ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 1/2021

 

Αναφορικά με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο 66(Ι)/1997

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο 22(Ι)/2016

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

 

και

 

Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

 

30 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κ. Μαυρογιάννης δια Ανδρέας Σάββα & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Παπαγεωργίου δια Δ. Σύζινος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση του Γεώργιου Θεοδωράκη και Μαρίας Μαράκη (στο εξής οι «Αιτητές») ημερομηνίας 3.10.2023 για άδεια συνέχισης της αγωγής υπ’ αριθμό 6753/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας

 

 

Στις 24.10.2013 οι Αιτητές καταχώρησαν την αγωγή υπ’ αριθμό 6753/2013 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με εναγόμενους την Cyprus Pοpular Bank Public Co Ltd (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»), την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, την Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, την Bank of Cyprus (UK) Ltd και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Μέσω της αγωγής, οι Αιτητές (εκεί ενάγοντες) εγείρουν αριθμό αξιώσεων που, ουσιαστικά, εκπηγάζουν από την απομείωση ποσού €1.582.606,43 από τα πιστωτικά υπόλοιπα λογαριασμών που διατηρούσαν στη Λαϊκή Τράπεζα στα πλαίσια εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης το 2013.

 

Μέσω της Αίτησης παρουσιάζουν αντίγραφο της έκθεσης απαίτησης. Από το δικόγραφο προκύπτει ότι οι Αιτητές (ενάγοντες στην αγωγή) επικαλούνται αμέλεια, δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις, παράβαση θέσμιων καθηκόντων, συνταγματικών δικαιωμάτων και συμβατικών υποχρεώσεων από τους εναγόμενους, ως αποτέλεσμα των οποίων υπέστηκαν ζημιά €1.582.606,43, δηλαδή το ποσό που απομειώθηκε από λογαριασμούς τους. Η κύρια αξίωση εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας είναι η διεκδίκηση του ποσού των €1.582.606,43. Με την αγωγή διεκδικούν επίσης επικουρικές δηλωτικές αποφάσεις, καθώς και γενικές, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Εξηγώντας το αίτημα για άδεια συνέχισης της αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, ο ενόρκως δηλών αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι αξιώσεις δεν μπορούν να επαληθευτούν γιατί «η προθεσμία εντός της οποίας δύναντο οι πιστωτές να επαληθεύσουν τις οφειλές ή απαιτήσεις τους παρήλθε την 08/09/2023. Ως εκ τούτου, πλέον οι Αιτητές μπορούν μόνο δικαστικώς να αξιώσουν τις απαιτήσεις τους εναντίον της [Λαϊκής Τράπεζας]». Παράλληλα, υποστηρίζει ότι «η αξίωση των Αιτούντων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο μέσω της επαλήθευσης. Οι Αιτούντες ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω υπό εκκαθάριση εταιρεία, με δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς και/ή αναληθείς παραστάσεις και/ή αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου και/ή κανονισμών υποχρεώσεων της και/ή εποπτικών οδηγιών και/ή με παράνομες ενέργειες και/ή πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή με παράβαση των επαγγελματικών καθηκόντων, των επαγγελματικών προτύπων […] προκάλεσαν ζημιές και/ή απώλειες και/ή έξοδα στους Αιτούντες και/ή στις καταθέσεις και/ή δικαιώματα και/ή συμφέροντα τους που ήταν κατατεθειμένα και/ή δέσμευσαν και/ή εκμηδένισαν τις καταθέσεις τους χωρίς τη θέληση τους και οι Αιτούντες τέθηκαν σε δυσμενέστερη θέση και/ή σε δυσμενέστερη οικονομική θέση και άνιση ως προς άλλους καταθέτες και πιστωτές της [Λαϊκής Τράπεζας].»

 

Αναφέρει επίσης ότι οι Αιτητές «έχουν προχωρήσει σε μέτρα συντηρητικής κατάσχεσης εναντίον της [Λαϊκής Τράπεζας] στην Ελλάδα. […] Η εν λόγω κατάσχεση για να είναι δυνατό να ολοκληρωθεί θα πρέπει να υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπέρ των Αιτούντων, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δικαστικής οδού μόνον.»

 

Αυτά αναφορικά με την Αίτηση και την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει.

 

Ο εκκαθαριστής της Λαϊκής Τράπεζας έχει εγείρει ένσταση να δοθεί η αιτούμενη άδεια για συνέχιση της αγωγής.

 

Η ένσταση εστιάζει στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να χορηγηθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής. Μεταξύ άλλων θέση του εκκαθαριστή είναι ότι οι αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή είναι επαληθεύσιμες και ότι, παρά το ότι παρήλθε η προθεσμία για υποβολή αιτημάτων επαλήθευσης, η διαδικασία συνεχίζει να είναι διαθέσιμη και προτρέπει τους Αιτητές να αποταθούν σχετικά.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία και πηγές στις οποίες παραπέμπουν οι συνήγοροι.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας του αιτήματος.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»

 

Ο σκοπός αυτής της διάταξης επεξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524. To απόσπασμα αυτό αφορά το section 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Αναφέρονται τα εξής:

 

«When a winding up order is made, or a provisional liquidator is appointed, no action or proceeding against the company may be commenced or continued in any court without leave of the Companies Court. The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.»

 

Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της σχετικά ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία αγωγή ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Η απόφαση αν θα χορηγηθεί ή όχι άδεια επαφίεται στο Δικαστήριο όμως άδεια δίδεται πάντα όταν ο αιτητής δείξει (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές.

 

Εξετάζοντας τα ενώπιον μου στοιχεία καταλήγω, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να δοθεί η αιτούμενη άδεια στους Αιτητές.

 

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να δοθεί η αιτούμενη άδεια είναι διότι η αξίωση των Αιτητών είναι επαληθεύσιμη.

 

Από το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης διαφαίνεται ότι η κύρια θεραπεία που επιδιώκουν οι Αιτητές εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας είναι η επιστροφή του ποσού που απομειώθηκε από τους λογαριασμούς τους. Οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας ήταν πιστωτές κατά τον χρόνο εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης και το ποσό απομείωσης των καταθέσεων τους ήταν συγκεκριμένο και μπορεί να διαπιστωθεί αντικειμενικά. Η θέση των Αιτητών είναι πως η θεραπεία που ζητούν «δεν μπορεί πλέον να ικανοποιηθεί μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης καθώς … η προθεσμία εντός της οποίας δύναντο οι πιστωτές να επαληθεύσουν τις οφειλές ή απαιτήσεις τους παρήλθε στις 08/09/2023». Η καθυστέρηση τους όμως να αποταθούν στον εκκαθαριστή προς επαλήθευση του χρέους δεν συνιστά ικανό λόγο για να τους δοθεί άδεια συνέχισης. Η απαίτηση επιδεχόταν επαλήθευσης και αυτό είναι το καθοριστικό. Παρενθετικά επισημαίνω τη θέση του εκκαθαριστή ότι ακόμα και σε αυτό το στάδιο μπορεί να αποδεχτεί το χρέος προς επαλήθευση.

 

Με την αγωγή οι Αιτητές εγείρουν και άλλες αξιώσεις. Όμως οι υπόλοιπες θεραπείες που επιδιώκονται εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, στο βαθμό που μπορώ να διακρίνω, είναι επικουρικές ή συμπληρωματικές της κυρίως θεραπείας. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η συνέχιση της αγωγής για να δοθεί δυνατότητα προώθησης τους από τη στιγμή που η κυρίως θεραπεία επιδέχεται επαλήθευσης. Ενόψει του ότι οι υπόλοιπες αξιώσεις δεν συνιστούν τη βασική θεραπεία αλλά και ζυγίζοντας το συμφέρον του συνόλου των μη εξασφαλισμένων πιστωτών της Λαϊκής Τράπεζας, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται να χορηγηθεί άδεια για συνέχιση εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας ώστε να προωθηθούν οι εν λόγω αξιώσεις.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, για να δοθεί άδεια συνέχισης μιας αγωγής εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι διαθέτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (a prima facie case).

 

Κατά την κρίση μου, η έννοια της «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλούς ισχυρισμούς. Πρέπει να παρουσιαστεί κάποια μαρτυρία που να δείχνει ότι ο αιτητής διαθέτει ένα συζητήσιμο υπόβαθρο για τις διεκδικήσεις του.

 

Στην παρούσα περίπτωση, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση υπάρχει αναφορά στη δικογραφημένη θέση των Αιτητών. Όμως δεν παρουσιάζεται συγκεκριμένη μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, εκ πρώτης όψεως, πιθανότητα επιτυχίας σε ότι αφορά τις αξιώσεις εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Το Δικαστήριο εκκαθάρισης έχει καθήκον να διασφαλίσει ότι η εκκαθάριση θα ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό. Έχει επίσης καθήκον να διαφυλάξει την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας στην οποία προσβλέπουν οι πιστωτές για να εισπράξουν το λαβείν τους. Η υπεράσπιση μιας αγωγής δημιουργεί και προϋποθέτει δικηγορικά έξοδα. Είναι επίσης διαδικασία χρονοβόρα μέχρι την τελεσιδικία. Το Δικαστήριο, από τη μια, οφείλει να έχει αυτά κατά νου. Από την άλλη, δεν πρέπει να αποστερήσει σε διάδικο που διαθέτει συζητήσιμη, ουσιαστική και μη επαληθεύσιμη, αξίωση εναντίον της εταιρείας τη δυνατότητα να την προωθήσει στο Δικαστήριο. Στην προσπάθεια εξισορρόπησης των συμφερόντων και δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων, μέσα από τη νομολογία έχει εδραιωθεί ότι δεν χορηγείται άδεια για συνέχιση αγωγής εκτός εάν το Δικαστήριο εκκαθάρισης ικανοποιηθεί ότι υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία που να στοιχειοθετεί εκ πρώτης όψεως πιθανότητα επιτυχίας στην αξίωση που εγείρεται.

 

Τέλος, οι Αιτητές επικαλούνται απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανιών ημερομηνίας 4.10.2023 για την κατάσχεση κινητής και ακίνητης περιουσίας της Λαϊκής Τράπεζας μέχρι ποσού €1.582.606,43 πλέον τόκου και εξόδων. Αναφέρουν ότι η κατάσχεση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς δικαστική απόφαση στην αγωγή για το εν λόγω ποσό υπέρ τους. Υποστηρίζουν ότι αυτό δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας για συνέχιση της αγωγής.

 

Κρίνω ότι η έκδοση της εν λόγω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανιών δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα και δεν δικαιολογεί την χορήγηση της αιτούμενης άδειας διότι δεν καθιστά τους Αιτητές «εξασφαλισμένους πιστωτές» για σκοπούς της εκκαθάρισης. Δεν δύναται να επηρεάσει τη σειρά προτεραιότητας πιστωτών στην εκκαθάριση και κανένα πλεονέκτημα θα δώσει στους Αιτητές σε σχέση με το χρέος της Λαϊκής Τράπεζας προς αυτούς.

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον των Αιτητών και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο