ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Αριθμός Αίτησης: 2080/2020

 

Μεταξύ:

Χριστάκη (Κρις) Ιακωβίδη και Άντρης Αντωνίου υπό την ιδιότητα τους ως συνεκκαθαριστές της εταιρείας Mriya Agro Holding Public Limited

Εναγόντων

 

και

 

Bank of Cyprus Public Company Limited

Εναγόμενης

 

 

5 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη/Αιτήτρια: κ. Μακρίδης δια Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ

Για Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Κ. Αυγουστή για Konstantinos Avgousti LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της Bank of Cyprus Public Company Limited ημερομηνίας 2.2.2022

για παραμερισμό και/ή διαγραφή της αγωγής

 

 

Με την παρούσα αγωγή, οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της Εναγόμενης τράπεζας απόφαση για ποσό δολαρίων Αμερικής $48.500.000 καθώς και γενικές, τιμωρητικές, επαυξημένες και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Επικαλούνται ζημιά που έχουν υποστεί συνεπεία, μεταξύ άλλων, αμέλειας, παράβασης συμφωνίας και θέσμιου καθήκοντος από πλευράς της Εναγόμενης καθώς και παράβασης καθήκοντος πίστης (fiduciary duty).

 

Πολύ επιγραμματικά, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η Κυπριακή εταιρεία Mriya Agro Holding Public Limited (στο εξής η «MAH») ήταν μητρική εταιρεία ομίλου που περιλάμβανε 17 θυγατρικές εταιρείες στην Κύπρο που, με τη σειρά τους, έλεγχαν περί τις 130 Ουκρανικές εταιρείες. Ο όμιλος δραστηριοποιείτο στον τομέα της γεωργίας στην Ουκρανία και ελεγχόταν από την οικογένεια Guta, μέσω της εταιρείας HF Assets Management Limited που ήταν ο πλειοψηφόν μέτοχος στην MAH.

 

Περί τον Αύγουστο 2014, η ΜΑΗ ανακοίνωσε ότι τα χρέη της ξεπερνούν το ποσό των δολαρίων Αμερικής $1.300.000.000 και δεν είναι σε θέση να τα εξυπηρετήσει. Περί τις 26.1.2015, με πρωτοβουλία του εμπιστευματοδόχου των ομολογιούχων της ΜΑΗ, εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα με το οποίο ο Χριστάκης (Κρις) Ιακωβίδης διορίστηκε προσωρινός εκκαθαριστής της ΜΑΗ. Στην πορεία διατάχθηκε η εκκαθάριση της ΜΑΗ και οι Ενάγοντες διορίστηκαν συνεκκαθαριστές.

 

Η Εναγόμενη παρείχε διάφορες τραπεζικές υπηρεσίες στην ΜΑΗ, περιλαμβανομένων υπηρεσιών μεταφοράς χρημάτων και διενέργειας εμβασμάτων προς λογαριασμούς τρίτων προσώπων. Για τους σκοπούς των υπηρεσιών αυτών, η ΜΑΗ είχε εξουσιοδοτήσει συγκεκριμένα πρόσωπα για να δίνουν οδηγίες προς διενέργεια πληρωμών.

 

Στα πλαίσια της εκκαθάρισης της ΜΑΗ, διαπιστώθηκε ότι μεταξύ Οκτωβρίου 2011 και Δεκεμβρίου 2013 διενεργήθηκαν διάφορες πληρωμές συνολικού ύψους περί τα δολάρια Αμερικής $48.500.000, από λογαριασμούς της ΜΑΗ που διατηρούσε στην Εναγόμενη. Οι πληρωμές φαίνεται να αφορούσαν τέσσερεις συμφωνίες αγοράς μετοχών. Οι Ενάγοντες διαπίστωσαν ότι τα χρήματα κατέληξαν σε εταιρείες που ελέγχονταν από μέλη της οικογένειας Guta και ότι οι εντολές για τη διενέργεια των πληρωμών δόθηκαν από μέλη της οικογένειας Guta. Θέση των Εναγόντων είναι ότι οι συμφωνίες αυτές ήταν εικονικές, ήταν εκτός των συνηθισμένων εμπορικών δραστηριοτήτων της ΜΑΗ και έγιναν χωρίς αντάλλαγμα.

 

Είναι επίσης η θέση των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη τράπεζα, επιτρέποντας τις εν λόγω πληρωμές, ενήργησε αμελώς, κατά παράβαση συμβατικών και εκ του νόμου υποχρεώσεων της καθότι, μεταξύ άλλων, παρέλειψε να ελέγξει την ταυτότητα των τελικών δικαιούχων των πληρωμών που διενεργήθηκαν, παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι οι συναλλαγές ήταν επιδεκτικές να συνδεθούν με παράνομες δραστηριότητες, παρέλειψε να διαπιστώσει την εικονικότητα τους και δεν μερίμνησε να λάβει τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά σε σχέση με τις πληρωμές.

 

Αυτή είναι, συνοπτικά, η βάση στην οποία οι Ενάγοντες εγείρουν τις προ-αναφερόμενες αξιώσεις εναντίον της Εναγόμενης.

 

Προχωρώ στην υπό κρίση Αίτηση.

 

Με την Αίτηση της, η Εναγόμενη ζητά «τον παραμερισμό και/ή τη διαγραφή και/ή την απόρριψη της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής καθ’ ότι αυτή καταχωρήθηκε παράνομα και/ή καταχρηστικά και/ή η καταχώρηση και προώθηση της εκ μέρους των Εναγόντων αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή καταφρόνηση του Δικαστηρίου (contempt of court) και/ή καθ’ ότι καταχωρήθηκε κατά ρητή παράβαση της εξυπακουόμενης υποχρέωσης που ανέλαβαν οι Ενάγοντες να μην χρησιμοποιήσουν εναντίον των Εναγόμενων και/ή για αλλότριο σκοπό τα έγγραφα που τους αποκαλύφθηκαν και/ή παραδόθηκαν από τους Εναγόμενους στα πλαίσια συμμόρφωσης τους με το ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα ινχηλάτισης ημερομηνίας 10.6.2015 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής ΕΔ Λευκωσίας υπ. Αριθμό 2626/2015 και/ή καθ’ ότι η αγωγή δεν παρουσιάζει εύλογη και/ή καλή και/ή βάση αγωγής και/ή καθ’ ότι αυτή είναι σκανδαλώδης και/ή ενοχλητική.»

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση λειτουργού της Εναγόμενης. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης, αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής. Στις 8.6.2015 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η αγωγή υπ’ αριθμό 2626/2015 από την εταιρεία ΜΑΗ (μέσω του τότε προσωρινού εκκαθαριστή της). Η Εναγόμενη τράπεζα ήταν εκ των εναγόμενων σε εκείνη την αγωγή. Στις 10.6.2015 οι εκεί ενάγοντες εξασφάλισαν μονομερώς διάταγμα που διέταζε την Εναγόμενη τράπεζα να αποκαλύψει διάφορα έγγραφα και πληροφορίες (στο εξής το «Διάταγμα Αποκάλυψης»). Πριν την καταχώρηση της αγωγής 2626/2015 είχε προηγηθεί αλληλογραφία μεταξύ των μερών στα πλαίσια της οποίας η Εναγόμενη τράπεζα είχε αποκαλύψει οικειοθελώς διάφορες πληροφορίες και έγγραφα. Επειδή όμως η έκταση της αποκάλυψης εκείνης δεν ικανοποίησε τον (τότε) προσωρινό εκκαθαριστή της ΜΑΗ, ακολούθησε η αγωγή και το προαναφερόμενο Διάταγμα Αποκάλυψης. Τελικά η Εναγόμενη τράπεζα αποδέχτηκε όπως το προσωρινό μονομερές Διάταγμα Αποκάλυψης καταστεί απόλυτο και συμμορφώθηκε με την αποκάλυψη των εγγράφων και πληροφοριών που αυτό αφορούσε. Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντα ότι η Εναγόμενη τράπεζα συμφώνησε στην οριστικοποίηση του Διατάγματος Αποκάλυψης βασισμένη στην ένορκη δήλωση του προσωρινού εκκαθαριστή που συνόδευε τη σχετική αίτηση σύμφωνα με την οποία η Εναγόμενη τράπεζα δεν συμμετείχε στην εκεί ισχυριζόμενη αδικοπραξία. Μετά την οριστικοποίηση του Διατάγματος Αποκάλυψης, είναι η θέση της Εναγόμενης ότι η αγωγή 2626/2015 δεν προωθήθηκε περαιτέρω από τους ενάγοντες μέχρι και το 2019, όπως αναφέρω πιο κάτω.

 

Ενώ η αγωγή 2626/2015 εκκρεμούσε, στις 19.10.2017 οι Ενάγοντες καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή 3791/2017 εναντίον της Εναγόμενης. Σύμφωνα με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής εκείνης, διεκδικούσαν αποζημιώσεις επικαλούμενοι παραβίαση θέσμιων καθηκόντων στη βάση αντίστοιχων ισχυρισμών όπως η παρούσα αγωγή. Έκθεση απαίτησης καταχωρήθηκε στις 14.10.2018 όμως τελικά, αφού μεσολάβησαν διάφορες διαδικασίες που περιγράφω στη συνέχεια, η αγωγή εκείνη διακόπηκε στις 13.2.2020.

 

Πριν τη διακοπή της αγωγής 3791/2017, είχε καταχωρηθεί και εκκρεμούσε προς εκδίκαση αίτηση της Εναγόμενης για παροχή ασφάλειας εξόδων. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε εκείνη την αίτηση, αναφερόταν η πρόθεση της Εναγόμενης για καταχώρηση αίτησης όμοιας με την υπό κρίση Αίτηση ένεκα του ότι η αγωγή 3791/2017 καταχωρήθηκε στη βάση εγγράφων και πληροφοριών που είχαν αποκαλυφθεί από την Εναγόμενη με το Διάταγμα Αποκάλυψης που είχε εκδοθεί στα πλαίσια της αγωγής 2626/2015.

 

Ακολούθως, οι Ενάγοντες καταχώρησαν στις 5.4.2019 στα πλαίσια της αγωγής 2626/2015 αίτηση με την οποία ζητούσαν να τους δοθεί άδεια να χρησιμοποιήσουν τα έγγραφα που είχαν αποκαλυφθεί από την Εναγόμενη σε συμμόρφωση με το Διάταγμα Αποκάλυψης ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς της αγωγής 3791/2017. Η Εναγόμενη ήγειρε ένσταση στην αίτηση εκείνη και, παράλληλα, καταχώρησε έτερη αίτηση στα πλαίσια της αγωγής 2626/2015 με την οποία ζητούσε (α) την ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης, (β) την επιστροφή όλων των εγγράφων που αποκαλύφθηκαν δυνάμει αυτού και καταστροφή αντιγράφων και (γ) την απόρριψη της αγωγής εκείνης. Κατόπιν εκδίκασης, το Δικαστήριο ενέκρινε εκείνη την αίτηση και εξέδωσε όλα τα αιτούμενα διατάγματα. Η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί από τους Ενάγοντες, όμως συμπαρέσυρε την αίτηση των Εναγόντων για άδεια χρήσης των αποκαλυφθέντων εγγράφων για σκοπούς της αγωγής 3791/2017. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι Ενάγοντες διέκοψαν την αγωγή 3791/2017.

 

Ακολούθως οι Ενάγοντες ήγειραν την παρούσα αγωγή και μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, η Εναγόμενη προέβη στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης υποστηρίζοντας ότι η αγωγή καταχωρήθηκε και προωθείται παράνομα, στη βάση των εγγράφων που είχαν αποκαλυφθεί δυνάμει του Διατάγματος Αποκάλυψης.

 

Είναι η θέση της Εναγόμενης ότι η παρούσα αγωγή είναι ανυπόστατη και καταχρηστική. Η θέση αυτή εδράζεται στο εξής επιχείρημα: Η παρούσα αγωγή είναι πανομοιότυπη με την αγωγή 3791/2017. Η αγωγή 3791/2017 είχε καταχωρηθεί στη βάση των εγγράφων και πληροφοριών που οι Ενάγοντες εξασφάλισαν μέσω του Διατάγματος Αποκάλυψης. Η καταχώρηση από τους Ενάγοντες της αίτησης στα πλαίσια της αγωγής 2626/2015 για άδεια χρήσης των εν λόγω εγγράφων στην αγωγή 3791/2015 συνιστά αποδοχή από μέρους τους ότι τέτοια άδεια ήταν απαραίτητη για να επιτραπεί η χρήση των εν λόγω εγγράφων. Η παρούσα αγωγή είναι καταχρηστική και παράνομη γιατί ούτε και σε αυτό το στάδιο έχει ληφθεί άδεια για χρήση των εν λόγω πληροφοριών και εγγράφων.

 

Η Εναγόμενη, μέσω του ενόρκως δηλούντα, υποστηρίζει επίσης ότι με την προώθηση της παρούσας αγωγής οι Ενάγοντες είναι σε παρακοή διατάγματος και ενεργούν καταφρονητικά προς το Δικαστήριο διότι έχουν διαταχθεί από το Δικαστήριο στην αγωγή 2626/2015 να επιστρέψουν τα αποκαλυφθέντα έγγραφα και να καταστρέψουν αντίγραφα.

 

Αυτά αναφορικά με την υπό κρίση Αίτηση και τη μαρτυρία που την υποστηρίζει.

 

Η πλευρά των Εναγόντων έχει εγείρει ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Οι λόγοι ένστασης που προβάλλουν εστιάζουν στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκριση της Αίτησης.

 

Δεν αμφισβητούνται τα γεγονότα που αφορούν τις άλλες αγωγές, το Διάταγμα Αποκάλυψης και άλλα διαβήματα στις αγωγές που αναφέρει η Εναγόμενη στην Αίτηση της. Αμφισβητούνται οι προθέσεις που αποδίδονται στους χειρισμούς των Εναγόντων και η ερμηνεία των προθέσεων αυτών.

 

Περαιτέρω, οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι η Αίτηση βασίζεται στην εικασία ότι για σκοπούς της παρούσας αγωγής θα χρησιμοποιηθούν έγγραφα και πληροφορίες που περιήλθαν στην κατοχή τους δυνάμει του Διατάγματος Αποκάλυψης. Αρνούνται ότι αυτό ισχύει. Η δική τους θέση είναι ότι τα έγγραφα, πληροφορίες και μαρτυρία στην οποία βασίζονται για την προώθηση της παρούσας αγωγής προέρχονται από άλλες πηγές και όχι κατά την εκτέλεση του Διατάγματος Αποκάλυψης. Σημειώνουν ότι ως εκκαθαριστές της ΜΑΗ είχαν πρόσβαση σε όλα τα αρχεία και λογιστικά βιβλία της εταιρείας. Αναφέρουν ότι κάποια έγγραφα και πληροφορίες είχαν παραδοθεί οικειοθελώς από την Εναγόμενη τράπεζα πριν την αγωγή 2626/2015, άλλα ήταν έγγραφα της ίδιας της εταιρείας ή μέρος του αρχείου και λογιστηρίου της, άλλα παραδόθηκαν από 3η εταιρεία στα πλαίσια εξώδικης διευθέτησης της αγωγής 1238/2018 στην οποία δεν ήταν εμπλεκόμενο μέρος η Εναγόμενη ή και από άλλα πρόσωπα. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση παρατίθενται διάφορα έγγραφα σχετικά με την αξίωση που, σύμφωνα με τους Ενάγοντες, περιήλθαν στην κατοχή τους από άλλες πηγές πέραν του Διατάγματος Αποκάλυψης.

 

Αναφορικά με το κατά πόσο ενεργούν σε παρακοή του διατάγματος με το οποίο ακυρώθηκε το Διάταγμα Αποκάλυψης, το αρνούνται και είναι, περαιτέρω, η θέση τους είναι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να κριθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

 

Αυτές είναι, συνοπτικά, οι θέσεις των Εναγόντων στην ένσταση που έχουν εγείρει.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι συνήγοροι των δύο πλευρών ανέπτυξαν τα επιχειρήματα τους τόσο γραπτώς όσο και προφορικά. Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι έχω μελετήσει τις θέσεις τους και τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν καθώς και όλα τα στοιχεία και μαρτυρία που τέθηκαν ενώπιον μου με την Αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.

 

Στη βάση των πιο πάνω, προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης.

 

Η Αίτηση εδράζεται κατά κύριο λόγο στις διατάξεις της Δ.19 Θ.26 και Δ.27 Θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (στη μορφή που ισχύουν για την παρούσα αγωγή) καθώς και στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για καταστολή καταχρηστικών διαδικασίων.

 

Ξεκινώ, εξετάζοντας κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, οι διατάξεις της Δ.27, Θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών μπορεί να οδηγήσουν στον παραμερισμό και/ή διαγραφή της αγωγής[1].

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.27 Θ.3:

 

«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

 

Αυτή η δικονομική πρόνοια επιτρέπει στο Δικαστήριο, ως ζήτημα δικαίου[2], να εξετάσει προκαταρτικά κατά πόσο ένα δικόγραφο αποκαλύπτει ή όχι αγώγιμο δικαίωμα. Εάν η κατάληξη είναι αρνητική τότε το Δικαστήριο διατάζει τη διαγραφή του δικογράφου.

 

Η απόρριψη δικογράφου στη βάση της Δ.27 θ.3 αποτελεί, όπως επισημαίνεται και στη νομολογία, εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται μόνο σε περιπτώσεις όπου το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο[3].

 

Στην παρούσα περίπτωση πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η έκθεση απαίτησης των Εναγόντων, αντικειμενικά κρινόμενη, αποκαλύπτει έγκυρο, συζητήσιμο ζήτημα προς εκδίκαση[4].

 

Έχω περιλάβει πιο πάνω, μια συνοπτική αναφορά στη δικογραφημένη θέση των Εναγόντων. Όπως σημείωσα, ισχυρίζονται ότι η Εναγόμενη έχει ενεργήσει αντισυμβατικά, αμελώς, κατά παράβαση θέσμιων καθηκόντων και κατά παράβαση του καθήκοντος πίστης (fiduciary duty) που επείχε έναντι της ΜΑΗ. Είναι επίσης η δικογραφημένη τους θέση ότι, συνεπεία των ενεργειών και/ή παραλείψεων που αποδίδουν στην Εναγόμενη (όπως εξειδικεύονται στις σχετικές λεπτομέρειες του δικογράφου) έχουν υποστεί ειδική ζημιά για την οποία αξιώνουν αποζημίωση. Ισχυρίζονται επίσης ότι οι επικαλούμενες ενέργειες και παραλείψεις συνιστούν έρεισμα και για να τους επιδικαστούν γενικές, τιμωρητικές, επαυξημένες και παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1958, σελ. 575 σε σχέση με την Ο. 25 r. 4 των παλαιών Αγγλικών θεσμών που είναι πανομοιότυπη με τη Δ. 27 Θ.3 των δικών μας Θεσμών:

 

«So long as the Statement of Claim or the particulars … disclose some cause of action, or raise some question fit to be decided by a Judge or a jury, the mere fact that the case is weak and not likely to succeed, is no ground for striking out…»

 

Στην παρούσα περίπτωση, κρίνω ότι η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει συζητήσιμο ζήτημα προς εκδίκαση (question fit to be decided). Πληροί τις προϋποθέσεις ως προς τον τύπο και περιεχόμενο μια απαίτησης αυτής της φύσης και περιλαμβάνει τους αναγκαίους δικογραφικούς ισχυρισμούς. Δεν διαπιστώνω ότι η έκθεση απαίτησης πάσχει, είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική, αναντίλεκτα ανυπόσταση ή δεν αποκαλύπτει αιτία αγωγής, ώστε να δικαιολογείται ο παραμερισμός ή η διαγραφή της αγωγής στη βάση της Δ. 27 Θ. 3. Δεν εξετάζω τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής αφού αυτό δεν είναι του παρόντος.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι δεν παρέχεται ευχέρεια για παραμερισμό ή διαγραφή της αγωγής στη βάση της Δ. 27 Θ. 3.

 

Η Εναγόμενη επικαλείται επίσης τη Δ. 19 Θ.26 στην νομική βάση της Αίτησης, σύμφωνα με την οποία:

 

«The Court of a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.»

 

Κρίνω ότι ούτε η Δ. 19 Θ. 26 μπορεί να τύχει εφαρμογής εφόσον δεν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με τους κανόνες ορθής δικογράφησης[5].

 

Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο η αγωγή μπορεί και πρέπει να διαγραφεί στη βάση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου για καταστολή κατάχρησης.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, η θέση της Εναγόμενης είναι ότι η αγωγή συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Υποστηρίζει ότι η αγωγή έχει καταχωρηθεί και προωθείται στη βάση εγγράφων και πληροφοριών που οι Ενάγοντες εξασφάλισαν στα πλαίσια του Διατάγματος Αποκάλυψης και έχουν διαταχθεί να επιστρέψουν/καταστρέψουν, άρα βασίζεται σε μαρτυρία που κατέχουν παράνομα. Οι Εναγόμενοι διαφωνούν ότι η πηγή της μαρτυρίας που θα παρουσιάσουν είναι το Διάταγμα Αποκάλυψης. Υποστηρίζουν με τη σειρά τους ότι η αγωγή βασίζεται σε μαρτυρία που εξασφάλισαν και κατέχουν νόμιμα και δικαιωματικά και κανένα εμπόδιο υφίσταται στο να την παρουσιάσουν και χρησιμοποιήσουν για σκοπούς της αγωγής.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω διαφωνία, κρίνω ότι δεν μπορεί να αποφασιστεί σε αυτό το πρώιμο στάδιο και εκτός του πλαισίου της δίκης σε ποια μαρτυρία (την φύση, έκταση και προέλευση της) οι Ενάγοντες βασίζουν τις αξιώσεις τους. Είναι επίσης πρόωρο να αποφασιστεί κατά ποσό η μαρτυρία εκείνη είναι επιτρεπτή ή πρέπει να αποκλειστεί. Η αποδεκτότητα της μαρτυρίας που θα επικαλεστούν οι Ενάγοντες θα αποφασιστεί στο στάδιο της δίκης, όταν και εφόσον γίνει προσπάθεια παρουσίασης της. Υπό τις περιστάσεις, δεν πρόκειται για ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί και να αποφασιστεί προκαταβολικά.

 

Η Αγγλική νομολογία στην οποία με έχει παραπέμψει ο συνήγορος της Εναγόμενης, θεωρώ ότι δεν είναι καθοριστική και διαφοροποιείται αφού αφορά περιπτώσεις όπου έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή διάδικου στα πλαίσια διατάγματος για αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων άλλης αγωγής.

 

Είναι επίσης θέση της Εναγόμενης ότι η αγωγή πρέπει να κατασταλεί και να απορριφθεί γιατί με την προώθηση της στη βάση μαρτυρίας που οι Ενάγοντες εξασφάλισαν με το Διάταγμα Αποκάλυψης, οι Ενάγοντες ενεργούν σε παρακοή του διατάγματος με το οποίο ακυρώθηκε το Διάταγμα Αποκάλυψης.

 

Αναφορικά με αυτό το επιχείρημα κρίνω ότι, επίσης δεν μπορεί να αποφασιστεί στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης. Παρακοή διατάγματος μπορεί να διαπιστωθεί στα πλαίσια ειδικού διαβήματος, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει το υπόβαθρο για να γίνει οποιαδήποτε σχετική διαπίστωση στα πλαίσια αυτής της Αίτησης.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, δεν διαπιστώνω σε αυτό το στάδιο γεγονότα που, αντικειμενικά κρινόμενα, να δείχνουν ότι η παρούσα αγωγή συνιστά κατάχρηση της Δικαστικής διαδικασίας ή να δείχνουν ότι η προώθηση της αγωγής από τους Ενάγοντες είναι παράνομη ή αντινομική.

 

Συνεπώς ούτε κατ’ επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου θα μπορούσε να παραμεριστεί ή διαγραφεί η αγωγή ως καταχρηστική.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, καταλήγω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων/Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης/Αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Σχετική η K.M.C. Motors v Jorephanco Trading and Construction Company (1984) 1 CLR 390

[2] In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 146

[3] Σχετικές ενδεικτικά οι Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ ν Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1316, Κozinskaya River Limited v KLCC Holdings Limited Πολιτική Έφεση Ε43/2013 ημερομηνίας 23.3.2017, Ν. Σιακόλας ν Federal Bank of Lebanon (1998) 1 A.A.Δ. 1338

[4] In re Pelmako Development Ltd (ανωτέρω)

[5] Cyber Group Ltd v. Κυριάκου Χαραλαμπίδη κ.ά (2004) 1Γ Α.Α.Δ. 1852


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο