ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

 

Αρ. Αγωγής: 2585/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Ανδρέα Πολυδώρου

Ενάγοντα

 

-και-

 

Γενικού Εισαγγελέα για Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

Εναγόμενου

 

Ημερομηνία:  27/2/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Λ. Λουκαίδης

Για Εναγόμενο: κα. Δ. Παπαμιλτιάδου

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αποκοπή και η μετά από αιτήματα του Ενάγοντα μη απόδοση σε αυτόν σύνταξης ανικανότητας του, αποτελεί το επίδικο στην υπό εξέταση αγωγή. Προς πίστην τους οι διάδικοι κατέληξαν σε κείμενο παραδεκτών γεγονότων και τεκμηρίων, το οποίο αποτελεί το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας. Αν και ο Ενάγων προσφέρθηκε για αντεξέταση καμία ερώτηση δεν του έγινε, αφού τα παραδεκτά γεγονότα κάλυπταν όλο το πραγματικό έρεισμα της υπόθεσης. Κατωτέρω λοιπόν θα παραθέσω το κείμενο παραδεκτών, με ανάλυση των σχετικών τεκμηρίων όπου κρίνεται σκόπιμο. Θα ακολουθήσει η εξέταση του κύριου νομικού σημείου όπως το έθεσε η πλευρά του Εναγομένου, ήτοι αυτό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τη νομική βάση που έθεσε ο συνήγορος του Ενάγοντα.

 

Τα παραδεκτά γεγονότα, λοιπόν, έχουν ως εξής:

 

1. Ο Ενάγων γεννήθηκε στις 11/04/1964 και κατάγεται από τον Άγιο Θεόδωρο Αγρού.

 

2. Την 26/06/2000 ο Ενάγων υπέστη εργατικό ατύχημα, το οποίο του προκάλεσε κακώσεις κεφαλής, θώρακος και θωρακοοσφυικής χώρας σπονδυλικής στήλης. Εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού στις 27/06/2000 και νοσηλεύτηκε μέχρι την 03/07/2000. Παρακολουθούνταν από Ειδικό Νευρολόγο και Νευροχειρούργο. Ιατρικά πιστοποιητικά, ημερομηνίας 22/04/2003 (και 21/04/2003) και 17/02/2004 κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2.

 

3. Ο Ενάγων υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας την 02/12/2002, η οποία συνοδευόταν από Ιατρική Έκθεση από τη θεράποντα ιατρό του. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3 και σε αυτήν συμπεριλαμβανόταν  την έκθεση ημερομηνίας 28/11/2002. Διάγνωση της εκθέσεως του ιατρού ήταν μετατραυματικό στρες.

 

4. Την 13/03/2003 ο Ενάγων εξετάστηκε από το Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία (Τεκμήριο 4).

 

5. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου ενέκρινε την αίτηση του Ενάγοντα, για σύνταξη ανικανότητας από 28/11/2002 σε ποσοστό 75%. Ο Ενάγων ενημερώθηκε για την απόφαση και το ποσό που θα λάμβανε με επιστολή ημερομηνίας 27/06/2003 (Τεκμήριο 5).

 

6. Την 20/10/2005 ο Ενάγων εξετάστηκε εκ νέου από το Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε και πάλι ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία (Τεκμήριο 6).

 

7. Την 18/06/2008 ο Ενάγων εξετάστηκε για τρίτη φορά από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την ίδια γνωμάτευση (Τεκμήριο 7).

 

8. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας την γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου συνέχισε την καταβολή της σύνταξης στον Ενάγοντα στο ίδιο ποσοστό, μετά τις ως άνω γνωματεύσεις.

 

9. Την 24/10/2012 ο Ενάγων εξετάστηκε από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση της εργασίας του και συνέστησε παραπομπή του σε Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο (Τεκμήριο 8). Στο Τεκμήριο 8 σε σχέση με την ψυχική και διανοητική κατάσταση του Ενάγοντα, το Συμβούλιο καταγράφει ότι δεν είναι σοβαρή η ψυχιατρική του κατάσταση. Διαγιγνώσκει αντιδραστικού τύπου συμπτώματα κατάθλιψης επί εδάφους σωματικών προβλημάτων λόγω εργατικού ατυχήματος, πριν συστήσει παραπομπή στο Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο.

 

10. Την 13/11/2012 ο Ενάγων εξετάστηκε από το Χειρουργικό Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση της εργασίας του (Τεκμήριο 9). Ειδικότερα παρά την αναφορά του Ενάγοντα σε πόνο στον αριστερό ώμο, το εν λόγω Συμβούλιο διέγνωσε ότι δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερο πρόβλημα στις κινήσεις του ώμου.

 

11. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τις γνωματεύσεις των Ιατρικών Συμβουλίων τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του Ενάγοντα από 01/12/2012. Ο Ενάγων ενημερώθηκε για την απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή, ημερομηνίας 21/12/2012 (Τεκμήριο 10).

 

12. Ο Ενάγων απέστειλε επιστολή, με ημερομηνία παραλαβής από το Υπουργείο την 04/01/2013. Με την επιστολή αυτή προσέφυγε στον Υπουργό κατά της απόφασης του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητάς του και ζήτησε επανεξέταση. (Τεκμήριο 11). Επί του Τεκμηρίου 11 επισυνάπτεται το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ Χατζηβασίλη, ημερομηνίας 03/01/2013, όπου αναφέρεται ότι ο Ενάγων είναι ανίκανος για εργασία. Δεύτερο πιστοποιητικό του ιδίου ιατρού ημερομηνίας 20/05/2013 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11 Α και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα.

 

13. Ο Ενάγων κλήθηκε την 13/06/2013 για εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα είναι ικανός για άσκηση της εργασίας του (Τεκμήριο 12). Σε σχέση με τη διανοητική κατάσταση του Ενάγοντα, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο διέγνωσε ότι παρουσιάζει ήπια καταθλιπτικά στοιχεία και ότι η φύση και ένταση των συμπτωμάτων του δεν είναι σοβαρή. Ανηύρε αυχενικό και μεταυχενικό σύνδρομο, ρήξη τένοντα και τενοντίτιδα. Έκρινε ότι με αυτά τα ευρήματα δεν καθίσταται ο Ενάγοντας ανίκανος προς εργασία.

 

14. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, με επιστολή του ημερομηνίας 19/07/2013, απάντησε στον Ενάγοντα ότι η απόφαση του Υπουργού στην ιεραρχική προσφυγή του, είναι απορριπτική, παραθέτοντας το σκεπτικό της. Σημείωσε, επίσης, ότι η απόφαση μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Τεκμήριο 13). 

 

15. Ο Ενάγων καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 6007/2013 εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας την 06/11/2013 εναντίον της απόφασης του Υπουργού Εργασίας, ημερομηνίας 19/07/2013 με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του.

 

16. Με επιστολή του προς τον Ενάγοντα, ημερομηνίας 27/01/2014 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ακύρωσε την επιστολή του, ημερομηνίας 19/07/2013 και ειδοποίησε τον Ενάγοντα ότι σε σχέση με την απόφαση της Υπουργού θα τον ενημερώσει με μεταγενέστερη επιστολή (Τεκμήριο 14).

 

17. Την 20/02/2014 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου απάντησε στην ιεραρχική προσφυγή του Ενάγοντα, ότι την απορρίπτει και ότι ο Ενάγων έχει δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση αυτή με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 75 ημερών (Τεκμήριο 15). Αυτή η απόφαση δεν προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η προσφυγή 6007/2013 αποσύρθηκε στις 10/04/2014 ενόψει της «ανάκλησης» με έξοδα υπέρ του Ενάγοντα Αιτητή. Τα πρακτικά του εκεί Δικαστηρίου κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 16.

 

18. Με επιστολές του ο Ενάγων, με ημερομηνίες 27/02/2014 και 23/04/2014 προς τον Διευθυντή του Υπουργείου, μέσω του δικηγόρου του, ζητούσε να αποκατασταθεί το δικαίωμά του στη σύνταξη από 01/12/2014 και ότι σε αντίθετη περίπτωση θα λαμβάνονταν αν δικαστικά μέτρα, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, λόγω άρνησης της Διοίκησης να συμφωνηθεί (Τεκμήριο 17 και Τεκμήριο 17 Α).

 

19. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου έστειλε επιστολή, ημερομηνίας 30/04/2014 στο δικηγόρο του Ενάγοντα, επισυνάπτοντας την απόφαση, ημερομηνίας 20/02/2014, πληροφορώντας τον ότι απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του (Τεκμήριο 18).

 

20. Ο δικηγόρος του Ενάγοντα απέστειλε επιστολή, ημερομηνίας 24/07/2014, ισχυριζόμενος ότι η επιστολή ημερομηνίας 20/02/2014 απαντά στην επιστολή του ημερομηνίας 04/01/2013, γι' αυτό δεν έχει κανένα νόημα αφού ακολούθησε η προσφυγή του με ημερομηνία καταχώρησης 06/11/2013 και ανάκληση της απόφασης του Υπουργού (Τεκμήριο 19).

 

21. Ο Ενάγων δεν λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας από τον Νοέμβριο του 2012 μέχρι σήμερα.

 

Η δικηγόρος του Εναγόμενου κατά τις γραπτές της αγορεύσεις ήγειρε ζήτημα δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα εισηγείται ότι η επίδικη πράξη απόρριψης του αιτήματος του Ενάγοντα, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και μοναδική οδός προσβολής της νομιμότητας της είναι στο Διοικητικό Δικαστήριο (Ανώτατο Δικαστήριο ως ήταν τον επίδικο χρόνο). Ο κ. Λουκαίδης αντιτείνει ότι είχε ληφθεί αυτό το διάβημα, η διοικητική πράξη ανακλήθηκε αλλά και πάλι αρνήθηκαν στον Ενάγοντα τη λήψη επιδόματος.

 

Αρχικά αξίζει να αναφερθεί ότι το τούτος ο ισχυρισμός περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεν είναι δικογραφημένος. Όπως όμως έχει νομολογηθεί, θέμα δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο[1].

 

Είναι καλά καθιερωμένη η αρχή ότι το πολιτικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης.  Η έκνομη λειτουργία της Διοίκησης τεκμηριώνεται μόνον από τον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (και από την τροποποίηση του Συντάγματος του Διοικητικού Δικαστηρίου) στο οποίον εναποτίθεται η αποκλειστική δικαιοδοσία ακύρωσης[2]. Όταν οι ζημιογόνες άδικες πράξεις του Κράτους ή των Λειτουργών του ενέχουν χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης εκτέλεσης δημοσίου καθήκοντος, η απαίτηση εμπίπτει στη σφαίρα του ΄Αρθρου 146.1 και δεν νοείται παράλληλη θεραπεία κάτω από το Άρθρο 172[3]. Οπότε, κυρίαρχο και πρωτεύον να απαντηθεί είναι το τι υφή και τι περιεχόμενο έχει η πράξη ή οι πράξεις που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα[4].

 

Από τα ενώπιον μου παραδεκτά γεγονότα προκύπτει ότι την 19/7/2013 απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του Ενάγοντα (Τεκμήριο 13). Αυτή η διοικητική πράξη προσβλήθηκε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και τελικώς ακυρώθηκε από τον Υπουργό με την επιστολή ημερομηνίας 27/1/2014 (Τεκμήριο 14). Ενόψει της εν λόγω ανάκλησης αποσύρθηκε και η προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την 10/4/2014 (Τεκμήριο 16). Στο Τεκμήριο 14 αναφερόταν ρητώς ότι θα ακολουθούσε νέα επιστολή με την απόφαση του Υπουργού. Η νέα επιστολή στάλθηκε την 20/2/2014 και αυτή απορρίπτεται η ιεραρχική προσφυγή του Ενάγοντα (Τεκμήριο 15). Η τελευταία απόφαση δεν προσβλήθηκε. Παρά μόνο απεστάλησαν επιστολές από τους δικηγόρους του Ενάγοντα (βλ. Τεκμήριο 19), οι οποίες έκριναν ότι δεν είχε κανένα νόημα η επιστολή Τεκμήριο 15.

Η απόρριψη του σχετικού αιτήματος του Ενάγοντα, μέσω της απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού μέσω της βούλησης του διοικητικού οργάνου παράγεται έννομο αποτέλεσμα στον διοικούμενο Ενάγοντα[5]. Μέσω του Τεκμηρίου 14, ανακλήθηκε η εκτελεστή διοικητική πράξη του Τεκμηρίου 13 και άρα απώλεσε την εκτελεστότητα της[6] και εξαλείφθηκε[7]. Ακολούθησε όμως νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, εκείνη του Τεκμηρίου 15.  Η άρνηση λοιπόν της παροχής επιδόματος προς τον Ενάγοντα είναι απότοκο, πηγάζει από την επιστολή Τεκμήριο 15, κατά της οποίας χωρεί μόνο έλεγχος νομιμότητας δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος από Διοικητικό Δικαστήριο και όχι από πολιτικό. Η δικαιοδοσία άλλωστε του Διοικητικού Δικαστηρίου, ως το άρθρο 146 του Συντάγματος ορίζει και προαναφέρθηκε είναι αποκλειστική και στη βάση αυτής δύνατο ο Ενάγων να διεκδικήσει το δικαίωμα του στην διαφύλαξη και απόλαυση της ιδιοκτησίας του[8].

Ακόμα και οι βάσεις αγωγής που ανέπτυξε ο συνήγορος του Ενάγοντα, καταδεικνύουν σαφώς ότι τα δεδομένα της παρούσας έγκεινται στο φάσμα του δημόσιο δικαίου. Συγκεκριμένα ήγειρε ο κ. Λουκαΐδης ότι έλαβε χώρα το αστικό αδίκημα του «misfeasance», κατ΄ εφαρμογή του αγγλικού κοινοδικαίου, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) αποτελεί πηγή δικαίου στην Κύπρο. Τούτο το αδίκημα αφορά αποφάσεις της διοίκησης που λαμβάνονται με κακή πίστη εναντίον διοικούμενου για να του προκαλέσουν ζημιά. Το νοητικό στοιχείο μάλιστα κατατάσσεται ως καίριο στην αγγλική νομολογία για την απόδειξη του εν λόγω αστικού αδικήματος[9]. Προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω για να υποστηρίξει και συνομωσία μεταξύ των λειτουργών που ζημίωσαν τον Ενάγοντα.

Πέραν του ότι καμιά κακοπιστία, κακοβουλία ή συνομωσία των δημόσιων λειτουργών δεν δικογραφείται, ούτε δόθηκε τέτοια μαρτυρία, αξίζει να αναφέρω ότι στην Κύπρο σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, οι διοικητικές πράξεις μπορούν να προσβληθούν στο Διοικητικό Δικαστήριο (στο Ανώτατο Δικαστήριο, τον επίδικο χρόνο). Τυχόν επιτυχία της εκεί προσφυγής δίδει ευχέρεια για αναζήτηση αποζημιώσεων από την ζημιά που προκλήθηκε εκ της ακυρωθείσας πράξης, ως το άρθρο 146.6 του Συντάγματος προνοεί. Αυτός είναι, φρονώ, και ο λόγος που τέτοιου τύπου αγωγές, για «misfeasance» ή αστική συνομωσία μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων, δεν είναι συχνές στο δικαιϊκό μας σύστημα, αφού το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει αποκατάσταση ζημιάς ακυρωθείσας διοικητικής πράξης, χωρίς μάλιστα να απαιτείται κακοπιστία.

Στη βάση των πιο πάνω η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του Ενάγοντα και υπέρ του Εναγόμενου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή

 

 

 



[1] Takis P.Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα [1997] 1Γ ΑΑΔ, 1424

[2] Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδη [1993] 1 ΑΑΔ, 420

[3] Πελαγία κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 166/2012, 15/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A458

[4] Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Έφεση Αρ. 280/2013, 16/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:A386

[5] Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. [1989] 3 ΑΑΔ 2392

[6] Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Δικαίου, 2016, σελ. 126.

[7] Σοφούλλης Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας, [1989] 3 Α.Α.Δ. 1079

[8] άρθρο 23 του Συντάγματος και 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και Stec κ.α v. Ηνωμένου Βασιλείου 65731/01 65900/01, 06/07/2005

[9] Three Rivers District Council [2000] 2 WLR 1220 and [2001] UKHL 16, Misfeasance in public office, governmental liability, and European influences, I.C.L.Q. 2002, 51(4), 757-779,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο