ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

                

 

                                                                                    Αρ. Αγωγής: 3681/2016                                                    

Μεταξύ:

 

Eιρήνη Μαύρου

                                                                                                                       

                                                                                                           Ενάγουσα

 

                                                               και

 

Ξενοφώντος Ξενοφών

                                                                       

                      Εναγόμενο

Ημερομηνία:  25 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγουσα:  κος Στ. Στυλιανού

Για Εναγόμενο: κα Τ. Τζίρτη

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης  (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

          Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα η Ενάγουσα αξιώνει απόφαση για το ποσό των €10.000 ως ποσό το οποίο ισχυρίζεται ότι δάνεισε στον Εναγόμενο πλέον νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού. Ως αναφέρει στην Έκθεση Απαίτηση της δάνεισε το ποσό αυτό σε δύο δόσεις των €5.000 κατόπιν συμφωνίας τους που έγινε περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2012. Επρόκειτο για προσωπικό δάνειο και είχαν συμφωνήσει ότι θα της επέστρεφε το ποσό περί τα τέλη 2013 μετά του ανάλογου τόκου.

 

          Ο Εναγόμενος μέσω της Υπεράσπισης του εγείρει προδικαστική ένσταση και λέγει ότι η αγωγή δεν τον αφορά αλλά αφορά τρίτα πρόσωπα αλλά και ότι η καταχώρηση της αγωγής είναι εκδικητική και καταχρηστική των διαδικασιών. Αρνείται εν πάση περίπτωση ότι δανείστηκε από την Ενάγουσα το ποσό των €10.000 και ότι καμία συναλλαγή είχε ο ίδιος με την Ενάγουσα προσωπικά. Η μόνη συναλλαγή και σχέση που είχε ήταν για να πωλήσει ο Εναγόμενος στην εταιρεία της Ενάγουσας το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ. 28/53, τεμ. [ ], εμβ. 103 τμ,(στο εξής «το ακίνητο») για το ποσό των €10.000. Γι’ αυτό το λόγο η Ενάγουσα κατάθεσε στο λογαριασμό της εταιρείας του Εναγόμενου το ποσό των €10.000. Ιδιοκτήτης του ακινήτου ήταν ο Εναγόμενος αλλά ζήτησε να κατατεθούν τα χρήματα στο λογαριασμό της εταιρείας του.

 

          Τη μεταβίβαση ακινήτου διεκπεραίωσε η Ενάγουσα με πληρεξούσιο έγγραφο που της παραχώρησε ο Εναγόμενος. Η μόνη προφορική συμφωνία που είχαν ήταν για πώληση του ακινήτου του και όχι συμφωνία δανείου. Η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε την 04/04/2014 δηλώνοντας η Ενάγουσα ψευδώς κατά τη μεταβίβαση το ποσό πώλησης €3.000. Η αγωγή καταχωρήθηκε εκδικητικά λόγω προσωπικών σχέσεων και θεμάτων μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενου.

 

          Για να αποδείξει τις αξιώσεις της η Ενάγουσα κατάθεσε η ίδια (ΜΕ1). Εκ μέρους του Εναγόμενου κατάθεσε μόνο ο ίδιος (ΜΥ1). Επιπλέον της προφορικής μαρτυρίας κατατέθηκε και έγγραφη.  Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις εκατέρωθεν αγορεύσεις. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και η έγγραφη είναι κατατεθειμένη μέσω των Τεκμηρίων. Δεν είναι αναγκαίο να αποδοθεί στην παρούσα η μαρτυρία αυτολεξεί. Παρατίθενται συνοπτικά τα κύρια σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα[1]. Προτού προχωρήσω στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε σημειώνω ότι βασικός κανόνας είναι ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί ή να επεκταθεί σε θέματα που δε δικογραφούνται[2] ή σε θέματα που εγέρθηκαν πρώτη φορά.

 

          Η Ενάγουσα (ΜΕ1) ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Α. Σύμφωνα με την Ενάγουσα περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2012 ο Εναγόμενος ζήτησε να του δανείσει το ποσό των €10.000. Της ζήτησε να καταθέσει τα χρήματα σε λογαριασμό της εταιρείας X.P. Enterprises Ltd εταιρεία που ανήκει στον Εναγόμενο πράγμα που έκανε. Επισύναψε ως Τεκμήριο 2 αποδείξεις της Τράπεζας Κύπρου για τη μεταφορά των μετρητών την 05/12/2012 και 20/12/2012 για €5.000 εκάστη φορά. Επεσήμανε ότι η δοσοληψία ήταν προσωπικό δάνειο και δε σχετιζόταν με την εταιρεία του. Είχαν συμφωνήσει ότι περί τα τέλη 2013 ο Εναγόμενος θα της επέστρεφε το εν λόγω ποσό με τον ανάλογο τόκο. Με τον Εναγόμενο είχε κι άλλη δοσοληψία και δη περί το έτος 2014 αγόρασε από αυτόν ένα ακίνητο του οποίου η μεταβίβαση έγινε κατόπιν κοινής τους επίσκεψης στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο στην Ευρύχου την 18/03/2014.   Επεσήμανε αντεξεταζόμενη ότι εκείνη τη μέρα τηλεφώνησε στον Εναγόμενο ο οποίος προσήλθε και υπόγραψε για να γίνει η μεταβίβαση. Ως Τεκμήριο 3 παρουσίασε αντίγραφο του εγγράφου από το Κτηματολόγιο με τίτλο δήλωση μεταβίβασης ακινήτου. Σύμφωνα με τη ΜΕ1 ουδέποτε η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε με πληρεξούσιο έγγραφο.

 

          Αντεξεταζόμενη ανάφερε ότι δάνεισε τα χρήματα το Δεκέμβριο 2012 επειδή ο Εναγόμενος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα με την εταιρεία του με την προϋπόθεση να της επέστρεφε τα χρήματα τον Ιανουάριο.  Σε ερώτηση τί ποσοστό τόκου ζητά αρχικά απάντησε 9% αναφέροντας ότι έτσι χρεώνει το Φ.Π.Α. Εξήγησε ότι δέχθηκε να καταθέσει τα χρήματα στο λογαριασμό της εταιρείας του Εναγόμενου γιατί αυτό της ζήτησε ο ίδιος ο Εναγόμενος. Σε ερώτηση ως προς το πότε συμφώνησαν τελικά να γίνει η εξόφληση ανάφερε αντεξεταζόμενη τον Ιανουάριο στις 10/01 και τότε θα ήταν χωρίς τόκο όταν τελικά δεν της τα έδωσε συμφώνησαν τέλη του 2013 με τόκο.

 

          Αντεξεταζόμενη η ΜΕ1 παραδέχθηκε ότι με τον Εναγόμενο διατηρούσαν ερωτικές σχέσεις από τις αρχές του έτους 2012 μέχρι το τέλος του έτους 2014.

 

          Αναφορικά με την αγοραπωλησία του ακινήτου η Ενάγουσα αρνήθηκε ότι το ποσό των €10.000 δόθηκαν ως αντίτιμο για την αγορά του ακινήτου αναφέροντας ότι για την αγορά του ακινήτου πλήρωσε το ποσό των €3000 ως αναγράφεται στο Τεκμήριο 3. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η μεταβίβαση ακινήτου στο όνομα της Ενάγουσας έλαβε χώρα την 18/03/2014.  Σημειώνεται ότι δεν αμφισβητήθηκε η θέση της ότι πήγαν μαζί με τον Εναγόμενο στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για να λάβουν φοροαπαλλαγή ώστε να προχωρήσει η μεταβίβαση του ακινήτου. Σημειώνω ότι για πρώτη φορά τέθηκε στην Ενάγουσα αντεξεταζόμενη η θέση ότι το Τεκμήριο 3 έντυπο δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου δεν υπογράφηκε από τον Εναγόμενο μπροστά στη Κτηματολόγο αλλά στο γραφείο του ως Κοινοτάρχης που ήταν τότε στο ίδιο κτίριο όπως και η θέση ότι την υπογραφή του ο Εναγόμενος την έθεσε στο έγγραφο πριν ακόμη συμπληρωθεί το Τεκμήριο 3. Οι εν λόγω θέσεις πέραν του ότι εγέρθηκαν για πρώτη φορά κατά την ακροαματική διαδικασία δε συνάδουν με τη δικογραφημένη εκδοχή του Εναγόμενου ότι η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε χωρίς την παρουσία του και δη με πληρεξούσιο έγγραφο. Κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 4 το οποίο αναγνώρισε και είναι η δήλωση διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας ημερομηνίας 12/03/2014. Η ΜΕ1 επέμενε ότι και η δήλωση διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας και η μεταβίβαση ακινήτου έγινε με την παρουσία του Εναγόμενου ο οποίος έθεσε στα έγγραφα την υπογραφή του.

 

          Η μάρτυρας ερωτήθηκε εάν το ακίνητο της παραδόθηκε το Δεκέμβριο 2012 (θέση που δε δικογραφείται) με τη μάρτυρα να απαντά ότι λέει στο κοτσιάνι πότε το παράδωσε, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι ποτέ της δεν το χρησιμοποίησε. Επισημαίνω θέσεις που δε δικογραφούνται ή προβάλλονται για πρώτη φορά δε θα ληφθούν υπόψη.

 

          Ο Εναγόμενος (ΜΥ1) ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Β. Σύμφωνα με το ΜΥ1 διατηρούσε με την Ενάγουσα ερωτική σχέση από τις αρχές του 2012 μέχρι το τέλος του έτους 2014 περίπου. Ουδέποτε δανείστηκε χρήματα από την Ενάγουσα ως ισχυρίζεται. Η μόνη δοσοληψία που είχε μαζί της ήταν για αγοραπωλησία ενός τεμαχίου γης που είχε ο ίδιος στην Ευρύχου, το οποίο της πώλησε για το ποσό των €10.000. Παραδέχεται ότι ζήτησε από την Ενάγουσα να καταθέσει σε λογαριασμό της εταιρείας του το πιο πάνω ποσό περί το Δεκέμβριο 2012 το οποίο ήταν το αντίτιμο για την αγορά του ακινήτου του. Της παραχώρησε πληρεξούσιο έγγραφο για να γίνει  η μεταβίβαση και νόμιζε ότι η μεταβίβαση έγινε τότε. Ενημερώθηκε μετά την καταχώρηση της παρούσης ότι η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε στις 04/04/2014. Θεωρεί ότι η αγωγή εναντίον του καταχωρήθηκε εκδικητικά.

 

          Προχώρησα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, στη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[3] Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα αναφέρω ότι ως προκύπτει τόσο από τα δικόγραφα αλλά και από το σύνολο της μαρτυρίας η Ενάγουσα περί την 05/12/2012 και 20/12/2022 καθ’ υπόδειξη του Εναγόμενου κατάθεσε το συνολικό ποσό των €10.000 (σε δύο δόσεις των €5.000) σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας του.

 

          Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Ενάγουσας αρχικά λέγω ότι η μαρτυρία της έχει αφήσει θετική εντύπωση. Κατέθεσε με τρόπο απλό μεν πειστικό, σταθερό και άμεσο. Αν και διαπίστωσα κάποιες μικροαντιφάσεις από τη μαρτυρία της η αξιοπιστία της δε κλονίστηκε. Παρατήρησα επίσης ότι δε δίσταζε στις απαντήσεις της οι οποίες ήταν λογικές. Επίσης η μαρτυρία της είναι σε συνάφεια με την έγγραφη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και δη με τα Τεκμήρια 1-4.

         

          Παρόλο που ξενίζει το Δικαστήριο το γεγονός ότι η Ενάγουσα ανάφερε ότι κατάθεσε μετρητά για το ποσό των €3000 σε προσωπικό λογαριασμό του Εναγόμενου για την αγορά του ακινήτου και ενώ είχε ως ανάφερε αποδεικτικά κατάθεσης στην Ελληνική Τράπεζα δεν κατάθεσε τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα στο Δικαστήριο δεν έχω όμως κανένα ενδοιασμό να αποδεχτώ τη μαρτυρία της στην ολότητα της, την οποία και αποδέχομαι ως απόλυτα αληθινή.

 

          Επισημαίνω ότι η θέση της Ενάγουσας ήταν εξ αρχής ότι δάνεισε τα χρήματα στον Εναγόμενο και όχι στην εταιρεία του. Κατά την αντεξέταση της έγινε προσπάθεια να υποδειχθεί στην Ενάγουσα ότι εάν έγινε δάνειο δεν έγινε με τον Εναγόμενο. Καταρχάς επισημαίνω στο σημείο αυτό την αντίφαση που παρατηρείται εφόσον η θέση του Εναγόμενου είναι ότι δεν έγινε κανένα δάνειο. Εν πάση περίπτωση παρόλες τις προσπάθειες να υποδειχθεί ότι το δάνειο δεν έγινε με τον Εναγόμενο η Ενάγουσα δεν παραδέχθηκε κάτι τέτοιο. Δε συμφωνώ με τη θέση της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι αντεξεταζόμενη αυτό ανάφερε. Τολμώ να πώ ότι με τις ερωτήσεις έγινε προσπάθεια παραπλάνησης της Ενάγουσας. Παραθέτω αυτούσιο το πρακτικό της διαδικασίας.

 

          Ε. ...Εγώ σας είπα ότι αν θεωρήσουμε ότι δανείσατε αυτά τα λεφτά, αφού τα καταθέσατε με βάση το Τεκμήριο 2, το Τεκμήριο 2 είναι οι δύο καταθέσεις που παρουσιάσατε εσείς, αφού τα καταθέσατε στην εταιρεία του, θα έπρεπε η αγωγή σας να στρέφεται εναντίον της εταιρείας που πήρε τα λεφτά.

        Α. Εννοείτε της εταιρείας του.

        Ε. Μάλιστα και όxι του ίδιου προσωπικά.

        Α. Εμένα στη συμφωνία μου είπε ότι θα τα έπαιρνε ο ίδιος από την εταιρεία του και θα μου τα έδινε ο ίδιος cash, δε θα έβγαζε ούτε επιταγή, ούτε τίποτε και του είπα να τα βάλω στον προσωπικό του και μου είπε όχι στην εταιρεία μου γιατί είναι η εταιρεία μου που έχει πρόβλημα over draft 30.000 και μου είχε δείξει τα χαρτιά.

        Ε. Εγώ σας υποβάλλω ότι ακόμα και να ίσχυε ο ισχυρισμός σας για δανεισμό, η αγωγή σας και η συγκεκριμένη απαίτηση δε θα αφορούσε τον Εναγόμενο αλλά την εταιρεία του.

        Α. Η εταιρεία του μπορεί να είναι σε καταστολή από καιρό, δεν ξέρω πόσο καιρό έχει να βγάλει τιμολόγιο της συγκεκριμένης εταιρείας χρόνια?

       Ε. Δηλαδή εννοείται ότι καταχωρήσατε την αγωγή εναντίον του προσωπικά επειδή εάν την καταχωρούσατε εναντίον της εταιρείας του δε θα παίρνατε τα λεφτα?

       Α. Ναι διότι η εταιρεία μπορεί να είναι σε καταστολή από χρόνια.

 

          Από την πιο πάνω στιχομυθία δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα σύναψε δάνειο με την εταιρεία του Εναγόμενου. Οι ερωτήσεις ως τέθηκαν ήταν λίγο γενικές και φαίνεται να παραπλανήθηκε η Ενάγουσα. Η Ενάγουσα εξήγησε ότι η εταιρεία του είναι σε καταστολή ειδικότερα αφού η θέση της Ενάγουσας ήταν ξεκάθαρη ότι τη συμφωνία την έκανε με τον Εναγόμενο και ότι τα χρήματα τα κατάθεσε σε λογαριασμό της εταιρείας του καθ’ υπόδειξη του. Υπενθυμίζω ότι παρόλο που μεταξύ τους υπάρχει διαφωνία ως προς τη δοσοληψία που τελικά έγινε ήτοι εάν είναι δάνειο ή αγοραπωλησία ο Εναγόμενος παραδέχθηκε μέσω της Υπεράσπισης του ότι το ποσό των €10.000 κατατέθηκαν σε λογαριασμό της εταιρείας του καθ’ υπόδειξη του και όχι επειδή είχε γίνει κάποια συμφωνία με την εταιρεία του. Η απάντηση της ότι δε θα έπαιρνε χρήματα αν καταχωρούσε αγωγή εναντίον της εταιρείας του επειδή αυτή είναι σε καταστολή δε σημαίνει ότι συνήψε συμφωνία δανείου με την εταιρεία.

         

          Ο Εναγόμενος δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις ως μάρτυρας. Οι εξηγήσεις που έδινε σε σχέση με διάφορα θέματα, δεν ήταν ούτε πειστικές ούτε και λογικές. Επίσης η μαρτυρία του σε αρκετά σημεία βρίσκεται σε αντίθεση με τη δικογραφημένη εκδοχή του. Παρατήρησα ότι δε δίστασε να αναφερθεί στο Δικαστήριο σε γεγονότα που δεν ανάφερε προηγουμένως προφανώς για να δημιουργήσει εντυπώσεις στο Δικαστήριο αλλά επειδή προφανώς αυτό βόλευε. Επισημαίνω όμως ότι θέσεις που εγέρθηκαν για πρώτη φορά δε θα ληφθούν υπόψη.  Για πρώτη φορά αποκάλυψε την ύπαρξη κατά τον επίδικο χρόνο του ερωτικού δεσμού που είχε με την Ενάγουσα και έδωσε έμφαση σ’ αυτό.   Υπενθυμίζω ότι ουδέποτε υπήρξε ισχυρισμός εν πάση περιπτώση ότι λόγω αυτής της σχέσης τα χρήματα δόθηκαν στα πλαίσια αυτής. Παραδέχεται ότι έλαβε αυτά τα χρήματα και ότι προορίζονταν γι΄ αυτόν όχι για την εταιρεία του απλώς ως ανάφερε ανεπιτυχώς αυτό ήταν το αντίτιμο για την πώληση στην Ενάγουσα του ακινήτου του. Σημειώνω ότι πρώτη φορά κατά την ακροαματική διαδικασία αναφέρθηκε ότι το Δεκέμβριο 2012 που κατ ισχυρισμό έγινε η συμφωνία πώλησης του ακινήτου ότι τότε ανέλαβε η Ενάγουσα την κατοχή αυτού αλλά δεν εξήγησε με ποιο τρόπο έλαβε την κατοχή και πως.

 

          Αν και η βασική του θέση ήταν ότι η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου που υπέγραψε το Δεκέμβριο 2012 ποτέ δεν το παρουσίασε στο Δικαστήριο. Επέμενε ότι όλα έγιναν εν αγνοία του και δη ότι δε γνώριζε ότι η Ενάγουσα δε χρησιμοποίησε το πληρεξούσιο έγγραφο. Οι απαντήσεις του όμως δεν είναι πειστικές.     

         

          Στα έγγραφα που κατατέθηκαν (Τεκμήριο 3 και 4) φαίνεται ότι η συμφωνία για την αγοραπωλησία έγινε το Μάρτιο 2014 για το ποσό των €3.000. Αναγνώρισε την υπογραφή του και στα δύο έγγραφα και ως φάνηκε η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε χωρίς πληρεξούσιο έγγραφο. Πέραν του ότι ο ίδιος υπογράφει το Τεκμήριο 4 φαίνεται ότι η συμφωνία πώλησης του ακινήτου ήταν για το ποσό των €3.000. Εντελώς αντιφατικά και αντίθετα των όσων προωθεί στην Υπεράσπιση του ισχυρίστηκε ότι θυμάται ότι του είχε φέρει η Ενάγουσα και υπέγραψε έντυπα μεταβίβασης του ακινήτου στο γραφείο του που ήταν δίπλα από το Κτηματολόγιο ενώ η θέση του ως δικογραφήθηκε ήταν ότι τα έκανε όλα μόνη της η Ενάγουσα έχοντας το πληρεξούσιο έγγραφο. Ισχυρίστηκε σθεναρά ότι η πώληση έγινε το 2012 αλλά δεν εξηγεί για ποιο λόγο το έγγραφο για διάθεση ακίνητης περιουσίας το οποίο υπόγραψε στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για πληρωμή των φόρων με σκοπό να προχωρήσει η μεταβίβαση υπογράφηκε το Μάρτιο του έτους 2014 και όχι νωρίτερα. Στη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Β) ο ΜΥ1 ισχυρίζεται ότι πίστευε ότι η μεταβίβαση έγινε με πληρεξούσιο έγγραφο μετά την πληρωμή του ποσού των €10.000. Δεν εξηγεί όμως για ποιο λόγο η πληρωμή των φόρων για να δοθεί φοροαπαλλαγή και να προχωρήσει η μεταβίβαση έγινε το Μάρτιο 2014 γεγονός που ήταν εν γνώση του. Υπενθυμίζω το Τεκμήριο 4 κατατέθηκε  στη διαδικασία στα πλαίσια αντεξέτασης της Ενάγουσας μέσω της συνηγόρου του. Το εν λόγω Τεκμήριο φέρει την υπογραφή του και ως φαίνεται ο ίδιος μετέβηκε στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων το Μάρτιο 2014. Δε συνάδει με τη λογική κάποιος ο οποίος πουλά το ακίνητο του το οποίο και εξοφλείται στο σύνολο της τιμής πώλησης, να προβαίνει στην πληρωμή φόρων με σκοπό να γίνει η μεταβίβαση 2 χρόνια αργότερα. Αλλά ούτε συνάδει με τη θέση του ότι πίστευε ότι η μεταβίβαση είχε λάβει χώρα αμέσως μετά την πληρωμή του ποσού.  

 

          Οι αντίθετες θέσεις που προβάλλει σήμερα Εναγόμενος κλονίζουν την αξιοπιστία του. Ειδικότερα ως προς τα όσα πρόβαλε αναφορικά με το Τεκμήριο 4 υπενθυμίζω ότι  ο ίδιος σύνδεσε την αγορά του ακινήτου του με το Τεκμήριο 4.

 

          Κατά την ακροαματική διαδικασία ανάφερε επίσης για πρώτη φορά ο Εναγόμενος ότι τον ξεγέλασε η Ενάγουσα και συμπλήρωσε ότι ήθελε η ίδια στο έγγραφο, γεγονός που εν πάση περίπτωση δε δικογραφείται. Πέραν τούτου τα έγγραφα (Τεκμήρια 3 και 4) φέρουν την υπογραφή του και δη στα εν λόγω Τεκμήρια προκύπτει ότι το Μάρτιο 2014 ο Εναγόμενος μεταβίβασε δια ζώσης στην Ενάγουσα το ακίνητο του μετά από πώληση αυτού για το ποσό των €3.000. Επισημαίνω ότι η θέση του ότι είχε υπογράψει πληρεξούσιο έγγραφο και βάση αυτού έγινε η μεταβίβαση ως αναφέρει στην Υπεράσπιση του έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του ως πρόβαλε δια ζώσης ότι τελικά υπόγραψε ο ίδιος το έντυπο για τη μεταβίβαση του ακινήτου. Εξάγεται δε εύλογα το συμπέρασμα ότι τη μέρα της μεταβίβασης ήταν παρόν στο Κτηματολόγιο.

 

          Παρατήρησα επίσης ότι απόφυγε να απαντήσει σε ερώτηση για την αξία του ακινήτου λέγοντας ότι δεν έχει σημασία καθότι αυτό που έχει σημασία είναι η τιμή που συμφωνείται. Προβλήθηκε επίσης η θέση ότι η Εναγόμενη έλαβε κατοχή του ακινήτου από το έτος 2012 αλλά δεν εξήγησε ο ΜΥ1 τι εννοεί. Ως αναφέρθηκε στο ακίνητο δεν υπάρχει κάτι, είναι άδειο οικόπεδο. Ερώτημα δημιουργείται πως ανέλαβε κατοχή η Ενάγουσα του άδειου ακινήτου.  Επίσης πρόβαλε για πρώτη φορά τη θέση ότι δε γνώριζε ότι η μεταβίβαση έλαβε χώρα το έτος 2014 δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με το Τεκμήριο 3 και 4 αλλά επίσης παρέμεινε και ατεκμηρίωτη. Είναι φανερό ότι προβλήθηκε και αυτή η θέση στην απέλπιδα προσπάθεια του να προωθήσει τη θέση του περί αγοραπωλησίας του ακινήτου.

 

          Η μαρτυρία του Εναγόμενου λόγω των αντιφάσεων και ανακολουθιών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε να θεωρηθεί αληθής. Απορρίπτεται στο σύνολο της.

 

          Αναφορικά με τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν το περιεχόμενο των Τεκμηρίου 1 και 2 δεν αμφισβητήθηκε και γίνεται αποδεκτό. Το Τεκμήριο 4 κατατέθηκε εκ μέρους του Εναγόμενου και είναι παραδεκτό το περιεχόμενο του. Το δε Τεκμήριο 3 παρόλο που κατατέθηκε από την Ενάγουσα, ο Εναγόμενος αναγνώρισε την υπογραφή του επί αυτού και γίνεται αποδεκτό το περιεχόμενο του και δη ότι την 18/03/2014 υπογράφηκε το έντυπο δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου.

 

          Μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως ανωτέρω σημειώνω ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε  και έγινε αποδεκτή για σκοπούς οικονομίας λόγου συνιστά εύρημα μου, όπως και το περιεχόμενο των τεκμηρίων που έγιναν αποδεκτά, τα γεγονότα που εν πάση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν, αυτά που έγιναν παραδεκτά και αυτά που αναφύονται από τα δικόγραφα ως παραδεκτά γεγονότα. Συνοπτικά: H Ενάγουσα μετά από συμφωνία που είχε με τον Εναγόμενο ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα με την εταιρεία του X.P.K. Enterprises Ltd ζήτησε από την Ενάγουσα το Δεκέμβριο 2012  να του δώσει ποσό €10.000. Η Ενάγουσα κατάθεσε μετά από υπόδειξη του Εναγόμενου το εν λόγω ποσό σε δύο δόσεις των €5.000 την 05/12/2012 και στις 20/12/2012 στο τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας του. Τη συμφωνία όμως η Ενάγουσα τη σύναψε με τον Εναγόμενο. Η Ενάγουσα απόσυρε το εν λόγω ποσό χρημάτων από το λογαριασμό δικής της εταιρείας. Είχαν συμφωνήσει να της τα επιστρέψει τα χρήματα τέλος του 2013. Μέχρι σήμερα δεν της επέστρεψε το ποσό. Το Μάρτιο 2014 ο Εναγόμενος λόγω του ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα πώλησε το ακίνητο του στην Ενάγουσα με αρ. εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ. 28/53, τεμ. [ ], εμβ. 103 τμ. Η συμφωνία για την πώληση και αντίστοιχα αγοράς του από την Ενάγουσα έγινε το Μάρτιο 2014. Στις 12/03/2014 ο Εναγόμενος υπόγραφε τη δήλωση για διάθεση ακίνητης περιουσίας με σκοπό να υπολογιστούν οι φόροι ώστε να δοθεί απαλλαγή και προχωρήσει η μεταβίβαση ακινήτου. Το ακίνητο αγοράστηκε για το ποσό των €3.000. Στις 18/03/2014 προχώρησε η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα της Ενάγουσας. Η διαδικασία έγινε με την υπογραφή του εντύπου μεταβίβασης ως το Τεκμήριο 3. Παρόντες στο Κτηματολογικό Γραφείο Ευρύχου ήταν η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος όπου και οι δύο υπόγραψαν για τη μεταβίβαση ακινήτου. Το ποσό των €10.000 ουδεμία σχέση έχουν με τη αγοραπωλησία του ακινήτου.

 

          Σε αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, το βάρος απόδειξης για την απαίτηση το φέρει ο Ενάγων και για την ανταπαίτηση ο Εναγόμενος, στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.[4] Βασικό κριτήριο είναι εάν ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης παρουσίασε στο Δικαστήριο ικανοποιητικά και επαρκή στοιχεία ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι. Έστω κι αν η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι πιο πιθανή δε θεωρείται ότι απέσεισε το βάρος απόδειξης εάν αποτύχει να αποδείξει τη θέση του.

 

Δάνειο

 

          Μια, σύμβαση μπορεί να συνομολογηθεί και προφορικά χωρίς την τήρηση οποιονδήποτε διατυπώσεων («formalities»).[5] Νοείται ότι η απουσία γραπτού κειμένου μιας σύμβασης καθιστά την ύπαρξη της συμφωνίας όσο και τους όρους αυτής πιο δύσκολο να αποδειχθούν.

 

          Οι βασικές προϋποθέσεις μίας σύμβασης, είναι: (i) τα μέρη να έχουν φτάσει σε μία συμφωνία, η οποία (ii) προορίζεται (υπάρχει η πρόθεσης) να είναι νομικά δεσμευτική, (iii) υποστηρίζεται από αντιπαροχή και (iv) είναι αρκούντος βέβαιη και πλήρης για να είναι εκτελεστή.  

 

          Στο σύγγραμμα Chitty on Contracts,32η έκδοση, Τόμος 2, στην παρ. 39-259 η συμφωνία δανείου ορίζεται ως εξής:

 

          «A contract of loan of money is a contract whereby one person lends or agrees to lend a sum of money to another, in consideration of a promise express or implied to repay that sum on demand, or at a fixed or determinable future time, or conditionally upon an event which is bound to happen, with or without interest».

 

          Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 39-264 του ιδίου συγγράμματος που τιτλοφορείται «Απόδειξη δανείου» («Proof of Loan»):

 

          «If money is proved, or admitted, to have been paid by A to B, then in the absence of any circumstances suggesting a presumption of advancement, there is prima facie an obligation to repay the money; accordingly, if B claims that the money was intended as a gift, the onus is on him to prove this fact. »

 

Ως προς τον χρόνο που παραχωρηθέν δάνειο καθίσταται απαιτητό, σύμφωνα με την παρ. 39-267 του πιο πάνω συγγράμματος:

 

          «Where money is lent without any stipulation as to the time of repayment, a present debt is created which is generally repayable at once without any previous demand.  But it is, of course, open to the parties to fix a time for repayment, or to agree that the loan will only be repayable on demand, and doubtless suitable implications as to such matters would readily be made in appropriate circumstances.»

 

         Λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω νομικές αρχές σε συνάρτηση κάθε φορά με τα ευρήματα του Δικαστηρίου μπορώ με ασφάλεια να πω ότι έχει αποδειχθεί ότι η Ενάγουσα κατάθεσε το συνολικό ποσό των €10.000 σε δύο δόσεις στον τραπεζικό λογαριασμό που της υπέδειξε ο Εναγόμενος κατόπιν παρακλήσεως αυτού με σκοπό να του δανείσει τα χρήματα και να της τα επιστρέψει. Ο Εναγόμενος ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι του οφειλόμενου ποσού των €10.000. Η Ενάγουσα δάνεισε τα χρήματα αυτά στον Εναγόμενο δεν του τα έδωσε χαριστικά. Ως προκύπτει τα χρήματα αυτά δόθηκαν για να εξυπηρετηθεί αποκλειστικά ο Εναγόμενος λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε με την εταιρεία του. Ο ίδιος προτίμησε να κατατεθούν τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας. Το δάνειο όμως ήταν δικό του προσωπικό.

 

          Ναι μεν η συμφωνία μεταξύ των μερών έγινε προφορικά αλλά αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι μεταξύ των μερών συνάφθηκε έγκυρη συμφωνία δανείου. Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου κρίνω όμως ότι έχει αποδειχθεί ότι συνάφθηκε μεταξύ των μερών προφορική συμφωνία δανείου. Αναφέρω όμως ότι δεν αποδείχθηκε εν πάση περίπτωση ότι μέρος της συμφωνίας ήταν και η αποπληρωμή των τόκων που επιβαρύνθηκε και χρεώθηκε η Ενάγουσα ως ανάφερε γενικά στη μαρτυρία της. Υπενθυμίζω την αρχή του δικαίου των συμβάσεων ότι, εκτός αν υπάρχει ρητή και/ή σαφής πρόνοια στη μεταξύ των μερών συμφωνία για πληρωμή τόκου, δεν υπάρχει υποχρέωση για καταβολή τόκου. Δεν αναφέρει η Ενάγουσα στο δικόγραφο της ποια ακριβώς ήταν η συμφωνία τους για τον τόκο παρά μόνο γενικά αναφέρθηκε ότι θα της καταβαλλόταν ο ανάλογος τόκος. Εξαίρεση σε κάτι τέτοιο δυνατόν να προβλέπεται από πρόνοιες ειδικού νομοθετήματος ή όπου κάτι τέτοιο εξυπακούεται από τη φύση της συναλλαγής[6].  Παραπέμπω στο σύγγραμμα Chitty on contracts Vollume II page 1426 chapter 39-284 όπου αναγράφεται « …..the general rule was that interest was not payable on a debt or loan in the absence of express agreement or some course of dealing or custom to that effect». Εν προκειμένω παρά τις γενικές αναφορές της Ενάγουσας για καταβολή τόκου δεν έχει αποδειχθεί ότι μέρος της συμφωνίας μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενου ήταν και η καταβολή τόκων ή συγκεκριμένο ποσοστό τόκου. Με την υπό κρίση αγωγή η Ενάγουσα διεκδικεί νόμιμους τόκους για το ποσό των €5.000 από 05/12/2012 και για το ποσό των €5.000 από 20/12/2012. Δεν έχει αποδειχθεί όμως ως αναφέρω ανωτέρω η συμφωνία για καταβολή τόκων.

 

         Τούτων λεχθέντων κρίνω ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει την απαίτηση της και δη έχει καταδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας δανείου η οποία δεν τιμήθηκε από τον Εναγόμενο με αποτέλεσμα να δικαιούται απόφαση η Ενάγουσα ως η απαίτηση της, ήτοι να δικαιούται στην έκδοση απόφασης για το ποσό των €10.000. Η απόφαση αυτή όμως δυνάμει του άρθρου 33 (2) του περί Δικαστηρίου Νόμου θα φέρει μόνο νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής.

        

          Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €10.000 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

             (Υπ.…………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Καννάουρου κ.α. v Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ.35.

[2] Γεώργιος Παπαγεωργίου v Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24

[3] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. 

[4] Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858, 1868.

[5] Limassol Drugs Co Ltd Λάμπρου κ. α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 371.

[6] Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1(Β) Α.Α.Δ.881


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο