιώσεις αποσύρθηκε από τους δικηγόρους του Ενάγοντα την 8/6/2023. Είναι σημαντικό ότι ως προς τη ζημιά που προκλήθηκε στον Ενάγοντα, στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης δικογραφείται ότι αυτή έγκειται σε απώλεια της θέσεως του Αρχηγού της Αστυνομίας και της δυνατότητας εύρεσης άλλης εργασίας. Στην υπεράσπιση καταγράφονται μια σειρά γεγονότων και δεδομένων, όπως θα αναλυθούν κατωτέρω, τα οποία δικαιολογούσαν, κατά τον Εναγόμενο, την απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας και το περιεχόμενο της επιστολής του. Δεν καταχωρήθηκε απάντηση.

 

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

Α. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την επιστολή του ημερομηνίας 27/3/2014 (Τεκμήριο 5) έπαυσε τον Ενάγοντα από τη θέση που κατείχε ως Αρχηγός της Αστυνομίας.

Β. Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 δημοσιεύτηκε ευρέως στον τύπο των επόμενων ημερών (Τεκμήριο 13).

Γ. Ο Ενάγων ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης από το 1973, ενώ από το 2009 υπηρετούσε ως Αρχηγός της Αστυνομίας.

Δ. Την 26/3/2014 είχαν λάβει χώρα επεισόδια σε ημερίδα του ΤΕΠΑΚ στην παρουσία του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Η Αστυνομία είχε ειδοποιηθεί από το ΤΕΠΑΚ για την ημερίδα, αλλά και τη διενέργεια άλλης εκδήλωσης του Εθνικού Λαϊκού Μετώπου, στον ίδιο χώρο.

Τα ως άνω ως παραδεκτά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Ως επίδικα, παραμένουν ή αναδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Α. Ως κύριο επίδικο και κεντρικό ζήτημα της εξέτασης και αντεξέτασης των μαρτύρων, αναδείχθηκε το αν περιείχε ψευδής ισχυρισμούς το Τεκμήριο 5. Οι σχετικοί ισχυρισμοί αποτελούνται από 3 σημεία, επί των οποίων ακούστηκε μαρτυρία και κατατέθηκαν τεκμήρια. Αυτά είναι τα εξής:

     I.        Η ευθύνη του Ενάγοντα ως προς τα επεισόδια στην ημερίδα του ΤΕΠΑΚ την 26/3/2024,

    II.        ο σεβασμός του σε θεσμικά όργανα και

  III.        η κατ’ ισχυρισμό πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του σε σχέση με το σοβαρό έγκλημα και την πραγματική ασφάλεια των πολιτών.

Β. Ως επίδικο ζήτημα επίσης αναδείχθηκε η κατ’ ισχυρισμό κακοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατία και αν ζημιώθηκε ο Ενάγων.

Κατέθεσαν επ’ ακροατηρίω για τον Ενάγων, πέραν του ιδίου, ακόμα τέσσερις μάρτυρες. Για τον Εναγόμενο κατέθεσαν δύο μάρτυρες. Δεν θα παραθέσω με λεπτομέρεια τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Έχω ακόμα αναγνώσει τις ικανές γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και αναφορά σε αυτές θα γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Προχωρώ, λοιπόν, στην αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα[1].

 

Πρώτος και κύριος μάρτυρας ήταν ο Ενάγων (ΜΕ 1), ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση, το Έγγραφο Α. Είχε έντονο το αίσθημα της αδικίας, το οποίο εξέφραζε με μακροσκελείς απαντήσεις και συναισθηματισμό. Είναι όμως γεγονός ότι για κάθε θέμα που ερωτάτο ή ανέπτυσσε ήταν εκτενής, επεξηγηματικός και έδιδε την δική του οπτική. Οι απαντήσεις του ήταν τεκμηριωμένες και βοήθησε το Δικαστήριο να αντιληφθεί τα επίδικα ζητήματα. Δεν μπορώ όμως να μην σημειώσω ότι σε πολλές περιπτώσεις, το πως ο ίδιος αντιμετώπιζε ή έκρινε καταστάσεις, ευλόγως εκλαμβανόταν διαφορετικά από τα πρόσωπα που επηρεάζονταν ή ακόμα και τρίτους, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω.

Ειδικότερα, ο Ενάγων αναφέρθηκε στην άμεμπτη καριέρα του, για να καταδείξει την ευσυνειδησία του. Αντεξεταζόμενος μάλιστα κατέδειξε ότι μετά από εξετάσεις εντάχθηκε στο σώμα, για να σταδιοδρομήσει εκεί για 41 έτη. Σε μεταγενέστερο στάδιο αναφέρθηκε στη γνώση ξένων γλωσσών που τον καθιστούσε τουλάχιστον χρήσιμο και σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό.

Επεξήγησε λεπτομερώς το τι επεσυνέβη την 26/3/2014 και τα επεισόδια που είχαν έγιναν κατά την ημερίδα του ΤΕΠΑΚ. Ο ίδιος είπε ότι μέχρι την έναρξη των επεισοδίων, όταν και ενημερώθηκε, δεν είχε καν γνώση για την εκδήλωση. Παρά το γεγονός ότι είχαν σταλεί σχετικές επιστολές προς τον ίδιο (Τεκμήρια 1 και 2), το Γραφείο Επιχειρήσεων της Αστυνομίας τις διένειμε στην υπεύθυνη αστυνομική διεύθυνση, έστω και αν απευθύνονται στον ίδιο τον Αρχηγό. Επεξηγήθηκε επαρκώς ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας λαμβάνει μόνο όσες επιστολές κριθεί ότι θα πρέπει να του υποδειχθούν. Τις υπόλοιπες τις αποστέλλει στις αρμόδιες αστυνομικές διευθύνσεις, ώστε να λάβουν μέτρα σχετικά. Θα ήταν άλλωστε αδύνατο, μεταξύ όλων των λειτουργιών, καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του, ο Αρχηγός να επιλαμβάνεται και να απαντά κάθε επιστολή που παραλαμβάνεται.

Η επιστολή Τεκμήριο 2 έχει ημερομηνία την 26/3/2014 και έθετε εις γνώση της Αστυνομίας ότι το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο θα προέβαινε σε εκδήλωση διαμαρτυρίας έξωθεν του χώρου που θα γινόταν η εκδήλωση του ΤΕΠΑΚ με παριστάμενο τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Ο Ενάγων την προηγούμενη μέρα είχε πλήρες πρόγραμμα, από το πρωί στη δοξολογία της 25ης Μαρτίου,  ενώ το βράδυ μέχρι τα ξημερώματα της 26/3/2014 περιόδευσε σε Αστυνομικούς Σταθμούς. Αφού ολοκλήρωσε τις επισκέψεις του σε Αστυνομικούς Σταθμούς κατέληξε σπίτι του περί τις 5:15 της 26/3/2014 και θα ήταν εκτός υπηρεσίας την υπόλοιπη μέρα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ενημερώθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ότι είχαν επισυμβεί έκτροπα στο χώρο της εκδήλωσης του ΤΕΠΑΚ. Τότε έδωσε οδηγίες για να ανακληθεί προσωπικό, να σταλούν ενισχύσεις, αλλά και να μεταβεί ο ίδιος ο Βοηθός Αρχηγός στη Λεμεσό.

Τα εν λόγω επεισόδια έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα στα ΜΜΕ. Ο Ενάγων προετοίμασε δημοσιογραφική διάσκεψη την 27/3/2014, την ανέβαλε με παράκληση του Υπουργού και τελικώς παύτηκε με την επιστολή Τεκμήριο 5 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στο κείμενο του Τεκμηρίου 5 διαβάζουμε:

«Φίλε Αρχηγέ,

Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Λεμεσό, αλλά και σωρεία άλλων πράξεων και παραλείψεων που προηγήθηκαν της εκδήλωσης αυτής, με οδήγησαν στην απόφαση για άμεση παύση σας από τη θέση του Αρχηγού της Αστυνομίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Στην απόφαση μου, έλαβα σοβαρά υπόψη την κατ’ επανάληψη από μέρους σας απουσία σεβασμού προς αποφάσεις θεσμικών οργάνων της Δημοκρατίας, όπως αποφάσεις των Δικαστηρίων και των υποδείξεων της Επιτρόπου Διοικήσεως. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση μου διαδραμάτισε και η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων σας, που αφορούν την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την προαγωγή της πραγματικής ασφάλειας του πολίτη.

Σας ευχαριστώ για τις μέχρι σήμερα υπηρεσίες σας στην Αστυνομία».

 

Ως προς το κύριο ζήτημα της εκδήλωσης στη Λεμεσό, όπου έγιναν επεισόδια, προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο Ενάγων ήταν εκτός υπηρεσίας την εν λόγω μέρα. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 26/3/2014 επισκεπτόταν αστυνομικά τμήματα. Δεν θα μπορούσε να τύχει ενημέρωσης σε σχέση με την προγραμματισμένη εκδήλωση του Εθνικού Λαϊκού Μετώπου, έξω από τον χώρο που θα βρισκόταν ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, αφού η εν λόγω επιστολή στάλθηκε τη μέρα της εκδήλωσης. Έλαβε γνώση μετά το ξέσπασμα των επεισοδίων και έλαβε αμέσως μέτρα, όπως προκύπτει και από την έκθεση του τότε Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, Τεκμήριο 3. Ό,τι δεικνύει το δημοσίευμα Τεκμήριο 15 είναι ότι υπήρξε μιας μικρής έκτασης δημοσίευση ως προς την εκδήλωση του ΤΕΠΑΚ. Η εν λόγω δημοσίευση, περιοριζόταν σε μικρής έκτασης στήλη, στη σελίδα με τίτλο «Κοινωνική Ζωή», τιτλοφορείτο «Ημερίδα» και ουδεμία αναφορά προέκυπτε σε σχέση με την παρουσία στοιχείων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν επεισόδια. Έτσι ακόμα και αν διάβαζε το Τεκμήριο 15 ο Ενάγων, δεν θα μπορούσε να κρίνει ως υψηλής επικινδυνότητας την εκδήλωση. Ούτε ο Ενάγων αναμένετο να λάβει γνώση της ανακοίνωσης ακραίας παράταξης για πορεία διαμαρτυρίας την 26/3/2014, όπως του υποδείχθηκε. Μόλις τη μέρα που θα διεξαγόταν η εκδήλωση ενημερώθηκε η Αστυνομία σε σχέση με την παρουσία του Εθνικού Λαϊκού Μετώπου και τότε ο Ενάγων δεν ήταν σε υπηρεσία. 

Η δημοσίευση του περιεχομένου τους Τεκμηρίου 5, όπως φαίνεται πιο πάνω, κατ’ ισχυρισμό προκάλεσε ζημιά στον Ενάγοντα, μεταξύ άλλων και στην επαγγελματική του ιδιότητα. Ως αποτέλεσμα είχε την απώλεια της θέσης του ως Αρχηγός Αστυνομίας, αλλά και τη δυνατότητα εξεύρεσης νέας εργασίας, υποστηρίζει. Ως προς το εν λόγω επιχείρημα, αρχικά η δημοσίευση της επιστολής δεν μπορεί να συνδεθεί με την παύση του από Αρχηγός της Αστυνομίας. Είναι με το Τεκμήριο 5 που παύτηκε ο Ενάγων και όχι με τη δημοσίευση αυτού στα ΜΜΕ. Αναφορικά με την απώλεια δυνατότητας εξεύρεσης νέας εργασίας, αυτός ο ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε. Δεν αναφέρθηκε καμία αποτυχημένη προσπάθεια του Ενάγοντα να εξεύρει εργασία και δη ότι αυτή η αποτυχία επήλθε ως συνέπεια της δημοσίευσης του Τεκμηρίου 5. Και τούτο παρά την επιμελή τεκμηρίωση κάθε ισχυρισμού του Ενάγοντα, ο οποίος κατά τα άλλα στήριζε τις θέσεις και τα επιχειρήματα του σε έγγραφα ή μαρτυρία άλλων. Κατά την αντεξέταση μάλιστα η όποια αναφορά του σε ζημιά, ακουμπούσε αποκλειστικά την αποστροφή των πρώην συναδέλφων του προς εκείνον και το ότι βρέθηκε σε κακή ψυχολογική κατάσταση, χωρίς να αναφερθεί καν στην όποια επαγγελματική ζημιά. Συνεπώς, αν και ο Ενάγων κρίνεται αξιόπιστος, δεν θα μπορούσα να δεχθώ ότι απώλεσε τη δυνατότητα εξεύρεσης νέας εργασίας, λόγω του Τεκμηρίου 5 ή της δημοσίευσης του περιεχομένου του[2].

Ο Ενάγων είχε αποστείλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την επιστολή Τεκμήριο 6. Σε αυτήν καταφέρεται εναντίον του Υπουργού Δικαιοσύνης, στην εχθρική του στάση εναντίον του Ενάγοντα και σε δεδηλωμένη προσπάθεια φαγώματος του από αυτόν. Επισυνάπτει και Παράρτημα όπου καταγράφει υποσκαπτικές συμπεριφορές του Υπουργού Δικαιοσύνης εναντίον του. Αν και τόσο στο Έγγραφο Α όσο και κατά την ακρόαση της αγωγής ο Ενάγων αναφερόταν κατά κόρον στον τότε Υπουργός Δικαιοσύνης και τη συμπεριφορά του έναντι του Ενάγοντα, συμφωνώ με τον κ. Τσεκούρα ότι η όποια κακόπιστη ή κακόβουλη πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης δεν δικογραφείται. Συγκεκριμένα στην Έκθεση Απαίτησης, ουδεμία αναφορά γίνεται στον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης. Η όποια κακοβουλία υποστηρίζεται μέσω του δικογράφου του Ενάγοντα, καταλογίζεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πουθενά δεν δικογραφείται επιλήψιμη συμπεριφορά του Υπουργού Δικαιοσύνης, έστω ως πολιτικού υφιστάμενου του Προέδρου ή εκ προστήσεως. Δεν ενυπάρχει δηλαδή στο δικόγραφο του Ενάγοντα, ούτε καν βασικός ισχυρισμός περί της όποιας συμπεριφοράς του Υπουργού Δικαιοσύνης[3].

Είναι, δε, καλά γνωστή η αρχή ότι τα επίδικα θέματα αναφορικά με τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του, καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι με αναφορά σε μαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα[4]. Συνεπώς οι όποιες αναφορές αφορούν τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τη συμπεριφορά του έναντι του Ενάγοντα, δεν θα ληφθούν υπόψη, εφόσον δεν δικογραφήθηκαν.

Σχετικά με τον σεβασμό του Ενάγοντα στους Θεσμούς και τις αποφάσεις τους, ο ίδιος στο Έγγραφο Α, αναφέρει ότι πάγια αρχή του ήταν η συμμόρφωση με τις αποφάσεις των Δικαστηρίων, του Γενικού Εισαγγελέα και της Επιτρόπου Διοικήσεως. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι είχε αποστείλει την επιστολή Τεκμήριο 9 στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την επιστολή Τεκμήριο 10 στο Γενικό Εισαγγελέα με κοινοποίηση στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο Τεκμήριο 9 αφού καταγράφει σειρά γεγονότων εκφράζει την άποψη του ως εξής:

«θεωρώ ότι δεν είναι ορθό να ανατρέπεται μια τόσο σοβαρή απόφαση της Διοίκησης, στην παρούσα περίπτωση του Αρχηγού Αστυνομίας, χωρίς να παρέχεται στον ίδιο η ευκαιρία ή η δυνατότητα να παραθέσει τους λόγους γιατί να μην αρθεί η συγκεκριμένη απόφαση και τις επιπτώσεις που θα έχει τυχόν άρση της διαθεσιμότητας».

Το Τεκμήριο 10 περιγράφει την μη έγκριση ενταλμάτων σύλληψης από δύο Δικαστές, εκφράζοντας καταληκτικά την άποψη ότι:

«Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι υπήρχε καθυστέρηση από πλευράς Αστυνομίας στην υποβολή αιτήματος για εξασφάλιση ενταλμάτων σύλληψης, θεωρώ ότι οι αποφάσεις αμφότερων των Δικαστηρίων ουδόλως συνέβαλαν προς την κατεύθυνση της απονομής δικαιοσύνης, για να μην πω ότι συνέβαλαν ώστε να τύχουν οι δύο ύποπτοι ευνοϊκότερης μεταχείρισης»

Προς υποστήριξη των θέσεων του ο Ενάγων στην αντεξέταση του ανέφερε ότι  δεν υπήρχε καμία πρόθεση ούτε να προσβάλει τον οποιονδήποτε ούτε να παρέμβει στη δικαιοσύνη, αλλά απέστειλε τις επιστολές γιατί θεώρησε ότι ύποπτοι δεν έτυχαν του πρέποντος χειρισμού και δεν είχαν τις συνέπειες του Νόμου. Ακόμα είπε ότι θεωρεί ότι είχε ηθική υποχρέωση να ενημερώνει για κάτι που δεν πάει καλά. Υποστήριξε ότι εξέφρασε την άποψη του και απλώνει το χέρι του μέχρι εκεί που φτάνει.

Κατά την αντεξέταση του υποδείχθηκε απάντηση ημ. 3/5/2012 από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τεκμήριο 16), όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι, κρίνεται αμφίβολος ο σκοπός της αποστολής στο Γενικό Εισαγγελέα της επιστολής, Τεκμήριο 10, η οποία αποκαλύπτει εκτός από ανεπίτρεπτη για τον Αρχηγό της Αστυνομίας, άγνοια των θεσμών και απαράδεκτη τάση προτροπών προς το Ανώτατο Δικαστήριο, για τον πειθαρχικό έλεγχο δικαστών. Στο Τεκμήριο 16 εκφράζεται η δυσαρέσκεια του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τον τόνο της επιστολής του Ενάγοντα.

Εκ των ως άνω αβίαστα συνάγεται ότι το ύφος των Τεκμηρίων 9 και 10, σε συνάρτηση με τα θέματα που έθιγαν και τις προτροπές που περιείχαν, μπορούσαν να εκληφθούν ως άγνοια θεσμών. Ή τουλάχιστον ως επέμβαση στην διάκριση των εξουσιών. Έτσι ερμήνευσε άλλωστε την επιστολή Τεκμήριο 10 και ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως άγνοια των θεσμών, ενώ στην συνέχεια τόνισε την ανεξαρτησία των Δικαστικών αρχών και τέλος κατέληγε ότι ο Ενάγων προέβη σε ατυχείς προτροπές που αναδεικνύουν άγνοια των συνταγματικών προνοιών για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων. Ακόμα όπως σημειώνεται από την Επίτροπο Διοικήσεως στο Τεκμήριο 17, υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως, αν και δέχομαι ότι τα κίνητρα του Ενάγοντα ήταν γνήσια και ήθελε να προωθήσει την πάταξη εγκλημάτων, πλην όμως με άκομψο τρόπο αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, δίδοντας την εντύπωση ασέβειας, ενώ η μη συμμόρφωση με αποφάσεις του, ευλόγως προκαλούν την εντύπωση ότι δεν σεβάστηκε συγκεκριμένους θεσμούς.

Κατά τα άλλα ο Ενάγων αιτιολόγησε ότι κατά την διάρκεια της θητείας του υπήρξε μείωση του σοβαρού εγκλήματος και της ασφάλειας που θα έπρεπε να αισθάνεται ο πολίτης. Προς τούτο κατέγραψε την μείωση σε κλοπές, διαρρήξεις και ληστείες, στην παράγραφο 34 του Εγγράφου Α αλλά και στο Τεκμήριο 12. Κατά την ανατξέταση του, δε, ανέφερε ότι τα στοιχεία που κατέθεσε, με ακριβής αριθμούς καταδεικνύουν μείωση του σοβαρού εγκλήματος και αποτελούν επίσημα στοιχεία της Αστυνομίας.

Αιτιολογημένα κατέδειξε ότι έγιναν προσπάθειες από τον ίδιο να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, για τα οποία του καταλογίζεται πλημμελής εκτέλεσης των καθηκόντων του. Σε σχέση με την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την προαγωγή της πραγματικής ασφάλειας του πολίτη, αναφέρθηκε τόσο στο Έγγραφο Α, όσο και κατά την αντεξέταση του σε εισηγήσεις του που δεν προωθήθηκαν από το Υπουργό Δικαιοσύνης, σε παράπονα που έκρινε ο Γενικός Εισαγγελέας ως να μην ενέχουν επαρκή μαρτυρά και σε επιχειρήσεις που έγιναν σε ότι αφορά το παράνομο εμπόριο ποτών. Σχετικά με τη διαμαρτυρία συντεχνιακών, μέσω της μαρτυρίας του προκύπτει ότι απουσίαζε τη μέρα που έγινε η εκδήλωση και είχε ενημερώσει σχετικά το άτομο που εκτελούσε χρέη Αρχηγού. Όσον αφορά τη σύλληψη καταζητούμενου επίσης καταδείχθηκε ότι λήφθηκαν άμεσες ενέργειες και τελικά συνελήφθη. Παρέλκει η εκτενής αναφορά στα ως άνω ζητήματα. Άλλωστε δεν είναι της παρούσης, να κριθεί ο Ενάγων για το πως ασκούσε τα καθήκοντα του, ούτε το Δικαστήριο έχει την εξουσία ή την γνώση για να το πράξει. Αυτό που καθίσταται ουσιώδες είναι ότι ο Ενάγων ως Αρχηγός της Αστυνομίας ενέσκηπτε σε καθένα από τα εγειρόμενα ζητήματα, όσο ήταν σε υπηρεσία, λαμβάνοντας μέτρα προς τούτο, έστω κάποιες φορές χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ο Ενάγων, λοιπόν, κρίνεται ως αξιόπιστος καθώς οι απαντήσεις που έδιδε και οι ισχυρισμοί που ήγειρε υπήρξαν καθ’ όλα τεκμηριωμένοι, εκτός της αναφοράς του σε απώλεια δυνατότητας εξεύρεσης εργασίας και στην αντίληψη του ότι με τις επιστολές του Τεκμήρια 9 και 10 δεν δείκνυε ασέβεια προς τα Δικαστήρια. Όπως αιτιολογήθηκε ανωτέρω, ο μεν πρώτο ισχυρισμός παρέμεινε έωλος, χωρίς τεκμηρίωση ή με τον όποιο άλλο τρόπο απόδειξη του. Ως προς το σεβασμό στους θεσμούς, οι προτροπές και το ύφος των τοποθετήσεων του Ενάγοντα δείκνυαν και εκλήφθηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως να επιχειρείται αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας του. Κατά τα άλλα όμως, ο Ενάγων έχει αποδείξει ότι επί Αρχηγείας του μειώθηκε το οργανωμένο έγκλημα, ενώ πολλές εισηγήσεις του προς τον σκοπό αυτό δεν εισακούστηκαν. Κατέδειξε, τέλος, ότι απουσίαζε όταν έγινε η εκδήλωση του ΤΕΠΑΚ και τα σχετικά επεισόδια, δεν είχε γνώση της επικινδυνότητας της εκδήλωσης, ενώ μόλις το έμαθε έλαβε μέτρα.

Ο κ. Γιαννάκης Παναγιώτου (ΜΕ 2) αναφέρθηκε σε μια σειρά ζητημάτων άσχετα με την παρούσα, τόσο κατά τη μαρτυρία του, όσο και στην γραπτή του δήλωση Έγγραφο Β. Συγκεκριμένα μετέφερε δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης τον επίδικο χρόνο ότι ο Ενάγων «δεν κάμνει» για Αρχηγός Αστυνομίας. Ακόμα και αν ήταν σχετική με τα επίδικα, η συγκεκριμένη δήλωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για μια σειρά από λόγους. Εν πρώτοις αποτελεί εξ’ ακοής μαρτυρία και λαμβάνοντας υπόψη[5] το χρόνο που κατ’ ισχυρισμό έγινε, ήτοι πριν 10 και πλέον έτη, σε εκδήλωση ή καλύτερα τραπέζι μεταξύ ατόμων ίδιας παράταξης και ότι η δήλωση γίνεται από φίλο του Ενάγοντα, η σχετική δήλωση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ειδικότερα, πέραν των ύμνων του ΜΕ 2 για τον Ενάγοντα κατά την κυρίως του εξέταση, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι έχει φιλική σχέση με τον Ενάγοντα και τον εκτιμά αφάνταστα. Λόγω τούτης της φιλικής σχέσης τους προσήλθε στο Δικαστήριο για να μεταφέρει μια βολική για την υπόθεση του Ενάγοντα κατ’ ισχυρισμό δήλωση. Μια δήλωση που θα ήταν παράλογο να έγινε πριν καν ο τότε Υπουργός διοριστεί, πριν τις εκλογές που εξέλεξαν ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας το συντάκτη του Τεκμηρίου 5 και ενώ ο ίδιος ήταν φίλος του ατόμου εναντίον του οποίου έγινε η δήλωση.

Ο ΜΕ 2, δε, παλινωδούσε μεταξύ του ότι «έχει μεγάλα αυτιά» και ότι ακούγεται στον χώρο της Αστυνομίας το ακούει και του ότι δεν τον ενδιαφέρουν τα γεγονότα που οδήγησαν στην παύση του Ενάγοντα, από Αρχηγού. Όπως έχει νομολογηθεί στις περιπτώσεις όπου οι μάρτυρες έχουν στενή συγγενική, φιλική ή επαγγελματική σχέση το Δικαστήριο οφείλει να είναι προσεκτικό στην πραγμάτευση της μαρτυρίας τους, έχοντας υπόψη ότι, από μόνη της, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί, στη συνήθη ροή των πραγμάτων, να αποτελέσει εύλογη βάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους[6]. Ο ΜΕ 2 έχει φιλική και είχε επαγγελματική σχέση με τον Ενάγοντα. Προσήλθε στο Δικαστήριο με μονοδιάστατες θέσεις, απόλυτες, με προφανή σκοπό να βοηθήσει την υπόθεση του φίλου και πρώην συναδέλφου του, παρά να καταδείξει την αλήθεια. Η μαρτυρία λοιπόν του ΜΥ 2 δεν μπορεί να κριθεί ως αξιόπιστη και αποδεκτή.

Ο ΜΕ 3 κ. Αντρέας Κουσιουμής, ήταν τον επίδικο χρόνο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού. Ήταν το πρόσωπο που συνέταξε το Τεκμήριο 3, όπου περιγράφεται το πως χειρίστηκε η Αστυνομία τα επεισόδια της εκδήλωσης του ΤΕΠΑΚ. Ο ΜΕ 3 ήταν κατηγορηματικός και ενίσχυσε τη θέση του Ενάγοντα ότι αυτός απουσίαζε τη μέρα των επεισοδίων. Η θέση του τούτη ήταν ξεκάθαρη και μάλιστα είπε ότι θα θεωρούσε αντιδεοντολογικό να καλέσει τον Ενάγοντα από την στιγμή που αυτός απουσίαζε και τον αναπλήρωνε άλλο πρόσωπο. Ακόμα ήταν ιδιαίτερα λεπτομερής σε σχέση με τα μέτρα που είχε λάβει για την εκδήλωση. Εξήγησε ότι θεωρούσε ευαίσθητο το θέμα και γι’ αυτό κλήθηκε προσωπικό εκτός υπηρεσίας για να ενισχύσει τις δυνάμεις που θα φρουρούσαν την εκδήλωση.

Παρά τα όσα πιο πάνω τεκμηριωμένα κατέθεσε ο ΜΕ 3, οι αναφορές του σε σχέση με τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεκτή μαρτυρία γιατί: αρχικά ο ΜΕ 3 αναφέρεται σε ψίθυρους, για προαπόφαση να παυτεί ο Ενάγων από Αρχηγός της Αστυνομίας. Το Δικαστήριο όμως δεν μπορεί να λάβει σοβαρά υπόψη τέτοιας μορφής μαρτυρία. Χωρίς να λεχθεί από που προέρχονται οι ψίθυροι, ώστε να δοθεί η ευχέρεια στην υπεράσπιση να τους αντικρούσει, χωρίς να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος που ακούστηκαν, δεν μπορεί το Δικαστήριο να δεχθεί αυτή τη μαρτυρία. Ένα Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί, σε επίπεδο εικασιών[7], ποιος, πότε και γιατί αποφάσισε ότι πρέπει να παυτεί ο Ενάγων. Ακόμα όπως προαναφέρθηκε μαρτυρία που αφορά τον Υπουργό Δικαιοσύνης και την όποια κακόπιστη συμπεριφορά του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού δεν έχει δικογραφηθεί.

Ο ΜΕ 4 κ. Συμεών Παπαδόπουλος, προσήλθε για να επιβεβαιώσει τη μαρτυρία του Ενάγοντα, ότι οι επιστολές που αφορούν εκδηλώσεις φτάνουν στο Γραφείο Επιχειρήσεων και προωθούνται στην αρμόδια αστυνομική διεύθυνση αφού ενημερωθεί ο Βοηθός Αρχηγός. Αναλόγως τα Τεκμήρια 1 και 2 προωθήθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Λεμεσού, όπως καταγράφει ο ΜΕ 4 στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Δ. Αντεξεταζόμενος απλώς ξεκαθάρισε ότι για όποιο έγγραφο κρίνει απαραίτητο ο Βοηθός Αρχηγός ενημερώνει τον Αρχηγό. Η μαρτυρία του παρέμεινε αδιαμφισβήτητη και γίνεται αποδεκτή.

Ο ΜΕ 5 κ. Ανδρέας Κυριάκου, ήταν ο Βοηθός Αρχηγός τον επίδικο χρόνο, και την 26/3/2014 αναπλήρωνε τον Ενάγοντα, ως Αρχηγός της Αστυνομίας. Είχε ενημερώσει του αστυνομικούς διευθυντές για την απουσία του Ενάγοντα από το πρωί. Στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Ε αναφέρεται στις ενέργειες που έλαβε κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, καλώντας το διοικητή της ΜΜΑΔ, να ενισχύσει την αστυνομική διεύθυνση Λεμεσού. Αντεξεταζόμενος είπε ότι η εκδήλωση δεν είχε συζητηθεί στην πρωινή σύσκεψη με τους αστυνομικούς διευθυντές. Η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά και γίνεται αποδεκτή, πλην της αναφοράς του σε φήμες και ψίθυρους για ενδεχόμενη παύση του Ενάγοντα, όπως και πιο πάνω σε σχέση με τον ΜΕ 2.

Η ΜΥ 1 κα. Ανδρούλα Γεωργίου είναι υπεύθυνη του Εμπιστευτικού Αρχείου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κλήθηκε στο Δικαστήριο για να παρουσιάσει και να καταθέσει συγκεκριμένες επιστολές που υπήρχαν στον φάκελο που φυλάσσεται στο Υπουργείο. Παρά ταύτα κατά την αντεξέταση της παραδέχθηκε ότι η ίδια δεν έχει το σύνολο των εγγράφων στην κατοχή της, ενώ στο φάκελο της, που δημιουργήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας αγωγής, περιέχονται όσα έγγραφα έκριναν οι αρμόδιοι λειτουργοί σκόπιμο. Δεν περιέχονται δηλαδή στον φάκελο που διατηρούσε η ΜΥ 1 οι απαντητικές επιστολές του Ενάγοντα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, παρά μόνο πλειάδα επιστολών του τελευταίου. Ακόμα οι επιστολές που κατέθεσε στο Δικαστήριο στάλθηκαν από τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν εξηγήθηκε γιατί δεν μπορούσαν να παραστούν στο Δικαστήριο και να υποστηρίξουν το περιεχόμενο τους, ούτε καταδείχθηκε υπό ποιες προϋποθέσεις στάλθηκαν ή αν απαντήθηκαν. Τα Τεκμήρια 24 έως 29 δηλαδή αποτελούν έγγραφα που κατατέθηκαν από τη ΜΥ 1, χωρίς να παρουσιάζουν την πλήρη εικόνα, το τι προηγήθηκε ή έπεται ή ακόμα και τα γεγονότα που οδηγήσαν στη σύνταξη τους. Είναι δε έγγραφα τα οποία αποτελούν δηλώσεις τρίτων και άρα εξ ακοής μαρτυρία και με τα ως άνω δεδομένα δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να τα λάβει υπόψη[8]. Το Τεκμήριο 30 αποτελεί το σύνολο του φακέλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναφορικά με τον Ενάγοντα.

Η ΜΥ 2 κα. Μαριάννα Μελά κατέθεσε σειρά δημοσιευμάτων ημ. 21/2/2014 μέχρι 27/3/2014, ως Ανώτερη Γραμματειακή Λειτουργός του ΚΥΠΕ. Τα δημοσιεύματα αυτά κάλυπταν τις κινητοποιήσεις συντεχνίας της ΑΗΚ, οι οποίες οδήγησαν σε επεισόδια,  όταν ο Ενάγων ήταν εκτός υπηρεσίας. Οι δημοσιεύσεις αυτές κάθε αυτές δεν αμφισβητήθηκαν. Οι όποιες ερωτήσεις δέχθηκε η ΜΥ 2 και άπτονται της αντικειμενικότητας του ΚΥΠΕ, δεν κρίνεται ότι μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία της. Εν πάση περιπτώσει εκείνο που κατέδειξε η μαρτυρία της είναι τη δημοσίευση πριν και μετά την κινητοποίηση σχετικών άρθρων.

Στη βάση των ως άνω εξάγονται τα εξής ευρήματα: Ο Ενάγων τον επίδικο χρόνο ήταν Αρχηγός της Αστυνομίας, με πολυετή καριέρα. Την 26/3/2014 ήταν προγραμματισμένη ημερίδα του ΤΕΠΑΚ, στην παρουσία του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο διοργάνωσε δική του εκδήλωση έξω από το χώρο της εκδήλωσης του ΤΕΠΑΚ. Η διοίκηση του ΤΕΠΑΚ είχε ενημερώσει για την παρουσία του ΕΛΑΜ, την μέρα της εκδήλωσης, όταν ο Ενάγων ήταν εκτός υπηρεσίας. Τελικώς έγιναν εκτεταμένα επεισόδια, τα οποία δημοσιεύτηκαν ευρέως στα ΜΜΕ. Την επόμενη μέρα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαυσε τον Ενάγοντα από Αρχηγό της Αστυνομίας αναφερόμενος στα εν λόγω επεισόδια, με την επιστολή του Τεκμήριο 5. Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 δημοσιεύτηκε στον τύπο τις επόμενες μέρες (βλ. Τεκμήριο 13).

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο Τεκμήριο 5, κάνει επίσης αναφορά σε ασέβεια θεσμών και πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του Ενάγοντα, αναφορικά με την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την πραγματική ασφάλεια του πολίτη. Ως προς την ασέβεια στους θεσμούς, ο Ενάγων είναι αλήθεια ότι έστειλε και κοινοποίησε στο Ανώτατο Δικαστήριο τις επιστολές Τεκμήρια 9 και 10 αντίστοιχα. Το περιεχόμενο τους ναι μεν εξέφραζε την άποψη του Ενάγοντα, αλλά προέβαινε και σε προτροπές και δεικτικά σχόλια, που ακόμα και ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεώρησε ότι επιχειρούν περιορισμό της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Υπηρεσίας. Όπως αναφέρεται και στο Τεκμήριο 17 υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ήταν εύλογο δηλαδή να συνάγεται ότι ο Ενάγων έδειχνε ασέβεια σε θεσμούς, έστω και αν ένιωθε ότι προωθούσε το καλώς νοούμενο συμφέρον της Αστυνομίας.

Σε ότι αφορά την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την πραγματική ασφάλεια του πολίτη, αφενός εκ του αποτελέσματος που παρουσίασε και τεκμηρίωσε ο Ενάγων προκύπτει να μην ισχύει αυτή η αναφορά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, στο Τεκμήριο 5 και αφετέρου ο Ενάγων είχε λάβει συγκεκριμένα διαβήματα ως Αρχηγός Αστυνομίας και προέβη σε εισηγήσεις που τελικώς δεν εισακούστηκαν. Τέλος ο Ενάγων δεν προσέφερε τεκμηριωμένη μαρτυρία ως προς την απώλεια εύρεσης εργασίας μετά την δημοσίευση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 5. Εστιάστηκε δε και κατέδειξε πληγή στην αξιοπρέπεια του και την αποστροφή των συναδέλφων του προς το πρόσωπο του.

Μοναδική νομική βάση της παρούσας αγωγής είναι αυτή της επιζήμιας ψευδολογίας. Το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας, σπανίως εγείρεται ως μόνη βάση αγωγής, λόγω της φύσης του και των ιδιαίτερων στοιχείων του ως θα αναλυθούν κατωτέρω. Το άρθρο 25 του Κεφαλαίου 148 προνοεί ότι το υπό εξέταση αστικό αδίκημα έγκειται στην κακόβουλη, δημοσίευση ψευδούς δήλωσης, που αφορά, μεταξύ άλλων, το επάγγελμα, το επιτήδευμα, την εργασία, ενασχόληση ή τη θέση άλλου͘. Στην Αυστραλία τα Δικαστήρια το χαρακτήρισαν ως “rare and anomalous tort"[9]. Για να επιτύχει η αγωγή πρέπει να αποδειχθούν τα εξής συστατικά στοιχεία:

 

1.    Ότι το περιεχόμενο δημοσιεύματος από τον Εναγόμενο προς τρίτους ήταν αναληθές,

2.    Το δημοσίευμα αναφέρεται στον Ενάγοντα και το επάγγελμα, εργασία, επιτήδευμα ή περιουσία του,

3.    Ότι δημοσιεύτηκε κακοβούλως και

4.    Ότι από τις αναφορές του δημοσιεύματος το άμεσο και φυσικό αποτέλεσμα ήταν ο Ενάγων να υποστεί ειδική ζημιά ή ότι το δημοσίευμα σκόπευε να του προκαλέσει απώλεια αποτιμητή σε χρήμα[10].

Το δεύτερο συστατικό στοιχείο δεν αμφισβητείται. Έτσι κατωτέρω θα αναλυθεί καθένα από τα άλλα συστατικά στοιχεία και θα υπαχθεί στην αποδεχτή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

·         Το αναληθές του δημοσιεύματος

Στο αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας έχει καθιερωθεί ότι δεν αναζητάτε η συνήθης σημασία των λέξεων, όπως στη δυσφήμιση, αλλά αν το λανθασμένο των λέξεων σε οποιοδήποτε νόημα τους προκύπτει ότι αφορούν τον Ενάγοντα[11]. Ο Ενάγων οφείλει να δικογραφήσει και να αποδείξει το ψευδές των αναφορών του δημοσιεύματος[12]. Ακόμα και η διατύπωση ή έκφραση άποψης, σχολίου, αν δύναται να αποδειχθεί αληθής ή ψευδής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιζήμιας ψευδολογίας[13].

Εν πρώτοις δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση των δικηγόρων του Ενάγοντα ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 ήταν υβριστικό για τον τελευταίο. Συγκεκριμένες, όμως, αναφορές επ΄ αυτού, όπως μεταφέρθηκαν στον τύπο και δημοσιεύτηκαν, δεν μπορούν να κριθούν ως αληθής. Συγκεκριμένα προκύπτει ότι στο Τεκμήριο 5  αποδίδεται ευθύνη στον Ενάγοντα σε σχέση με τα επεισόδια στην εκδήλωση του ΤΕΠΑΚ την 26/3/2014. Ο Ενάγων όμως δεν ήταν σε υπηρεσία τη μέρα εκείνη και απέδειξε ότι δεν τέθηκε τίποτε ενώπιον του που να τον ενημερώνει για την ημερίδα ή την εκδήλωση που πιθανόν να δημιουργούσε τεταμένη κατάσταση. Δεν είχε ευθύνη της επιχείρησης σε σχέση με την ημερίδα στο ΤΕΠΑΚ και δεν θα μπορούσε να είχε τέτοια, αφού ούτε ενημερώθηκε για αυτήν. Ακόμα δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί περί πλημμέλειας σε σχέση με το σοβαρό έγκλημα και την πραγματική ασφάλεια των πολιτών. Ο Ενάγων απέδειξε μέσω της αξιόπιστης και τεκμηριωμένης μαρτυρίας του, ότι το σοβαρό έγκλημα μειώθηκε κατά το διάστημα που υπηρέτησε ως Αρχηγός της Αστυνομίας, ενώ αδικήματα διαρρήξεων, κλοπών και ληστειών που άπτονται της πραγματικής ασφάλειας του πολίτη, επίσης μειώθηκαν δραστικά. Μάλιστα αναφέρθηκε και σε σειρά μέτρων και διαβημάτων που είχε προτείνει, τα οποία δεν υπήρξε πολιτική βούληση να εφαρμοστούν. Παρά δηλαδή την αιτιολογημένη αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ασέβεια του Ενάγοντα προς τους Θεσμούς, συγκεκριμένες αναφορές του επί του Τεκμηρίου 5 δεν μπορούν να κριθούν ότι αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα και επομένως πληροίτε το πρώτο συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της επιζήμιας ψευδολογίας.

·         Η κακοβουλία

Η κακοβουλία πρέπει να προκύπτει από την μαρτυρία, ενώ η απουσία εύλογης αιτίας για την οποία έγινε το δημοσίευμα ή δικαιολογίας ως προς τα όσα αναληθώς περιέχονται σε αυτό, δεν την αποδεικνύουν από μόνα τους[14]. Είναι ένα ερώτημα κινήτρου, πρόθεσης και σκεπτικού, περιλαμβανομένων και έμμεσων σκοπών ή κινήτρων[15]. Αν υπάρχει γνήσια πεποίθηση ότι ισχύει σε ένας αναληθής ισχυρισμός, δεν τεκμηριώνεται κακοβουλία[16].

Το μέτρο σε ότι αφορά το ζήτημα της κακοβουλίας έχει καθοριστεί από τις αρχές του 19ου αιώνα στη βρετανική νομολογία, όπου στην Pitt v Donovan, (1813) I. M. & S. 639[17] αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«if what the defendant has written be most untrue, but nevertheless he believed it, if he was acting under the most vicious of judgments, yet if he exercised that judgment bonâ fide, it will be a justification to him in this case»

Στην ίδια απόφαση διαβάζουμε ότι:

«The question here is not what judgment a sensible and reasonable man would have formed in this case, but whether the defendant did or did not entertain the opinion he communicated.»

Ο Ενάγων υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί είναι κακόβουλοι λόγω της φύσεως τους, του ότι δεν προηγήθηκε έρευνα ή αιτιολογία, της γενικότητας, του ύφους και λόγω του ότι ήταν ψευδής[18]. Διαφωνώ. Στην υπό εξέταση αγωγή δεν αποδεικνύεται κακοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τουναντίον έστω ένας από τους ισχυρισμούς που αναφέρονται στην επιστολή του, ήτοι η έλλειψη σεβασμού του Εναγοντα προς τις Αρχές ήταν τεκμηριωμένος.

Σε σχέση με τους άλλους ισχυρισμούς, προκύπτει ότι ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καλόπιστα σχημάτισε την εντύπωση που αποτυπώνεται στην επιστολή του. Συγκεκριμένα είχε να αντιμετωπίσει τη δημοσιότητα που προκάλεσαν τα επεισόδια στην εκδήλωση του ΤΕΠΑΚ και έκρινε ότι δεν ήταν ορθές οι ενέργειες της Αστυνομίας. Έτσι, μπροστά σε ένα πολιτικό ζήτημα, αποφάσισε να λάβει την πολιτική απόφαση να παύσει τον Αρχηγό Αστυνομίας, αποδοκιμάζοντας τα γεγονότα της 26/3/2014, όπως καταγράφεται και στην παράγραφο 21 της Υπεράσπισης. Ακόμα και οι αναφορές σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του Ενάγοντα σχετικά με την πάταξη του σοβαρού εγκλήματος και την πραγματική ασφάλεια των πολιτών στηρίζονταν σε συγκεκριμένα δεδομένα. Σε άτομα που δεν είχαν συλληφθεί, στη δράση του υποκόσμου και σε έκτροπα σε προηγούμενη εκδήλωση. Τούτα είναι δεδομένα, αποτελούν γεγονότα που έλαβαν χώρα και έστω και αν δεν είχε άμεση ανάμειξη ο Ενάγων, αφορούσαν την αστυνόμευση του τόπου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκρινε τα εν λόγω γεγονότα ως σοβαρά και τα έλαβε υπόψη μεταξύ των παραγόντων που τον οδήγησαν στην παύση του Ενάγοντα ως Αρχηγού της δύναμης.

Όπως ορθά έθεσε άλλωστε ο κ. Τσεκούρας, είναι αποκλειστική η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει Αρχηγό της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 131 και έχει αποκλειστική επίσης εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες του παρέχεται χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς να τίθεται κανένα κριτήριο για την ενάσκηση της[19]. Αναλόγως αποφάσισε το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση του Ενάγοντα κατά της απόρριψης της προσφυγής του στο Διοικητικό Δικαστήριο, με την απόφαση του ημ. 26/10/2023[20].

Οι εξουσίες του Προέδρου λοιπόν, δεν δύναται να τεθούν υπό περιορισμό ή κριτήριο.  Δεν υποχρεούτο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να επεξηγήσει ή να αναλύσει τους λόγους που αποφάσισε να παύσει τον Ενάγοντα. Και τούτο δεν σημαίνει ότι τα γραφόμενα του επί του Τεκμηρίου 5 ήταν ανυπόστατα και κακόβουλα. Τουναντίον αιτιολογήθηκαν εναργώς στην Υπεράσπιση και ακολούθως τέθηκαν στον Ενάγοντα, από τον συνήγορο του Εναγόμενού, οι λόγοι που οδήγησαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην απόφαση του. Ακόμα και αν κριθεί ότι οι λόγοι αυτοί δεν άπτονταν συμπεριφοράς του ίδιου του Ενάγοντα, ακουμπούσαν ζητήματα της λειτουργίας της Αστυνομίας. Τη μη καταστολή επεισοδίων σε μια εκδήλωση με πολιτικό χαρακτήρα, την απαξίωση θεσμών, όπως τα Δικαστήρια και συγκεκριμένες πτυχές του εγκλήματος, που δεν είχε παταχθεί. Ακόμα και εκ του αποτελέσματος να έκρινε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποφάσισε σε σχέση με τον ταγό της αστυνομικής δύναμης, εκείνον που έχει το γενικό πρόσταγμα και έκρινε (ο Πρόεδρος), ως ο έχων την εξουσία ότι δεν ήταν ευχαριστημένος με αυτή την εικόνα. Δεν αναφέρθηκε σε κάτι που δεν έλαβε χώρα, σε κάτι ανυπόστατο, αλλά σε ζητήματα που άπτονται της εξουσίας της Αστυνομίας και έπαυσε λόγω εκείνων τον Αρχηγό της Δύναμης.

Αξίζει όμως να αναφερθεί και κάτι άλλο. Τόσο κατά την ακρόαση της αγωγής όσο και στην αγόρευση του ο Ενάγων υποστηρίζει ότι δεν ήταν της αρεσκείας του Προέδρου της Δημοκρατίας και ήταν προαποφασισμένο να παυτεί. Κάτι τέτοιο όμως δεν καταδείχθηκε με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον μου. Ότι επιχειρήθηκε να εισαχθεί ήταν το αδικογράφητο της πολεμικής του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης εναντίον του Ενάγοντα. Οι φράσεις, οι επιστολές, οι ψίθυροι και οι υποβολιμαίες ενέργειες του Υπουργού, είναι που κατέληξαν στην παύση του Ενάγοντα, όπως ο ίδιος επιχειρηματολόγησε.

Επ’ ουδενί, όμως, δεν συνδέονται με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Καμία αναφορά ή σύνδεση δεν γίνεται, πέραν του ότι ήταν ο πολιτικός του προϊστάμενος του Υπουργού. Καμία ενέργεια του Προέδρου δεν αναφέρθηκε που να δεικνύει την όποια μεροληπτική στάση έναντι του Ενάγοντα και να οδηγεί σε κακοβουλία. Τουναντίον ο ίδιος ο Ενάγων είχε στείλει επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να καταγγείλει τον Υπουργό Δικαιοσύνης για την εχθρική στάση εναντίον του (Τεκμήριο 6). Μεταφέρει ακόμα και δηλώσεις για «φάγωμα» του, ως δηλώσεις του Υπουργού. Σε κανένα, όμως, σημείο του Τεκμηρίου 6 δεν εμπλέκει τον ίδιο τον Πρόεδρο στις πράξεις του Υπουργού, ούτε έστω υπονοείται ότι ο πρώτος είχε γνώση των όσων διέπραττε ο δεύτερος. Ούτε καν υπονοείται ότι είχε ευθύνη ως ο προϊστάμενος του να τον συνετίσει ή να λάβει μέτρα. Δηλαδή ακόμα και ο ίδιος ο Ενάγοντας δεν ψέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην επιστολή του, ούτε του καταλογίζει κακοπιστία. Το κάνει μόνο μετά την παύση του με την καταχώρηση της παρούσας.

Εκ των ως άνω συνάγεται ότι οι αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας επί του Τεκμηρίου 5 δεν έγιναν κακόπιστα, αφού καμία κακόπιστη συμπεριφορά δεν αποδείχθηκε ή έστω του αποδόθηκε. Όσα περιλαμβάνει η επιστολή του, έστω και αν σε κάποια δεν ενεχόταν ο Ενάγοντας, είναι πραγματικά γεγονότα και αφορούσαν την Αστυνομία, της οποίας ήταν Αρχηγός ο Ενάγων. Η όποια άποψη και τοποθέτηση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, σε σχέση με πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων, στηριζόταν σε αυτά τα γεγονότα και την ιδιότητα του Ενάγοντα.

 

 

·         Απόδειξη ειδικής ζημιάς

Τέλος όπως αναφέρθηκε παραπάνω θα πρέπει να αποδειχθεί ειδική ζημιά που επήλθε λόγω του ψευδούς δημοσιεύματος. Δεν είναι επαρκής δηλαδή η ζημιά στην τιμή και υπόληψη, όπως στη δυσφήμιση. H νομολογία απαιτεί όπως κάθε ζημιά να αποτελεί την φυσική και άμεση συνέπεια της επιζήμιας ψευδολογίας[21]. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 25 του Κεφαλαίου 148, δε, προβλέπει ότι δεν επιβάλλεται η απόδειξη ειδικής ζημιάς, αν οι λέξεις του δημοσιεύματος σκoπεύoυv vα πρoκαλέσoυv στov εvάγovτα απώλεια απoτιμητή σε χρήμα. Υπάρχει ανάλογη διάταξη στο άρθρο 3 (1) του Αγγλικού Defamation Act. Όπως πρόσφατα έχει νομολογηθεί στην George v Cannell, [2023] Q.B. 117:

«It is enough for a claimant to prove the publication by the defendant of a false and malicious statement of such a nature that, viewed objectively in context at the time of publication, financial loss is an inherently probable consequence or, putting it another way, financial loss is something that would probably follow naturally in the ordinary course of events

Ό,τι εν προκειμένω δικογραφείται είναι ότι προκλήθηκε ζημιά στον Ενάγοντα και αυτή έγκειται στην παύση του από τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας. Καταγράφονται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης λεπτομέρειες απολεσθέντων μισθών του Ενάγοντα, από την απώλεια της θέσης του Αρχηγού Αστυνομίας. Δικογραφείται επίσης απώλεια δυνατότητας εξεύρεσης εργασίας.

Αρχικά το ότι απώλεσε την θέση του Αρχηγού της Αστυνομίας ο Ενάγοντας, δεν αποτελεί φυσική και άμεση συνέπεια της δημοσίευσης της επιστολής Τεκμήριο 5 στον τύπο. Ο Ενάγων παύτηκε από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την επιστολή Τεκμήριο 5 που στάλθηκε στον ίδιο τον Ενάγοντα την 27/3/2014, ως η εξουσία του τελευταίου, και εκείνη τη μέρα με εκείνη την επιστολή επήλθε το αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του Αρχηγού. Η μεταγενέστερη, όπως προκύπτει από τις δημοσιεύσεις Τεκμήριο 13, δημοσίευση του περιεχομένου της επιστολής δεν μπορεί να συνδεθεί, και σίγουρα δεν μπορεί να είχε ως άμεση συνέπεια της την απώλεια της θέσης του Αρχηγού. Άλλωστε το αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας, ως συστατικό στοιχείο έχει την δημοσίευση σε τρίτους. Η παραδεκτή δημοσίευση, την επομένη της παύσης του Ενάγοντα, δεν θα μπορούσε να έχει ως άμεση συνέπεια την προγενέστερη απώλεια της θέσης του ως Αρχηγού.

Εν πάση περιπτώσει οι ειδικές ζημιές πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται αυστηρά[22]. Όπως αποφασίστηκε πιο πάνω ο ισχυρισμός της απώλειας δυνατότητας εξεύρεσης νέας εργασίας, δεν έχει αποδειχθεί. Επομένως καμία ειδική ζημιά δεν έχει αποδειχθεί από τον Ενάγοντα.

Αν και ο μόνος δικογραφημένος ισχυρισμός είναι ότι αναποφεύκτως προκλήθηκε ζημιά στον Ενάγοντα και όπως αποφασίστηκε κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε, δεν έχει επίσης αποδειχθεί ότι με τη δημοσίευση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 5 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σκόπευε να προκαλέσει ζημιά αποτιμητή σε χρήμα στον Ενάγοντα. Τέτοιος ισχυρισμός δεν προωθήθηκε από τον Ενάγοντα, ούτε βεβαίως και αποδείχθηκε. Κάθε άλλο. Ο ίδιος ο Ενάγων κατέθεσε ειλικρινώς ότι λόγω των ικανοτήτων του και των διασυνδέσεων του τον κάλεσαν πολλά πρόσωπα, ακόμα και από το εξωτερικό για να μάθουν τι έγινε. Ακόμα και ο Ενάγων, ρητώς ανέφερε σε σχετική υποβολή του κ. Τσεκούρα ότι δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο στόχος του Προέδρου. Δεν κατεδείχθει, λοιπόν, καμία σκοπούμενη προσπάθεια του Προέδρου να βλάψει επαγγελματικά τον Ενάγοντα, με τη δημοσίευση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 5.

Ούτε καταδείχθηκε ότι ήταν φυσικό επακόλουθο η οικονομική ζημιά του Ενάγοντα, ως η νομολογία επιτάσσει. Σχεδόν δέκα έτη μετά και καμία τέτοια οικονομική ζημιά δεν κατέθεσε ο Ενάγων ότι υπέστη, από τη δημοσίευση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 5. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας, άπτεται της επαγγελματικής ή οικονομικής ζημιάς, η οποία πρέπει να προκύπτει ως φυσική και άμεση συνέπεια της κακόβουλης δημοσίευσης ψεύδους. Εδώ όχι μόνο δεν αποδείχθηκε οικονομική ζημιά αλλά δεν τέθηκε ενώπιον μου κανένα επιχείρημα ως προς το πως θα ήταν φυσικό να επέρχετο τέτοια ζημιά στον Ενάγοντα από τη δημοσίευση. Εστιάστηκε όλη η μαρτυρία, οι αγορεύσεις και τα δικόγραφα στο να καταδείξουν κακοβουλία εναντίον του Ενάγοντα, αλλά όχι και ότι αυτή σκοπούσε να τον επηρεάσει έστω οικονομικά, πάντα λόγω της δημοσίευσης του περιεχομένου της επιστολής του τότε Προέδρου. Άλλωστε εκείνο που εισηγείται ο Ενάγων, είναι ότι απώτερος σκοπός ήταν η αντικατάσταση του κατά τις προτιμήσεις των κυβερνόντων και όχι να πληγεί ο ίδιος οικονομικά, ενώ δεν κατέδειξε να επήλθε τέτοια οικονομική ζημιά του.

Ακόμα δηλαδή και με την ελάχιστη απαίτηση της George, πιο πάνω, να καταδειχθεί έστω ως φυσικό αποτέλεσμα η αποτιμητή σε χρήμα ζημιά, κάτι τέτοιο δεν καταδείχθηκε στην παρούσα. Καμία ζημιά αποτιμητή σε χρήμα, ως το λογικό ή φυσικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προκληθεί από την δημοσίευση του Τεκμηρίου 5, δεν αποδείχθηκε. Συνεπώς ούτε αυτό το συστατικό στοιχείο της επιζήμιας ψευδολογίας πληροιται.

Βάσει των ως άνω δεν πληρούνται τα συστατικά της επιζήμιας ψευδολογίας, μόνης βάσης αγωγής του Ενάγοντα. Η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του Ενάγοντα και υπέρ του Εναγόμενου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή

 



[1] Βλ. Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138 και Αντωνίου Αντώνης και Άλλη, Βαρβάρα (Ρίτσα) Mason και τώρα Ρίτσα Παπαδημητρίου το γένος Κυριάκου Διάκου [2014] 1 ΑΑΔ 775

[2] Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας [1998] 2 ΑΑΔ 391 (ως προς μάρτυρα που κρίνεται εν μέρει αξιόπιστος)

[3] Α.Τ. v. Α.Β., Έφεση Αρ. 20/2022, 23/2/2023 (για την ανάγκη να περιέχεται έστω βασικός ισχυρισμός ώστε να επιτραπεί και να αξιολογηθεί μαρτυρία)

[4] Πούρικκος v. Σάββα κ.ά. [1991] 1 Α.Α.Δ. 507

[5] Ως το άρθρο 27 του Κεφ. 9 προνοεί.

[6] Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας [2011] 2 ΑΑΔ 385, 395 - 398, Σάββα ν. Κυριακίδη [2008] 1(Α) ΑΑΔ 83, 93-94

[7] Ξενοφώντος Κύπρος ν. KN Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων [2016] 1 ΑΑΔ 2786

[8] Βλ. Κεφ. 9 Άρθρα 23-27

[9]  Palmer Bruyn & Parker Pty Ltd v Parsons [2001] HCA 69

[10] Βλ. και Gatley on Libel and Slander, 11η έκδοση, παρ. 21.1.

[11] Ajinomoto Sweeteners Europe SAS v Asda Stores Ltd [2011] QB 497, Haven Solicitors Ltd v Police Federation of England and Wales, [2020] EWHC 2233 (QB) (falsity of the words in whatever meaning they are found to bear lies on the claimant.)

[12] Ο.π.π υποσημ. 10 παρ. 21.6.

[13] Tinkler v Thomas [2018] EWHC 3563 και Haven Solicitors, ο.π.π.

[14] British Railway Traffic & Electric Co Ltd v CRC Co Ltd, [1922] 2 K.B. 260

[15] Robinson v Whangarei Heads Enterprises Limited [2018] NZHC 43

[16] Greers Ltd. v. Pearman & Corder Ltd. (1922) 39 R.P.C. 406

[17] Όπως υιοθετείται και στην παρ. 21.7 του Gatley on Libel and Slander, 11η έκδοση.

[18] Βλ. παρ. 7 της Έκθεσης Απαίτησης

[19] Νίκος Σερδάρης ν. Προέδρου Κυπριακής Δημοκρατίας [2005] 3 ΑΑΔ 369

[20] Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 118/16

[21] Ratcliffe v Evans [1892] 2 QB 524 (natural and direct result produced)

[22] Ηλιάδης Μάριος και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 1305, Galatariotis Telecommunications Ltd v. 1. Δ. Σιουκιούρογλου Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο