ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 680/16

Μεταξύ:

Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ

Ενάγουσα

- και -

 

Μάριος Χριστοδούλου

Εναγόμενος

----------------------------------

 

Ημερομηνία: 10 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για ενάγουσα: κα Α. Κούρα

Για εναγόμενο: κ. Χ. Πουτζιουρής

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η ενάγουσα ζητά από τον εναγόμενο οφειλόμενο ποσό δυνάμει δανείου και εκποίηση του ενυπόθηκου ακίνητου το οποίο δόθηκε προς εξασφάλιση.

Ο εναγόμενος στην υπεράσπισή του ισχυρίζεται ότι υπέγραψε μετά από πίεση, ψευδείς παραστάσεις, εξαπάτηση, παραπλάνηση και αθέμιτο επηρεασμό.  Αρνείται το οφειλόμενο υπόλοιπο, ισχυρίζεται ότι έχει πληρώσει «αρκετά μεγάλο ποσό» έναντι του δανείου και επιφυλάσσει το δικαίωμά του να διεκδικήσει τυχόν επιπλέον ποσό έχει πληρώσει.  Επικαλείται την ύπαρξη καταχρηστικών όρων.  Ανταπαιτεί την ακύρωση των συμφωνιών, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

Προς απόδειξη της απαίτησης κατέθεσε ο ΜΕ.

Προς απόδειξη της ανταπαίτησης κατέθεσε ο εναγόμενος.

Η μαρτυρία λήφθηκε υπόψη στην ολότητά της, έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στο κείμενο της απόφασης.  Μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

Ο ΜΕ συμφώνησε με τη γραπτή δήλωσή του (Έγγραφο Α).  Ο εναγόμενος, με γραπτή αίτησή του, ζήτησε δάνειο για να αγοράσει διαμέρισμα (Τεκμήριο 11).  Το αίτημά του εγκρίθηκε και στις 28.7.10 υπέγραψε τη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 12).  Το δάνειο ήταν για €160.000 (παρ. 1), με βασικό επιτόκιο 4,25% και περιθώριο 1,80%, ήτοι 6,05%, με δικαίωμα διαφοροποίησης κατά την κρίση της ενάγουσας (παρ. 3).  Προνοείτο κεφαλαιοποίηση και τόκος υπερημερίας (παρ. 4 και 5).  Αυθημερόν, ο εναγόμενος υπέγραψε σύμβαση υποθήκης για ισάξιο ποσό και τόκους (Τεκμήριο 15).  Την επόμενη μέρα, υπέγραψε την απόδειξη εκταμίευσης (Τεκμήρια 13 και 14).  Το δάνειο θα αποπληρωνόταν με μηνιαίες δόσεις των €1.244,25, η πληρωμή των οποίων θα άρχιζε δύο χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ήτοι από 28.7.12 (παρ. 2).  Ο εναγόμενος ουδεμία δόση πλήρωσε μέχρι τον Μάρτιο 2013.  Η ενάγουσα απέστειλε προειδοποιητική επιστολή, ημερ. 5.3.13 (Τεκμήριο 16).  Δεν συμμορφώθηκε.  Τον Αύγουστο 2013 η ενάγουσα απέστειλε επιστολή τερματισμού, με την οποία ζητούσε την εξόφληση του δανείου (Τεκμήριο 17).  Από την υπογραφή της συμφωνίας μέχρι και σήμερα, ο εναγόμενος πλήρωσε έναντι του δανείου €1.000. 

Μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκαν ως παραδεκτά ότι ο εναγόμενος υπέγραψε την αίτηση δανείου (Τεκμήριο 11) και τις συμφωνίες δανείου και υποθήκης (Τεκμήρια 12 και 15) και ότι το δάνειο εκταμιεύθηκε (Τεκμήριο 14).

Ο εναγόμενος συμφώνησε με τη γραπτή δήλωσή του (Έγγραφο Β).  Τότε ήταν πολιτικός μηχανικός, νυμφευμένος με τραπεζικό υπάλληλο.  Σκοπός που έκανε το δάνειο ήταν για να αγοράσει ένα διαμέρισμα, το οποίο αγόρασε.  Δεν ήταν σε θέση να το αποπληρώνει.  Εντούτοις, η ενάγουσα, με πρόθεση να κερδοσκοπήσει, του παραχώρησε το δάνειο.  Η ημερομηνία στην αίτησή του (Τεκμήριο 11) είναι αναληθής.  Δεν την υπέγραψε στις 24.6.10, ως αναγράφεται, αλλά στις 28.7.10 μαζί με τη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 12).  Επίσης, το ποσό των €5.000 που αναγράφεται ως το εισόδημά του είναι αναληθές.  Γράφτηκε από τους λειτουργούς της ενάγουσας και ο ίδιος το πρόσεξε μετά που υπέγραψε την αίτηση.  Δεν του δόθηκαν αντίγραφα και δεν έγινε διαπραγμάτευση των όρων αφού τα έγγραφα ήταν τυποποιημένα.  Οι όροι είναι καταχρηστικοί και του επιβλήθηκαν από την ενάγουσα.  Δεν τον πληροφόρησαν τι είναι το βασικό επιτόκιο και το περιθώριο και πώς υπολογίζεται.  Θέση του ήταν ότι, εφόσον το συνεργατικό με το οποίο υπέγραψε το δάνειο δεν υπάρχει πλέον, η ενάγουσα δεν μπορεί να του επιβάλλει το δικό της επιτόκιο. 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προσκόμισαν πολυσέλιδες αγορεύσεις.  Έλαβα υπόψη μου όλα όσα ανέφεραν.  Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο.

Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες έχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές (Χριστοφόρου v. Γερμανού, Πολ. Έφεση 247/13, ημερ. 7.4.20, Πατάτσου ν. Χιλμί κ.ά., Πολ. Έφεση 300/11, ημερ. 31.5.17).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις και τα τεκμήρια (Ιωαννίδης v. Στυλιανός & Γεώργιος Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 369/14, ημερ. 25.5.22).

Ο ΜΕ1 μου έκανε καλή εντύπωση.  Η μαρτυρία του ήταν σαφής.  Απαντούσε με πληρότητα, παραπέμποντας σε τεκμήρια.  Δεν διαπιστώθηκε τάση υπεκφυγής ή καταφυγή στο ψεύδος.  Η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε.  Αναφέρθηκε εκτενώς στο περιεχόμενο των συμφωνιών, στον τερματισμό τους και στο οφειλόμενο υπόλοιπο.  Επεξήγησε, με αναφορά σε τεκμήρια, το εκάστοτε καθεστώς της ενάγουσας.  Με ειλικρίνεια ανέφερε ότι η γνώση του για το δάνειο πηγάζει από τα έγγραφα που κατέχει.  Αυτό δεν επηρεάζει τη μαρτυρία του, ως φαίνεται να εισηγείται η πλευρά του εναγόμενου.  Αντίθετα, ο μάρτυρας κατέχει, όπως είπε, όλα τα σχετικά έγγραφα, μελέτησε την πορεία του δανείου και είναι εξουσιοδοτημένος από την ενάγουσα (Ρώσσου v. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση 448/12, ημερ. 17.12.18).  Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του.

Η μαρτυρία του εναγόμενου παρουσιάζει αδυναμίες.  Πρώτο, αντεξεταζόμενος ανέφερε: «Πρώτα-πρώτα ούτε καν μου είχε λεχθεί ποιο θα ήταν το επιτόκιο.  Ήταν έτοιμα τα έγγραφα, τα υπέγραψα και αυτό ήταν.  Ούτε καν ήξερα ότι η δόση θα ήταν €1.244.  Εγώ υπολόγιζα ότι η δόση θα ήταν €500 περίπου».  Στη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 12) καταγράφονται αναλυτικά το επιτόκιο και το ύψος των δόσεων.  Καταγράφονται μάλιστα με εντονότερους χαρακτήρες από το υπόλοιπο κείμενο.  Ουδεμία επεξήγηση δόθηκε από τον εναγόμενο γιατί προχώρησε με την υπογραφή της συμφωνίας, παρόλο που, ως ανέφερε, δεν του λέχθηκε ποιο θα ήταν το επιτόκιο και παρόλο που το ύψος της δόσης ήταν σχεδόν τριπλάσιο από αυτό που υπολόγιζε. 

Δεύτερο, στην αίτησή του για να λάβει το δάνειο (Τεκμήριο 11) δήλωσε ότι έχει μηνιαίο εισόδημα €5.000 (παρ. 2).  Το πρόσεξε, όπως ανέφερε, μετά που υπέγραψε.  Ισχυρίστηκε ότι το ποσό αυτό γράφτηκε από τους λειτουργούς της ενάγουσας.  Επέρριψε την ευθύνη σε αυτούς, λέγοντας ότι του έδωσαν το δάνειο «ενώ γνώριζαν ότι ήταν αδύνατη η αποπληρωμή του» λόγω άλλων δανείων του και για αυτό ζητά την ακύρωση της συμφωνίας.  Αντίθετα, στην αίτησή του βεβαίωσε: «Είμαστε ικανοί να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας τόσο στις υφιστάμενες όσο και στις νέες πιστώσεις και/ή διευκολύνσεις που αιτούμαστε με την αίτησή μας αυτή» (παρ. iii). 

Τρίτο, ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε την αίτηση (Τεκμήριο 11) την ίδια μέρα με τη συμφωνία, ήτοι στις 28.7.10, και όχι την ημερομηνία που καταγράφεται σε αυτή.  Στην αίτηση καταγράφεται πάνω δεξιά με ευανάγνωστους τυποποιημένους χαρακτήρες: «Ημερομηνία αίτησης: 24/6/2010».  Ουδεμία επεξήγηση έδωσε για ποιο λόγο υπέγραψε μια αίτηση που έφερε λανθασμένη ημερομηνία. 

Τέταρτο, αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι τον επίδικο χρόνο ήταν πολιτικός μηχανικός, όμως δεν είχε δικό του γραφείο, αλλά ήταν υπάλληλος.  Αντίθετα, στην αίτησή του (Τεκμήριο 11), δήλωσε «αυτοεργαζόμενος» (παρ. 2).  Πέμπτο, θέση του ήταν ότι, μετά την υπογραφή της συμφωνίας (Τεκμήριο 12), δεν έλαβε αντίγραφό της.  Αντίθετα, με τη συμφωνία δανείου, την οποία υπέγραψε, βεβαίωσε ότι «καθένας [συμβαλλόμενος] πήρε από ένα αντίγραφο» (παρ. 24). 

Οι αδυναμίες στη μαρτυρία του σε ουσιώδεις, και όχι μόνο, πτυχές της εκδοχής του είναι σε τέτοια έκταση και βαθμό που δεν μπορούν να αγνοηθούν.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του.      

Τα όσα καταγράφονται στην παράθεση της μαρτυρίας του ΜΕ, για σκοπούς αποφυγής επανάληψης, καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου. 

Το βάρος απόδειξης της απαίτησης είναι στην ενάγουσα στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Κωνσταντάς v. Διέτης κ.ά., Πολιτική Έφεση 289/13, ημερ. 6.11.20).  Αν ικανοποιήσει ότι η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, δικαιούται απόφαση (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Οικονόμου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287). 

Ο εναγόμενος φέρει το ίδιο βάρος απόδειξης της ανταπαίτησης. 

Η υπογραφή της αίτησης δανείου και των συμφωνιών δεν αμφισβητείται. 

Ο τερματισμός ήταν νόμιμος.  Η συμφωνία δανείου προνοεί ότι μόλις ζητηθεί, το οφειλόμενο ποσό θα καθίσταται απαιτητό (Τεκμήριο 12, παρ. 8).  Η συμφωνία υποθήκης προνοεί ότι ο οφειλέτης υποχρεούται σε πρώτη ζήτηση να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό (Τεκμήριο 15, παρ. 7).  Το δάνειο θα αποπληρωνόταν με μηνιαίες δόσεις των €1,244.25.  Θα άρχιζαν δύο χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ήτοι από 28.7.12. (παρ. 2).  Ο εναγόμενος μέχρι τον Μάρτιο 2013 ουδεμία δόση πλήρωσε.  Στάλθηκε προειδοποιητική επιστολή, ημερ. 5.3.13 (Τεκμήριο 16).  Ο εναγόμενος πλήρωσε €500 τον Ιούνιο 2013.  Στάλθηκε επιστολή τερματισμού, ημερ. 28.8.13, με την οποία του ζητείτο να ξοφλήσει το δάνειο (Τεκμήριο 17).  Οι επιστολές, ως ανέφερε ο ΜΕ, στάλθηκαν με συνηθισμένο ταχυδρομείο στην τελευταία γνωστή διεύθυνση, ως προνοείται στη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 5, παρ. 22).

Προς απόδειξη του οφειλόμενου ποσού, κατατέθηκε αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 19), με την οποία η ενάγουσα περιόρισε αναλόγως την απαίτησή της.  Πρόκειται για συνήθη πρακτική (Καραγιάννη v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 70/14, ημερ. 17.11.21).  Η σημασία της τονίστηκε στην Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238:

«Δεν συμφωνούμε με το δικηγόρο του εφεσείοντος, ότι το ποσό για το οποίο εκδόθηκε απόφαση ήταν εκτός δικογράφων.  Εκείνο που συνέβη, ήταν ότι μετά την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης, η Τράπεζα έκρινε, μετά από αναδόμηση των λογαριασμών, ότι θα έπρεπε να διαμορφώσει το ποσό της απαίτησης προς τα κάτω.  Δεν βλέπουμε γιατί αυτή η ενέργεια, θα πρέπει να θεωρηθεί εκτός δικογράφων.  Αυτός ακριβώς είναι ένας από τους σκοπούς των δικογράφων:- τα μέρη αφού αντιπαραβάλλουν τους ισχυρισμούς τους, διαμορφώνουν τις θέσεις τους με απώτερο πάντα σκοπό την επίλυση της διαφοράς.»

Με βάση την αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 19):

Χρεώθηκε το ποσό του δανείου, ήτοι €160.000.

Πιστώθηκαν οι πληρωμές έναντι του δανείου, ήτοι το ποσό των €1.000.

Χρεώθηκε ο συμβατικός τόκος 6,05% (Τεκμήριο 12, παρ. 3). 

Εφαρμόστηκε κεφαλαιοποίηση μια φορά ετησίως, ως η συμφωνία (παρ. 4). 

Τόκος υπερημερίας δεν χρεώθηκε.

Ουδεμία άλλη χρέωση υπήρξε.

Εφαρμόστηκε ο διαιρέτης των 365 ημερών.  Στη συμφωνία δανείου προνοείται ότι θα εφαρμόζεται ο διαιρέτης των 360 ημερών (παρ. 3).  Κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, ο όρος αυτός δεν ήταν καταχρηστικός αφού δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου (Ν.93(Ι)/96) (ημερ. δημοσίευσης 22.4.16) και ο περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος (Ν.112(Ι)/21).  Σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα εφάρμοσε το διαιρέτη των 365 ημερών, όχι μόνο από την έναρξη ισχύος του Νόμου, αλλά εξ αρχής. 

Η κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 18) συνοδεύεται από πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35, Κεφ. 9, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι καταστάσεις είναι ορθή αναπαραγωγή του αρχείου της ενάγουσας (Γεωργιάδη v. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 376/14, ημερ. 16.3.23).  Με βάση την κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 18), ετοιμάστηκε η αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 19).  Οι υποβολές στον ΜΕ ότι ο υπολογισμός του οφειλόμενου ποσού είναι λανθασμένος επειδή, για παράδειγμα, εφαρμόστηκε τόκος πέραν του συμβατικού ή ότι η κεφαλαιοποίηση ήταν λανθασμένη, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.  Ουδεμία σχετική μαρτυρία προσκομίστηκε. 

Εν ολίγοις, το οφειλόμενο ποσό αποδείχθηκε.  Στις 31.12.22 ήταν €330.476,49.

Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι οι συμφωνίες είναι άκυρες επειδή περιέχουν καταχρηστικούς όρους.  Επικαλέστηκε απόφαση της Υπηρεσίας Προστασίας του Καταναλωτή (Τεκμήριο 20).  Στον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο (Ν.112(Ι)/21), ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν ή τερματίστηκαν πριν τις 12.5.21 (άρθρο 75(1)), και στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο (Ν.93(Ι)/96) τον οποίο καταργεί, καταχρηστικός όρος ερμηνεύεται ως ο όρος ο οποίος «παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών».  Λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η διαπραγματευτική δύναμη των μερών, αν ο καταναλωτής δέχθηκε παροτρύνσεις για να συμφωνήσει και όλες οι περιστάσεις κατά τη σύναψη της σύμβασης.  Στη Frakapor Courier Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 Α.Α.Δ. 1487, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 5, Ν.93(Ι)/96 –το λεκτικό του οποίου είναι ταυτόσημο με το άρθρο 50, Ν.112/(Ι)/21– κατέληξε ότι για να αποδειχθεί ότι ένας όρος είναι καταχρηστικός «είναι απαραίτητο να καταρριφθεί η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους [της τράπεζας]».  Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγισή του.   

Κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά.  Εδώ, ο εναγόμενος αιτήθηκε γραπτώς δάνειο για να αγοράσει διαμέρισμα.  Το αίτημά του εγκρίθηκε.  Στην αίτησή του καταγράφεται, μεταξύ άλλων, περίοδος χάριτος δύο χρόνων μέχρι την έναρξη των δόσεων.  Του παραχωρήθηκε.  Την επόμενη μέρα, υπέγραψε απόδειξη εκταμίευσης του δανείου.  Δεν εντοπίστηκε επιστολή, ως ανέφερε ο ΜΕ, με την οποία ο εναγόμενος να διαμαρτύρεται για τους όρους ή τις χρεώσεις (Société Générale Bank-Cyprus Limited v. Χατζηρούσου κ.ά., Πολιτική Έφεση 191/14, ημερ. 11.7.22).  Εξάλλου, ήταν η θέση του εναγόμενου αντεξεταζόμενος ότι διαμαρτυρήθηκε μετά την καταχώριση της αγωγής, ήτοι έξι χρόνια μετά την υπογραφή των συμφωνιών.  Η μαρτυρία, ιδωμένη στο σύνολό της, δεν καταδεικνύει απουσία καλής πίστης εκ μέρους της ενάγουσας.  Ούτε προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν συναλλάχθηκε με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον εναγόμενο.  Αντίθετη (αξιόπιστη) μαρτυρία δεν προσκομίστηκε. 

Το γεγονός ότι στο παρελθόν ο εναγόμενος υπέγραψε με την ενάγουσα συμφωνία δανείου με τους ίδιους όρους (Τεκμήριο 21) δεν καταδεικνύει, το δίχως άλλο, την απουσία διαπραγμάτευσης ή καλής πίστης, ως εισηγείται ο εναγόμενος.

Οι όροι που επικαλείται ο εναγόμενος, ήτοι το δικαίωμα αλλαγής του επιτοκίου μονομερώς, ο διαιρέτης των 360 ημερών, ο τόκος υπερημερίας και τα έξοδα, δεν εφαρμόστηκαν στον υπολογισμό της απαίτησης.  Η ενάγουσα, για να αποδείξει το οφειλόμενο ποσό, εφάρμοσε το επιτόκιο που προνοείται ρητά στη συμφωνία. 

Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι, λόγω αλλαγής της ενάγουσας, δεν δύναται να χρεώνεται τόκος.  Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των εισηγήσεών του, σημειώνω ότι αρχικά ενάγουσα ήταν το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λευκωσίας Λτδ, με την οποία ο εναγόμενος υπέγραψε τις συμφωνίες.  Το 2017 συγχωνεύτηκε με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, η οποία μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και στη συνέχεια σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Τεκμήρια 1-4), μεταφέροντας με κάθε αλλαγή όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της.  Η τελευταία το 2022 καταχώρισε στο Πρωτοκολλητείο ειδοποίηση με βάση το άρθρο 18(6) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου (Ν.169(I)/15), με την οποία ενημέρωνε ότι έχει υποκατασταθεί από την ενάγουσα (Τεκμήριο 5).  Με τη γνωστοποίηση ο αγοραστής υποκαθιστά «αυτόματα» τον εκχωρητή (άρθρο 18(4)).  Όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις από τις επίδικες συμφωνίες μεταβιβάστηκαν στην ενάγουσα, ως προβλέπεται στη νομοθεσία.  Η ενάγουσα εφάρμοσε το επιτόκιο το οποίο ρητά αναφέρεται στη συμφωνία (παρ. 3). 

Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η συμφωνία είναι άκυρη επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρο 3(α) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν.160(I)/99).  Το άρθρο επιβάλλει την υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα να ενημερώνουν τον οφειλέτη για το επιτόκιο, τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα υπολογίζεται και το χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται.  Παράλειψη συμμόρφωσης είναι ποινικό αδίκημα.  Βασικό επιτόκιο ερμηνεύεται ως το βασικό επιτόκιο του πιστωτικού ιδρύματος σε ευρώ και το περιθώριο ερμηνεύεται ως η προσαύξηση στο βασικό επιτόκιο σε ποσοστό, το οποίο δηλώνεται ρητώς στη σύμβαση (άρθρο 2).  Στη συμφωνία (Τεκμήριο 12) καθορίζεται το βασικό επιτόκιο σε 4,25% και το περιθώριο σε 1,80%, ήτοι σύνολο 6,05% (παρ. 3).  Προνοείται επίσης ο τρόπος με τον οποίο θα υπολογίζεται ο τόκος και το πώς θα κατανέμονται τα ποσά.  Προνοείται περαιτέρω ότι η ενάγουσα θα είχε το δικαίωμα να μεταβάλλει το επιτόκιο ανά διαστήματα κατά την κρίση της:

«Για τον καθορισμό του βασικού επιτοκίου και του περιθωρίου, το ταμιευτήριο δύναται να λάβει υπόψη του, μεταξύ άλλων παραγόντων και κριτηρίων, το κόστος των καταθέσεων και γενικότερα της άντλησης κεφαλαίων, το επίπεδο των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και κυρίως το εκάστοτε ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς (Euribor), τη διακύμανση και το ύψος του πληθωρισμού, τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, τα διαθέσιμα κεφάλαια στη χρηματαγορά, ο βαθμός κινδύνου που αναλαμβάνει το ταμιευτήριο (όπως είναι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή υποτίμηση του νομίσματος) καθώς επίσης και τις γενικότερες συνθήκες του οικονομικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις του επί του λειτουργικού κόστους.»  

Δεν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με το άρθρο 3 για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης.  Εξάλλου, εφαρμόστηκε το επιτόκιο που αναφέρεται ρητά στη συμφωνία.

Τέλος, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η συμφωνία είναι άκυρη λόγω παρανομίας και ματαίωσης (frustration) με βάση το άρθρο 56, Κεφ. 149, επειδή, «όταν τον έβαζαν να υπογράψει», δεν είχε τα εισοδήματα να αποπληρώσει το δάνειο.  Τέτοια (αξιόπιστη) μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Αντίθετα, στην αίτησή του (Τεκμήριο 11), βεβαιώνει ότι είναι ικανός να πληρώσει τόσο τα υφιστάμενα δάνειά του, όσο και το νέο (παρ. iii). 

Η απαίτηση αποδείχθηκε στον αναγκαίο βαθμό. 

Η σύναψη των συμφωνιών δανείου και υποθήκης, ο νόμιμος τερματισμός και το οφειλόμενο ποσό έχουν αποδειχθεί (Κόκκινου κ.ά. v. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 386/14, ημερ. 20.3.23). 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγόμενου για το ποσό των €330.476,49, με τόκο 6,05% από 1.1.23 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση μια φορά ετησίως, ήτοι κάθε 31η Δεκεμβρίου.

Εκδίδεται, επίσης, Διάταγμα για την εκποίηση της επίδικης υποθήκης.  Τυχόν πλεόνασμα να επιστραφεί στον εναγόμενο.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι πιέστηκε, παραπλανήθηκε και εξαναγκάστηκε να υπογράψει από την ενάγουσα.  Ζητά γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία δόλου, ψευδών παραστάσεων, απάτης, παράβασης συμφωνίας και αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Ζητά την ακύρωση των συμφωνιών.  Επικαλείται παρανομία των συμφωνιών, για παράδειγμα επειδή απαγορεύεται στην ενάγουσα να δέχεται υποθήκες, και αδικαιολόγητη καθυστέρηση.  Μαρτυρία (αξιόπιστη) που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς αυτούς δεν προσκομίστηκε, ούτε προωθήθηκαν στην τελική αγόρευση του εναγόμενου.     

Η ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Τα έξοδα της απαίτησης και της ανταπαίτησης δεν εντοπίζεται λόγος γιατί να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.  Επιδικάζονται εναντίον του εναγόμενου, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

(Υπ.) ……………………..

Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο