ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1276/2023 (i-justice)

 

Μεταξύ:

                      1.  GGH-RE Investment Partners Limited   

                               2.  Cezary Tadeusz Jarzabek 

Εναγόντων

 

-και-

 

Golub Gethouse Reality Company Limited

Εναγομένης

 

 

Ημερομηνία: 17 Ιανουαρίου 2024

 

Αίτηση ημερομηνίας 23.10.2023 για καταχώρηση

Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης

 

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες-Αιτητές: κ. Α. Λύτρας για MICHAEL KYPRIANOU & CO LLC

 

Για Εναγόμενους-Καθ΄ ων η αίτηση: κα Μ. Αγαθοκλέους για GEORGE PAMBORIDIS LLC

 

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            Στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο (καταχωρήθηκε με Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα), αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών τα εξής:

 

(α)       η ενάγουσα 1 είναι Κυπριακή εταιρεία ανήκουσα εξ΄ ολοκλήρου στον ενάγοντα 2, ο οποίος διαμένει μόνιμα και εργάζεται (δραστηριοποιείται στον τομέα των ακινήτων) στην Πολωνία. Η ενάγουσα 1 έχει «έμμεσα» ιδιοκτησιακό συμφέρον (31%) στην Πολωνική οντότητα Mennica Towers GGH MT Spolka Z. Organiczona Odpowiedzialnoscia S.K.A. (στην συνέχεια «η Mennica»), η οποία είναι συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης. Η Mennica είναι ιδιοκτήτρια του έργου Mennica Legacy Tower (στην συνέχεια «το MLT»), ενός κτηριακού συγκροτήματος γραφείων (αποτελείται από δύο γειτονικά κτήρια, τον «Πύργο» ύψους 140 μέτρων και το «Δυτικό Κτήριο» ύψους 36 μέτρων), η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε το 2021 και βρίσκεται στο κέντρο της Βαρσοβίας στην Πολωνία. Το MLT ενοικιάζεται στην τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα στην Πολωνία (η Bank S.A.) και σε μία Πολωνική εταιρεία (WeWork Poland Sp. z.ο.ο.), θυγατρική της Αμερικανικής εταιρείας WeWork εδρεύουσα στην Νέα Υόρκη. Τα έσοδα της Mennica από τα ενοίκια ανέρχονται σε 20.2 εκατομμύρια Ευρώ περίπου, ετησίως.

 

(β)       η εναγομένη είναι Κυπριακή εταιρεία και είναι η καθ΄ ολοκληρία (100%) μέτοχος της Πολωνικής οντότητας G.G.H Management 3 Sp. z.οο (στην συνέχεια «η GGH Management 3»), η οποία ελέγχει «έμμεσα» την Mennica και κατ΄ επέκταση το MLT. Το 66.67% των μετοχών της εναγομένης το κατέχει η Κυπριακή εταιρεία Golub Gethouse Holdings Ltd (στην συνέχεια «η GGHH»). Το 33.33% των μετοχών της εναγομένης το κατέχει η επίσης Κυπριακή εταιρεία Loxeco Ltd (στην συνέχεια «η Loxeco»). Η Loxeco ανήκει κατά 100% στον John Radziwill ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Ελβετία. Μέσω αυτής, ο John Radziwill είναι ο τελικός πραγματικός δικαιούχος κατά 100% της Πολωνικής Εταιρείας Furnari Sp. z.ο.ο. (στην συνέχεια «η Furnari»), η οποία είναι 100% θυγατρική της Loxeco. Ο John Radziwill είναι και μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Loxeco είναι και ο γιος του John, Philip Radziwill (στην συνέχεια και οι δύο θα αναφέρονται ως «οι Radziwills»), ο οποίος διαμένει μόνιμα στο Πριγκιπάτο του Μονακό.

 

(γ)        η GGHΗ ανήκει κατά 100% στην Golub Gethouse Realty Company LLC, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που έχει συσταθεί στην πολιτεία Delaware των Η.Π.Α. (στην συνέχεια «η GGH Delaware»), η οποία ανήκει κατά 50% στην ενάγουσα 1 και κατά 50% στην εταιρεία Golub CEE Investors LLC (στην συνέχεια «η Golub CEE»), ανήκουσα στην οικογένεια Golub, η οποία ασχολείται με την ανάπτυξη ακινήτων στις Η.Π.Α.

 

            Προϊόντος του χρόνου αναφύησαν προβλήματα μεταξύ των εταίρων σε σχέση με την διαχείριση του MLT.

 

Οι ενάγοντες υποστηρίζουν πως οι Radziwills και η οικογένεια Golub συνωμότησαν μεταξύ τους ώστε να τους καταδολιεύσουν και πως οι Radziwills «μυστικά και παράνομα» έλαβαν τον έλεγχο ολόκληρης της εταιρικής δομής που ασκεί την διοίκηση επί του MLT, με απώτερο σκοπό τον εξοστρακισμό των ιδίων.

 

Ως αποτέλεσμα, οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή, με την οποία επιζητούν την έκδοση Διατάγματος τύπου «Quia-Timet», με το οποίο να απαγορεύεται στην εναγομένη, μέσω των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή πληρεξουσίων της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της:

 

(α)       από του να συγκαλέσει Έκτακτη Γενική Συνέλευση και/ή ψηφίσει και/ή υιοθετήσει οποιοδήποτε ψήφισμα (resolution) που να έχει ως αποτέλεσμα (i) την παύση του ενάγοντα 2 και του Krzysztof Klos από το Διοικητικό Συμβούλιο (Management Board) των Πολωνικών Οντοτήτων GGH Management και/ή (ii) τον διορισμό του John Radziwill και/ή του Michael Irwin Glazier και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή προσώπων ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των πιο πάνω Πολωνικών οντοτήτων και/ή να ακυρώνει «οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα» που ενδεχομένως να έχει ήδη ψηφιστεί και/ή που να δηλώνει ότι οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή ότι είναι άνευ νομικής ισχύος και

 

(β)       από του να αποσύρει και/ή διακόψει οποιεσδήποτε δικαστικές διαδικασίες που έχουν καταχωρηθεί από την εναγομένη στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας και/ή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Γκτάνσκ στην Πολωνία και/ή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο στην Πολωνία και/ή να ακυρώνει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ήδη ληφθεί από την εναγομένη και/ή να δηλώνει ότι οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ληφθεί στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή είναι άνευ νομικής ισχύος.

 

Μετά την καταχώρηση της αγωγής, οι ενάγοντες αιτήθηκαν με Μονομερή Αίτηση, την έκδοση Ενδιάμεσων Διαταγμάτων Μονομερώς. πέτυχαν την έκδοση του ακόλουθου Διατάγματος:

 

«Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο: (α) απαγορεύεται στην Εναγόμενη, μέσω των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή πληρεξουσίων της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της, από του να συγκαλέσει Έκτακτη Γενική Συνέλευση και/ή ψηφίσει και/ή υιοθετήσει οποιοδήποτε ψήφισμα (resolution) που να έχει ως αποτέλεσμα την παύση του Ενάγοντα 2 και του Krzysztof Klos από το διοικητικό συμβούλιο (management board) των Πολωνικών οντοτήτων GGH Management 2 Sp. z.o.o. («GGH Management 2»), GGH Management 3 Sp. z.o.o. («GGH Management 3») και GGH Investments sp. z.o.o. («GGH Investments») και (β) δηλώνεται ότι οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα που ενδεχομένως να έχει ήδη ψηφιστεί από την Εναγόμενη, στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή είναι άνευ νομικής ισχύος, μέχρι την πλήρη και τελική εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου».

 

Ως προς τις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες, (παράγραφοι Β και Γ της αίτησης), το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά.

 

Στην παράγραφο Β, επιζητείται η έκδοση Διατάγματος τύπου «quia-timet» που να απαγορεύει στην εναγομένη μέσω των διευθυντών και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή πληρεξουσίων της και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της, από του να αποσύρει και/ή διακόψει οποιεσδήποτε δικαστικές διαδικασίες που έχουν καταχωρηθεί από την εναγομένη στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας και/ή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Γκτάνσκ στην Πολωνία και/ή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο στην Πολωνία και/ή να ακυρώνει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ήδη ληφθεί από την εναγομένη και/ή να δηλώνει ότι οποιαδήποτε τέτοια απόφαση ή ενέργεια που ενδεχομένως να έχει ληφθεί στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή είναι άνευ νομικής ισχύος.

 

Στην παράγραφο Γ, επιζητείται ο διορισμός του Μάριου Καλλία από την Λευκωσία ως «Ενδιάμεσου» Παραλήπτη στην εναγομένη με σκοπό (i) την άσκηση όλων των δικαιωμάτων ψήφου (voting rights) και οποιωνδήποτε άλλων δικαιωμάτων που προκύπτουν από ή σε σχέση με τις μετοχές που η εναγομένη κατέχει στις Πολωνικές οντότητες GGH Management 2, GGH Management 3 και GGH Investments και (ii) τον διορισμό και/ή αντικατάσταση όλων και/ή οποιουδήποτε μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης.

 

Το υποστηρικτικό, πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης καταγράφεται στην Ένορκη Δήλωση του Άγη Χαραλάμπους, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους ενάγοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένου.

 

Ο ομνύων αναφέρεται στο πρόσωπο του ενάγοντα 2, ενός έμπειρου, κατά τον ίδιον, επαγγελματία στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος από τον Ιανουάριο του 2010 διευθύνει τις εργασίες του Ομίλου Εταιρειών της οικογένειας Golub, η οποία δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη ακινήτων σε Η.Π.Α. και Πολωνία. Ο ενάγοντας 2 ήταν το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για το MLT (η τοποθεσία, ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η εμπορική εκμετάλλευση του MLT ήταν αποτέλεσμα της «ιδέας» και των ενεργειών του). Ουσιαστικά διηύθυνε μέσω των Πολωνικών θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου, την εναγομένη και κατ΄ επέκταση το MLT. Ο έλεγχος που ασκούσε στην εναγομένη του επέτρεπε να διορίζει τα Διοικητικά Συμβούλια στις θυγατρικές της εταιρείες. Ο ίδιος ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου σε όλες τις εταιρείες της αλυσίδας ελέγχου του MLT.

 

Η ανάπτυξη του MLT χρηματοδοτήθηκε μέσω ενός συνδυασμού ανάληψης χρέους (debt), το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί μέχρι την 31η Μαρτίου του 2022 και ιδίων κεφαλαίων (equity), τα οποία χορηγήθηκαν από τους μετόχους της GGH PF3, έμμεσα θυγατρικής της εναγομένης. Μέρος των ιδίων κεφαλαίων ήταν και τα Ομόλογα (retail bonds) που εξέδωσαν δύο από τους μετόχους της GGH PF3 (στην συνέχεια «τα Ομόλογα Λιανικής»).

 

Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), οι αρνητικές επιπτώσεις της οποίας συνεχίστηκαν και ολόκληρο το 2020, η πώληση του MLT κατέστη πρακτικά αδύνατη. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την «αθέτηση» της πληρωμής των Ομολόγων Λιανικής, συνολικού ύψους 20 εκατομμυρίων Ευρώ, τα οποία έληξαν τον Νοέμβριο του 2020.

 

Δεδομένου του ότι ο ενάγοντας 2 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των δύο εταιρειών (Golub Gethouse MLT Sp. z.o.o. και GGH MLT Sp. z.o.o.) που είχαν εκδώσει τα Ομόλογα Λιανικής, η αθέτηση πληρωμής των, «τον κατέστησε αντικείμενο ποινικής δίωξης, η οποία ασκείται στην Πολωνία όταν εμπλέκονται κεφάλαια μη επαγγελματιών επενδυτών». Τον Αύγουστο του 2022 ανακρίθηκε από την Αστυνομία. Διερευνάτο κατά πόσον διέπραξε ποινικό αδίκημα, ενεργώντας ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Golub Gethouse MLT Sp. z.ο.ο. και GGH Student Housing Sp. z.ο.ο., «προς βλάβη των εν λόγω εταιρειών που είναι οχήματα ειδικού σκοπού για την έκδοση των Ομολόγων Λιανικής».

 

Είναι η θέση του ενάγοντα 2 πως η έναρξη της ποινικής διερεύνησης εναντίον του προκλήθηκε εξαιτίας της αθέτησης πληρωμής του προγράμματος Ομολόγων Λιανικής και πως τούτο ήταν αποτέλεσμα της συνωμοσίας και της απάτης εναντίον του από τους Radziwills και τους συνεργούς των.

 

Λόγω της κατάστασης που δημιουργήθηκε ήταν επιτακτική ανάγκη να πωληθεί το συντομότερο δυνατόν το MLT στην αγοραία του αξία. Η Loxeco και οι Radziwills εκμεταλλεύτηκαν την εν λόγω κατάσταση στοχεύοντας στο να υφαρπάξουν, παράνομα, «περαιτέρω ιδιοκτησιακό συμφέρον στο MLT για τον εαυτό τους και/ή για να πωλήσουν το MLT με τους δικούς τους όρους και να προσποριστούν από την πώληση του κέρδος που στην πραγματικότητα δεν τους αναλογεί».

 

Ο ομνύων αναφέρεται σε γεγονότα και ενέργειες που κατά τον ενάγοντα 2 καταδεικνύουν «με ποιό τρόπο οι Radziwills πήραν, μυστικά και παράνομα, τον έλεγχο ολόκληρης της εταιρικής δομής που ασκεί τη διοίκηση επί του MLT».

 

Η εναγομένη έφερε Ένσταση στην οριστικοποίηση του μονομερώς εκδοθέντος Διατάγματος καθώς και στα υπόλοιπα αιτήματα των εναγόντων, προβάλλοντας κατά κύριο λόγο πως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας να εκδώσει το Διάταγμα της 8.6.2023. Κατά τα λοιπά, υποστηρίζει πως δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ώστε να οριστικοποιηθεί το μονομερώς εκδοθέν Διάταγμα καθώς και για να εγκριθούν τα υπόλοιπα αιτήματα των εναγόντων. Πως η αίτηση της 8.6.2023 χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης εναντίον της εναγομένης, με σκοπό την εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων του ενάγοντα 2 και ως εκ τούτου συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου (abuse of the process of the Court).

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της Ευαγγελίας Μιχαηλίδου, ημερομηνίας 6.10.2023, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την εναγομένη, δεόντως εξουσιοδοτημένης. Η εναγομένη αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων. Είναι η θέση της πως ο ενάγοντας 2, στις ενέργειες του οποίου αποδίδει την δεινή κατάσταση στην οποία βρέθηκε η επένδυση του MLT, παραποιεί «σκόπιμα» τα γεγονότα, όπως και ότι απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα.

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, οι ενάγοντες αιτούνται από το Δικαστήριο όπως τους δοθεί άδεια να καταχωρήσουν Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση (προσχέδιο επισυνάπτεται) ώστε να απαντήσουν σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς της εναγομένης (μεταξύ άλλων ως προς την εμπειρία του ενάγοντα 2 στον τομέα των ακινήτων και ως προς την συμβολή του στον όλο σχεδιασμό, ανάπτυξη και εμπορική εκμετάλλευση του έργου MLT, ως προς το έμμεσο ιδιοκτησιακό συμφέρον των εναγόντων 1 και 2 στο MLT, ως προς την φύση και τον σκοπό των εκδοθέντων Ομολόγων, ως προς το χρηματικό ποσό που θα λάμβαναν οι Radziwills από την πώληση του MLT) που προεβλήθησαν στην προαναφερομένη Ένορκη Δήλωση της Ευαγγελίας Μιχαηλίδου.

 

Είναι η θέση των εναγόντων, πως θα πρέπει να δοθεί η αιτουμένη άδεια ώστε να απαντηθούν και ειδικότερα να αντικρουσθούν συγκεκριμένοι αναληθείς ή παραπλανητικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση της Μιχαηλίδου, καθότι δεν «θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί εξ΄αρχής ότι η καθ΄ης η αίτηση θα προέβαινε σε τόσης έκτασης παραπλανητικούς και αναληθείς ισχυρισμούς ούτως ώστε οι Αιτητές να τους είχαν αντικρούσει εκ των προτέρων». «Επομένως», προσθέτουν, «η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας είναι αναγκαία για σκοπούς επίλυσης των επίδικων θεμάτων που εγείρονται στην Μονομερή Αίτηση και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης». Καταλήγουν πως σε περίπτωση που εγκριθεί η Αίτηση δεν θα επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματα της εναγομένης, ενώ τυχόν απόρριψη της θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στα δικαιώματα των εναγόντων, αφού αναληθείς και παραπλανητικοί ισχυρισμοί της εναγομένης θα παραμείνουν αναπάντητοι.

 

Η Αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.1 θ.2, Δ.38, Δ.39 θθ1-11, Δ.48 θθ1, 2, 3, 4(2) και 5-9, Δ.57 και Δ.64, στα άρθρα 29, 30, 31 και 32 του περί  Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο κοινοδίκαιο (common law) και στις αρχές της επιείκειας (equity), στην νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες, την γενική πρακτική και την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η εναγομένη καταχώρησε Ένσταση προβάλλοντας πως δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη «καλού λόγου» ώστε να δικαιολογείται η παροχή της αιτούμενης θεραπείας. Πως ό,τι επιδιώκεται με την προτεινόμενη να καταχωρηθεί Ένορκη Δήλωση είναι η διόρθωση λαθών και/ή η συμπλήρωση κενών και/ή παραλείψεων στην Ένορκη Δήλωση του Άγη Χαραλάμπους που συνοδεύει την αίτηση ημερομηνίας 8.6.2023. Πως τα γεγονότα ήταν σε γνώση των εναγόντων προ της καταχώρησης της εν λόγω αίτησης. Πως δεν επιτρέπεται η εκ των υστέρων υποστήριξη της ορθότητας του ήδη εκδοθέντος Προσωρινού Διατάγματος. Πως οι ενάγοντες, εφόσον αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με μονομερή αίτηση, είχαν εξ΄ αρχής την υποχρέωση της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των σχετικών γεγονότων και εγγράφων.

 

Η υπό κρίση Αίτηση εδράζεται στη Δ.48 θ.4(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί πως:

 

«Το Δικαστήριο ή Δικαστής μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.»

 

Αναφέρεται στην υπόθεση, Αναφορικά με την Αίτηση του Φιλόκυπρου Ματθαίου κ.α., (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 508, 514 πως:

 

   «…το κατά πόσο θα επιτραπεί σε ένα διάδικο να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση σε μια αίτηση ενδιάμεσης φύσεως εμπίπτει σαφώς στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου.»

 

Στην Stavros Georgiou & Son (Scrap. Metals) Ltd v. Του Πλοίου LIPA (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1976, 1981, αναφέρεται πως όταν προσωρινή προστασία εξασφαλίζεται μονομερώς:

 

«Ο κανόνας, καθολικής εφαρμογής, είναι ότι δεν επιτρέπεται η επανόρθωση παράλειψης πρωθύστερα έτσι ώστε να μεταβληθεί ή αλλοιωθεί η εικόνα που δόθηκε πρωταρχικά στο δικαστήριο.»

 

Στην υπόθεση Stavros Georgiou & Son (ανωτέρω), γίνεται παραπομπή στην Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ και άλλης (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, 1463 όπου αναφέρεται πως:

 

«Η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά από τα γεγονότα που τεκμηριώνουν το αίτημα».

 

Όταν δεν έχει εκδοθεί μονομερώς οιοδήποτε διάταγμα, πιο εύκολα μπορεί να ικανοποιηθεί η προϋπόθεση της ύπαρξης «καλού λόγου» για καταχώριση Συμπληρωματικής Ένορκης  Δήλωσης.

 

Η αναφορά στον θεσμό σε Συμπληρωματικές Ένορκες Δηλώσεις δεν υπαγορεύει την μορφή και δεν περιορίζει την θεματολογία της δήλωσης που μπορεί να επιτραπεί να καταχωριστεί. Αναμφίβολα μπορεί να αφορά σε ζήτημα που πρωτοεγείρεται με την ένσταση και χρήζει απάντησης. Η Ένορκη Δήλωση που για «καλό λόγο» μπορεί να επιτραπεί να καταχωριστεί, δεν περιορίζεται ούτε στο να συμπληρώσει την αρχικά καταχωρηθείσα, έννοια μάλλον ενστάσιμη καθ’ όσον αφορά την περίπτωση που ενδιάμεσο διάταγμα έχει εξασφαλιστεί στη βάση της αρχικής, ούτε και στο να απαντήσει σε ζήτημα που εγείρεται στην ένσταση. Είναι μια επιπρόσθετη Ένορκη Δήλωση που αφορά σε κάτι το οποίο είναι ορθό και δίκαιο να τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. 

 

Στην Α. Messios & Sons Ltd κ.α. ν. Λεωνίδα (Αρ.1) (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, 199 αναφέρεται πως:

 

  «Κατά την εκτίμησή μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες-αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ΄ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης.  Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.»

 

Δεν μπορεί να καθοριστεί εξαντλητικά τι είναι ορθό και δίκαιο να τεθεί, στην κάθε περίπτωση, υπόψη του Δικαστηρίου και συνεπώς τι συνιστά «καλό λόγο».  Πέραν των βασικών αρχών, τα επί μέρους κριτήρια είναι αναρίθμητα όσα και η ποικιλία των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης.

 

Ο αιτητής πρέπει να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου τα στοιχεία που καταδεικνύουν την ύπαρξη «καλού λόγου», διαφορετικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει πως υφίσταται τέτοιος. Δεν είναι αναγκαίο ο αιτητής να παρουσιάζει την Ένορκη Δήλωση που θα καταχωρίσει εάν του επιτραπεί,  αναμφίβολα όμως εάν τούτο γίνει, το Δικαστήριο αποκομίζει την ακριβή μαρτυρία που επιθυμεί να παρουσιάσει. (Βλ. Παπακοκκίνου κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Αρ.1) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 643).

 

Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί πως υπάρχει «καλός λόγος».  Επιβάλλεται λοιπόν ξεχωριστή εξέταση του κάθε θέματος για το οποίο, ο αιτητής εξαιτείται την άδεια του Δικαστηρίου για να αναφερθεί, μέσα στα πλαίσια των περιστάσεων της υπόθεσης, τι έχει ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και πως προέκυψε η ισχυριζόμενη αναγκαιότητα για αναφορά ή περαιτέρω αναφορά σε αυτό.

 

Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να επιτρέψει την αναφορά σε επί μέρους θέματα με την καταχώριση Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης, το Δικαστήριο πρέπει να έχει υπόψη του και ποιο είναι το επίδικο ζήτημα στην αίτηση, με το οποίο η διαπίστωση του «καλού λόγου» συναρτάται. 

 

Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

 

Κρίνω πως για τους λόγους που θα εξηγήσω στην συνέχεια, δεν θα πρέπει να δοθεί άδεια στους ενάγοντες να καταχωρήσουν Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση. Θεωρώ πως δεν έχουν καταδείξει την ύπαρξη «καλού λόγου».

 

Με την προτεινόμενη να καταχωρηθεί Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση, οι ενάγοντες επιχειρούν να απαντήσουν στους προβαλλόμενους από πλευράς Υπεράσπισης, ισχυρισμούς και θέσεις.

 

Είναι καλά και γνωστό και νομολογημένο ότι σε αιτήσεις για έκδοση Προσωρινών Διαταγμάτων, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητούμενων θεμάτων (βλ. Bacardi v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788), αλλά ασκεί την διακριτική του ευχέρεια με βάση την μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του, χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγηση και χωρίς να καταλήγει σε ευρήματα ώστε συγκεκριμένος ισχυρισμός να κριθεί ότι έχει αποδειχθεί ή όχι.

 

Είναι επίσης γνωστό πως σε διαδικασίες Προσωρινών Διαταγμάτων δεν είναι επιθυμητή η προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας (βλ. Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση τόμος 24, σελ. 519, παρ. 972 υπό τον τίτλο «No fresh evidence after motion opened»). Είναι γι΄ αυτό που δεν τεκμηριώνεται από μόνος του «καλός λόγος» που να επιτρέπει την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ώστε μέσω αυτής να απαντούνται ισχυρισμοί της άλλης πλευράς ή να προσάγεται πρόσθετη μαρτυρία σε διαδικασίες αυτής της φύσης.

 

Σχετική με το υπό κρίση ζήτημα είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μαρίας Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2014, ημερομηνίας 3.11.2016 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας για την καταχώρηση συμπληρωματικής ενόρκου δηλώσεως, ανάγεται, ασφαλώς, στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα… Δεν υπάρχει, βέβαια, άκαμπτος κανόνας, σε διαδικασίες, όμως, για προσωρινά διατάγματα, σπάνια είναι που θα προκύψει ανάγκη η οποία να εκφράζεται σε καλό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτήματος. Και αυτό γιατί στις διαδικασίες αυτές το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται ουσιαστικά σε εξέταση της συνδρομής των νομοθετικών προϋποθέσεων για την έκδοση του διατάγματος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και σε εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπογράμμισε ότι η αίτηση του εφεσίβλητου για προσωρινό διάταγμα θα κρινόταν επί των γεγονότων που αναφέρονται στην αρχική ένορκη δήλωση του, εγκρίνοντας όμως το αίτημα για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης λησμόνησε αυτό που υπογράμμισε και, ουσιαστικά, κατέστησε την απάντηση των ισχυρισμών της εφεσείουσας αυτοσκοπό».

 

Έχοντας κατά νου τα προαναφερθέντα, κρίνω πως δεν είναι επιτρεπτή η καταχώρηση της προτεινόμενης Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης, αφού το Δικαστήριο δεν θα κρίνει τα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση για έκδοση των Προσωρινών Διαταγμάτων, τα οποία έχουν καταστεί αμφισβητούμενα με τις θέσεις που προβάλλει η Υπεράσπιση. Το Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Τούτο ισχύει όχι μόνο στην περίπτωση που ένα Προσωρινό Διάταγμα εκδίδεται μονομερώς αλλά και στην περίπτωση που διατάσσεται η επίδοση της μονομερούς αίτησης στην άλλη πλευρά. Όπως είναι νομολογημένο, τα μόνα σχετικά γεγονότα που δύναται να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την διαδικασία οριστικοποίησης Διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, αλλά και στην διαδικασία έκδοσης Προσωρινού Διατάγματος μετά από ακρόαση τέτοιου αιτήματος, είναι τα γεγονότα που τέθηκαν με την αρχική Ένορκη Δήλωση που υπεστήριξε την σχετική αίτηση και όχι μεταγενέστερα. Το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει αίτηση για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος με αναφορά στα γεγονότα που προσκομίστηκαν ενώπιον του κατά τον χρόνο καταχώρισης της μονομερούς Αίτησης (βλ. Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 A.Α.Δ. 597 και Μαρία Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου (ανωτέρω).

Πέραν τούτου, τα όσα οι ενάγοντες επιδιώκουν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου άπτονται της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των μερών και βρίσκονται εκτός του πλαισίου των επίδικων θεμάτων, τα οποία το Δικαστήριο θα εξετάσει κατά την ακρόαση της αίτησης ημερομηνίας 8.6.2023 για έκδοση Προσωρινών Διαταγμάτων.

 

Συνακόλουθα θεωρώ πως ο λόγος για τον οποίο οι ενάγοντες-αιτητές ζητούν την άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσουν Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση, όπως οι ίδιοι τον έχουν εξειδικεύσει, με κανένα τρόπο τεκμηριώνει «καλό λόγο» αλλά αντίθετα αντιστρατεύεται τις προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές. Αντίθετη προσέγγιση και παροχή δυνατότητας στους διαδίκους να απαντούν στους ισχυρισμούς του αντιδίκου, τους οποίους θεωρούν αβάσιμους, παραπλανητικούς και αναληθείς, στα πλαίσια διαδικασίας έκδοσης Προσωρινών Διαταγμάτων ή να θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου νέα γεγονότα, θα καθιστούσε ατέρμονη την διαδικασία και θα αντιστρατευόταν την ανάγκη για εκδίκαση τέτοιων αιτήσεων άμεσα και χωρίς καθυστέρηση.

 

Η κατάληξη αυτή κρίνει και την τύχη της Αίτησης που δεν είναι άλλη παρά η απόρριψη της.

 

Δια ταύτα, η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της εναγομένης-καθ΄ης η αίτηση και σε βάρος των εναγόντων-αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                             

(Υπ.) ..................................................

                                                                      Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

 

 

Πρωτοκολλητής

/ΕΝ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο