ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

Γενική Αίτηση αρ.: 114/2022

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

Αιτήτρια

-και-

 

1.    Κωνσταντίνος Βανέζης

2.    Γιώργος Λαμπρινός

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερ. 29/4/2022 για εγγραφή διαιτητικής απόφασης

 

Ημερομηνία: 29 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κ. Νικολαϊδης για κ.κ. Ανδρέας Ι. Καρύδης & Σια ΔΕΠΕ

Για τον Καθ’ ου η Αίτηση 2: κ. Παρασκευά για κ.κ. Χρίστος Παρασκευάς ΔΕΠΕ

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 29.4.2022, η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση (στο εξής «η Αίτηση»), με την οποία επιζητεί άδεια του Δικαστηρίου όπως η εκδοθείσα Διαιτητική Απόφαση ημερ. 3.12.2001 (στο εξής «η Διαιτητική Απόφαση»), η οποία εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2, καταχωρηθεί και εγγραφεί, για σκοπούς εκτέλεσης, στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Σημειώνω εδώ, εξ αρχής, ότι σε ότι αφορά τον Καθ’ ου η Αίτηση 1, έχει ήδη εκδοθεί εναντίον του σχετικό διάταγμα εγγραφής της Διαιτητικής Απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης της, στις 8.11.2022.

 

Η Αίτηση βασίζεται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, N. 22/85, άρθρο 52(1)(β) και (2)(β), (3), (4) και (5), στον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4, άρθρα 2 και 21, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.47 και Δ.48, θ. 1-3, ως επίσης στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Την Αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του κ. Α. Ανδρέου. Σε αυτήν, ο ομνύοντας αναφέρει ότι είναι υπάλληλος στην εταιρεία Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd (στο εξής «η Altamira»), η οποία, δυνάμει σχετικής συμφωνίας διαχείρισης και ρύθμισης δανείων μεταξύ της και της Αιτήτριας, ανέλαβε, μεταξύ άλλων, και το δάνειο/ πιστωτική διευκόλυνση που αφορά την Αίτηση. Αναφέρει επίσης ότι τα καθήκοντά του στην Altamira είναι ο χειρισμός δικαστικών υποθέσεων της Αιτήτριας, ενώ σε ότι αφορά τα γεγονότα που περιβάλλουν την Αίτηση, τα γνωρίζει είτε λόγω προσωπικής γνώσης, είτε από έγγραφα που έχει στην κατοχή του. Όπου δε αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία του έχουν μεταφέρει τρίτα πρόσωπα, αναφέρει την πηγή της πληροφόρησης του, ενώ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια και την Altamira να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης.

 

Στη συνέχεια, ο ομνύοντας προχωρεί σε αναφορές που αφορούν τις διάφορες συγχωνεύσεις, μετονομασίες, μεταβολές και μεταφορές που έλαβαν χώρα, μεταξύ άλλων και αυτής που αφορά τη συγχώνευση της Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Καιϊμακλίου Λτδ με την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λήδρας και ακολούθως τη συγχώνευση της τελευταίας με την Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ και τέλος στις μεταφορές, μεταβολές και μετονομασίες που κατέληξαν στην Αιτήτρια[1].

 

Ως προς την επίδικη Διαιτητική Απόφαση, η εγγραφή της οποίας επιζητείται με την Αίτηση, ο ομνύοντας σημειώνει ότι, στις 3.12.2001, εκδόθηκε διαιτητική απόφαση από διαιτητή δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, για το υπ’ αριθμό 28842 γραμμάτιο, για το ποσό των ΛΚ 2.298,75 πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 1.1.2001 μέχρι εξόφλησης, πλέον ΛΚ 35 ως έξοδα, πιστό αντίγραφο της οποίας επισυνάπτει ως Τεκμήριο Β στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Περαιτέρω, αναφέρει ότι η Διαιτητική Απόφαση γνωστοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στον Καθ’ ου η Αίτηση 2 την ίδια μέρα (ήτοι στις 3.12.2001) και επισυνάπτει προς απόδειξη τούτου, το Τεκμήριο Γ2. Ισχυρίζεται επίσης ότι, η επίδικη Διαιτητική Απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε από τον Καθ’ ου η Αίτηση 2 εντός της προθεσμίας των 21 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της σε αυτόν, και συνεπώς τούτη κατέστη τελεσίδικη. Τέλος, αναφέρει ότι από την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης, το χρέος δεν έχει εξοφληθεί.

 

Η Αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση 2, με την οποία προβάλλονται 22 συνολικά λόγοι ένστασης, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιους για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. Και τούτο διότι, μέσω της αγόρευσης που καταχωρήθηκε από τον συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση 2, τούτοι κατηγοριοποιούνται και εν μέρει αλληλοκαλύπτονται. Ουσιαστικά, και για σκοπούς δομής της παρούσας απόφασης, οι λόγοι ένστασης που εν τέλει προωθούνται και προβάλλονται (ως εκτενώς αναλύονται στην αγόρευση του συνηγόρου του Καθ’ ου η Αίτηση 2), κατηγοριοποιούνται ως εξής:

 

1.  Η Διαιτητική Απόφαση δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και/ή είναι αόριστη και/ή ασαφής/ Η Διαιτητική Απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

2.  Τα δικαιώματα φυσικής δικαιοσύνης και ακρόασης του Καθ’ ου η Αίτηση 2 παραβιάστηκαν/ Η διαιτητική διαδικασία ήταν παράτυπη/ Η επίδικη συμφωνία δανείου και/ή λογαριασμού ουδέποτε τερματίστηκε, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να κωλύεται να επιζητεί την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης.

 

3.  Η Αίτηση είναι άκυρη και/ή πάσχει από μη θεραπεύσιμη παρατυπία.

 

4.  Η Αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης λόγω του ότι έχει παρέλθει υπέρμετρη καθυστέρηση εξ υπαιτιότητας της Αιτήτριας.

 

Την Ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 συνοδεύει ένορκη δήλωση του ιδίου, στην οποία επαναλαμβάνονται ουσιαστικά οι λόγοι ένστασης, με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία.

 

Κανένας εκ των ομνύοντων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν είτε την Αίτηση, είτε την Ένσταση, αντεξετάστηκε. Ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία από τους διαδίκους.

 

Διεξήλθα τόσο την Αίτηση, όσο και την Ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση 2, καθώς επίσης και το μαρτυρικό υλικό που τις υποστηρίζει, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις και τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά προβάλλουν μέσα από τις αγορεύσεις τους. 

 

Νομική Πτυχή

 

Στην περίπτωση που εγείρεται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ συνεργατικής εγγεγραμμένης εταιρείας και, μεταξύ άλλων, μέλους, πρώην μέλους, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών της, αναφορικά με τις εργασίες συνεργατικής εταιρείας, εφαρμόζεται ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος του 1985 (Ν.22/85), ως αυτός έχει τροποποιηθεί, σε συνάρτηση με τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς του 1987, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 52(1) του Ν. 22/85, η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται από την συνεργατική εγγεγραμμένη εταιρεία ή από οποιονδήποτε εκ των πιο πάνω προσώπων, στον Έφορο, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου, περιλαμβανομένης της συνεργατικής εταιρείας, να προσφύγει σε αρμόδιο Δικαστήριο.

 

Βάσει του άρθρου 52(2) του ίδιου Νόμου, ο Έφορος δύναται με τη λήψη της παραπομπής σε διαιτησία, να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών[2] 

 

Ο  κανονισμός 78 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 (ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί), έχει ως εξής:

 

«78.-(1)  Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά, αύτη παραπέμπεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 52 εις τον Έφορον.

(2)  Η τοιαύτη παραπομπή θα γίνεται δι΄ εγγράφου εκθέσεως η οποία θα χρονολογήται και απευθύνεται προς τον Έφορον, θα υπογράφεται υπό του μέρους το οποίον συντάσσει ταύτην, θα ορίζη την διαφοράν και θα περιέχη πλήρεις λεπτομέρειας αυτής. 

(3) Άμα τη λήψει της τοιαύτης παραπομπής ο Έφορος δύναται: 

(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγήν, ή

(β) να παραπέμψη την διαφοράν προς επίλυσιν εις ένα ή τρεις διαιτητάς».

 

Στη βάση του άρθρου 52(4) του Ν. 22/85 «Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης».

 

Τέλος, το άρθρο 52(5) του Ν. 22/85 προνοεί ότι: «Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η  διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου».  

 

Κρίνω σκόπιμο και αναγκαίο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω τις αρχές βάσει των οποίων εξετάζεται μία αίτηση εγγραφής διαιτητικής απόφασης στη βάση του Άρθρου 52 του Ν. 22/85.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διαδικασία εγγραφής διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης, είναι διαδικαστικής μορφής διαδικασία. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 52(2) του Ν. 22/85 και δεν υπεισέρχεται σε θέματα ουσίας που σχετίζονται με την εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης. Τέτοια ζητήματα θα μπορούσαν να εξεταστούν μόνο στα πλαίσια έφεσης κατά της διαιτητικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 52(4) του Νόμου 22/85.

 

Στην υπόθεση Πιττάκα ν. Γ. & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895, λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τη δυνατότητα εγγραφής διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4:

 

«Το λεκτικό του άρθρου 21 είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο του άρθρου 26(1) του Αγγλικού Arbitration Act του 1950. Σύμφωνα με το Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 2, παράγραφος 713:

«Το Δικαστήριο θα χορηγήσει άδεια για εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης εκτός αν υπάρχει πραγματικός λόγος αμφισβήτησης της εγκυρότητας της διαιτητικής απόφασης ή εκτός αν η διαιτητική απόφαση δεν είναι σε τύπο που μπορεί να εκτελεσθεί ως απόφαση»».

 

Στην απόφαση Μανώλης Χριστοφή v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λατσιών (2014) 1 ΑΑΔ 1183κρίθηκε πως αίτηση που καταχωρήθηκε για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, ενώ είχε καταχωρηθεί και ένσταση κατά της εγγραφής διαιτητικής απόφασης, ουσιαστικά αποτελούσε παλινδρόμηση της διαδικασίας. Υπογράμμισε δε το εξής, υιοθετώντας σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Νικολάου Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς, Πολιτική Έφεση αρ. 357/2008, ημερ. 11.4.2012:

 

«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων.  Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές αρχές».

 

Επιβεβαιώνεται με τις ανωτέρω αποφάσεις και συγγράμματα, ότι το Δικαστήριο ουσιαστικά δεν υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς, ούτε εκδικάζει τη διαφορά που προέκυψε, απλά ελέγχει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για να διατάξει την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου (βλ. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Νάπας ν Άντυ Κυριακίδη κ.α. (2008) 1(Α)  Α.Α.Δ. 716 και Ανδρέας Χατζηγεωργίου (ανωτέρω)), για να εκδοθεί διάταγμα εγγραφής και καταχώρησης στο Δικαστήριο μιας διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης, θα πρέπει ο αιτητής να αποδείξει ότι η απόφαση εκδόθηκε αρμοδίως από διορισθέντα, συμφώνως του νόμου, διαιτητή, ότι τούτη φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης, δηλαδή ότι το περιεχόμενο της είναι ξεκάθαρο και σαφές ως προς το ποιος διατάσσεται και τι να πράξει (βλ. επίσης άρθρο στο The Journal of the Institute of Arbitration, Arbitration (2000), issue 66(2), σελ. 79-82 των OReily, M και Sfakianaki, E, υπό τον τίτλο Arbitral awards: contents, requirements and layout) και ότι η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος δεν καταχώρησε έφεση εντός της προθεσμίας των 21 ημερών που προβλέπει το άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Ένεκα του τρόπου που είναι συνταγμένοι οι λόγοι ένστασης και ειδικότερα του γεγονότος ότι αρκετοί εξ αυτών προωθούνται επί κοινής βάσης και αλληλοκαλύπτονται, κρίνω ορθότερο να εξετάσω, τα εγειρόμενα από τον Καθ’ ου η Αίτηση 2, ζητήματα, με βάση τον διαχωρισμό τους, ως τούτος προβάλλει μέσα από την γραπτή του αγόρευση, ούτως ώστε να εξεταστούν όλα τα εγειρόμενα από αυτόν ζητήματα, ως τούτα προωθήθηκαν κατά την ακρόαση της υπό κρίση Αίτησης. 

 

1.     Η Διαιτητική Απόφαση δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και/ή είναι αόριστη και/ή ασαφής/ Η Διαιτητική Απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Επικαλείται ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι η Διαιτητική Απόφαση στερείται αιτιολογίας και ότι δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης  διαιτητικής απόφασης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ελλείπει η οποιαδήποτε αναφορά στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ενώπιον του ο Διαιτητής, κατά την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης, ενώ δεν επεξηγείται πως και από ποιον κατατέθηκαν τούτα. Πέραν τούτου, ισχυρίζεται ότι ο Διαιτητής δεν προέβη σε καμία αναφορά στην εν λόγω Διαιτητική Απόφαση στον ισχυρισμό του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι ο τελευταίος δεν έλαβε καμία ειδοποίηση ή επιστολή από την Αιτήτρια αναφορικά με την τήρηση των δόσεων αποπληρωμής του δανείου από τον πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα αυτός (ο Καθ’ ου η Αιτηση 2) να έχει απαλλαγεί από εγγυητής του επίδικου δανείου[3] και ως εκ τούτου η απόφαση του Διαιτητή να είναι άκυρη.

 

Επιπρόσθετα με τα ανωτέρω, αποτελεί ισχυρισμό της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι στην Διαιτητική Απόφαση δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά υπέρ ποιου προσώπου αυτή εκδόθηκε, αλλά ούτε και το ποσό που πρέπει να πληρωθεί, ως επίσης και ότι είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι ο Διαιτητής αποφάσισε ότι τα έξοδα της διαιτησίας θα καταβληθούν από τους Καθ’ ων η Αίτηση, τα οποία όμως χρεώνονται και στην κατάσταση λογαριασμού του επίδικου δανείου, ως έξοδα διαιτησίας, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να επιχειρεί, ουσιαστικά, να εισπράξει το εν λόγω ποσό δύο φορές.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 2, σελ. 42, παρα. 96, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένος/ συγκεκριμένος τύπος για να είναι μία διαιτητική απόφαση έγκυρη, αρκεί αυτή να είναι διατυπωμένη με ξεκάθαρο και σαφή τρόπο. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα:

 

«No particular form of words is requisite for the validity of an award; it may be expressed in such language as the arbitrator or umpire thinks fit provided its meaning is clear. An ambiguous or uncertain award is bad and cannot be enforced».

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, επισυνάπτεται, στο Τεκμήριο B, το πιστό αντίγραφο της Διαιτητικής Απόφασης, η οποία φέρει την υπογραφή του Διαιτητή. Στην εν λόγω Διαιτητική Απόφαση, αναφέρεται ότι ο κ. Γεώργιος Έλληνας διορίστηκε ως διαιτητής για τη διαφορά μεταξύ της Αιτήτριας και, μεταξύ άλλων, του Καθ’ ου η Αίτηση 2 (ως ένας εκ των 2 εγγυητών που εκεί καταγράφονται). Αναφέρεται ότι η διαφορά είναι σε σχέση με το γραμμάτιο υπ’ αριθμόν 28842, για το ποσό των ΛΚ 2.298,75 και τόκο προς 9% ετησίως από 1.1.2001 μέχρι εξόφλησης. Αναφέρεται επίσης ότι «η ειδοποίηση επιδόθηκε στον πρωτοφειλέτη και τον εγγυητή Γεώργιο Λαμπρινό[4]» και ότι δεν επιδόθηκε στην άλλη εγγυήτρια, την οποία κατονομάζει, για την οποία η Αιτήτρια επιφύλαξε τα δικαιώματα της, αλλά και ότι ενώπιον του Διαιτητή παρουσιάσθηκε ο πρωτοφειλέτης[5] και ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, αμφότεροι οι οποίοι αναγνώρισαν το χρέος τους. Μετά τα πιο πάνω, αναφέρεται ότι «Βάσει των παρουσιασθέντων εγγράφων και αποδεικτικών και την αναγνώριση του χρέους, με την παρούσα διαιτητική απόφαση αποφασίζω τα εξής: (α) Όπως το πιο πάνω γραμμάτιο και οι τόκοι πληρωθούν αλληλεγγύως από τον πρωτοφειλέτη και τον εγγυητή Γεώργιο Λαμπρινό και (β) Έξοδα εκ Λ.Κ.35 πληρωθούν αλληλεγγύως από τους ιδίους (ως η παράγραφος (α))». Τέλος αναφέρεται ο χρόνος και η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και συγκεκριμένα «Λευκωσία 3.12.2001».

 

Από το περιεχόμενο λοιπόν της Διαιτητικής Απόφασης, προκύπτει ότι αυτή αναφέρει το όνομα του διορισθέντος διαιτητή, τους διάδικους της διαιτητικής διαδικασίας, το επίδικο θέμα που είναι το χρέος που δημιουργήθηκε βάσει του επίδικου γραμματίου και το συγκεκριμένο ποσό που αυτό αφορούσε, καθώς και την απόφαση του διαιτητή, η οποία επιλύει την διαφορά. Είναι δε σαφές ότι η εν λόγω Διαιτητική Απόφαση αφορά το συγκεκριμένο ποσό του εν λόγω γραμματίου, ενώ είναι επίσης σαφές και εναντίον ποιων προσώπων αυτή εκδόθηκε. Περαιτέρω, η Διαιτητική Απόφαση αναγράφει τον τόπο και χρόνο έκδοσης της και φέρει την υπογραφή του διαιτητή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι η επίδικη Διαιτητική Απόφαση είναι σαφής και φέρει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης  διαιτητικής απόφασης.

 

Τα όσα δε αναφέρονται από πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι στην κατάσταση λογαριασμού του επίδικου δανείου χρεώνονται εκ νέου τα πιο πάνω επιδικασθέντα έξοδα διαιτησίας, σημειώνω ότι τούτη η αναφερόμενη κατάσταση λογαριασμού δεν παρουσιάστηκε ως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 2, ο οποίος είχε και το βάρος απόδειξης του σχετικού ισχυρισμού του, και ως εκ τούτου ο όποιος ισχυρισμός του περί τούτου παρέμεινε μετέωρος. Εν πάση όμως περιπτώσει, είναι σημαντικό να υπενθυμίσω ότι με την υπό κρίση Αίτηση, εκείνο που επιζητείται είναι η εγγραφή, για σκοπούς εκτέλεσης, της Διαιτητικής Απόφασης. Το αν, κατά το στάδιο εκτέλεσης της, η Αιτήτρια θα προσπαθήσει να εκτελέσει απόφαση για μεγαλύτερο ποσό ή αν διαφανεί ότι εισέπραξε ήδη το ποσό για το οποίο θα επιχειρήσει να λάβει μέτρα εκτέλεσης, τότε εναπόκειται στον Καθ’ ου η Αίτηση 2 να εγείρει τούτο στο κατάλληλο στάδιο και/ή να λάβει όλα τα κατάλληλα δικονομικά διαβήματα.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι εν λόγω λόγοι ένστασης εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 2, κρίνονται ανυπόστατοι και απορριπτέοι στην ολότητα τους.

 

2.     Τα δικαιώματα φυσικής δικαιοσύνης και ακρόασης του Καθ’ ου η Αίτηση 2 έχουν παραβιαστεί / Η διαιτητική διαδικασία ήταν παράτυπη/ Η επίδικη συμφωνία δανείου και/ή λογαριασμού ουδέποτε τερματίστηκε, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να κωλύεται να επιζητεί την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης.

 

Είναι περαιτέρω ισχυρισμός του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι η Διαιτητική Απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης του. Συγκεκριμένα, αποτελεί ισχυρισμό του ότι αυτός ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε ειδοποίηση ότι θα διεξαγόταν ακρόαση ή ότι θα εκδίδετο απόφαση εναντίον του από τον Διαιτητή, αλλά ούτε πληροφορήθηκε αναφορικά με τα επίδικα ζητήματα της διαδικασίας, για τα οποία μπορούσε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του, ήτοι ποιο ήταν το οφειλόμενο ποσό και ο τόκος που απαιτούσε η Αιτήτρια και οι όροι εντολής του Διαιτητή, ούτως ώστε να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα του να προετοιμαστεί αναφορικά με την εν λόγω διαδικασία. Αποτελεί, περαιτέρω, συναφή ισχυρισμό του, ότι η ενημέρωση που είχε, αναφορικά με την διαιτητική διαδικασία και την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης, από λειτουργό της Αιτήτριας και ακολούθως από τον ίδιο τον Διαιτητή, ήταν ότι τούτη ήταν μια τυπική διαδικασία αναφορικά με το δάνειο του πρωτοφειλέτη, ενώ δεν του είχαν αναφέρει ότι θα εκδίδετο η εν λόγω Διαιτητική Απόφαση. Ισχυρίζεται, επίσης, συναφώς, ότι ο Διαιτητής ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει με ακρόαση της διαφοράς και να επιστήσει την προσοχή του Καθ’ ου η Αίτηση 2 στο ότι είχε δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του μέσω δικηγόρου και να τον καλέσει να παρευρεθεί στην διαδικασία με δικηγόρο. Πέραν των πιο πάνω, είναι η θέση του ότι ουδέποτε του είχε κοινοποιηθεί η απόφαση του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών για παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία και ως εκ τούτου στερήθηκε του δικαιώματος του για προσβολή της απόφασης αυτής με ιεραρχική προσφυγή. Τέλος, είναι η θέση του ότι ενώ είχε αναφέρει στον Διαιτητή ότι δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση ή επιστολή από την Αιτήτρια αναφορικά με την τήρηση των όρων αποπληρωμής του επίδικου δανείου από τον πρωτοφειλέτη, αυτός (ο Διαιτητής) αρνήθηκε να εξετάσει το ζήτημα και εξέδωσε την απόφαση του, η οποία ήταν ήδη έτοιμη, με αποτέλεσμα αυτή να μολύνεται από παρανομία και να είναι άκυρη.

 

Με κάθε σεβασμό στις θέσεις που προβάλλονται εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 2, αυτές είναι έκθετες σε απόρριψη. Και εξηγώ.

 

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της Διαιτητικής Απόφασης (βλ. Τεκμήριο Β) ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, στις 3.12.2001, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση, παρουσιάστηκε ενώπιον του Διαιτητή. Επομένως, είχε ξεκάθαρα ειδοποιηθεί για τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας, και ως είναι εμφανές από το Τεκμήριο Β, όχι μόνο εμφανίστηκε σε αυτήν, αλλά αναγνώρισε και το χρέος του ενώπιον του Διαιτητή κατά την εν λόγω εμφάνιση του. Επομένως, οι όποιοι ισχυρισμοί του περί του ότι δεν έλαβε οποιαδήποτε ειδοποίηση ότι θα διεξαγόταν ακρόαση ή ότι θα εκδίδετο απόφαση και, κατά συνέπεια, στέρησης σε αυτόν του δικαιώματος του να προετοιμαστεί δεόντως και να λάβει μέρος στην εν λόγω διαδικασία προβάλλοντας την υπεράσπιση του, είναι έκδηλα ανυπόστατοι και απορριπτέοι στην ολότητα τους.

 

Σε ότι δε αφορά τον ισχυρισμό του ότι η ειδοποίηση παραπομπής σε διαιτησία θα έπρεπε να αναγράφει το οφειλόμενο ποσό και τον τόκο που απαιτούσε η Αιτήτρια και επομένως τους όρους εντολής του Διαιτητή, σημειώνω ότι, στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης, εκείνο που εξετάζεται είναι κατά πόσο πληρείται η προϋπόθεση ότι είχε αποσταλεί η ειδοποίηση παραπομπής σε διαιτησίας προς τον Καθ’ ου η Αίτηση 2 και, επομένως, κατά πόσο του δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιαστεί στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας και να προβάλει τις θέσεις του. Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, είναι εμφανές, όπως προανέφερα, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, εμφανίστηκε στην εν λόγω διαιτητική διαδικασία και αναγνώρισε και το χρέος του. Τα όσα δε αναφέρθηκαν στην υπόθεση Κωνσταντίνα Τσεντίδη v Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λακατάμιας, Αίτηση με αρ. 2391/12, απόφαση ημερ. 12.9.2012, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση 2, με κάθε σεβασμό προς τη σχετική θέση του, ουδόλως ενισχύουν τούτη. Στην εν λόγω απόφαση, ο Διαιτητής είχε παρεκκλίνει από τους όρους εντολής του στη βάση της ειδοποίησης παραπομπής σε διαιτησία, εφόσον εξέδωσε απόφαση για μεγαλύτερο ποσό από αυτό για το οποίο είχε αποσταλεί η ειδοποίηση παραπομπής σε διαιτησία. Επίσης, η εκεί διαδικασία αφορούσε αίτηση για παραμερισμό/ ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, όπου το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να εξετάσει ισχυρισμούς αναφορικά με το παράτυπο της διαιτητικής διαδικασίας και κατ’ επέκταση της διαιτητικής απόφασης. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης, δεν έχει τέτοια δυνατότητα (βλ. Μανώλης Χριστοφή (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση της Σωτηρούλλας Κωνσταντίνου (1995) 1 Α.Α.Δ 827), και, εν πάση περιπτώσει, δεν εγείρεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι ο διαιτητής παρέκκλινε από τους όρους εντολής του κατά τη διαιτητική διαδικασία.

 

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον Καθ’ ου η Αίτηση 2 περί της (1) μη ενημέρωσης του ότι θα εκδιδόταν απόφαση εναντίον του, (2) μη ενημέρωσης του ότι είχε δικαίωμα να θέσει την υπεράσπιση του μέσω δικηγόρου ή ότι μπορούσε να εκπροσωπηθεί με δικηγόρο, (3) ότι ο διαιτητής δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς που του είχε θέσει κατά τη διαδικασία της διαιτησίας, (4) ότι δεν του κοινοποιήθηκε η ειδοποίηση του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών για παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία και επομένως στερήθηκε του δικαιώματος να προσβάλει την εν λόγω απόφαση του Εφόρου με ιεραρχική προσφυγή, με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να έχει μολυνθεί από παρανομία, και (5) ότι η επίδικη συμφωνία δανείου και/ή λογαριασμού δεν τερματίστηκε.

 

Με τους πιο πάνω λόγους ένστασης, οι οποίοι είναι συναφείς μεταξύ τους, ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο Διαιτητής προέβη σε κακό χειρισμό και/ή μεροληπτική και/ή ανάρμοστη συμπεριφορά κατά τη διαιτητική διαδικασία και/ή την έκδοση της διαιτητικής απόφασης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της Αιτήτριας ήταν πρόωρη και ότι υπήρχε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι αφορούν την διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας και κατ’ επέκταση την εκδοθείσα Διαιτητική Απόφαση.

 

Από το λεκτικό του 52(4) του Ν. 22/85, προκύπτει ότι παρέχεται, σε οποιοδήποτε πρόσωπο που θεωρεί ότι αδικείται από την απόφαση διαιτητή που εκδίδεται δυνάμει του Νόμου 22/85, το δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση αυτή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το δικαίωμα όμως αυτό, δεν είναι απεριόριστο όσον αφορά τον χρόνο άσκησης του. Προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία 21 ημερών, μετά την παρέλευση της οποίας η διαιτητική απόφαση καθίσταται πλέον τελεσίδικη. Ως προς το αντικείμενο που μπορεί να έχει τέτοια έφεση, αυτό μπορεί να είναι οτιδήποτε έχει να κάνει με την διαδικασία της διαιτησίας, από την παραπομπή της μέχρι και την έκδοση της διαιτητικής απόφασης. Σε αυτό περιλαμβάνεται σίγουρα και ο τυχόν κακός χειρισμός της υπόθεσης από τον διαιτητή ή η διαιτησία να διεξήχθη ή η διαιτητική απόφαση να εκδόθηκε παράτυπα ή λανθασμένα. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί επίσης και η παραβίαση εκ μέρους του διαιτητή των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Εντούτοις, τέτοια ζητήματα, ως προκύπτει από την σχετική νομολογία, δεν μπορούν να εγερθούν στα πλαίσια αίτησης για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, όπου το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ελέγξει την ορθότητα της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά ούτε και να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς, η οποία οδήγησε στην διαδικασία αυτή και στην απόφαση του διαιτητή. Εφόσον ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 ένιωθε τόσο έντονα για αυτά τα ζητήματα, όφειλε να τα εγείρει με σχετική έφεση εναντίον της Διαιτητικής Απόφασης, εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας που θέτει ο Νόμος (βλ. μεταξύ άλλων, Μανώλης Χριστοφή (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση της Σωτηρούλλας Κωνσταντίνου (ανωτέρω)).

 

Εν προκειμένω, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, αναφέρεται ότι η Διαιτητική Απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Καθ’ ου η Αίτηση 2 στις 3.12.2001 και προς τούτο επισυνάπτεται το Τεκμήριο Γ2. Στο δε Τεκμήριο Γ2 περιλαμβάνεται δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι του «έχει γνωστοποιηθεί γραπτώς η απόφαση του Διαιτητή ημερ. 3.12.2001 σχετικά με τη διαφορά μεταξύ μου και της πιο πάνω Εταιρείας», την οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 προσυπογράφει, με την εξής σημείωση «Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι από τις 22.4.1999 δεν έλαβα καμία ειδοποίηση για μη τήρηση των όρων συμβολαίου από τον πρωτοφειλέτη». Σημειώνω εδώ ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 δεν αμφισβητεί ότι του γνωστοποιήθηκε η Διαιτητική Απόφαση. Εν πάση όμως περιπτώσει, ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, στις 3.12.2001, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση, ήταν παρών ενώπιον του Διαιτητή (όπως φαίνεται από το Τεκμήριο Β). Επομένως, η απαγγελία αυτής, στην παρουσία του, αποτελεί επαρκή γνωστοποίηση της σε αυτόν, στη βάση της νομολογίας (βλ. υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Σωτήρη Δημοσθένους (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1699 και Μανώλης Χριστοφή (ανωτέρω)).

 

Συνεπώς, με τη γνωστοποίηση της Διαιτητικής Απόφασης, στις 3.12.2001, στον Καθ’ ου η Αίτηση 2, άρχισε να τρέχει και η προθεσμία των 21 ημερών για άσκηση έφεσης εναντίον αυτής, προθεσμία που παρήλθε άπρακτη, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 είχε εκφράσει, γραπτώς, κάποιο εκ των παραπόνων που προβάλλει στα πλαίσια της παρούσας Αίτηση, κατά την γνωστοποίηση αυτής (της Διαιτητικής Απόφασης) σε αυτόν[6], και συνεπώς η Διαιτητική Απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Κατ' επέκταση, δεν μπορεί στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητείται η εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, να τίθενται, με την ένσταση, οποιαδήποτε ζητήματα, τα οποία έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, όπως η εγκυρότητα παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία ή η νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία και κατ’ επέκταση του διορισμού του διαιτητή από τον Έφορο[7] ή η κακή συμπεριφορά του διαιτητή, περιλαμβανόμενης της παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και της ακολουθητέας διαδικασίας.

 

Επομένως, ούτε και αυτοί οι λόγοι ένστασης ευσταθούν και επομένως απορρίπτονται.

 

3.  Η Αίτηση είναι άκυρη και/ή πάσχει από μη θεραπεύσιμη παρατυπία.

 

Είναι ισχυρισμός του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι η Αίτηση είναι άκυρη και/ή πάσχει από μη θεραπεύσιμη παρατυπία καθότι το κατάλληλο δικονομικό διάβημα είναι αυτό της Αγωγής και όχι της πρωτογενούς Αίτησης.

 

Η τελεσιδικία της διαιτητικής απόφασης (η οποία τεκμαίρεται νομοθετικά δυνάμει του άρθρου 52(5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85), δίδει το έναυσμα για την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως εξωδικαστικού διατάγματος δυνάμει της Δ.47 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. ΧΧΧ Παπαγεωργίου v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοτριμιθιάς, Πολιτική Έφεση αρ. 192/13, απόφαση ημερ. 19.7.2019), ECLI:CY:AD:2019:A327. Στη βάση δε της Δ.47, η εγγραφή διαιτητικής απόφασης γίνεται με αίτηση, πλην όμως τούτη η αίτηση δεν γίνεται μονομερώς, ως προβλέπει η Δ.47 θ. 1, αλλά δια κλήσεως, με βάση την ειδικότερη νομολογία αναφορικά με τον Ν. 22/85.

Επομένως, ορθά η Αιτήτρια, καταχώρησε την παρούσα διαδικασία με δια κλήσεως αίτηση, στη νομική βάση της οποίας, περιλαμβάνει το άρθρο 52(5) του Ν. 22/85, ως επίσης και την Δ.47 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, με αποτέλεσμα να δίδεται και το δικαιοδοτικό έναυσμα στο Δικαστήριο για να επιληφθεί της παρούσας Αίτησης.

 

Επομένως και αυτός ο λόγος ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

 

4.  Η Αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης λόγω του ότι έχει παρέλθει υπέρμετρη καθυστέρηση εξ υπαιτιότητας της Αιτήτριας.

 

Σε ότι αφορά τον πιο πάνω λόγο ένστασης, παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΧΧΧ Στυλιανού v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς – Ανάγυιας, Πολιτική Έφεση αρ. 92/14, ημερ. 22.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A168, όπου αναφέρθηκε ότι αναφορικά με τη διαδικασία εγγραφής διαιτητικής απόφασης, δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«Αυτό έγινε κατ' εφαρμογή της Δ.47 θ.1 που δίδει εξουσία εγγραφής της Διαιτητικής απόφασης στο μητρώο του Δικαστηρίου.  Αφού η απόφαση εγγραφεί, τότε, σύμφωνα με την Δ.47 θ.3,  μπορεί να εκτελεστεί ως απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που την καθιστούν εκτελεστή.  Συνεπώς, αυτό θα ήτο το επόμενο βήμα εάν η Εφεσίβλητη επιθυμούσε να προχωρήσει σε διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης. Τότε θα ετίθετο θέμα χρόνου έκδοσης της απόφασης. Σχετικά με εγγραφή διαιτητικής απόφασης δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός.  Βασική προϋπόθεση εγγραφής της είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Η αίτηση για εγγραφή επιδίδεται στο πρόσωπο αυτό ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε το οποίο ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα που είναι η εγγραφή της Διαιτητικής απόφασης χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κ.λ.π. της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση (βλ. σχετικά την  XXX XXX Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 707, 711  και Ζαμπά ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.λ.π. Π.Ε. 96/12 ημερ. 6.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A277[8].

 

Στη βάση των πιο πάνω, και αυτός ο λόγος ένστασης του Καθ’ ου η Αίτηση 2 είναι ανυπόστατος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις και κρίσεις μου, έχω, στην ουσία, αποφανθεί επί όλων των εγειρόμενων από τον Καθ’ ου η Αίτηση 2, μέσω της αγόρευσης του, ζητημάτων. Η δε κρίση μου να μην αποδεχθώ καμία εκ των εισηγήσεων του, καθιστά πλέον αναγκαία την εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια, με τη μαρτυρία που παρουσίασε, κατάφερε να αποδείξει ότι θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η Αιτήτρια, στην υπό εξέταση υπόθεση, με τη μαρτυρία που προσκόμισε, κρίνω ότι ικανοποίησε όλες τις προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία. Και τούτο γιατί, απέδειξε ότι:

 

(α) εκδόθηκε νόμιμα διαιτητική απόφαση, από αρμόδιο διαιτητή, στον οποίο νομότυπα παραπέμφθηκε διαφορά των μερών, και μετά που ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 πληροφορήθηκε για τη διεξαγωγή της διαιτησίας, στην οποία παρευρέθηκε και αναγνώρισε το χρέος του,

 

(β) το κείμενο και/ή η εικόνα της επίδικης Διαιτητικής Απόφασης, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, ώστε να είναι επιδεκτική εκτέλεσης,

 

(γ) η επίδικη Διαιτητική Απόφαση γνωστοποιήθηκε δεόντως στον Καθ’ ου η Αίτηση 2,

 

(δ) ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, δεν καταχώρησε οποιαδήποτε έφεση εντός της, προκαθορισμένης από το Νόμο, χρονικής περιόδου (21 ημερών) από την γνωστοποίηση σε αυτόν της Διαιτητικής Απόφασης, και

 

(ε) η παρούσα Αίτηση έγινε δια κλήσεως και δόθηκε η ευκαιρία στον Καθ’ ου η Αίτηση 2 να προβάλει την ένσταση του σε αυτήν.

 

Κατάληξη

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα, καθίσταται έκδηλο ότι η υπό εξέταση Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και κατά ακολουθία να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται διάταγμα εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2, ως η παράγραφος (Α) της Αίτησης.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν βλέπω κανέναν λόγο γιατί τούτα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αίτησης και ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.          

 

           

 

                                                                                   (Υπ.) …………………………………..

                                                                                      Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]Στις 24.7.2017 η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ άλλαξε το όνομα της σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, ενώ ακολούθως, στις 3.9.2018 η τελευταία μετονομάστηκε σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΣΕΔΙΠΕΣ), η οποία βάσει της σχετικής Ειδοποίησης Μετονομασίας ημερ. 8.3.2023 που βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου, μεταβίβασε στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΚΕΔΙΠΕΣ) όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που αυτή κατείχε, δυνάμει μεταξύ τους Συμφωνίας Μεταβίβασης Περιουσιακών Στοιχείων ημερ. 7.10.2022.

[2] Εφόσον δεν έχουν εκδοθεί θεσμοί δυνάμει του άρθρου 52(6) του Ν. 22/85.

[3] Σε ότι αφορά την εν λόγω θέση από πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση 2, τούτη εξετάζεται κατωτέρω στην παρούσα απόφαση, στο μέρος που εξετάζονται οι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η Αίτηση περί παραβίασης των δικαιωμάτων φυσικής δικαιοσύνης και ακρόασης.

[4] Ήτοι τον Καθ’ ου η Αίτηση 2.

[5] Ο οποίος είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 στην παρούσα Αίτηση.

[6] Ήτοι ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση για μη τήρηση των όρων συμβολαίου από τον πρωτοφειλέτη (βλ. Τεκμήριο Γ2).

[7] Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου Νικολάου ανωτέρω, όπου τέθηκε θέμα κύρους και ορθότητας της διαιτητικής διαδικασίας για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και ο μονομερής διορισμός του διαιτητή από τον Έφορο, κρίθηκε ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια αίτησης εγγραφής διαιτητικής απόφασης, δεν έχει εξουσία να εξετάζει θέμα νομιμότητας διορισμού του διαιτητή.

[8] Υπογράμμιση δική μου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο