ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 1/2021

 

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

 

και

 

Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

 

 

5 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια: κα Χριστοδούλου δια Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Κωνσταντίνου δια Τορναρίτης & Σια ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της CYTA HELLAS ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΑΕ (στο εξής η «Αιτήτρια») ημερομηνίας 15.9.2022 για άδεια συνέχισης της αγωγής υπ’ αριθμό 7449/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας

 

 

Η αγωγή 7449/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας καταχωρήθηκε από την Αιτήτρια και την Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου (στο εξής η «ΑΤΗΚ»), ως Ενάγοντες. Στρέφεται εναντίον της Cyprus Pοpular Bank Public Co Ltd (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»), της Άντρης Αντωνιάδου ως ειδικής διαχειρίστριας της Λαϊκής Τράπεζας και της Bank of Cyprus Public Company Ltd (στο εξής η «Τράπεζα Κύπρου»).

 

Ενώ η αγωγή εκκρεμούσε προς εκδίκαση, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε εκκαθάριση. Συνεπεία αυτού, μέσω της παρούσας Αίτησης, η Αιτήτρια ζητά άδεια να συνεχίσει την αγωγή εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Για σκοπούς πληρότητας να σημειώσω ότι η Αίτηση είχε αρχικά καταχωρηθεί από κοινού από την Αιτήτρια και την ΑΤΗΚ. Στην πορεία όμως η ΑΤΗΚ προχώρησε με επαλήθευση του χρέους της η οποία έγινε αποδεκτή από τον εκκαθαριστή και, ένεκα αυτού, απέσυρε το αίτημα της για άδεια συνέχισης της αγωγής στο βαθμό που την αφορούσε. Την Αίτηση προώθησε μόνο η Αιτήτρια.

 

Μέσω της αγωγής, οι εκεί ενάγοντες εγείρουν αριθμό αξιώσεων που πηγάζουν από τα μέτρα εξυγίανσης που είχαν ληφθεί το 2013 σε σχέση με τη Λαϊκή Τράπεζα. Αντίγραφο της έκθεσης απαίτησης επισυνάπτεται στην Αίτηση.

 

Συνοπτικά, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά τις 26.3.2013 η ΑΤΗΚ διατηρούσε καταθέσεις συνολικού ύψους €14.526.889,64 στην Λαϊκή Τράπεζα. Παράλληλα η Αιτήτρια είχε λάβει δάνειο ύψους €15.000.000 από την Λαϊκή Τράπεζα. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι «απηυθύναν επιστολές στην Λαϊκή (letters of comfort) με τις οποίες μεταξύ άλλων αναλάμβανε η ΑΤΗΚ να διατηρεί καταθέσεις στη Λαϊκή ύψους 133% του δανείου και υποχρέωση κάλυψης του δανείου σε περίπτωση που η [Αιτήτρια] έπαυε να είναι θυγατρική του ομίλου εταιρειών της ΑΤΗΚ.»

 

Όταν η Λαϊκή τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης, η ΑΤΗΚ «ζήτησε τη μεταφορά των δεσμευμένων καταθέσεων στο δάνειο της [Αιτήτριας] αλλά η [ειδική διαχειρίστρια] απάντησε αρνητικά.»

 

Το ποσό των €14.526.889,64 καταθέσεων της ΑΤΗΚ απομειώθηκε και το δάνειο της Αιτήτριας, το υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν σε €15.217.913,34 (περιλαμβανομένων τόκων μέχρι 31.3.2013) μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Οι ενάγοντες επικαλούνται επίσης λανθασμένο υπολογισμό τόκου επί των ποσών των καταθέσεων της ΑΤΗΚ.

 

Η θέση των εναγόντων στην αγωγή είναι ότι η άρνηση της Λαϊκής Τράπεζας και/ή της ειδικής διαχειρίστριας να συμψηφίσουν το υπόλοιπο του δανείου με το ποσό των καταθέσεων ήταν αντισυμβατική και, συνεπεία αυτής, υπέστησαν ζημιές.

 

Στη βάση αυτή αξιώνουν με την αγωγή (Α) δηλωτική απόφαση ότι το υπόλοιπο του δανείου της Αιτήτριας έχει εξοφληθεί, (Β) διάταγμα που να διατάζει τον συμψηφισμό των καταθέσεων με το υπόλοιπο του δανείου και (Γ) διάταγμα που να διατάζει τον επαναϋπολογισμό των τόκων επί των καταθέσεων. Επιπρόσθετα, διαζευκτικά προς την αξίωση (Α) και (Β), ζητούν ως θεραπεία (Δ) την έκδοση απόφασης υπέρ της ΑΤΗΚ για ποσό €14.526.889,64 που έχει απομειωθεί.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, η ΑΤΗΚ έχει αποσύρει το αίτημα της για άδεια συνέχισης της αγωγής μετά την επαλήθευση του χρέους της.

 

Συνεπώς, εξετάζω το αίτημα της Αιτήτριας για άδεια συνέχισης, σε συνάρτηση με τις αξιώσεις της αγωγής που την αφορούν. Πρόκειται για τις αξιώσεις υπό (Α) και (Β) πιο πάνω. Από τις αξιώσεις αυτές, εκείνη η οποία σχετίζεται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι στρέφεται εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας είναι η αιτούμενη θεραπεία της παραγράφου (Β) για διάταγμα που να διατάζει τον συμψηφισμό του δανείου της Αιτήτριας με τις καταθέσεις της ΑΤΗΚ. Η δηλωτική απόφαση της παραγράφου (Α) δεν αφορά την Λαϊκή Τράπεζα αφού το επίδικο δάνειο έχει πλέον μεταφερθεί στην Τράπεζα Κύπρου στα πλαίσια της εξυγίανσης και κανένα δικαίωμα έχει σε σχέση με αυτό η Λαϊκή Τράπεζα ή ο εκκαθαριστής της.

 

Συνεπώς, εξετάζοντας την ουσία της Αίτησης εστιάζω στην αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Β).

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, η οποία έγινε από λειτουργό της ΑΤΗΚ, υπάρχει αναφορά στην καταχώρηση της αγωγής. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια έχει στο μεταξύ συγχωνευθεί με την εταιρεία Vodafone Παναφον Ανώνυμη Εταιρεία Τηλεπικοινωνίων και ο ενόρκως δηλών καταλήγει ότι η άδεια για συνέχιση της αγωγής είναι «αναγκαία για την πλήρη διεκπεραίωση όλων των επίδικων θεμάτων στην ως άνω αναφερόμενη αγωγή αλλά και δίκαια και εύλογη υπό τις περιστάσεις.»

 

Η πλευρά του εκκαθαριστή έχει εγείρει ένσταση στην χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Οι λόγοι ένστασης που προβάλλονται εστιάζουν στο ότι υπό τις περιστάσεις και με δεδομένη τη μεταφορά του δανείου στην Τράπεζα Κύπρου δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Προσθέτω ότι κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία και πηγές στις οποίες παραπέμπουν.

 

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης. Όπως εξήγησα πιο πάνω το αίτημα για άδεια συνέχισης της αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας θεωρώ ότι αφορά την αξίωση της παραγράφου (Β) του παρακλητικού της αγωγής, δηλαδή την αξίωση για διάταγμα προς συμψηφισμό του υπολοίπου του δανείου της Αιτήτριας με το ποσό των καταθέσεων της ΑΤΗΚ κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»

 

Ο σκοπός αυτής της διάταξης επεξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524. To απόσπασμα αυτό αφορά το section 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Αναφέρονται τα εξής:

 

«When a winding up order is made, or a provisional liquidator is appointed, no action or proceeding against the company may be commenced or continued in any court without leave of the Companies Court. The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.»

 

Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της σχετικά ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία αγωγή ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Για να δοθεί άδεια για συνέχιση μιας αγωγής μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, πρέπει ο αιτητής να ικανοποιήσει το Δικαστήριο (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές.

 

Στην παρούσα περίπτωση, έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, έχω καταλήξει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια.

 

Αυτό διότι, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι διαθέτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Λαϊκής για τον συμψηφισμό που διεκδικεί.

 

Ο λόγος που μέσω της νομολογίας εδραιώθηκε η συγκεκριμένη προϋπόθεση για χορήγηση άδειας να προχωρήσει μια αγωγή εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας, είναι απλός. Η υπεράσπιση μιας αγωγής δημιουργεί έξοδα. Επίσης, η εκδίκαση μέχρι την τελεσιδικία είναι χρονοβόρα. Το Δικαστήριο εκκαθάρισης έχει καθήκον να μεριμνήσει ότι η εκκαθάριση θα ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό αλλά και να διαφυλάξει την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας στην οποία προσμένουν όλοι οι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές.

 

Κατά την άποψη μου, η έννοια της «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» προϋποθέτει κάποιο υπόβαθρο που να δείχνει ότι ο αιτητής διαθέτει συζητήσιμη πιθανότητα απόδοσης της θεραπείας που διεκδικεί.

 

Εδώ, εκτός από τις αναφορές στο δικόγραφο σε δέσμευση των καταθέσεων της ΑΤΗΚ έναντι του υπολοίπου του δανείου της Αιτήτριας, δεν έχω ενώπιον μου μαρτυρία που να υποστηρίζει αυτή τη θέση. Τα αναφερόμενα στο δικόγραφο letters of comfort δεν έχουν παρουσιαστεί ώστε να μπορεί να γίνει μια πρώτη (για τους περιορισμένους σκοπούς αυτής της διαδικασίας) αξιολόγηση του περιεχομένου και νομικών αποτελεσμάτων που δυνατό να επιφέρουν.

 

Επιπρόσθετα, καθοριστικό είναι το εξής. Ακόμα και αν η Αιτήτρια είναι σε θέση να αποδείξει όλους τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της, δεν διακρίνω με ποιο τρόπο θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα για συμψηφισμό του δανείου της με τις καταθέσεις της ΑΤΗΚ.

 

Η διαδικασία συμψηφισμού δανείων με πιστωτικά υπόλοιπα ή εξασφαλίσεις ήταν μια διεργασία που γινόταν στα πλαίσια της εξυγίανσης. Όμως, η διαδικασία εξυγίανσης έχει πλέον συντελεστεί. Η Λαϊκή Τράπεζα είναι σήμερα σε καθεστώς εκκαθάρισης. Δεν διαβλέπω πως θα μπορούσε να διαταχθεί ο εκκαθαριστής της Λαϊκής Τράπεζας να προβεί σε συμψηφισμό. Στο πλαίσιο των μέτρων εξυγίανσης, η σύμβαση δανείου (μαζί με τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις) μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου, από το 2013. Ο εκκαθαριστής δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να εκτελέσει διαταγή για συμψηφισμό αφού το δάνειο της Αιτήτριας και οι καταθέσεις της ΑΤΗΚ που παρέμειναν μετά την απομείωση δεν αποτελούν πλέον περιουσιακό στοιχείο της Λαϊκής Τράπεζας ώστε να έχει τη δυνατότητα να επέμβει σε αυτές.

 

Όπως εξήγησα πιο πάνω, συνιστά προϋπόθεση για παροχή άδειας συνέχισης μιας αγωγής εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας ότι ο αιτητής έχει δείξει ότι διαθέτει μια λογική προοπτική επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρει. Αυτή η προϋπόθεση δεν πληρείται σε σχέση με την αξίωση για συμψηφισμό, που είναι και η ουσιαστική διεκδίκηση εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Ακολουθεί από τα πιο πάνω ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια στην Αιτήτρια για συνέχιση της αγωγής 7449/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο