ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 4746/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Kemal Raoufeh

 

Ενάγουσας

 

-και-

 

Prime Insurance Company Ltd

 

Εναγόμενης

Ημερομηνία:  1/3/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Αμπίζας

Για Εναγόμενη: κα. Α. Κοζάκου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Η Ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια δύο οχημάτων και τα βρήκε χτυπημένα με το πρώτο ξύπνημα του 2014. Με την υπό εξέταση αγωγή διεκδικεί ποσό για ειδικές ζημιές του ενός οχήματος της (στο εξής «το επίδικο όχημα»), λόγω αμελείας, ασφαλισμένου στην Εναγόμενη. Κύρια θέση της Ενάγουσας είναι ότι λόγω αμέλειας του ο ασφαλισμένος στην Εναγόμενη, επέπεσε και χτύπησε το όχημα της Ενάγουσας, ως οι λεπτομέρειες αμέλειας που δικογραφεί. Η υπεράσπιση αντιτείνει ότι το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο και ο ασφαλισμένος τους δεν φέρει καμία ευθύνη, αφού είχε δεχθεί πετροβολισμό καθώς οδηγούσε. Τούτα είναι αδρομερώς τα όσα δικογραφούν τα μέρη.

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

Α. Είναι παραδεκτό ότι το πρόσωπο που υποστηρίζει η Ενάγουσα ότι επέπεσε στο επίδικο όχημα της ήταν τον επίδικο χρόνο ασφαλισμένος στην Εναγόμενη.

Β. Οι ειδικές ζημιές της Ενάγουσας, ύψους €5,624, έγιναν παραδεκτές από την συνήγορο της Εναγόμενης πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Γ. Τέλος με την αναφορά της επί της υπερασπίσεως ότι «το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο» η Εναγομένη παραδέχεται ότι αυτό, το δυστύχημα έλαβε χώρα.

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και ανταντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν λοιπόν, ως επίδικα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία τα εξής:

Α. Αν ο οδηγός που επέπεσε στο όχημα της Ενάγουσας ήταν αμελής και

Β. Αν το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο.

Τα ως άνω είναι όσα παραδεκτά και επίδικα προκύπτουν μέσω των δικογράφων και της μαρτυρίας. Ως εκ τούτου παρέλκει η λεπτομερής παράθεση των όσων περιέχονται στα δικόγραφα. Προς απόδειξη της υπόθεσης του κάθε μέρος παρουσίασε από ένα μάρτυρα. Δεν θα παραθέσω τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με λεπτομέρεια, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, άλλωστε, η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Κανένα πρόσωπο που να μπορεί να δώσει άμεση μαρτυρία, που να είδε ή να άκουσε το τι επεσυνέβη δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Η Ενάγουσα στη γραπτή της δήλωση Έγγραφο Α, κατέθεσε ότι ξύπνησε το πρωί και είδε τα δύο οχήματα της χτυπημένα, ενώ δεν μπορεί να γνωρίζει πως έγινε το συμβάν. Παρά δηλαδή την δικογράφηση λεπτομερειών αμέλειας, η μόνη μαρτυρία που έδωσε για το πως χτυπήθηκαν τα οχήματα της ήταν ότι όπως είπαν οι γείτονες, στον αποθανόντα σύζυγο της, υπήρχε μια διαφωνία μεταξύ νεαρών και για αυτό έγινε κάτι με το επίδικο όχημα.

Η Ενάγουσα απέδειξε ότι είναι ιδιοκτήτρια του οχήματος που κτυπήθηκε και για το οποίο επιζητεί ειδικές ζημιές, μέσω του Πιστοποιητικού Εγγραφής του, Τεκμήριο 1. Κατέθεσε ακόμα την Αστυνομική Έκθεση για τροχαία δυστυχήματα (Τεκμήριο 3). Τέλος κατέθεσε τα Τεκμήρια 2 και 4, φωτογραφίες που έλαβε η ασφαλιστική της εταιρεία και φιλική δήλωση τροχαίου δυστυχήματος, αντίστοιχα.

Έγινε πολλής λόγος για την θέση των οχημάτων της Ενάγουσας αφού χτυπήθηκαν. Συμφωνώ με τον κ. Αμπίζα ότι τούτο δεν είναι ουσιαστικό ζήτημα, ούτε μπορεί να προσφέρει στην απάντηση των επίδικων.  Είναι άλλωστε παραδεκτό ότι το επίδικο όχημα της Ενάγουσας κτυπήθηκε από τον ασφαλισμένο της Εναγόμενης, ότι υπήρξε το περιστατικό, ενώ έγιναν παραδεκτές ακόμα και οι ζημιές του. Εν πάση περιπτώσει η Ενάγουσα κατέθεσε το Τεκμήριο 2, όπου φαίνεται το επίδικο όχημα της χτυπημένο στην πίσω αριστερά πλευρά του. Αν και δεν είναι η ίδια που έλαβε τις φωτογραφίες, ειλικρινώς κατέθεσε πως το ότι απεικονίζεται εκεί αποτελούσε την κατάσταση όταν είδε τα οχήματα της κτυπημένα, ήτοι ότι το επίδικο όχημα κτυπήθηκε και έμεινε στη θέση του. Αξίζει να αναφερθεί ότι το επίδικο όχημα ήταν σταθμευμένο στην άκρη του δρόμου, όπως κατέθεσε η Ενάγουσα και επιβεβαιώνει το Τεκμήριο 2. Τα όσα δε, αφορούν το άλλο της όχημα, δεν μπορούν να καταστούν επίδικα, ούτε θα αναζητήσει το Δικαστήριο λόγους για τη μη αξίωση ζημιών ως προς αυτό. Οι όποιες υποβολές προς του μάρτυρες ή οι σχετικές τους θέσεις σχετικά με τις ζημιές και τη θέση του έτερου οχήματος της Ενάγουσας, δεν θα ληφθούν υπόψη, με την επιφύλαξη του πως η σύγκρουση του ασφαλισμένου στην Εναγόμενη οδηγού στο έτερο όχημα επενεργεί στη σύγκρουση και τη ζημιά του επίδικου οχήματος.

Η Ενάγουσα, ήταν γενικώς αξιόπιστη, ως προς τη μαρτυρία που έδωσε, παρά την έλλειψη γνώσης της ως προς τα επίδικα. Ειδικότερα κατέθεσε σε σχέση με την κατάσταση που βρήκε το επίδικο όχημα και τις ενέργειες που μετά έγιναν από την ίδια και τον σύζυγο της, χωρίς να αμφισβητηθεί ουσιαστικά. Ήταν ειλικρινής και ξεκαθάρισε εξ’ αρχής ότι δεν έχει γνώση, ως προς το πως χτυπήθηκαν τα οχήματα της. Μετέφερε βέβαια κάποιες εικασίες, από τα όσα άκουσαν γείτονες της ή το τι μπορεί να έγινε, επί των οποίων σαφώς και δεν μπορεί να στηριχτεί ή να το αποδεχτεί το Δικαστήριο[3].

Η Ενάγουσα, αμφισβήτησε το περιεχόμενο της Έκθεσης του Τεκμηρίου 3. Το Τεκμήριο 3 είναι Αστυνομική Έκθεση. Επ’ αυτής καταγράφονται τα στοιχεία των εμπλεκόμενων προσώπων και οχημάτων, ώρα και ημερομηνία του δυστυχήματος, ενώ ακολουθεί, στο σημείο 9, σελίδα 3 του Τεκμηρίου 3 συνοπτική έκθεση των γεγονότων. Επισυνάπτεται επίσης σχεδιάγραμμα.

Συμφωνώ με την Ενάγουσα, ότι συγκεκριμένες αναφορές της συνοπτικής έκθεσης δεν ευσταθούν. Οι εκεί αναφερόμενες ζημιές του οχήματος δεν συνάδουν με το πως τις περιέγραψε η Ενάγουσα και φαίνονται στο Τεκμήριο 2. Είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται αναφορά σε ζημιά στην δεξιά μπροστινή γωνιά του οχήματος της Ενάγουσας, ενώ στο Τεκμήριο 2 δεν προκύπτει τέτοια ζημιά. Στη συνοπτική έκθεση δεν αναφέρονται οι ζημιές στο πίσω μέρος του οχήματος. Τα υπό αναφορά λάθη και παραλήψεις, δεν μπορούν να καταστήσουν το Τεκμήριο 3, ως εξ ολοκλήρου επισφαλές. Όπως θα καταδείξει και με την μαρτυρία του ο ΜΥ 1, η έκθεση συντάχθηκε από άλλα πρόσωπα, ενώ το σχεδιάγραμμα συντάχθηκε από τον ίδιο και θα αξιολογηθεί μαζί με την μαρτυρία του. Επιπλέον προκύπτει ότι τα στοιχεία που καταγράφονται στο υπόλοιπο Τεκμήριο 3, όπως τα στοιχεία των οχημάτων ή των ιδιοκτητών τους,  είναι ορθά.

Τέλος μερικές από τις θέσεις της Ενάγουσας, στηρίζονταν σε συγκεκριμένα έγγραφα. Αυτές οι θέσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα στο Έγγραφο Α η Ενάγουσα αναφέρει ότι ο οδηγός που χτύπησε τα οχήματα της συνελήφθη από την Αστυνομία, όπως της ανέφεραν οι ασφαλιστές της. Τούτο αναφέρεται και σε σχετικό έγγραφο των ασφαλιστών της, το Τεκμήριο 4. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, καμία αναφορά για σύλληψη του ασφαλισμένου στην Εναγόμενη δεν αποδείχθηκε, ενώ και ο ΜΥ 1 επιβεβαίωσε ότι δεν έγινε τέτοια σύλληψη. Στο Τεκμήριο 4, καταγράφεται επίσης, ότι το όχημα του ασφαλισμένου στην Εναγόμενη, καταδιώκετο από κάποιους που ήθελαν να τον δείρουν. Με δεδομένα ότι η Αστυνομία ουδέποτε έλαβε τέτοια μαρτυρία, ενώ κανένα τεκμήριο ή άλλη μαρτυρία παρουσιάστηκε που έστω να υπονοεί τέτοιο ισχυρισμό, η σχετική αναφορά του Τεκμηρίου 4 επίσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Έτσι οι ως άνω αναφορές του Τεκμηρίου 4, όπως υιοθετήθηκαν από την Ενάγουσα, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Γενικά η Ενάγουσα, παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει όσα γνωρίζει και τα τεκμήρια που περιήλθαν στην κατοχή της. Ήταν ειλικρινής, έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις με εικασίες προσπαθούσε να εξάξει συμπεράσματα. Άλλωστε η κατάθεση της ως προς τις ζημιές του οχήματος της έγινε παραδεκτή, ενώ αυτές τις κατέδειξε μέσω του Τεκμηρίου 2, αντικρούοντας τις σχετικές αναφορές του Τεκμηρίου 3. Δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, πλην των ανυπόστατων αναφορών του Τεκμηρίου 4, έγγραφο που δεν συνέταξε η ίδια αλλά η ασφαλιστική της και η ίδια απλώς το παρουσίασε. Υπήρξε ειλικρινής, αναφέροντας ότι δεν θυμόταν αν υπήρχαν πέτρες στο χώρο. Έτσι η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή, έστω και για την περιορισμένη αξία που αυτή έχει.

Εκ μέρους της Εναγομένης κατέθεσε ο Αστ. 3863 Σ. Αγιώτης (ΜΥ 1). Τα τελευταία 13 χρόνια διερευνάει δυστυχήματα. Έχει τύχει εξειδικευμένης εκπαίδευσης στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου σχετικά με τη διερεύνηση δυστυχημάτων, ως επίσης έχει παρακολουθήσει και σεμινάρια στην Κύπρο και στο εξωτερικό σχετικά και πάλι με τη διερεύνηση δυστυχημάτων. Η εξειδίκευση του αυτή δεν αμφισβητήθηκε.

Εξέτασε το επίδικο περιστατικό και ετοίμασε το σχεδιάγραμμα που επισυνάπτεται στο Τεκμήριο 3. Ξεκαθαρίστηκε ότι δεν είναι ο ίδιος που ετοίμασε τη συνοπτική έκθεση του Τεκμηρίου 3. Σημείωσε ότι ήταν σχετικά ένα ιδιαίτερο δυστύχημα γιατί υπήρχε ο ισχυρισμός για επίθεση από πέτρες προς τον οδηγό του αυτοκινήτου που συγκρούστηκε με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα.

Επεξήγησε το σχεδιάγραμμα του. Επ’ αυτού σημειώνεται το σημείο που βρέθηκαν πέτρες στο δρόμο, με το γράμμα Δ και αμέσως μετά από αυτό το σημείο προκύπτει να παρεκκλίνει της πορείας του το όχημα του ασφαλισμένου στην Εναγόμενη. Κτυπά το πρώτο όχημα της Ενάγουσας και μετά χτυπά το επίδικο όχημα, στο πίσω αριστερά μέρος, όπως σημειώνει με x. Δεν προκύπτει να μετακινείται, να αλλάζει η αρχική από την τελική θέση του επίδικου οχήματος της Ενάγουσας μετά το χτύπημα το. Παρατηρείται λοιπόν, ότι τα όσα κατέθεσε ο ΜΥ 1, συνάδουν με την μαρτυρία της Ενάγουσας, ότι ως προκύπτει και από το Τεκμήριο 2 το όχημα της κτυπήθηκε στο πίσω αριστερά μέρος του και δεν μετακινήθηκε από τη θέση του. Τούτες οι αναφορές του ΜΥ 1 δεν συνάδουν με τη συνοπτική έκθεση του Τεκμήριου 3, που ο ΜΥ 1 όχι μόνο δεν υιοθέτησε, αλλά εμμέσως ανέφερε ότι περιέχει παραλείψεις, αφού είναι αντίθετη με τα όσα είδε και έθεσε στο σχεδιάγραμμα ο ίδιος.

Ως προς το επίδικο ζήτημα ανέφερε ότι πέραν των πετρών που βρέθηκαν στον χώρο, υπήρχε ζημιά στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου του ασφαλισμένου στης Εναγόμενη και ήταν τραυματισμένος στο κεφάλι. Ο ισχυρισμός του οδηγού περί πετροβολισμού του, συνεπεία του οποίου συγκρούστηκε με τα οχήματα της Ενάγουσας, δεν αντικρούστηκε από άλλη μαρτυρία, είπε ο ΜΥ 1, και γι’ αυτό δεν κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση. Ο ασφαλισμένος στην Εναγόμενη οδηγός, δεν ήταν στον επίδικο χώρο όταν πήγαν εκεί, αλλά κλήθηκε και πήγε αργότερα στην τροχαία Λευκωσίας. Έτσι, λόγω και του χρόνου που παρήλθε, δεν θεώρησαν αναγκαίο να προβούν σε έλεγχο αλκοόλης. Με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, ο ΜΥ 1 κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο εν λόγω οδηγός δέχθηκε επίθεση με πέτρες, καθώς οδηγούσε και μετά προκλήθηκε το δυστύχημα. Η προσωπική του, δε, άποψη είναι ότι η επίθεση που προκλήθηκε από τις πέτρες που δέχθηκε ο οδηγός, οδήγησαν στο να χάσει τον έλεγχο του οχήματός του και να συγκρουστεί με τα σταθμευμένα οχήματα. Το ατύχημα προκλήθηκε λόγω της επίθεσης που δέχθηκε, υποστήριξε ο ΜΥ 1, ενώ απέκλεισε την πιθανότητα να έτρεχε με ταχύτητα πάνω από το όριο ο ασφαλισμένος στην Εναγόμενη οδηγός.

Τούτες οι θέσεις του ΜΥ 1 ως προς το πως έλαβε χώρα το ατύχημα, στηρίζονται εν μέρει στην πραγματική επί του εδάφους μαρτυρία όταν κλήθηκε για να εξετάσει το ατύχημα και σε όσα του αναφέρθηκαν από τον ασφαλισμένο στην Εναγόμενη οδηγό. Τα όσα ο τελευταίος ανέφερε αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία, η οποία μεταφέρθηκε στο Δικαστήριο από τον ΜΥ 1. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή αν ληφθεί υπόψη ότι[4]: όπως ανέφερε η κα. Κοζάκου δεν ήταν δυνατό να εμφανιστεί ο οδηγός γιατί απουσιάζει στο εξωτερικό. Τα όσα ανέφερε επιβεβαιώνονται από τα υπόλοιπα ευρήματα του ΜΥ 1, όπως τον σπασμένο ανεμοθώρακα του οχήματος, το τραύμα του οδηγού στο κεφάλι και τις πέτρες που βρήκε στον χώρο. Η δήλωση του οδηγού στον ΜΥ 1 έγινε την επομένη του ατυχήματος και αποτέλεσε τη μόνη μαρτυρία ως προς το περιστατικό που έλαβε χώρα, τόσο ενώπιον του ΜΥ 1 όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

Μπορεί σε προγενέστερη νομολογία να μην κρίθηκε επαρκής η μαρτυρία αστυφύλακα για το εν λόγω ζήτημα[5], αλλά η υπό εξέταση υπόθεση διαφέρει. Ο ΜΥ 1, είναι έμπειρος και καταρτισμένος εξεταστής ατυχημάτων και τούτο δεν αμφισβητήθηκε. Σε κάθε ερώτηση απαντούσε αιτιολογημένα, έστω και αν πέρασαν πολλά έτη από το επίδικο περιστατικό. Μάλιστα έδιδε και ιδιαίτερες λεπτομέρειες, ως προς το τραύμα του οδηγού, το πότε αυτός πήγε στην Τροχαία Λευκωσίας και το σπάσιμο του οχήματος του. Επιβεβαίωσε τη θέση του ασφαλισμένου στην Εναγόμενη οδηγού, με σαφήνεια και επάρκεια. Εξήγησε ότι ο οδηγός δέχθηκε επίθεση με πέτρες και τούτο εξάγεται από το πλήθος των πετρών που βρέθηκαν στον χώρο. Η επίθεση από πέτρες καταδεικνύεται και από το σπάσιμο του ανεμοθώρακα του οχήματος του οδηγού, αλλά και το τραύμα στο κεφάλι του. Αυτά τα επί της σκηνής ευρήματα του ΜΥ 1, τον οδήγησαν στην άποψη ότι από τις πέτρες που δέχθηκε ο ασφαλισμένος στην Εναγόμενη οδηγός, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του και προσέκρουσε στο όχημα της Ενάγουσας. Τούτη η θέση του ΜΥ 1 είναι λογική, τεκμηριωμένη, βασισμένη στα χρόνια εμπειρίας του ως εξεταστής ατυχημάτων και συνακόλουθα γίνεται αποδεκτή.

Στη βάση των πιο πάνω εξάγονται τα κάτωθι ευρήματα:

Τις πρώτες πρωινές ώρες του 2014 οδηγός ασφαλισμένος στην Εναγόμενη, δέχθηκε πετροβολισμό, από τον οποίο έσπασε ο ανεμοθώρακας του οχήματος του, τραυματίστηκε στο κεφάλι και έχασε τον έλεγχο του οχήματος του. Το όχημα του τότε προσέκρουσε στο επίδικο όχημα της Ενάγουσας, δημιουργώντας της ειδικές ζημιές αξίας €5,624.

Αμφότερες οι πλευρές επιχειρηματολόγησαν σε σχέση με την αρχή res ipsa loquitur. Αν και τούτη η αρχή δεν δικογραφείται, κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο[6]. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως η πλευρά της Ενάγουσας, αφενός δικογραφεί λεπτομέρειες αμέλειας και αφετέρου κατά τη μαρτυρία της κατέθεσε αναφορικά με τα όσα άκουσε από γείτονες της σε σχέση με το περιστατικό. Αν και η ίδια δηλαδή δεν είχε γνώση για το πως αυτό επεσυνέβη, δικογράφησε και κατέθεσε στοιχεία σε σχέση με αυτό, επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή res ipsa loquitur[7].

Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι.  Ο ενάγων πρέπει βέβαια να δείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του αντιδίκου του, καθώς επίσης οφείλει να αποδείξει και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας αυτής και των ζημιών που έχει υποστεί[8]. Το βάρος, όμως, εναποτίθεται στον εναγόμενο για να αποδείξει ότι το ατύχημα ήταν αναπόφευκτο[9]. Η ειδική αναφορά σε «αναπόφευκτο δυστύχημα», δεν διαφοροποιεί τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται όταν αιτία της αγωγής είναι η αμέλεια. Υποδεικνύει όμως τα στοιχεία της μαρτυρίας που έχει την ευθύνη να προσκομίσει ο εναγόμενος για να αποδείξει τον ισχυρισμό του για αναπόφευκτο δυστύχημα. Αυτός δε ο ισχυρισμός ουσιαστικά ισοδυναμεί με άρνηση για αμέλεια με την εισήγηση ότι δεν μπορούσε να αποφευχθεί το δυστύχημα με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας και προσοχής από τον μέσο άνθρωπο[10].

Όπως παρατηρείται στη νομολογία, η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος σπάνια πετυχαίνει, παραμένοντας σε κάθε περίπτωση θέμα πραγματικό[11]. Η Albano [1982] P. 419 καθιέρωσε ότι για να επιτύχει η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος θα πρέπει ο Εναγόμενος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι κάτι για το οποίο δεν είχε έλεγχο επεσυνέβη και ως αποτέλεσμα αυτού, δεν μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, έστω και αν επιδείκνυε την απαραίτητη προσοχή και ικανότητα.

Όταν ελαττώματα ή προβλήματα σε μηχάνημα ή όχημα του Εναγόμενου οδήγησαν στο ατύχημα, κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος[12]. Ακόμα και οι συνθήκες στο δρόμο, όπως άσχημες καιρικές συνθήκες[13] ή τα υψηλά φώτα επερχόμενων οχημάτων[14] ή ακόμα και η κακή κατάσταση του οδοστρώματος[15], δεν κρίθηκαν επαρκή για τη στοιχειοθέτηση της υπό εξέταση υπεράσπισης. Στις ως άνω περιπτώσεις κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι ιδιοκτήτες οχημάτων ή μηχανημάτων, θα έπρεπε να έχουν λάβει υπόψη τους τις συνθήκες κατά την οδήγηση τους αλλά και να συντηρούν τα μηχανήματα ή οχήματα τους επαρκώς και δεν μπορεί να πετύχει η υπεράσπιση αυτή, εκτός και αν καταδειχθεί ότι δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί η όποια ζημιά εμφιλοχώρησε[16].

Παρά ταύτα στην Ritchies Car Hire Ltd v. Bailey (1958) 108 L.J. 348[17], η υπεράσπιση πέτυχε αφού καταδείχθηκε ότι το ατύχημα προέκυψε όταν ο εναγόμενος επιχείρησε επικίνδυνη στροφή για να αποφύγει μια γάτα που ξαφνικά μπήκε στο δρόμο του. Όταν λοιπόν κάτι αναπάντεχο, που δεν μπορεί να προβλεφθεί με εύλογη φροντίδα, λάβει χώρα και αυτό οδηγήσει στο ατύχημα, τότε μόνο πετυχαίνει η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος[18].

Εν προκειμένω ο οδηγός του οχήματος που δημιούργησε την ζημιά στην Ενάγουσα, όχι μόνο δέχθηκε πετροβολισμό, αλλά εξαιτίας του πετροβολισμού έσπασε ο ανεμορθώρακας του οχήματος του και τραυματίστηκε. Στο χώρο μάλιστα βρέθηκε πλήθος πετρών από αυτή την πρωτόγνωρη περίπτωση επίθεσης που δέχθηκε καθώς οδηγούσε ο ασφαλισμένος στην Εναγόμενη. Αφού δέχθηκε τις πέτρες τότε προσέκρουσε με τα οχήματα της Ενάγουσας, όπως κατέδειξε ο ΜΥ 1, με τη μαρτυρία και το σχεδιάγραμμα του. Δεν θα μπορούσε ο οδηγός αφενός να ανέμενε τούτου του είδους την επίθεση και αφετέρου να μπορεί να ελέγξει το όχημα του με σπασμένο ανεμοθώρακα και τραύμα στο κεφάλι καθώς δεχόταν πετροβολισμό. Δεν ήταν μια κατάσταση την οποία ο οδηγός θα μπορούσε να προβλέψει ή με εύλογη επιμέλεια να διαχειριστεί. Τουναντίον ήταν μια πρωτοφανής, βίαιη επίθεση, με συνέπειες επί του ιδίου και του οχήματος του και δεν ήταν εύλογο να αναμένετο ότι θα κατάφερνε να διατηρήσει τον έλεγχο του οχήματος του μετά από αυτήν, παρόλη την ικανότητα ή την φροντίδα που θα επιδείκνυε. Συνεπώς η υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος επιτυγχάνει.

Η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή

 

 

 



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική ΄Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Ξενοφώντος Κύπρος ν. KN Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων [2016] 1 ΑΑΔ 2786

[4] Ως το Άρθρο 27 του Κεφαλαίου 9 προβλέπει

[5] Καμέρης v Σούλη κ.ά. [1990] 1 Α.Α.Δ. 880

[6] Ο.π.π. υποσημ. 3

[7] Φιλίππου Βασίλης και Άλλοι ν. Ντάνη Τσολάκη και Άλλων [2006] 1 ΑΑΔ 1188

[8] Χρυσάνθου Χρυσάνθη και Άλλος, υπο την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Μάριου Χρίστου Φραντζή ν. Ανδρέα Φραντζή, ανήλικου, δια της μητρός και πλησιέστερης συγγενούς και φίλης του Δέσπως Χρυσάνθου, συζύγου Μάριου Χρίστου Φραντζή [2010] 1 ΑΑΔ 1295

[9] The Tunnel Portland Cement Co. Ltd., v. The Prince Line Limited and Another [1963] 2 Α.Α.Δ. 181

[10] Ο.π.π. υποσημ. 5

[11] Σολέας ν. Σολέα [1999] 1(Β) Α.Α.Δ. 904

[12] Iacovou Brothers (Constructions) Ltd ν. Παντελή Κρίκκη [2004] 1 ΑΑΔ 398 και ο.π.π. υποσημ. 5

[13] Νεοφύτου Τάσος και 'Αλλοι ν. Αθηνούλλας Τταβά [2012] 1 ΑΑΔ 1352

[14] Ο.π.π. υποσημ. 11

[15] North of Scotland Hydro Electric Board v Townsley, 1952 S.L.T. (Sh. Ct.) 10 (1951)

[16] Βλ. και Henderson v Henry E Jenkins & Sons, [1970] A.C. 282

[17] Βλ. και Charlesworth & Percy on Negligence, 30η έκδοση, παράγραφος 4-131

[18] Βλ και Browne v De Luxe Car Services, [1941] 1 K.B. 549


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο