ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 1819/15 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Ιωάννας Θεοδώρου Θεοδούλου

Ενάγουσας

 

-και-

 

Chris Cash & Carry Limited

Εναγόμενων

 

Ημερομηνία:  23/1/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα. Κέστωρος

Για Εναγόμενους: κ. Δημητριάδης

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Ενάγουσα ήταν εργοδοτούμενη σε υπεραγορά των Εναγόμενων. Στην εν λόγω υπεραγορά έλαβε χώρα ληστεία την 2/3/2014. Από τη ληστεία η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ζημιές και αυτές διεκδικεί με την υπό εξέταση αγωγή.  

H Ενάγουσα εισηγείται ότι οι Εναγόμενοι απέτυχαν να της παρέχουν ασφαλές σύστημα εργασίας, εκθέτοντας την σε κίνδυνο από τον οποίο της προκλήθηκαν γενικές και ειδικές ζημιές. Οι Εναγόμενοι αντιτείνουν ότι εφαρμόζουν ικανοποιητικό και επαρκές σύστημα ασφαλείας, ενώ ο λόγος που τραυματίστηκε η Ενάγουσα είναι ότι δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες τους, ήτοι να συνεργαστεί με τον θύτη της ληστείας και αντιστάθηκε. Τούτη είναι εν πολλοίς η εικόνα των δικογράφων.

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω του κειμένου παραδεκτών γεγονότων που δόθηκε από τους διάδικους (Έγγραφο Α), των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

Α. Η Ενάγουσα εργαζόταν ως Υπεύθυνη Ταμείου σε υπεραγορά της Εναγόμενης. Την 2/3/2014, ενώ εκτελούσε τα καθήκοντα της, δέχθηκε επίθεση από ληστή. Αυτός παριστάνοντας τον πελάτη με την απειλή χρήσης βίας και μαχαιριού εξανάγκασε της Ενάγουσα να ανοίξει την πόρτα του λογιστηρίου της υπεραγοράς και χρηματοκιβώτιο της Εναγόμενης.

Β. Κατατέθηκαν ως παραδεκτά Τεκμήρια, αναφορικά με γενικές και ειδικές ζημιές της Ενάγουσας. Συγκεκριμένα κατατέθηκε Ιατρικό Πιστοποιητικό ημ. 2/4/2014, το οποίο κάνει αναφορά σε τραύμα της Ενάγουσας στον αριστερό μηρό, από μαχαίρι (Τεκμήριο 2). Κατατέθηκαν, από κοινού, σειρά αποδείξεων σε σχέση με την ιατρική περίθαλψη και τα φάρμακα που έλαβε η Ενάγουσα (Τεκμήριο 3). Κατέστησαν επίσης παραδεκτές οι ειδικές ζημιές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 Γ (α  - γ) της Έκθεσης Απαίτησης.

Γ. Κατά την ακρόαση παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ότι στην υπεραγορά υπήρχε ένας φύλακας ασφαλείας. Ακόμα η Ενάγουσα παραδέχεται, στη γραπτή της δήλωση, Έγγραφο Β, ότι ενώ είχε τα κλειδιά του λογιστηρίου στην τσέπη της, όταν ερωτήθηκε από τον ληστή του είπε ότι δεν τα έχει. Όταν ο ληστής τα βρήκε εκνευρίστηκε επειδή θεώρησε ότι του είπε ψέματα.   

Δ. Επιπλέον κατά την ακροαματική διαδικασία κατέστη παραδεκτό ότι η επίδικη ήταν η πρώτη ληστεία που έγινε στην Υπεραγορά, τουλάχιστον στα 5 έτη που εργαζόταν εκεί η Ενάγουσα.

Τα ως άνω ως παραδεκτά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Ως επίδικα, παραμένουν ή αναδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Α. Κύριο επίδικο αναδύθηκε το ζήτημα του ασφαλές συστήματος εργασίας. Η πλευρά της Ενάγουσας εισηγείται ότι η απουσία συστήματος παρακολούθησης και άλλων συστημάτων πρόβλεψης κινδύνου, σε συνδυασμό με το μόλις ένα φρουρό ασφαλείας, δεν ήταν ικανά να περιορίσουν τους κινδύνους που ελλόχευαν για τους υπαλλήλους. Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι δεν υπήρχε σύστημα παρακολούθησης και συστήματα πρόβλεψης κινδύνου και εισηγούνται ότι παρείχαν ασφαλές σύστημα εργασίας.

Β. Ως επί μέρους επίδικα προκύπτουν, η συνεργασία της Ενάγουσας με τον δράστη και η εν γένει συμπεριφορά της κατά το επίδικο περιστατικό.

Γ. Τέλος αμφισβητούνται συγκεκριμένες ζημιές που υπέστη η Ενάγουσα, ήτοι η ανάγκη να επισκεφθεί ψυχίατρο για να αντιμετωπίσει το σοκ και την μετατραυματική της διαταραχή, αλλά και η αιτιώδης συνάφεια άλλων τραυματισμών της με την επίδικη ληστεία.

Κατέθεσαν επ’ ακροατηρίω για την Ενάγουσα η ίδια και ακόμα μια μάρτυρας. Για την Εναγόμενη κατέθεσε μια μάρτυρας, η τότε διευθύντρια της υπεραγοράς. Δεν θα παραθέσω με λεπτομέρεια τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Έχω ακόμα αναγνώσει τις ικανές γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και αναφορά σε αυτές θα γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Προχωρώ, λοιπόν, στην αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα (βλ. Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138).

 

H Εναγόμενη (ΜΕ 1) ήταν ειλικρινής, εξέφραζε έντονα συναισθήματα και επεξήγησε με σαφήνεια το επίδικο περιστατικό. Κατατόπισε το Δικαστήριο αναφορικά με τους χώρους της υπεραγοράς, αλλά κυρίως για το χώρο που δέχθηκε την επίθεση και τον τρόπο που λειτούργησε. Συγκεκριμένα είπε ότι ενώ ήταν κοντά στον φρουρό ασφαλείας και το ληστή, έκανε κίνηση να φύγει από το συγκεκριμένο χώρο. Τότε ο ληστής την τράβηξε από πίσω και την έσυρε πίσω από το γραφείο υποδοχής. Την γύρισε προς το μέρος του και της είπε να μην φωνάζει. Στο μεταξύ ο φρουρός ασφαλείας έκλεισε πόρτα που υπήρχε στον χώρο και δεν αντέδρασε ποσώς. Τότε η Ενάγουσα προσπάθησε να πιάσει το μαχαίρι γιατί της πίεζε τον λαιμό και πίστευε ότι είναι ψεύτικο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στα χέρια, να φοβάται και να τρέμει. 

 

Ο δράσης ρωτούσε της Ενάγουσα διάφορα πράγματα, που είναι το κάθε τι, τι υπάρχει σε κάθε δωμάτιο, που είναι τα χρήματα και εκείνη απαντούσε. Της είπε να ανοίξει την πόρτα του λογιστηρίου.  Ενστικτωδώς του είπε ότι δεν είχε τα κλειδιά μαζί της διότι νόμιζε ότι τα είχε αφήσει στο ταμείο.  Έψαξε τις τσέπες της και βρήκε τα κλειδιά. Τότε ο δράστης θύμωσε, της φώναζε και έβαλε το μαχαίρι πίσω στην πλάτη της ακουμπώντας την, με τη μύτη του. Τότε άνοιξε την πόρτα του λογιστηρίου, άνοιξε το ένα χρηματοκιβώτιο και του έβαζε ο φρουρός ασφαλείας χρήματα σε τσάντα, ενώ ακόμα κρατούσε την Ενάγουσα με την απειλή μαχαιριού.

 

Υπήρχε και δεύτερο χρηματοκιβώτιο του οποίου δεν είχε κλειδιά ή κωδικό η Ενάγουσα.  Πήρε τότε τηλέφωνο τη διευθύντρια της υπεραγοράς για να μάθει τον κωδικό.  Από τη συνομιλία η διευθύντρια αντιλήφθηκε ότι κάτι συνέβαινε.  Ο δράστης κατάλαβε ότι έγινε γνωστό το περιστατικό της ληστείας, την έριξε κάτω, την κλωτσούσε και χειροδικούσε με γροθιές στο κεφάλι της.  Αφού ο ληστής έφυγε κατάλαβε ότι το πόδι της ήταν μαχαιρωμένο, είχε αίματα, έκανε απόστημα και φούσκωσε. 

 

Η εκδοχή της Ενάγουσας λοιπόν ήταν λεπτομερής και δεν κατέστη δυνατόν να πληγεί σε κανένα σημείο της αντεξέτασης. Τουναντίον η Ενάγουσα απαντούσε σε ότι ερωτάτο, χωρίς να υποπίπτει σε αντιφάσεις, βοηθώντας και το Δικαστήριο να αντιληφθεί πλήρως τα επίδικα περιστατικά. Ήταν ειλικρινής για να παραδεχθεί ότι ο δράστης εκνευρίστηκε όταν του είπε ότι δεν είχε τα κλειδιά για το λογιστήριο και τελικά τα βρήκε στην κατοχής της. Μάλιστα είπε ότι πάντα έχει στην κατοχή της τα εν λόγω κλειδιά, αλλά εκείνη τη στιγμή από το σοκ της νόμιζε ότι τα άφησε στο ταμείο.

 

Αντεξεταζόμενη παραδέχθηκε ότι ήταν η υπεύθυνη της υπεραγοράς τον επίδικο χρόνο καθώς έλειπε η διευθύντρια. Μόνη της μάζευε τα χρήματα, μόνη της τα καταμετρούσε και τα έβαζε στο χρηματοκιβώτιο και τελικώς κλείδωνε την υπεραγορά. Αν και παραδέχθηκε ότι όσο δούλευε εκεί ήταν το μόνο περιστατικό ληστείας, αναφέρει ότι σε υπεραγορές των Εναγόμενων σε άλλες πόλεις είχαν ξαναγίνει ληστείες. Παραδέχτηκε ότι υπήρχε οδηγία να μην αντιστέκονται σε ληστές και να τους προσφέρουν ό,τι ζητήσουν. Η ληστεία διήρκησε κάποια δευτερόλεπτα. Αν και έκανε λόγο σε συζητήσεις με συναδέλφους της αναφορικά με την ασφάλεια της υπεραγοράς, δεν ειπώθηκε το οτιδήποτε στους Εναγόμενους, ή έστω στη διευθύντρια της Υπεραγοράς. Απαντώντας σε ερώτηση του δικηγόρου των Εναγομένων είπε ότι στην υπεραγορά που δουλεύει σήμερα, η οποία δεν είναι ιδιοκτησίας των Εναγομένων, αισθάνεται περισσότερη ασφάλεια γιατί έχουν 3 φρουρούς και σύστημα παρακολούθησης.

 

Η Ενάγουσα είπε ότι ουδέποτε στα χρόνια που δούλευε εκεί, έστω είδε την όποια κάμερα ή κάτι που να δεικνύει ότι υπήρχε σύστημα παρακολούθησης. Ακόμη εξήγησε τους λόγους που είχαν αφαιρεθεί κουμπιά ασφαλείας (panic buttons) που υπήρχαν κάτω από τα ταμεία.

 

Σε σχέση με τις ζημιές που υπέστη, αυτές τις υπέδειξε μέσω των φωτογραφιών Τεκμήριο 5. Παραδέχθηκε ότι δεν παρέμεινε στο Νοσοκομείο, απλώς την περιέθαλψαν και έλαβε εξιτήριο. Ενώ αμφισβητήθηκε για την αναγκαιότητα και αυτή κάθε αυτή την επίσκεψη της σε ψυχίατρο ήταν ιδιαίτερα πειστική στις απαντήσεις της.  Είπε ότι αυτή η παρακολούθηση της έγινε σε συνδυασμό με ψυχολόγο, ενώ ήταν σαφής ότι μετά τον Μάιο του 2014 επισκεπτόταν μόνο την ψυχολόγο. Κατέδειξε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και την ανάγκασαν να επισκεφθεί ψυχίατρο και στη συνέχεια να τα αντιμετωπίσει με ψυχολόγο. Την ψυχίατρο επισκέφθηκε περίπου 3 φορές. Η Ενάγουσα αναφέρθηκε σε σοκ και μετατραυματική διαταραχή.  Για κάποιους μήνες δεν ήταν ήρεμη, φοβόταν ότι ο δράστης ήταν από πίσω της συνεχώς, δεν μπορούσε να μείνει μόνη, δεν μπορούσε να δει ούτε καν το φως.  Επίσης δεν μπορούσε να βλέπει οποιονδήποτε να φορεί καπέλο.

 

Γενικότερα η Ενάγουσα υπήρξε αξιόπιστη. Δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, ενώ κατά την αντεξέταση της επεξηγούσε επ’ ακριβώς τόσο το πως έλαβαν χώρα τα γεγονότα όσο και τις ζημιές που υπέστη. Παραδέχτηκε σειρά θέσεων που της υποβλήθηκαν καταδεικνύοντας ότι στο Δικαστήριο ήρθε για να πει την αλήθεια, χωρίς να έχει διάθεση για υπερβολή ή διόγκωση των ζημιών της. Πλην όμως δεν μπορώ να δεχθώ τη θέση της ότι συνεργάστηκε άψογα με τον δράση. Η αρχική της ενέργεια να πιάσει το μαχαίρι του γιατί νόμισε ότι ήταν ψεύτικο, αλλά και η έστω ακούσια μη παράδοση των κλειδιών που είχε στην τσέπη της, γιατί νόμιζε ότι τα είχε αφήσει αλλού, ήταν στοιχεία που και η ίδια παραδέχεται ότι εκνεύρισαν τον δράστη. Ήταν στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με τις σαφείς οδηγίες των Εναγομένων να συνεργάζονται πλήρως με τους δράστες ληστειών.

 

Η Μιχαηλίνα Αδάμου (ΜΕ 2) προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει ότι δεν ήταν επαρκής η παρουσία ενός φρουρού ασφαλείας στην Υπεραγορά, δεν υπήρχε συναγερμός και ότι ήταν εφικτό να τους κλέψουν (Έγγραφο Γ). Επίσης κατά την κυρίως της εξέταση είπε ότι οι φρουροί ασφαλείας στην υπεραγορά, από την επόμενη μέρα αυξήθηκαν σε 5 και έφεραν τηλέφωνα, μαχαίρια και όπλα.

Η μαρτυρία της ΜΕ 2 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για μια σειρά από λόγους. Αρχικά χωρίς την όποια εξειδίκευση, αναφερόταν στο σύστημα ασφαλείας και το έκρινε ως ελλιπές. Η εμπειρία της για κάποιους μήνες ή έστω χρόνια ως υπαλλήλου υπεραγοράς, δεν της παρέχει και εχέγγυο γνώσης ως προς την επάρκεια συστημάτων ασφαλείας. Κατά δεύτερον ήταν απόλυτη και σε πολλές περιπτώσεις οι αναφορές της ήταν αυθαίρετες. Εμφανιζόταν σίγουρη ότι αν υπήρχε σύστημα παρακολούθησης θα εύρισκαν το ληστή. Έκανε αναφορές σε φρουρούς με όπλα και μαχαίρια εντός της υπεραγοράς, κάτι που εκφεύγει του φάσματος της λογικής. Αναφέρεται στο επίδικο περιστατικό, χωρίς να ήταν παρούσα, από τα όσα άκουσε, ούσα όμως σίγουρη για το τι επεσυνέβη. Γενικότερα η στάση της ΜΥ 2 υποδείκνυε δύο πράγματα. Την ευκολία της να αναφέρεται σε ζητήματα τα οποία δεν γνωρίζει ωσάν να τα κατέχει και δεύτερον ότι σκοπός της ήταν να υποστηρίξει την υπόθεση της Ενάγουσας. Η αποδοχή λοιπόν της μαρτυρίας της καθίσταται επισφαλής και δεν μπορεί να εξαχθεί το όποιο εύρημα από αυτήν.

Ως ΜΥ 1 κατέθεσε επ’ ακροατηρίω η διευθύντρια της υπεραγοράς, Αικατερίνη Ξυδού. Υποστήριξε μέσω της γραπτής της δηλώσεως, Έγγραφο Δ, ότι η Ενάγουσα γνώριζε τους κωδικούς και των δύο χρηματοκιβωτίων, ότι υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και ότι οι οδηγίες τους ήταν να μην προβάλουν αντίσταση σε κλέφτες ή εγκληματίες, να συνεργαστούν και να προστατεύσουν κυρίως τους εαυτούς τους. Κατά την κυρίως της εξέταση υποστήριξε ότι υπήρχαν και panic buttons, τα οποία αφού πατιούνταν έδιδαν σήμα στην Αστυνομία.

Η ΜΥ 1 δεν μπορεί να κριθεί ως αξιόπιστη. Κυριότερα ενώ παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ως η Διευθύντρια της υπεραγοράς, ως το πρόσωπο δηλαδή που είχε το γενικό πρόσταγμα και εργαζόταν προς τούτο ώρες γραφείου, δεν μπορούσε να υποστηρίξει τα βασικά της επιχειρήματα. Συγκεκριμένα ενώ ισχυρίστηκε ότι στο χώρο της υπεραγοράς υπήρχαν κάμερες δεν γνώριζε πόσες ήταν αυτές, που ήταν εγκατεστημένες, από ποια εταιρεία, ούτε καν πως μπορούσε κάποιος να δει το υλικό που βιντεογραφούσαν. Θα ανέμενε κάποιος ότι η διευθύντρια, ως ταγός της υπεραγοράς, θα γνώριζε έστω από που μπορούσαν να λάβουν υλικό από τις κάμερες. Τελικώς αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν γνωρίζει αν υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, αντιφάσκοντας με την αναφορά της γραπτής της δήλωσης, όπου παρουσιαζόταν βέβαιη ότι υπάρχει. Ακόμα και για τα panic buttons όταν ερωτήθηκε για τις λεπτομέρειες αυτών δεν γνώριζε και περιορίστηκε να πει ότι απλώς γνωρίζει ότι υπήρχαν.

Επιπλέον ενώ αρχικά παραδέχτηκε ότι το ένα χρηματοκιβώτιο το διαχειριζόταν η λογίστρια και όχι η Εναγόμενη, μετά ανασκεύασε την εκδοχή της λέγοντας ότι το διαχειριζόταν και η υπεύθυνη των ταμείων. Ενώ δηλαδή αρχικά αποδέχτηκε ότι η Ενάγουσα δεν είχε τη διαχείριση του ενός εκ των δύο ταμείων, στη συνέχεια άλλαξε τη θέση της ώστε να καταδείξει τέτοια πρόσβαση της Ενάγουσας στο εσωτερικό και των δύο ταμείων και συνακόλουθη έλλειψη συνεργασίας της με τον ληστή. Ενώ αναφέρεται στη γραπτή της δήλωση στο περιστατικό, η ίδια τελικώς παραδέχεται ότι δεν ήταν παρούσα στον χώρο και οι αναφορές της άπτονται των όσων της είπε η Ενάγουσα.

Η ΜΥ 1 λοιπόν δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη, η μαρτυρία της κρίνεται ακροσφαλής και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει στέρεο βάθρο το οποίο να οδηγήσει σε ευρήματα το Δικαστήριο.

Στη βάση των ως άνω εξάγονται τα εξής ευρήματα: Την 2/3/2014, η Ενάγουσα, υπεύθυνη ταμείων υπεραγοράς, στην υπηρεσία των Εναγόμενων, δέχθηκε επίθεση από ληστή. Της είχε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό και προσπάθησε να πιάσει τη λαβή του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Της είχε πει να ανοίξει την πόρτα του λογιστηρίου, αλλά η Ενάγουσα νόμιζε ότι δεν είχε στην κατοχή της τα κλειδιά. Όταν τελικώς ο δράστης βρήκε τα κλειδιά στην κατοχή της εκνευρίστηκε. Τελικώς μπήκαν στο δωμάτιο του λογιστηρίου και του άνοιξε το ένα χρηματοκιβώτιο για να κλέψει τα χρήματα που βρίσκονταν εντός του. Σε σχέση με το δεύτερο χρηματοκιβώτιο, δεν γνώριζε τους κωδικούς και τηλεφώνησε στη ΜΥ 1. Από τη συνομιλία τους ο ληστής κατάλαβε ότι έγινε αντιληπτή η ληστεία και χτύπησε την Ενάγουσα. Το επίδικο περιστατικό διήρκησε κάποια δευτερόλεπτα. Οι οδηγίες των Εναγομένων ήταν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ληστείας, οι υπάλληλοι συνεργάζονται πλήρως με τους δράστες, δίδοντας τους ότι ζητήσουν, ώστε να διαφυλαχθεί η ασφάλεια τους. Στο χώρο υπήρχε ένας φρουρός ασφαλείας, δεν υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, ούτε κουμπιά ασφαλείας, τα οποία ουσιαστικά ειδοποιούν για ληστείες. Λόγω της ληστείας η Ενάγουσα υπέστη θλαστικό τραύμα στον αριστερό μηρό και της έχει δημιουργηθεί δύσμορφη ουλή. Αναγκάστηκε επίσης να επισκεφτεί ψυχίατρο και ψυχολόγο για να αντιμετωπίσει τη μετατραυματικό της διαταραχή.

Νομική βάση της υπό εξέταση αγωγής είναι αυτή του εργατικού ατυχήματος. Τούτο δεικνύουν αρχικώς τα δικόγραφα, όπου γίνεται εκτεταμένη αναφορά σε ασφαλές σύστημα εργασίας, για την Ενάγουσα, αλλά και η προσκομισθείσα μαρτυρία, όπου ακριβώς επιχειρήθηκε να καταδειχθεί ότι δεν είχε παρασχεθεί τέτοιο ασφαλές σύστημα.

Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του πηγάζει από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου.  Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας[1]. Αχρείαστος (unnecessary) είναι ο κίνδυνος, ο οποίος είναι, αφενός, προβλεπτός  και, αφετέρου, αποφευκτός, με τη λήψη των κατάλληλων προφυλακτικών μέτρων.  Με την πρόοδο της τεχνολογίας και με την ανάπτυξη των μέσων για την αποτροπή κινδύνων, ευκολότερη καθίσταται τόσο η πρόβλεψη των κινδύνων όσο και η εξουδετέρωσή τους[2]. Όταν υπάρχει καθήκον  παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας[3]. Γενικώς, η ευθύνη του εργοδότη λαμβάνει τρεις μορφές, (i) την παροχή ικανού προσωπικού, (ii) την παροχή ασφαλούς χώρου εργασίας, εξοπλισμού, μηχανημάτων και πρώτων υλών και (iii) του ασφαλούς συστήματος εργασίας και ορθής διαχείρισης του[4].

Ο κ. Δημητριάδης με αναφορά στην Mitchell v Glasgow City Council [2009] UKHL 11 και Michael v. The Chief Constable of South Wales Police [2015] UKSC 2 εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη σε Εναγόμενο για ποινικά αδικήματα τρίτου, με βάση τις αρχές της προβλεψιμότητας. Και οι δύο υποθέσεις, κοντολογίς, αφορούσαν φόνο όπου οι Ενάγοντες υποστήριζαν ότι αν οι Εναγόμενοι δεν ήταν αμελής, δεν θα επέρχετο το μοιραίο.

Τούτη όμως η γενική αρχή όπως ισχύει σε υποθέσεις αμέλειας, δεν τυγχάνει εφαρμογής ειδικώς σε εργατικά ατυχήματα. Συγκεκριμένα από τις προηγούμενες δεκαετίες η αγγλική νομολογία, διεύρυνε τις ευθύνες του εργοδότη για τη διατήρηση ασφαλούς συστήματος εργασίας. Στην Houghton v. Hackney Borough Council (Note) (1961) 3 K.I.R. 615, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«I do not doubt … that it is an employer’s duty to take reasonable care to see that his employees are not exposed to unnecessary risks, even if it be the risk of injury by criminals.»

Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε και στην Williams v. Grimshaw (1976) 3 K.I.R. 610 αλλά και σε σειρά άλλων μεταγενέστερων αποφάσεων[5]. Στην Houghton, πιο πάνω, η ληστεία έλαβε χώρα εναντίον εισπράκτορα. Το εκεί Δικαστήριο αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να εξασφαλίζεται η ασφάλεια εισπράκτορα σε κάθε μέρος που πήγαινε να λάβει χρήματα. Κρίθηκε περαιτέρω ότι υπό τις περιστάσεις είχαν ληφθεί εύλογα μέτρα από τους εργοδότες.

Στην Williams, πιο πάνω, υπάλληλος θα έπαιρνε εισπράξεις μαζί της στο σπίτι της. Καθώς έφευγε από την εργασία της δέχθηκε επίθεση για να κλαπούν τα χρήματα που έφερε. Το Δικαστήριο έκρινε εύλογα τα μέτρα που λήφθηκαν λαμβάνοντας υπόψη ότι πάντα τη συνόδευε ο σύζυγος της ή άλλο πρόσωπο και ήταν κοντινή η απόσταση που θα διένυε.

Στην Charlton v Forrest Printing Ink Co Ltd, 1980 WL 149521, δύο υπάλληλοι αφού έλαβαν τον μισθό τους από τράπεζα, δέχθηκαν επίθεση κατά την αποχώρηση τους από εκεί. Οι υπάλληλοι ενήγαγαν τους εργοδότες τους για έλλειψη ασφαλούς συστήματος εργασίας, αφού η πληρωμή των υπαλλήλων των Εναγόμενων γινόταν σε τράπεζα. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εργοδότες δεν παρέβησαν το όποιο καθήκον τους για ασφαλές σύστημα εργασίας, έστω εν τη απουσία φρουρών ασφαλείας που να συνόδευαν τους λήπτες μισθού από την Τράπεζα.

Στην Humphrey v Tote Bookmakers, [2003] EWHC 217 (QB) ο Ενάγων ήταν υπάλληλος σε πρακτορείο στοιχημάτων όταν έλαβε χώρα ληστεία. Στην εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι οι οδηγίες των εργοδοτών προς τους υπάλληλους τους να μην παίρνουν ρίσκα και να συμμορφώνονται με τις οδηγίες των ληστών, ήταν ορθές. Δεν κρίθηκε ότι η μη περαιτέρω εκπαίδευση των υπαλλήλων και το γεγονός ότι μόνο ένα πρόσωπο εργαζόταν εκεί, παραβίαζαν το καθήκον του εργοδότη.

Εκ των πιο πάνω προκύπτει ότι η ιδιαίτερη μορφή που μπορούν να λάβουν ληστείες, μέσω της απρόσμενης συμπεριφοράς εγκληματικών στοιχείων και της ιδιαιτερότητας κάθε χώρου, δεν μπορεί να θέσει ιδιαίτερο βάρος, ευθύνη στους εργοδότες. Θα ήταν παράλογο δηλαδή να απαιτείται από τους εργοδότες να μπουν στο μυαλό, να προβλέψουν το modus operandi κάθε επίδοξου ληστή, ώστε να λάβουν ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας. Γι’ αυτό άλλωστε, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις αυτό που απαιτείται είναι να ληφθούν μέτρα για τους πολύ πιθανούς (very likely) κινδύνους που ελλοχεύουν[6]. Κάθε άλλη απαίτηση θα εναπόθετε δυσανάλογο βάρος στους εργοδότες, ειδικά σε επιχειρήσεις όπως οι υπεραγορές, όπου καθημερινά τις επισκέπτεται πλήθος κόσμου κάθε ηλικίας. Η εμπειρία σε τέτοιους χώρους, δεν θα μπορούσε να είναι ευχάριστη αν τα μέτρα ασφαλείας ήταν ιδιαίτερα αυστηρά, με οπλοφόρους φρουρούς ή εκτεταμένη παρακολούθηση μέσω κλειστών κυκλωμάτων, παραπέμποντας σε δυνητικό χώρο εγκλήματος.

Εν προκειμένω το σύστημα ασφαλείας των Εναγομένων σε σχέση με ληστείες,  έγκειται στον ένα φρουρό ασφαλείας και στις οδηγίες που δόθηκαν για πλήρη συνεργασία με τους ληστές. Παρατηρείται ότι ο φρουρός ασφαλείας ήταν στο χώρο όπου συνέβη το επίδικο περιστατικό, αλλά αντέδρασε μάλλον χλιαρά. Περισσότερο απέφυγε την ευθύνη που φέρει η ιδιότητα του, πλην όμως και η σχετική πρακτική των Εναγομένων όριζε ότι θα έπρεπε να συνεργαστεί το προσωπικό με τον ληστή. Η Ενάγουσα από την άλλη δεν ήταν συνεργάσιμη με τον δράστη, παρά τις οδηγίες των Εναγόμενων. Σε πρώτο στάδιο ενώ ο δράστης την ακινητοποίησε με την απειλή μαχαιριού εκείνη πήγε να πιάσει το μαχαίρι με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Σε δεύτερη φάση ενώ είχε στην κατοχή της τα κλειδιά του λογιστηρίου, έστω εκ παραλείψεως και άθελα της, του είπε ότι δεν τα έχει, με αποτέλεσμα ο δράστης να τα βρει και να εκνευριστεί. Σημειώνεται ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, όπως η ίδια η Ενάγουσα την έθεσε, προκύπτει ο εκνευρισμός του δράστη και το ότι έγινε ακόμα πιο επιθετικός. Τέλος ακολούθησε το τηλέφωνο της Ενάγουσας προς την ΜΥ 1, από το οποίο κατάλαβε ο ληστής ότι μαθεύτηκε η εγκληματική του ενέργεια και ξεκίνησε να κτυπά την Ενάγουσα. Η παράβαση λοιπόν οδηγιών των Εναγομένων επέτεινε την ήδη τεταμένη κατάσταση, εκνευρίζοντας τον δράση[7]. Εν πάση όμως περιπτώσει, ενέργειες που λαμβάνουν χώρα ενώ ο Ενάγων είναι σε πανικό ή σε κατάσταση κινδύνου, όπως και η Ενάγουσα στην παρούσα, δεν διαρρηγνύουν την αιτιώδη συνάφεια[8].

Εκ των ως άνω λοιπόν καταδεικνύεται ότι το σύστημα ασφαλείας της υπεραγοράς δεν ήταν ελλιπές. Το σύστημα ασφαλείας κρίνεται επαρκής, αφού είχαν δοθεί οδηγίες στους εργοδοτούμενους, να συνεργαστούν πλήρως με τυχόν εγκληματίες, ώστε να διαφυλάξουν πρώτιστα την υγεία τους. Τέτοια οδηγία κρίθηκε στην Humphrey, πιο πάνω, ως ιδιαίτερα ορθή, ενώ εκεί κρίθηκε επαρκές το σύστημα ασφαλείας, χωρίς να υπάρχει το όποιο άλλο εχέγγυο ασφάλειας του εργοδοτούμενου. Περαιτέρω υπήρχε στο χώρο και συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στο περιστατικό φρουρός ασφαλείας, με σκοπό να διαφυλάξει ουσιαστικά την υγεία των εργαζόμενων. Σε αυτές τις περιστάσεις θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η μειωμένη συχνότητα ληστειών στην υπεραγορά, όπως άλλωστε παραδέχθηκε και η Ενάγουσα.  Δεν παρουσιάστηκε, δε, μαρτυρία ότι η απουσία, καμερών ασφαλείας και σε λειτουργία κουμπιών πανικού, θα απέτρεπε τη ληστεία ή ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι συστήματος ασφαλείας, ειδικά εδώ όπου το όλο περιστατικό διήρκησε κάποια δευτερόλεπτα. Στη νομολογία δε που εκτέθηκε ανωτέρω, δεν προκύπτει να κρίνονται τα ως άνω ως μέσα που να μπορούν να καταστήσουν ασφαλή τον εργασιακό χώρο.  Συνεπώς δεν μπορεί να κριθεί ότι οι Εναγόμενοι παρέβησαν το καθήκον τους σε παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας.

Παρά το ότι με τα πιο πάνω συμπέρασμα σφραγίζεται η τύχη της αγωγής, νιώθω την ανάγκη να αναφέρω ότι συμπονώ την Ενάγουσα. Υπήρξε το κύριο θύμα εγκληματικής ενέργειας, με συνέπειες που όπως εξήγησε την συνοδεύουν μέχρι σήμερα. Είναι γι’ αυτό το σκοπό που στο Ηνωμένο Βασίλειο[9] και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου[10], υφίσταται συμβούλιο αποζημιώσεως θυμάτων από εγκλήματα, ώστε να καλύπτεται από το κράτος η γκρίζα ζώνη της ζημιάς που υφίστανται θύματα. Τούτη η προσφορά του κράτους προς τους πολίτες του, θα έπρεπε να ήταν δεδομένη, αφού εν τη απουσία της πολλά θύματα εγκλημάτων, παραμένουν χωρίς βοήθεια και επωμίζονται δυσανάλογο βάρος και κόστος για να αντιμετωπίσουν τις ποικιλόμορφες ζημιές που τους δημιουργούνται.

Για σκοπούς πιθανής μελλοντικής αναθεώρησης της απόφασης, αλλά και πληρότητας θα προχωρήσω σε εξέταση των ζημιών της Ενάγουσας. Σε σχέση με τις ειδικές ζημιές, έχει γίνει παραδεκτό ποσό ύψους €207,98, ενώ στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας η Ενάγουσα αναγκάστηκε να επισκεφτεί ψυχίατρο για να αντιμετωπίσει τη μετατραυματική της διαταραχή, καταβάλλοντας άλλα €810 (βλ. Τεκμήριο 7). Επομένως το ποσό των ειδικών ζημιών ανέρχεται στα €1017,98

Σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις που η Ενάγουσα διεκδικεί, από την αποδεκτή της μαρτυρία προκύπτει ότι οι ζημιές της είναι οι ακόλουθες:

Α. Θλαστικό τραύμα στον αριστερό μηρό,

Β. Μετατραυματική διαταραχή.

Σε σχέση με τη μετατραυματική διαταραχή (βλ. Τεκμήριο 4) που αντιμετώπισε η Ενάγουσα, αναφέρθηκε εκτεταμένα στις σχετικές συνέπειες. Δεν ήταν ήρεμη, φοβόταν ότι ο δράστης ήταν από πίσω της συνεχώς, δεν μπορούσε να μείνει μόνη της και δεν μπορούσε να δει ούτε καν το φως.  Επίσης δεν μπορούσε να βλέπει οποιονδήποτε να φορεί καπέλο. Παρά ταύτα συνέχισε να εργάζεται και ως η ίδια η μαρτυρία της επισκέφθηκε περίπου 3 φορές ψυχίατρο. Το θλαστικό της τραύμα προκύπτει να της δημιούργησε μόνιμη ουλή (βλ. και Τεκμήριο 5).  

Για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων οι προηγούμενες αποφάσεις για παρόμοια τραύματα δεν έχουν κατ' ανάγκη δεσμευτικό χαρακτήρα αλλά καθοδηγητικό[11]. Η επί μέρους νομολογία όμως είναι σημαντική ώστε να υπάρχει συνέπεια και βεβαιότητα[12].

Στην υπόθεση  Στέλιος Δημητρίου v. Μαρίνας Α. Ιωάννου κ.ά [2003] 1 Α.Α.Δ. 274, επιδικάστηκαν ως αποζημίωση για ψυχικά τραύματα από τροχαίο δυστύχημα, Λ.Κ.4,000. Ο ενάγοντας παρουσίαζε πονοκεφάλους, ζάλη, τάση για εμετό, αδυναμία συγκέντρωσης, ευερεθιστικότητα, διαταραχές στον ύπνο με εφιάλτες, κατάθλιψη, άγχος και έντονες φοβίες στην τροχαία κίνηση και την οδήγηση. Επισκεπτόταν ψυχιάτρους για αρκετό χρονικό διάστημα, περίπου 30 φορές. Στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων, λήφθηκε υπόψη η πιθανότητα για μείωσης της ικανότητας του για εργασία στο μέλλον.

Στην Χαραλάμπους ν. Αβραάμ κ.α., [1999] 1 ΑΑΔ 1441, ο εφεσείων ηλικίας 20 ετών τραυματίστηκε στην κεφαλή και στον αυχένα, υπέστη εγκεφαλική διάσειση και ανέπτυξε μετατραυματικό σύνδρομο.  Επιδικάστηκε το ποσό των ΛΚ2500.- ως γενικές αποζημιώσεις.

Στην Pούσου Άντρη ν. Eλένης Aλεξάνδρου και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1060, για κατάγματα στους καρπούς των δύο χεριών και συγκεκριμένα του κάτω άκρου της κερκίδας και της ωλένης που επουλώθηκαν πλήρως και δεν υπήρχε ενδεχόμενο οστεοαρθρίτιδας, μώλωπες κάτω και γύρω από το δεξιό μάτι, συμπίεση της δεξιάς ζυγωματικής χώρας, ελαφρά εγκεφαλική διάσειση και θλαστικό τραύμα στην αριστερή επιγονατίδα επικυρώθηκε ποσό 5.000 Λ.Κ, όπως επιδικάστηκε πρωτοδίκως.

Με τα πιο πάνω δεδομένα, αν η αγωγή επετύγχανε θα επιδίκαζα γενικές αποζημιώσεις, ύψους €7.000.

Βάσει των ως άνω η αγωγή απορρίπτεται. Δεν προκύπτει λόγος τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγομένων και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή



[1] Ελένη Κατσουνάρη ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Πολιτική Έφεση ΑΡ. 57/2012, 27/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A93

[2] Ανάγνου Παναγιώτης ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd [2002] 1 ΑΑΔ 918

[3] LP Transbeton Ltd ν. Κώστα Σταύρου και Άλλης [2009] 1 ΑΑΔ 304

[4] Λέντζας Κώστας ν. Laos Bros Ltd [2016] 1 ΑΑΔ 2917

[5] Βλ. και Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παρ. 10-77

[6] Home Office v Dorset Yacht Co Ltd, [1970] A.C. 1004

[7] Βλ. mutatis mutandis και Άριστος Κυμίσης ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 361/2011, 24/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:A110, ECLI:CY:AD:2017:A110

[8] Clerk & Lindsell on Torts, 20th Edition, παρ. 2.123

[9] Βλ. και Charlton, πιο πάνω

[10] π.χ.California Victim Compensation Program (CalVCP)

[11] G & L. Calibers Ltd v. Λεμεσιανού, [2003] 1 ΑΑΔ 948

[12] Σπύρος  Μελής και Ελένη Λτδ κ.ά. v.  Πολίτη, [2003] 1 ΑΑΔ 590


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο