ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον:  Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

                                                                                            Αρ. Αίτησης: 446/2020

 

   Μεταξύ:

 

Ελευθέριου Αντωνιάδη

 

     Αιτητή

-και-

 

Εργοληπτική Εταιρεία Βαρνάβας Χ¨ Κυπριανού Λίμιτεδ

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Αίτηση ημ. 25/9/2023 των Καθ’ ων η αίτηση, στην κυρίως αίτηση, για αναστολή της απόφασης ημ. 13/7/23

 

 

Ημερομηνία: 2/1/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κα. Χαραλάμπους

Για Καθ’ ου η αίτηση: κα. Χριστοφόρου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Ο Αιτητής στην κυρίως αίτηση, Καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα (στο εξής «ο Καθ’ ου η αίτηση») είχε καταχωρήσει αίτηση για ακύρωση ή αναπομπή για επανεξέταση της διαιτητικής απόφασης ημ. 9/10/2014 (στο εξής «η Διαιτητική Απόφαση»). Μετά από ακρόαση της αιτήσεως, η Διαιτητική Απόφαση ακυρώθηκε, με απόφαση ημερομηνίας 13/7/2023 (στο εξής «η Απόφαση»). Αξίζει να αναφερθεί ότι προγενέστερα είχε καταχωρηθεί άλλη αίτηση για εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, η οποία ακόμη εκκρεμεί.

 

Εναντίον της Απόφασης καταχωρήθηκε έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση στην κυρίως αίτηση, Αιτητές στην παρούσα (στο εξής «οι Αιτητές»). Ακολούθως καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση, όπου οι Αιτητές επιζητούν αναστολή εκτέλεσης της Απόφασης, μέχρι να εκδικαστεί η έφεση.

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κ. Ξένιου Παναγιώτου, διευθυντή των Αιτητών. Σε αυτήν γίνεται αναφορά στην εκδοθείσα εναντίον τους Απόφαση και την συνακόλουθη καταχώρηση εφέσεως. Αντίγραφο της έφεσης επισυνάπτεται στην αίτηση ως Τεκμήριο 1. Επ’ αυτού προκύπτει ότι αμφισβητούνται δύο πράγματα, στην Απόφαση: η ανάγκη αιτιολόγησης διαιτητικής απόφασης και η αιτιολόγηση αυτής κάθε αυτής της επίδικης Διαιτητικής Απόφασης. Ο ομνύοντας υποστηρίζει ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα αναγκαστούν να αποσύρουν την αίτηση τους για εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, έστω με επιφύλαξη δικαιωμάτων. Αν πετύχει, δε, η έφεση τους θα αναγκαστούν να καταχωρήσουν νέα αίτηση για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, σπαταλώντας χρόνο και έξοδα. Ισχυρίζεται επίσης, ότι καμία ταλαιπωρία ή ζημιά δεν μπορεί να επέλθει στον Καθ’ ου η αίτηση, κάνει πρόγνωση περί επιτυχίας της εφέσεως και υποστηρίζει ότι μπορεί να υπάρξει ισορροπία αντικρουόμενων δικαιωμάτων, με την παραχώρηση εγγυητικής. Με συμπληρωματική ένορκη τους δήλωση οι Αιτητές επεσύναψαν την Απόφαση, την κυρίως αίτηση και την ένσταση στην κυρίως αίτηση.

 

Εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση χωρίς ένορκη δήλωση. Κύριοι λόγοι ένστασης, οι οποίοι τελικώς προωθήθηκαν στις αγορεύσεις, είναι: η κατάχρηση διαδικασίας, η μη απόδειξη προοπτικής επιτυχίας της έφεσης και ανεπανόρθωτης βλάβης, όπως και η ανυπαρξία θετικής υποχρέωσης. Ο τελευταίος λόγος ένστασης, έγκειται στο ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής απαιτεί θετική ενέργεια που θα μπορούσε να τεθεί σε αναστολή. Τέτοια θετική ενέργεια, υποστηρίζει ο Καθ’ ου η αίτηση, δεν προκύπτει από την Απόφαση, αφού εκείνο που τελικά αποφασίζεται είναι η ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.

 

Οι συνήγοροι των μερών καταχώρησαν αγορεύσεις στις οποίες θα γίνεται αναφορά όπου κριθεί σκόπιμο.

 

Κύρια νομική βάση της αιτήσεως είναι η Δ.35 θ.18 και 19. Εκεί προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceeding under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.

 

19. Wherever under these Rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below,»

 

Όπως έχει νομολογηθεί η καταχώριση έφεσης δεν επενεργεί προς αναστολή της απόφασης. Η διακριτική εξουσία δυνάμει του Κ. 18 της Δ.35 ασκείται με γνώμονα τη διατήρηση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των αντικρουόμενων δικαιωμάτων των διαδίκων, ήτοι του δικαιώματος, από τη μια, του επιτυχόντος διαδίκου να δρέψει τους καρπούς της υπέρ του δικαστικής απόφασης και του δικαιώματος, από την άλλη, του αποτυχόντος διαδίκου να καταχωρίσει έφεση, προς ανατροπή της. Δεδομένων των αντίστοιχων προσδοκιών της κάθε πλευράς για τελική δικαίωση των θέσεων της, η προαναφερθείσα εξουσία ασκείται υπό το φως των επιπτώσεων, προς την κάθε μια, από την αναστολή, καθώς, επίσης, της πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης (Γιάννος Παύλου κ.ά ν Μαρούλλας Νεοφύτου Νικολάου κ.ά, Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2016, ημερομηνίας 10.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A348, ECLI:CY:AD:2017:A348).

 

Εν προκειμένω πληρείται η προϋπόθεση της καταχώρησης έφεσης εναντίον της Απόφασης.  Δεν έχει αναλυθεί το ζήτημα της πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης, παρά μόνο γίνεται πρόβλεψη επιτυχίας της. Ο παράγοντας αυτός, της πιθανότητας επιτυχίας της εφέσεως είναι οριακής και όχι καθοριστικής σημασίας (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου [1991] 1 Α.Α.Δ. 1147). Αυτός ο έστω οριακής σημασίας παράγοντας, όμως, προκύπτει ότι δεν αναπτύσσεται ούτε στην αγόρευση, ούτε στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Γίνεται απλώς παραπομπή στο Εφετήριο, χωρίς να αναλύεται ο όποιος από τους λόγους έφεσης, νομικά ή αλλιώς.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει η μη τεκμηρίωση επιτυχίας της πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης, δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης. Ως η νομολογία επιτάσσει: για να εγκριθεί αίτημα αναστολής θα πρέπει να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν. Επιπρόσθετα, ο αιτητής θα πρέπει να καταδείξει ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη "irreparable mischief may be done by refusing it". Αυτές τις εξαιρετικές περιστάσεις είναι οι Αιτητές που έχουν το βάρος απόδειξης να τις καταδείξουν (Μ. ΜΑΡΚΟΥ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. E50/2019, Ε51/2019 και Ε52/2019, 21/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:A444).

 

Εν προκειμένω ούτε καν αναφορά δεν γίνεται σε ανεπανόρθωτη βλάβη των Αιτητών στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Γίνεται απλή αναφορά σε σπατάλη χρόνου και εξόδων, λόγω της πιθανής απόσυρσης της αίτησης για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης. Ως προς τον χρόνο αρκεί να αναφερθεί ότι η διαφορά των μερών χρονολογείται από το 2006, διαιτητική απόφαση εκδόθηκε το 2014 και η αίτηση για εγγραφή της καταχωρήθηκε έξι έτη μετά, ήτοι το 2020. Ο χρόνος, λοιπόν, εκδίκασης της έφεσης δεν μπορεί να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα, ή έστω να καταδείξει την ανεπανόρθωτη βλάβη που απαιτεί η νομολογία για την έγκριση αιτήσεων όπως η υπό εξέταση. Άλλωστε η αξίωση των Αιτητών εν προκειμένω είναι να ανασταλεί η απόφαση μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως. Δεν υπάρχει έστω ένδειξη ότι η αίτηση για εγγραφή διαιτητικής απόφασης θα εκδικαστεί πριν την έφεση ή πως ο χρόνος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης δημιουργεί ανεπανόρθωτη βλάβη στους Αιτητές.

 

Σε σχέση με τα έξοδα, αν επιτύχουν τα διαβήματα των Αιτητών, έφεση και αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, θα τους επιδικαστούν έξοδα. Δεν προσφέρθηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει αδυναμία καταβολής του όποιου ποσού από τον Καθ’ ου η αίτηση. Εν πάση όμως περιπτώσει και μόνο από την παραδοχή των Αιτητών ότι μπορούν να αποσύρουν την αίτηση τους για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, με επιφύλαξη δικαιωμάτων (βλ. παρ. 6 της ένορκης δήλωσης Παναγιώτου), προκύπτει ότι δεν δημιουργείται ανεπανόρθωτη βλάβη σε αυτούς. Αν επιτύχει η έφεση, όπως και οι Αιτητές εισηγούνται θα δύνανται να καταχωρήσουν νέα αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, αν τελικώς αποφασίσουν να αποσύρουν αυτή που εκκρεμεί. Επομένως κανένα τους δικαίωμα δεν περιορίζεται και δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη βλάβη.

 

Συμπερασματικά έστω και αν κριθεί ότι η μόνη συνέπεια της απόφασης στους Αιτητές είναι η μη προώθηση μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως, της αίτησης τους για εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να κριθεί ότι τους δημιουργεί ανεπανόρθωτη βλάβη, ως η νομολογία το ορίζει, για να δύναται το Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση, ως έχει νομολογηθεί, το αντικείμενο της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου βάσει της Δ.35, θ.18 είναι η αναστολή θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται από την απόφαση η οποία εφεσιβάλλεται. Το αντικείμενο της αναστολής είναι η υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση, και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται (Λύρας Nτίνος M και Άλλοι ν. Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ (Aρ. 1) [1997] 1 ΑΑΔ 1384, Εμπεδοκλή κ.ά. (Aρ. 3) [2009] 1(Α) Α.Α.Δ. 529 και Δημητρούδης Mιχάλης ν. Aνδρέα Nίκου Λουγκρίδη [2011] 1 ΑΑΔ 687).

 

Στην υπό εξέταση αίτηση καμία θετική υποχρέωση δεν προκύπτει από την Απόφαση. Εκεί αποφασίζεται η ακύρωση της Διαιτητικής Απόφασης, χωρίς να γεννάται υποχρέωση στο όποιο πρόσωπο να ενεργήσει θετικώς σε σχέση με το οτιδήποτε, χωρίς να προκύπτει κάτι που να χρήζει εκτέλεσης. Η ίδια η αίτηση μάλιστα αναφέρεται σε αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης, την στιγμή που δεν καταδεικνύεται η όποια ενέργεια καλείται να εκτελέσουν οι Αιτητές. Η νομολογία, δε, αναφερόμενη σε θετική υποχρέωση ή καθήκον, το οποίο επιβάλλεται από απόφαση, δεν μπορεί να εννοεί και έμμεσα αποτελέσματα, τα οποία βρίσκονται μάλιστα στην εμβέλεια του διακριτικού χειρισμού των διαδίκων. Δεν μπορεί δηλαδή να κριθεί το ότι θα αναγκαστούν οι Αιτητές να αποσύρουν την αίτηση τους για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, ως θετική υποχρέωση ή καθήκον που προκύπτει από την έκδοση της απόφασης. Αυτό είναι κάτι που έγκειται στην ευχέρεια που έχουν να χειριστούν την υπόθεση με τον τρόπο που θεωρούν ορθό και όχι καθήκον το οποίο τους επιβάλλει η απόφαση.

 

Επί της ουσίας, εκείνο που επιχειρείται με την υπό εξέταση αίτηση είναι να παραμερίσει προσωρινώς την Απόφαση, ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντα τους οι Αιτητές. Να καταστήσει ανενεργή την Απόφαση, καταργώντας ουσιαστικά το αποτέλεσμα της και εγγράφοντας της Διαιτητική Απόφαση που η Απόφαση ακυρώνει. Τούτο θα δημιουργούσε ανεπανόρθωτη βλάβη και αδικία στον Καθ’ ου η αίτηση. Όχι μόνο δεν θα μπορούσε να δρέψει τους καρπούς της επιτυχίας της αίτησης του, αλλά θα αντιστρεφόταν το αποτέλεσμα αυτής, με την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, ενώ πέτυχε ακύρωση της. Φρονώ ότι επιτυχία της αίτησης θα καταργούσε τον ίδιο τον σκοπό της αναστολής της εκτέλεσης απόφασης, ο οποίος είναι η εξισορρόπηση των δικαιωμάτων των μερών.

 

Στην βάση των ως άνω η αίτηση απορρίπτεται. Δεν προκύπτει λόγος τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αίτησης. Έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των Αιτητών, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο