ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

Αγωγή αρ.: 594/2015

Μεταξύ:

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ, από τη Λευκωσία

Ενάγουσα

-και-

 

1.    ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, από την Λευκωσία

2.    ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, από την Λευκωσία

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 29 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κα Μ. Σιαμμούτη

Για την Εναγόμενη 1: κα Κ. Πολυβίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

1.  Εισαγωγή

 

Με την παρούσα αγωγή, η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης 1 (στο εξής αναφερόμενη ως «η Εναγόμενη»), μεταξύ άλλων, την ακύρωση της συμφωνίας απόκτησης Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 (στο εξής αναφερόμενα ως «τα Χρεόγραφα») που η τελευταία εξέδωσε κατά το έτος 2008 και/ή της συμφωνίας απόκτησης Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου (στο εξής αναφερόμενα ως «τα ΜΑΚ») που εξέδωσε κατά το έτος 2009, ως επίσης και ειδικές αποζημιώσεις ύψους €115.109, ποσό το οποίο κατέβαλε στην Εναγόμενη για την αγορά των πιο πάνω επίδικων αξιών.

 

Σημειώνω εξ αρχής ότι η αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 2, αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα εναντίον της σε προηγούμενο στάδιο, και δη πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας[1], και ως εκ τούτου, η όποια απαίτηση της Ενάγουσας, περιορίστηκε μόνο εναντίον της Εναγόμενης.

2.  Οι εκδοχές των μερών στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών τους

 

2.1.        Η δικογραφημένη εκδοχή της Ενάγουσας

 

Στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της Ενάγουσας[2], κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο, η ίδια ήταν ηλικίας 65 ετών, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, δεν είχε εξειδίκευση και δεν διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις και/ή πείρα σε επενδύσεις ή αναφορικά με την αξιολόγηση κινδύνου επενδύσεων και/ή γενικά επενδυτικών προϊόντων. Αποτελεί δε συναφή της θέση ότι, κατά τις συναλλαγές της, ήταν άτομο συντηρητικό, δεν αναλάμβανε επενδυτικό ρίσκο και δεν είχε καθόλου ή είχε ελάχιστες γνώσεις αναφορικά με τραπεζικά θέματα, εφόσον μέχρι και τον θάνατο του συζύγου της (τον Μάϊο του 2008), όλες οι τραπεζικές υποθέσεις της οικογένειας τους, τύγχαναν διαχείρισης από τον ίδιο. Είναι δε η επιπρόσθετη θέση της ότι ήταν πελάτιδα της Εναγόμενης, η οποία είναι αδειούχος τράπεζα και αδειούχο ίδρυμα για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, και ότι από την αρχή, η σχέση της με την Εναγόμενη αναπτυσσόταν στη βάση της απόλυτης εμπιστοσύνης, σιγουριάς και βεβαιότητας.

 

Κατά ή περί τις 25.6.2008, η Εναγόμενη προχώρησε στην έκδοση Ενημερωτικού Δελτίου για προσφορά και έκδοση των Χρεογράφων, τα οποία θα έφεραν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες δύο περιόδους τόκου, δηλαδή μέχρι τις 30.6.2009, και ακολούθως τούτα θα έφεραν κυμαινόμενο επιτόκιο[3], το οποίο θα αναθεωρείτο στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ίσχυε για την συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Στο εν λόγω Ενημερωτικό Δελτίο γίνεται επίσης αναφορά και σύνδεση με το Δελτίο Παρουσίασης Εκδότη ημερ. 21.5.2008[4] και το Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου ίδιας ημερομηνίας[5]. Βάσει δε των όρων έκδοσης τους, τα Χρεόγραφα μπορούσαν κατ’ επιλογήν της Εναγόμενης, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας, να εξαγοραστούν από την πρώτη, στην ονομαστική τους αξία, μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους, κατά τις 30.6.2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου ακολουθούσε.

 

Στη συνέχεια, κατά ή περί τις 30.4.2009, η Εναγόμενη προχώρησε στην έκδοση Ενημερωτικού Δελτίου[6], για προσφορά και έκδοση των ΜΑΚ, τα οποία ήταν αόριστης διάρκειας, έφεραν σταθερό επιτόκιο 5,5% για τα πρώτα 5 χρόνια, ήτοι μέχρι τις 30.6.2014, ενώ μετά την εν λόγω ημερομηνία θα έφεραν κυμαινόμενο επιτόκιο[7], το οποίο θα αναθεωρείτο στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ίσχυε για αυτήν. Παρά το γεγονός ότι τα ΜΑΚ δεν είχαν ημερομηνία λήξης, η Εναγόμενη είχε τη δυνατότητα να τα εξαγοράσει στις 30.6.2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που ακολουθούσε, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε τιμή, ενώ, επίσης, μπορούσε, υπό προϋποθέσεις και κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας, να ανταλλάξει το σύνολο των ΜΑΚ με αξιόγραφα χαμηλότερης διαβάθμισης.

 

Στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της Ενάγουσας, κατά ή περί τον Ιούλιο του 2008, η ίδια επισκέφθηκε το υποκατάστημα της Εναγόμενης στο οποίο διατηρούσε προθεσμιακή κατάθεση και/ή γραμμάτιο, για τις συνήθεις τραπεζικές της εργασίες και οι υπάλληλοι και/ή ο διευθυντής του εν λόγω υποκαταστήματος της συνέστησαν ένα «καταθετικό» σχέδιο αξιογράφων, διάρκειας 5 χρόνων, που θα της εξασφάλιζε υψηλότερο τόκο από άλλα καταθετικά σχέδια ένεκα της πενταετούς διάρκειας του. Αποτελεί συναφή δικογραφημένη θέση της ότι κατόπιν των συστάσεων και/ή προτροπών των υπαλλήλων και/ή του διευθυντή του υποκαταστήματος της Εναγόμενης, έχοντας η ίδια πειστεί από τις παραστάσεις τους για το ασφαλές και επικερδές του εν λόγω «καταθετικού» σχεδίου, τερμάτισε πρόωρα την εμπρόθεσμη κατάθεση που διατηρούσε στην Εναγόμενη και κατέβαλε τα εν λόγω χρήματα της για την αγορά Χρεογράφων, συνολικής αξίας €115.109, με την σχετική έντυπη αίτηση για την απόκτηση των εν λόγω αξιών, να της υπεδείχθη από τους υπαλλήλους της Εναγόμενης, χωρίς να της δοθεί η ευκαιρία να τη διαβάσει, να συμπληρώθηκε από αυτούς και να υπογράφηκε από την ίδια στη βάση των διαβεβαιώσεων και/ή συστάσεων των υπαλλήλων της πρώτης.

 

Αποτελεί περαιτέρω δικογραφημένη θέση της ότι, κατά ή περί τον Μάιο του 2009, έλαβε από την Εναγόμενη, έγγραφο για πρόσκληση για απόκτηση των ΜΑΚ, το τίμημα της οποίας απόκτησης, για τους κατόχους Χρεογράφων, θα μπορούσε να καταβληθεί με την καταβολή των υφιστάμενων Χρεογράφων που κατείχαν. Είναι η συναφής της θέση ότι η ίδια δεν αντιλήφθηκε την σημασία ή τους όρους του εν λόγω εγγράφου και για αυτό επισκέφθηκε εκ νέου το υποκατάστημα της Εναγόμενης όπου συνάντησε τον ίδιο υπάλληλο που της είχε προτείνει την απόκτηση των Χρεογράφων και τον ρώτησε περαιτέρω πληροφορίες. Ο εν λόγω υπάλληλος της Εναγόμενης, της σύστησε την μετατροπή των Χρεογράφων που κατείχε σε ΜΑΚ, αναφέροντας της το υψηλό επιτόκιο τους και παρουσιάζοντας της την εν λόγω μετατροπή ως την καλύτερη και/ή μόνη διαθέσιμη επιλογή για την ίδια. Είναι ο ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι η ίδια βασιζόμενη στη σχέση εμπιστοσύνης που είχε με την Εναγόμενη και τους υπαλλήλους της, αλλά και τις παραστάσεις τους, συνεχίζοντας να τελεί υπό την εσφαλμένη εντύπωση και/ή πεποίθηση ότι αυτό το νέο σχέδιο ήταν καταθετικό ή τύπου καταθετικό και ότι ήταν μια ασφαλής και επικερδής πράξη για την ίδια, υπέγραψε, κατά ή περί το 2009, έντυπη αίτηση η οποία της υπεδείχθη από την Εναγόμενη, χωρίς να της δοθεί η ευκαιρία να τη διαβάσει, και υπέγραψε αυτήν στη βάση των διαβεβαιώσεων και/ή των συστάσεων των υπαλλήλων της Εναγόμενης, για την ανταλλαγή των Χρεογράφων που κατείχε με ΜΑΚ αξίας €115.109. Είναι επίσης η θέση της ότι οι υπάλληλοι της Εναγόμενης προέβηκαν σε αναφορές προς την ίδια για τα θετικά χαρακτηριστικά των πιο πάνω επίδικων αξιών, χωρίς να κάνουν οποιαδήποτε αναφορά για τους κινδύνους που ενείχε η αγορά τους, ώστε να είναι σε θέση η Ενάγουσα να αντιληφθεί σε τι συνίστατο η αγορά και/ή η ανταλλαγή εκ μέρους της των επίδικων χρηματοοικονομικών μέσων. Αποτελεί περαιτέρω, συναφή της θέση, ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, η ίδια μετά από διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της Εναγόμενης, είχε την πεποίθηση πως επρόκειτο για ένα «καταθετικό» σχέδιο ή τύπου «καταθετικό», με υψηλό επιτόκιο λόγω της πολυετούς του διάρκειας, και πως τα χρήματα της ήταν ασφαλισμένα και θα της καταβάλλονταν κανονικά οι τόκοι. Ισχυρίζεται επίσης ότι, από την απόκτηση των επίδικων αξιών, λάμβανε τόκους, ενώ, κατά ή περί τον Ιούνιο του 2012, πληροφορήθηκε μέσω του τύπου για την ακύρωση των πληρωμών των τόκων από την Εναγόμενη.

 

Είναι η περαιτέρω δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας ότι ο τρόπος που ενήργησε η Εναγόμενη ισοδυναμεί με απάτη και/ή δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών και παραθέτει προς τούτο σχετικές λεπτομέρειες[8], τις οποίες δεν προτίθεμαι να επαναλάβω.

 

Αποτελεί επιπρόσθετη δικογραφημένη θέση της ότι η Εναγόμενη κατά τον τρόπο που ενήργησε, κατά το χρόνο αγοράς και/ή διάθεσης των επίδικων αξιών, παρείχε την επενδυτική υπηρεσία της επενδυτικής συμβουλής και/ή της λήψης και διαβίβασης εντολής και/ή της εκτέλεσης εντολής για λογαριασμό πελάτη για την αγορά χρηματοοικονομικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, Ν. 144(Ι)/2007 (στο εξής «ο Ν. 144(Ι)/2007») και ότι, παρά το γεγονός ότι η Εναγόμενη παρείχε επενδυτικές συμβουλές και/ή υπηρεσίες, εντούτοις δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Ν. 144(Ι)/2007 και ενήργησε κατά παράβαση των εν λόγω προνοιών[9], με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα αγωγή εναντίον της, επιζητώντας τις αιτούμενες θεραπείες.

 

Είναι, τέλος, η θέση της ότι η Εναγόμενη ενήργησε κατά τρόπο που εμπεριέχει το στοιχείo της σύγκρουσης συμφέροντος, κάτι που απαγορεύεται ρητώς από το Ν. 144(Ι)/2007, αφού ενεργούσε υπό διπλή ιδιότητα, ήτοι από την μία ενεργούσε ως εκδότης των επίδικων αξιών, τις οποίες διέθετε προς πώληση, με σκοπό να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει τις όποιες χρηματοοικονομικές και κεφαλαιουχικές της ανάγκες, ενώ από την άλλη δρούσε ως παροχέας επενδυτικών υπηρεσιών και περίπλοκων χρηματοοικονομικών μέσων προς την Ενάγουσα και γενικότερα προς τα πρόσωπα που θα αποκτούσαν τις επίδικες αξίες.

 

2.2.       Η δικογραφημένη εκδοχή της Εναγόμενης

 

Η Εναγόμενη παραδέχεται μόνο ότι η Ενάγουσα ήταν πελάτης της και ότι κατά τον δεδομένο χρόνο αγοράστηκαν από την τελευταία οι επίδικες αξίες. Κατά τα λοιπά, δικογραφικά, απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και προβάλλει τη θέση ότι, εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν. 144(Ι)/2007 καθότι η ίδια και/ή οι υπάλληλοι της, δεν παρείχαν οποιεσδήποτε επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές συμβουλές στην Ενάγουσα. Τουναντίον, είναι η θέση της ότι, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την έκδοση και διάθεση των επίδικων αξιών, εφαρμογής τυγχάνει ο περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμος, Ν. 114(Ι)/2005 (στο εξής «ο περί Ενημερωτικού Δελτίου Νόμος»), με τον οποίο η Εναγόμενη συμμορφώθηκε πλήρως.

 

Είναι η περαιτέρω δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης ότι, εν προκειμένω, και ενόψει του περιεχομένου των αιτήσεων που υπέβαλε η Ενάγουσα και των εκεί δηλώσεων της, αναφορικά με την απόκτηση των επίδικων αξιών, η τελευταία κωλύεται (estopped by deed) να επικαλείται άγνοια της φύσης και των κινδύνων που ελλόχευαν από την αγορά και απόκτηση τους, ως επίσης και ότι έτυχε οποιασδήποτε επενδυτικής συμβουλής από την Εναγόμενη.

 

Είναι τέλος, η θέση της, στη βάση πάντα των δικογραφημένων ισχυρισμών της, ότι οι υπάλληλοι και/ή οι αντιπρόσωποι αυτής, σε ουδεμία ενέργεια προέβησαν κατά παράβαση οποιουδήποτε Νόμου, αλλά ούτε προέβησαν σε οποιοδήποτε δόλο και/ή παραπλάνηση και/ή εξαναγκασμό και/ή ψευδείς παραστάσεις εις βάρος της Ενάγουσας με σκοπό την αγορά και απόκτηση των επίδικων αξιών και επομένως η τελευταία δεν δικαιούται οποιασδήποτε θεραπείας.

Σημειώνω εδώ ότι οι όποιες αναφορές στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της Εναγόμενης που έχουν να κάνουν με τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ), ουδόλως θα ληφθούν υπόψη για σκοπούς της παρούσας απόφασης, εφόσον, εν προκειμένω, επίδικες αξίες αποτελούν μόνο τα Χρεόγραφα και τα ΜΑΚ.

 

3.     Ακροαματική διαδικασία

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της, κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, η ίδια η Ενάγουσα (Μ.Ε. 1), ενώ εκ μέρους της Εναγόμενης, μαρτυρία έδωσε η κα Στάλω Κουμίδου (Μ.Υ.1). Κατατέθηκαν επίσης, ενώπιον του Δικαστηρίου, συνολικά 45 Τεκμήρια. Ως προς τα Τεκμήρια 1-40, τούτα κατατέθηκαν, από κοινού από τις συνηγόρους των διαδίκων, ως έγγραφα παραδεκτά ως προς την ύπαρξη τους και ότι αυτά αποστάληκαν και παραλήφθηκαν από τους αντίστοιχους αποστολείς και παραλήπτες κατά τις ημερομηνίες που καταγράφονται σε αυτά[10].

 

4.     Μαρτυρία

 

Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την ενώπιον μου μαρτυρία. Πλήρης έκταση τούτης, καταγράφεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον, κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Αναφορά στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας θα γίνει, για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη των επίδικων ζητημάτων. 

 

Προχωρώ τώρα, να σκιαγραφήσω την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ενάγουσα

 

Η Ενάγουσα, στην ουσία, προώθησε, με την μαρτυρία της, ισχυρισμούς ως οι δικογραφημένες θέσεις της. Ανέφερε ότι είναι απόφοιτη γυμνασίου και ότι σε όλη της την εργασιακή ζωή εργαζόταν ως δακτυλογράφος και ιδιαιτέρα γραμματέας σε ιδιωτική εταιρεία που ασχολείται με καπνά, από όπου και αποχώρησε ως πλεονάζον προσωπικό κατά το έτος 2006. Ήταν η θέση της ότι η ίδια δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες επενδυτικές ή χρηματοοικονομικές γνώσεις ή πείρα στα τραπεζικά ή χρηματοοικονομικά θέματα, ενώ μέχρι τον θάνατο του συζύγου της, περί τον Μάϊο του 2008, όλα τα οικονομικά της οικογένειας τύγχαναν χειρισμού από αυτόν, με την ίδια να μην είχε επισκεφθεί την τράπεζα παρά μόνο για να υπογράψει κάποιο έγγραφο, πάντα μαζί με τον σύζυγο της. Ανέφερε επίσης ότι, μαζί με τον σύζυγο της είχαν κοινό καταθετικό λογαριασμό στην Εναγόμενη και ότι και οι δύο τους ήταν υπέρ της αποταμίευσης και ό,τι απέμενε από τα μηνιαία εισοδήματα τους, ο τελευταίος τα τοποθετούσε σε γραμμάτιο. Ανέφερε ακόμη ότι όταν η ίδια αποχώρησε από τον εργοδότη της, κατά το 2006, έλαβε το ποσό του ταμείου προνοίας που δικαιούτο και μία αποζημίωση, ποσά τα οποία κατέθεσε στον κοινό καταθετικό λογαριασμό που τηρούσε με τον σύζυγο της στην Εναγόμενη, η οποία εμπρόθεσμη κατάθεση ήταν για το ποσό των €115.109 και η οποία ανανεώθηκε τελευταία φορά στις 26.3.2008, με ημερομηνία λήξης τις 8.1.2009 (βλ. Τεκμήριο 29). Ήταν η θέση της ότι μετά το θάνατο του συζύγου της, χρειάστηκε για πρώτη φορά στη ζωή της να ασχοληθεί με τα οικονομικά θέματα, ενώ δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με το χρηματιστήριο.

 

Ανέφερε επίσης ότι 2 μήνες μετά το θάνατο του συζύγου της και δη περί τον Ιούλιο του 2008 έλαβε ταχυδρομικώς το Τεκμήριο 30 (η οποία επιστολή ήταν τόσο στο όνομα της όσο και αυτό του συζύγου της), μαζί με το Τεκμήριο 31 (έγγραφο ημερ. 11.7.2009 με τους «Περιληπτικούς Όρους Έκδοσης Μετατρέψιμων Χρεογράφων»). Η ίδια δεν γνώριζε ότι είχε μετοχές στο όνομα της, κάτι που περιήλθε εις γνώση της κατά το στάδιο της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα συζύγου της, όπου ανακάλυψε ότι είχαν από κοινού 628 μετοχές της Εναγόμενης, οι οποίες αποκτήθηκαν το έτος 1980 και οι οποίες, όπως η ίδια υπέθεσε όταν το έμαθε, είχαν αποκτηθεί από τον σύζυγο της και για τους δύο τους. Ανέφερε δε ότι δεν γνώριζε πως τα Τεκμήρια 30 και 31 της είχαν αποσταλεί λόγω του ότι είχε μετοχές στο όνομα της, ενώ δεν είχε καταλάβει τι ήταν τα εν λόγω έγγραφα, ούτε τα διάβασε, αλλά ούτε τα χρησιμοποίησε. Όταν τον Ιούλιο του 2008 επισκέφτηκε το υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Καϊμακλί (στο εξής «το υποκατάστημα»), στο οποίο είχε ζητήσει να μεταφερθούν όλοι οι λογαριασμοί που διατηρούσε με το σύζυγο της[11], με σκοπό να πληροφορηθεί για τούτους αφού έπρεπε πλέον να τους διαχειριστεί η ίδια, σε συζήτηση που είχε με λειτουργό στο ταμείο του υποκαταστήματος, της ανέφερε ότι υπάρχει ένα νέo καλό καταθετικό σχέδιο, το οποίο η ίδια δεν γνώριζε να της εξηγήσει περαιτέρω και την παρέπεμψε στον κ. Γ. Σαββίδη (στο εξής «ο Σαββίδης»). Κατόπιν τούτου, η εν λόγω λειτουργός, σύστησε στην ίδια (την Ενάγουσα) τον Σαββίδη, ο οποίος της ανέφερε ότι υπάρχει ένα πολύ καλό σχέδιο που δίνει τόκο 7,5% και θα είναι για 5 χρόνια. Ήταν η θέση της ότι η ίδια του ανέφερε ότι δεν είχε άλλα διαθέσιμα χρήματα, εφόσον τα χρήματα της ήταν ήδη τοποθετημένα σε γραμμάτιο που έληγε το 2009[12], με τον Σαββίδη να της αναφέρει ότι το εν λόγω σχέδιο την συμφέρει και θα τερματίσουν πρόωρα το γραμμάτιο που είχε, χωρίς να πληρώσει οποιοδήποτε πρόστιμο (penalty), πράγμα που θα κανόνιζε ο ίδιος («να σπάσουμε το γραμμάτιο και δεν θα πληρώσεις penalty. Θα σου το κανονίσω εγώ»[13]). Ήταν επίσης η θέση της ότι είχε ρωτήσει τον Σαββίδη αν ο ίδιος θα έκανε ένα τέτοιο σχέδιο, με αυτόν να της αναφέρει ότι αν είχε χρήματα θα έκανε, ενώ, περαιτέρω, της ανέφερε ότι το εν λόγω σχέδιο το είχε κάνει ο διευθυντής του υποκαταστήματος, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ένα καλό σχέδιο. Πέραν τούτου, αποτελεί θέση της ότι ο Σαββίδης της είπε «έλα υπόγραψε αυτή τη φόρμα τώρα»[14] για να προλάβουν το σχέδιο πριν την λήξη της προθεσμίας. Στη βάση των πιο πάνω, η ίδια ισχυρίστηκε ότι από τα όσα της ανέφερε ο Σαββίδης, αυτή αντιλήφθηκε ότι θα τερμάτιζε το γραμμάτιο της, χωρίς καμία επιβάρυνση, και τα χρήματα της θα τοποθετούντο σε ένα άλλο καταθετικό σχέδιο 5ετούς διάρκειας και θα λάμβανε μεγαλύτερο τόκο[15] λόγω του ότι δεν θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα της για 5 χρόνια. Κατά την ίδια, ο σύζυγος της εμπιστευόταν την Εναγόμενη και για αυτό η ίδια σκέφτηκε ότι για να της προτείνουν οι υπάλληλοι της Εναγόμενης τούτο το σχέδιο, σήμαινε ότι ήταν ευνοϊκό και συμφέρον για αυτήν. Επίσης, ήταν η θέση της ότι την έπεισε και αυτό που της είχε πει ο Σαββίδης περί του ότι και ο διευθυντής του υποκαταστήματος είχε υιοθετήσει το εν λόγω σχέδιο και για αυτό η ίδια υπέγραψε την αίτηση ημερ. 29.7.2009 (Τεκμήριο 32) που της έδωσε ο Σαββίδης, χωρίς όμως η ίδια να κατανοεί, στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο της. Ακολούθως, της αποστάληκε η επιστολή ημερ. 30.7.2008 - Τεκμήριο 33, με την οποία ενημερώθηκε ότι τις παραχωρήθηκαν 115.109 Χρεόγραφα, συνολικής αξίας €115.109, χωρίς η ίδια να κατανοεί τον όρο «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα». Ανέφερε επίσης ότι η συνάντηση της με τον Σαββίδη, διήρκησε μόνο λίγα λεπτά, ενώ ο ίδιος δεν της έδωσε κάποιο ενημερωτικό δελτίο ή οποιοδήποτε άλλο επεξηγηματικό έγγραφο, ούτε της ανέφερε οποιουσδήποτε κινδύνους σε σχέση με το εν λόγω σχέδιο ή για χρηματιστήριο, ούτε την ρώτησε αν ήθελε να ρωτήσει κάποιον τρίτο για την πράξη αυτή.

 

Ακολούθως, και δη κατά το έτος 2009, η ίδια έλαβε την επιστολή της Εναγόμενης, ημερ. 18.5.2009, για τα ΜΑΚ (Τεκμήριο 34). Επειδή δεν κατάλαβε τι ήταν το εν λόγω έγγραφο, επισκέφθηκε εκ νέου το υποκατάστημα της Εναγόμενης και τον Σαββίδη και τον ρώτησε περαιτέρω πληροφορίες, ως επίσης και κατά πόσο η ίδια έπρεπε να κάνει κάτι σε σχέση με την εν λόγω επιστολή. Ήταν η συναφής της θέση ότι ο Σαββίδης της είπε ότι το καλύτερο και πιο συμφέρον για την ίδια ήταν να μετατρέψει τα Χρεόγραφα που κατείχε σε ΜΑΚ, χωρίς να της αναφέρει ότι είχε τη δυνατότητα να μην μετατρέψει τούτα. Ανέφερε επίσης ότι ο Σαββίδης της είπε ότι και τα ΜΑΚ θα ήταν διάρκειας 5 ετών, με επιτόκιο 5,5% ετησίως, μέχρι τις 30.6.2014 και ακολούθως το επιτόκιο θα ήταν το ευρωπαϊκό επιτόκιο πλέον 3% ετησίως, με την ίδια να τον είχε ρωτήσει ως προς τον χρόνο που θα λάμβανε πίσω το κεφάλαιο της και αυτόν να της αναφέρει ότι η Εναγόμενη θα της επιστρέψει κάποια στιγμή τα χρήματα της. Βάσει των πιο πάνω, η ίδια αντιλήφθηκε ότι με το εν λόγω σχέδιο για τα ΜΑΚ, η Εναγόμενη θα κρατούσε τα χρήματα της για τουλάχιστον 5 χρόνια και ακολούθως, σύντομα (η Ενάγουσα) θα τα έπαιρνε πίσω, εξού και συμφώνησε με την εν λόγω συναλλαγή. Ήταν η συναφής της θέση ότι η διαφορά του τόκου των ΜΑΚ σε σχέση με τα Χρεόγραφα, την είχε παραξενέψει, εφόσον τούτος ήταν πιο χαμηλός από ότι στα Χρεόγραφα, όμως ο Σαββίδης της ανέφερε ότι δεν είχε άλλες επιλογές και έπρεπε να προχωρήσει με το σχέδιο αυτό και την ανταλλαγή των Χρεογράφων σε ΜΑΚ, με αυτόν να συμπληρώνει την αίτηση ημερ. 29.5.2009 (Τεκμήριο 35) και την ίδια να την υπογράφει. Ανέφερε, επίσης, η Ενάγουσα ότι η συνάντηση με τον Σαββίδη διήρκησε και πάλι μόνο μερικά λεπτά, ότι αυτός δεν της έδωσε οποιοδήποτε ενημερωτικό δελτίο ή άλλο επεξηγηματικό έγγραφο σε σχέση με τα ΜΑΚ, ούτε της ανέφερε οποιουσδήποτε κινδύνους των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων, ούτε την ενημέρωσε για οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ των Χρεογράφων και των ΜΑΚ. Ακολούθως, της στάληκε η επιστολή ημερ. 6.6.2009 (Τεκμήριο 36), με την οποία ενημερώθηκε ότι της παραχωρήθηκαν 115.109 ΜΑΚ, συνολικής αξίας €115.109. Ήταν η θέση της ότι αν γνώριζε ότι είχε τη δυνατότητα να μην μετατρέψει τα Χρεόγραφα της σε ΜΑΚ, ουδέποτε θα έπραττε τούτο (αφού υπήρχε και η διαφορά του τόκου), και ότι ο λόγος που αγόρασε τα ΜΑΚ ήταν επειδή, στη βάση των αναφορών του Σαββίδη, η ίδια αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά και ότι τούτο ήταν προς το συμφέρον της.

 

Ήταν τέλος η θέση της ότι ο λόγος που αγόρασε τα Χρεόγραφα και ακολούθως τα ΜΑΚ ήταν επειδή θεωρούσε ότι πρόκειται για ασφαλή, καταθετικού τύπου, σχέδια και ότι για την ίδια η ασφάλεια των χρημάτων της ήταν πολύ σημαντική, εφόσον αυτά αποτελούσαν τους «κόπους μιας ζωής»[16] και δεν ήταν ποτέ πρόθεση της να τοποθετήσει «τους κόπους μιας ζωής σε επικίνδυνα προϊόντα, τα οποία δεν ήταν ασφαλισμένα, όπως οι καταθέσεις».[17] Όπως ανέφερε, αν η ίδια γνώριζε τους κινδύνους των επίδικων αξιών ή ότι τα Χρεόγραφα είχαν 10 χρόνια μέχρι τη λήξη τους και ότι τα ΜΑΚ δεν είχαν ημερομηνία λήξης, δεν θα αγόραζε ποτέ τούτες τις αξίες. Κατά την ίδια, προτεραιότητα της, κατά τον επίδικο χρόνο (μετά το θάνατο του συζύγου της), ήταν να μάθει να διαχειρίζεται τις τραπεζικές της συναλλαγές και τις καταθέσεις που είχαν από κοινού με τον σύζυγο της. Όταν πλέον το 2012 σταμάτησαν να πληρώνονται τόκοι, η ίδια κατάλαβε ότι οι επίδικες αξίες δεν ήταν όπως την κατάθεση και τότε απέστειλε την επιστολή ημερ. 12.10.2012 (Τεκμήριο 39), με την οποία υπέβαλε παράπονο προς την Εναγόμενη και ζήτησε να της επιστραφεί το κεφάλαιο που κατέβαλε για την απόκτηση των εν λόγω αξιών. Ακολούθως, και δη στις 8.8.2013, η Ενάγουσα έλαβε επιστολή από την Εναγόμενη (Τεκμήριο 37), με την οποία ενημερωνόταν ότι τα χρήματα της είχαν μετατραπεί σε μετοχές.

 

ΜΥ 1

 

Η μάρτυρας αυτή είναι ιδιώτης επαγγελματίας, μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας η οποία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, καθώς και μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κυπριακής τράπεζας. Ανέφερε ότι έχει εμπειρία στον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής και στα χρηματιστηριακά. Είχε εργαστεί στο παρελθόν σε κυπριακή τράπεζα και σε εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής, ενώ, κατά το έτος 2007, εργοδοτήθηκε στο συγκρότημα της Εναγόμενης, στη θυγατρική εταιρεία αυτής επ’ ονόματι Cisco (στο εξής «η Cisco»), όπου εργαζόταν στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής, το οποίο ανέλαβε ως διευθύντρια το 2016, από όπου και αποχώρησε το 2019 με σχέδιο εθελούσιας αποχώρησης.

 

Η μάρτυρας αυτή ανέφερε ότι δεν γνωρίζει την Ενάγουσα, αλλά ούτε και τις συνθήκες απόκτησης των επίδικων αξιών από αυτήν και ότι ο λόγος που κλήθηκε στο Δικαστήριο είναι λόγω της εμπειρίας της, εφόσον συμμετείχε στη διαδικασία σύνταξης και οργάνωσης της διαδικασίας για την προσφορά των επίδικων αξιών, λόγω της θέσης που κατείχε στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Cisco, η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, ενεργούσε ως ανάδοχος των εν λόγω εκδόσεων αναφορικά με τις επίδικες αξίες.

 

Ήταν η θέση της ότι τόσο τα Χρεόγραφα όσο και τα ΜΑΚ αποτελούν χρηματοοικονομικό προϊόν, τιτλοποιημένου χρέους, το οποίο εκδίδεται από οργανισμούς, κυβερνήσεις και τράπεζες. Ανέφερε ότι η Εναγόμενη όπως και άλλα τραπεζικά ιδρύματα εξέδιδαν χρεόγραφα από το 2003 για σκοπούς προσμέτρησης στα κεφάλαια τους, ενώ τα Χρεόγραφα και τα ΜΑΚ (οι επίδικες αξίες) ήταν διαφοροποιημένα, από τις προγενέστερες εκδόσεις χρεογράφων, ως προς τους όρους τους, παρά το ότι αποτελούσαν της ίδιας μορφής χρηματοοικονομικό προϊόν. Ανέφερε ακόμη ότι τα Χρεόγραφα έφεραν, βάσει των όρων έκδοσης τους, το δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Ήταν η συναφής της θέση ότι, όλα τα ενημερωτικά δελτία[18] που εκδόθηκαν από την Εναγόμενη αναφορικά με τις επίδικες αξίες, εμπεριείχαν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε οποιοσδήποτε επενδυτής επιθυμούσε να αποκτήσει αυτές, να μπορούσε να λάβει γνώση όλων των κινδύνων που ελλόχευαν από την αγορά/ απόκτηση τους. Ήταν, επίσης, η θέση της ότι τα ενημερωτικά δελτία[19] απευθύνονταν στο ευρύ επενδυτικό κοινό, εφόσον ήταν μια δημόσια προσφορά που αφορούσε οποιοδήποτε επενδυτή ήθελε να επενδύσει στις εν λόγω επίδικες αξίες και για να μπορεί κάποιος να λάβει μέρος στις συγκεκριμένες εκδόσεις, δεν ήταν απαραίτητο να είναι επαγγελματίας επενδυτής.

 

Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι ενόψει του γεγονότος ότι η Εναγόμενη ήταν εκδότρια των επίδικων αξιών, τις οποίες διέθεσε στο ευρύ επενδυτικό κοινό, οι οποίες αφορούσαν αξίες που προσφέροντο στην πρωτογενή και όχι τη δευτερογενή αγορά[20], τούτη δεν παρείχε οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία και επομένως δεν τύγχανε εφαρμογής ο Ν. 144(Ι)/2007, αλλά μόνο οι πρόνοιες του περί Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου, με τις οποίες η Εναγόμενη συμμορφώθηκε πλήρως. Ανέφερε ακόμη ότι τα εν λόγω ενημερωτικά δελτία (τόσο για τα Χρεόγραφα όσο και για τα ΜΑΚ) είχαν αναρτηθεί σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα της Εναγόμενης, στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου[21], στις ιστοσελίδες των αγορών που επρόκειτο να εισαχθούν, ήτοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ), ως επίσης και στην ιστοσελίδα της Cisco[22], ενώ υπήρχαν και σε έντυπη μορφή στα καταστήματα της Εναγόμενης.

 

Αναφορικά με το ρόλο που διαδραμάτιζαν τα καταστήματα και/ή οι λειτουργοί της Εναγόμενης στην πώληση των επίδικων αξιών, ήταν η θέση της ότι υπήρχε πληροφόρηση προς τους υπαλλήλους της Εναγόμενης, ενημερωτικές εγκύκλιοι και περιφερειακές παρουσιάσεις προς τους διευθυντές των υποκαταστημάτων, ώστε να γνωρίζουν τους βασικούς όρους εκάστης επίδικης έκδοσης για να μπορούν να απαντούν σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με τα χαρακτηριστικά των επίδικων αξιών, ενώ υπήρχε και γενική οδηγία ότι εάν οι πελάτες ήθελαν ενημέρωση για εξειδικευμένα θέματα, αναφορικά με τους όρους των επίδικων αξιών, τότε αυτοί θα έπρεπε να παραπέμπονται σε συγκεκριμένα τμήματα της Εναγόμενης που είχαν τις γνώσεις για να δώσουν τέτοιες επεξηγήσεις, όπως ήταν η Cisco, το Private Banking και το Treasury, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να δίνονται οποιεσδήποτε συμβουλές από τους υπαλλήλους της Εναγόμενης στα καταστήματα προς τους πελάτες, αναφορικά με την επένδυση ή μη στα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα (βλ. Τεκμήριο 43). Ερωτηθείς δε αν η Εγκύκλιος στην οποία αναφέρθηκε είναι το Τεκμήριο 42, η μάρτυρας απάντησε καταφατικά.

 

Ανέφερε, επίσης, η μάρτυρας αυτή ότι στην περίπτωση των ΜΑΚ, αποστέλλετο ενημέρωση σε όλους τους κατόχους επιλέξιμων αξιών/ Χρεογράφων (όπως ήταν εν προκειμένω και η Ενάγουσα), ένα οκτασέλιδο κείμενο το οποίο αφορούσε μέρη του ενημερωτικού δελτίου σε περιληπτική μορφή (βλ. Τεκμήριο 34), το οποίο είχε συνταχθεί από την Εναγόμενη και την ανάδοχο (Cisco) και είχε τύχει της έγκρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για σκοπούς ενημέρωσης και πληροφόρησης αναφορικά με τα ΜΑΚ και τους όρων αυτών, και τούτο αποστέλλετο στους εν λόγω κατόχους επιλέξιμων αξιών, μαζί με προτυπωμένες αιτήσεις με τα στοιχεία του κάθε κατόχου Χρεογράφων[23].

 

Σε ότι αφορά τη διαδικασία που ακολουθείτο για την απόκτηση των επίδικων αξιών, ανέφερε ότι υποβάλλετο η αίτηση στα ταμεία των καταστημάτων της Εναγόμενης, όπου γινόταν και η καταβολή του ανάλογου τιμήματος για την αγορά τους, είτε με την πληρωμή του εν λόγω τιμήματος μέσω του λογαριασμού του πελάτη, είτε με την καταβολή των προηγούμενων αξιών που κατείχε ο πελάτης, με το τελευταίο να μπορούσε να γίνει στη βάση των όρων της έκδοσης των ΜΑΚ. Ισχυρίστηκε δε ότι ο ρόλος της Εναγόμενης περιορίστηκε στην παραλαβή των εν λόγω αιτήσεων και του χρηματικού τέλους για την απόκτηση αυτών των αξιών και την εισαγωγή των στοιχείων της κάθε αίτησης στο σύστημα του τμήματος μετοχών και χρεογράφων της Εναγόμενης, όπου όλες οι αιτήσεις τοποθετούντο σε ένα «καλάθι» για επεξεργασία στο τέλος της περιόδου αποδοχής, για σκοπούς υπολογισμού των συνολικών συμμετοχών και την ανακοίνωση αναφορικά με την επιτυχία ή μη της κάθε έκδοσης, ενώ ήταν η θέση της ότι η αίτηση για απόκτηση των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων, δεν διαβιβαζόταν σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, παρά μόνο δίδετο στον ίδιο τον εκδότη (την Εναγόμενη) για σκοπούς καταγραφής στα συστήματα του και, ακολούθως έκδοσης των επίδικων αξιών και, επομένως, η Εναγόμενη δεν διενεργούσε οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία βάσει του Ν. 144(Ι)/2007.

 

Ανέφερε, τέλος, ότι η Εναγόμενη, κατά τον επίδικο χρόνο, είχε ανάγκη από άντληση κεφαλαίων από το ευρύ επενδυτικό κοινό, πολύ πριν το 2013, πράγμα που αναφέρετο και στο ενημερωτικό δελτίο της κάθε έκδοσης των επίδικων αξιών, οι οποίες είχαν σκοπό την ενίσχυση των κεφαλαίων της. Η μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι οι επίδικες αξίες, οι οποίες έχουν το στοιχείο του παράγωγου, θεωρούνται περίπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα και δεν θα μπορούσε κάποιος να τα παρομοιάσει με γραμμάτιο ή εμπρόθεσμη κατάθεση ή ότι έχουν την ίδια ασφάλεια με τις καταθέσεις. Ως προς τα Χρεόγραφα, ανέφερε ότι τούτα είναι πιο απλή αξία, εφόσον, σε αντίθεση με τα ΜΑΚ, έχουν κάποια ημερομηνία λήξης (στα 10 χρόνια) και είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση μετατροπής τους σε μετοχές. Εντούτοις, ήταν η θέση της ότι όλα τα χρεόγραφα και/ή αξιόγραφα που έχουν τη δυνατότητα μετατροπής, μπορούν να θεωρηθούν ως περίπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα.

 

5.     Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να αξιολογήσω την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

Σημασία στην αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα έχει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, η εκφορά του λόγου του, ο δισταγμός ή η αμεσότητα των απαντήσεων του, η φυσικότητα, η ύπαρξη υπερβολών ή αντιφάσεων κατά τη μαρτυρία του, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων του, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής του, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχε να αντιληφθεί τα διαδραματισθέντα και η εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο (βλ. μεταξύ άλλων C & Α Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η έκδοση, των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.135): «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Σκορδέλλη και Άλλων v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.616, Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172), με αναφορά και στη δικογραφία (S Pavlou & Sons Constructions Ltd και Άλλου v. Θεοδώρου, ΠΕ 199/10, ημ. 6.7.15). […] Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (Βασιλείου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 254). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία […].».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329), αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν, με την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612). Επίσης, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητά της, είτε μέρος αυτής (Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266).

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και αφού παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες, κατά τη στιγμή που παρέθεσαν την μαρτυρία τους, προφορική και έγγραφη, ενώπιον μου, την οποία αντιπαρέβαλα και εξέτασα ως σύνολο, σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.

 

Ενάγουσα

 

Η Ενάγουσα μου έκανε πάρα πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό να αναφέρει τα γεγονότα όπως η ίδια τα βίωσε κατά τον επίδικο χρόνο. Η δε μαρτυρία της δεν παρουσιάζει οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις ή τέτοιας μορφής αδυναμίες που να κλονίζουν την αξιοπιστία της. Τουναντίον, ήταν σταθερή στις τοποθετήσεις της, σαφής και πειστική, ενώ η μαρτυρία της συμβαδίζει με την κοινή λογική και την λογική εξέλιξη των πραγμάτων και υποστηρίζεται, σε αρκετά σημεία της, από την ενώπιον μου γραπτή μαρτυρία. Με κάθε σεβασμό προς τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης, ότι η Ενάγουσα θα πρέπει να κριθεί αναξιόπιστη καθότι η μαρτυρία της παρουσιάζει ουσιώδεις αντιφάσεις, τούτη ουδόλως με βρίσκει σύμφωνη. Και εξηγώ.

 

Η θέση της Ενάγουσας ότι όταν έλαβε ταχυδρομικώς τα Τεκμήρια 30 και 31 η ίδια δεν κατάλαβε τι ήταν αυτά τα έγγραφα, ούτε τα διάβασε, αλλά ούτε τα χρησιμοποίησε και ότι για την έκδοση και διάθεση των Χρεογράφων ουσιαστικά ενημερώθηκε από τους λειτουργούς της Εναγόμενης και δη από τον Σαββίδη όταν μετέβη στο υποκατάστημα της Εναγόμενης τον Ιούλιο του 2008, συνάδει με το γεγονός ότι το Τεκμήριο 32 (που είναι η αίτηση που υπέβαλε η Ενάγουσα για απόκτηση των Χρεογράφων), δεν ήταν το έγγραφο που αποστέλλετο στις διευθύνσεις των κατόχων μετοχών (πράγμα που επιβεβαίωσε και η ΜΥ 1[24]). Εν πάση όμως περιπτώσει, η μαρτυρία της Ενάγουσας σε ότι αφορά τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην απόκτηση των επίδικων αξιών (Χρεογράφων και ΜΑΚ), παρέμεινε αναντίλεκτη, εφόσον καμία άλλη μαρτυρία παρουσιάστηκε, από πλευράς της Εναγόμενης, η οποία να αντικρούει τα όσα της αποδίδει η Ενάγουσα με την μαρτυρία της.

 

Ειδικότερα, σε ότι αφορά την θέση της Εναγόμενης ότι η Ενάγουσα υπέπεσε σε αντίφαση αναφορικά με το αν είχε ή όχι επενδυτικές γνώσεις, επειδή η τελευταία κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν είχε οποιεσδήποτε επενδυτικές ή χρηματοοικονομικές γνώσεις, ενώ στη γραπτή της δήλωση ανέφερε ότι δεν είχε «ιδιαίτερες» επενδυτικές γνώσεις, σημειώνω ότι η ίδια η Ενάγουσα, αντεξεταζόμενη, εξήγησε με ιδιαίτερη πειστικότητα, ότι η λέξη «ιδιαίτερες» στη γραπτή της δήλωση πρέπει να καταγράφηκε κατά λάθος, εφόσον η ίδια δεν είχε οποιεσδήποτε τέτοιες γνώσεις. Σε ότι δε αφορά το γεγονός ότι η Ενάγουσα ήταν κάτοχος μετοχών, κατά τον χρόνο που προηγήθηκε της αγοράς των επίδικων αξιών, και ότι τούτο, κατά την συνήγορο της Εναγόμενης, δεικνύει ότι τα όσα ανέφερε περί ανυπαρξίας επενδυτικών γνώσεων από αυτήν ουδόλως ισχύει, με κάθε σεβασμό προς την σχετική θέση της, τούτη δεν έχει τη δυναμική που επιχειρεί να της προσδώσει. Κατ’ αρχάς, η Ενάγουσα, τόσο κατά την κυρίως εξέταση της, όσο και κατά την αντεξέταση της, εξήγησε με πειστικότητα και σαφήνεια ότι η ίδια έλαβε γνώση, για πρώτη φορά, για την ύπαρξη των εν λόγω μετοχών (στο όνομα της) μετά το θάνατο του συζύγου της τον Μάιο του 2008, με την ίδια να αναφέρει ότι προφανώς ο σύζυγος της είχε αγοράσει τούτες τις μετοχές στο όνομα και των δύο τους. Επίσης, από το Τεκμήριο 41, είναι εμφανές ότι οι εν λόγω μετοχές κατέχονταν από κοινού στο όνομα της Ενάγουσας όσο και σε αυτό του συζύγου της, ενώ η οποιαδήποτε κίνηση αυτών αφορά την επαναπένδυση μερίσματος, την άσκηση δικαιωμάτων προτίμησης για την απόκτηση μετοχών και τέλος την μεταφορά των εν λόγω μετοχών στην Ενάγουσα. Εν πάση περιπτώση, το γεγονός και μόνο ότι η Ενάγουσα ήταν κάτοχος μετοχών στο παρελθόν, δεν οδηγεί σε δίχως άλλο κρίση ότι πρόκειται περί αναξιόπιστης μάρτυρος, ούτε ότι ήταν πρόσωπο που κατείχε επενδυτικές γνώσεις, δεδομένου και του γεγονότος ότι οι μετοχές, ως επενδυτική αξία, δεν συσχετίστηκαν με τις επίδικες αξίες. Τουναντίον, όπως προανέφερα, η ίδια η Ενάγουσα ήταν ειλικρινής και ανέφερε το γεγονός αυτό (ήτοι στην κατοχή από αυτήν μετοχών) από μόνη της στην μαρτυρία της. Ελλείψει δε οποιασδήποτε μαρτυρίας που να θέλει τις μετοχές να αποτελούν πολύπλοκο ή σύνθετο χρηματοοικονομικό μέσο, δεν είναι δυνατόν η Ενάγουσα να μπορεί να θεωρηθεί γνώστης των ρίσκων και κινδύνων που εμπεριέχοντο στην απόκτηση των επίδικων αξιών.

 

Η δε σχετική της θέση περί του ότι δεν θα κατανοούσε τα ειδικά χαρακτηριστικά των επίδικων αξιών και τα όσα καταγράφονται στα ενημερωτικά δελτία και τις επίδικες αιτήσεις, ως επίσης και τους όποιους ενεχόμενους κινδύνους από την απόκτηση τους, ακόμη κι αν διάβαζε τα σχετικά ενημερωτικά δελτία, συμβαδίζει απόλυτα και με την ακαδημαϊκή της μόρφωση, η οποία δεν ήταν άλλη από απόφοιτο γυμνασίου, και η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, την μαρτυρία της Ενάγουσας την αποδέχομαι στο σύνολο της και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

ΜΥ 1

 

Η ΜΥ 1 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο αποτελούν όσα η ίδια πιστεύει ως αληθή αναφορικά με τα ζητήματα στα οποία αναφέρθηκε. Οι όποιες δε ερωτήσεις της τέθηκαν από πλευράς της Ενάγουσας, κατά την αντεξέταση της, αποτελούσαν ουσιαστικά διευκρινιστικές ερωτήσεις.

 

Εντούτοις και με δεδομένο ότι η μάρτυρας αυτή δεν είναι νομικός και δεν έχει θέσει οποιοδήποτε υπόβαθρο κατά την μαρτυρία της που να της επιτρέπει να εκφράσει σχετική γνώμη επί νομικών θεμάτων, αλλά και με δεδομένο ότι αμιγώς νομικά ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή ή μη της Κυπριακής νομοθεσίας, αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στις όποιες τοποθετήσεις της περί της μη εφαρμογής, στην προκειμένη περίπτωση, του Ν. 144(Ι)/2007 ή κατά πόσο παρέχοντο επενδυτικές υπηρεσίες από την Εναγόμενη.

 

Κατά τα λοιπά, πλην των όσων ανέφερε σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την απόκτηση των επίδικων αξιών από την Ενάγουσα, εφόσον, ως και η ίδια η μάρτυρας ανέφερε, δεν γνωρίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες η Ενάγουσα απέκτησε τούτες τις αξίες, η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή.

 

6.     Τελικά Ευρήματα

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω στα πιο κάτω ευρήματα.

 

Η Εναγόμενη, τόσο πριν το 2008 αλλά και μεταγενέστερα, ήταν η τράπεζα στην οποία η Ενάγουσα και αποβιώσας σύζυγος της διατηρούσαν λογαριασμούς και αποταμίευαν τα χρήματα τους σε καταθετικό λογαριασμό τύπου γραμματίου. Μέχρι και τον θάνατο του συζύγου της Ενάγουσας, όλες οι τραπεζικές και οικονομικές συναλλαγές τους, τύγχαναν χειρισμού από τον ίδιο, με την Ενάγουσα να μεταβαίνει στα καταστήματα της Εναγόμενης, μόνο αν χρειαζόταν κάποια υπογραφή. Στα πλαίσια αυτά, αναπτύχθηκε μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της Εναγόμενης και του συζύγου της Ενάγουσας και κατ’ επέκταση της Ενάγουσας, υπό την έννοια ότι εμπιστεύονταν την Εναγόμενη και διατηρούσαν εκεί τις καταθέσεις τους και τους «κόπους μιας ζωής».

 

Η Ενάγουσα, περιορισμένης μόρφωσης (απόφοιτος γυμνασίου), δεν είχε οποιαδήποτε πείρα και γνώσεις σε επενδυτικά προϊόντα, ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο από αυτές. Εργαζόταν ως γραμματειακό προσωπικό σε εταιρεία καπνών και το 2006 όταν πλέον αποχώρησε από αυτήν, έλαβε το ποσό του ταμείου προνοίας που δικαιούτο και μία αποζημίωση, ποσά τα οποία κατέθεσε στην Εναγόμενη σε κοινό καταθετικό λογαριασμό που διατηρούσε με το σύζυγο της, με την εν λόγω εμπρόθεσμη κατάθεση της, κατά την τελευταία ανανέωση της, να ανέρχετο στο ποσό των €115.109[25].

 

Το 2008, η Εναγόμενη προχώρησε στην έκδοση και διάθεση των Χρεογράφων και ακολούθως το 2009 στην έκδοση των ΜΑΚ, εκδίδοντας σχετικά ενημερωτικά δελτία[26], έχοντας προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τους διευθυντές των υποκαταστημάτων της και έχοντας εκδώσει σχετικές οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να ενημερωθούν οι πελάτες για την έκδοση των εν λόγω αξιών (βλ. Τεκμήριο 43 και Τεκμήριο 7 (τα οποία σε κάποιο βαθμό είναι τα ίδια). Το ίδιο έγινε και το 2009 όταν η Εναγόμενη προχώρησε στην έκδοση και διάθεση των ΜΑΚ (βλ. Τεκμήρια 11 και 12).

 

Όταν κατά τις 11.7.2008, η Ενάγουσα έλαβε μέσω ταχυδρομείου τα Τεκμήρια 30 και 31, η ίδια δεν κατάλαβε τι αφορούσαν τα εν λόγω έγγραφα, δεν τα διάβασε και τα αγνόησε, μη ενεργώντας στη βάση αυτών. Όταν πλέον, περί τα τέλη Ιουλίου 2008 και δη περί τους δύο μήνες μετά το θάνατο του συζύγου της, μετέβη στο υποκατάστημα της Εναγόμενης, για να πληροφορηθεί για τους λογαριασμούς και καταθέσεις που είχαν με το σύζυγο της, η υπάλληλος στο ταμείο της Εναγόμενης, της ανέφερε ότι υπάρχει ένα καλό καταθετικό σχέδιο, το οποίο η ίδια δεν γνώριζε να της εξηγήσει περαιτέρω, και την παρέπεμψε στον Σαββίδη, υπάλληλο της Εναγόμενης, για να της το εξηγήσει. Στα πλαίσια αυτά, ο Σαββίδης ενημέρωσε την Ενάγουσα για την έκδοση των Χρεογράφων, τα οποία, παρά τις σχετικές οδηγίες της Εναγόμενης[27], παρουσίασε στην πρώτη ως ένα πενταετές καταθετικό σχέδιο, αναφέροντας της ότι τα χρήματα της θα ήταν δεσμευμένα για πέντε χρόνια και θα κέρδιζε περισσότερο τόκο από ότι ένα γραμμάτιο, παρουσιάζοντας της, επίσης, το συγκεκριμένο προϊόν ως ευνοϊκό για την ίδια και ασφαλές. Της ανέφερε ακόμη ότι θα έπρεπε να υπογράψει άμεσα την αίτηση για να προλάβουν πριν την λήξη της προθεσμίας του σχεδίου. Της είχε πει ακόμη ότι δεν ήταν απαραίτητο να έχει άλλα χρήματα για να κάνει το εν λόγω σχέδιο και ότι θα αντλούσαν το κεφάλαιο για την αγορά των επίδικων αξιών (Χρεογράφων) από το γραμμάτιο που αυτή διατηρούσε[28], το οποίο θα τερμάτιζαν πρόωρα, χωρίς να της επιβληθεί οποιοδήποτε πρόστιμο (penalty) αναφορικά με τον πρόωρο τερματισμό του. Για να την πείσει δε να υποβάλει αίτηση για το εν λόγω σχέδιο, ο Σαββίδης της ανέφερε ότι και ο διευθυντής του καταστήματος τους είχε κάνει τούτο το σχέδιο και επομένως ήταν ένα καλό σχέδιο. Στη βάση των ανωτέρω πλαισίων, συμβουλών και παροτρύνσεων του Σαββίδη, η Ενάγουσα δέκτηκε να τερματιστεί πρόωρα το γραμμάτιο της και, ακολούθως, υπέγραψε και υπέβαλε ανέκκλητη αίτηση ημερ. 29.7.2008 (Τεκμήριο 32) για απόκτηση Χρεογράφων αξίας €115.109[29], χωρίς προηγουμένως να διαβάσει το περιεχόμενο της.

 

Υπό παρόμοιες συνθήκες, ο Σαββίδης, κατά το 2009[30], παρότρυνε την Ενάγουσα, να υποβάλει την αίτηση ημερ. 29.5.2009 (Τεκμήριο 35) για να μετατραπούν τα Χρεόγραφα που κατείχε σε ΜΑΚ, αναφέροντας της ότι ήταν το καλύτερο και πιο συμφέρον για την ίδια. Όταν μάλιστα η ίδια εξέφρασε την ανησυχία της για το γεγονός ότι ο τόκος ήταν χαμηλότερος από το προηγούμενο σχέδιο (Χρεόγραφα), ο ίδιος της ανέφερε ότι «δεν είχε άλλες επιλογές» και έπρεπε να προχωρήσει με το εν λόγω σχέδιο. Δεν της ανέφερε το οτιδήποτε για οποιουσδήποτε κινδύνους ή τα αρνητικά του εν λόγω σχεδίου. Τουναντίον, της είχε τονίσει τα θετικά χαρακτηριστικά αυτού, αναφέροντας της ότι πρόκειται για ένα 5ετές καταθετικό σχέδιο, με σταθερό επιτόκιο 5,5% για 5 χρόνια και μετά το Euribor πλέον 3% ετησίως. Και πάλι, στη βάση των πιο πάνω συμβουλών και προτροπών του Σαββίδη, η Ενάγουσα, χωρίς προηγουμένως να διαβάσει το περιεχόμενο της εν λόγω αίτησης, υπέγραψε αυτή και υπέβαλε ανέκκλητη αίτηση για την απόκτηση ΜΑΚ (Τεκμήριο 35), συνολικής αξίας €115.109, με το κεφάλαιο για την αγορά τους να προέρχεται από την αξία των Χρεογράφων που η ίδια κατείχε κατά τον δεδομένο χρόνο. Αποτέλεσμα της έγκρισης της εν λόγω αίτησης ήταν ότι η Ενάγουσα κατέστη κάτοχος ΜΑΚ αξίας €115.109 (βλ. Τεκμήριο 36).

 

Ο Σαββίδης δεν ήταν πρόσωπο εγγεγραμμένο στο δημόσιο μητρώο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 53 του Ν. 144(Ι)/2007.  

 

Οι αιτήσεις για απόκτηση των επίδικων αξιών, υποβλήθηκαν στο ταμείο του υποκαταστήματος της Εναγόμενης και ακολούθως τούτες προωθήθηκαν στο αρμόδιο τμήμα μετοχών και χρεογράφων της Εναγόμενης για να τύχουν επεξεργασίας και έκδοσης. Όταν τούτες εκδόθηκαν από το αρμόδιο τμήμα της Εναγόμενης, η Ενάγουσα απέκτησε, κατά το έτος 2008, τα Χρεόγραφα και, ακολούθως, κατά το έτος 2009, τα ΜΑΚ.

 

Προκύπτει επίσης από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι τόσο τα Χρεόγραφα όσο και τα ΜΑΚ αποτελούν πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα, με τα Χρεόγραφα σε σύγκριση με τα ΜΑΚ να είναι λιγότερο πολύπλοκο και σύνθετο χρηματοοικονομικό μέσο, εφόσον έχουν κάποια ημερομηνία λήξης[31]. Εντούτοις, η δυνατότητα τούτα (τα Χρεόγραφα) να μετατραπούν σε μετοχές, τα καθιστούσαν σύνθετα και πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα και τόσο τα Χρεόγραφα όσο και τα ΜΑΚ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως γραμμάτιο ή καταθετικού τύπου λογαριασμός, ούτε και είχαν την ίδια ασφάλεια με ένα γραμμάτιο ή καταθετικού τύπου λογαριασμό.

 

Η Ενάγουσα δεν έτυχε σε κατανοητή σε αυτήν γλώσσα οποιασδήποτε ενημέρωσης, είτε αναφορικά με τη φύση και τα χαρακτηριστικά των επίδικων αξιών πριν την αγορά και απόκτηση τους, είτε για τους κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτηση τους. Πέραν τούτου, από πλευράς της Εναγόμενης, ουδεμία ερώτηση υποβλήθηκε στην Ενάγουσα, ούτε και της έγινε οποιοσδήποτε σχετικός έλεγχος αναφορικά με την απόκτηση των εν λόγω αξιών (ήτοι έλεγχος συμβατότητας και/ή καταλληλότητας). Αποτελεί περαιτέρω εύρημα μου ότι, η Ενάγουσα δεν θα προχωρούσε στην αγορά και απόκτηση των πιο πάνω επίδικων αξιών, στην περίπτωση που η Εναγόμενη την ενημέρωνε ότι υπήρχε ο κίνδυνος να μειωθεί η αξία των χρημάτων της ή να μην λάβει πίσω αυτά, εφόσον τα χρήματα που κατέβαλε για την απόκτηση τους αποτελούσαν τους «κόπους μιας ζωής». Εντούτοις, στα πλαίσια των δηλώσεων, παραστάσεων, συμβουλών και παροτρύνσεων του Σαββίδη, τούτος δεν προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά στους κινδύνους που εμπεριείχε η απόκτηση των επίδικων αξιών και ειδικότερα στον κίνδυνο απώλειας των χρημάτων της Ενάγουσας, στη βάση των όρων και των χαρακτηριστικών των επίδικων αξιών. Τουναντίον, αυτός άφησε να εννοηθεί στην Ενάγουσα ότι επρόκειτο για καταθετικά σχέδια, όπως τα γραμμάτια, και ότι τα εν λόγω σχέδια έφεραν μεγαλύτερο τόκο από ότι ένα γραμμάτιο, λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας τους.

 

Η Ενάγουσα λάμβανε τόκους, σε σχέση με τις ανωτέρω επίδικες αξίες, ως η έκδοση εκάστης εκ των εν λόγω αξιών προνοούσε, μέχρι και το τέλος του δεύτερου εξαμήνου του 2011. Εντούτοις, από την ενώπιον μου μαρτυρία, δεν προκύπτει ποιο ήταν το ακριβές ποσό των τόκων που αυτή έλαβε, είτε συνολικά, είτε αναφορικά με το κάθε επίδικο χρηματοοικονομικό μέσο, ούτε και τούτο μπορεί να υπολογιστεί με ασφάλεια από το Δικαστήριο, εφόσον το Δικαστήριο δεν γνωρίζει το ακριβές ποσό τόκου που επιβάλλετο για την κάθε περίοδο τόκου. Τον Ιούνιο του 2012, οπόταν και θα έπρεπε να καταβληθεί ο τόκος για το πρώτο εξάμηνο του εν λόγω έτους, η Ενάγουσα δεν έλαβε τον προβλεπόμενο τόκο για τα ΜΑΚ που κατείχε. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε ότι τα χρήματα της δεν ήταν κατατεθειμένα σε ασφαλή λογαριασμό τύπου γραμματίου και για αυτό υπέβαλε παράπονο στην Εναγόμενη, ζητώντας να της επιστραφεί το κεφάλαιο της (Τεκμήριο 39). Ακολούθως, και δη στις 8.8.2013 (Τεκμήριο 37), η Ενάγουσα έλαβε επιστολή από την Εναγόμενη, με την οποία ενημερωνόταν ότι τα ΜΑΚ που κατείχε μετατράπηκαν σε μετοχές, οι οποίες, κατά τις 30.7.2013, είχαν αξία €0,01 έκαστη (ήτοι συνολικής αξίας €1.151,09 (115.109 μετοχές επί (Χ) €0,01 έκαστη[32])).

 

Νομική Πτυχή και υπαγωγή των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου σε αυτήν

 

Ως έχει αρχικώς αναφερθεί, η Ενάγουσα επικαλείται ότι οι επίδικες αξίες αποκτήθηκαν συνεπεία δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης από πλευράς της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα η όποια συναίνεση δόθηκε από αυτήν για τη συνομολόγηση των επίδικων συμβάσεων να μην ήταν ελεύθερη και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω συμβάσεις να είναι ακυρώσιμες κατ’ επιλογήν της, εξού και αξιώνει, μεταξύ άλλων, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο τούτες να κηρύσσονται άκυρες. Περαιτέρω, η αγωγή της εδράζεται στην παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος εκ μέρους της Εναγόμενης. 

 

Σημειώνω εδώ ότι, στην περίπτωση που η Ενάγουσα αποσείσει το βάρος που έχει στους ώμους της και καταφέρει να αποδείξει ότι οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν χωρίς την ελεύθερη συναίνεση της, και επομένως τούτες είναι ακυρώσιμες κατ’ επιλογή της (rescission), τότε η θεραπεία που δικαιούται είναι αυτή της αποκατάστασης (restitutio in integrum), η οποία, ουσιαστικά, επαναφέρει τα μέρη μιας άκυρης συμφωνίας στην κατάσταση στην οποία ήταν πριν από τη συνομολόγηση της[33]. Επομένως, οποιαδήποτε άλλη αιτούμενη θεραπεία αποζημίωσης, στη βάση παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος εκ μέρους της Εναγόμενης, προϋποθέτει ότι η Ενάγουσα θα αποδείξει ότι συνεπεία της τοιαύτης παράβασης, υπέστη οικονομική ζημία.

 

Στο παρόν στάδιο, θα ήθελα να αναφέρω ότι κρίνω ορθότερο, κατ’ αρχάς, να εξετάσω την παρούσα αγωγή στη βάση των ισχυρισμών της Ενάγουσας ότι οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν συνεπεία του δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης από πλευράς της Εναγόμενης.

 

Μία σύμβαση για να είναι έγκυρη πρέπει, μεταξύ άλλων, να καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση των μερών, ικανών προς το συμβάλλεσθαι (βλ. άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και Σωκράτους ν Σιβιτανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1602). Είναι δε τέτοια (ελεύθερη), ως οι πρόνοιες του άρθρου 14 του Κεφ. 149, ορίζουν, όταν δεν προκαλείται με (α) εξαναγκασμό ή  (β) ψυχική πίεση ή (γ) απάτη ή (δ) ψευδή παράσταση ή (ε) πλάνη. Η συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει τούτων. Στη βάση των προνοιών του άρθρου 19(1) του Κεφ. 149, στην περίπτωση που συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η επακόλουθη συμφωνία θεωρείται ακυρώσιμη κατ' εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό. Το τι συνιστά απάτη και ψευδής παράσταση για σκοπούς του Κεφ. 149, καθορίζεται στα άρθρα 17 και 18 του εν λόγω Νόμου, αντίστοιχα. Το δε βάρος απόδειξης της απάτης ή των ψευδών παραστάσεων, το φέρει εκείνος που το επικαλείται και πρέπει να τα αποδείξει με επαρκή και πειστική μαρτυρία. 

 

Το αναίτιο μέρος στο οποίο απευθύνθηκε η ψευδής παράσταση, για να αποκτήσει δικαιώματα ακύρωσης της σύμβασης ή αποζημιώσεις, θα πρέπει να ικανοποιήσει: (1) ότι η παράσταση ήταν ουσιώδης, υπό την έννοια ότι επρόκειτο για τέτοιας φύσης και τύπου παράστασης που λογικώς θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ανθρώπου στην απόφαση του ως προς το κατά πόσο θα αποτελέσει μέρος της επίδικης σύμβασης, (2) ότι η συναίνεση του παρασχέθηκε συνεπεία της ψευδούς αυτής παράστασης, δηλαδή ότι βασίστηκε στην παράσταση του αντισυμβαλλομένου του και στη βάση της συναίνεσε να καταστεί μέρος της επίδικης σύμβασης και (3) με δεδομένα τα ανωτέρω, ότι δεν ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας συνήθη επιμέλεια.  

 

Όσον αφορά στην απάτη, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράστασή του ήταν ψευδής και ότι είχε πρόθεση ο Ενάγοντας να ενεργήσει βασιζόμενος σε αυτή και να υποστεί ζημιά. Πρέπει δηλαδή, στην ουσία, να αποδειχθεί: (α) η παράσταση γεγονότος, (β) ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση ήταν ψευδής ή δεν είχε γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθής, (γ) ότι έγινε με πρόθεση να ενεργήσει ο Ενάγων βασιζόμενος σε αυτή, (δ) ότι ο Ενάγων ενήργησε με βάση αυτή, και (ε) υπέστη ζημιά.  

  

Αποτελεί βασική θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης, ως τούτη αναπτύχθηκε στην γραπτή της αγόρευση, ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται η αρχή του κωλύματος λόγω καταχωρήσεων σε έγγραφα (estoppel by deed) ενόψει του γεγονότος ότι η Ενάγουσα υπέγραψε τις επίδικες αιτήσεις για την απόκτηση των επίδικων αξιών, δεσμευόμενη από τα εκεί καταγραφόμενα και δηλώσεις, με αποτέλεσμα η απαίτηση της να είναι έκθετη σε απόρριψη. 

 

Κατ' αρχάς επισημαίνεται ότι, όπως έχει αναφερθεί σε σωρεία αποφάσεων (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 ΑΑΔ 1432 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 2067Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. ν Χίνη (2008) 1 ΑΑΔ 818), το κώλυμα μπορεί να είναι: (1) κώλυμα λόγω δεδικασμένου (estoppel by record), κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (estoppel by deed) και κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (estoppel by conduct or estoppel in pais).

 

Επίσης, ο γενικός κανόνας είναι ότι η υπογραφή κάποιου τον δεσμεύει και ότι είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, και τούτο προς διασφάλιση της αναγκαίας εμπιστοσύνης και ασφάλειας που πρέπει να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές και τις γραπτές συμφωνίες. Εκείνος, επομένως, που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που επιφέρει η υπογραφή του, θα πρέπει να καταδείξει, ότι τυγχάνει η εφαρμογή της αρχής του non est factum, δηλαδή ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας (π.χ τυφλότητα ή αναλφαβητισμός (βλ. Foster v. Mackinnon [1869] LR 4 CP 704)) ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου, παρά την επιμέλεια και την προσοχή που επέδειξε (βλ. Εργατίδη ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 293/12, ημερ. 7.2.2018 και στις εκεί αναφερόμενες αυθεντίες, ως επίσης την υπόθεση Χ’’Στυλλή ν Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 989 και Ιωάννου ν Οργανισμού Χρηματοδοτήσεων Τράπεζας Κύπρου (1999) 1 ΑΑΔ 1522).

 

Στην υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society (1970) 3 All ER 961, αναγνωρίστηκε ότι η αρχή του non est factum, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής και να επενεργήσει προς όφελος προσώπων που είτε μόνιμα είτε προσωρινά, πλην όμως χωρίς οποιαδήποτε δική τους ευθύνη, καθίστανται ανίκανοι να αντιληφθούν το σκοπό ενός συγκεκριμένου εγγράφου το οποίο υπογράφουν. Τονίστηκε, εντούτοις, ότι η συγκεκριμένη υπεράσπιση πρέπει να περιοριστεί σε πολύ στενά πλαίσια για αποφυγή ενδεχόμενου κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στις συνήθεις συναλλαγές, αλλά και στην εγκυρότητα των γραπτών συμβάσεων, ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιπτώσεις που ελλείπει οποιοσδήποτε δόλος ή οποιοσδήποτε άλλος καλός λόγος που να επιβάλλει την ακυρότητα κάποιου εγγράφου.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο» (Πολύβιος Γ. Πολυβίου), στην υπόθεση Saunders (ανωτέρω), η Βουλή των Λόρδων, έθεσε τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιήσει αυτός που επικαλείται, προς υπεράσπιση του, την αρχή του non est factum. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το πιο πάνω σύγγραμμα (βλ. σελ. 414-416):

 

(1)       «Πρώτον, για να μπορέσει κάποιο πρόσωπο να επικαλεστεί την υπεράσπιση non  est  factum θα πρέπει να εμπίπτει εντός μιας προστατευόμενης κατηγορίας, δηλαδή είτε πρόσωπα που είναι τυφλά ή δεν μπορούν να διαβάσουν ή που έχουν κάποια προσωρινή ή μόνιμη ανικανότητα που τους εμποδίζει να κατανοήσουν τι υπογράφουν, είτε πρόσωπα που έχουν τύχει παραπλάνησης από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και έχουν υπογράψει κάποιο έγγραφο τελούντα υπό πλάνη σε σχέση με το χαρακτήρα του εγγράφου. Είναι πολύ σπάνια που την υπεράσπιση θα μπορούν να επικαλεστούν πρόσωπα που δεν εμπίπτουν σε κάποια εξειδικευμένη κατηγορία που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας.

 

(2)       Δεύτερον, η οποιαδήποτε πλάνη θα πρέπει να αφορά όχι στο περιεχόμενο αλλά στο χαρακτήρα του εγγράφου. Θα πρέπει το πρόσωπο που υπογράφει να πιστεύει ότι υπογράφει κάτι ολότελα διαφορετικό, υπό την έννοια ότι το έγγραφο που νομίζει ότι υπογράφει και το έγγραφο που υπογράφει να ανήκουν σε διαφορετικές νομικές κατηγορίες. Όπως ανέφερε ο Δικαστής Reid στην υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society, «There must I think be a radical difference between what he signed and what he thought he was signing - or one could use the words 'fundamental' or 'serious' or 'very substantial'.' But what amounts to a radical difference will depend on all the circumstances».

 

(3)       Εν πάση περιπτώσει, η επίκληση της υπεράσπισης non  est  factum δεν επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή προτού υπογράψει το συγκεκριμένο έγγραφο. Κάθε πρόσωπο, πριν υπογράψει κάποιο έγγραφο, έχει την υποχρέωση να πληροφορηθεί για τη φύση του εγγράφου που υπογράφει. Εάν κάποιος είναι έτοιμος να υπογράψει κάποιο έγγραφο απλώς και μόνο διότι το έγγραφο τέθηκε ενώπιον του, χωρίς να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ή τουλάχιστον χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε προσπάθεια ελέγχου και εξακρίβωσης του τι υπέγραφε, τότε ο νόμος δεν του επιτρέπει να επικαλείται την υπεράσπιση non  est  factum. Ο Δικαστής Reid έθεσε το θέμα επιγραμματικά στην υπόθεση Saunders  v. Anglia Building Society: «The plea cannot be available to anyone who was content to sign without taking the trouble to try to find out at least the general effect of the document».

 

Όπως η πιο πάνω αρχή διατυπώθηκε πιο εκτενώς από το Δικαστή Wilberforce στην ίδια υπόθεση:

 

«A person who signs a document, and parts with it so that it may come into other hands, has a responsibility, that of the normal man of prudence, to take care what he signs, which, if neglected, prevents him from denying his liability under the document according to its tenor. I would add that the onus of proof in this matter rests on him, i.e. to prove that he acted carefully and not on the third party to prove the contrary».

 

Συμπερασματικά, η υπεράσπιση του non  est  factum, στο σύγχρονο δίκαιο, είναι ιδιαίτερα περιορισμένης εμβέλειας. Το βάρος απόδειξης ότι εφαρμόζεται βρίσκεται στους ώμους του προσώπου που την επικαλείται και για να επιτύχει τούτο θα πρέπει να αποδείξει πρώτον ότι πίστευε ότι αυτό που υπέγραψε ήταν ολότελα διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά υπέγραψε και δεύτερον ότι είχε επιδείξει την απαραίτητη προσοχή και επιμέλεια πριν υπογράψει το επίδικο έγγραφο» .

 

Επίσης στην πιο πάνω υπόθεση Saunders, ο Lord Wilberforce ανέφερε τα εξής: «In other words it is the lack of consent that matters not the means by which this result was brought about. Fraud by itself may do no more than make the Contract Voidable». Και τούτο για να υποδείξει ότι, δεν αποτελεί προϋπόθεση, για να μπορεί να γίνει επίκληση του δόγματος του non est factum, να αποδοθεί δόλια συμπεριφορά στον άλλο συμβαλλόμενο. Διευκρινίστηκε ωστόσο, εκ νέου, ότι, δεν είναι δυνατή η επίκληση του δόγματος από οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή προτού υπογράψει ένα συγκεκριμένο έγγραφο.

  

Κρίνεται επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι, στην βάση των όσων αποφασίστηκαν στην Φακοντή ν. Βρυώνη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1404, εκεί που η θέση ενός διαδίκου ότι εξαπατήθηκε ή δια ψευδών παραστάσεων ή δόλου συναίνεσε στο να υπογράψει ένα έγγραφο γίνει, δικαστικώς, δεκτή, δεν θα επιτραπεί στον αντίδικό του να επικαλεστεί την όποια αμέλεια του εξαπατηθέντος για να προβάλει ότι ο τούτος εμποδίζεται, λόγω νομικού κωλύματος (estoppel), να αποδεσμευτεί από τις ευθύνες του.

 

Επίσης, πλην όμως συναφώς, στην υπόθεση Μακρή ν Χ’’Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι εκείνο που «έχει σημασία είναι, αν στην ουσία ο ισχυριζόμενος δόλος δικαιολογούσε την άγνοια του περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο υπέγραψε». To βάρος απόδειξης το έχει ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι δικαιούται να αποφύγει τις συνέπειες των εγγράφων που υπέγραψε.

  

Το κατά πόσο μια σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, προνοείται στο άρθρο 16 του Κεφ. 149, το οποίο προβλέπει ως ακολούθως:

 

«16.1  H σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία «ψυχικής πίεσης» όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

2.            Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

(α)  Έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου ή

(β)  καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

3.            Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 16 του Κεφ. 149, υπήρξαν αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Χ»Αντώνη ν Μιχαήλ κ.ά.Πολ. Έφεση 323/2009, ημερομηνίας 16.4.2014, Σεργίδη ν ΧατζηπαύλουΠολ, Έφεση 317/2010, ημερομηνίας 16.5.2016, Χλόη Ανδρέα Πατάτσου ν Άχμετ Χιλμί κ.ά., Πολ. Έφεση 300/2011, ημερ. 31.5.2017). Στην υπόθεση Κεφάλας κ.α. v. Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στο Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παρ. 7-024 δίδεται ο εξής ορισμός της ψυχικής πίεσης:

«Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also cases of coercion, domination or pressure outside those special relations.

[…]

At common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract.  In equity however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."

 

Στην υπόθεση Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, η θέση του δίκαιου της επιείκειας αναδύεται σύντομα και περιεκτικά μέσα από το πιο κάτω απόσπασμα:

"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."

 

Ως εκ των πιο πάνω, καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις που γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε. Η έννοια της ψυχικής πίεσης δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχουν στεγανά. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν περιγράψει την ψυχική πίεση ως «some unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party». (βλ. Allcard v.  Scinner (ανωτέρω)). Στην Allcard v. Skinner (ανωτέρω), o Cotton L.J. προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:

 

"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the done had influence over the donor.  In such a case the Court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the Court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the done, but on the ground of public policy and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."

 

Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει. Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μία δεν ουδετεροποιεί την άλλη (βλ. Re Craig Meneces and Another v. Middleton and Others (1970) 2 All E.R. 390).

 

Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου, υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σε αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να καταδείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί τον κανόνα, ο μόνος τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη ότι το μέρος που επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής πήρε ανεξάρτητη συμβουλή πριν από τη σύναψη της συμφωνίας την οποία και ακολούθησε (βλ. υπόθεση Κεφάλας (ανωτέρω)).

 

Στην υπόθεση Lloyds Bank Ltd vBundy  (1974) EWCA Civ 8 (30 July 1974),  κρίθηκε ότι, υπό το φως των ιδιαίτερων γεγονότων της, δημιουργήθηκε τέτοια σχέση εμπιστοσύνης (fiduciary relationship) μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη, ώστε θα έπρεπε το Δικαστήριο να επέμβει και να μην επιτρέψει κατάχρηση αυτής της σχέσης στα πλαίσια αθέμιτης επιρροής (undue influence).  

 

Στην υπόθεση Avon Finance CoLtd. ν Bridger (1979) [1985] 2 All E.R. 281, ο γιος έπεισε τους ηλικιωμένους γονείς του, να υποθηκεύσουν την κατοικία τους, προς όφελος των δανειστών του, ως εγγύηση. Οι γονείς του, πίστευαν ότι βρισκόντουσαν στη διαδικασία πώλησης της κατοικίας και βασίστηκαν στο γιο τους για την υλοποίηση της συναλλαγής. Δεν είχαν πρόθεση να υποθηκεύσουν την κατοικία τους και δεν εκτίμησαν ότι παραχωρούσαν υποθήκη. Το εφετείο αποφάνθηκε ότι οι γονείς δεν μπορούσαν να βασιστούν στην υπεράσπιση του non est factum έναντι των Εναγόντων, καθότι ήταν αμελείς, αλλά θα μπορούσαν να βασιστούν στην υπεράσπιση της αθέμιτης επιρροής, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Ενάγοντες είχαν επαρκή πληροφόρηση των περιστάσεων.  

 

Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, από την μια υφίστατο ένας ηγετικός χρηματοοικονομικός οργανισμός με μεγάλο κύκλο εργασιών, με παρουσία σε αρκετές χώρες, με πολλά καταστήματα, και χιλιάδες εργοδοτουμένους (βλ. Τεκμήρια 5 και 10). Από την άλλη, η Ενάγουσα, κατά τον επίδικο χρόνο ήταν συνταξιούχος γραμματέας, με μόρφωση απόφοιτου γυμνασίου. Μεταξύ των εν λόγω προσώπων υφίστατο σχέση εμπιστοσύνης. Η Εναγόμενη ήταν η τράπεζα με την οποία συνεργάζετο για χρόνια ο αποβιώσας σύζυγος της Ενάγουσας και κατ’ επέκταση η Ενάγουσα, εφόσον τηρούσε κοινούς λογαριασμούς μαζί του και διατηρούσαν τις καταθέσεις τους σε αυτήν. Η Εναγομένη με δική της πρωτοβουλία προώθησε τις επίδικες αξίες στην Ενάγουσα, προβαίνοντας στις συμβουλές, προτροπές και δηλώσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω (στα τελικά ευρήματα) και δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Η Εναγόμενη, είχε ίδιον όφελος, αφού με τα κεφάλαια που θα αντλούνταν από τις πιο πάνω εκδόσεις θα ενίσχυε την κεφαλαιουχική της επάρκεια και συγκεκριμένα θα ενισχύονταν τα πρωτοβάθμια κεφάλαια της. Η Εναγομένη παρουσίασε στην Ενάγουσα τα πιο πάνω χρηματοοικονομικά μέσα ως ασφαλή τραπεζικά προϊόντα (τύπου γραμμάτιο και/ή κατάθεση), κάτι το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού επρόκειτο για χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία ενείχαν κινδύνους. Επίσης, της τα παρουσίασε ως ευνοϊκά για την ίδια και της ζήτησε να σπεύσει γρήγορα να υποβάλει την αίτηση της για την απόκτηση των Χρεογράφων, ενώ σε ότι αφορά τα ΜΑΚ της παρουσίασε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από του να ανταλλάξει τα Χρεόγραφα που κατείχε με ΜΑΚ. Οι δηλώσεις της, δεν ήταν ακριβείς, σαφείς και επαρκείς, αλλά, τουναντίον, τούτες ήταν παραπλανητικές.

 

Στην βάση της πιο πάνω συμπεριφοράς της Εναγόμενης και της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε, η Ενάγουσα υπέγραψε τις επίδικες αιτήσεις (Τεκμήρια 32 και 35).  Κατά συνέπεια, με γνώμονα τις ανωτέρω σχετικές νομικές αρχές, η Εναγόμενη δεν νομιμοποιείται να επιζητεί την εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος λόγω καταχωρήσεων σε έγγραφα (estoppel by deed), καθότι, οι περιστάσεις υπό τις οποίες υπογράφηκαν οι επίδικες αιτήσεις, δικαιολογούσαν την άγνοια της Ενάγουσας αναφορικά με το περιεχόμενο των εν λόγω επίδικων αιτήσεων τις οποίες υπέγραψε, και, κατ’ επέκταση, η Ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει ότι η απόφαση της να συμβληθεί για απόκτηση των επίδικων αξιών ήταν, τουλάχιστον, το αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και ψυχικής πίεσης εκ μέρους της Εναγόμενης. Συνεπεία τούτων, και ως παρέμεινε αναντίλεκτο, το κεφάλαιο που η Ενάγουσα κατέβαλε για την αγορά των επίδικων αξιών, σχεδόν εκμηδενίστηκε, εφόσον τα ΜΑΚ τα οποία κατείχε μετατράπηκαν σε μετοχές, οι οποίες, κατά τις 30.7.2013, ήταν αξίας €0,01 έκαστη.

 

Ως αβίαστα προκύπτει από την μαρτυρία της Ενάγουσας, αλλά και στη βάση των δικογραφημένων αξιώσεων της, η όποια απαίτηση της για αποζημιώσεις, εδράζεται, στην ουσία, στην αρχή του restitutio in integrum, ως θεραπεία επιείκειας, η οποία αποδίδεται στις περιπτώσεις όπου μια σύμβαση κηρυχθεί άκυρη και δη στην απόδοση σε αυτήν του αρχικού κεφαλαίου που κατέβαλε για απόκτηση των επίδικων αξιών, αφαιρουμένων των τόκων που έλαβε, δηλαδή στην επαναφορά των διαδίκων στην κατάσταση που αυτοί βρίσκονταν πριν την συνομολόγηση των επίδικων συμβάσεων.

 

Σημειώνω εδώ ότι έχει προβληματίσει το Δικαστήριο κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος ακύρωσης της συμφωνίας με την οποία αποκτήθηκαν τα Χρεόγραφα. Κατ’ αρχάς, κρίνω ορθό να σημειώσω ότι, στη βάση των θέσεων αμφότερων των διαδίκων, ως τούτες προκύπτουν από την προσκομισθείσα μαρτυρία αλλά και τις δηλώσεις των συνηγόρων τους, σε ότι αφορά τα Χρεόγραφα η Ενάγουσα έχει λάβει κάθε προνοούμενο τόκο σε σχέση με αυτά, ως επίσης και το αρχικό κεφάλαιο που είχε καταβάλει για την απόκτηση τους, εφόσον τούτο χρησιμοποιήθηκε για την απόκτηση των ΜΑΚ. Ειδικότερα, η σχετική συμφωνία απόκτησης των χρεογράφων, ανεξάρτητα των συνθηκών υπό τις οποίες αυτή συνομολογήθηκε, τερματίστηκε κατά το έτος 2009, με το κεφάλαιο που είχε χρησιμοποιηθεί για την αγορά τους, να έχει χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση των ΜΑΚ. Επομένως, η συμφωνία στη βάση της οποίας η Ενάγουσα απέκτησε τα Χρεόγραφα, δεν υφίσταται σήμερα ώστε να προκύπτει ανάγκη για την εξέταση έκδοσης διακηρυκτικής απόφασης περί ακυρότητας της. Ούτε βεβαίως η Εναγόμενη προωθεί οποιαδήποτε ανταπαίτηση σε σχέση με τους τόκους που καταβλήθηκαν στην Ενάγουσα σε σχέση με τα Χρεόγραφα, ούτως ώστε να προέκυπτε η ανάγκη να εξεταζόταν η νομιμότητα ή μη της εν λόγω σύμβασης, κάτι που, εν πάση περιπτώσει, θα ήταν ανεπίτρεπτο στη βάση της απόφασης στην υπόθεση Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ v. Τράπεζα Κύπρου (2013) 1 ΑΑΔ 168, όπου επιβεβαιώθηκε η αδυναμία αμφισβήτησης της νομιμότητας μιας συναλλαγής μετά την εξόφληση ή την διευθέτηση της. Επομένως και στη βάση του ότι η Ενάγουσα δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε οικονομική ζημία ως κάτοχος των Χρεογράφων, η οποιαδήποτε απαίτηση της για απόδοση θεραπείας με την οποία επιζητούνται αποζημιώσεις σε σχέση με αυτά και/ή η ακύρωση της εν λόγω συμφωνίας, είναι άνευ αντικειμένου.

 

Στη βάση των όσων εξήγησα ανωτέρω, με ευκολία καταλήγω ότι η Ενάγουσα απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε ότι η επίδικη σύμβαση για απόκτηση των ΜΑΚ συνήφθη συνεπεία, τουλάχιστον, των ψευδών παραστάσεων και ψυχικής πίεσης εκ μέρους της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα η συναίνεση της Ενάγουσας κατά τη συνομολόγηση τούτης να μην ήταν ελεύθερη. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι η επίδικη σύμβαση να είναι ακυρώσιμη κατ’ επιλογή της Ενάγουσας και κατά συνέπεια δικαιολογείται η ακύρωση της στη βάση σχετικής διακηρυκτικής απόφασης.

 

Σημειώνω εδώ ότι η Ενάγουσα, ως προαναφέρθηκε, για την αγορά των επίδικων αξιών κατέβαλε το ποσό των €115.109, πλην όμως λάμβανε τόκους και συνεπώς τούτοι θα πρέπει να αφαιρεθούν από το πιο πάνω ποσό, ώστε να επανέλθουν τα μέρη στην αρχική τους θέση. Εντούτοις, ως έχω ήδη προαναφέρει, δεν έχει δοθεί μαρτυρία αναφορικά με το ακριβές ποσό των τόκων που έλαβε η Ενάγουσα στα πλαίσια των ΜΑΚ, ενώ τούτο δεν μπορεί να εξευρεθεί από το Δικαστήριο στη βάση μαθηματικών υπολογισμών, καθότι δεν προκύπτει από τη μαρτυρία που δόθηκε ποιο ήταν το ακριβές ποσοστό του επιτοκίου για την κάθε περίοδο τόκου, από την ημερομηνία απόκτησης των επίδικων ΜΑΚ μέχρι και την τελευταία ημερομηνία καταβολής τόκου (δεύτερο εξάμηνο του 2011). Θα ήταν καλύτερο εάν Ενάγουσα παρουσίαζε τέτοια μαρτυρία, όμως στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, το Δικαστήριο οφείλει να πράξει ό,τι καλύτερο ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, διασφαλίζοντας ότι δεν θα προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα του διαδίκου που δεν είναι υπαίτιος για την παράλειψη. 

 

Πέραν των πιο πάνω, η Ενάγουσα αξιώνει, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις ύψους €115.109 ένεκα παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος εκ μέρους της Εναγόμενης και ειδικότερα λόγω παράβασης από μέρους της του Ν. 144(1)/2007 και/ή των εκδιδόμενων στη βάση αυτού οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας[34].

 

Κατ’ αρχάς σημειώνω ότι αποτελεί βασική θέση της Εναγόμενης[35] ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν. 144(Ι)/2007, εφόσον η Εναγόμενη προχώρησε στην έκδοση των επίδικων αξιών (Χρεόγραφα και ΜΑΚ), ενεργώντας ως εκδότης αυτών. Επρόκειτο δηλαδή για δημόσια προσφορά, η οποία απευθυνόταν στο ευρύ επενδυτικό κοινό, και όχι μόνο σε επαγγελματίες επενδυτές, στη βάση του ενημερωτικού δελτίου που εξέδωσε η Εναγόμενη για την κάθε έκδοση των επίδικων αξιών, στη βάση του περί Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου[36]. Διέθετε δηλαδή τις επίδικες αξίες στην πρωτογενή αγορά, προτού αυτές εισαχθούν στην δευτερογενή αγορά[37]. Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί κοινώς αποδεκτό γεγονός, στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας η οποία δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και στη βάση των δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων, ότι το ενημερωτικό δελτίο, τόσο για την έκδοση των Χρεογράφων όσο και για την έκδοση των ΜΑΚ, έτυχε της έγκρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ως επόπτης) και ήταν διαθέσιμο στο κοινό, μέσω της ιστοσελίδας της Εναγόμενης, του ΧΑΚ του ΧΑ, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Cisco, ενώ ήταν επίσης διαθέσιμο σε έντυπη μορφή στα καταστήματα της Εναγόμενης. Επομένως, αποτελεί συναφή ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι η ίδια, αφ’ ης στιγμής εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της βάσει του Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου, δεν παρέβηκε οποιοδήποτε θεσμοθετημένο καθήκον της, με δεδομένη και τη θέση της ότι ο Ν.144(Ι)/2007 δεν εφαρμόζεται, και εναπόκειτο πλέον στην Ενάγουσα να διαβάσει τους όρους και το περιεχόμενο των εν λόγω ενημερωτικών δελτίων, τα οποία εμπεριείχαν όλες τις σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τους κινδύνους που ενείχαν οι επίδικες αξίες, πράγμα που δεν έπραξε, ως είναι, επίσης, κοινώς αποδεκτό.

 

Σε ότι αφορά τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης ότι στην παρούσα περίπτωση δεν εφαρμόζεται ο Ν. 144(Ι)/2007, ο οποίος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης του κυπριακού δικαίου με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2004/39/ΕΚ[38] (στο εξής «η οδηγία MiFID), σημειώνω ότι παρόμοιο ζήτημα, υπό διαφορετικά γεγονότα, αποφασίστηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-688/15 και C-109/16, Agnieska Anisimoviene κ.ά. v. Bankas "Snoras"AB, en liquidation κ.ά., ημερ. 22.03.18 (στο εξής «Bankas Snoras»). Στην εν λόγω υπόθεση, η θέση της Λιθουανικής κυβέρνησης ήταν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες όπως αυτές καθορίζονται στο τμήμα Α του Παραρτήματος 1 της οδηγίας MIFID Ι όταν διανέμει στο κοινό, περιλαμβανομένων των πελατών του, τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδει το ίδιο (στην πρωτογενή, δηλαδή, αγορά). Το ΔEE, δεν υιοθέτησε τη θέση της Λιθουανικής κυβέρνησης. Τουναντίον, έκρινε ότι παρέχεται η επενδυτική υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα συνομολογεί με πελάτες του συμβάσεις για την εγγραφή προς αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία το ίδιο εκδίδει. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ ανέφερε τα ακόλουθα στις σκέψεις 59-69 της απόφασής του:

«59

 Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το τμήμα A του παραρτήματος I της οδηγίας  MiFID, η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν παρέχει μια από τις υπηρεσίες και δεν ασκεί μια από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο τμήμα αυτό όταν διανέμει στο κοινό, περιλαμβανομένων των πελατών του, τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδει το ίδιο. Συγκεκριμένα, με τη δημόσια προσφορά των χρηματοπιστωτικών αυτών μέσων, το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα δεν ενεργεί ως ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, αλλά ως οποιαδήποτε εταιρία η οποία εκδίδει τίτλους.

 

60

 Ασφαλώς, όπως ισχυρίζεται η εν λόγω κυβέρνηση, η δημόσια προσφορά, από πιστωτικό ίδρυμα, των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία το ίδιο εκδίδει δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, «επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα», κατά την έννοια της οδηγίας MiFID, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I, τμήμα A, της οδηγίας αυτής.

 

61

Το γεγονός όμως ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα συνάπτει με τους πελάτες του συμβάσεις για την εγγραφή προς αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία το ίδιο εκδίδει συνεπάγεται, αντιθέτως, την παροχή τέτοιων επενδυτικών υπηρεσιών. Όπως ισχυρίζονται ο A. Raišelis και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η σύναψη από το πιστωτικό ίδρυμα τέτοιων συμβάσεων με τους πελάτες του για την εγγραφή προς αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων εμπίπτει, μεταξύ άλλων, στην «εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών», που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 2, της οδηγίας MiFID.

 

62

Συναφώς, η έννοια της εκτελέσεως εντολών «για λογαριασμό πελατών» πρέπει να θεωρείται ταυτόσημη με την εκτέλεση εντολών «για λογαριασμό πελατών» ο ορισμός της οποίας περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 5, της οδηγίας αυτής. Πράγματι, οι δύο αυτές έννοιες αφορούν προδήλως, στην οδηγία MiFID, μία και την αυτή υπηρεσία και, εξάλλου, η συντριπτική πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων της οδηγίας αυτής χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση τόσο στο παράρτημα όσο και στο άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας.

 

63

Πάντως, σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, η έννοια της «εκτελέσεως εντολών για λογαριασμό πελατών» υποδηλώνει το γεγονός της συνάψεως συμφωνιών αγοράς ή πωλήσεως ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών.

 

64

Δεν αμφισβητείται όμως ότι η σύμβαση για την εγγραφή προς αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων συνιστά σαφώς τέτοια συμφωνία. Όσον αφορά το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της υπηρεσίας «εκτελέσεως εντολών», η συμφωνία αυτή συνάπτεται «για λογαριασμό πελατών», παρατηρείται ότι, ασφαλώς, οι όροι αυτοί θα μπορούσαν, αορίστως, να υπονοούν ότι πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει την υπηρεσία αυτή σε πελάτη όταν ο ρόλος του κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής δεν περιορίζεται στον ρόλο ενδιάμεσου και είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας αυτής, ως εκδότης των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία επιθυμεί να αποκτήσει ο πελάτης.

 

65

Εντούτοις, οι ίδιοι αυτοί όροι πρέπει να ανατοποθετηθούν στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται. Συγκεκριμένα, η υπηρεσία εκτελέσεως εντολών «για λογαριασμό» πελατών πρέπει να τεθεί σε αντιδιαστολή προς τη δραστηριότητα διαπραγματεύσεως «για ίδιο λογαριασμό», την οποία αφορά το παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 3, της οδηγίας MiFID. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 6, της οδηγίας αυτής, η εν λόγω δραστηριότητα συνίσταται στη διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην ολοκλήρωση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

 

66

Επομένως, η οδηγία MiFID στηρίζεται στην αντιδιαστολή μεταξύ, αφενός, της συνάψεως συμφωνιών αγοράς ή πωλήσεως χρηματοπιστωτικών μέσων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων για ίδιον όφελος, έναντι ιδίων κεφαλαίων, και, αφετέρου, της συνάψεως τέτοιων συμφωνιών από τα εν λόγω ιδρύματα και επιχειρήσεις προς όφελος και έναντι των κεφαλαίων της πελατείας τους. Υπό το πρίσμα αυτό, συμφωνία τέτοιας φύσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι συνάπτεται από πιστωτικό ίδρυμα «για λογαριασμό» πελατών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 5, και του παραρτήματος I, τμήμα Α, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι ο πελάτης αντλεί όφελος από τη συμφωνία αυτή και χρησιμοποιεί τα κεφάλαιά του και μάλιστα ακόμη και όταν το εν λόγω ίδρυμα είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία αυτή ως εκδότης των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων.

 

67

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία MiFID. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 2, 5 και 44, στην παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών, στη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αποτελεσματικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του, καθώς και στη διασφάλιση της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.

 

68

Υπό το πρίσμα των σκοπών αυτών όμως, δεν ασκεί επιρροή το ζήτημα κατά πόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα που διανέμει με δημόσια προσφορά ένα πιστωτικό ίδρυμα έχουν εκδοθεί από τρίτες εταιρείες ή από το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα.

 

69

Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι η σύναψη εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος συμβάσεων με τους πελάτες του για την εγγραφή προς αγορά των νέων κινητών αξιών που θα εκδώσει το ίδρυμα αυτό συνιστά επενδυτική υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας MiFID. Κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις που αφορούν κεφάλαια τα οποία έχουν καταθέσει οι πελάτες αυτοί στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τις συμβάσεις αυτές καλύπτονται από τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 97/9»[39].

 

Στη βάση της πιο πάνω απόφασης του ΔΕΕ, καθίσταται πλέον σαφές ότι ναι μεν η δημόσια προσφορά, από πιστωτικό ίδρυμα, των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία το ίδιο εκδίδει, δεν αποτελεί, αυτήν καθ’ εαυτήν «επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα», κατά την έννοια της οδηγίας MiFID Ι, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I, τμήμα A, της οδηγίας αυτής, εντούτοις, όταν μία τράπεζα συνάπτει με πελάτη της συμβάσεις για εγγραφή προς αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία η ίδια εκδίδει, τούτο συνεπάγεται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, ως αυτές καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία MiFID Ι. Στη βάση επομένως των πιο πάνω, είναι ξεκάθαρο ότι εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ο Ν. 144(Ι)/2007.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, και με δεδομένη πλέον την εφαρμογή του Ν. 144(Ι)/2007 στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, θα πρέπει στη συνέχεια να αποδειχθεί σωρευτικά ότι: (1) η Εναγόμενη, στη βάση των περιστατικών που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, παρείχε τις συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες που επικαλείται η Ενάγουσα σε σχέση με τα πιο πάνω χρηματοοικονομικά μέσα, (2) κατά πόσο η Εναγόμενη παρέβηκε τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις της, ως αυτές απορρέουν από τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και (3) κατά πόσο, ένεκα της παράβασης αυτής, η Ενάγουσα υπέστη ζημία. Ειδικότερα, ο Ν. 144(1)/2017, ρητά προνοεί, στο άρθρο 143 αυτού, ότι οποιοσδήποτε ενεργεί κατά παράβαση του Νόμου και/ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και/ή του Κανονισμού 1287/06 ΕΚ, υποχρεούται να αποζημιώνει οποιονδήποτε υποστεί ζημιά ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, που τυχόν έχουν προκύψει λόγω ενέργειας ή παράλειψης του, κατά παράβαση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από τον ίδιο Νόμο και/ή τον πιο πάνω Κανονισμό[40].

 

Σημειώνω εδώ ότι από τα αποτελέσματα της έρευνας στην οποία έχω προβεί δεν εντόπισα κάποια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος εκ μέρους τράπεζας σε υποθέσεις αξιογράφων. Έχω όμως εντοπίσει διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις, από τις οποίες έχω αντλήσει σχετική καθοδήγηση[41].

 

Παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος

 

Ως έχει προαναφερθεί, ο Ν. 144(Ι)/ 2007 θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης του κυπριακού δικαίου με την οδηγία MIFID Ι. Ο πιο πάνω Νόμος προστατεύει τους επενδυτές και καθορίζει, μεταξύ άλλων, ποιες υπηρεσίες και δραστηριότητες θεωρούνται επενδυτικές, την παροχή των οποίων ρυθμίζει, οι οποίες αφορούν οποιαδήποτε από τα χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του εν λόγω Νόμου. Στα πιο πάνω χρηματοοικονομικά μέσα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι μεταβιβάσιμες κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς[42].

 

Αφότου τέθηκε σε ισχύ ο Ν.144(Ι)/2007, εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα, σχετική οδηγία για τις προϋποθέσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων από τις τράπεζες (βλ. Κ.Δ.Π. 557/2007), ως επίσης και η οδηγία για την επαγγελματική συμπεριφορά των τραπεζών κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων (βλ. Κ.Δ.Π. 558/2007).

 

Στο παρόν στάδιο, σημειώνω ότι, εν προκειμένω, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα Χρεόγραφα ως επίσης και τα ΜΑΚ, εντάσσονται στην έννοια των χρηματοοικονομικών μέσων, στη βάση του Μέρους ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του Ν. 144(Ι)/2007, εφόσον τούτα ανήκουν στην κατηγορία των μεταβιβάσιμων κινητών αξιών.

 

Στη βάση των ερμηνευτικών διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 144(Ι)/2007, «επενδυτικές υπηρεσίες» και «επενδυτικές δραστηριότητες» σημαίνουν οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες, αντίστοιχα, που καθορίζονται στο Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος, οι οποίες αφορούν οποιαδήποτε από τα χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος. Οι επενδυτικές υπηρεσίες διακρίνονται σε κύριες και παρεπόμενες. Κύριες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες είναι οι ακόλουθες[43]:

 

1.       Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα.

2.       Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών.

3.       Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό.

4.       Διαχείριση χαρτοφυλακίων.

5.       Παροχή επενδυτικών συμβουλών.

6.       Αναδοχή χρηματοοικονομικών μέσων ή και διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.

7.       Διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης.

8.       Λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης[44].

  

Οι τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, μεταξύ αυτών και η Εναγομένη, δύνανται να παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και/ή να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, οι οποίες αφορούν οποιαδήποτε από τα χρηματοοικονομικά μέσα που καθορίζονται στο Μέρος III του Τρίτου Παραρτήματος (βλ. άρθρο 118 του Ν. 144(Ι)/2007). 

 

Σημειώνω από αυτό το στάδιο ότι σε ότι αφορά την θέση της συνηγόρου της Ενάγουσας στην αγόρευση της ότι, εν προκειμένω, η Εναγόμενη παρείχε την επενδυτική υπηρεσία της διάθεσης χρηματοοικονομικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, τούτη δεν θα τύχει οποιασδήποτε εξέτασης από το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, εφόσον, στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της Ενάγουσας, δεν προκύπτει σχετική δικογράφηση ότι η Εναγόμενη παρείχε την εν λόγω επενδυτική υπηρεσία και ότι παρέβηκε αυτήν (βλ. Παναγή κ.ά. ν. Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145, όπου υποδείχθηκε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας απαιτούν με τη Δ.19 θ.13, την ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν την παράβαση νομίμων καθηκόντων (βλ. και Annual Practice 1958, Order 19 rule 15, σελ. 468-9)).

 

Λήψη και διαβίβαση εντολών

 

Η λήψη και η διαβίβαση εντολών σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα συνιστά, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 144(Ι)/2007, επενδυτική υπηρεσία και δραστηριότητα. Βάσει των όσων αναφέρονται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Δ΄  έκδοση, λήψη είναι η πράξη κατά την οποία λαμβάνει κανείς κάτι και διαβίβαση είναι η μεταβίβαση ή μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι η θέση της Εναγόμενης ότι δεν θα μπορούσε να διενεργεί την υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολής, εφόσον αυτή ήταν η εκδότης των επίδικων αξιών (ως αυτό διαφαίνεται και από τα Ενημερωτικά Δελτία των επίδικων εκδόσεων) και ο ρόλος της περιοριζόταν στην παραλαβή και/ή λήψη των εν λόγω αιτήσεων και όχι στην διαβίβαση αυτών σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, εφόσον δεν θα μπορούσε να τις διαβιβάσει στον εαυτό της (ως εκδότρια). Επομένως, είναι η θέση της ότι τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης λειτουργούσαν απλά ως ένα «κιβώτιο προσφορών», με τον ταμία να παραλαμβάνει τις επίδικες αιτήσεις, οι οποίες αφορούσαν την πρωτογενή και όχι την δευτερογενή αγορά, και να τις μεταφέρει στο αρμόδιο τμήμα της Εναγόμενης, ήτοι το τμήμα μετοχών και χρεογράφων, για σκοπούς διεκπεραίωσης.

 

Με κάθε σεβασμό προς την πιο πάνω θέση της Εναγόμενης, εν προκειμένω, προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη τόσο στις 29.7.2008 (Τεκμήριο 32) όσο και τις 29.5.2009 (Τεκμήριο 35), όχι μόνο παρέδωσε στην Ενάγουσα τις επίδικες αιτήσεις, αναφορικά με τις αντίστοιχες επίδικες αξίες, για υπογραφή, αλλά επίσης παρέλαβε τις εν λόγω αιτήσεις της για απόκτηση των Χρεογράφων και των ΜΑΚ, και ακολούθως τις διαβίβασε στο αρμόδιο τμήμα μετοχών και χρεογράφων για σκοπούς επεξεργασίας και έκδοσης των επίδικων αξιών[45]. Επομένως, στη βάση των ανωτέρω, η Εναγόμενη παρείχε την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών για απόκτηση χρηματοοικονομικών μέσων που καλύπτονται από το Ν. 144(Ι)/2007 και δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις των σχετικών κανονισμών (βλ. κανονισμό 17 της ΚΔΠ 558/2007).

 

Εκτέλεση Εντολής

 

Η εκτέλεση εντολής για λογαριασμό πελάτη σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα, συνιστά στη βάση των προνοιών του Ν. 144(Ι)/2007 επενδυτική υπηρεσία. Στη βάση της πιο πάνω απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση Bankas Snoras, η σύναψη, από το πιστωτικό ίδρυμα  με τους πελάτες του, συμβάσεων για την εγγραφή προς αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία το ίδιο εκδίδει, εμπίπτει, μεταξύ άλλων, στην «εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών», που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 2, της οδηγίας MiFID Ι. Επομένως, είναι σαφές ότι εν προκειμένω, η Εναγόμενη παρείχε την εν λόγω επενδυτική υπηρεσία στην Ενάγουσα για απόκτηση χρηματοοικονομικών μέσων που καλύπτονται από το Ν. 144(Ι)/2007.

 

Παροχή επενδυτικής συμβουλής

 

Η επενδυτική συμβουλή, όπως έχει ήδη επισημανθεί ανωτέρω, συνιστά κύρια επενδυτική υπηρεσία και δραστηριότητα (βλ. άρθρο 2 και Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος του Ν. 144(Ι)/2007). Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 2 του Ν. 144(Ι)/2007, επενδυτική συμβουλή σημαίνει:

 

«την παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα∙ για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, προσωπική σύσταση σημαίνει σύσταση που –

(α) Δίνεται σε ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή πιθανού πελάτη, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή πιθανού πελάτη,

(β) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για τον πελάτη ή βασίζεται στις ιδιαιτερότητες του πελάτη και συμβουλεύει τον πελάτη για τη διενέργεια ενός από τα ακόλουθα σύνολα ενεργειών:

(i)            αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου,

(ii)           άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοοικονομικού μέσου, αλλά δεν περιλαμβάνει σύσταση που εκδίδεται αποκλειστικά μέσω καναλιού επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό».

 

Η συμβουλή είναι η έκφραση γνώμης προκειμένου να βοηθήσει, να καθοδηγήσει (κάποιο άλλο πρόσωπο) σχετικά με το πώς είναι καλύτερο να πράξει (βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Δ΄  έκδοση). Διακρίνεται από την πληροφορία, πλην όμως η σχέση τους είναι άρρηκτα συνυφασμένη, καθότι, αφενός, περιεχόμενο της συμβουλής αποτελεί η παροχή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται στον πελάτη για να λάβει μία επενδυτική απόφαση, και, αφετέρου, η επεξεργασία και η αξιοποίηση των στοιχείων για υποβολή σύστασης σε σχέση με χρηματοοικονομικά μέσα. Η συμβουλή απαιτεί το στοιχείο της γνώμης από μέρους του συμβούλου. Πρόκειται για σύσταση διενέργειας κάποιας πράξης ή αποχή από κάποια πράξη και θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον του επενδυτή. Από την άλλη, η πληροφορία περιλαμβάνει δηλώσεις γεγονότων ή αριθμών και σε γενικές γραμμές την παροχή πληροφοριών χωρίς σχόλια. 

 

Η συμβουλή είναι η έκφραση γνώμης αναφορικά με μελλοντική ενέργεια, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τόσο τις πραγματικές συνθήκες, όσο και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του αποδέκτη της και να καταλήγει, με βάση αυτά, είτε σε μια προτροπή για την υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς, είτε στην αποτροπή από μια σχεδιαζόμενη ενέργεια, η οποία κατά τη γνώμη του παρέχοντος τη συμβουλή ανταποκρίνεται στο συμφέρον του αποδέκτη της (βλ. Σύγγραμμα «Η Ευθύνη της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από την παροχή επενδυτικών συμβουλών», Έκδοση 2003, Σ. Γεωργιάδη). Περαιτέρω, η παροχή συμβουλής θα πρέπει να συγκεντρώνει τα εχέγγυα της ορθότητας, πληρότητας, σαφήνειας και καταλληλότητας.

 

Είναι η θέση της Εναγόμενης ότι με τη διαδικασία της δημόσιας προσφοράς των επίδικων αξιών, η Εναγόμενη δεν θα μπορούσε να παρέχει και δεν παρείχε επενδυτική συμβουλή στην Ενάγουσα. Ως προς το πρώτο σκέλος της θέσης αυτής της Εναγόμενης, δεν διαφωνώ. Εντούτοις, εν προκειμένω, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, ο λειτουργός του συγκεκριμένου υποκαταστήματος (ο Σαββίδης), με το οποίο συνεργάζετο η Ενάγουσα, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο αναφορικά με την απόκτηση των επίδικων αξιών από τη Ενάγουσα, τόσο κατά το έτος 2008, όσο και το 2009, αφού είναι στην βάση των σχετικών παραστάσεων, παροτρύνσεων, προτροπών, συμβουλών και τοποθετήσεων του Σαββίδη (ως αυτές αναπτύχθηκαν ανωτέρω[46] και δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναλάβω) που η Ενάγουσα αγόρασε και απέκτησε τις επίδικες αξίες, χωρίς η ίδια να έχει οποιαδήποτε γνώση για τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα και χωρίς, προηγουμένως, να έχει οποιαδήποτε πρόθεση να αγοράσει τούτα.

 

Προκύπτει δε από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη δεν περιορίστηκε μόνο στην παροχή πληροφοριών αναφορικά με τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα, οι οποίες πληροφορίες δεν συνιστούν επενδυτική υπηρεσία, αλλά εξέφρασε και σχετική γνώμη και συνέστησε στην Ενάγουσα την αγορά των επίδικων χρηματοοικονομικών μέσων, παρουσιάζοντας τα ως κατάλληλα και συμφέροντα για αυτήν, συμβουλεύοντας την να σπεύσει να τα αποκτήσει. Της παρουσίασε, επίσης, τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα, ως ασφαλή, ενώ περαιτέρω της δήλωσε ότι πρόκειται για ένα καλό σχέδιο και ότι ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εναγόμενης το είχε επίσης υιοθετήσει. Προκύπτει επομένως, από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, ότι και στις δύο περιπτώσεις, η Εναγόμενη δεν περιορίστηκε στην παροχή πληροφοριών οι οποίες δεν συνιστούν επενδυτική υπηρεσία. Στη βάση όλων των γεγονότων, είναι εμφανές ότι η Εναγόμενη, μέσω του Σαββίδη, εξέφρασε γνώμη και συνέστησε στην Ενάγουσα την αγορά των πιο πάνω χρηματοοικονομικών μέσων. Επομένως, η Εναγόμενη παρείχε στην Ενάγουσα την επενδυτική υπηρεσία και δραστηριότητα της παροχής επενδυτικής συμβουλής σε σχέση με τα πιο πάνω χρηματοοικονομικά μέσα.

 

Η Εναγομένη, πράγματι, ήταν εκδότης των δύο πιο πάνω εκδόσεων των επίδικων αξιών, τις οποίες διέθετε στην πρωτογενή αγορά με δημόσια προσφορά, πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, παρείχε και τις επενδυτικές υπηρεσίες (α) της λήψης και διαβίβασης εντολών σε σχέση με χρηματοοικονομικά μέσα, (β) της εκτέλεσης εντολής για λογαριασμό πελάτη και (γ) της παροχής επενδυτικής συμβουλής

 

Έχοντας, ανωτέρω, διαπιστώσει ότι η Εναγόμενη, εν προκειμένω, παρείχε τις πιο πάνω επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα (όπως αυτά καθορίζονται στο Ν. 144(Ι)/2007), θα πρέπει ακολούθως να εξεταστεί κατά πόσο αυτή παραβίασε τις υποχρεώσεις της ως αυτές απορρέουν στον εν λόγω Νόμο. 

 

Βάσει των όσων προνοούνται στα άρθρα 118 και 120 του Ν. 144(Ι)/2007, ο πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών (εδώ η Εναγόμενη), οφείλει όταν παρέχει επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες, σε σχέση με χρηματοοικονομικά μέσα, να συμμορφώνεται, μεταξύ άλλων, και με τις διατάξεις του άρθρου 36 του εν λόγω Νόμου, δηλαδή οφείλει να προβαίνει, αλλά ταυτόχρονα να απέχει, από συγκεκριμένες ενέργειες. 

 

Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι με την πώληση των επίδικων αξιών, η Εναγόμενη αποκόμιζε όφελος, αφού αυξανόταν η κεφαλαιουχική της επάρκεια. Στη βάση του άρθρου 120 του Ν. 144(Ι)/2007, οι διατάξεις για την προστασία των επενδυτών, όπως καθορίζονται στο άρθρο 36 του εν λόγω Νόμου, εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στις τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας όπως περιγράφεται πιο πάνω (βλ. άρθρο 120 του Ν. 144(Ι)/2007). Το άρθρο 36 του Ν. 144(Ι)/2007, προνοεί τα εξής:

 

«36. Η ΚΕΠΕΥ οφείλει, κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπομένων υπηρεσιών σε πελάτες, να ενεργεί δίκαια, με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της και να συμμορφώνεται ιδίως με τις κατωτέρω αρχές:

(α) Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από ΚΕΠΕΥ σε πελάτες ή πιθανούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές· οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες·

(β)   η ΚΕΠΕΥ οφείλει να παρέχει στους πελάτες ή στους πιθανούς της πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή σχετικά με:

(i)     Την ΚΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, 

(ii)    τα  χρηματοοικονομικά  μέσα  και  τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, περιλαμβανομένων κατάλληλης καθοδήγησης και προειδοποιήσεων σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, 

(iii)    τους τόπους εκτέλεσης,

(iv)   το κόστος και άλλες συνδεόμενες επιβαρύνσεις, ώστε να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προτεινόμενου χρηματοοικονομικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις με επίγνωση· οι πληροφορίες αυτές δύνανται να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή·

(γ) η ΚΕΠΕΥ οφείλει, όταν παρέχει επενδυτικές συμβουλές ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια πελατών, να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του πελάτη ή του πιθανού πελάτη στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο χρηματοοικονομικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με την οικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς του στόχους ώστε να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοοικονομικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του·

(δ) η ΚΕΠΕΥ οφείλει, όταν παρέχει άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των προβλεπομένων στην παράγραφο (γ), να ζητεί από τον πελάτη ή τον πιθανό πελάτη να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοοικονομικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορεί η ΚΕΠΕΥ να εκτιμήσει κατά πόσο η προτεινόμενη επενδυτική υπηρεσία ή χρηματοοικονομικό μέσο είναι συμβατό με αυτόν· εφόσον η ΚΕΠΕΥ κρίνει, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ότι η επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοοικονομικό μέσο δεν είναι συμβατό με τον πελάτη ή τον πιθανό πελάτη, οφείλει να τον προειδοποιήσει περί τούτου, η δε γνωστοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή· αν ο πελάτης ή ο πιθανός πελάτης δεν παράσχει τις πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του, ή παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να τον προειδοποιήσει ότι η παράλειψή του αυτή δεν της επιτρέπει να κρίνει κατά πόσο η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το σκοπούμενο χρηματοοικονομικό μέσο είναι συμβατό με αυτόν· η γνωστοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.»[47] 

 

Η πληροφόρηση πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι ακριβής και να δίνει έμφαση σε πιθανά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή ένα χρηματοοικονομικό μέσο, χωρίς να παρέχει παράλληλα μια δίκαιη και εμφανή ένδειξη για κάθε σχετικό κίνδυνο. Πρέπει δε να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από ένα μέσο μέλος της ομάδας του κοινού στο οποίο απευθύνεται ή από το οποίο είναι πιθανό να ληφθεί, ως επίσης η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, υποβαθμίζει ή συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις (βλ. άρθρο 6(1)(2)(α) έως 6(1)(2)(δ) της Κ.Δ.Π. 558/2007).  

 

Αναφορικά δε με τις πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα, η τράπεζα παρέχει, σε υφιστάμενους και πιθανούς πελάτες, γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων των χρηματοοικονομικών μέσων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία πελάτη. Η δε περιγραφή πρέπει να εξηγεί την φύση του σχετικού είδους χρηματοοικονομικού μέσου και τους ειδικούς κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις βασισμένες σε σωστή ενημέρωση. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του σχετικού χρηματοοικονομικού μέσου και την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, στοιχεία:

 

«(α)  τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος του χρηματοοικονομικού μέσου, με επεξηγήσεις για τη σχετική μόχλευση (leverage) και τα αποτελέσματά της, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης·

(β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου και τυχόν περιορισμούς στη διαθέσιμη αγορά για αυτό το μέσο· .»[48] 

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση της καταλληλότητας των υφιστάμενων ή πιθανών πελατών από την τράπεζα, το άρθρο 14 της Κ.Δ.Π. 558/2007 προνοεί τα εξής:

 

«Η τράπεζα λαμβάνει από τους υφιστάμενους ή πιθανούς πελάτες τέτοιες πληροφορίες που της είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης υπηρεσίας, ότι η κάθε συγκεκριμένη συναλλαγή που διενεργείται στο πλαίσιο παροχής της υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή που συστήνεται στο πλαίσιο παροχής της υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη·

(β) είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να μπορεί οικονομικά να επωμισθεί το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου συμβατού με τους επενδυτικούς του στόχους·

(γ) είναι τέτοια ώστε ο πελάτης, με την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις που διαθέτει, να μπορεί να κατανοήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. [...]»

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση της συμβατότητας των υφιστάμενων ή πιθανών πελατών από την τράπεζα, το άρθρο 15 της Κ.Δ.Π. 558/2007 προνοεί τα εξής:

 

«15. Η τράπεζα όταν αξιολογεί κατά πόσο μια επενδυτική υπηρεσία άλλη από την διαχείριση χαρτοφυλακίων πελατών ή την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 36(1)(δ) του Νόμου, συμβατή για έναν πελάτη, προσδιορίζει αν ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με το προσφερόμενο ή ζητούμενο επενδυτικό προϊόν ή υπηρεσία. […]»

 

Βάσει των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, η Εναγόμενη παρουσίασε στην Ενάγουσα της επίδικες αξίες ως ασφαλή καταθετικά προϊόντα, τα οποία ήταν ευνοϊκά και συμφέροντα για την ίδια, πράγμα που δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα αφού επρόκειτο για χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία ενείχαν κινδύνους, μεταξύ άλλων, την απώλεια του κεφαλαίου της Ενάγουσας. Οι εν λόγω αναφορές της προς την Ενάγουσα όχι μόνο δεν ήταν ακριβείς, σαφείς και επαρκείς, αλλά ήταν και παραπλανητικές, αφού η Εναγόμενη (μέσω του Σαββίδη) όχι μόνο απέκρυψε το σημαντικό στοιχείο των κινδύνων των επίδικων αξιών, αλλά τα παρουσίασε και ως ασφαλή προϊόντα, αφήνοντας να νοηθεί ότι αποτελούσαν καταθετικά σχέδια. Ως εκ τούτου, η Εναγόμενη ενήργησε κατά παράβαση των υποχρεώσεων της όπως καθορίζονται στο άρθρο 36(1)(α) του Ν. 144(Ι)/2007.  

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, η Εναγόμενη δεν παρείχε στην Ενάγουσα κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που της προώθησε, περιλαμβανομένων κατάλληλης καθοδήγησης και προειδοποιήσεων σχετικά με τους κινδύνους που υπήρχαν από την απόκτηση τους, ώστε αυτή να είναι σε θέση να κατανοήσει τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προτεινόμενου χρηματοοικονομικού μέσου και ως εκ τούτου να είναι σε θέση να λάβει επενδυτικές αποφάσεις με πλήρη επίγνωση. Επομένως, η Εναγόμενη παραβίασε τις υποχρεώσεις της όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 36(1)(β)(ii) του Ν. 144(Ι)/2007

 

Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, όταν η Εναγόμενη παρείχε επενδυτικές συμβουλές στην Ενάγουσα, παρέλειψε να αντλήσει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα αυτής σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα, καθώς και σε σχέση με την οικονομική της κατάσταση και τους επενδυτικούς της στόχους, ώστε να είναι σε θέση να της συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά μέσα που ήταν κατάλληλα στην περίπτωση της, δηλαδή παρέλειψε να διενεργήσει έλεγχο καταλληλότητας στην Ενάγουσα. Ως εκ τούτου, η Εναγόμενη ενήργησε κατά παράβαση των υποχρεώσεων της όπως καθορίζονται στο άρθρο 36(1)(γ) του Ν. 144(Ι)/2007.  

 

Επίσης, η Εναγόμενη, κατά την παροχή των λοιπών πιο πάνω επενδυτικών υπηρεσιών, δεν ζήτησε από την Ενάγουσα να δώσει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα της στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τα συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά μέσα, ώστε να μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσο τούτα είναι συμβατά με αυτήν, δηλαδή παρέλειψε να διενεργήσει στην Ενάγουσα έλεγχο συμβατότητας. Επομένως, η Εναγόμενη παραβίασε τις υποχρεώσεις της όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 36(1)(δ) του Ν. 144(Ι)/2007

 

Πέραν των πιο πάνω, η Εναγόμενη παρέλειψε να εφαρμόσει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωση της με τις υποχρεώσεις της δυνάμει του Ν. 144(Ι)/2007 και των, δυνάμει αυτού, εκδιδομένων οδηγιών, ως είχε υποχρέωση, βάσει του άρθρου 18(2) του Ν. 144(Ι)/2007, τόσο σε σχέση με την προώθηση των Χρεογράφων όσο και των ΜΑΚ. Το γεγονός ότι σε σχέση με την έκδοση τόσο των Χρεογράφων όσο και των ΜΑΚ, προέβηκε σε ενημέρωση και οδηγίες προς τους υπαλλήλους και διευθυντές των υποκαταστημάτων ότι δεν θα έπρεπε να παρέχουν οποιαδήποτε συμβουλή σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα και ότι αν οι πελάτες χρειάζοντο εξειδικευμένες πληροφορίες, θα έπρεπε τούτοι να παραπέμπονταν στα αρμόδια τμήματα του Private Banking, του Treasury και την Cisco[49], δεν είναι ικανά για να καταδείξουν καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι η Εναγόμενη εφάρμοσε τέτοιες διαδικασίες για να εξασφαλίσει επαρκώς τη συμμόρφωση της σε σχέση με τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από τον εν λόγω Νόμο. Τουναντίον, από τη μία η Εναγόμενη απέστειλε τις εν λόγω οδηγίες στους υπαλλήλους της και από την άλλη οι τελευταίοι παρουσίαζαν στην Ενάγουσα τις επίδικες αξίες κατά τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω. Σημειώνω εδώ ότι σε ότι αφορά την Εγκύκλιο (Τεκμήριο 42), και τα εκεί διαλαμβανόμενα, περί ύπαρξης τηλεφωνικού κέντρου για οποιεσδήποτε απορίες είχαν οι πελάτες σε σχέση με τις επίδικες αξίες, τούτη ουδόλως λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αυτή φέρει ημερομηνία κατά το έτος 2011 και αφορά την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) και όχι τις επίδικες αξίες.

 

Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, τα άρθρα 29 και 120 του Ν. 144(Ι)/2007 ρητά προβλέπουν ότι η τράπεζα «οφείλει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτής της ιδίας, [...] και των πελατών της,[…], κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών». Σε σχέση με τη σύγκρουση συμφέροντος, ο κανονισμός 22 της Κ.Δ.Π. 557/2007, ρητά προνοεί ότι η τράπεζα οφείλει να εξακριβώνει κατ' ελάχιστον, εάν η τράπεζα ή αρμόδιο πρόσωπο ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με αυτήν, ως αποτέλεσμα της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, είναι πιθανό να αποκομίσει οικονομικό κέρδος ή να αποφύγει οικονομική ζημιά σε βάρος του πελάτη. Στην προκείμενη περίπτωση, υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της Εναγόμενης και της Ενάγουσας. Και αυτό διότι, από τη μία η Εναγόμενη είχε ίδιον όφελος και επιθυμούσε να προωθήσει τις επίδικες αξίες που η ίδια είχε εκδώσει, με σκοπό την αύξηση της κεφαλαιουχικής της επάρκειας, ενώ από την άλλη, ενήργησε ως πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών, προωθώντας τις επίδικες αξίες στην Ενάγουσα, χωρίς να λάβει υπόψην της το συμφέρον της τελευταίας, τις προσωπικές της συνθήκες και τους επενδυτικούς της στόχους. Κάτι, που εν πάση περιπτώσει, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν έπραξε και γενικότερα παρέβηκε τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις της, όπως λεπτομερώς εξηγείται ανωτέρω.

 

Επομένως, η Εναγόμενη δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της όπως αυτές καθορίζονται στο Ν. 144(Ι)/2007, για όλους τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω και δεν κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν εκ νέου.

 

Οι παραπλανητικές δηλώσεις, παραστάσεις, προτροπές και συμβουλές της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα, αναφορικά με τις επίδικες αξίες, ήταν ουσιώδεις και επηρέασαν την κρίση της τελευταίας αναφορικά με την απόκτηση των εν λόγω επίδικων αξιών, με αποτέλεσμα η όποια συναίνεση της Ενάγουσας για την απόκτηση τούτων να παρασχέθηκε συνεπεία και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω δηλώσεων, παραλείψεων, παροτρύνσεων και συμβουλών εκ μέρους της Εναγομένης. Στην περίπτωση που η τελευταία συμμορφωνόταν με τις υποχρεώσεις της, όπως αυτές καθορίζονται στο Ν. 144(Ι)/2007 και στους κανονισμούς και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, πληροφορούσε κατάλληλα την Ενάγουσα για τους κινδύνους που ελλόχευαν από την αγορά/ απόκτηση των επίδικων αξιών, η τελευταία δεν θα προχωρούσε στην απόκτηση τους, εάν γνώριζε ότι ελλόχευε ο κίνδυνος να μειωθεί η αξία των χρημάτων της.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Ενάγουσα, δεν θα διακινδύνευε να απωλέσει τους κόπους μιας ζωής, εάν τύγχανε σχετικής ενημέρωσης.  

 

Στη συνέχεια, θα εξεταστεί κατά πόσο η Ενάγουσα υπέστη οποιαδήποτε ζημιά συνεπεία της παράβασης των πιο πάνω θεσμοθετημένων καθηκόντων της Εναγόμενης. Όπως έχει προαναφερθεί, στη βάση του άρθρου 143 του Ν. 144(Ι)/2007 οποιοσδήποτε ενεργεί κατά παράβαση του εν λόγω Νόμου ή και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ.1287/06 υποχρεούται να αποζημιώνει οποιονδήποτε υποστεί ζημιά ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο που τυχόν έχουν προκύψει λόγω ενέργειας ή παράλειψης του κατά παράβαση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από το Νόμο ή και τις πιο πάνω οδηγίες και Κανονισμό.

 

Ξεκινώντας, χρονικά, με τις επενδυτικές υπηρεσίας που παρείχε η Εναγόμενη, προχωρώ να εξετάσω κατωτέρω, κατά πόσο η Ενάγουσα υπέστη ζημία λόγω της παράβασης από την Εναγόμενη των υποχρεώσεων της στη βάση του Ν. 144(Ι)/2007 κατά την παροχή, προς την Ενάγουσα, της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής, της πρώτης, δηλαδή, χρονικά, επενδυτικής υπηρεσίας που παρείχε η Εναγόμενη, αφού τα σχετικά με αυτή γεγονότα προηγούνται της λήψης και διαβίβασης από την Εναγόμενη της εντολής της και της μετέπειτα εκτέλεσης της.

 

Εν προκειμένω, ως έχει περιγραφεί ανωτέρω, η Ενάγουσα υπέγραψε την αίτηση ημερ. 29.7.2008 (βλ. Τεκμήριο 32) και απέκτησε Χρεόγραφα για το συνολικό ποσό των €115.109, και ακολούθως, υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν ανωτέρω, υπέγραψε την αίτηση ημερ. 29.5.2009 (Τεκμήριο 35) στη βάση της οποίας τα Χρεόγραφα που κατείχε μετατράπηκαν σε ΜΑΚ. Τούτα δε τα ΜΑΚ, στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας, και δη στη βάση του Τεκμηρίου 37[50], μετατράπηκαν σε μετοχές, η ονομαστική αξία των οποίων, κατά τις 30.7.2013, ανερχόταν σε €0,01 έκαστη (ήτοι συνολικής αξίας €1.151,09 (115.109 μετοχές επί (Χ) €0,01 έκαστη), με αποτέλεσμα η Ενάγουσα, ως είναι κοινώς αποδεκτό[51], να υποστεί ζημία, εφόσον το κεφάλαιο της ουσιαστικά σχεδόν εκμηδενίστηκε (εφόσον απώλεσε το ποσό των €113.957,91 (το οποίο προκύπτει ως εξής: €115.109 (αρχικό κεφάλαιο) μείον - €1.151,09 = €113.957,91).

 

Η Εναγόμενη παρέβηκε τις πιο πάνω θεσμοθετημένες υποχρεώσεις της με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να υποστεί την ανωτέρω ζημία αφού δεν θα προέβαινε σε κατάρτιση των πιο πάνω συμφωνιών στην περίπτωση που τύγχανε προειδοποίησης για τους κινδύνους που συνδέονται με τα πιο πάνω χρηματοοικονομικά μέσα και δεν θα διακινδύνευε να μειωθεί η αξία των χρημάτων που κατέβαλε. 

 

Αποτελεί θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης[52] ότι η μετατροπή των ΜΑΚ σε μετοχές και κατ’ επέκταση η κατ’ ισχυρισμόν ζημία της Ενάγουσας, έχει προκύψει ένεκα του απρόβλεπτου γεγονότος της έκδοσης του περί Διάσωσης με ίδια μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διατάγματος του 2013, ΚΔΠ 103/2013 και του περί Διάσωσης με ίδια μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Διατάγματος του 2013, στη βάση του οποίου τα αξιόγραφα εκμηδενίστηκαν και μετατράπηκαν σε μετοχές[53], και όχι ένεκα οποιωνδήποτε κατ’ ισχυρισμόν πράξεων ή παραλείψεων εκ μέρους της Εναγόμενης, γεγονός που διακόπτει την αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οποιασδήποτε κατ’ ισχυρισμόν παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος και/ή ψευδούς παράστασης και/ή ψυχικής πίεσης εκ μέρους της Εναγόμενης και της ζημίας της Ενάγουσας. Με κάθε σεβασμό προς την πιο πάνω θέση, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η θέση ότι η έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων έχει ως αποτέλεσμα να σπάσει η αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιάς της Ενάγουσας και της όποιας παράβασης εκ μέρους της Εναγόμενης, θα είχε τη σημασία της, αν η επίδικη σύμβαση για απόκτηση των ΜΑΚ[54] θεωρείτο έγκυρη κατά το χρόνο έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων. Εντούτοις, η επίδικη σύμβαση για απόκτηση των ΜΑΚ κατέστη ακυρώσιμη, για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω και δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, κατά το χρόνο συνομολόγησης της, ενώ περαιτέρω, υπήρχε και η παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος εκ μέρους της τελευταίας, κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής, η οποία επίσης έλαβε χώρα κατά το 2009, ήτοι κατά το χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, και όχι κατά το χρόνο εφαρμογής των πιο πάνω διαταγμάτων, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της ματαίωσης της σύμβασης (frustration).

 

Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το στάδιο ότι σε ότι αφορά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών της «λήψης και διαβίβασης εντολής» και της «εκτέλεσης εντολής για λογαριασμό πελάτη», δεν προκύπτει να προκλήθηκε οποιαδήποτε ζημία στην Ενάγουσα, ένεκα της παράβασης των υποχρεώσεων της Εναγόμενης, ως αυτές απορρέουν από το Ν. 144(Ι)/2007. Και εξηγώ. Αφότου η Ενάγουσα έλαβε την επενδυτική συμβουλή από την Εναγόμενη και υπέβαλε πλέον την αίτηση για τις επίδικες αξίες (Χρεόγραφα και ΜΑΚ), η εν λόγω αίτηση για έκαστη αξία ήταν ανέκκλητη. Συναφώς, ακόμη και αν κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας της «λήψης και διαβίβασης» ή της «εκτέλεσης εντολής», η Εναγόμενη ενεργούσε σε πλήρη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της, ως αυτές απορρέουν από το Ν. 144(Ι)/2007, και, μεταξύ άλλων, διενεργούσε έλεγχο συμβατότητας[55] στην Ενάγουσα, δεν ενεργούσε σε σύγκρουση συμφέροντος, κτλπ, αφ’ ης στιγμής η αίτηση της Ενάγουσας αναφορικά με τις επίδικες αξίες είχε ήδη υποβληθεί στο ταμείο της Εναγόμενης, κατόπιν των δηλώσεων, προτροπών, παραστάσεων και συμβουλών της Εναγόμενης, τούτη ήταν ανέκκλητη, και επομένως, η συμμόρφωση της Εναγόμενης με τις πρόνοιες του Ν. 144(Ι)/2007 κατά την παροχή των εν λόγω επενδυτικών υπηρεσιών (της λήψης και διαβίβασης και εκτέλεσης εντολής), δεν θα αναιρούσε το γεγονός ότι η αίτηση για τις επίδικες αξίες είχε ήδη υποβληθεί και δεν μπορούσε πλέον να αναιρεθεί/ επιστραφεί.

 

Εν κατακλείδι, στη βάση των όσων εξήγησα ανωτέρω, η Ενάγουσα έχει επιτύχει να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι υπέστη ζημιά, λόγω της παράβασης του θεσμοθετημένου καθήκοντος της Εναγόμενης, κατά την παροχή προς την Ενάγουσα της επενδυτικής υπηρεσίας της επενδυτικής συμβουλής, για το πιο πάνω ποσό των €113.957,91.

 

Έχει, εν προκειμένω, απασχολήσει το Δικαστήριο κατά πόσο θα πρέπει να αποδοθεί στην Ενάγουσα το πιο πάνω ποσό των €113.957,91, ή αν θα πρέπει να της αποδοθεί το ποσό των €115.109 που ήταν το αρχικό κεφάλαιο που αυτή κατέβαλε για απόκτηση των επίδικων ΜΑΚ, αφαιρουμένων των τόκων που έλαβε.

 

Σημειώνω εδώ ότι προκύπτει αβίαστα από την μαρτυρία της Ενάγουσας αλλά και το δικόγραφο της, ότι η όποια απαίτηση της για αποζημιώσεις, εδράζεται, στην ουσία, στην αρχή της αποκατάστασης (restitutio in integrum), ως θεραπεία επιείκειας, που αποδίδεται στις περιπτώσεις όπου μια σύμβαση κηρυχθεί άκυρη και δη στην απόδοση σε αυτήν του αρχικού κεφαλαίου που κατέβαλε για απόκτηση των ΜΑΚ, αφαιρουμένων των τόκων που στο μεταξύ αυτή έλαβε. 

 

Τέλος, με δεδομένο ότι εκείνο που ουσιαστικά επιζητεί η Ενάγουσα είναι η επαναφορά των διαδίκων στην κατάσταση που ήταν πριν την συνομολόγηση της επίδικης σύμβασης απόκτησης των ΜΑΚ και δεν επεκτείνεται σε οποιαδήποτε αξίωση θεραπείας για παράβαση συμφωνίας, αλλά ούτε και επιζητεί οποιουσδήποτε τόκους και/ή κέρδη θα λάμβανε αν η επίδικη σύμβαση των ΜΑΚ εκτελείτο κανονικά, η θέση που προβάλλει η Εναγόμενη περί του ότι η Ενάγουσα προώθησε, μέσω της μαρτυρίας της, διαζευκτικούς ισχυρισμούς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, και με δεδομένο ότι η επίδικη σύμβαση των ΜΑΚ κρίθηκε άκυρη λόγω, τουλάχιστον, ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης εκ μέρους της Εναγόμενης, κρίνω ότι είναι ορθότερο και δίκαιο όπως το ποσό που επιδικαστεί προς όφελος της Ενάγουσας είναι το ποσό το οποίο κατέβαλε για την απόκτηση των επίδικων ΜΑΚ, αφαιρουμένων των τόκων που αυτή έλαβε κατά το χρόνο που κατείχε τούτα.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων των όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, δυνάμει της οποίας:

 

(1)  η σύμβαση απόκτησης των επίδικων ΜΑΚ κηρύσσεται άκυρη,

(2)  η Εναγόμενη οφείλει στην Ενάγουσα το ποσό των €115.109 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, από το οποίο ποσό να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό τόκων που η Ενάγουσα έλαβε καθ’ όν χρόνο αυτή ήταν κάτοχος των επίδικων ΜΑΚ, και

(3)  η Ενάγουσα, εντός 30 ημερών από τη λήψη της πιο πάνω επιδικασθείσας υπέρ της αποζημίωσης (αφαιρουμένων των τόκων που έλαβε) να μεταβιβάσει και/ή εγγράψει στην Εναγόμενη και/ή μεριμνήσει ώστε η τελευταία να καταστεί δικαιούχος και/ή ιδιοκτήτης των όποιων τυχόν αξιών και/ή μετοχών κατέχει σήμερα η Ενάγουσα, οι οποίες αποτελούν απόρροια των επίδικων ΜΑΚ.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο για να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα και ως εκ τούτου επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπογρ)………………..………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Βλ. πρακτικό Δικαστηρίου ημερ. 27.5.2022.

[2] Βλ. Έκθεση Απαίτησης και Απάντηση στην Υπεράσπιση.

[3] Το οποίο θα ήταν ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου συν περιθώριο 2%.

[4] Βλ. Τεκμήριο 3.

[5] Ήτοι 21.5.2008 – Βλ. Τεκμήριο 5.

[6] Βλ. Τεκμήριο 10.

[7] Το οποίο θα ήταν ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου συν περιθώριο 2%.

[8] Βλ. παράγραφο 15(α) έως 15(θ) της Έκθεσης Απαίτησης.

[9] Με ειδικότερη αναφορά στην παράβαση των άρθρων 18(2)(1), 29, 36(1), 36(1)(α)-(δ) και 52 του Ν. 144(Ι)/2007.

[10] Κάποια από τα εν λόγω τεκμήρια, αφορούν την έκδοση των Μετατρέψιμων Χρεογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ), όπως π.χ, μεταξύ άλλων, τα Τεκμήρια 15, 16 και το Τεκμήριο 42, η οποία έκδοση δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση και ως εκ τούτου δεν θα ληφθούν υπόψη.

[11] Εφόσον, όπως ανέφερε η Ενάγουσα κατά τη μαρτυρία της, προηγουμένως τούτοι βρίσκονταν στο κατάστημα της Εναγόμενης στον Άγιο Δομέτιο που βρισκόταν κοντά στη δουλειά του συζύγου της, εφόσον αυτός τους διαχειριζόταν όπως και όλα τα οικονομικά και τραπεζικά της οικογένειας.

[12] Το ανωτέρω αναφερόμενο γραμμάτιο.

[13] Βλ. παράγραφο 6 της Γραπτής Δήλωσης της Ενάγουσας (Έγγραφο Α).

[14] Βλ. παράγραφο 7 της Γραπτής Δήλωσης της Ενάγουσας (Έγγραφο Α).

[15] 7,5% ετησίως.

[16] Βλ .παράγραφο 13 Γραπτής Δήλωσης της Ενάγουσας (Έγγραφο Α).

[17] Βλ. παράγραφο 14 της Γραπτής Δήλωσης της Ενάγουσας (Έγγραφο Α).

[18] Ήτοι τα Τεκμήρια 3-6 αναφορικά με την έκδοση των Χρεογράφων και το Τεκμήριο 10 αναφορικά με την έκδοση των ΜΑΚ.

[19] Τεκμήρια 3-6 και Τεκμήριο 10.

[20] Δεν ήταν δηλαδή ήδη διαπραγματεύσιμες αξίες στη δευτερογενή αγορά, αλλά πρόκειτο να εκδοθούν μετά τη λήξη της περιόδου αποδοχής έκαστης έκδοσης και ακολούθως να εισαχθούν στην δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά.

[21] Η οποία ήταν ο επόπτης.

[22] Η οποία ήταν η ανάδοχος.

[23] Όπως ήταν εν προκειμένω και η Ενάγουσα.

[24] Η οποία αντεξεταζόμενη συμφώνησε ότι το Τεκμήριο 32 δεν ήταν η προτυπωμένη αίτηση που αποστέλλετο στους κατόχους μετοχών στις διευθύνσεις τους.

[25] Βλ. Τεκμήριο 29.

[26] Βλ. Τεκμήρια 3-6 για τα Χρεόγραφα και Τεκμήριο 10 για τα ΜΑΚ.

[27] Βλ. Τεκμήριο 43.

[28] Ήτοι την εμπρόθεσμη κατάθεση Τεκμήριο 29.

[29] Η σχετική επιστολή παραχώρησης είναι το Τεκμήριο 33.

[30] Και παρά τις σχετικές οδηγίες της Εναγόμενης (Τεκμήρια 11 και 12).

[31] Όπως ανέφερε η ΜΥ 1, τα Χρεόγραφα είχαν ημερομηνία λήξης στα 10 χρόνια.

[32] Βλ. Τεκμήριο 37.

[33] Βλ. άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

[34] Βλ. μεταξύ άλλων, την ΚΔΠ 557/2007 και 558/2007, στις οποίες αναφορά γίνεται κατωτέρω στην παρούσα απόφαση.

[35] Όπως αυτή αναπτύχθηκε στην αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της.

[36] Ο εν λόγω Νόμος (Ν. 114(Ι)/2005) θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το Ενημερωτικό Δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση.

[37] Στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ).

[38] Δηλαδή την Οδηγία η οποία είναι γνωστή ως MiFID I.

[39] Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.

[40] Δηλαδή τον Κανονισμό 1287/06 ΕΚ.

[41] Βλ. μεταξύ άλλων, Αγωγή αρ. 860/15: 1. ΧΧΧ Γεωργίου κ.α. v. 1. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., απόφαση ημερ. 20/9/2018 και Αγωγή αρ. 4279/13: 1. Νεόφυτου Προκοπίου Τσιαμανέ κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, απόφαης ημερ. 24.8.2022.

[42] Βλ. Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του Ν. 144(Ι)/2007.

[43] Σύμφωνα με το Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος του Ν. 144(Ι)/2007.

[44] Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου και αφορά τις υπηρεσίες που ισχυρίζεται η Ενάγουσα (με την αγόρευση της) ως σχετικές με την παρούσα αγωγή.

[45] Όπως ανέφερε η ΜΥ 1: «Υποβαλλόταν στο κατάστημα, εισάγονταν τα στοιχεία στο σύστημα το οποίο αφορούσε το τμήμα μετοχών και χρεογράφων όπως ονομάζεται της τράπεζας και έμπαινε σε ένα καλάθι μαζί με όλες τις αιτήσεις για επεξεργασία στο τέλος τη περιόδου αποδοχής για σκοπούς υπολογισμού των συνολικών συμμετοχών και ανακοίνωση όσων αφορούσε το ποσό και την επιτυχία της έκδοσης».

 

[46] Βλ. το μέρος της απόφασης αναφορικά με τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου.

[47] Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου.

[48] (βλ. άρθρο 10(1)(2) της Κ.Δ.Π. 558/2007)

 

[49] Τα όσα αναφέρονται στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης περί δημιουργίας τηλεφωνικού κέντρου αφορούν την μεταγενέστερη έκδοση και δη την έκδοση των ΜΑΕΚ του 2011, η οποία δεν αποτελεί επίδικο γεγονός στην υπό κρίση υπόθεση και επομένως δεν θα ληφθούν υπόψην.

[50] Το οποίο κατατέθηκε από κοινού από τις συνηγόρους των διαδίκων.

[51] Εφόσον με την αγόρευση της Εναγόμενης δεν αμφισβητείται, ουσιαστικά, ότι η Ενάγουσα υπέστη ζημία, αλλά, εκείνο που προβάλλει η Εναγόμενη είναι ότι η αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της όποιας κατ’ ισχυρισμόν παράβασης εκ μέρους της και της κατ’ ισχυρισμόν ζημίας της Ενάγουσας, έχει σπάσει, θέση η οποία εξετάζεται κατωτέρω στην παρούσα απόφαση.

[52] Τόσο στην αγόρευση της, όσο και στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης.

[53] Βλ. σελ. 30 της τελικής αγόρευσης της Εναγόμενης.

[54] Ως προς τον λόγο που η όποια αναφορά περιορίζεται στα ΜΑΚ, τούτη επεξηγείται ανωτέρω στην παρούσα απόφαση, με αναφορά στην υπόθεση Μουλαζίμης.

[55] Βλ. άρθρο 36(1)(δ) του Ν.144(Ι)/2007, εφόσον έλεγχος καταλληλότητας διενεργείται όταν παρέχεται η επενδυτική υπηρεσία της επενδυτικής συμβουλής ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών (άρθρο 36(1)(γ) του Ν. 144(Ι)/2007).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο