ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 1/2021

 

Αναφορικά με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο 66(Ι)/1997

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο 22(Ι)/2016

 

και

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

 

και

 

Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

 

23 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κα Χατζηξενοφώντος δια A.G. Erotokritou LLC

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Φυσέντζου δια Χρύσης Δημητριάδης ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση του Μιχαλάκη Κωνσταντίνου (στο εξής ο «Αιτητής») ημερομηνίας 25.8.2023 για ακύρωση και/ή διόρθωση επαλήθευσης

 

 

Ο Αιτητής, ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του, είναι ενάγοντας στην αγωγή 2147/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Μια εκ των εναγόμενων στην αγωγή εκείνη ήταν η Cyprus Popular Bank Public Company Limited (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»). Όταν εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας προέκυψε ανάγκη εξασφάλισης άδειας για συνέχιση της αγωγής εναντίον της. Καταχωρήθηκε σχετική αίτηση (στο εξής η «Αίτηση για Άδεια Συνέχισης») η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση. Ένα από τα επίδικα θέματα της αγωγής 2147/2014 είναι η κυριότητα ποσών που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς στο όνομα του Αιτητή (εκεί ενάγοντα) όταν η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε εξυγίανση. Θέση του Αιτητή είναι ότι δικαιούχος των ποσών εκείνων δεν ήταν ο ίδιος προσωπικά αλλά υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του και, συνεπώς, κατά την εξυγίανση τα ποσά αυτά έπρεπε να τύχουν χειρισμού ωσάν να ανήκαν στη αποβιώσασα και όχι στον ίδιο.

 

Ενώ εκκρεμούσε η Αίτηση για Άδεια Συνέχισης, ο Αιτητής υπέβαλε προς επαλήθευση χρέος €327.171,58 προς τον εκκαθαριστή της Λαϊκής Τράπεζας. Το χρέος είχε προκύψει από ποσά που «κουρεύτηκαν» στα πλαίσια της εξυγίανσης. Η επαλήθευση έγινε αποδεκτή περί τον Σεπτέμβριο 2022, στο σύνολο της, δηλαδή για ποσό €327.171,58.

 

Ο Αιτητής διαπίστωσε αργότερα ότι εκ λάθους είχε συμπεριλάβει στο ποσό της επαλήθευσης και τα επίδικα ποσά της αγωγής 2147/2014 που (σύμφωνα με τη δικογραφημένη του θέση) δεν ανήκουν στον ίδιο προσωπικά. Αποτάθηκε τότε στον εκκαθαριστή και ζήτησε την διόρθωση του ποσού της επαλήθευσης, με την αφαίρεση των ποσών της διαχείρισης, ώστε το ποσό που επαληθεύτηκε να μειωθεί σε €117.356,61 (σχετικό το Τεκμήριο 2 της Αίτησης). Ο εκκαθαριστής αρνήθηκε το αίτημα διότι «σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε ενώπιον μας το ποσό για το οποίο καταχωρήθηκε η επαλήθευση είναι ορθό» (σχετικό το Τεκμήριο 3 της Αίτησης).

 

Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα Αίτηση με την οποία ζητά (α) την ακύρωση της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος διόρθωσης της επαλήθευσης και (β) διάταγμα που να αναγκάζει τον εκκαθαριστή να αποδεχθεί τη διόρθωση της επαλήθευσης. Σημειώνει ότι σε περίπτωση που η επαλήθευση παραμείνει ως έχει, τότε ίσως εμποδιστεί να προωθήσει την Αίτηση για Άδεια Συνέχισης και, συνεπακόλουθα, τις αξιώσεις που εγείρει στην αγωγή 2147/2014 (εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και άλλων εναγόμενων) με αποτέλεσμα να παραβλαφτούν τα δικαιώματα της διαχείρισης.

 

Επί των πιο πάνω γεγονότων (με εξαίρεση τη διαφορετική θέση ως προς την κυριότητα των επίδικων ποσών της αγωγής 2147/2014) δεν υπάρχει ουσιαστική διαφωνία από την πλευρά της εκκαθάρισης. Όμως, στην ένσταση που εγείρει ο εκκαθαριστής υποστηρίζει ότι η Αίτηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Αυτό διότι σύμφωνα με τα αρχεία της Λαϊκής Τράπεζας το ποσό της επαλήθευσης είναι ορθό ενώ το κανονιστικό πλαίσιο δεν παρέχει τη δυνατότητα τέτοιας διόρθωσης.

 

Αυτές είναι, συνοπτικά, οι θέσεις των μερών σε σχέση με την Αίτηση.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι συνήγοροι των δύο πλευρών ανέπτυξαν τις θέσεις και επιχειρήματα τους σε γραπτές αγορεύσεις αλλά και σε προφορικές τοποθετήσεις. Έχω μελετήσει όσα ανέφεραν, τις πηγές και νομολογία στην οποία παραπέμπουν αλλά και το σύνολο των στοιχείων που βρίσκονται ενώπιον μου.

 

Πριν προχωρήσω σημειώνω το εξής. Δεν έχω ασχοληθεί με την ουσία της υποκείμενης διαφοράς, δηλαδή εάν πρέπει να πετύχει η Αίτηση για Άδεια Συνέχισης ούτε εξέτασα ις θέσεις των δύο πλευρών για την κυριότητα του επίδικου ποσού στην αγωγή 2147/2014. Ούτε με έχει απασχολήσει κατά πόσο οι αξιώσεις που εγείρονται στην αγωγή 2147/2014 ενδεχομένως να επηρεάζονται από την επαλήθευση. Αυτά δεν είναι του παρόντος. Το μοναδικό προς απόφαση ζήτημα στην παρούσα Αίτηση είναι εάν επιτρέπεται, σαν θέμα αρχής και εκ του νόμου, σε πιστωτή που έχει επαληθεύσει το χρέος του να ζητά την μείωση της επαλήθευσης που υπέβαλε.

 

Ξεκινώντας, σημειώνω ότι δεν διαπιστώνω κακοπιστία ούτε από την πλευρά του Αιτητή ούτε από την πλευρά του εκκαθαριστή. Αναφέρω αυτό γιατί έχουν εκφραστεί κάποιες θέσεις εκατέρωθεν σε σχέση με τις προθέσεις και επιδιώξεις των δύο.

 

Από τη μια δεν αμφισβητώ ότι ο Αιτητής καλόπιστα υπέβαλε το χρέος προς επαλήθευση, ενεργώντας βιαστικά για να μη χάσει την προθεσμία και χωρίς προηγουμένως να λάβει νομική συμβουλή, ως εξηγεί στην Αίτηση.

 

Από την άλλη θεωρώ ότι ο εκκαθαριστής ενήργησε συνετά και όχι αμελώς ή παράλογα, όπως του καταλογίζει η άλλη πλευρά. Εξέτασε τα δεδομένα που του παρουσίασε ο Αιτητής κατά την υποβολή της επαλήθευσης, διαπίστωσε ότι συνάδουν με τα αρχεία της Λαϊκής Τράπεζας και προχώρησε ανάλογα. Δεν διακρίνω ότι χρειαζόταν να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση. Ο ίδιος ο Αιτητής είχε αποταθεί σε αυτόν με συγκεκριμένη απαίτηση την οποία ικανοποίησε.

 

Προχωρώ επομένως να εξετάσω εάν υπάρχει έρεισμα για να εγκριθεί η Αίτηση.

 

Στη νομική βάση της Αίτησης περιλαμβάνονται οι περί Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμοί καθώς και τα άρθρα 233(1)-(3), 234(5) και 251 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 233(3) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Η άσκηση από τον εκκαθαριστή σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο αυτό είναι υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, και οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε άσκηση ή προτεινόμενη άσκηση οποιωνδήποτε τέτοιων εξουσιών.»

 

Περαιτέρω, όπως προβλέπει το άρθρο 234(5) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

 

«Αν οποιοδήποτε πρόσωπο είναι δυσαρεστημένο από οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του εκκαθαριστή, το πρόσωπο εκείνο δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, και το Δικαστήριο δύναται να επικυρώσει ανατρέψει ή τροποποιήσει την πράξη ή την απόφαση για την οποία υπάρχει παράπονο, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα σε σχέση με τα πιο πάνω όπως θεωρεί δίκαιο.»

 

Προκύπτει από το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων ότι το Δικαστήριο έχει εποπτικό ρόλο στην εκκαθάριση. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει ή ότι δικαιούται να επεμβαίνει και να αναθεωρεί κάθε απόφαση του εκκαθαριστή. Ούτε ότι επιτρέπεται να υποκαθιστά την κρίση του εκκαθαριστή για κάθε επί μέρους απόφαση που λαμβάνει στα πλαίσια της εκκαθάρισης.

 

Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αντίστοιχες των άρθρων 167(3)[1] και 168(5)[2] του Αγγλικού Insolvency Act 1986. Υπάρχει πλούσια Αγγλική νομολογία αναφορικά με τον τρόπο που το Δικαστήριο ασκεί τον εποπτικό του έλεγχο στη βάση των πιο πάνω διατάξεων και η σταθερή καθοδήγηση είναι ότι επέμβαση στις αποφάσεις του εκκαθαριστή πρέπει να γίνεται με φειδώ, σε περιορισμένες, ακραίες, περιπτώσεις που αναγνωρίζονται στη νομολογία και αφορούν περιπτώσεις όπου ο εκκαθαριστής ενεργεί κακόπιστα ή παράλογα (in bad faith or perverse[3]) εναντίον των συμφερόντων της εκκαθάρισης.

 

Όμως, θεωρώ ότι η υπό κρίση Αίτηση δεν πρέπει να εξεταστεί στη βάση εκείνων των διατάξεων. Εκείνες οι διατάξεις εντάσσονται στο μέρος του περί Εταιρειών Νόμου που αφορά τα γενικότερα καθήκοντα του εκκαθαριστή (άρθρα 226-239Α)[4]. Δεν αφορούν συγκεκριμένα τη διαδικασία επαλήθευσης. Στον περί Εταιρειών Νόμο περιλαμβάνονται συγκεκριμένες διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με τη διαδικασία επαλήθευσης και εκεί, στις ειδικές διατάξεις, πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο προς απόφαση ζήτημα.

 

Στρέφομαι επομένως στο άρθρο 251 του Κεφ. 113. Η πλευρά του εκκαθαριστή υποστηρίζει ότι, στη βάση του άρθρου 251(7), η προθεσμία για προσφυγή εναντίον της απόφασης του εκκαθαριστή αναφορικά με την επαλήθευση παρήλθε προ πολλού.

 

Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει τα εξής:

 

«251(7) Αν ο πιστωτής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής δεν ικανοποιείται με την απόφαση του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή αναφορικά με την επαλήθευσή του, δύναται με αίτησή του, να προσφύγει στο Δικαστήριο και η αίτηση δέον να γίνεται εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή.»

 

Η πλευρά του εκκαθαριστή σημειώνει ότι η απόφαση του για αποδοχή της επαλήθευσης λήφθηκε τον Σεπτέμβριο 2022 και, συνεπώς, η παρούσα Αίτηση είναι εκπρόθεσμη.

 

Θεωρώ όμως ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 251(7). Εδώ δεν τίθεται θέμα μη ικανοποίησης του πιστωτή (Αιτητή) με την απόφαση του εκκαθαριστή αναφορικά με την επαλήθευση γιατί η απόφαση εκείνη έκανε πλήρως αποδεχτή την επαλήθευση που είχε υποβληθεί. Εδώ, ο Αιτητής επικαλείται ότι μεταγενέστερα της επαλήθευσης διαπίστωσε το λάθος του σε σχέση με το ποσό που είχε καθορίσει ως οφειλόμενο προς αυτόν. Συνεπώς το άρθρο 251(7) του Κεφ. 113 δεν τυγχάνει εφαρμογής.

 

Κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 251(10)(β) του Κεφ. 113 που προβλέπει τα εξής:

 

«(10) Το Δικαστήριο δύναται να απαλείψει ή να μειώσει το ποσό που απαιτείται-

(α) κατόπιν αίτησης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, όπου ο εκκαθαριστής πιστεύει ότι η επαλήθευση έχει γίνει. λανθασμένα αποδεκτή ή θα πρέπει να μειωθεί, ή

(β) κατόπιν αίτησης πιστωτή, αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής αρνηθεί να ενεργήσει επί του θέματος.»

 

Η αναφορά σε «ποσό που απαιτείται» δεν μπορεί παρά να εννοεί ποσό που απαιτείται στα πλαίσια επαλήθευσης. Αυτό συνάγεται από το κείμενο του άρθρου 251, ιδωμένο στο σύνολο του. Η παράγραφος (10) του άρθρου 251 δίνει τη δυνατότητα και εξουσία στο Δικαστήριο να απαλείψει ή να μειώσει το ποσό που επαληθεύτηκε μετά από αίτηση πιστωτή εάν ο εκκαθαριστής αρνηθεί. Δεν τίθεται χρονικός περιορισμός για το πότε μπορεί να υποβληθεί τέτοια αίτηση.

 

Δεν έχω εντοπίσει Κυπριακή νομολογία που να αφορά την εφαρμογή του άρθρου 251(10) του Κεφ. 113. Όμως η διάταξη αυτή είναι πανομοιότυπη με το Rule 4.85 των Αγγλικών Insolvency Rules 1986 που προβλέπει τα εξής:

 

«4.85(1) The court may expunge a proof or reduce the amount claimed –

(a)        on the liquidator's application, where he thinks that the proof has been improperly admitted, or ought to be reduced; or

(b)        on the application of a creditor, if the liquidator declines to interfere in the matter.”

 

Όπως επισημαίνεται στην Αγγλική απόφαση Dyment v Boyden (liquidator of Pathways Residential and Training Centres Ltd) [2004] EWHC 350 (Ch):

 

«The jurisdiction to expunge a proof under Rule 4.85(1) is a discretionary one.»

 

Αντίστοιχα, η χρήση της λέξης «δύναται» στο άρθρο 251(10) του Κεφ. 113 δείχνει ότι η απόφαση ενέχει Δικαστική κρίση. Η τύχη επομένως της Αίτησης θα κριθεί από το κατά πόσο τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης είναι τέτοια που δικαιολογούν και καθιστούν ορθό και δίκαιο να επέμβει το Δικαστήριο.

 

Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι ποιες παραμέτρους πρέπει να λάβει υπόψη το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Ο Αιτητής είναι πιστωτής της εταιρείας. Η θέση του μέσω της Αίτησης είναι πως είναι πιστωτής σε σχέση με ποσό €117.352,61 (που αφορούσε καταθέσεις τον οποίων ήταν ο ίδιος δικαιούχος) ενώ κατά τη θέση του εκκαθαριστή για ποσό €327.171,58 (που περιλαμβάνει και τις επίδικες καταθέσεις στην αγωγή 2147/2014). Το ακριβές ποσό του χρέους του δεν ενδιαφέρει σε αυτό το στάδιο. Επαρκεί το ότι είναι, αδιαμφισβήτητα, πιστωτής.

 

Στην Αγγλική υπόθεση Official Receiver v McKay [2009] EWCA Civ 467 η μοναδική πιστωτής μιας πτωχεύσασας επιδίωξε την διαγραφή χρέους που είχε επαληθευτεί. Για διάφορους λόγους που δεν ενδιαφέρουν εδώ η πτωχεύσασα διαφώνησε και προσπάθησε να εμποδίσει τη διαγραφή. Η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε τις ίδιες διατάξεις που απασχολούν εδώ αλλά αντίστοιχες που εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις φυσικών προσώπων. Όμως την αναφέρω γιατί στέκομαι στην ανάλυση του Αγγλικού Δικαστηρίου που δεν θεώρησε εμπόδιο ότι ο πιστωτής ζητούσε τη διαγραφή χρέους που ο ίδιος είχε υποβάλει προς επαλήθευση.

 

Ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι ο Αιτητής δεν εμποδίζεται να προβάλλει το παρόν αίτημα στη βάση του άρθρου 251(10) του Κεφ. 113 επειδή αφορά επαλήθευση στην οποία είχε ο ίδιος προβεί.

 

Προχωρώντας, σίγουρα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα δεδομένα που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση. Πέραν αυτών, το Δικαστήριο πρέπει να συνυπολογίσει το ευρύτερο καθήκον του σε σχέση με την εκκαθάριση την οποία επιβλέπει και τα συμφέροντα των πιστωτών.

 

Συνεπώς, ένας από τους παράγοντες που θεωρώ ότι είναι πρωταρχικής σημασίας είναι η επίπτωση στους υπόλοιπους πιστωτές της εταιρείας σε περίπτωση που ικανοποιηθεί το αίτημα για απάλειψη ή μείωση του ποσού που απαιτείται.

 

Στην παρούσα περίπτωση, ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτήματος δεν θα έχει αρνητική επίδραση στο σύνολο των πιστωτών. Αντίθετα, με την μείωση του ποσού που ο Αιτητής απαιτεί μέσω της επαλήθευσης θα μειωθούν αντίστοιχα οι υποχρεώσεις της Λαϊκής Τράπεζας. Ο μόνος που, ενδεχομένως, να επηρεάζεται αρνητικά είναι ο ίδιος ο Αιτητής που θα χάσει το δικαίωμα να διεκδικήσει για το σύνολο των χρεωστικών υπολοίπων που παρουσιάζονται σήμερα ως δικά του στα αρχεία της Λαϊκής.

 

Περαιτέρω, στην περίπτωση της Λαϊκής Τράπεζας κανένα ενδιάμεσο μέρισμα έχει πληρωθεί προς πιστωτές οπόταν δεν τίθεται θέμα να έχει εισπράξει ο Αιτητής κάποιο ποσό στο συνολικό ποσό που επαληθεύτηκε.

 

Ενδεχόμενη μείωση του ποσού που απαιτείται μέσω της επαλήθευσης δεν επηρεάζει τα αρχεία της Λαϊκής Τράπεζας. Αυτή η διαδικασία δεν αφορά τα εσωτερικά λογιστικά αρχεία της εταιρείας και δεν επεμβαίνει σε αυτά. Αντικείμενο εδώ είναι μόνο το ύψος του χρέους για το οποίο ο Αιτητής απαιτεί μέσω της εκκαθάρισης. Οι πιστωτές δεν έχουν υποχρέωση να επαληθεύσουν αλλά πρόκειται για δυνατότητα που τους παρέχει η διαδικασία εκκαθάρισης ώστε να δικαιούνται να διεκδικήσουν από την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Ούτε είναι υποχρεωμένοι να επαληθεύσουν για ολόκληρο το ποσό που είναι οφειλόμενο προς αυτούς σύμφωνα με τα αρχεία της εταιρείας. Θεωρώ ότι είναι ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την απαίτηση τους σε σχέση με ολόκληρο ή μέρος του χρέους τους. Κατ’ ουσία, αυτό συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Ο Αιτητής ζητά να του επιτραπεί να εγκαταλείψει την απαίτηση που είχε εγείρει μέσω της επαλήθευσης για ανάκτηση μέρους του χρέους που αποτυπώνεται στα αρχεία τα Λαϊκής Τράπεζας ως οφειλόμενο προς αυτόν.

 

Τέλος, όπως σημείωσα πιο πάνω, δεν εντοπίζω στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Αιτητής ενεργεί κακόπιστα ή καταχρηστικά.

 

Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι η διακριτική μου ευχέρεια μπορεί να ασκηθεί υπέρ του Αιτητή και εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου το απαιτούμενο ποσό της επαλήθευσης για τον Αιτητή μειώνεται σε €117.352,61.

 

Κρίνω ότι δεν χρειάζεται ούτε θα ήταν ορθό το εκδοθέν διάταγμα να επεκταθεί πέραν αυτού, συνεπώς τα διατάγματα ως είναι διατυπωμένα στην Αίτηση δεν μπορούν να εκδοθούν. Περιορίζομαι στο πιο πάνω.

 

Τονίζω ότι δεν με έχει απασχολήσει ποιος είναι ο δικαιούχος του επίδικου ποσού της αγωγής 2147/2014, κατά πόσο πρέπει να δοθεί άδεια για συνέχιση εκείνης της αγωγής, ούτε κατά πόσο είναι τα αρχεία και λογιστικά βιβλία της Λαϊκής Τράπεζας είναι ορθά. Αυτά είναι ζητήματα που δεν αφορούν το παρόν διάβημα.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων. Παρά την επιτυχία της Αίτησης, θεωρώ ότι τα έξοδα πρέπει να τα επιβαρυνθεί ο ίδιος ο Αιτητής εφόσον οι δικές του ενέργειες οδήγησαν στην αναγκαιότητα για την καταχώρηση της Αίτησης. Αυτό συνάδει και με την προσέγγιση στην υπόθεση Official Receiver v McKay (ανωτέρω). Συνεπώς τα έξοδα της παρούσας Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της εκκαθάρισης και εναντίον του Αιτητή, ως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] «167(3). The exercise by the liquidator in a winding up by the court of the powers conferred by this section is subject to the control of the court, and any creditor or contributory may apply to the court with respect to any exercise or proposed exercise of any of those powers.»

[2] «168(5). If any person is aggrieved by an act or decision of the liquidator, that person may apply to the court; and the court may confirm, reverse or modify the act or decision complained of, and make such order in the case as it thinks just.»

[3] Re Hans Place Ltd [1193] B.C.L.C. 768

[4] Σχετική είναι η ανάλυση στο σύγγραμμα Principles of Corporate Insolvency Law, 4th edition, Roy Good, paras 5-03, 6-28, 13-18.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο