ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 1/2021

 

Αναφορικά με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο 66(Ι)/1997

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο 22(Ι)/2016

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

 

και

 

Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

 

5 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κ. Χρ. Πουτζιουρής δια Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Παπαγεωργίου δια Δ. Σύζινος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση του Τηλέμαχου Γεωργίου (στο εξής ο «Αιτητής») ημερομηνίας 17.11.2022 για άδεια συνέχισης της αγωγής υπ’ αριθμό 540/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας

 

 

Στις 23.3.2015 ο Αιτητής καταχώρησε την αγωγή υπ’ αριθμό 540/2015 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με εναγόμενους την Cyprus Pοpular Bank Public Co Ltd (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»), την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Μέσω της αγωγής, ο Αιτητής (εκεί Ενάγοντας) εγείρει αριθμό αξιώσεων που, ουσιαστικά, εκπηγάζουν από την απομείωση ποσού €24.428,81 από το πιστωτικό υπόλοιπο λογαριασμού που διατηρούσε από κοινού με τη θυγατέρα του στη Λαϊκή Τράπεζα.

 

Στην Αίτηση επισυνάπτεται αντίγραφο της έκθεσης απαίτησης. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, δικηγόρος στο γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή αναφέρεται στο περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και τις αξιώσεις του Αιτητή. Η κύρια αξίωση είναι η επιστροφή ποσού €24.428,81 που απομειώθηκε από τον επίδικο λογαριασμό, του οποίου ο Αιτητής θεωρεί ότι ήταν ο δικαιούχος. Με την αγωγή διεκδικεί επίσης γενικές, τιμωρητικές, επαυξημένες και παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Εξηγώντας την αξίωση του Αιτητή για ποσό €24.428,81, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι «κατά η περί την 22/08/2011 [ο Αιτητής] είχε άλλο καταθετικό λογαριασμό με [τη Λαϊκή Τράπεζα] τον οποίο έκλεισε και ή μετέφερε από αυτόν στον [επίδικο λογαριασμό] όλο το ποσό που διατηρούσε και ή το μεγαλύτερο μέρος του, εφόσον άνοιξε τον εν λόγω λογαριασμό ένεκα προβλημάτων με τον άλλο υιό του τον Νίκο Τηλεμάχου ο οποίος του καταχώρησε αγωγή εναντίον του με σκοπό να του αποσπάσει λεφτά που δεν όφειλε σε αυτόν ο ενάγοντας και με σκοπό να τα αποκρύψει από τον υιό του αυτό. Ο [επίδικος λογαριασμός] ανοίχθηκε στο όνομα του ενάγοντα και της θυγατέρας του Σωτηρούλας αλλά δικαιούχος των λεφτών ήταν ο ενάγοντας ο οποίος ήταν και ο μόνος που μπορούσε να χειριστεί τον λογαριασμό και να αποσύρει λεφτά από αυτό. [Η Λαϊκή Τράπεζα] γνώριζαν ότι τα ποσά του [επίδικου λογαριασμού] ήταν αποκλειστικός δικαιούχος τους ο ενάγοντας εφόσον οι ίδιοι οι υπάλληλοι τους του πρότειναν το άνοιγμα του και με σχετικά έγγραφα που ετοίμασαν και τα υπόγραψε ο ενάγοντας υλοποιήθηκε ο σκοπός του ανοίγματος του και οι σχετικές συμβουλές που του έδωσαν οι [λειτουργοί της Λαϊκής Τράπεζας] και τα οποία έγγραφα έχουν στην κατοχή τους οι εναγόμενοι. Η θυγατέρα του ενάγοντα ο μόνος τρόπος που θα ήταν δικαιούχος των ποσών του [επίδικου λογαριασμού] θα ήταν αν ο ενάγοντας πέθαινε και μέχρι τότε υπήρχαν λεφτά στον επίδικο λογαριασμό τότε αυτά θα περιέρχονταν στην Σωτηρούλα την θυγατέρα του».

 

Αυτό το απόσπασμα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι πανομοιότυπο με τη δικογραφημένη θέση στην έκθεση απαίτησης.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, στα πλαίσια των μέτρων εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας, από το πιστωτικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού «κουρεύτηκε» ποσό €24.428,81. Η θέση του Αίτητη, για τους λόγους που εξηγεί στο πιο πάνω απόσπασμα, είναι ότι ο ίδιος προσωπικά ήταν δικαιούχος ολόκληρου του ποσού που βρισκόταν κατατεθειμένο στον επίδικο λογαριασμό. Είναι επίσης η θέση του ότι το σύνολο των καταθέσεων που διατηρούσε στην Λαϊκή όταν αυτή τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης δεν υπερέβαινε τις €100.000 άρα κανένα ποσό έπρεπε να είχε απομειωθεί αλλά ολόκληρο το πιστωτικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού έπρεπε να είχε μεταφερθεί στην Τράπεζα Κύπρου.

 

Η θέση του εκκαθαριστή, όπως προκύπτει από την Υπεράσπιση που καταχωρήθηκε στην αγωγή αλλά και από την ένσταση στην παρούσα διαδικασία είναι ότι ο Αιτητής και η θυγατέρα του ήταν συνδικαιούχοι στον επίδικο λογαριασμό. Στα πλαίσια της εξυγίανσης το πιστωτικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού καταμερίστηκε κατά το ήμισυ σε έκαστο δικαιούχο. Η θυγατέρα του Ενάγοντα διατηρούσε και άλλες καταθέσεις στην Λαϊκή Τράπεζα με αποτέλεσμα ποσό €24.428,81 που της αναλογούσε από το πιστωτικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού να απομειωθεί. Το μερίδιο που αναλογούσε στον Αιτητή δεν έχει τύχει απομείωσης γιατί το σύνολο των καταθέσεων του δεν υπερέβαινε τις €100.000.

 

Στην αγωγή ο Αιτητής επικαλείται αμέλεια, δόλο, απάτη, συνομωσία, ψευδείς παραστάσεις και παράβαση θέσμιων καθηκόντων εκ μέρους των εναγόμενων, ως αποτέλεσμα των οποίων υπέστη ζημιά €24.428,81 για την οποία διεκδικεί αποζημίωση. Όπως προανέφερα, με την αγωγή διεκδικεί επίσης γενικές, παραδειγματικές, τιμωρητικές και επαυξημένες αποζημιώσεις.

 

Μετά την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας, ο Αιτητής υπέβαλε προς επαλήθευση ποσό €24.428,81 που υποστηρίζει ότι έχει να λαμβάνει. Ο εκκαθαριστής δεν έκανε αποδεκτή την επαλήθευση ενημερώνοντας τον Αιτητή ότι «μετά από έρευνα στα βιβλία και αρχεία της εταιρείας έχει διαπιστωθεί ότι δεν έχει απομειωθεί και επομένως δεν είστε πιστωτής. Επισυνάπτεται κατάσταση με τα πιστωτικά υπόλοιπα του [Αιτητή] στις 26/03/2013 τα οποία ήταν λιγότερα από τις €100κ.»

 

Ενόψει της μη αποδοχής της επαλήθευσης, η πλευρά του Αιτητή υποστηρίζει ότι το χρέος του δεν είναι επαληθεύσιμο και επομένως πρέπει να του δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής. Η θέση του εκκαθαριστή είναι ότι ο Αιτητής δεν είναι πιστωτής της Λαϊκής Τράπεζας (για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω), ότι η αξίωση που εγείρει δεν διαθέτει προοπτική επιτυχίας και επομένως δεν πρέπει να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής.

 

Αυτά αναφορικά με την Αίτηση και την ένσταση.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία και πηγές στις οποίες παραπέμπουν.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας του αιτήματος.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»

 

Ο σκοπός αυτής της διάταξης επεξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524. To απόσπασμα αυτό αφορά το section 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Αναφέρονται τα εξής:

 

«When a winding up order is made, or a provisional liquidator is appointed, no action or proceeding against the company may be commenced or continued in any court without leave of the Companies Court. The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.»

 

Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της σχετικά ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία αγωγή ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Για να δοθεί άδεια για συνέχιση μιας αγωγής μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, πρέπει ο αιτητής να ικανοποιήσει το Δικαστήριο (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές.

 

Με βάση αυτές τις αρχές πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση μπορεί να δοθεί άδεια στον Αιτητή να συνεχίσει την αγωγή εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Στην παρούσα περίπτωση είναι δεδομένο ότι η επαλήθευση που επιχείρησε ο Αιτητής δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που ανέφερα. Όμως αυτό δεν επαρκεί για να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής.

 

Πέραν από το ότι η απαίτηση δεν είναι επαληθεύσιμη, ο Αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι διαθέτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (a prima facie case) εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Έχω την άποψη ότι η έννοια της «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλούς ισχυρισμούς. Πρέπει να παρουσιαστεί κάποια μαρτυρία που να δείχνει ότι ο Αιτητής διαθέτει ένα συζητήσιμο υπόβαθρο για τις διεκδικήσεις του.

 

Έχω αναφερθεί πιο πάνω στη θέση του Αιτητή όπως την εκφράζει ο δικηγόρος που ορκίζεται την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα Αίτηση αλλά και όπως είναι αποτυπωμένη στην έκθεση απαίτησης.

 

Πέραν των αναφορών που υπάρχουν στο πιο πάνω απόσπασμα της ένορκης δήλωσης, δεν δίδονται λεπτομέρειες για τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η θέση του Αιτητή ότι ήταν ο μοναδικός δικαιούχος του ποσού στον επίδικο λογαριασμό (παρά το ότι ήταν κοινός λογαριασμός με τη θυγατέρα του). Καμία επεξήγηση γιατί ο λογαριασμός ανοίχθηκε στο όνομα δύο δικαιούχων αφού τα χρήματα ήταν μόνο δικά του, καμία επεξήγηση με ποιο τρόπο η θυγατέρα του θα δικαιούται τα χρήματα μόνο μετά τον θάνατο του. Πρόκειται για γενικές και αόριστες αναφορές χωρίς έρεισμα σε συγκεκριμένη μαρτυρία και γεγονότα. Καμία συγκεκριμένη μαρτυρία ότι γνώριζε και συμφώνησε η Λαϊκή Τράπεζα σε αυτές τις ρυθμίσεις, ποιοι λειτουργοί της τράπεζας, πώς, πότε και με ποιο τρόπο εξέφρασαν τη συμφωνία ή αποδοχή της Λαϊκής Τράπεζας για τα πιο πάνω.

 

Επιπλέον, με την ένσταση του εκκαθαριστή έχει παρουσιαστεί το έντυπο ανοίγματος του επίδικου λογαριασμού το περιεχόμενο του οποίου όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αναφορές από την πλευρά του Αιτητή. Φαίνεται ότι ο επίδικος λογαριασμός είναι προθεσμιακή κατάθεση, ανοίχθηκε στο όνομα δύο συνδικαιούχων (του Αιτητή και της θυγατέρας του) χωρίς καμία από τις πρόνοιες ή ειδικές ρυθμίσεις που ισχυρίζεται ο Αιτητής.

 

Όπως προάνεφερα, έχω την άποψη ότι η έννοια της «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλούς ισχυρισμούς. Πρέπει να παρουσιαστεί κάποια μαρτυρία που να δείχνει ότι ο Αιτητής διαθέτει ένα συζητήσιμο υπόβαθρο για τις διεκδικήσεις του. Στην παρούσα περίπτωση, με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει, εκ πρώτης όψεως, πιθανότητα επιτυχίας σε ότι αφορά αυτό το μέρος της αξίωσης εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας. Αυτό δε το μέρος της αξίωσης είναι το υπόβαθρο για τις υπόλοιπες διεκδικήσεις εναντίον της.

 

Ο λόγος για τον οποίο πρέπει ο Αιτητής να δείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας για να του δοθεί άδεια για προώθηση της αγωγής είναι απλός. Το Δικαστήριο εκκαθάρισης έχει καθήκον να διασφαλίσει ότι η εκκαθάριση θα ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό. Έχει επίσης καθήκον να διαφυλάξει την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας στην οποία προσβλέπουν όλοι οι πιστωτές για να εισπράξουν το λαβείν τους. Η υπεράσπιση μιας αγωγής δημιουργεί και προϋποθέτει δικηγορικά έξοδα. Είναι επίσης διαδικασία χρονοβόρα μέχρι την τελεσιδικία. Το Δικαστήριο, από τη μια, οφείλει να έχει αυτά κατά νου. Από την άλλη, δεν πρέπει να αποστερήσει σε κάποιο αιτούντα διάδικο που διαθέτει συζητήσιμη, ουσιαστική και μη επαληθεύσιμη, αξίωση εναντίον της εταιρείας από τη δυνατότητα να την προωθήσει στο Δικαστήριο. Στην προσπάθεια εξισορρόπησης των συμφερόντων και δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων, μέσα από τη νομολογία έχει εδραιωθεί ότι δεν χορηγείται άδεια για συνέχιση αγωγής εκτός εάν το Δικαστήριο εκκαθάρισης ικανοποιηθεί ότι υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία που να στοιχειοθετεί μια εκ πρώτης όψεως πιθανότητα επιτυχίας στην αξίωση που εγείρεται.

 

Στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που εξήγησα, κρίνω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει γιατί δεν πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις ώστε να δοθεί η αιτούμενη άδεια συνέχισης της αγωγής 540/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Προσθέτω, παρενθετικά, ότι τίποτα δεν εμποδίζει τον Αιτητή  από το να προωθήσει τις αξιώσεις που εγείρει εναντίον των υπόλοιπων εναγόμενων.

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον του Αιτητή και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο