ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3096/2020

 

DE. T. DOMIKI INVESTMENT LTD (HE323005), Μιχαλάκη Καραολή 27, Αραδίππου, 7104 Λάρνακα

Ενάγουσα

-και-

 

1.    IRON MOUNTAIN CYPRUS LIMITED (HE138222), Κρατηρίων 9, Κοκκινοτριμιθιά, 2660, Λευκωσία, Κύπρος

2.    OSBORN ASSOCIATES LTD, South Barn, Crockham Park, Edenbridge Kent, TN8 6SR, England

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 9 Ιανουαρίου 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κ. Π. Χατζηπέτρου μαζί με κ. Α. Κοσταρή για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ

Για τις Εναγόμενες 1 και 2: κ. Χ. Χριστοδούλου μαζί με κα Α. Σούσα
για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη & Σια ΔΕΠΕ.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Ex Tempore)

(σε αίτημα ημερ. 9.1.2024, για εξαίρεση του Δικαστηρίου από την εκδίκαση της υπόθεσης)

 

Σήμερα και ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για σκοπούς συνέχισης της ακρόασης, αφότου ο συνήγορος της Ενάγουσας δήλωσε στο πρακτικό του Δικαστηρίου ότι δεν θα προσφέρει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία εκ μέρους της και ότι έχει κλείσει την υπόθεση της, προχώρησε και υπέβαλε, προφορικά, αίτημα για την εξαίρεση του παρόντος Δικαστηρίου από την συνέχιση της εκδίκασης της παρούσας αγωγής.

 

Βασικός άξονας του εν λόγω αιτήματος που εγέρθηκε από το συνήγορο της Ενάγουσας είναι ότι, το παρόν Δικαστήριο, κατά τη χρονική περίοδο καταχώρησης της παρούσας αγωγής μέχρι και τον διορισμό του στο Δικαστικό Σώμα, εργαζόταν ως δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις Εναγόμενες και, κατά συνέπεια, είχε συναδελφικές σχέσεις με το συνήγορο που χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους τους.

 

Ουσιαστικά, αυτό που καταλογίζεται στο παρόν Δικαστήριο, από το συνήγορο της Ενάγουσας, είναι ότι λόγω της προηγούμενης εργοδότησης του ως δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις Εναγόμενες, ελλείπει, κατά τον ίδιο, το στοιχείο της αντικειμενικής αμεροληψίας του, σε ότι αφορά την παρούσα υπόθεση, προς τον οποιοδήποτε τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή, παραπέμποντας σε διάφορες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αναφορικά με το ζήτημα της δίκαιης δίκης, ως επίσης και στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς. Σημειώνω στο παρόν στάδιο ότι, όπως τόνισε ο συνήγορος της Ενάγουσας στην αγόρευση του σε σχέση με το υπό κρίση αίτημα, δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα υποκειμενικής αμεροληψίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Ερωτηθείς από το Δικαστήριο ως προς το χρονικό σημείο που περιήλθε εις γνώση του το πιο πάνω γεγονός, ο ίδιος ανέφερε ότι κατά την πρώτη δικάσιμο και λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει η ακρόαση της υπόθεσης, είχε ρωτήσει για την προηγούμενη επαγγελματική απασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου πριν τον διορισμό του, με τον συνήγορο των Εναγομένων να του αναφέρει ότι το Δικαστήριο μέχρι και τον διορισμό του στη Δικαστική Εξουσία, κατά το έτος 2022, εργοδοτείτο στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις Εναγόμενες, πράγμα που επιβεβαίωσε εκ νέου και χθες.

 

Από πλευράς του ο συνήγορος των Εναγομένων, ενίσταται στο υπό κρίση αίτημα, προβάλλοντας ότι ο χρόνος που τούτο εγείρεται, και παρά την προηγούμενη γνώση των συνηγόρων της Ενάγουσας για το που εργαζόταν το παρόν Δικαστήριο ως δικηγόρος πριν τον διορισμό του στο Δικαστικό Σώμα, δεικνύει ότι τούτο είναι καταχρηστικό και αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις από πλευράς της Ενάγουσας, με απώτερο σκοπό, ουσιαστικά, να επιλέξει τον δικαστή που επιθυμεί να εκδικάσει την υπόθεση της. Πέραν τούτου, απορρίπτει τα όσα εγείρονται από πλευράς της Ενάγουσας, αναφέροντας ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόσφατη επαγγελματική σχέση του παρόντος Δικαστηρίου με τις Εναγόμενες, αλλά ούτε πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για εξαίρεση Δικαστή από την εκδίκαση μίας υπόθεσης.

 

Νομική Πτυχή

 

Το θέμα εξαίρεσης Δικαστή έχει απασχολήσει εκτεταμένα τη νομολογία και τα κριτήρια που διέπουν το εν λόγω ζήτημα, έχουν πλέον σαφώς καθοριστεί. Η υπόθεση Ανδρέα Συμεού (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 974, περιέχει μία διαφωτιστική ανάλυση και σύνοψη των αρχών που αφορούν το ζήτημα  εξαίρεσης  Δικαστή,  με πλούσια παραπομπή σε σχετική προγενέστερη νομολογία, ως ακολούθως:

 

«... Με βάση το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάθε διάδικος ή κατηγορούμενο πρόσωπο, δικαιούται σε ανεπηρέαστη, δημόσια ακροαματική διαδικασία, εντός ευλόγου χρόνου ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου. Η αμεροληψία και ανεξαρτησία του δικαστή, αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές, αν όχι τη βασικότερη αρχή δικαίου, με θεμελιακή σημασία στην απονομή της δικαιοσύνης.  Συνδέεται με τη γνωστή αρχή δικαίου, ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται (βλ. Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54). Ο δικαστής τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το τεκμήριο αμεροληψίας μπορεί να ανατραπεί όταν τεθεί θέμα αμεροληψίας, οπότε και εξετάζεται με βάση τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική περίπτωση του κάθε δικαστή, όσο και με βάση το αντικειμενικό κριτήριο, δηλαδή κατά πόσον ο δικαστής έδωσε εγγυήσεις ικανοποιητικές για να αποκλείσουν οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία περί έλλειψης αμεροληψίας.

 

Σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική που διαμορφώθηκε και τις αρχές της νομολογίας, δικαστής που αισθάνεται ότι για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή άλλο, κωλύεται να συμμετάσχει στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, εξαιρείται από τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Καίτη Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 74/09, ημερ. 22.4.2010). Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν ζητηθεί η εξαίρεση του από διάδικο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark, 24.5.1989, Series A, No. 154:- «Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με ένα υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου δικαστή σε δοθείσα υπόθεση, και επίσης, σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο, που είναι η διακρίβωση κατά πόσο ο δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείουν μια νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό.» (βλ. επίσης  Findlay  v.  UK  [1997] 24  EHRR  221, 244, Castillo Algar v. Spain [1998] 30 EHHR 826 και το Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Έκδοση 2001, σελ. 193). Το κριτήριο προκατάληψης για εξαίρεση ενός δικαστή, είναι κατά πόσο θα δημιουργηθεί η εντύπωση στο μυαλό του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα, ότι υπάρχει πράγματι πιθανότητα προκατάληψης από το δικαστή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Εικασίες και καχυποψίες μόνο, δεν είναι αρκετές (βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 και Porter ν. Magill [2002] 2 AC 357).

 

Αποτελεί επίσης σημαντική αρχή της νομολογίας ότι ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 706). Επίσης, στην υπόθεση Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, τονίστηκε ότι:-

 

«Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:

 

"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."

 

"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."

 

Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (απαρτιζόμενου από τον Αρχιδικαστή, τον Πρόεδρο του Εφετείου και τον Αντικαγκελάριο (V-C)), Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65, τονίζεται ότι αποτελεί καθήκον του δικαστή να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που του ανατίθενται, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Στην ίδια υπόθεση το Αγγλικό Εφετείο πραγματεύεται τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης. Εύλογος υπόνοια ή λογικός φόβος είναι, καθώς επισημαίνεται, το κριτήριο το οποίο υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπίστωση προκατάληψης. (Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236, Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416.)

..........................

Χρήσιμη καθοδήγηση για τη διαπίστωση προκατάληψης παρέχεται και από την απόφαση Ex p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL). Σκοπός του αποκλεισμού δικαστή από τη σύνθεση  δικαστηρίου λόγω προκατάληψης είναι, ως υπογραμμίζεται, η διασφάλιση της καθαρότητας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.»

 

Επομένως, η νομολογία υποδεικνύει ότι το κριτήριο για εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή στο μυαλό του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα (Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (Αρ.1) (2004) 1Β Α.Α.Δ. 1050Αναφορικά με την Αίτηση του Φίλιππου Χ'Μάμα (2007) 1Β Α.Α.Δ. 689Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Συμεού (2012) 1Β Α.Α.Δ. 974 και Αναφορικά με την Αίτηση του "The  Junior  School"  (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1126).

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Abed  Alkaadir  Typye  v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, ο αντικειμενικός παρατηρητής, δεν είναι ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση, παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος που με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσια τους μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο[1]. Ο δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής δεν λαμβάνει βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά είναι ενήμερος των γεγονότων και έχει σφαιρική αντίληψη της κατάστασης (Hellow (AP)  v.  Secretary of State and another [2008] UKHL 62). Επομένως, κάθε αίτηση για εξαίρεση δικαστή πρέπει να εδράζεται σε σοβαρά αντικειμενικά δεδομένα (Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 69 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Συμεού (βλ. πιο πάνω)). Το θέμα αυτό είναι ουσίας και γεγονότων. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές. 

 

Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές έχουν υιοθετηθεί και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αναφορικά με την Αίτηση του Καντούνα και της Καντούνα για άδεια για καταχώρηση Αίτησης για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari, Πολιτική Έφεση Αρ. 363/20, ημερομηνίας 15/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A396.

 

Εξέταση του υπό κρίση αιτήματος

 

Καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και νομικό πλαίσιο, προχωρώ να εξετάσω το υπό κρίση αίτημα επί της ουσίας του, έχοντας κατά νου το κάθε τι το οποίο έχει προβληθεί εκ μέρους των συνηγόρων των διαδίκων.

 

Επαναλαμβάνω ότι, το εν προκειμένω αίτημα του συνηγόρου της Ενάγουσας για την εξαίρεση μου, δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε υποκειμενικά στοιχεία, που αφορούν την προσωπική περίπτωση μου να εκδικάσω την παρούσα υπόθεση και τούτο έχει τονιστεί και από τον ίδιο κατά την αγόρευση του, πράγμα που εν πάση περιπτώσει, ως θα διαφανεί και κατωτέρω, ισχύει.

 

Αντιθέτως, το αίτημα του βασίζεται αποκλειστικά σε αντικειμενικούς λόγους, και συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, στο γεγονός ότι πριν τον διορισμό μου στη Δικαστική Εξουσία, εργαζόμουν ως δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις Εναγόμενες και κατά συνέπεια ήμουν συνάδελφος με τον συνήγορο που χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους τους, και τούτο, κατά τον ίδιο, δεικνύει μία αντικειμενική μεροληψία στα μάτια οποιουδήποτε τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή. Δηλαδή, το κριτήριο είναι αντικειμενικό, ήτοι κατά πόσο διαπιστώνεται «η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα» (βλ. Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).   

 

Δεν χρειάζεται να πω πολλά επί των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση. Αρκούμαι απλά να αναφέρω ότι, όπως τούτο προκύπτει και από τον δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης, ουδέποτε η παρούσα υπόθεση έτυχε προσωπικού χειρισμού από εμένα κατά την προηγούμενη μου ιδιότητα ως δικηγόρου. Ούτε βεβαίως, όπως ανέφερα στον συνήγορο της Ενάγουσας κατά την αγόρευση του και είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά, γνωρίζω προσωπικά τις Εναγόμενες ή τα πρόσωπα που τις εκπροσωπούν (πρόκειται για εταιρείες) ή έχω οποιεσδήποτε συγγενικές ή φιλικές σχέσεις μαζί τους. Επομένως, τα όσα ανέφερε ο συνήγορος της Ενάγουσας με παραπομπή στη σελ. 16, παράγραφο 3 του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς (5η Αναθεώρηση, Ιούνιος 2022), ουδόλως ευσταθούν ή εφαρμόζονται στην υπό κρίση περίπτωση. Συναφώς δε σημειώνω ότι ούτε τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Syndicat National des Journalistes κ.α. κατά Γαλλίας, ημερ. 14.12.2023 (αρ. προσφ. 41236/18) (στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος της Ενάγουσας), εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της διαφέρουν από την παρούσα περίπτωση. Στην εν λόγω υπόθεση, τουλάχιστον δύο από τους τρεις δικαστές που εκδίκαζαν την υπόθεση, συνεργάζονταν τακτικά με την νομική εκδοτική εταιρεία, η οποία ήταν ένας από τους διαδίκους της διαφοράς περί επιμερισμού των κερδών. Εδώ, όπως έχω προαναφέρει, δεν υπάρχει οποιαδήποτε, είτε προηγούμενη, είτε τρέχουσα επαγγελματική ή άλλως πως σχέση με οποιοδήποτε εκ των διαδίκων.

 

Επίσης, δεν διατηρώ οποιεσδήποτε συγγενικές ή φιλικές σχέσεις με το συνήγορο που εκπροσωπεί τις Εναγόμενες ή τους συνεταίρους του δικηγορικού γραφείου που τις εκπροσωπεί και επομένως, ούτε τα όσα αναφέρθηκαν στις υποθέσεις Koulias v. Cyprus, απόφαση ημερ. 26.05.2020 (αρ. προσφ. 48781/12) και Nicholas v. Cyprus[2], απόφαση ημερ. 9.1.2018 (αρ. προσφ. 63246/2010), εφαρμόζονται εν προκειμένω, εφόσον τα πραγματικά γεγονότα διαφέρουν. Το γεγονός και μόνο ότι ήμασταν συνάδελφοι, με τον συνήγορο που χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους των Εναγομένων, στο ίδιο γραφείο, στο παρελθόν και πριν τον διορισμό μου στη Δικαστική Εξουσία, δεν αποτελεί λόγο για εξαίρεση δικαστή από την εκδίκαση της υπόθεσης. Συναφώς, παραπέμπω και στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς (5η Αναθεώρηση, Ιούνιος 2022), και πιο συγκεκριμένα στην σελ. 16, παράγραφο 4, όπου αναφέρεται ακόμη ότι « Η φιλία ή προηγούμενη επαγγελματική σχέση με δικηγόρο διαδίκου γενικώς δεν θεωρείται επαρκής λόγος για αποκλεισμό». Στο σημείο αυτό, θα ήθελα, επίσης, να παραπέμψω στο πιο κάτω απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση στην Πολιτική Αίτηση 174/2023, απόφαση ημερ. 20.12.2023, του Έντιμου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Δαυίδ, όπου, στα πλαίσια αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus, στη βάση του ότι ο δικηγόρος του Αιτητή μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι η Πρόεδρος που ανέλαβε την εκδίκαση της υπόθεσης, υπήρξε συνεταίρος στον δικηγορικό οίκο που καταχώρησε την Αίτηση Πτώχευσης, όπου παρεμφερώς αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Παρά το γεγονός η περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα, καθίσταται εκ των πραγμάτων ατελέσφορη, εκ του περισσού και τηλεγραφικά πάντα, θα μπορούσε να σημειωθεί πως ούτος ή άλλως, το συγκεκριμένο αίτημα, δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη. Εκ του νόμου τα μέλη του Δικαστικού σώματος, πριν την κλήση τους για ανάληψη του υψηλού λειτουργήματος του Δικαστή, ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου, διατηρώντας δικηγορικά γραφεία ή συνεργαζόμενοι με άλλους δικηγόρους. Η πραγματικότητα αυτή, εκ του νόμου προβλεπόμενη και ρυθμιζόμενη, δεν αναδεικνύει, από μόνη της, εκ πρώτης όψεως έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας ως το ζήτημα επιχειρήθηκε να αναδειχθεί στην υπό συζήτηση περίπτωση από τον αιτητή. […]

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω, η υπό κρίση Αίτηση, απορρίπτεται».

 

Πέραν των ανωτέρω, σημειώνω εδώ ότι η υποχρέωση ενός διάδικου να εγείρει ένα μείζον θέμα όπως αυτό της κατ' ισχυρισμόν μεροληψίας του Δικαστηρίου εναντίον του, είναι θέμα που έχει απασχολήσει το Εφετείο στην Ποιν. Έφεση 161/12 Γεώργιος Σιακόλας v. Medousa Constructions Ltd, απόφαση ημερομηνίας 20.5.14, με την οποία ουσιαστικά το Εφετείο επιβεβαίωσε τα όσα ίσχυαν, υιοθετώντας την θεμελιωμένη αρχή στην Μάντζιαρης v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 429). Συγκεκριμένα, το Εφετείο ανέφερε ότι, όταν υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν την κατ' ισχυρισμό προκατάληψη του Δικαστηρίου, ο διάδικος θα πρέπει να θέτει το θέμα με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του Δικαστή και όταν παραλείψει να πράξει αυτό, τότε το δικαίωμα του θεωρείται εγκαταλειφθέν. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως και το ιστορικό που έχει αναφερθεί ανωτέρω, το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν αντικειμενικής μεροληψίας του Δικαστηρίου, τέθηκε για πρώτη φορά σήμερα διά της παρούσας αίτησης, μετά που η πλευρά της Ενάγουσας έκλεισε την υπόθεση της, και χωρίς να έχει προηγουμένως τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κατά την προηγούμενη ακροαματική διαδικασία και ενώ ο συνήγορος της Ενάγουσας ήταν γνώστης των γεγονότων που περιβάλλουν το παρόν αίτημα του.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, το γεγονός και μόνο ότι τα όσα καταλογίζονται στο Δικαστήριο περί της κατ’ ισχυρισμόν αντικειμενικής του μεροληψίας, άπτονται ζητημάτων που αφορούν την προηγούμενη εργοδότηση του παρόντος Δικαστηρίου (πριν τον διορισμό του στο Δικαστικό Σώμα) στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις Εναγόμενες και ότι ήταν συνάδελφος με τον συνήγορο που χειρίζεται την υπόθεση τους, δεν αποτελούν λόγο, για όλους τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, στη βάση του οποίου διαπιστώνεται «η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα» (βλ. Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Κατάληξη

 

Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα για εξαίρεση μου από την συνέχιση της εκδίκασης της παρούσας αγωγής, στερείται πραγματικού και ουσιαστικού λόγου. Η ορθή εκτίμηση του  δικαστικού μου καθήκοντος, με οδηγεί στην κρίση να συνεχίσω να επιλαμβάνομαι της παρούσας αγωγής που μου έχει ανατεθεί. Οποιαδήποτε απόφαση μου για εξαίρεση από την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, θα ισοδυναμούσε με παραίτηση εκτέλεσης καθήκοντος. Θα ήταν μια παραίτηση με ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης, ενώ θα έστελνε το λανθασμένο μήνυμα ότι αναγνωρίζεται στους διαδίκους το δικαίωμα να επιλέγουν τον δικαστή που επιθυμούν να εκδικάσει την υπόθεση τους.

 

Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το αίτημα δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις και για αυτό τον λόγο δεν εξαιρούμαι της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης. Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                                                   (Υπ.) …………………………………..

                                                                                    Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.

[2] Στις οποίες επίσης με παρέπεμψε ο συνήγορος της Ενάγουσας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο