ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

 

                                                                                                                        Αρ. Αγωγής: 1638/17

 

Ημερομηνία: 15/01/2024

 

Μεταξύ:

 

                                                   ΜΑΡΙΟΥ ΒΑΤΤΗ, από Σωτήρα

                                                                                                                                    Ενάγοντας

                                                                  -και-

 

1.             ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, από Λευκωσία

2.              ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, από Λευκωσία

3.                            ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, από Λευκωσία

                                                                                                                                    Εναγόμενοι

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κος Χρ. Τσαγκαρός για Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ και για Μουαΐμη & Μουαΐμη 

Για Εναγόμενο 1: κος Μ. Ξιαρής για Λέλλο Δημητριάδη ΔΕΠΕ και κος Γ. Χριστοδούλου για Γεωργιάδη & Πελίδη ΔΕΠΕ

 

                                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αγωγή αυτή έχει εγερθεί δυνάμει του άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου και ο Ενάγοντας αξιώνει διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο αναγνωρίζεται, ότι οι Εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των €170.858 πλέον τόκο από τις 30/10/2007. Το συγκεκριμένο ποσό επιδικάστηκε υπέρ του Ενάγοντα στην αγωγή 405/02 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, στη βάση των προνοιών της ευρωπαϊκής οδηγίας 2001/103 ΕΚ ημερομηνίας 16/09/2009 και συμφωνίας μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και των Εναγομένων 1 ημερομηνίας 26/03/2001 που τέθηκε αναδρομικά σε ισχύ από τις 07/07/2000. Ως επεξηγείται στην έκθεση απαίτησης, η αξίωση αυτή αφορά το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων με βάση τον περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων Ασφάλισης Ευθύνης Τρίτου 96.(1)/2000. Οι όροι του μνημονίου βάσει συμφωνίας, παρατίθενται στις παραγράφους 5.1‑5.3 της έκθεσης απαίτησης. 

 

Μεταξύ άλλων, είναι ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της βασικής συμφωνίας, ότι το Ταμείο σε περίπτωση έκδοσης απόφασης από αρμόδιο Δικαστήριο εναντίον προσώπου ή προσώπων τα οποία κατά τον χρόνο του ατυχήματος για το οποίο ευθύνονται, δεν υπήρχε σε ισχύ ασφαλιστήριο σε σχέση με την ευθύνη και η απόφαση δεν έχει ικανοποιηθεί, τότε το Ταμείο οφείλει να πληρώσει ή μεριμνήσει για την πληρωμή του προσώπου προς όφελος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.

 

Περαιτέρω, είναι ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της βασικής συμφωνίας, ότι το Ταμείο σε περίπτωση απόφασης που εφεσιβλήθηκε, οφείλει να πληρώσει ή μεριμνήσει για την πληρωμή της απόφασης μέσα σε 7 μέρες από την επίδοση προς το Ταμείο γραπτής ειδοποίησης όσον αφορά την απόφαση του Εφετείου.

 

Ο Ενάγοντας επιφυλάσσει πλήρως τα δικαιώματα του να αναφερθεί λεπτομερώς και/ή εκτενέστερα σε όλους τους όρους της βασικής συμφωνίας κατά την ακρόαση.

 

Ο Ενάγοντας έχει απαίτηση, διότι στις 26/07/2000 οδηγούσε με το ποδήλατο και ο Η. Κ. που οδηγούσε άλλο όχημα και επιχειρούσε να εισέλθει σε δεξιά πάροδο, συγκρούστηκε αμελώς με τη μοτοσυκλέτα του Ενάγοντα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά. Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και την 03/03/2006 κατόπιν άδειας και διατάγματος του Δικαστηρίου, προστέθηκε ο Η. Κ. ως Εναγόμενος. Έγινε επίδοση της αγωγής στους Εναγόμενους 1, διότι ο Εναγόμενος δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη κατά τον επίδικο χρόνο. Οι Εναγόμενοι 1 διόρισαν δικηγόρο προς Υπεράσπιση του οδηγού. Την 11/03/2008, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, δηλώθηκε απόφαση εκ συμφώνου. Μεταξύ άλλων στην απόφαση, δηλώθηκε ότι ο Ενάγοντας δεν είχε καμία ευθύνη για το δυστύχημα που έγινε στις 26/07/2000 και καθορίστηκε ποσό αποζημιώσεων το ποσό των 100.000 λιρών (€170.858) πλέον τα έξοδα της αγωγής. Το μόνο θέμα που παρέμεινε να δικαστεί, ήταν το θέμα συνεισφοράς μεταξύ της Χ. A. και του Η. Κ. Την 12/03/2009 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Η. Κ. για το συγκεκριμένο πιο πάνω ποσό. Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε η Έφεση 127/09 αναφορικά με τη συντρέχουσα αμέλεια της Χ. A. Επίσης καταχωρήθηκε Αντέφεση από τον Η. Κ. Η Έφεση απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 29/09/2016. Στη συνέχεια ο Ενάγοντας ζήτησε από την Εναγόμενη 1, πληρωμή της αποζημίωσης στη βάση της απόφασης. Αρνήθηκαν να πληρώσουν.

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι Εναγόμενοι οφείλουν στον Ενάγοντα το ποσό των €170.858,98-πλέον τόκο προς 8% από 30/10/2007 μέχρι εξόφλησης, πλέον το ποσό των €17.085,90-έξοδα, πλέον ΦΠΑ, πλέον νόμιμο τόκο από 12/03/2009 μέχρι εξόφλησης ως επίσης και γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις, συνεπεία της από τους Εναγόμενους παράβασης των προνοιών της ευρωπαϊκής οδηγίας αρ. 2009/103/EC ημερομηνίας 16/09/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και/ή στη βάση των προνοιών της βασικής συμφωνίας μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και των Εναγομένων 1 ημερομηνίας 26/03/2001 η οποία τέθηκε αναδρομικά σε ισχύ από 07/07/2000 και/ή συνεπεία της από τους Εναγόμενους παράβασης του δικαιώματος του Ενάγοντα σε αποτελεσματική εκτέλεση της υπέρ του εκδοθείσας απόφασης και/ή συνεπεία της από τους Εναγόμενους παράβασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ενάγοντα ως αυτά κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και/ή των διαφόρων πράξεων και/ή οδηγιών και/ή αποφάσεων της Ευρωπαικής Ένωσης και/ή των αρμόδιων οργάνων της και/ή λόγω της παράλειψης της Κυπριακής Δημοκρατίας να θεσπίσει σχετικό νόμο για την προστασία ή αποζημίωση πολιτών σε περιπτώσεις μη ύπαρξης ασφάλισης οδηγών μηχανοκίνητων οχημάτων σε δημόσιο δρόμο.

 

Η δικογραφημένη Υπεράσπιση των Εναγομένων 1 που παραπέμπει στη βασική συμφωνία και στο μνημόνιο συμφωνίας που υπογράφτηκε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Εναγομένων 1, είναι ότι δεν υποχρεούνται να πληρώσουν τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις αγωγές, διότι οι αγωγές εγείρονται μετά την παρέλευση 2 ετών από την ημέρα που έγινε το γεγονός που δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και είναι η θέση τους, ότι η απαίτηση του Ενάγοντα, εμπίπτει στην πιο πάνω εξαίρεση.

 

Εξαιρουμένων των όσων ρητά γίνονται παραδεκτά κατωτέρω, οι Εναγόμενοι 1 αρνούνται το περιεχόμενο και τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 6 της έκθεσης απαίτησης, καθώς και στα στοιχεία αυτής και καλούν τον Ενάγοντα σε αυστηρή απόδειξη. Επί των όσων ισχυρίζεται ο Ενάγοντας στην εν λόγω παράγραφο της έκθεσης απαίτησης, οι Εναγόμενοι 1 αναφέρουν τα ακόλουθα:

 

(α) οι Εναγόμενοι 1 αρνούνται τους ισχυρισμούς που εκτίθενται στην παράγραφο 6, καθώς και στο στοιχείο (6.1) αυτής

(β) το στοιχείο (6.2) της εν λόγω παραγράφου της έκθεσης απαίτησης, είναι παραδεκτό.

(γ) το στοιχείο (6.3) της εν λόγω παραγράφου της έκθεσης απαίτησης είναι παραδεκτό, πλην όμως οι Εναγόμενοι 1 ισχυρίζονται περαιτέρω ότι τα πραγματικά γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

i. κατά ή περί την 01/11/2002, η Χρ. Α. Εναγόμενη στην αγωγή 405/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου καταχώρησε Αίτηση διά την προσθήκη του Η. Κ. ως Τριτοδιάδικου στην αγωγή 405/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου και το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε στις 07/11/2002.

ii. η ειδοποίηση Τριτοδιάδικου επεδόθη στους Εναγόμενους 1 στις 18/06/2003 κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου διά υποκατάστατη επίδοση ημερομηνίας 02/06/2003 με βάση το άρθρο 23(1) του Νόμου 96(1)2000.

iii. η καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους του Τριτοδιάδικου Η. Κ. έγινε από τους δικηγόρους κ. κ. Λ. Δ. & Σία. Το εν λόγω δικηγορικό γραφείο διορίστηκε ως δικηγόροι του Τριτοδιάδικου Η. Κ. από τους Εναγόμενους 1 στην παρούσα αγωγή, σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, ήτοι του Ν.96(1)/2000.

iv. κατά ή περί την 16/12/2005, ήτοι περί τα 3 χρόνια μετά την καταχώρηση της εν λόγω αγωγής, καταχωρήθηκε από τον Ενάγοντα, τόσο στην παρούσα αγωγή, όσο και στην αγωγή 405/2002, Αίτηση διά την έκδοση διατάγματος όπως ο Τριτοδιάδικος Η. Κ. προστεθεί ως Εναγόμενος 2 στην αγωγή 405/2002.

v. στις 03/03/2006 εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής 405/2002, διάταγμα διά την προσθήκη του Τριτοδιάδικου Η. Κ., ως Εναγόμενου 2 στην εν λόγω αγωγή.

vi. στα πλαίσια της πιο πάνω διαδικασίας, οι Εναγόμενοι 1 στην παρούσα αγωγή, έθεσαν θέμα παραγραφής της απαιτήσεως του Ενάγοντα και το Δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η εμφάνιση του Ταμείου δεν το καθιστά διάδικο στην εν λόγω αγωγή, ενώ περαιτέρω σε περίπτωση αξιώσεων του Ενάγοντα εναντίον του Η. Κ., το Ταμείο θα μπορεί να προβάλει όποιες Υπερασπίσεις επιθυμούσε ανάμεσα σε αυτές και την Υπεράσπιση παραγραφής της απαίτησης του Ενάγοντα.

(δ) το στοιχείο (6.4) της εν λόγω παραγράφου της έκθεσης απαίτησης, είναι παραδεκτό.

(ε) αναφορικά με το στοιχείο (6.5) της εν λόγω παραγράφου της έκθεσης απαίτησης, καθώς και τα υποστοιχεία (6.5.1) έως και (6.5.3) που περιλαμβάνονται σε αυτό, πέραν των όσων ρητά γίνονται παραδεκτά κατωτέρω, οι Εναγόμενοι 1 αρνούνται τους λοιπούς ισχυρισμούς και καλούν τον Ενάγοντα σε αυστηρή απόδειξη. Οι Εναγόμενοι 1 παραδέχονται ότι στα πλαίσια της αγωγής 405/2002, είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός από όλες τις πλευρές ότι ο Ενάγοντας δεν έφερε οποιανδήποτε ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα, καθώς και ότι το ποσό των συνολικών αποζημιώσεων, γενικών και ειδικών στις οποίες δικαιούται ο Ενάγοντας, ανήρχετο σε ΛΚ100.000, ήτοι €170.858,98 με τόκο προς 8% από 30/10/2007 μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, τα δικηγορικά έξοδα που δικαιούνταν οι δικηγόροι του Ενάγοντα ανέρχονταν σε ΛΚ100.000,00, ήτοι €17.085,90 πλέον ΦΠΑ με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

(στ) τα στοιχεία (6.6), (6.7) και (6.8) της εν λόγω παραγράφου της έκθεσης απαίτησης είναι παραδεκτά.

 

Θεωρούν ότι δεν υποχρεούνται να πληρώσουν αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που εγείρονται μετά την παρέλευση 2 ετών, από την ημέρα που συμβαίνει το γεγονός που δημιουργεί το αγώγιμο δικαίωμα. Ο Ενάγοντας επέλεξε να καταχωρήσει την αγωγή 405/2002 στις 30/04/2002 και προχώρησε μόνο εναντίον της Χ. A. και μόνο μετά την παρέλευση των 4 ετών ζήτησε να προστεθεί ως Εναγόμενος ο Η. Κ. και έτσι θεωρούν, ότι κωλύεται ο Ενάγοντας να απαιτεί οποιοδήποτε ποσό από τους Εναγόμενους 1. Σε σχέση με το συγκεκριμένο ατύχημα και την αγωγή, εκδόθηκε διάταγμα 02/03/2006 για την ακύρωση της διαδικασίας Τριτοδιάδικου. Στις 23/03/2006 με έκδοση δικαστικού διατάγματος, ο Η. Κ. προστέθηκε ως συνεναγόμενος στην αγωγή. Το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων, καταβάλλει αποζημιώσεις λόγω ευθύνης από οδηγούς ανασφάλιστων οχημάτων, μόνο εκεί που προνοεί ο νόμος. Δεν υπάρχει βασική αγωγή εναντίον του κράτους ως εκ της εφαρμογής για ύπαρξη της νομοθεσίας για τους ανασφάλιστους οδηγούς.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, έγινε παραδεκτό ότι ο Ενάγοντας δεν έχει καμία απαίτηση έναντι των Εναγομένων 2 και 3 στην περίπτωση που πετύχει η αξίωση εναντίον του Ταμείου, Εναγομένου 1. Στη συνέχεια αποσύρθηκε η αγωγή εναντίον των Εναγομένων 2 και 3.

 

Λίγα είναι τα επίδικα θέματα στην αγωγή. Στην ουσία, εγείρεται θέμα κατά πόσο η απαίτηση του Εναγόμενου 1 έναντι του Ταμείου είχε παραγραφεί, με αποτέλεσμα να κωλύεται να διεκδικεί την απαίτηση. Ως αποτέλεσμα αυτού, τα μέρη κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, είχαν προβεί σε δήλωση παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων. Τα ουσιαστικά γεγονότα τα οποία είναι παραδεκτά και πλαισιώνουν την απαίτηση του Ενάγοντα, είναι τα ακόλουθα:

 

Το Ταμείο έχει συνομολογήσει σχετική συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργού Οικονομικών δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, οφείλει να πληρώσει στα πρόσωπα προς όφελος των οποίων εκδίδεται απόφαση Δικαστηρίου και/ή γίνεται διευθέτηση διά γραπτής συμφωνίας αναφορικά με ευθύνη κατά την ή μετά την ημερομηνία ισχύος της συμφωνίας και που απαιτείται να καλύπτεται από ασφαλιστήριο δυνάμει του Ν.96(Ι)/00 ή οποιονδήποτε τροποποιητικό νόμο, οποιοδήποτε ποσό που είναι πληρωτέο δυνάμει της απόφασης του Δικαστηρίου και/ή διευθέτησης διά γραπτής συμφωνίας αν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπάρχει σε ισχύ ασφαλιστήριο όπως απαιτεί ο σχετικός νόμος, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και υπό την αίρεση ορισμένων εξαιρέσεων οι οποίες τίθενται στη βασική συμφωνία.

 

Στις 26/03/2001 υπεγράφη μεταξύ των Εναγομένων 1 και 3 το μνημόνιο βασικής συμφωνίας εις αντικατάσταση προηγούμενων συμφωνιών μεταξύ των Εναγομένων ημερομηνίας 24/12/1991 και 22/04/1969 με αναδρομική ισχύ από την 07/07/2000.

 

1.    σύμφωνα με τους όρους της βασικής συμφωνίας, το Ταμείο σε περίπτωση έκδοσης απόφασης από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας εναντίον προσώπου ή προσώπων τα οποία κατά τον χρόνο του ατυχήματος για το οποίο ευθύνονται δεν υπήρχε σε ισχύ ασφαλιστήριο σε σχέση με την ευθύνη και η απόφαση δεν έχει ικανοποιηθεί, τότε το Ταμείο οφείλει να πληρώσει ή μεριμνήσει για την πληρωμή του προσώπου προς όφελος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.

 

2.    Περαιτέρω, είναι όρος της βασικής συμφωνίας ότι το Ταμείο, σε περίπτωση απόφασης που εφεσιβλήθηκε, οφείλει να πληρώσει ή μεριμνήσει για την πληρωμή της απόφασης μέσα σε 7 μέρες από την επίδοση προς το Ταμείο γραπτής ειδοποίησης όσον αφορά την απόφαση του Εφετείου.

 

3.    Στους όρους της βασικής συμφωνίας, μεταξύ άλλων στα μέρη Α3 και Α4 της βασικής συμφωνίας, περιέχονται όροι, εξαιρέσεις και προϋποθέσεις διά την καταβολή αποζημιώσεων. Συγκεκριμένα, το Ταμείο δεν υποχρεούται να πληρώσει αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται σε αγωγές οι οποίες εγείρονται μετά την παρέλευση 2 χρόνων από την ημέρα που συμβαίνει το γεγονός που δημιουργεί το αγώγιμο δικαίωμα.

 

Στις 30/04/2002 καταχωρήθηκε από τον Ενάγοντα η αγωγή αρ. 405/2002 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου εναντίον της Χρ. Α.

 

1.    Την 01/11/2002 η Χρ. Α. Εναγόμενη στην αγωγή αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου, καταχώρησε Αίτηση διά την προσθήκη του Η. Κ. ως Τριτοδιάδικου στην αγωγή αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου και το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε στις 07/11/2002.

 

2.    Η ειδοποίηση Τριτοδιάδικου επεδόθη στους Εναγόμενους 1 στις 18/06/2003 κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου διά υποκατάστατη επίδοση ημερομηνίας 02/06/2003 με βάση το άρθρο 23(1) του Νόμου 96/(1)/2000.

 

3.    Η καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους του Τριτοδιάδικου Η. Κ. έγινε από τους δικηγόρους κ. κ. Λ. Δ & Σία. Το εν λόγω δικηγορικό γραφείο διορίστηκε ως δικηγόροι του Τριτοδιάδικου Η. Κ. από τους Εναγόμενους 1 στην παρούσα αγωγή, σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, ήτοι του Ν.96(1)/2000.

 

4.    Στις 16/12/2005 καταχωρήθηκε από τον Ενάγοντα Αίτηση διά την έκδοση διατάγματος όπως ο Τριτοδιάδικος Η. Κ. προστεθεί ως Εναγόμενος 2 στην αγωγή αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου.

 

5.    Η προσθήκη του Η. Κ. ως Εναγόμενου 2 στην αγωγή αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου έγινε κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 03/03/2006 και η διαδικασία Τριτοδιάδικου ακυρώθηκε.

 

6.    Μετά την έκδοση του διατάγματος προσθήκης του Η. Κ. ως Εναγόμενου 2 στα πλαίσια της αγωγής 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου, ο Ενάγοντας μέσω των δικηγόρων του απέστειλε προς τους Εναγόμενους 1 την επιστολή ημερομηνίας 24/03/2006.

 

7.    Οι Εναγόμενοι 1 με επιστολή τους ημερομηνίας 31/03/2006 απάντησαν αναφέροντας στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής τα ακόλουθα: ‘’με την παρούσα επιστολή μας, σας πληροφορούμε ότι η υπόθεση έχει παραγραφεί και ως εκ τούτου, δεν αφορά πλέον το Ταμείο της βασικής συμφωνίας του Ταμείου με τον Υπουργό Οικονομικών’’.

 

8.    Λόγω απουσίας του Η. Κ. στο εξωτερικό, διατάχθηκε υποκατάστατη επίδοση της αγωγής αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου στους Εναγόμενους 1, σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, ήτοι του Ν. 96(1)/2000.

 

9.    Οι Εναγόμενοι 1 με την Αίτηση τους ημερομηνίας 05/07/2006 αξίωσαν τον παραμερισμό της επίδοσης ή και την ακύρωση της σχετικής διαταγής του Δικαστηρίου ημερομηνίας 02/06/2006 με την οποίαν επιτράπηκε η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου στο Ταμείο και επιδόθηκε η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 18/01/2007. Το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 18/01/2007 ανέφερε, μεταξύ άλλων ότι: ‘’το Ταμείο με την παρούσα Αίτηση του ουσιαστικά εξαρτά το έγκυρο της επίδοσης της αγωγής από την Υπεράσπιση παραγραφής την οποίαν θεωρεί ότι έχει κατά τον Ενάγοντα. Αυτό θεωρώ είναι λάθος. Άλλωστε η επίδοση της αγωγής στο Ταμείο δεν καθιστά διάδικο το Ταμείο. Διάδικος είναι ο Εναγόμενος 2 και εναντίον αυτού είναι που ο Ενάγων αξιώνει τις αποζημιώσεις» και σε άλλο σημείο αναφέρει ότι: ‘’αν δε τελικά ο Ενάγων προβάλει οποιαδήποτε αξίωση κατά του Ταμείου, σε περίπτωση που η αγωγή επιτύχει εναντίον του Εναγομένου 2, τότε το Ταμείο θα μπορεί να προβάλει όποιες Υπερασπίσεις επιθυμεί, ανάμεσα σε αυτές και την Υπεράσπιση παραγραφής’’.

 

10.  Στις 11/03/2008, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων και των δικηγόρων τους, περιλαμβανομένου των δικηγόρων που είχε διοριστεί από τους Εναγόμενους 1 προς Υπεράσπιση του Η. Κ., δηλώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα

 

11.  Ο Ενάγοντας δεν έφερε ουδεμία ευθύνη για το ατύχημα ημερομηνίας 26/07/2000.

 

12.  Το ποσό των αποζημιώσεων καθορίστηκε στις ΛΚ100.000 με τόκο από 30/10/2007, πλέον συμφωνηθέντα έξοδα ΛΚ10.000 και ΦΠΑ.

 

13.  Απέμενε να εκδικαστεί μόνο το θέμα του καταμερισμού ευθύνης μεταξύ των Χρ. Α. και Η. Κ.

 

14.  Καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον του Η. Κ. για αμελή οδήγηση στο πλαίσιο της οποίας παραδέχτηκε ενοχή.

 

15.  Την 12/03/2009 κατόπιν ακρόασης της αγωγής αρ. 405/2002 εκδόθηκε υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Η. Κ. απόφαση για το ποσό των €170.858,98 πλέον τόκο προς 8% από 30/10/2007 μέχρι εξόφλησης, πλέον το ποσό των €17.085,90-έξοδα πλέον ΦΠΑ πλέον νόμιμο τόκο από 12/03/2009 μέχρι εξόφλησης.

 

16.  Εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 12/03/2009 καταχωρήθηκε η Έφεση αρ. 127/2009 από τον Ενάγοντα, σε ό,τι αφορούσε τη συντρέχουσα αμέλεια της Χρ. Α., καθώς επίσης και Αντέφεση από τους δικηγόρους τους οποίους διόρισε ο Η. Κ.

 

17.  Η Έφεση και η Αντέφεση αρ. 127/2009 απορρίφθηκαν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 29/09/2016. Οι διάδικοι επιφυλάσσουν πλήρως το δικαίωμα τους να αναφερθούν λεπτομερώς και εκτενέστερα σε όλα τα σχετικά με τις διαδικασίες που αφορούν την αγωγή αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου και την Πολιτική Έφεση αρ. 127/2009 γεγονότα κατά το στάδιο των αγορεύσεων.

 

Με επιστολές ημερομηνίας 26/06/2009, 27/10/2016 και 11/01/2007 ο Ενάγοντας, διά των δικηγόρων του αξίωσε, από τους Εναγόμενους 1, την πληρωμή προς όφελος του αποζημίωσης για το συνολικό ποσό των €170.858,98-πλέον τόκο προς 8% από 30/10/2007 μέχρι εξόφλησης, πλέον το ποσό των €17.085,90-έξοδα, πλέον ΦΠΑ, πλέον νόμιμο τόκο από 12/03/2009 μέχρι εξόφλησης, ποσό το οποίο επιδικάστηκε υπέρ του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 405/2002 Ε. Δ. Αμμοχώστου. Οι Εναγόμενοι 1 δεν αποδέχονται να καταβάλουν το πιο πάνω ποσό.

 

Μεταξύ των εγγράφων που κατατέθηκαν και έγιναν παραδεκτά γεγονότα, είναι το μνημόνιο βασικής συμφωνίας με τους όρους του ημερομηνίας 26/03/2001, αντίγραφο της απόφασης που εκδόθηκε στην αγωγή 405/02 και της Έφεσης 127/09. Επίσης καταχωρήθηκε το αντίγραφο μνημονίου βασικής συμφωνίας ημερομηνίας 06/07/2007 μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Εναγόμενου 1, του κλητηρίου εντάλματος που καταχωρήθηκε στις 30/04/2002 στα πλαίσια της αγωγής 405/02 και της Υπεράσπισης. Τέλος, κατατέθηκε  αντίγραφο της Αίτησης ημερομηνίας 16/12/2005 που καταχωρήθηκε από τον Ενάγοντα στα πλαίσια της αγωγής 405/02 , του διατάγματος ημερομηνίας 03/03/2006 με το οποίο διατάχθηκε η προσθήκη Τριτοδιάδικου ως Εναγομένου 2, αντίγραφο σημειώματος εμφάνισης ημερομηνίας 14/02/2007 υπό διαμαρτυρία και αντίγραφο ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 18/01/2007 που εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής.

 

Μοναδικός μάρτυρας της αγωγής, ήταν ο δικηγόρος Μ. Μ. ο οποίος ήταν ο δικηγόρος που καταχώρησε την αγωγή 405/2002 εκ μέρους του Ενάγοντα στις 30/04/2002 μαζί με ομόδικο το δικηγορικό γραφείο Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ. Επανέλαβε το διαδικαστικό ιστορικό της αγωγής 405/2002 η οποία στρεφόταν αρχικά μόνο εναντίον της Εναγόμενης οδηγού που είχε συγκρουστεί το όχημα της με το μοτοποδήλατο του Ενάγοντα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Επόμενο δικονομικό διάβημα στην αγωγή, ήταν η προσθήκη της διαδικασίας Τριτοδιάδικου. Εξήγησε γιατί δεν προστέθηκε Εναγόμενος στην αγωγή 405/2002 από την αρχή. Ανέφερε ότι ο Ενάγοντας, δεν γνώριζε τίποτε για την ύπαρξη του Η. Κ. ως υπαίτιου του δυστυχήματος, διότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του Ενάγοντα μεταξύ της μοτοσυκλέτας του Ενάγοντα και του οχήματος της Εναγόμενης. Δεν γνώριζε και ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει ότι το όχημα της Εναγόμενης είχε μετακινηθεί από άλλο όχημα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας μετά από χτύπημα που δέχθηκε το όχημα της Εναγόμενης από το όχημα του Η. Κ.

 

Οι ισχυρισμοί σε σχέση με την εμπλοκή και ευθύνη του Η. Κ. έγιναν γνωστοί στον Ενάγοντα και φυσικά στον ίδιο και στον κ. Α. με την καταχώρηση της Υπεράσπισης της Χρ. Α. ημερομηνίας 01/11/2002. Περισσότερες λεπτομέρειες λήφθηκαν με τη διαδικασία Τριτοδιάδικου, όταν τους γνωστοποιήθηκε η έκθεση απαίτησης της Χρ. Α. εναντίον του Τριτοδιάδικου.

 

Ανέφερε ότι μετά τη διαδικασία Τριτοδιάδικου, ο Ενάγοντας είχε σχετική πληροφορία, την οποίαν τους είχε μεταφέρει, ότι στον φάκελο της Αστυνομίας στον οποίον δεν είχαν πρόσβαση, υπήρχε μαρτυρικό υλικό που έδειχνε ότι δεν υπήρξε σύγκρουση άλλου οχήματος με το όχημα της Χρ. Α. πριν επισυμβεί το ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του. Ενόψει τούτου, και επειδή αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τα όσα ισχυριζόταν και δικογραφούσε η κυρία Χρ. Α., έγιναν αρκετές προσπάθειες για να εξασφαλίσει φωτοαντίγραφο του μαρτυρικού υλικού που βρισκόταν στον φάκελο της Αστυνομίας, αλλά στο τέλος δεν καρποφόρησε λόγω άρνησης της Αστυνομίας να τον προμηθεύσει με το μαρτυρικό υλικό. Μία από αυτές τις προσπάθειες του, φαίνεται από την απαντητική επιστολή ημερομηνίας 29/11/2005 που έλαβε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η επιστολή ημερομηνίας 29/11/2005 επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο Α στην ένορκη του δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση ημερομηνίας 16/12/2005 η οποία είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο 5 στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.

 

Στο στάδιο εκείνο ήταν επιβεβλημένο, εφόσον υπήρχε ο κίνδυνος το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι για το δυστύχημα είχε πλήρη ευθύνη ο Τριτοδιάδικος, να μετατρέψει τον Τριτοδιάδικο σε Εναγόμενο 2 στην ίδια δικαστική διαδικασία, ώστε να εξασφαλιστεί στη χειρότερη των περιπτώσεων απόφαση εναντίον ενός από τους δύο Εναγόμενους. Συνεπώς, στις 16/12/2005 καταχωρήθηκε από τον Ενάγοντα, Αίτηση διά την έκδοση διατάγματος όπως ο Τριτοδιάδικος Η. Κ, προστεθεί ως Εναγόμενος 2 στην αγωγή με αρ. 405/2002 ενώπιον του Ε. Δ. Αμμοχώστου.

 

Η προσθήκη του Τριτοδιάδικου ως Εναγόμενος στην αγωγή 405/2002, έγινε στις 03/03/2006 και η διαδικασία Τριτοδιάδικου ακυρώθηκε.

 

Κατά την αντεξέταση, του υποδείχθηκε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που είχε ετοιμάσει ο ανακριτής της υπόθεσης και παραδέχθηκε ότι ο Ενάγοντας είχε υπογράψει το εν λόγω σχέδιο. Ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει κατά πόσο ο Ενάγοντας γνώριζε για την ύπαρξη των δύο συγκρούσεων, αλλά ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο Ενάγοντας δεν θυμόταν τις συνθήκες της σύγκρουσης, γιατί κατά τον επίδικο χρόνο ήταν πολυτραυματίας.

 

Στην υποβολή ότι είχε στην κατοχή του την αστυνομική έκθεση προτού καταχωρήσει την αγωγή 405/02, ανέφερε ότι στο σχέδιο εάν θυμάται καλά, δεν είχε τοποθετηθεί το δεύτερο αυτοκίνητο του Η. Κ. Ακόμη και να υπήρχε στο σχέδιο το δεύτερο αυτοκίνητο, δεν γνώριζαν τότε εάν η σύγκρουση μεταξύ της Εναγόμενης και του Τριτοδιάδικου είχε προηγηθεί της σύγκρουσης της Εναγόμενης με το μοτοποδήλατο ή κατά πόσο η σύγκρουση αυτή ακολούθησε τη σύγκρουση οχήματος της Εναγόμενης με μοτοποδήλατο του Ενάγοντα. Ψάξανε το θέμα τότε και υπήρχαν αντικρουόμενες μαρτυρίες. Αποτάθηκαν στην Αστυνομία για σχετικές καταθέσεις και δυστυχώς η Αστυνομία δεν είχε βοηθήσει. Κατά την ακρόαση της αγωγής, κλήτευσαν εξεταστές της υπόθεσης  και φάνηκε ότι οι εξεταστές, δεν είχαν λάβει καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες της σύγκρουσης. Κατατέθηκε η αστυνομική έκθεση ως Τεκμήριο 26, όπου ο εξεταστής είχε καταγράψει τα εξής ‘ευθύνη για το δυστύχημα φέρει ο Κ’.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

Σε υπόθεση όπου όλα τα γεγονότα ήταν παραδεκτά και η μαρτυρία ήταν ελάχιστη, ένα ήταν το αμφισβητούμενο γεγονός για το οποίο έπρεπε να αποφανθεί το Δικαστήριο με αναφορά τη μαρτυρία της υπόθεσης, κατά πόσο ο Ενάγοντας ή οι δικηγόροι του είχαν αντίληψη της εμπλοκής του Η. Κ. ανασφάλιστου οδηγού ως υπαίτιος για το δυστύχημα μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης στην αγωγή 405/2002. Επί του σχεδίου απεικονίζεται μόνο ένα αυτοκίνητο, το ETAXXX, δηλαδή αυτό που οδηγούσε η Εναγόμενη στην αγωγή 405/02. Ο Ενάγοντας ήταν όντως τραυματισμένος όταν υπέγραψε το σχέδιο και έτσι δεν θα αναμενόταν να γνωρίζει τις λεπτομέρειες πρόκλησης του δυστυχήματος. Περαιτέρω, το χτύπημα που δέχθηκε η Εναγόμενη προκειμένου να σπρωχτεί στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, προήλθε στο πίσω μέρος του οχήματος ενώ το όχημα της συγκρούστηκε μετωπιαία με τη μοτοσυκλέτα του Ενάγοντα. Δεν θα αναμενόταν ο Ενάγοντας να γνωρίζει τι είχε προηγηθεί της δικής του σύγκρουσης. Η θέση του Ενάγοντα ότι δεν θυμόταν τις συνθήκες του δυστυχήματος, ήταν σταθερή, διαχρονική και μνεία γίνεται στο ζήτημα στην απόφαση του Εφετείου στα πλαίσια της αγωγής 405/2002, Τεκμήριο 5. Οι δικηγόροι του θα πρέπει να είχαν κάνει καλύτερη έρευνα του δυστυχήματος προτού καταχωρήσουν την αγωγή, ενόψει του περιεχομένου της αστυνομικής έκθεσης. Όμως γίνεται δεκτό ότι αντιμετώπισαν δυσκολίες περισυλλογής του υλικού, με αποτέλεσμα να επικρατεί σύγχυση στην αντίληψη τους για τη σειρά των συγκρούσεων και την εμπλοκή του Η. Κ. στο εν λόγω δυστύχημα. Εκείνο που προκύπτει από το σώμα της έκθεσης απαιτήσεως στην αγωγή 405/02, είναι ότι δεν ήταν σε γνώση του Ενάγοντα ότι υπήρχε δεύτερο εμπλεκόμενο πρόσωπο στο δυστύχημα, διαφορετικά στα ουσιώδη γεγονότα της απαίτησης, δεν θα υπήρχε η ακόλουθη αναφορά ‘η Εναγόμενη οδήγησε το ρηθέν όχημα της τόσο αμελώς…ώστε να προκαλέσει τη σύγκρουση του οχήματος της με τη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο Ενάγοντας’. (Τεκμήριο 11). Έλαβαν γνώση ότι υπήρχε το ενδεχόμενο εμπλοκής του ανασφάλιστου οδηγού με την   Υπεράσπιση της Εναγόμενης και στη συνέχεια με την έναρξη της διαδικασίας Τριτοδιάδικου. Ως αποτέλεσμα αυτού, έλαβαν δικονομικά μέτρα για να  εξασφαλίσουν διάταγμα προσθήκης του Τριτοδιάδικου ως Εναγόμενος 2 στην αγωγή 405/2002 την 24/03/2006. Μπορεί να αποδοθεί στους δικηγόρους του Ενάγοντα ότι θα έπρεπε να μελετήσουν το ζήτημα με μεγαλύτερη σπουδή, όμως είναι φανερό ότι δεν προστέθηκε ο Η. Κ. ως Εναγόμενος αρχικά, διότι δεν γνώριζαν όλα τα γεγονότα  σε σχέση με την πρόκληση της σύγκρουσης μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης στην αγωγή 405/2002. Αληθεύει ότι διέλαθε της προσοχής τους η διάσταση του ζητήματος με δεύτερο εμπλεκόμενο όχημα, ενόψει του γεγονότος ότι ο πελάτης τους δεν μπορούσε να γνωρίζει  κάτι τέτοιο. Αφού έλαβαν γνώση της Υπεράσπισης, είχαν τις απαιτούμενες πληροφορίες να μελετήσουν τα δεδομένα και να λάβουν αποφάσεις για την προσθήκη δεύτερου Εναγόμενου. Η Υπεράσπιση της Εναγόμενης 1 στην αγωγή 405/2002 καταχωρήθηκε την 01/11/2002 και  κατά εκείνην την ημερομηνία, είχαν ήδη περάσει δύο χρόνια από την πρόκληση του δυστυχήματος. Είναι εύρημα μου ότι δεν γνώριζαν οι δικηγόροι του Ενάγοντα όλα τα ουσιώδη γεγονότα που να αφορούν την εμπλοκή του Η. Κ. ως ανασφάλιστου οδηγού στο δυστύχημα και τη σχέση του με τη σύγκρουση που έγινε μεταξύ των οχημάτων του Ενάγοντα και της Εναγόμενης στην αγωγή 405/2002. Αντιλήφθηκαν την πραγματική διάσταση του ζητήματος τον Νοέμβριο 2002, όταν είχαν την ευκαιρία να ψάξουν τα πράγματα με τη λήψη της έκθεσης Υπεράσπισης στην αγωγή 405/2002.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ενόψει του γεγονότος ότι το δυστύχημα που προκάλεσε τον σοβαρό τραυματισμό του Ενάγοντα είχε συμβεί στις 26/07/2000 και η αγωγή 405/2002 καταχωρήθηκε την 30/04/2002, η έγερση της αγωγής εμπίπτει στην προθεσμία των δύο ετών από την πρόκληση του δυστυχήματος. Η αγωγή στρεφόταν μόνο εναντίον της Εναγόμενης ως οδηγός του οχήματος  ΕΤΑΧΧΧ και όχι του Η. Κ. Ο Η. Κ. έγινε Τριτοδιάδικος την 07/11/2002 και εμφανίστηκε στην αγωγή ως Τριτοδιάδικος σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Μηχανοκινήτων Νόμου 96(1)/2000 με αντιπροσώπευση δικηγορικού γραφείου που αντιπροσώπευε το Ταμείο. Στη συνέχεια, ο Ενάγοντας καταχώρησε Αίτηση για την προσθήκη του Τριτοδιάδικου ως Εναγόμενου 2 το 2006 ως συναδικοπραγούντα (joint tortfeasor) για το δυστύχημα  και η διαδικασία Τριτοδιάδικου ακυρώθηκε. Στα πλαίσια της αγωγής κρίθηκε ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για το δυστύχημα, ήταν ο Εναγόμενος 2 στην αγωγή 405/2002 και καθόλου η Εναγόμενη 1 ‘αφού το όχημα της βρέθηκε στο αντίθετο ρεύμα, λόγω αμέλειας του Εναγόμενου 2 και ως φυσική συνέχεια αυτής’. Καταχωρήθηκε Έφεση και Αντέφεση που απορρίφθηκαν και επιδικάστηκε υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου 2 ποσό αποζημίωσης ύψους €170.858,98 πλέον τόκους και έξοδα. Οι νομικοί αντιπρόσωποι του Ταμείου ανέλαβαν, προέβαλαν και εκδίκασαν την Υπεράσπιση του Εναγόμενου 2-ανασφάλιστου οδηγού  στα πλαίσια της αγωγής 405/2002.

 

Στις 31/03/2006 με επιστολή Τεκμήριο 6, η Εναγόμενη επικαλέστηκε τη βασική συμφωνία του Ταμείου με τον Υπουργό Οικονομικών διάταξη Α3(η) για να αρνηθεί να πληρώσει το ποσό της απόφασης προς όφελος του Ενάγοντα στην αγωγή 405/2002.

 

Το επίδικο ερώτημα, είναι κατά πόσο ο Εναγόμενος 1 στην παρούσα αγωγή, είχε δικαίωμα να αρνηθεί να πληρώσει το ποσό της αγωγής προς όφελος του Ενάγοντα και δεύτερον, κατά πόσο η περίπτωση αυτή εμπίπτει στις εξαιρέσεις εις τις οποίες η βασική συμφωνία δεν έχει εφαρμογή ως  αυτές απαριθμούνται στη βασική συμφωνία μεταξύ του Ταμείου και του Υπουργού Οικονομικών. 

 

Το νομικό δικαίωμα του Ενάγοντα να λάβει αποζημίωση από το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων, θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια της νομοθεσίας που θεσπίστηκε, ειδικά για την περίπτωση αποζημίωσης προσώπων που έχουν υποστεί ζημιά ως συνέπεια πρόκλησης δυστυχήματος με ανασφάλιστους οδηγούς. Η νομοθεσία είναι ο περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων Νόμος 96(1)/2000. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του νόμου, το Ταμείο Ασφαλιστών, δεσμεύεται εναντίον του Υπουργού να αποζημιώσει με βάση τη βασική συμφωνία που υπογράφεται μεταξύ του Ταμείου και του Υπουργού. Με βάση τις πρόνοιες της συμφωνίας, το Ταμείο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αποζημιώσεις προς ζημιωθέντες. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του νόμου, οι περιπτώσεις υποχρεωτικής καταβολής αποζημίωσης από το Ταμείο προς ζημιωθέντες που απορρέουν από τη βασική συμφωνία, είναι, μεταξύ άλλων, σε απαιτήσεις σε σχέση με ευθύνη προσώπων που δεν διαθέτουν ασφαλιστική κάλυψη και/ή οδηγών οχημάτων άγνωστων στοιχείων. Το άρθρο 34 προνοεί ότι η διαδικασία επιβολής απαίτησης προς το Ταμείο, καθορίζεται στη βασική συμφωνία. Αρχικά ο νόμος αυτός προνοούσε παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος κατά του αδικοπραγούντα που πρέπει να εγείρεται μέσα σε 2 χρόνια από την ημέρα του ατυχήματος. Η πρόνοια αυτή όμως, καταργήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο 66(1)2012.

 

Η βασική συμφωνία προδιαγράφει ποιες απαιτήσεις θα πρέπει να ικανοποιηθούν. Παρατίθεται πιο κάτω, ο βασικός σκοπός της συμφωνίας ως ακολούθως:

 

Τηρουμένων των όρων του μέρους αυτού της συμφωνίας, στην περίπτωση που εκδίδεται απόφαση όσον αφορά σχετική ευθύνη που αναφύεται κατά την ή μετά την ημερομηνία ισχύος του μέρους αυτού της συμφωνίας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή προσώπων από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας και κατά τον χρόνο του ατυχήματος ως αποτέλεσμα του οποίου αναφύεται η σχετική ευθύνη δεν υπάρχει σε ισχύ ασφαλιστήριο σε σχέση με τέτοια ευθύνη και συνεπώς τέτοια απόφαση δεν έχει ικανοποιήσει καθόλου ή πλήρως, τότε το Ταμείο οφείλει, τηρουμένων των όρων του μέρους αυτού της συμφωνίας, να πληρώσει ή να μεριμνήσει ώστε να πληρωθεί στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα προς όφελος των οποίων εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση

(i)       Μέσα σε 45 μέρες από την ημερομηνία από την οποίαν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα προς όφελος των οποίων εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δικαιούνταν να την εκτελέσουν ή

(ii)      Σε περίπτωση που η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε, μέσα σε 7 μέρες μετά την επίδοση στο Ταμείο γραπτής ειδοποίησης όσον αφορά την απόφαση του Εφετείου, οποιοδήποτε ποσό που είναι πληρωτέο ή που παραμένει πληρωτέο δυνάμει της απόφασης όσον αφορά τη σχετική ευθύνη περιλαμβανομένων και των ψηφισθέντων εξόδων (ή το μέρος τούτων που σχετίζεται με την εν λόγω ευθύνη) ή να ικανοποιήσει, ή να μεριμνήσει ώστε να ικανοποιηθεί η εν λόγω απόφαση.

 

Στη δική μας την περίπτωση, είναι αναντίλεκτο γεγονός, ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον ανασφάλιστου οδηγού για ζημιές που υπέστη ο Ενάγοντας και ότι σχετική απαίτηση, έγινε προς το Ταμείο με την έκδοση της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Επίσης η βασική συμφωνία περιέχει όρο, ότι το Ταμείο με την ιδιότητα του ως Κυπριακό Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης, αναλαμβάνει να τηρεί τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διάφορες κοινοτικές οδηγίες και κοινοτικούς κανονισμούς. Η εξαίρεση στην οποίαν βασίστηκε το Ταμείο στην προκείμενη για να αρνηθεί να πληρώσει το ποσό της αγωγής, προνοεί ως ακολούθως:

 

Α3(η) σε σχέση με αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που εγείρονται μετά την παρέλευση  δύο χρόνων από την ημέρα που συμβαίνει το γεγονός που δημιουργεί το αγώγιμο δικαίωμα.

 

Το γεγονός που δημιουργεί το αγώγιμο δικαίωμα, είναι το δυστύχημα το οποίο συνέβηκε τον Ιούλιο του 2000. Η αγωγή καταχωρήθηκε τον Απρίλιο του 2002, όμως θέση του Ταμείου, Εναγόμενου 1, είναι ότι η πρόνοια αυτή θα πρέπει να ερμηνευτεί περιοριστικά, διότι ο ανασφάλιστος προστέθηκε ως Εναγόμενος στην αγωγή 405/02 την 03/03/2006. Ο Εναγόμενος 2 ήταν από τον Νοέμβριο  του 2002 Τριτοδιάδικος στην αγωγή και εγκρίθηκε η προσθήκη του ως Εναγόμενος 2 με παράλληλη ακύρωση της διαδικασίας Τριτοδιάδικου βάσει της Διαταγής 9 Κανονισμός 10.

 

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να προσθέσει διάδικο στην αγωγή, πηγάζει από τη Δ.9 Θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία προνοεί ως ακολούθως:


              
“ No cause or matter shall be defeated by reason of the misjoinder or non‑joinder of parties , and the Court may in every cause or matter deal with the matter in  controversy so far as regards the rights and the interest of the parties actually before it. The Court or judge may at any stage of the proceedings , either upon or without the application of either party , and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just , order that the names of any parties , improperly joined …be struck out , and that the name of parties , whether plaintiffs or defendants , who ought to have been joined , or whose presence is necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added…”

 
Η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να προσθέσει διάδικο όταν αυτός θεωρείται αναγκαίος για τη δίκαιη επίλυση της αγωγής, είναι ευρεία. Τα κριτήρια με βάση των οποίων θα πρέπει να εξετάζεται αίτημα για προσθήκη διαδίκου στην αγωγή, εκτίθενται με σαφήνεια στην απόφαση Ανδρέας Οδυσσέως ν. Λαϊκή Κυπριακή Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1372, όπου λέχθησαν τα ακόλουθα:

 
“Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να διατάξει προσθήκη διαδίκου, του οποίου θεωρεί αναγκαίο για την πλήρη και αποτελεσματική επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται στην αγωγή, τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις γραπτές προτάσεις”.


Στην πιο πάνω υπόθεση, κρίθηκε ότι δεν ήταν ανάγκη να προστεθεί άλλος διάδικος για να επιλυθεί το υφιστάμενο πλαίσιο της αγωγής. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται εάν με την προσθήκη νέων διαδίκων, θα υπάρχει αλλαγή στη βάση της αγωγής (βλ. Manchester Lines Viamaz Coach Industry (1983) 1 C.L.R. 184, Χ'Δαυίδ ν. Χ'Δαυίδ (1992) 1 ΑΑΔ 1176, Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 906. Ακόμη και υιοθετώντας την πιο ελαστική προσέγγιση ότι μπορούν να προστεθούν στην αγωγή όλα τα μέρη που έχουν σχέση με την κυρίως γραμμή της υπόθεσης όπως εκτίθεται στην αγγλική απόφαση Byrne v. Brown [1889] 22 QBD 657 (η αντίστοιχη αγγλική διάταξη της Δ.9 θ.10 είναι το O. 16 r.11 The Annual Practice Book 1958 pg. 348), αυτό που δεν επιτρέπεται, είναι να εισαχθεί νέο ζήτημα που θα αλλάξει τη βάση της αγωγής ή να προστεθεί νέος διάδικος ο οποίος δεν έχει σχέση με την αρχική διαφορά μεταξύ του Ενάγοντα και Εναγόμενου. 

 
“One of the chief objects of the Judicature Acts was to secure that, whenever a Court can see in the transaction rights of one of the parties will or may be so affected that under the forms of law other actions may be brought in respect of that transaction the Court shall have the power to bring all the parties before it and determine the rights of all in one proceeding. It is not necessary that the evidence in the issues raised by the new parties being brought in be exactly the same, it is sufficient if the main evidence and the main inquiry will be the same, and the court then has power to bring in the new parties and to adjudicate in one proceeding upon all the parties before it”.

 

Η αντίστοιχη Διαταγή της Διαταγής 9 Κανονισμός 10, είναι η αγγλική διαταγή, Ο.16.R.11 και σύμφωνα με τη σελίδα 255 του Annual Practice Book 1953 σε Αίτηση του Ενάγοντα να προσθέσει νέο διάδικο που είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί μόνο στην περίπτωση που προστίθεται στην αγωγή νέο αγώγιμο δικαίωμα. Επίσης στη σελίδα 252, επεξηγείται ότι τέτοια Αίτηση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής. Το θέμα προσθήκης νέου διάδικου, είναι θέμα που εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, όμως ο γενικός κανόνας είναι το Δικαστήριο να μπορεί να κάνει όλες εκείνες τις αλλαγές με αναφορά τους διαδίκους της αγωγής ως είναι αναγκαίο, για να είναι εφικτή η επίλυση και εκδίκαση των επίδικων θεμάτων της αγωγής. Επίσης ο εν λόγω κανονισμός, προνοεί ότι η διαδικασία θεωρείται ότι έχει την έναρξη της έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει προστεθεί μόνο κατά την επίδοση του κλητηρίου μετά από ειδοποίηση της αγωγής. Αυτός ο χρόνος στην περίπτωση του Εναγόμενου 2 στην αγωγή 405/02, δεν είναι στις 03/03/2006, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίον του επιδόθηκε η ειδοποίηση προσθήκης διαδικασίας Τριτοδιάδικου ημερομηνίας 18/06/2003. Στη σελίδα 257 του Annual Practice Book, διευκρινίζεται ότι αν Τριτοδιάδικοι είναι στην ουσία Εναγόμενοι σε σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα, τότε μπορούν να προστεθούν ως Εναγόμενοι. Η περίπτωση του Τριτοδιάδικου ο οποίος έγινε Εναγόμενος 2 στη συνέχεια, είναι περίπτωση όπου στην ουσία, ο Τριτοδιάδικος ήταν εξ' αρχής Εναγόμενος 2 σε σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα της διαπίστωσης της ευθύνης του σε σχέση με την πρόκληση του δυστυχήματος. Στην περίπτωση που καταχωρείται ένδικο διάβημα από τον Ενάγοντα ώστε ο Τριτοδιάδικος να μετατραπεί σε Εναγόμενο 2 στην αγωγή, στην κατάλληλη περίπτωση, πρόκειται για διάβημα που πετυχαίνει την τροποποίηση της αγωγής. Όπως επεξήγησε Δικαστήριο στην αγγλική υπόθεση Edison & Swan United Electric Light Company v. Holland (1889) 41 Ch. D. 28, σε τέτοια περίπτωση επειδή η μετατροπή του διάδικου από Τριτοδιάδικου σε Συνεγόμενου θεωρείται απλή τροποποίηση, δεν υπάρχει κανένα κώλυμα το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εν λόγω τροποποίηση. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό.

 

In substance the third parties here are the people who fought the Plaintiffs, and if I had tried the case and had come, on the merits, to the conclusion at which I have now arrived, and had been asked to amend by making the third parties defendants, I should have done so without the slightest hesitation; and I am not at all sure that if I were sitting alone on the appeal I should not do so now. I think there is power to do it. But whether there is or is not I do not think justice requires us to exercise the power. I will not differ from my learned Brother on that point.

 

Εφόσον ο Εναγόμενος 2 ήταν διάδικος στην αγωγή, έστω ως Τριτοδιάδικος και το Ταμείο ειδοποιήθηκε δεόντως με αποτέλεσμα να υπερασπίσει τον ανασφάλιστο οδηγό στα πλαίσια της αγωγής 405/2002 από την έναρξη της διαδικασίας Τριτοδιάδικου, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας εναντίον του συγκεκριμένου διαδίκου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σηματοδοτείται από την ημερομηνία κατά την οποίαν του επιδόθηκε η ειδοποίηση Τριτοδιάδικου, ήτοι στις 18/06/2003.

 

Ο Τριτοδιάδικος θεωρείται διάδικος στην αγωγή από τις 18/06/2003 και η μετατροπή του σε Εναγόμενο 2 κατά τις 03/03/2006 συνιστά απλή τροποποίηση της αγωγής.

 

Παραμένει όμως το ερώτημα κατά πόσο ακόμα και στον χρόνο που διάδικος προστέθηκε ως Τριτοδιάδικος, το Ταμείο δικαιούται να αρνείται να πληρώσει την εν λόγω απαίτηση σε σχέση με απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του ανασφάλιστου οδηγού εξαιτίας των όσων προβλέπει η πρόνοια Α3(η) της βασικής συμφωνίας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να είναι αρνητική διότι η περίοδος της παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος για την ευθύνη του δυστυχήματος, καθορίζεται από τον νόμο που δίδει το δικαίωμα στον Ενάγοντα να καταχωρήσει την αγωγή σε σχέση με το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα. Η προθεσμία που καθορίζει ο νόμος για το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα, είναι εντός 3 ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποίαν εγέρθηκε η αγωγή. (άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148):

Το αγώγιμο δικαίωμα πηγάζει ως αποτέλεσμα της πρόκλησης του δυστυχήματος και τις ζημιές που υπέστη ο Ενάγοντας εξαιτίας του δυστυχήματος. Ως προς την καταχώρηση της αγωγής για το συγκεκριμένο γεγονός, η αγωγή του Ενάγοντα ήταν εμπρόθεσμη και δεν τίθετο θέμα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος, εφόσον καταχωρήθηκε πριν τη λήξη 3 ετών από την πρόκληση του δυστυχήματος.

 

Στην υπόθεση Κασάπη ν. Φεσά 1 Α.Α.Δ 341  (1998), το Εφετείο επεξήγησε ότι δεν μπορεί να ερμηνευτούν πρόνοιες του νόμου 23(1)/96 ή της βασικής συμφωνίας με τρόπο που να εκμηδενίζεται η διεκδίκηση του ουσιώδους δικαιώματος του Ενάγοντα για αποζημίωση, αν αυτός προωθήσει το αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του αδικοπραγούντα εμπρόθεσμα. Η νομοθεσία για την Ασφάλιση Μηχανοκίνητων Οχημάτων Νόμου, αποσκοπεί στην ικανοποίηση από ασφαλιστές εκδοθεισομένων δικαστικών αποφάσεων. Εκείνο το οποίο επεξήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Χαρικλείδη 1 Α.Α.Δ 1608 (2001) είναι ότι δεν είναι σωστό να λέγεται ότι ο Εναγόμενος έχει κεκτημένο δικαίωμα να επωφελείται από τον περί Παραγραφής Νόμο. Ο νόμος δεν παρέχει οποιαδήποτε δικαιώματα στον Εναγόμενο. Επιβάλλει μόνο προθεσμία στον Ενάγοντα, εφόσον καταχωρεί την αγωγή εντός της καθορισμένης προθεσμίας ή εντός οποιασδήποτε επιτρεπόμενης παράτασης της. Έστω και αν η αγωγή είναι πλημμελής, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει οποιεσδήποτε τροποποιήσεις οι οποίες επιτρέπονται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς και απαιτούνται από τη δικαιοσύνη της υπόθεσης. Αφού γίνει τροποποίηση, το τροποποιηθέν κλητήριο ένταλμα ομιλεί από την ημερομηνία της αρχικής έκδοσης του και όχι από την ημερομηνία της τροποποίησης. Το ελάττωμα θεραπεύεται και η αγωγή καταχωρείται εμπρόθεσμα, δεν παραγράφεται από τον νόμο. Επίσης παραπέμπω και στην αγγλική υπόθεση Mitchell v. Harn' s Engineering Co Ltd (1967) 2 All Er 682, όπου το Δικαστήριο διατύπωσε την άποψη ότι ο Παραγραφής Νόμος, δεν δίδει κεκτημένα δικαιώματα στον Εναγόμενο. Επιβάλλει μόνο προθεσμία στον Ενάγοντα. Ο κανόνας που αποκλείει την τροποποίηση, είναι κανόνας πρακτικής και δεν έχει το αποτέλεσμα να ελέγχει ή να περιορίζει το ουσιαστικό δικαίωμα του Ενάγοντα να προβάλει νομικό δικαίωμα. Το να επιτραπεί η τροποποίηση, δεν είναι ζήτημα που εμπίπτει εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Mitchell, παρατίθεται πιο κάτω:

 

We were referred to a number of cases in which the courts have declined to permit amendments which would have the effect of depriving a party of the ability which he would have in any fresh proceedings to take advantage of the statute of limitations. It was urged that these were based on an inability in point of substantive law to deprive a person of a right conferred on him by the statute of Limitations than on a settled practice. Various locutions were used in these cases, some expressly referring to practice, others pointing (but not, I think, conclusively) in the direction of “defeating” the statute. See, eg, Greer LJ and Scrutton LJ respectively, in Mabro v Eagle Star & British Dominion Insurance Co Ltd. I take these cases to have been decided, however, on grounds of settled practice, albeit attributable to the parties' positions vis‑ΰ‑vis the statute of limitation. So far as I am aware, no judge said that it would be outside the jurisdiction of the court to allow the amendment in question: And if it were thought to be a question of substantive law, this would surely have been the immediate and short answer to the application to amend.

 

 

                     Στην υπόθεση Mitchell v. Harris Engineering Co. Ltd., πιο πάνω, η προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται από τον νόμο είχε παρέλθει όταν ο Ενάγοντας είχε καταχωρήσει Αίτηση για να αντικαταστήσει τον λανθασμένο Εναγόμενο με τον σωστό. Επειδή το  Αγγλικό Εφετείο αναγνώρισε ότι το λάθος ήταν γνήσιο, επικύρωσε τη δικαστική κρίση που επέτρεψε τη διόρθωση του λάθους. Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε παραβίαση ουσιαστικού δικαίου που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγέθυνση της χρονικής προθεσμίας μέχρι την παραγραφή, εφόσον η αγωγή είχε καταχωρηθεί εναντίον του λανθασμένου διάδικου εμπρόθεσμα. Η κρίση του Δικαστηρίου δεν αλλοιώθηκε από το γεγονός της αναγνώρισης ότι οι δικηγόροι του Ενάγοντα μπορεί να μην επέδειξαν την απαιτούμενη σπουδή με αποτέλεσμα να γίνει το αρχικό λάθος κατά συγκεκριμένου διάδικου. Το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης είναι σχετικό:

 

Finally, should the judge and the master have thought it just to allow the amendment? I am not prepared to say that they were wrong in so thinking. It was urged in particular that the plaintiff would have an action in negligence against his solicitors if the amendment were not permitted, and that this tips the scale when balancing deprivation of the plaintiff of his action in tort against deprivation of the Irish company of a defence of limitation. I do not think so.

 

Κατά τον χρόνο που ο Τριτοδιάδικος προστέθηκε ως Εναγόμενος 2 στην αγωγή 405/2022, το αποτέλεσμα αφορούσε την τροποποίηση της  υφιστάμενης διαδικασίας. Η τροποποίηση δεν είχε το αποτέλεσμα γέννησης νέου αγώγιμου δικαιώματος κατά του αδικοπραγούντα, αλλά αφορούσε διάβημα πρακτικής εφαρμογής και μεταβολής της υφιστάμενης διαδικασίας. Η εν λόγω διαδικασία ξεκίνησε ενώπιον του συγκεκριμένου αδικοπραγούντα όταν του επιδόθηκε η ειδοποίηση Τριτοδιάδικου. Κατά τον χρόνο εκείνον, δεν είχε παραγραφεί το νομικό δικαίωμα του Ενάγοντα να προωθεί το αγώγιμο δικαίωμα που ακολουθούσε από το γεγονός της πρόκλησης του δυστυχήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-

 

από αυτό αv κατέβαλλε εύλoγη(α) εvτός τριών ετώv αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή, ή

….

(δ) αv τo αστικό αδίκημα δόλια απoκρύφτηκε από τov εvαγόμεvo, εvτός τριών ετώv από τηv αvακάλυψη τoυ από τov Εvάγovτα, ή από τo χρόvo πoυ θα αvακαλύπτετo φρovτίδα και επιμέλεια.

 

Το δυστύχημα ως αποτέλεσμα του οποίου ο Ενάγοντας είχε υποστεί τη ζημιά, έγινε στις 26/07/2000 και η ημερομηνία κατά την οποία η ειδοποίηση Τριτοδιάδικου επιδόθηκε στους Εναγόμενους, ήταν την 18/06/2003. Το διάταγμα Τριτοδιάδικου εκδόθηκε στις 07/11/2002 ημερομηνία που άνετα εμπίπτει εντός της προθεσμίας. Οι νομικοί  εκπρόσωποι του Ταμείου ανέλαβαν την Υπεράσπιση του Τριτοδιάδικου από την αρχή. Το Ταμείο με σχετική νομική εκπροσώπηση, ουδέποτε πρόβαλε στα πλαίσια της διαδικασίας στην αγωγή 405/02 ότι το νομικό δικαίωμα του Ενάγοντα να προωθεί την αγωγή, είχε παραγραφεί. Συνεπώς, εφόσον η αγωγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα σε σχέση με την ημερομηνία πρόκλησης του δυστυχήματος και εκδόθηκε απόφαση νόμιμα εναντίον του προσώπου που όφειλε το Ταμείο να καλύψει και το δικαίωμα του Ταμείου να υπερασπίσει τα συμφέροντα του, δεν επηρεάστηκαν δυσμενώς, επειδή ενημερώθηκαν και έλαβαν όλα τα μέτρα για να υπερασπίσουν την ευθύνη του ανασφάλιστου οδηγού, δεν τίθεται θέμα παραγραφής του δικαιώματος του Ενάγοντα να αποζημιωθεί από το Ταμείο. Η περίπτωση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπει η βασική συμφωνία. Ο Ενάγοντας καταχώρησε την αγωγή του έγκαιρα. Το αγώγιμο δικαίωμα δεν είχε παραγραφεί και η προσθήκη του Εναγόμενου 2 και ακύρωση της διαδικασίας Τριτοδιάδικου, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τροποποίηση της υφιστάμενης αγωγής. Δεν είναι ορθή η θέση που προβάλλεται στη σκέψη 38 της αγόρευσης του Εναγόμενου 2. Το δικαίωμα του Ενάγοντα να στραφεί εναντίον του Εναγόμενου 1, δεν παραγράφεται εντός 2 ετών από την πρόκληση του δυστυχήματος, αλλά μέσα στην περίοδο που προβλέπεται από το άρθρο 68 του Κεφ.149 . Η λέξη ‘αγωγή’ στην οποίαν γίνεται αναφορά στην παράγραφο Α3(η) της βασικής συμφωνίας μεταξύ του Υπουργού και του Ταμείου, δεν έχει άλλο κρυφό νόημα διαφορετικό από τη ρητή φυσιολογική της ερμηνεία. Η αγωγή που αφορά το δυστύχημα, καταχωρήθηκε εντός της προθεσμίας των 2 ετών και εκδόθηκε απόφαση τελική στην εν λόγω αγωγή κατά του ανασφάλιστου οδηγού, την οποίαν το Ταμείο υπερασπίστηκε στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας. Το γεγονός ότι η αγωγή 405/2002 έπρεπε να δικαστεί για να καταλήξει το Δικαστήριο σε διαπίστωση ότι ο Η. Κ. ήταν υπαίτιος για το συγκεκριμένο δυστύχημα είναι απτό στοιχείο που καταδεικνύει ότι καλόπιστα οι δικηγόροι του Ενάγοντα, προώθησαν αρχικά την απαίτηση του πελάτη τους εναντίον της Εναγόμενης στην αγωγή 405/2002. Είναι ορθή η θέση του Ενάγοντα, ότι η βασική συμφωνία δεν μπορεί να εξισώνεται με νόμο που φράζει την πορεία της δικαστικής αξίωσης με την επιβολή προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης. Όμως ακόμη και εάν υπήρχε η υποχρέωση του Ενάγοντα να ξεκινήσει τη διαδικασία κατά του ανασφάλιστου οδηγού μέσα στην προθεσμία των 2 ετών, αυτό δεν θα ήταν αθεράπευτο λάθος νοουμένου ότι η αγωγή που να αφορά το δυστύχημα εγέρθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο νόμος.

 

Εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι επρόκειτο για καλόπιστο λάθος. Η διαδικασία υποβολής απαίτησης προς το Ταμείο εκ μέρους του Ενάγοντα που υπέστη σωματική βλάβη ως αποτέλεσμα αμέλειας του Εναγόμενου 2, έγινε σύμφωνα με τη βασική συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 34 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Νόμου 96(1)/2000 και αφορά περίπτωση που εμπίπτει στους βασικούς σκοπούς του Ταμείου, ως αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 29 του Ν. 96(1)/2000. Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις όπου η βασική συμφωνία δεν έχει εφαρμογή. Αντίθετα, αφορά περίπτωση όπου εκδόθηκε απόφαση που εκδόθηκε εναντίον προσώπου από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας που κατά τον χρόνο του ατυχήματος, δεν υπήρχε σε ισχύ ασφαλιστήριο με αποτέλεσμα η απόφαση να μην έχει ικανοποιηθεί, είτε καθόλου ή πλήρως. Ορθά υπέδειξε ο συνήγορος του Ενάγοντα με αναφορά την απόφαση Ταμείου Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων ν. Φανή 1 ΑΑΔ 1211(2016 ) ότι η βασική συμφωνία υπέχει τη θέση συνυποσχετικού μεταξύ του Ταμείου και του κάθε Αιτητή ως δικαιούχου της συμφωνίας εις την  οποίαν καθορίζεται μία ειδική διαδικασία που όταν διεξάγεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του αποφεύγονται αδικίες σε βάρος του όποιου Αιτητή. Η αγωγή καταχωρήθηκε μέσα στην περίοδο των 2 ετών και η απόφαση εκδόθηκε, αφού το Ταμείο μέσω των νομικών του εκπροσώπων χειρίστηκε την υπεράσπιση των ανασφάλιστων.

Αναφορικά με το θέμα της ειδοποίησης, σημειώνω ότι οι προϋποθέσεις υποβολής της ειδοποίησης που καταγράφονται στην παράγραφο Α4 της βασικής συμφωνίας, δεν είναι υποχρεωτικής φύσεως. Δεν υπάρχει νομικό κώλυμα στην ικανοποίηση της απαίτησης του Ενάγοντα. Η παράγραφος Α4 δεν επιτάσσει συγκεκριμένη πορεία των πραγμάτων ως το λεκτικό της ότι ‘δεν θα υποχρεούται να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του’ στην περίπτωση που δεν δοθεί ειδοποίηση με συστημένη επιστολή εκ μέρους του προσώπου που εγείρει την αγωγή εντός 7 ημερών από την έγερση της αγωγής. Θα ήταν παράδοξο το Ταμείο να επικαλεστεί αυτόν τον λόγο για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του, ενώ δεν είχε προβάλει τον συγκεκριμένο λόγο άρνησης με την επιστολή ημερομηνίας 31/03/2006 (Τεκμήριο 6) και ενόψει του ότι χειροπιαστά και ουσιαστικά επωφελήθηκε έγκαιρης ενημέρωσης της αγωγής, με αποτέλεσμα έμπρακτα να έχει υπερασπίσει τον ανασφάλιστο οδηγό σε όλα τα στάδια της αγωγής 405/2002 (και της Έφεσης).  Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου ικανοποιητικός λόγος που να δίδει δικαίωμα στον Εναγόμενο 1 να αρνηθεί να πληρώσει ενόψει της υποχρέωσης του δυνάμει της παραγράφου Α2 της βασικής συμφωνίας να ικανοποιήσει απαίτηση που πηγάζει από την έκδοση δικαστικής απόφασης κατά προσώπου που είχε ευθύνη για το δυστύχημα και ο οποίος δεν ικανοποίησε την απαίτηση του Ενάγοντα επειδή προκάλεσε το δυστύχημα και οδηγούσε χωρίς να είναι σε ισχύ ασφαλιστικό συμβόλαιο. Σημειώνεται ότι η βασική συμφωνία, προνοεί ότι το Ταμείο θα δεσμεύεται από τις οδηγίες που εκδίδονται κατά καιρούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ημερομηνία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν φαίνεται να υπάρχουν πιο αυστηρές πρόνοιες στην οδηγία 2001/103/ΕΚ σε σχέση με την επιβολή απαίτησης και σε κάθε περίπτωση, με βάση την οδηγία και το άρθρο 19, τα κράτη μέλη καθορίζουν τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22 της οδηγίας σχετικά με ατυχήματα που προκαλούνται από οχήματα για τα οποία υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης των οχημάτων. Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης και της θέσης του Ενάγοντα ότι δεν έχει οποιανδήποτε απαίτηση εναντίον της Δημοκρατίας, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €170.858,98 πλέον τόκο προς 8% από 30/10/2007 μέχρι εξόφλησης πλέον το ποσό των €17.085,09 έξοδα πλέον ΦΠΑ πλέον νόμιμο τόκο από 12/03/2009 μέχρι εξόφλησης, ποσό που αφορά τη δικαστική απόφαση η οποία επιδικάστηκε προς όφελος του Ενάγοντα στα πλαίσια της αγωγής 405/02. Τα έξοδα της παρούσας αγωγής, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου 1, όπως αυτά υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                                                                 (Υπ.)…..….………

                                                                                                   Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο