ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 300/2018

Μεταξύ:

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ενάγοντας

και

 

ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ

Εναγόμενος

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντα: κα Μιχαήλ

Εναγόμενος: προσωπικά

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση αγωγή ο Ενάγοντας εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας αξιώνει από τον Ενάγοντα το ποσό των €950,00 ως οφειλόμενο πρόστιμο και/ή χρέος. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντος το εν λόγω πρόστιμο επιβλήθηκε λόγω παράλειψης και άρνησης του Εναγόμενου να πληρώσει πρόστιμο που του επιβλήθηκε λόγω μη εμπρόθεσμης υποβολής έκθεσης αναφορικά με δήλωση για την εκλογική δαπάνη και έκθεση εκλογικών εξόδων στον Έφορο Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας. Ο Εναγόμενος ως δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης κατήλθε ως υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος κατά τις Δημοτικές και Κοινοτικές εκλογές αλλά και εκλογές Σχολικών Εφορειών το έτος 2016.

 

Μέσω της Υπεράσπισης του ο Εναγόμενος ημερομηνίας 02/02/2018 αναφέρει ότι δεν κατήλθε ως υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Λευκωσίας αλλά στο Δήμο Λατσιών. Παραδέχεται την παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης που αυτό σημαίνει ότι παραδέχεται αυτό που αναγράφεται και δη ότι υπείχε καθήκον να υποβάλει έκθεση αφορώσα τη Δήλωση για την εκλογική δαπάνη και την έκθεση των εκλογικών του εξόδων στον Έφορο Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του αποτελέσματος εκλογής στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι πράγματι έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από το επιτελείο του συνδυασμού με τον οποίο κατήλθε ως υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος  στο Δήμο Λατσιών για την υποχρέωση του ως αναφέρεται πιο πάνω αλλά δεν το είδε λόγω συναισθηματικού φόρτου αφού αρχές Ιανουαρίου 2017 και εντός της περιόδου κατά την οποία θα έπρεπε να υποβληθεί η δήλωση ο υιός του Εναγόμενου ενεπλάκη σε σοβαρό τροχαίο δυστύχημα. Συνακόλουθα υπέβαλε τη δήλωση στις 23/01/2017 αφού στις 20/01/2017 επικοινώνησε με το λειτουργό του Έπαρχου Λευκωσίας.

 

Ο Εναγόμενος παραδέχεται την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης και δη ότι τα αποτελέσματα της εκλογής δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 23/12/2016 και/ή ότι όφειλε να διαβιβάσει μέχρι τις 13/01/2017 της έκθεση της εκλογικής του δαπάνης. Αρνείται όμως ότι ο Έφορος Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας πρόβηκε σε δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο στις 03/01/2017 για να υπενθυμίσει την υποβολή της εν λόγω εκθέσεως για τα εκλογικά έξοδα αλλά και της εκλογικής δαπάνης. Το αρχικό πρόστιμο μειώθηκε σε €950. Ισχυρίζεται επιπροσθέτως ότι το πρόστιμο θα έπρεπε να μειωθεί κατά ακόμη δύο ημέρες και ότι υπέβαλε προφορικά ενστάσεις αλλά δε λήφθηκαν υπόψη. Γενικά αρνείται ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε οιονδήποτε θεραπείες.

 

Το ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της παρούσης αγωγής καταχωρήθηκε περί την 02/02/2018 και ταξινομήθηκε ως ταχείας εκδίκασης με βάση τις πρόνοιες της Δ.30 θ.6 φέροντας την ανάλογη ένδειξη. Συνακόλουθα η διαδικασία διεξάχθηκε με βάση τις πρόνοιες της Δ.30  θ.5, 6 και 7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών που προνοούν για διαδικασία ταχείας εκδίκασης. Για τον Ενάγοντα κατέθεσε γραπτή μαρτυρία ενόρκως περί την 04/04/2022 η κα Αίμιλη Τσαγγάρη (ΜΕ1) μέσω της οποίας επισύναψε 5 τεκμήρια.  Για τον Εναγόμενο κατάθεσε γραπτή μαρτυρία ο ίδιος  (ΜΥ1) περί την 28/09/2023 και 13/10/2023 ο οποίος επί της ενόρκου κατάθεσης ημερομηνίας 13/10/2023 επισύναψε 2 τεκμήρια ήτοι μια επιστολή του ημερομηνίας 24/02/2017 και κατάλογο υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές στο Δήμο Λευκωσίας.

 

Η ΜΕ1 ως εξήγησε μέσω της ένορκης κατάθεσης της εργάζεται στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας. Εξήγησε τα καθήκοντα της. Ως Τεκμήριο 1 επισύναψε αντίγραφο ανακοίνωσης του Έφορου Εκλογής Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας εξηγώντας ότι μέσω αυτής ενημερώνονταν οι υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές αναφορικά με την υποχρέωση τους για να προβούν σε έκθεση αναφορικά με τα εκλογικά έξοδα και τη δήλωση εκλογικών εξόδων τους που δημοσιεύθηκε στις 03/01/2017 μέσω του γραφείου τύπου και πληροφοριών. Στην εν λόγω ανακοίνωση έγινε αναφορά σε προθεσμία 3 εβδομάδων από την ημερομηνία δημοσίευσης του αποτελέσματος εκλογής στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ως Τεκμήριο 2 Α,Β & Γ κατάθεσε τις ανακοινώσεις στις οποίες προέβη ο Έφορος Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας σε 3 καθημερινές εφημερίδες στις 03/01/2017 για να υπενθυμίσει στους υποψήφιους για δημοτικούς σύμβουλους την υποχρέωση τους βάσει του περί της Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο 1979 (στο εξής ως ο «Νόμος»). Ως Τεκμήριο 3 επισύναψε επιστολή ημερομηνίας 24/01/2017, ως Τεκμήριο 4 επισύναψε επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 27/03/2017 και ως Τεκμήριο 5 επισύναψε επιστολή ημερομηνίας 06/09/2017 οι οποίες είχαν όλες ως αποστολέα τον Εναγόμενο και με θέμα τη μη έγκαιρη υποβολής έκθεσης αλλά και εκλογικών του δαπανών.

 

Ο Εναγόμενος μέσω της ένορκης κατάθεσης του αναφέρει ότι εγείρει προδικαστική ένσταση, ότι δεν ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Λευκωσίας ούτε ήταν ποτέ υποψήφιος βουλευτής. Στην ένορκη κατάθεση του ημερομηνίας 13/10/2023 περαιτέρω παραθέτει τις πρόνοιες του Νόμου. Παρατηρώ επίσης ότι στην ένορκη κατάθεση του προβαίνει σε διαφορετικές εκδοχές κατά παρέκκλιση από τα όσα αναφέρει στην Υπεράσπιση του. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι όταν υπέβαλλε υποψηφιότητα ως Δημοτικός Σύμβουλος Λατσιών κατά το έτος 2016 πρόβηκε σε μελέτη  αμέσως μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων για τις δημοτικές εκλογές για να διαπιστώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του Νόμου. Από τη μελέτη του εντόπισε 2 άρθρα στο Νόμο, το άρθρο 46(3) και άρθρο 52. Το άρθρο 52 του Νόμου ως αναφέρει δίδει προθεσμία 2 μηνών για υποβολή της έκθεσης από την ημερομηνία δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των εκλογών που στην προκείμενη είναι η ημερομηνία 23/12/2016. Αυτό το συμπέρανε ως αναφέρει τότε. Πρόβηκε στην υποβολή της επίμαχης έκθεσης χωρίς να περιμένει 2 μήνες και δη την κατάθεσε εμπρόθεσμα στις 24/01/2017. Εισηγείται ότι ο Έπαρχος σύγχυσε τις ημερομηνίες και ότι στην επιστολή ημερομηνίας 24/01/2017 κάνει αναφορά σε προθεσμία 3 εβδομάδων αντί δύο μηνών. Αναφέρεται επίσης στο επιβληθέν πρόστιμο το οποίο μειώθηκε αλλά και σε ένσταση που υπέβαλε μέσω επιστολής του ως το Τεκμήριο 1 που συνοδεύει την εν λόγω ένορκη κατάθεση του.

 

Δεν έλαβε γνώση της ανακοίνωσης του Τεκμηρίου 1 που επισύναψε η ΜΕ1 αλλά ούτε είδε τη δημοσίευση στις εφημερίδες Πολίτης Φιλελεύθερος και Χαραυγή γιατί αφορά εφημερίδες που δεν εκφράζουν τη παράταξη που αντιπροσωπεύει.  Εισηγείται επίσης ότι η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας προέβη σε αντιφάσεις και παραπέμπει στο άρθρο 46(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νόμου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκρισή της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα με την υπόλοιπη μαρτυρία, προχώρησα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα,[1]  στη βάση πάντοτε των δικογραφημένων ισχυρισμών των διαδίκων. Η ακρόαση της παρούσης αγωγής ως αναφέρεται έγινε συμφώνως με τις πρόνοιες της Διαταγής 30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Παρόλο που η μαρτυρία έχει κατατεθεί γραπτώς και το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του ζώσα μαρτυρία προχώρησα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με αντιπαραβολή των θέσεων των διαδίκων αλλά και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία. Τονίζεται ότι θέματα που δε δικογραφούνται ή που έχουν εγερθεί για πρώτη φορά είτε μέσω της μαρτυρίας είτε μέσω των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων δε λαμβάνεται υπόψη.[2]

 

Είναι επίσης χρήσιμο να αναφερθεί ότι στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το εάν κάποιος Ενάγοντας θα παρουσιάσει επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το βάρος απόδειξης. Αν ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης αποτύχει να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο, τότε θεωρείται ότι δεν το απέσεισε.[3] 

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία της ΜΕ1 λέγω ότι μου έκανε θετική εντύπωση. Η μαρτυρία της υπήρξε σαφής και ξεκάθαρη. Παρατηρώ επίσης ότι αρκέστηκε να παραθέσει ό,τι γνώριζε αναφορικά με την ουσία της διαφοράς χωρίς να επεκταθεί σε άλλα θέματα  που δεν ήταν εις γνώση της. Κρίνω ότι υπήρξε αντικειμενική και ανεξάρτητη μάρτυρας. Αναφέρω δε επίσης ότι η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της συνέπειας.

 

Η μαρτυρία της γίνεται στο σύνολο αποδεκτή. Σημειώνω ότι τα Τεκμήρια που παράθεσε  εν πάση περίπτωση δεν αμφισβητούνται και δη δεν αμφισβητείται το περιεχόμενο τους το οποίο γίνεται αποδεκτό.

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εναγόμενου (ΜΥ1) κρίνω ορθό να επισημάνω εν πάση περίπτωση ότι o Εναγόμενος μέσω της Υπεράσπισης του παραδέχεται ως αναλύεται ανωτέρω μεγάλο μέρος των ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης. Από τα δικόγραφα είναι παραδεκτά και δη μη αμφισβητούμενα τα πιο κάτω:

 

Α) Ο Εναγόμενος κατήλθε ως υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στη Δήμο Λατσιών κατά τις Δημοτικές και Κοινοτικές εκλογές και εκλογές Σχολικών Εφορειών που διεξήχθησαν περί το Δεκέμβριο 2016.

Β) Ο Εναγόμενος υπείχε υποχρέωση κατ’ εφαρμογή του περί εκλογής των μελών της Βουλής των αντιπροσώπων νόμου όπως υποβάλει έκθεση αφορώσα τη δήλωση για την εκλογική δαπάνη και την έκθεση των εκλογικών του εξόδων στον Έφορο Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας

Γ) Τα αποτελέσματα της εκλογής δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 23/12/2016.

Δ)Ο Εναγόμενος υπέβαλε την έκθεση της εκλογικής δαπάνης την 24/01/2017.

Ε) ο Έφορος Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας υπέβαλε σ’ αυτόν χρηματικό πρόστιμο για το ποσό των €1.050,00, το οποίο μειώθηκε σε €950,00.

ΣΤ) Ο Εναγόμενος δε πλήρωσε το εν λόγω ποσό.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Παρανθετικά αναφέρω ότι ο Εναγόμενος επέλεξε να υπερασπιστεί τον εαυτό του μόνος του και δη εμφανιζόταν στο Δικαστήριο προσωπικά. Είναι γεγονός ότι δεν είναι δικηγόρος όμως επαναλαμβάνω ότι ο ίδιος επέλεξε να εκπροσωπήσει τον εαυτό του. Όπου κρίθηκε αναγκαίο εξηγήθηκε στον Εναγόμενο η διαδικασία. Ο λόγος που γίνεται αναφορά σε αυτό είναι για να επισημανθεί ότι ο προσωπικός χειρισμός της υπόθεσης από διάδικο δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει την υπόθεση με βάση τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς. Επισημαίνεται επίσης ότι οι κανόνες απόδειξης ή οι νομολογιακές αρχές δε χαλαρώνουν επειδή κάποιος εκ των διαδίκων χειρίζεται μόνος του την υπόθεση του. Εν προκειμένω εφαρμόζεται η γνωστή νομολογιακή αρχή ότι η δίκη δρομολογείται με βάση το περιεχόμενο των δικογράφων. Ο λόγος που γίνεται αναφορά σ’ αυτό είναι για να επισημανθεί ότι αναφορές του Εναγόμενου είτε σε ένορκη κατάθεση του είτε σε γραπτή αγόρευση του που δεν καλύπτεται από το δικόγραφο της Υπεράσπισης του δε θα ληφθεί υπόψη. Σημειωτέο ότι εξηγήθηκε από το Δικαστήριο στον Εναγόμενο η διαδικασία και δη επιτράπηκε σ’ αυτόν να καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη κατάθεση για να παρουσιάσει ορθά την Υπεράσπιση του. Είναι γεγονός ότι οι ένορκες καταθέσεις και αγόρευση του ξεφεύγουν από τη δικογραφημένη εκδοχή του και δη από τα όσα προβάλλονται στην Υπεράσπιση του. Σχετική αναφορά γίνεται αμέσως πιο κάτω.

 

Με βάση την Υπεράσπιση του Εναγόμενου λοιπόν δεν αμφισβητείται ότι τύγχανε εφαρμογής στην εν λόγω περίπτωση ο περί της εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1972 αναφορικά με το θέμα υποβολής έκθεσης και δήλωσης για εκλογική δαπάνη και δη για τις δημοτικές εκλογές που διεξάχθηκαν στην επαρχία Λευκωσίας το 2016.

 

Επισημαίνω ότι στην Υπεράσπιση του τα όσα προβάλλει ο Εναγόμενος δεικνύουν ότι ο λόγος που καταχώρησε την έκθεση του στις 23/01/2017 και όχι νωρίτερα ήταν γιατί είχε υποστεί ο υιός του ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα. Δεν αρνείται την υποχρέωση του δυνάμει του νόμου και δη του άρθρου 52 για υποβολή αυτής της έκθεσης. Τονίζω ότι παραδέχεται ότι είχε αυτήν την υποχρέωση μέσω της Υπεράσπισης του. Μέσω των ενόρκων δηλώσεων και δη της αγόρευσης του αλλάζει πλέον την Υπεράσπιση του με το να ισχυρίζεται ότι ενήργησε εμπρόθεσμα και ότι είχε υποχρέωση να υποβάλει τη νενομισμένη έκθεση εντός περιόδου 2 μηνών και όχι 3 εβδομάδων. Είναι προφανές ότι η εύκολη αυτή εναλλαγή στις θέσεις του έγινε με σκοπό αποφυγή τυχόν ευθύνης του για πληρωμή του προστίμου που του επιβλήθηκε. Η εύκολη εναλλαγή στις θέσεις του δεν αφήνει θετική εντύπωση στο Δικαστήριο.

 

Αρχικά προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ένα σοβαρό συμβάν για να δικαιολογήσει την παράλειψη του να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του νόμου αλλά όταν νόμισε ότι ο νόμος προνοούσε άλλη προθεσμία εύκολα άλλαξε τροχιά. Παρατηρώ μάλιστα ότι στην ένορκη κατάθεση του ημερομηνίας 13/10/2023 αναφέρει ότι υπέβαλε στις 24/01/2017 την έκθεση που απαιτεί ο νόμος αφού προηγουμένως είχε μελετήσει τις πρόνοιες του νόμου για να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του. Προφανώς παραδέχεται ότι γνώριζε ότι είχε υποχρεώσεις βάσει του νόμου παρόλο που ισχυρίστηκε ότι δεν περιήλθαν στην αντίληψη του οι διάφορες ανακοινώσεις και υπενθυμίσεις του Εφόρου Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας αναφορικά με τις υποχρεώσεις για υποβολή έκθεσης δυνάμει του νόμου.

 

Παρόλο που τα όσα αναφέρει στην ένορκη κατάθεση του ημερομηνίας 13/10/2023 είναι εκτός δικογράφων προκύπτει ξεκάθαρα ότι κατέφυγε σε αυτές δηλώσεις με σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Προσπάθησε να δείξει ότι ξεγελάστηκε και ότι η Επαρχιακή Διοίκηση έκανε λάθος με την ημερομηνία για να δημιουργήσει προφανώς εντυπώσεις στο Δικαστήριο ότι ο ίδιος ενήργησε καλόπιστα. Όμως υπενθυμίζω στην Υπεράσπιση του παραδέχεται την παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης στην οποία αναγράφεται ξεκάθαρα ότι η υποχρέωση υποβολής νενομισμένης έκθεσης δαπανών και εξόδων έπρεπε να γίνει εντός προθεσμίας 3 εβδομάδων. Ενώ φαίνεται να το γνώριζε αυτό εκ των υστέρων ισχυρίστηκε ότι η προθεσμία ήταν δύο μηνών και ενήργησε εμπρόθεσμα. Ο Εναγόμενος δεν ήταν ειλικρινής με το Δικαστήριο αναφέροντας στην ένορκη κατάθεση του ότι κατά τον επίδικο χρόνο δηλαδή το 2016 μετά τις εκλογές ότι μελέτησε τις πρόνοιες του νόμου για να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του και διαπίστωσε ότι η προθεσμία ήταν 2 μήνες για υποβολή της έκθεσης καθότι το Δεκέμβριο 2016 και το Δεκέμβριο 2017 δεν είχε τροποποιηθεί ο Νόμος και δη δεν είχε ακόμη τροποποιηθεί το άρθρο 52 του Νόμου όπου προνοείτο προθεσμία 3 εβδομάδων. Έχοντας δικαστική γνώση της νομοθεσίας ο περί εκλογής μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) αρ. 3 νόμος 2017 με βάση τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 52 και διαφοροποίησε την προθεσμία υποβολής νενομισμένης έκθεσης εκλογικών δαπανών και εξόδων από 3 εβδομάδες σε 2 μήνες δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας την 21/07/2017.

 

Κατά τον επίδικο χρόνο δε θα μπορούσε λοιπόν ο Εναγόμενος να γνώριζε ότι η προθεσμία ήταν 2 μήνες. Κατά συνέπεια η αναφορά του στην παράγραφο 3 α της ένορκης κατάθεσης του ημερομηνίας 13/10/2023 ότι δηλαδή είχε μελετήσει τη σχετική νομοθεσία όταν υπέβαλλε (υπογράμμιση δική μου) υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος είναι ψευδής. Είναι ορθό να αναφερθεί όμως ότι πράγματι η προθεσμία για υποβολή έκθεσης δαπανών και εξόδων σήμερα είναι δύο μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης του αποτελέσματος. Κατά τον επίδικο χρόνο όμως και δη όταν ο Εναγόμενος μελετούσε το Νόμο για να διαπιστώσει τις υποχρεώσεις του ως ανάφερε προτού υποβάλει την εν λόγω έκθεση δεν είχε επέλθει η τροποποίηση του Νόμου. Η προθεσμία εκείνη την περίοδο ήταν 3 εβδομάδες. Το ότι δεν είναι ειλικρινής ο Εναγόμενος προκύπτει και από το γεγονός ότι μόλις ο ίδιος «θεώρησε» ότι ενήργησε εμπρόθεσμα άλλαξε πλεύση και δεν υποστήριξε τη θέση της Υπεράσπισης του ότι δηλαδή ο λόγος που δεν μπόρεσε να υποβάλει την έκθεση ήταν λόγω συναισθηματικής φόρτισης αφού στην οικογένεια του είχε επέλθει ένα σοβαρό συμβάν. Η αξιοπιστία του Εναγόμενου λοιπόν έχει κλονιστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του.

 

Στο παρόν στάδιο να αναφέρω ότι για σκοπούς οικονομίας της δίκης και προς αποφυγή επαναλήψεων η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ή παραδεκτή ή που δεν αμφισβητήθηκε αποτελεί εύρημα μου.

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω εάν ο Ενάγοντας απέδειξε την υπόθεση του στο αναγκαίο επίπεδο. Εν προκειμένω υπενθυμίζω ότι έχει επιβληθεί στον Εναγόμενο ένα διοικητικό πρόστιμο το οποίο μετά από ένσταση του μειώθηκε. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου μαρτυρία κατά πόσο ο Εναγόμενος εναντίον της απόφασης επιβολής του προστίμου προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο για την προσβολή του. Η απόφαση επιβολής προστίμου στον Εναγόμενο λόγω μη εμπρόθεσμης κατ’ ισχυρισμό υποβολής έκθεσης εκλογικών δαπανών και εξόδων από την Επαρχιακή Διοίκηση αποτελεί διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο από Διοικητικό Δικαστήριο.[4] Εάν λοιπόν ο Εναγόμενος θεωρούσε ότι η απόφαση επιβολής προστίμου δεν ήταν νόμιμη όφειλε να προσβάλλει αυτήν και να ζητήσει μέσω της κατάλληλης διοικητικής διαδικασίας την ακύρωση της και/ή αποκατάσταση της νομιμότητας.

 

Εκλαμβάνω ως δεδομένο όμως ότι δεν προσβλήθηκε η εν λόγω απόφαση επιβολής του προστίμου. Εφόσον λοιπόν η απόφαση επιβολής προστίμου παρέμεινε αλώβητη ο Ενάγοντας προχώρησε στο να ζητήσει την πληρωμή του ποσού ως χρέος. Η απόφαση λοιπόν επιβολής προστίμου παρέμεινε έγκυρη και νόμιμη. Αυτό που προκύπτει  εν προκειμένω είναι ότι ο Εναγόμενος παρόλο που δεν πρόσβαλε τη νομιμότητα της απόφασης επιβολής προστίμου παρέλειψε και αρνείται μέχρι σήμερα την πληρωμή του ποσού. Το παρόν Δικαστήριο δεν ασκεί δικαιοδοσία διοικητικής φύσεως ούτε εμπίπτει στη δικαιοδοσία του η εξέταση της νομιμότητας της απόφασης. Συνεπώς το παρόν Δικαστήριο περιορίζεται να εξετάσει το υπαρκτό της απόφασης επιβολής προστίμου και εάν αυτό δεν πληρώθηκε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν Υπεράσπιση  ισχυρισμοί που άπτονται της εγκυρότητας και ισχύς αυτής της απόφασης επιβολής προστίμου ήτοι εάν έπρεπε να υποβληθεί πρόστιμο. Ουσιαστικά το χρηματικό πρόστιμο αποτελεί αστικό χρέος του Εναγόμενου προς το κράτος και αυτό που εξετάζεται είναι εάν το εν λόγω ποσό οφείλεται από τον Εναγόμενο.

 

Στη συνέχεια προτού υπεισέλθω σε άλλα θέματα κρίνω ορθό να εξεταστεί και το άρθρο 52 του Νόμου και δη κατά πόσο η τροποποίηση που επήλθε σ’ αυτόν περί την 21/07/2017 έχει αναδρομική εφαρμογή και ισχύ. Παρόλο που το κατά πόσο είχε εφαρμογή η εν λόγω νομοθεσία ή εάν το άρθρο 52 ως τροποποιήθηκε εφαρμοζόταν ή όχι αναδρομικά σχετίζονται με τη νομιμότητα της απόφασης και το παρόν Δικαστήριο δε είναι επιφορτισμένο στην εξέταση αυτών των θεμάτων κρίνω ορθό να γίνει αναφορά για σκοπούς πληρότητας αλλά και για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα αφού το ήγειρε ο Εναγόμενος. Υπενθυμίζω επίσης ότι δεν αμφισβητείται και έγινε αποδεκτό από τον Εναγόμενο ότι στα γεγονότα της υπόθεσης του τύγχανε εφαρμογή ο εν λόγω Νόμος. Επιπλέον αναφέρω ότι πράγματι  ενόψει απουσίας σχετικής πρόνοιας στον Περί Δήμων Νόμο ως ίσχυε το έτος 2016 αναφορικά με το θέμα υποβολής έκθεσης δαπανών και εξόδων ετύγχανε εφαρμογής ο εν λόγω Νόμος.

 

Αναφορικά με το θέμα της αναδρομικότητας παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση Κώστας Σάντης ν Interfund Investments Ltd[5]:

 

«Η γενική αρχή είναι ότι ένας νόμος, εκτός εάν είναι δηλωτικός ή εάν αφορά μόνο σε θέματα διαδικαστικά ή αποδείξεως, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό τεκμαίρεται, γενικά, σε κάθε περίπτωση και εκεί όπου ο νομοθέτης επιθυμεί να δώσει αναδρομική ισχύ σε μια νομοθετική  πρόνοια που δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, θα πρέπει να το πει ρητά .. Υπάρχει δηλαδή γενικό τεκμήριο εναντίον της αναδρομικότητας των νόμων εκτός εάν ο νομοθέτης ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με ρητή πρόνοια ...».

 

Εν προκειμένω ο νομοθέτης δεν έχει προσδώσει αναδρομική ισχύ στον εν λόγω Νόμο και δη στα όσα προβλέπονται στο άρθρο 52. Συνεπώς περί το Δεκέμβριο 2016 και Ιανουάριο 2017 το άρθρο 52 του Νόμου προνοούσε ότι η προθεσμία για υποβολή έκθεσης εκλογικής δαπάνης και εξόδων ήταν 3 εβδομάδες από την ημερομηνία δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. Εν προκειμένω η έκθεση δαπανών και εξόδων υποβλήθηκε ως είναι παραδεκτό στις 24/01/2017. Παρόλο που δεν εξετάζεται η νομιμότητα της απόφασης επιβολής προστίμου μπορεί να λεχθεί ότι αυτή η έκθεση υποβλήθηκε μετά το πέρας των 3 εβδομάδων από την 23/12/2016.

 

Από τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης λοιπόν είναι ξεκάθαρο ότι το εν λόγω χρηματικό πρόστιμο επιβλήθηκε στον Εναγόμενο λόγω της μη εμπρόθεσμης υποβολής της έκθεσης δαπανών και εξόδων που προβλέπει το άρθρο 52 του Νόμου. Είναι επίσης γεγονός ότι το εν λόγω χρηματικό πρόστιμο παραμένει μέχρι σήμερα απλήρωτο. Δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε δικαιολογία για τη μη πληρωμή του πέραν των γενικόλογων αναφορών του Εναγόμενου ότι δε δικαιούται το ποσό ο Ενάγοντας. Επισημαίνω ότι τα όσα ανάφερε για την εφαρμογή του νόμου ή ότι δεν έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο δεν αποτελούν υπεράσπιση αλλά και όπως εξηγήθηκε σχετίζονται με τη νομιμότητα της απόφασης θέματα που δεν εξετάζονται από το παρόν Δικαστήριο. Επισημαίνω επίσης ότι η νομιμότητα της απόφασης επιβολής προστίμου δεν προσβλήθηκε και παραμένει έγκυρη.

 

Συνεπώς κρίνω ότι σήμερα το πρόστιμο παραμένει εντελώς αδικαιολόγητα απλήρωτο. Αν διαφωνούσε ο Εναγόμενος με την επιβολή του προστίμου θα έπρεπε μέσω της κατάλληλης διαδικασίας να ζητήσει την ακύρωση του. Η απόφαση επιβολής προστίμου είναι σε ισχύ και εφόσον αυτό δεν έχει πληρωθεί κρίνω ότι ο Ενάγοντας δικαιούται απόφαση με βάση το ποσό αυτό.

 

Εν κατακλείδι ο Ενάγοντας κρίνω ότι απόδειξε την απαίτηση στο αναγκαίο επίπεδο.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €950 πλέον έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

[2] Παπαγεωργίου v Κλάππας (1991) 1 A.A.Δ. 24.

[3] Σοφοκλέους ν. Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665

[4] Βλ. σύγραμμα «Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» κ. Κώστα Παρασκευά σελ. 86, «Τα στοιχεία που συνιστούν την έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι: α) η πράξη να είναι προιόν άσκησης εκτελεστής ή διοικητικής λειτουργίας από όργανο, αρχή ή πρόσωπο, β)το όργανο αρχή ή πρόσωπο να ενεργούν στη σφαίρα δημοσίου δικαίου και γ) η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων με άμεση νομική ισχύ βλ. Δρ. Γεωργίου v ΑΗΚ (1995) 3 Α.Α.Δ. 424.

[5] (2012) 1 Α.Α.Δ. 1670.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο