ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 1/2021

 

 

Αναφορικά με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο 66(Ι)/1997

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο 22(Ι)/2016

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

 

και

 

Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

 

 

8 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κ. Βασιλείου δια Κληρίδη, Αναστασίου, Νεοφύτου ΔΕΠΕ

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Μάρκου δια Άντης Πολυδώρου ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση των (1) Tiger Private Investment Partners III LP και (2) Macilent Limited (στο εξής οι «Αιτητές») ημερομηνίας 30.9.2022 για άδεια συνέχισης της αγωγής υπ’ αριθμό 604/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας

 

 

Οι Αιτητές καταχώρησαν την αγωγή υπ’ αριθμό 604/2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με εναγόμενους την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (στο εξής η «Τράπεζα Κύπρου»), την Cyprus Pοpular Bank Public Co Ltd δια του Κρις Παύλου ειδικού διαχειριστή (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα») και Κεντρική Τράπεζα.

 

Αντίγραφο της έκθεσης απαίτησης της αγωγής επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις, ο Αιτητής 1 (ενάγοντας 1 στην αγωγή) ενεργούσε ως ένας εκ των πωλητών στα πλαίσια συμφωνίας πώλησης μετοχών. Το τίμημα πώλησης των μετοχών που αναλογούσε στον Αιτητή 1 ήταν περίπου €21.000.000. Για σκοπούς της συμφωνίας πώλησης των μετοχών, μέρος του τιμήματος πώλησης θα ήταν πληρωτέο σε μελλοντικό χρόνο. Ειδικότερα, είχε συμφωνηθεί όπως ποσό περί τα €2.500.000 παραδοθεί σε μεσεγγυούχο (escrow agent) που θα αναλάμβανε την πληρωμή του, υπό όρους και σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, έναντι ανταλλάγματος. Η Λαϊκή Τράπεζα είχε συμφωνήσει να ενεργεί ως μεσεγγυούχος και υπογράφτηκε, για το σκοπό αυτό, μεταξύ όλων των μερών και της Λαϊκής Τράπεζας συμφωνία μεσεγγύησης (escrow agreement). Στα πλαίσια της συναλλαγής και προς υλοποίηση των συμφωνηθέντων, ανοίχθηκε τραπεζικός λογαριασμός στο όνομα «MPB as escrow agent for the SPA escrow account» στον οποίο κατατέθηκε το ποσό αυτό. Αυτά έγιναν το 2011. Κατά τις 26.3.2013 στον λογαριασμό μεσεγγύησης ήταν κατατεθειμένο ποσό €1.283.613 που είχαν να λαμβάνουν οι Αιτητές 1 από τη συμφωνία πώλησης μετοχών. Οι Αιτητές 2 (ενάγοντες 2 στην αγωγή) είναι νομικό πρόσωπο στο οποίο οι Αιτητές 1 εκχώρησαν στην πορεία όλα τα δικαιώματα τους από τη συμφωνία πώλησης μετοχών και την συμφωνία μεσεγγύησης.

 

Επί των πιο πάνω, δεν διακρίνω ουσιαστική διαφορά στις θέσεις των δύο πλευρών.

 

Πέραν αυτών, με την αγωγή και την παρούσα Αίτηση, οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στον λογαριασμό μεσεγγύησης κατά τις 26.3.2013 δεν αποτελούσε περιουσία της Λαϊκής Τράπεζας ώστε να υπόκειται στα μέτρα εξυγίανσης αλλά ήταν περιουσία που η Λαϊκή Τράπεζα κατείχε ως εμπιστευματοδόχος με δικαιούχους τους ιδίους. Άρα, είναι η θέση τους ότι πρέπει να εξαιρεθεί το ποσό αυτό από την εκκαθάριση και να τους επιστραφεί. Στη βάση αυτή αξιώνουν εναντίον των Εναγόμενων απόφαση για ποσό €1.247.359,37 που απομειώθηκε από τον λογαριασμό καθώς και επικουρικές δηλωτικές αποφάσεις ότι είναι δικαιούχοι του εν λόγω ποσού και ότι το ποσό αυτό δεν αποτελεί μέρος της περιουσίας της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Η θέση του εκκαθαριστή είναι ότι ο επίδικος λογαριασμός ήταν λογαριασμός εμπρόθεσμης κατάθεσης και ότι η απομείωση του ποσού των €1.247.259,37 έγινε ορθά, στα πλαίσια εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης και ότι αποτελεί μέρος της περιουσίας της Λαϊκής Τράπεζας που θα τύχει χειρισμού κατά την εκκαθάριση.

 

Όπως φαίνεται από την Αίτηση και ένσταση καθώς και από τις ένορκες δηλώσεις που έχουν καταχωρηθεί εκατέρωθεν, οι δύο πλευρές διαφωνούν ως προς την ιδιότητα υπό την οποία η Λαϊκή Τράπεζα κατείχε τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στον επίδικο λογαριασμό και για τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις.

 

Είναι επίσης αποδεκτό ότι υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των Αιτητών και του εκκαθαριστή. Με επιστολή των δικηγόρων προς τον εκκαθαριστή ημερομηνίας 3.10.2022 εξέφραζαν τη θέση ότι το ποσό που απομειώθηκε αποτελεί περιουσιακό στοιχείο εκτός του ισολογισμού της Λαϊκής Τράπεζας και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς ικανοποίηση των πιστωτών αλλά πρέπει να πληρωθεί προς τους Αιτητές.

 

Η επιστολή αυτή απαντήθηκε εκ μέρους του εκκαθαριστή στις 3.11.2022 όπου αναφερόταν ότι ο λογαριασμός μεσεγγύησης ήταν λογαριασμός εμπρόθεσμης κατάθεσης, ότι το ποσό που ήταν εκεί κατατεθειμένο ανήκε σε διάφορους δικαιούχους και ότι το ποσό πέραν των €100.000 που αναλογούσε σε κάθε δικαιούχο έχει απομειωθεί και «παραμένει στις υποχρεώσεις της Λαϊκής Τράπεζας όπως όλες οι υπόλοιπες κουρεμένες καταθέσεις».

 

Έκτοτε, όπως φαίνεται από δηλώσεις των συνηγόρων που καταγράφονται στα πρακτικά του Δικαστηρίου αλλά και όπως προκύπτει από συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν, οι Αιτητές 1 προχώρησαν σε επαλήθευση χρέους για το ποσό των €1.247.259,37 που απομειώθηκε από τον λογαριασμό μεσεγγύησης και τους αναλογούσε.

 

Προκύπτει επίσης ότι ο εκκαθαριστής αποδέχτηκε την επαλήθευση στην οποία προέβηκαν οι Αιτητές για ποσό €1.247.359,37 και η αποδοχή κοινοποιήθηκε στους Αιτητές στις 24.4.2023. Στην εν λόγω ενημέρωση ο εκκαθαριστής αναφέρει ότι το ποσό αυτό «is accepted as this is the amount stated in the company’s books and records to be owed to the creditor. With regards to the order of priority of the creditor’s claim […] please provide us with a confirmation by the Creditor’s auditors as to whether the creditor and where applicable the group to which the creditor belongs, can be classified as micro, small or medium enterprise as at 26.3.2013 as defined by the European Union.»

 

Στις 23.5.2023 οι Αιτητές, μέσω των δικηγόρων τους αποστέλλουν νέα επιστολή αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «the below order of priority determined by you as mentioned in your email below is not acceptable». Επαναλαμβάνουν την θέση ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε υποχρέωση να διατηρεί τα χρήματα στον λογαριασμό μεσεγγύησης ξεχωριστά από τα δικά της κεφάλαια, ότι ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος για τους δικαιούχους και ότι οι δικαιούχοι δικαιούνται σε «priority for the repayment over and prior to repayment of secured and unsecured creditors of the bank in regards to the funds held by the liquidator of the bank.»

 

Με αυτά τα δεδομένα, οι Αιτητές ζητούν να τους δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία και πηγές στις οποίες παραπέμπουν, όπως και όλα τα ενώπιον μου στοιχεία.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»

 

Ο σκοπός αυτής της διάταξης επεξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524. To απόσπασμα αυτό αφορά το section 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Αναφέρονται τα εξής:

 

«When a winding up order is made, or a provisional liquidator is appointed, no action or proceeding against the company may be commenced or continued in any court without leave of the Companies Court. The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.»

 

Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της σχετικά ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία αγωγή ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Για να δοθεί άδεια για συνέχιση μιας αγωγής μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, πρέπει ο αιτητής να ικανοποιήσει το Δικαστήριο (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές.

 

Στην παρούσα περίπτωση, έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, έχω καταλήξει ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Ο λόγος είναι διότι οι Αιτητές έχουν προχωρήσει με επαλήθευση του χρέους τους, η οποία εγκρίθηκε από τον εκκαθαριστή.

 

Η επιλογή των Αιτητών να υποβάλουν προς επαλήθευση το χρέος στον εκκαθαριστή καθώς και η έγκριση της επαλήθευσης από τον εκκαθαριστή, δεν επιτρέπουν την παράλληλη συνέχιση της αγωγής. Με την υποβολή της επαλήθευσης κατέστησαν τους εαυτούς τους ή αποδέχτηκαν ότι είναι πιστωτές της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Η διαδικασία επαλήθευσης έχει σκοπό να αποκρυσταλλώσει το ποσό που η υπό εκκαθάριση εταιρεία οφείλει προς έκαστο πιστωτή. Με την υποβολή της επαλήθευσης, ο πιστωτής καθορίζει το ποσό που θεωρεί ότι δικαιούται να λαμβάνει. Ο εκκαθαριστής, εξετάζει την επαλήθευση και εγκρίνει ή απορρίπτει αυτή, ολικώς ή μερικώς[1].

 

Με την ένορκη δήλωση της επαλήθευσης, ο πιστωτής δηλώνει ότι το χρέος υφίσταται και η υπό εκκαθάριση εταιρεία είναι «δίκαια και αληθινά χρεωμένη» απέναντι του για το ποσό που ο ίδιος καταγράφει και αποδεικνύει με τα στοιχεία που προσκομίζει. Η δήλωση αυτή τον δεσμεύει. Υποβάλλοντας τη δήλωση καθορίζει ο ίδιος ο πιστωτής τη θέση του ότι το χρέος του είναι επαληθεύσιμο καθώς και το ύψος του ποσού. Στην παρούσα περίπτωση, ο εκκαθαριστής ενέκρινε την επαλήθευση, δηλαδή αποδέχτηκε την ύπαρξη της οφειλής που ο πιστωτής βεβαίωσε και η απόφαση αυτή του εκκαθαριστή δεν αμφισβητήθηκε με τον προβλεπόμενο τρόπο[2].

 

Αυτό το οποίο διακρίνω στην προκείμενη περίπτωση είναι πως οι Αιτητές προσδοκούσαν ότι στα πλαίσια της επαλήθευσης, ο εκκαθαριστής να τους πλήρωνε κατά προτεραιότητα και στο ακέραιο στο ποσό που διεκδικούν. Επειδή δεν ικανοποιήθηκε αυτό το αίτημα ή αυτή η προσδοκία, επιθυμούν να συνεχίσουν την αγωγή και να προωθήσουν πλέον τη θέση ότι δεν είναι πιστωτές της Λαϊκής Τράπεζας αλλά η Λαϊκή, ως εμπιστευματοδόχος, κρατούσε χρήματα δικά τους, ως δικαιούχοι, και συνεπώς τα χρήματα αυτά εκτός της περιουσίας της εκκαθάρισης.

 

Αυτή η προσπάθεια για «επαλήθευση υπό αίρεση», τρόπον τινά, δεν μπορεί να επιτραπεί. Καταστρατηγεί κάθε έννοια και αρχή της διαδικασία εκκαθάρισης. Δεν επιτρέπεται ένα πρόσωπο, κατ’ επιλογή, να εντάσσει τον εαυτό του εντός ή εκτός της εκκαθάρισης κατά το δοκούν. Η επιλογή για υποβολή του χρέους προς επαλήθευση είναι δεσμευτική. Υποβάλλοντας το χρέος προς επαλήθευση, οι Αιτητές κατέταξαν τους εαυτούς τους ως πιστωτές της Λαϊκής Τράπεζας. Δεν μπορεί να τους δοθεί άδεια, ταυτόχρονα, να προωθούν μέσω της αγωγής τη θέση ότι δεν είναι πιστωτές αλλά είναι δικαιούχοι του ίδιου ποσού που η Λαϊκή κατείχε υπό άλλη ιδιότητα από αυτή του οφειλέτη.

 

Εφόσον κατέταξαν τους εαυτούς τους στους πιστωτές υποβάλλοντας το χρέος τους προς επαλήθευση, πλέον οποιαδήποτε διαφωνία προκύπτει με τον εκκαθαριστή πρέπει να τύχει χειρισμού στο πλαίσιο της εκκαθάρισης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν μπορεί να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας εφόσον το χρέος που η αγωγή αφορά έχει επαληθευτεί.

 

Πέραν της απόφασης για το ποσό που επαληθεύτηκε, οι Αιτητές με την αγωγή διεκδικούν και άλλες αξιώσεις. Όπως εξήγησα στην αρχή οι υπόλοιπες αξιώσεις είναι επικουρικές της αξίωσης για επιστροφή του ποσού, που είναι η ουσιαστική θεραπεία που επιδιώκουν.

 

Η εκδίκαση μιας αγωγής μέχρι την τελεσιδικία δημιουργεί έξοδα που πρέπει να πληρώσει η υπό εκκαθάριση εταιρεία για να την υπερασπιστεί. Παράλληλα είναι διαδικασία χρονοβόρα. Το Δικαστήριο εκκαθάρισης έχει καθήκον να μεριμνήσει ότι η εκκαθάριση θα ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό. Έχει επίσης καθήκον να διαφυλάξει την περιουσία της εταιρείας στην οποία προσβλέπουν όλοι οι πιστωτές για να εισπράξουν το λαβείν τους.

 

Σταθμίζοντας τα πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση, από τη στιγμή που η ουσιαστική θεραπεία που διεκδικούσαν μέσω της αγωγής οι Αιτητές έτυχε χειρισμού μέσω της επαλήθευσης, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται να χορηγηθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής σε σχέση με τις υπόλοιπες.

 

Νοείται ότι τίποτα δεν εμποδίζει τους Αιτητές να προωθήσουν την αγωγή εναντίον των υπόλοιπων εναγόμενων.

 

Ενόψει των πιο πάνω και για τους λόγους που έχω εξηγήσει, καταλήγω ότι δεν μπορεί να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής 604/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον των Αιτητών και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 251 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.

[2] Σχετικό το άρθρο 251(7) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο