ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1196/2021

 

Μεταξύ:

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΥΛΛΟΥΡΗ

Ενάγοντα

και

 

1. AL JAZEERA

2. PHIL REES

3. SARAH YEO

4. LEONIDAS SOFOGIANNIS

5. JAMES KLEINFELD

6. DAVID HARRISON

7. JASON GWYNNE

Εναγόμενοι

 

Αίτηση Ενάγοντα/Αιτητή ημερομηνίας 18.5.2021
για ενδιάμεσο διάταγμα

 

29 Φεβρουαρίου, 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή: κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης

Για Εναγόμενους 1-7/Καθ΄ ων η Αίτηση: κ. Τριλλίδης δια Πολάκης Σαρρής & Σια ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Στις 18.5.2021 ο Ενάγοντας καταχώρησε το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της παρούσας αγωγής με το οποίο ζητά (α) δηλωτική απόφαση ότι η άνευ της γνώσης και/ή συγκατάθεσης βιντεογράφηση του περί τις 26.10.2019 (στο εξής το «Βίντεο») και η χρήση αυτού παραβιάζουν τα Συνταγματικά και εκ του νόμου δικαιώματα του, (β) διάταγμα που να απαγορεύει τη χρήση του Βίντεο, (γ) αποζημιώσεις για παραβίαση των δικαιωμάτων του και (δ) αποζημιώσεις για δυσφήμιση δια της προβολής του Βίντεο από τον Οκτώβριο 2020 και εντεύθεν.

 

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής, ο Ενάγοντας καταχώρησε μονομερώς την υπό κρίση Αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους να χρησιμοποιούν, διαθέτουν, προβάλλουν και εκμεταλλεύονται το Βίντεο χωρίς τη συγκατάθεση του.

 

Το Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) επιλήφθηκε της Αίτησης και εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα μονομερώς στις 20.5.2021 (στο εξής το «Επίδικο Διάταγμα»), δίδοντας παράλληλα οδηγίες για επίδοση του στους Εναγόμενους.

 

Κατόπιν διάφορων ενδιάμεσων διαδικασιών που δεν ενδιαφέρουν επί του παρόντος, το Επίδικο Διάταγμα επιδόθηκε τελικά στους Εναγόμενους το Φθινόπωρο 2023 και αυτοί καταχώρησαν ένσταση στην συνέχιση ισχύος του.

 

Το προς απόφαση ζήτημα είναι κατά πόσο τα δεδομένα, ως έχουν διαμορφωθεί μετά την καταχώρηση της ένστασης, δικαιολογούν την οριστικοποίηση του Επίδικου Διατάγματος μέχρι την περάτωση της δίκης ή εάν αυτό πρέπει να ακυρωθεί.

 

Ξεκινώ με μια συνοπτική αναφορά στη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον Ενάγοντα κατά την έκδοση του Επίδικου Διατάγματος.

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του Ενάγοντα, στις 26.10.2019 παρευρέθηκε σε γεύμα στην οικία συγκεκριμένου βουλευτή. Ο Ενάγοντας ήταν τότε βουλευτής και Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Παρόντες στο γεύμα ήταν και άλλα άτομα μεταξύ των οποίων και ένας Άγγλος ονόματι Tony καθώς και Κινέζος ονόματι Billy Lee.

 

Ο Billy Lee ανέφερε στον Ενάγοντα ότι εκπροσωπούσε ομάδα επενδυτών που ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στη Κύπρο και να λάβουν Κυπριακό διαβατήριο στη βάση του Κυπριακού Προγράμματος Επενδύσεων. Ένας εξ αυτών είχε καταδικαστεί «αδίκως» για ποινικά αδικήματα στην Κίνα και ο Billy Lee ενδιαφερόταν ουσιαστικά να μάθει κατά πόσο η ποινική καταδίκη θα ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο στην απόκτηση Κυπριακού διαβατηρίου ή εάν μπορούσε να υπερπηδηθεί. Οι δύο συζήτησαν την περίπτωση του προτιθέμενου επενδυτή κατά το γεύμα.

 

Ο Ενάγοντας αναφέρει ότι κατά τη συζήτηση του εγέρθηκαν υποψίες και εισηγήθηκε στον οικοδεσπότη όπως αναφέρουν αυτή την περίπτωση στις αρμόδιες αρχές. Αργότερα προέβη ο ίδιος σε προφορική καταγγελία στην ΜΟΚΑΣ.

 

Σε μεταγενέστερο χρόνο ο Ενάγοντας επιδίωξε περαιτέρω επικοινωνία με τον Billy Lee «για να δω αν θα μπορούσα να πάρω οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφόρηση». Υποψιαζόταν ότι ο Billy Lee αποσκοπούσε στη «δημιουργία προβλήματος με την Κινεζική κυβέρνηση» λόγω του πολιτικού του αξιώματος.

 

Τελικά ενημερώθηκε περί τις 21.9.2020 από το δημοσιογραφικό δίκτυο Al Jazeera για τη βιντεογράφηση του στο γεύμα.

 

Μετά την προβολή του Βίντεο από το δίκτυο Al Jazeera, στις 15.10.2020 ο Ενάγοντας παραιτήθηκε από Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και από βουλευτής. Αργότερα, στις 4.11.2020 προέβηκε σε καταγγελία στην αστυνομία για παράνομη βιντεογράφηση και προβολή του Βίντεο.

 

Το περιεχόμενο του Βίντεο οδήγησε σε έρευνες από τις αστυνομικές αρχές για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων και ο Ενάγοντας κλήθηκε για κατάθεση κατά τη διάρκεια της οποίας δεν απάντησε σε ερωτήσεις και τήρησε το δικαίωμα στη σιωπή. Επίσης, συστάθηκε Ερευνητική Επιτροπή για εξέταση θεμάτων που αφορούσαν του Κυπριακό Πρόγραμμα Επενδύσεων και ο Ενάγοντας τοποθετήθηκε γραπτώς στην Επιτροπή στις 28.4.2021.

 

Στην ένορκη του δήλωση ο Ενάγοντας αναφέρει και τα εξής: «ότι η βιντεογράφηση και ηχογράφηση μου έλαβε χώρα μυστικά από εμένα και χωρίς τη συγκατάθεση μου και άρα παράνομα εξάγεται ξεκάθαρα από την αναφορά ενός εκ των υποτιθέμενων δημοσιογράφων ονόματι Angie – ενδεχομένως το όνομα είναι ψευδές – ημερομηνίας 13/10/2020 (Τεκμήριο 5). Είναι εμφανές ότι οι ενέργειες που αναφέρει, υπό τις συνθήκες που έλαβαν χώρα, συνιστούν παραβίαση των Συνταγματικών και νομικών μου δικαιωμάτων. Είναι επίσης εμφανές ότι η βιντεογράφηση και ηχογράφηση μου με τον τρόπο που έγιναν ήσαν προσχεδιασμένες και εγώ ήμουν το θύμα παγίδευσης από τους Εναγόμενους. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω από τον Οκτώβριο του 2020 και εντεύθεν, το προϊόν των ενεργειών των Εναγόμενων άρχισε να προβάλλεται παγκύπρια, συμπεριλαμβανομένης και της Λευκωσίας κατά τρόπο που είναι δυσφημιστικός για εμένα και καθιστώντας με αντικείμενο χλευασμού και άλλων αρνητικών σχολίων από τους πολίτες.»

 

Το Τεκμήριο 5 είναι άρθρο που φαίνεται να τυπώθηκε από ιστοσελίδα με το όνομα Al Jazeera. Δεν αναγράφεται στο άρθρο το όνομα του συγγραφέα. Στο άρθρο υπάρχει αναφορά ότι «Im AngieI am an undercover reporter» και δηλώνει ότι ήταν παρούσα στο γεύμα στις 26.10.2019 και συμμετείχε στις συζητήσεις που έγιναν εκεί. Πολύ συνοπτικά, στο εν λόγω άρθρο υπάρχει αναφορά ότι κατά τη διάρκεια του γεύματος, ο Ενάγοντας υποσχέθηκε «full support from Cyprus» για εξασφάλιση Κυπριακού ή Ευρωπαϊκου διαβατηρίου για τον Κινέζο υπήκοο με την «άδικη» καταδίκη. Ως αντάλλαγμα, «the prospect of us brining in many more high net worth passport buyers had been a great motivator.»

 

Προς δικαιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης έκδοσης του Επίδικου Διατάγματος, ο Ενάγων ανέφερε στην ένορκη του δήλωση ότι στις 28.4.2021 που εκείνος κατέθετε ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για το Κυπριακό Πρόγραμμα Επενδύσεων, εμφανίστηκε στο διαδίκτυο πληροφορία ότι το Βίντεο ήταν υποψήφιο δια βράβευση στην κατηγορία Current Affairs από τον οργανισμό Bafta. Η τελετή βράβευσης θα λάμβανε χώρα στις 6.6.2021. Έμαθε ότι το Βίντεο ήταν επίσης υποψήφιο προς βράβευση από τον οργανισμό Webby, του οποίου τα αποτελέσματα θα ανακοινώνονταν στις 18.5.2021.

 

Ο Ενάγων προσθέτει στην ένορκη του δήλωση ότι «το θέμα είναι κατεπείγον και δεδομένης της διεθνούς διάστασης που λαμβάνει πλέον - μέχρι τώρα το προϊόν των παράνομων ενεργειών των Εναγόμενων επί το πλείστον προβλήθηκε τις πρώτες μέρες μετά την 26/10/2020 από Κυπριακά Μέσα Ενημέρωσης – αλλά και το πολύ σημαντικό γεγονός ότι οι Εναγόμενοι αποσκοπούν – αν πετύχουν – σε επιβράβευση των ως αποτέλεσμα της παρανομίας των και αποκόμισης κέρδους ως αποτέλεσμα της παρανομίας των απεφάσισα να προστατεύσω τα νομικά μου δικαιώματα. Έχω ήδη τύχει εξευτελισμού και απαράδεκτων σχολίων και ανάμενα στωικά την ολοκλήρωση των ερευνών. Όμως η διεθνής διάσταση, η οποία λόγω των πάρα πολλών θεσμικών και μη γνωριμιών μου είναι πάρα πολύ μεγάλη και η προσπάθεια αποκόμισης οφέλους από την παρανομία εις βάρος μου με αναγκάζουν να αντιδράσω για να προστατεύσω τα νομικά μου δικαιώματα.»

 

Αναφέρει τέλος ότι εκτός εάν εκδοθεί το Επίδικο Διάταγμα «η παγκόσμια πλέον κάλυψη θα μου προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά. Εν πάση περιπτώσει όμως, ως έχει νομολογηθεί, η ζημιά δεν πρέπει να είναι μόνο υλικής μορφής. Η ζημιά στο όνομα και την υπόληψη μου θα είναι ανυπολόγιστη.»

 

Αυτή είναι, συνοπτικά, η μαρτυρία στη βάση της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το Επίδικο Διάταγμα.

 

Το Επίδικο Διάταγμα επιδόθηκε τελικά στους Εναγόμενους το Φθινόπωρο 2023 και αυτοί έχουν καταχωρήσει ένσταση στη συνέχιση ισχύος του.

 

Οι λόγοι ένστασης που προβάλλουν εστιάζουν στο ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις ούτε για την έκδοση ούτε για τη διατήρηση του Επίδικου Διατάγματος.

 

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση σημειώνεται ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το Βίντεο του οποίου ζητείτο η απαγόρευση δημοσίευσης ενώ ούτε παρατέθηκε το καταγεγραμμένο περιεχόμενο του (transcript) ή το δυσφημιστικό του νόημα. Σημειώνεται ότι ο Ενάγοντας καθυστέρησε να αποταθεί στο Δικαστήριο αφού το Βίντεο ήταν σε κυκλοφορία στο διαδίκτυο από τον Οκτώβριο 2020 και το περιεχόμενο του έτυχε κάλυψης από ειδησιογραφικά πρακτορεία και μέσα μαζικής ενημέρωσης παγκόσμιας εμβέλειας (αντίγραφα σχετικών ρεπορτάζ/ειδήσεων επισυνάπτονται). Προσθέτει ότι η υποψηφιότητα του Βίντεο στα βραβεία Bafta και Webby του 2021 έχει εκλείψει, εκ των πραγμάτων, ως λόγος για τη διατήρηση του καθώς και ότι πέραν αυτών, το Βίντεο ήταν υποψήφιο προς βράβευση σε διάφορα άλλα διεθνή βραβεία δημοσιογραφίας και παρατίθενται σχετικές λεπτομέρειες. Είναι επίσης η θέση των Εναγόμενων ότι ο Ενάγοντας δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση όταν προσήλθε μονομερώς στο Δικαστήριο και εξασφάλισε το Επίδικο Διάταγμα.

 

Αυτά αναφορικά με την Αίτηση και ένσταση.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, ο συνήγορος των Εναγόμενων παρουσίασε γραπτή αγόρευση και προέβηκε σε προφορικές τοποθετήσεις. Ο συνήγορος του Ενάγοντα αγόρευσε προφορικά. Σημειώνω ότι έχω μελετήσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου μέσω της Αίτησης και της ένστασης αντίστοιχα, καθώς και όσα αναφέρθηκαν στις αγορεύσεις των συνηγόρων. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου της παρούσας αγωγής.

 

Προχωρώ στην ουσία, δηλαδή κατά πόσο το Επίδικο Διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί ή κατά πόσο πρέπει να οριστικοποιηθεί μέχρι την περάτωση της δίκης.

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, κρίνω ότι δεν μπορεί να επιτραπεί η συνέχιση ισχύος του Επίδικου Διατάγματος και, συνεπώς, αυτό πρέπει να ακυρωθεί.

 

Ο βασικός λόγος που οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα είναι γιατί, από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, θεωρώ πως όταν ο Ενάγοντας αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο και εξασφάλισε το Επίδικο Διάταγμα δεν αποκάλυψε πλήρως και ειλικρινά όλα τα δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να παραπλανηθεί.

 

Ο Ενάγοντας κατά την έκδοση του Επίδικου Διατάγματος στις 20.5.2021 είχε υποστηρίξει στο Δικαστήριο ότι ως αποτέλεσμα της βιντεογράφησης που διενεργήθηκε στις 26.10.2019, «από τον Οκτώβριο του 2020 και εντεύθεν, το προϊόν των ενεργειών των Εναγόμενων άρχισε να προβάλλεται παγκύπρια, συμπεριλαμβανομένης και της Λευκωσίας κατά τρόπο που είναι δυσφημιστικός για εμένα και καθιστώντας με αντικείμενο χλευασμού και άλλων αρνητικών σχολίων από τους πολίτες». Συνεχίζει λέγοντας στην ένορκη του δήλωση ότι ο λόγος που καθιστά αναγκαία την κατεπείγουσα έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, είναι διότι εάν δεν εμποδιστεί η συμμετοχή του Βίντεο στους διαγωνισμούς Bafta και Webby τότε «δεδομένης της διεθνούς διάστασης που λαμβάνει πλέον - μέχρι τώρα το προϊόν των παράνομων ενεργειών των Εναγόμενων επί το πλείστον προβλήθηκε τις πρώτες μέρες μετά την 26/10/2020 από Κυπριακά Μέσα Ενημέρωσης […] Η παγκόσμια πλέον κάλυψη θα μου προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά. Η ζημιά στο όνομα και στην υπόληψη μου θα είναι πλέον ανυπολόγιστη».

 

Η εντύπωση δηλαδή που δημιούργησε είναι ότι η άμεση επέμβαση του Δικαστηρίου ήταν αναγκαία για να εμποδιστεί η διεθνής προβολή του Βίντεο και παγκόσμια κάλυψη, με τη συνεπακόλουθη ζημιά στη φήμη και υπόληψη του διεθνώς. Μέχρι τότε δεν είχε ενεργήσει διότι το Βίντεο είχε προβληθεί, τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας του, στην Κύπρο.

 

Διαφάνηκε όμως μέσω της ένστασης ότι τα πιο πάνω δεν συνάδουν με αυτό που συνέβη. Προκύπτει ότι το Βίντεο, από την αρχή της κυκλοφορίας του, τον Οκτώβριο 2020, αποτελούσε είδηση σε παγκοσμίου εμβέλειας μέσα μαζικής ενημέρωσης και ειδησιογραφικά δίκτυα. Μέσω της ένστασης παρουσιάζονται δημοσιεύματα και ρεπορτάζ εκείνων των ημερών που ήταν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, ανά το παγκόσμιο, από το BBC, New York Times, Reuters, Financial Times, ABC News, France 24, Yahoo New και άλλα.

 

Η φύση και έκταση του καθήκοντος για πλήρη αποκάλυψη στα πλαίσια αίτησης που καταχωρείται μονομερώς για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, επεξηγείται με σταθερό και ξεκάθαρο τρόπο στη νομολογία. Πρόσωπο που αποτείνεται μονομερώς στο Δικαστήριο, οφείλει να αποκαλύψει όχι μόνο εκείνα τα γεγονότα που ο ίδιος θέλει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά να αποκαλύψει πλήρως και δίκαια (fully and fairly)[1] όλα τα γεγονότα τα οποία είναι σημαντικά και ουσιώδη για να έχει το Δικαστήριο ολοκληρωμένη εικόνα κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Όπως αναφέρθηκε στην Αγγλική υπόθεση Fundo Soberano De Angola v Dos Santos [2018] EWHC 2199:

 

«It is a duty owed to the court which exists in order to ensure the integrity of the court’s process.»

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα εκπηγάζει από τις αρχές της επιείκειας. Το καθήκον αποκάλυψης του αιτητή είναι απόρροια του δόγματος της επιείκειας που επιτάσσει ότι αυτός ο οποίος προσέρχεται στην επιείκεια πρέπει να έρχεται με καθαρά χέρια.

 

Η υποχρέωση για πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη κρίνεται τόσο σημαντική που, ακόμα και αν δεν εγερθεί από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα αυτεπάγγελτα[2]. Σε περιπτώσεις όπου διαφαίνεται ότι διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, εκδόθηκε χωρίς να έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα τότε, αναπόδραστη συνέπεια είναι ότι ο αιτητής θα στερηθεί το διάταγμα που εξασφάλισε κατά παράβαση της υποχρέωσης του αυτής[3].

 

Το καθήκον διάδικου για πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη είναι καίριας σημασίας. Αυτό διότι, κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης, η άλλη πλευρά στερείται του θεμελιώδους δικαιώματος να ακουστεί πριν αποφασιστεί ένα ζήτημα το οποίο την επηρεάζει και την αφορά. Το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει και να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια βασιζόμενο μόνο στη μαρτυρία και εκδοχή ενός εκ των διαδίκων. Το καθήκον και υποχρέωση επομένως του αιτούντος διάδικου είναι απόλυτο και αυστηρό. Η διαδικασία που διεξάγεται μονομερώς χαρακτηρίζεται ως uberrima fides, υψίστης πίστεως.

 

Στην υπόθεση Γρηγορίου ν Χριστοφόρου κ.α. (1995)1 Α.Α.Δ. 248 αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:

 

«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides). Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου… Η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα.»[4].

 

Εάν ο αιτητής δεν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα ουσιώδη γεγονότα, τότε, όταν αυτά αποκαλυφθούν, ανατρέπεται η βάση επί της οποίας εκδόθηκε ένα μονομερές διάταγμα, καθιστώντας το έκθετο σε ακύρωση[5].

 

Τα πιο πάνω συγκεφαλαιώθηκαν εκ νέου στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Investar SPC Ltd v Investar Investments Ltd, Πολιτική έφεση Ε50/2021 ημερομηνίας 15.2.2024. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε ότι σε περιπτώσεις διαταγμάτων που εκδίδονται ex parte, είναι αδιάφορο εάν υπήρχε πρόθεση ή όχι για παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Εάν τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αντικειμενικά κρινόμενα, δεν έδιναν πλήρη και ακριβή εικόνα τότε το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Όπως εξήγησα, αυτό συνέβη στην παρούσα περίπτωση. Η πλευρά του Ενάγοντα, αδιάφορο εάν αυτό έγινε με πρόθεση ή όχι, δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο όλα τα σχετικά γεγονότα ώστε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να διαμορφώσει πλήρη εικόνα πριν αποφασίσει εάν έπρεπε να εκδώσει ή όχι το Επίδικο Διάταγμα.

 

Η εντύπωση που αντικειμενικά αποκόμισε το Δικαστήριο από τη μαρτυρία που παρουσίασε ο Ενάγοντας, ότι δηλαδή μόνο στην Κύπρο είχε προβληθεί το Βίντεο, απέχει από την πραγματικότητα. Ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκε το διάταγμα μονομερώς - η αποτροπή της διεθνούς προβολής του και συνεπακόλουθη προσβολή του Ενάγοντα - δεν ευσταθούσε. Το Βίντεο είχε ήδη προβληθεί διεθνώς, ήταν διαθέσιμο και προσβάσιμο ανά το παγκόσμιο και αποτέλεσε αντικείμενο δημοσιογραφικής κάλυψης σε μεγάλα διεθνή δίκτυα.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση σφραγίζει την τύχη του Επίδικου Διατάγματος που δεν μπορεί να διατηρηθεί για αυτό τον λόγο.

 

Ανεξάρτητα από το πιο πάνω, έχω εξετάσει κατά πόσο το Επίδικο Διάταγμα μπορεί, ενδεχομένως, να διαφοροποιηθεί ή να εκδοθεί νέο με βάση την εικόνα ως έχει διαμορφωθεί[6]. Η απάντηση είναι αρνητική, διότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του Νόμου και της νομολογίας.

 

H γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα παρέχεται από το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 που προβλέπει ότι το Δικαστήριο:

 

«…δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

 

Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν πληρούνται, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην πιο πάνω διάταξη. Δηλαδή εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, σε υποθέσεις όπου ο αιτητής επικαλείται δυσφήμιση για να ζητήσει ενδιάμεση θεραπεία, υπάρχουν και άλλα, ειδικά, κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία[7]. Ειδικότερα, για να εκδοθεί ενδιάμεσο διάταγμα που να εμποδίζει τη δημοσίευση κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστικού δημοσιεύματος, πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

(α)        ότι το δημοσίευμα είναι αναμφίβολα δυσφημιστικό,

 

(β)       ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν μπορεί να επιτύχει,

 

(γ)        ότι δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που να μπορεί να επιτύχει,

 

(δ)        όταν υπάρχει μαρτυρία ότι ο εναγόμενος προτίθεται να επαναλάβει τη δυσφήμιση[8].

 

Η θέση των Εναγόμενων είναι ότι η βάση αγωγής που επικαλέστηκε και επί της οποίας ο Ενάγοντας αποτάθηκε στο Δικαστήριο και εξασφάλισε το Επίδικο Διάταγμα ήταν δυσφήμιση. Ο συνήγορος του Ενάγοντα, στην αγόρευση του, υποστήριξε ότι υπάρχει και άλλη βάση αγωγής, ήτοι παράβαση συνταγματικών και εκ του νόμου δικαιωμάτων.

 

Έχω αναφερθεί πιο πάνω τόσο στις αξιώσεις που εγείρονται, σύμφωνα με την γενική οπισθογράφηση, καθώς και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από την πλευρά του Ενάγοντα στα πλαίσια της Αίτησης.

 

Υπάρχουν αναφορές στην γενική οπισθογράφηση και στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα σε παράβαση συνταγματικών και εκ του νόμου δικαιωμάτων του. Αναφέρει ότι το Βίντεο ήταν προϊόν βιντεογράφησης και/ή ηχογράφησης που έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του. Όμως εξετάζοντας την ένορκη δήλωση του Ενάγοντα στο σύνολο της, κρίνω ότι η βάση επί της οποίας ζήτησε την ενδιάμεση θεραπεία είναι αυτή της δυσφήμισης. Σε αυτό παραπέμπουν οι αναφορές στην ένορκη του δήλωση σε προβολή του Βίντεο «κατά τρόπο δυσφημιστικό», ότι έχει υποστεί «εξευτελισμό» και «απαράδεκτα σχόλια», ότι έχει καταστεί «αντικείμενο χλευασμού και αρνητικών σχολίων». Η δε ανεπανόρθωτη ζημιά που επικαλείται είναι ζημιά «στο όνομα και στην υπόληψη» του.

 

Ο Ενάγοντας δεν ζήτησε το Επίδικο Διάταγμα γιατί το Βίντεο λήφθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του. Ζήτησε τη συνδρομή του Δικαστηρίου γιατί να εμποδίσει την παγκόσμια κυκλοφορία του Βίντεο ώστε να μην γίνει αντικείμενο χλευασμού και αρνητικών σχολίων διεθνώς, ως ο ίδιος το έθεσε. Συνεπώς, παρά την έγερση αξιώσεων με την αγωγή και σε άλλη βάση, η Αίτηση προωθήθηκε και το Επίδικο Διάταγμα ζητήθηκε στη βάση της δυσφήμισης. Άρα πρέπει τα δεδομένα της υπόθεσης να ικανοποιούν και τα πρόσθετα, ειδικά κριτήρια για ενδιάμεσα διατάγματα που ισχύουν σε περιπτώσεις δυσφήμισης.

 

Όμως, για χάριν συζήτησης, ακόμα και αν η Αίτηση προωθείτο και στη βάση παράβασης του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, ούτε σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να επιτύχει. Αυτό διότι η καθυστέρηση που επέδειξε ο Ενάγοντας δεν αφήνει περιθώριο για παροχή ενδιάμεσης προστασίας. Ο Ενάγοντας έμαθε για το Βίντεο τον Σεπτέμβριο 2020, αυτό δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο 2020 και η Αίτηση καταχωρήθηκε 7 μήνες μετά, τον Μάιο 2021.

 

Υπάρχει πλούσια Αγγλική νομολογία σε σχέση με ενδιάμεσα απαγορευτικά διατάγματα όπου ο αιτητής επικαλείται παράβαση της ιδιωτικότητας. Η σταθερή προσέγγιση είναι ότι ο αιτητής πρέπει να ενεργήσει αμέσως μόλις περιέλθουν σε γνώση του τα γεγονότα και μάλιστα πριν τη δημοσίευση. Όπως, παραστατικά, το έθεσε ο Mr Justice Eady στην ενδιάμεση απόφαση του στην υπόθεση Mosley v News of the World [2008] EMLR 679:

 

«Once the cat is out of the bag, and the intrusive publication has occurred, most people would think that there was little to gain.»

 

Προχωρώντας, το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι εάν πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων[9], αλλά και οι ειδικές προϋποθέσεις για ενδιάμεσα διατάγματα που αφορούν δυσφήμιση.

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32 (1), το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, το μοναδικό δικόγραφο είναι το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.

 

Παρενθετικά σημειώνω ότι παρά την παρέλευση περίπου 3 ετών από την καταχώρηση της αγωγής, η πλευρά του Ενάγοντα δεν έχει καταχωρήσει Έκθεση Απαίτησης. Έχει επανειλημμένα τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι συνιστά απαράδεκτη τακτική η εξασφάλιση ενδιάμεσης θεραπείας χωρίς την παράλληλη προώθηση της εκδίκασης της υπόθεσης[10].

 

Επανέρχομαι στην 1η προϋπόθεσης και εστιάζω στις αξιώσεις της γενικής οπισθογράφησης που αφορούν την ισχυριζόμενη δυσφήμιση. Σε αγωγές για λίβελο, σύμφωνα με τη Δ. 2 θ. 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, επιβάλλεται να παρέχονται «επαρκείς λεπτομέρειες» ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση των δημοσιευμάτων επί των οποίων βασίζεται η αγωγή.

 

Ως προς την ερμηνεία της φράσης «επαρκείς λεπτομέρειες» σχετική είναι η επεξήγηση στο στο The Annual Practice 1958 της αντίστοιχης πρόνοιας των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, όπου στην σελίδα 34 αναφέρονται τα εξής:

 

«Sufficient Particulars.- In a libel action it is essential to know the  very words on which the claim is founded. The actual words must be set out. In Collins v Jones (1955) 2 W.L.R. 813, C.A. it was held that, where the words complained of were alleged to have occurred in letters, the plaintiff must furnish particulars of each letter specifying the date, time and place of publication of each, identifying those to whom publication was alleged and setting out the precise words complained of in each letter».

 

Η προσέγγιση αυτή ακολουθήθηκε και στην Κυπριακή νομολογία. Σε αγωγές που βασίζονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης, οι ακριβείς λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν συνιστούν και τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων εδράζεται το αγώγιμο δικαίωμα[11].

 

Η μόνες πληροφορίες στη γενική οπισθογράφηση σε σχέση με το κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστικό δημοσίευμα είναι σε «άνευ της γνώσης και/ή συγκαταθέσεως του Ενάγοντος βιντεογράφηση και/ή ηχογράφηση του κατά ή περί την 26/10/2019 υπό των Εναγόμενων και/ή οιουδήποτε εξ αυτών η οποία έλαβε χώρα εις την Κυπριακή Δημοκρατία και/ή η άνευ της συγκαταθέσεως και/ή γνώσεως του Ενάγοντος χρησιμοποίηση και/ή δημοσιοποίηση του προϊόντος των εν λόγω ενεργειών». Θεωρώ ότι οι πληροφορίες αυτές δεν συνιστούν επαρκείς λεπτομέρειες για να είναι δυνατή η ταυτοποίηση του δημοσιεύματος για το οποίο ο Ενάγοντας εγείρει αξιώσεις. Άρα η 1η προϋπόθεση, αναφορικά με τις αξιώσεις για δυσφήμιση, δεν πληρείται.

 

Προχωρώ στη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, κατά πόσο δηλαδή διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που αφορούν την ισχυριζόμενη δυσφήμιση. «Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[12]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[13].

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν παρουσιάστηκε το Βίντεο, ούτε το καταγεγραμμένο περιεχόμενο αυτού (transcript), ούτε στοιχεία αναφορικά με το δυσφημιστικό του νόημα. Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στη νομολογία όταν η βάση αγωγής είναι δυσφήμιση και επιζητείται ενδιάμεση θεραπεία όπως εδώ, τότε το επίδικο δημοσίευμα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου που οφείλει να το εξετάσει για να αποφασίσει εάν αντικειμενικά κρινόμενο, είναι δυσφημιστικό ή εάν μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας ή άλλες ενδεχόμενες υπερασπίσεις[14]. Χωρίς το Βίντεο, καμία αξιολόγηση του περιεχομένου του μπορεί να γίνει, άρα δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

 

Πέραν τούτου, αναφορικά με τους Εναγόμενους 2-7, καμία μαρτυρία έχει παρουσιαστεί που να τους συνδέει με όσα επικαλείται ο Ενάγοντας. Ούτε στην ένορκη του δήλωση, ούτε στα τεκμήρια που τη συνοδεύουν εντοπίζω αναφορά σε αυτούς. Οι μόνες αναφορές σε φυσικά πρόσωπα που γίνονται από τον Ενάγοντα είναι σε κάποιους «Tony», «Billy Lee» και «Angie». Τα πρόσωπα αυτά παραμένουν άγνωστα. Κανένας εκ των Εναγόμενων έχει αυτά τα ονόματα. Με αυτό το δεδομένο, αξιώσεις εναντίον των Εναγόμενων 2-7 είναι μετέωρες.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 είναι σωρευτικές. Η διαπίστωση ότι δεν πληρούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις αναφορικά είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα και δεν υπάρχει λόγος εξέτασης των άλλων δύο.

 

Περαιτέρω, επειδή δεν παρουσιάστηκε το Βίντεο στο οποίο ο Ενάγοντας βασίζει τις αξιώσεις του, ούτε οι ειδικές προϋποθέσεις για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος σε αγωγές για δυσφήμιση πληρούνται. Χωρίς το Βίντεο δεν μπορώ να εξετάσω εάν το περιεχόμενο είναι αναντίλεκτα δυσφημιστικό (unarguably defamatory), καμία βάση υπάρχει για να εκτιμήσω εάν το περιεχόμενο μπορεί να είναι αληθές (no grounds for concluding the statement to be true), ούτε εάν οποιαδήποτε άλλη υπεράσπιση θα μπορούσε να πετύχει (no other defence).

 

Ενόψει αυτών των διαπιστώσεων, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

 

Τέλος, στην ένσταση και στην αγόρευση του συνηγόρου των Εναγόμενων προβάλλονται και άλλοι λόγοι ένστασης που αφορούν ισχυριζόμενη αντικανονικότητα σε σχέση με την αίτηση για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και μη επίδοση του σχετικού διατάγματος.

Δεν θα εξετάσω αυτές τις θέσεις γιατί είναι εκτός του αντικειμένου της υπό κρίση Αίτησης. Το αποτέλεσμα της Αίτησης και της εδώ διαδικασίας έχει κριθεί στη βάση των όσων εξήγησα πιο πάνω.

 

Καταληκτικά, το Επίδικο Διάταγμα ημερομηνίας 20.5.2021 δεν μπορεί να διατηρηθεί. Συνακόλουθα, ακυρώνεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1-7/Καθ’ ων η Αίτηση 1-7 και εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή, ως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Konamaneni v Rolls Royce Industrial Power (India) Ltd [2002] 1 WLR 1269

[2] Τσιερκέζου ν Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009)1 Α.Α.Δ. 734

[3] The King v The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac [1917]1 K.B. 486

[4] Σχετικές και οι AK International UK Limited v Του Πλοίου «NAIME S» σημαίας Comodo Islands (Αρ. 1) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1447, Brink`s Mat Ltd v Elcombe (C.A) (1988) 1 W.L.R 1350, Behbehani and others v Salem and Others (1989) 2 All E.R 143

[5] Demstar Limited v Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996)1(Α) Α.Α.Δ. 597

[6] Millhouse Capital UK Ltd v Sibir Energy Plc [2008] EWHC 2614 (Ch)

[7] C.T. Tobacco Ltd v Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α., (2003) 1 ΑΑΔ 853 και Παναγιώτου ν Μουλαζίμη (2007) 1 ΑΑΔ 78

[8] Σχετική είναι και η ανάλυση στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6η έκδοση, παράγραφοι 1511-1518.

[9] Ενδεικτικά Οδυσσέως ν Pieris Estates Ltd (1982)1 A.A.Δ.557

[10] Ενδεικτικά Melouska Commercial Ltd κ.α. v Chumachenko Alisa κ.α., Πολιτική Έφεση Ε71/13, ημερομηνίας 30.9.2014.

[11] Σχετική η ανάλυση στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 8th edition, σελ. 1981. Σχετικά επίσης, Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 28, παράγραφος 175, Barham v Lord Huntingfield (CA) [1913] [1911-13] All E.R. Rep. 663 και Russell and another v Stubbs Ltd. (HL) [1908] [1913] 2 KB 200.

[12] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[13] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[14] Σχετική η ανάλυση επί του σημείου αυτού στο σύγγραμμα Διατάγματα (Injunctions), Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελ. 128


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο