ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αριθμός Αίτησης: 2524/2022

 

Μεταξύ:

 

CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

μέσω του εκκαθαριστή της Αυγουστίνου Παπαθωμά

Ενάγοντες

 

και

 

1. IREON INVESTMENTS LTD

2. CREDIT SUISSE AG

Εναγόμενοι

 

 

9 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη 1/Αιτήτρια: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης, κ. Κ. Κωνσταντινίδης και κα Μ. Τριανταφυλλίδη δια Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ

Για Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Θ. Χριστοδούλου με κα Φυσέντζου δια Χρύσης Δημητριάδης & Σια ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της Εναγόμενης 1 ημερομηνίας 18.5.2023

για παραμερισμό της αγωγής

 

 

Η αιτούμενη θεραπεία. Με την υπό κρίση Αίτηση, η Εναγόμενη 1/Αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο τον παραμερισμό της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας επικαλούμενη ότι τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Ελβετικών Δικαστηρίων. Διαζευκτικά ζητά τον παραμερισμό της αγωγής λόγω αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου επειδή τα επίδικα θέματα είναι αντικείμενο δεσμευτικής συμφωνίας διαιτησίας καθώς και διάταγμα για παραπομπή σε διαιτησία. Τέλος, ζητά τον παραμερισμό της αγωγής υποστηρίζοντας ότι συνιστά λανθασμένο διάβημα για έγερση των επίδικων αξιώσεων.

 

Παρενθετικά σημειώνω ότι με την Αίτηση η Εναγόμενη 1 ζητούσε επίσης την απόρριψη της αγωγής ένεκα του ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είναι το κατάλληλο forum, όμως αυτό το αιτητικό αποσύρθηκε με δήλωση των συνηγόρων της Εναγόμενης 1 στις αγορεύσεις τους. Συνακόλουθα, εκείνο το αιτούμενο διάταγμα (υπό παράγραφο Ε της Αίτησης) δεν θα απασχολήσει περαιτέρω και απορρίπτεται.

 

Πραγματικό υπόβαθρο. Τα ουσιαστικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση είναι, επί το πλείστον, κοινώς αποδεκτά και δεν αμφισβητούνται. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που υποστηρίζει την Αίτηση και την ένσταση καθώς και από τις δηλώσεις που περιλαμβάνονται στις αγορεύσεις των συνηγόρων, τα γεγονότα αυτά συνοψίζονται ως εξής:

 

(α)       Η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής η “Λαϊκή Τράπεζα”) τέθηκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης το 2013 δυνάμει του Ν. 17(Ι)/2013.

 

(β)       Στις 30.10.2018 η Λαϊκή Τράπεζα, ως πωλητής, και η Εναγόμενη 1, ως αγοραστής, υπέγραψαν συμφωνία απόκτησης μετοχών (στο εξής η «ΣΑΜ»), για την πώληση μετοχών που κατείχε η Λαϊκή Τράπεζα στην Investment Bank of Greece S.A., στην CPB AEDAK S.A. και στην Laiki Factors & Forefaiters S.A. Η ΣΑΜ (ως τροποποιήθηκε στις 24.3.2020) προβλέπει ότι ισχύον δίκαιο σε ότι αφορά τα ζητήματα που προκύπτουν σε σχέση με το αντικείμενο της είναι το Ελληνικό δίκαιο και ότι διαφορές θα παραπέμπονται σε διαιτησία που θα διεξάγεται σύμφωνα με τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στην Ελλάδα. Η ΣΑΜ προέβλεπε επίσης ότι αντιπαροχή για την πώληση των εν λόγω μετοχών ήταν το ποσό των €73.500.000 εκ του οποίου €3.675.000 θα ήταν σε μεσεγγύηση για να διατεθούν σε περίπτωση που διαπιστωθούν εκροές (leakage) κατά τα προβλεπόμενα στη ΣΑΜ. (Η ΣΑΜ και η τροποποιητική συμφωνία αυτής είναι Τεκμήρια 1 και 2 της Αίτησης και σχετικές πρόνοιες, ως τροποποιήθηκαν, είναι οι πρόνοιες των παραγράφων 3, 12.11. και 12.12 της ΣΑΜ).

 

(γ)        Για τους σκοπούς της ΣΑΜ, στις 29.7.2019 υπογράφτηκε συμφωνία μεσεγγύησης (στο εξής το «Escrow Agreement») μεταξύ της Λαϊκής Τράπεζας, της Εναγόμενης 1 και της Εναγόμενης 2, ως μεσεγγυούχου/escrow agent. Στα πλαίσια του Escrow Agreement τέθηκε στην κατοχή και φύλαξη της Εναγόμενης 2 το ποσό των €3.675.000 (στο εξής το «Escrow Amount»), το οποίο κατατέθηκε σε λογαριασμό μεσεγγύησης (escrow account) για να τύχει διαχείρισης και αποδέσμευσης κατά τα εκεί προβλεπόμενα.

 

(δ)        Στις 20.12.2019 ξεκίνησε η διαδικασία διαιτησίας υπ’ αριθμό 24992/ΑΥΖ/ELU στην Αθήνα μεταξύ της Λαϊκής Τράπεζας και της Εναγόμενης 1 αναφορικά με διαφορές που άπτονταν της ΣΑΜ (στο εξής η «Διαιτησία»).

 

(ε)        Στις 31.5.2022 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας και διορίστηκε εκκαθαριστής. Ο εκκαθαριστής ζήτησε από την Εναγόμενη 2, με τον διορισμό του, την πληρωμή προς αυτόν του Escrow Amount, ως ανήκον στην Λαϊκή Τράπεζα για να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης.

 

(στ)      Στις 12.9.2022 εκδόθηκε απόφαση από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο στην Διαιτησία. Με την εν λόγω απόφαση διατάχθηκε η πληρωμή ποσού περί τα €4.000.000 από την Λαϊκή Τράπεζα προς την Εναγόμενη 1.

 

(ζ)        Στις 15.11.2022 καταχωρήθηκε το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της παρούσας αγωγής.

 

(ζ)        Στις 16.2.2023 η Εναγόμενη 2 πλήρωσε στην Εναγόμενη 1 το Escrow Amount που διατηρούσε στη φύλαξη της δυνάμει του Escrow Agreement.

 

(η)        Οι Ενάγοντες καταχώρησαν έκθεση απαίτησης στην παρούσα αγωγή στις 10.3.2023. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, αξιώνουν εναντίον των Εναγόμενων 1 και/ή 2 (α) διάταγμα που να διατάσσει την μεταφορά του ποσού των €3.675.000 στον λογαριασμό εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας ή (β) διαζευκτικά, το ίδιο ποσό ως αποζημιώσεις.

 

(θ)        Στις 24.3.2023 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία αξιώνουν διάφορα ενδιάμεσα διατάγματα. Η αίτηση εκείνη εκκρεμεί προς εκδίκαση.

 

Ακολούθησε στις 8.5.2023 η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης από την Εναγόμενη 1.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, τα γεγονότα που περιβάλλουν την αγωγή και την Αίτηση είναι, κατ’ ουσίαν, κοινώς αποδεκτά. Η διαφωνία εστιάζεται σε νομικά ζητήματα και ερμηνεία των επίδικων συμφωνιών, στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια.

 

Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι έχω μελετήσει την Αίτηση και ένσταση καθώς και τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκατέρωθεν όπως και τα δικόγραφα. Μελέτησα επίσης τις γραπτές αγορεύσεις που ετοίμασαν οι συνήγοροι των δύο πλευρών, όσα ανάφεραν στις προφορικές τους αγορεύσεις και τη νομολογία και αρχές στις οποίες παραπέμπουν.

 

Η επίδικη διαφορά. Οι θέσεις των δύο πλευρών αναφορικά με την ουσία της μεταξύ τους διαφοράς διίστανται.

 

Η θέση της Εναγόμενης 1 είναι ότι υπάρχει ένα και μοναδικό επίδικο ζήτημα που αφορά στην κυριότητα του Escrow Amount. Υποστηρίζει ότι η Λαϊκή Τράπεζα ουδέποτε κατέστη δικαιούχος του Escrow Amount. Συνεπώς, το ποσό αυτό δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Λαϊκής Τράπεζας. Ενόψει αυτού και με δεδομένη την Διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ της, ορθά η Εναγόμενη 2 πλήρωσε σε αυτήν το Escrow Amount και το δικαιούται.

 

Οι συνήγοροι της Εναγόμενης 1 εισηγούνται στην γραπτή τους αγόρευση ότι κατά πόσο το Escrow Amount αποτελεί ή όχι περιουσιακό στοιχείο της Λαϊκής Τράπεζας πρέπει να απαντηθεί στη βάση του Escrow Agreement ή, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει διαφορετικά, ότι το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί στη βάση της ΣΑΜ. Σε κάθε περίπτωση, παραπέμπουν στις ρήτρες εφαρμοστέου δικαίου και δικαιοδοσίας (applicable law and jurisdiction clauses) στις δύο συμφωνίες για να υποστηρίξουν ότι το Κυπριακό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της κυριότητας του Escrow Amount, η θέση των Εναγόντων είναι αντίθετη. Υποστηρίζουν ότι καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο δικαιούχος του Escrow Amount ήταν η Λαϊκή Τράπεζα. Συνεπώς, το Escrow Amount αποτελεί μέρος της περιουσίας της Λαϊκής Τράπεζας που θα διανεμηθεί τους πιστωτές στα πλαίσια της εκκαθάρισης. Άρα πρέπει το ποσό αυτό να περιέλθει στον εκκαθαριστή της Λαϊκής Τράπεζας και δεν το δικαιούται η Εναγόμενη 1.

 

Όμως, ο συνήγορος των Εναγόντων υποστηρίζει επίσης ότι το ζήτημα της κυριότητας του Escrow Amount είναι μόνο ένα εκ των επίδικων θεμάτων της αγωγής. Επιπρόσθετα αυτού είναι η θέση του ότι το βασικό επίδικο ζήτημα είναι κατά πόσο υπήρξε προτιμησιακή πληρωμή προς όφελος της Εναγόμενης 1 με την είσπραξη του Escrow Amount, κατά παράβαση του Κυπριακού δικαίου εκκαθάρισης.

 

Συνεπώς, είναι η θέση του ότι τα επίδικα θέματα της αγωγής είναι εκτός της εμβέλειας της ΣΑΜ και του Escrow Agreement και το μόνο αρμόδιο σώμα να αποφασίσει την αγωγή είναι το Κυπριακό Δικαστήριο.

 

Οι ρήτρες εφαρμοστέου δικαίου και δικαιοδοσίας. Είναι δεδομένο ότι ζητήματα δικαιοδοσίας εξετάζονται καθηκόντως από το Δικαστήριο και η διαπίστωση αρμοδιότητας είναι προϋπόθεση για τη Δικαστική λειτουργία[1].

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι συμφωνίες από τις οποίες πηγάζει η σχέση μεταξύ των διαδίκων είναι η ΣΑΜ και το Escrow Agreement. Επομένως, το πρώτο θέμα προς απόφαση στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης είναι κατά πόσο τα συμφωνηθέντα επενεργούν ώστε να στερήσουν από το παρόν Δικαστήριο δικαιοδοσία για εκδίκαση της αγωγής λόγω επιλογής άλλου σώματος/αρμόδιου δικαστηρίου.

 

Η παράγραφος 12.11 και η παράγραφος 12.12 (ως τροποποιήθηκε) της ΣΑΜ προβλέπουν ότι:

 

«12.11. Governing law - Jurisdiction. Τhis Agreement and any and all contractual and non-contractual obligations arising under or in respect hereof shall be governed by and construed in accordance with the substantive laws of Greece.

 

12.12. All disputes arising out of or in connection with the present contract shall be finally settled under the Rules of Arbitration of the International Chamber of Commerce by three arbitrators, appointed in accordance with the said Rules. The arbitration shall take place in Athens, Greece and shall be conducted in the Greek language…»

 

Παράλληλα, η παράγραφος 20 του Escrow Agreement προβλέπει ότι:

 

«20. Place of performance and exclusive place of jurisdiction for all types of lawsuits [and place of foreclosure] shall be Zurich, Switzerland. The Escrow Agent also has the right to sue the Principals in any competent court at their domicile or in any other court having jurisdiction. This Agreement and any rights and obligations resulting thereof shall be governed by Swiss law. Said law shall also apply for assessing the validity of the agreed place of performance and place of jurisdiction.»

 

Από το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι δύο αυτές συμφωνίες που αποτελούν μέρος της ίδιας συναλλαγής περιλαμβάνουν διαφορετικές πρόνοιες εφαρμοστέου δικαίου και δικαιοδοσίας. Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι κατά πόσο η επίδικη διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης συμφωνίας και, κατ’ ακολουθία, στο πλαίσιο της αντίστοιχης ρήτρας ή εάν είναι εκτός του πλαισίου και των δύο συμφωνιών.

 

Ο τρόπος που το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίζει περιπτώσεις παράλληλων αλλά διαφορετικών ρητρών δικαιοδοσίας σε συμφωνίες που αποτελούν μέρος της ίδιας συναλλαγής εξετάστηκε πρόσφατα στην Αγγλική υπόθεση BNP Paribas v Trattamento Rifiuti Metropolitani SpA [2019] EWCA Civ 768. Με αναφορά σε προγενέστερη Αγγλική νομολογία, αναφέρθηκαν από το Αγγλικό Court of Appeal, τα εξής:

 

«In the light of the guidance provided by these authorities, so far as relevant to the present case I would summarise the approach to be as follows:

 

(1) Where the parties' overall contractual arrangements contain two competing jurisdiction clauses, the starting point is that a jurisdiction clause in one contract was probably not intended to capture disputes more naturally seen as arising under a related contract.

 

(2) A broad, purposive and commercially-minded approach is to be followed.

 

(3) Where the jurisdiction clauses are part of a series of agreements they should be interpreted in the light of the transaction as a whole, taking into account the overall scheme of the agreements and reading sentences and phrases in the context of that overall scheme.

 

(4) It is recognised that sensible business people are unlikely to intend that similar claims should be the subject of inconsistent jurisdiction clauses.

 

(5) The starting presumption will therefore be that competing jurisdiction clauses are to be interpreted on the basis that each deals exclusively with its own subject matter and they are not overlapping, provided the language and surrounding circumstances so allow.

 

(6) The language and surrounding circumstances may, however, make it clear that a dispute falls within the ambit of both clauses. In that event the result may be that either clause can apply rather than one clause to the exclusion of the other.”

 

Στην παρούσα περίπτωση, παρά το ότι η ΣΑΜ και η Escrow Agreement δεν υπογράφηκαν μαζί, είναι φανερό ότι αποτελούν μέρος της ίδιας συναλλαγής και ότι ήταν στην αντίληψη των μερών ότι οι ρήτρες εφαρμοστέου δικαίου και δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται σε κάθε μια, θα συνυπήρχαν χρονικά, παράλληλα η μια με την άλλη.

 

Διαφορετικές ρήτρες εφαρμοστέου δικαίου και δικαιοδοσίας σε εμπορικές συναλλαγές με διεθνή υφή, αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι δεν είναι ασύνηθες τα μέρη να επιλέξουν ένα δίκαιο και forum επίλυσης διαφορών αναφορικά με τις κεντρικές, ουσιαστικές, πρόνοιες της μεταξύ τους συναλλαγής αλλά κάτι διαφορετικό σε σχέση με επί μέρους παραμέτρους της συναλλαγής τους. Η λογική αντίληψη είναι ότι τα μέρη είχαν πρόθεση κάποια ρήτρα να έχει πιο «στενό» πεδίο εφαρμογής και να αφορά συγκεκριμένης φύσης διαφορές.

 

Έχω επίσης υπόψη μου την πρωτόδικη Αγγλική απόφαση PT Thiess Contractors Indonesia v PT Kaltim Prima Coal [2011] EWHC 1842, στην οποία είχε απασχολήσει το Commercial Division του High Court αντίστοιχο ζήτημα με το παρόν. Στην υπόθεση εκείνη, η κύρια συμφωνία της συναλλαγής προέβλεπε παραπομπή διαφορών σε διαιτησία ενώ παρεμφερής συμφωνία της ίδιας συναλλαγής (που στη φύση της θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ως escrow agreement) προέβλεπε για δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων. Ο Blair J, στην απόφαση του αναφέρει τα εξής σχετικά, με τα οποία συμφωνώ:

 

«I would point out that there is nothing unusual about submitting a contractual dispute to arbitration whilst referring matters relating to security to the jurisdiction of one or more courts. This is frequently a feature of international transactions, and the choice of jurisdiction in the security agreement may have to do with factors independent of the principal agreement.

 

Επανέρχομαι στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της εδώ συναλλαγής, το λεκτικό και το αντικείμενο τόσο της ΣΑΜ όσο και του Escrow Agreement, κρίνω ότι η ρήτρα εφαρμοστέου δικαίου στο Escrow Agreement (που είναι μεταγενέστερη της ΣΑΜ) αφορά και εφαρμόζεται σε διαφορές που ανακύπτουν σε σχέση με αυτήν τη συμφωνία και δεν ήταν η πρόθεση των μερών να αντικαταστήσουν ή υπερκεράσουν την αντίστοιχη ρήτρα στη ΣΑΜ.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, η πλευρά της Εναγόμενης 1 υποστηρίζει ότι το επίδικο θέμα στην αγωγή (που είναι η θέση της ότι εστιάζεται στην κυριότητα του Escrow Amount) υπάγεται στη ρήτρα διαιτησίας του Escrow Agreement και, συνεπώς, αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ελβετικό Δικαστήριο. Η Εναγόμενη 1 παρουσιάζει νομική γνωμάτευση από Ελβετούς δικηγόρους (Τεκμήριο 6 στην Αίτηση) σύμφωνα με την οποία η επιλογή της αρμοδιότητας των Ελβετικών Δικαστηρίων και του ελβετικού δικαίου είναι δεσμευτική και το ζήτημα της κυριότητας του Escrow Amount πρέπει να απαντηθεί με βάση το Ελβετικό δίκαιο.

 

Εξέτασα το περιεχόμενο της εν λόγω γνωμάτευσης όμως, με κάθε σεβασμό, το παρόν Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει εάν ζήτημα εμπίπτει εντός της δικής του δικαιοδοσίας. Χωρίς να εισηγούμαι ότι κατέχω γνώσεις Ελβετικού δικαίου, δεν συμφωνώ με την άποψη που εκφράζεται στην γνωμάτευση ότι τα Ελβετικά Δικαστήρια είναι αρμόδια να επιλύσουν τη επίδικη διαφορά. Δεν επεκτείνομαι σε άλλα θέματα που καλύπτει η γνωμάτευση γιατί δεν είναι του παρόντος.

 

Στα πλαίσια ενός escrow agreement, ο μεσεγγυούχος/escrow agent θέτει την περιουσία (escrow property) υπό την κατοχή και φύλαξη του με συγκεκριμένες οδηγίες ως προς τον τρόπο που θα τη διαχειριστεί για σκοπούς της ευρύτερης συναλλαγής.

 

Εξετάζοντας το κείμενου του επίδικου Escrow Agreement, φαίνεται ότι αυτό αφορά και ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο escrow agent (εδώ η Εναγόμενη 2), αναλαμβάνει να παραλάβει, να διαχειριστεί και να κατανέμει (disbursement) το Escrow Amount.

 

Ρητές πρόνοιες που να πραγματεύονται και να καθορίζουν την κυριότητα του Escrow Amount ενόσω αυτό είναι στην κατοχή του escrow agent (της Εναγόμενης 2), δεν εντοπίζονται. Ειδικότερα, δεν διαπιστώνω πρόνοια στο Escrow Agreement που να ορίζει ότι το Escrow Amount ήταν στην απόλυτη κυριότητα του escrow agent (της Εναγόμενης 2) ή της Εναγόμενης 1 ενόσω το ποσό αυτό ήταν σε μεσεγγύηση.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι το ζήτημα της κυριότητας του Escrow Amount κατά τον χρόνο που η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε εκκαθάριση, δεν ρυθμίζεται από το Escrow Agreement και είναι εκτός του πλαισίου του Escrow Agreement. Άρα δεν υπάρχει επίδικο θέμα που άπτεται δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που απορρέουν από το Escrow Agreement rights and obligations resulting thereof») ώστε να εμπίπτει στο πλαίσιο της ρήτρας δικαιοδοσίας της εν λόγω συμφωνίας.

 

Στο σημείο αυτό προσθέτω και το εξής. Το ζήτημα της κυριότητας του Escrow Amount κατά την έναρξη της εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας είναι ένα από τα προς απόφαση ζητήματα στην αγωγή. Στην γνωμάτευση των Ελβετών δικηγόρων αλλά και στις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι των δύο πλευρών εκφράζουν διαφορετικές απόψεις ως προς αυτό το ζήτημα. Δεν εξετάζω αυτές τις απόψεις και δεν εκφράζω οποιοδήποτε συμπέρασμα. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρόωρο και προσπάθησα να περιοριστώ στα θέματα που αφορούν αυστηρά την παρούσα Αίτηση.

 

Οι συνήγοροι της Εναγόμενης 1 εισηγούνται ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαφωνήσει ότι τα Ελβετικά Δικαστήρια είναι αρμόδια να επιλύσουν τη διαφορά τότε, διαζευκτικά, προωθούν τη θέση ότι η ρήτρα δικαιοδοσίας στην ΣΑΜ (ως τροποποιήθηκε) αποκλείει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή.

 

Η κυρίως συμφωνία της συναλλαγής μεταξύ της Λαϊκής και της Εναγόμενης 1 είναι η ΣΑΜ. Δυνάμει της ΣΑΜ πωλήθηκαν οι μετοχές των τριών Ελληνικών εταιρειών, καθορίστηκε η αντιπαροχή και δυνάμει της ΣΑΜ το Escrow Amount σαν μέρος της αντιπαροχής συμφωνήθηκε να τεθεί σε μεσεγγύηση/in escrow εις χείρας της Εναγόμενης 2, ως μεσεγγυούχου/escrow agent, για να τύχει χειρισμού κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 της ΣΑΜ.

 

Έχω παραθέσει πιο πάνω τις πρόνοιες των παραγράφων 12.11 και 12.12 (ως τροποποιήθηκε) της ΣΑΜ. Σύμφωνα με την παράγραφο 12.11, τα συμβαλλόμενα μέρη ρητά επέλεξαν όπως ζητήματα ουσιαστικού δικαίου που ανακύπτουν σε σχέση με τη ΣΑΜ υπάγονται στο Ελληνικό δίκαιο.

 

Δεν θα επεκταθώ για να εκφράσω άποψη αναφορικά με το κατά πόσο η κυριότητα του Escrow Amount πρέπει να αποφασιστεί με βάση το Ελληνικό δίκαιο (ως η παράγραφος 11.12 της ΣΑΜ) ή με βάση το Κυπριακό δίκαιο (ένεκα της εκκαθάρισης ή για άλλο λόγο). Πρόκειται για ζήτημα που θα αποφασιστεί τον κατάλληλο χρόνο[2].

 

Προς απόφαση για σκοπούς της παρούσας Αίτησης είναι το εύρος της ρήτρας δικαιοδοσίας στην ΣΑΜ σε συνάρτηση με τη φύση και έκταση των επίδικων θεμάτων στην αγωγή. Κατά πόσο δηλαδή η διαφορά στην αγωγή εμπίπτει στο πλαίσιο της ρήτρας διαιτησίας.

 

Έχω παραθέσει στην παράγραφο (η) πιο πάνω τις θεραπείες που αξιώνουν οι Ενάγοντες με την αγωγή όπως καθορίζονται στο σώμα της έκθεσης απαίτησης. Εδράζουν την απαίτηση τους στη θέση ότι ως περιουσιακό στοιχείο της Λαϊκής Τράπεζας, το Escrow Amount πρέπει να περιέλθει στην κατοχή του εκκαθαριστή ώστε να το χειριστεί κατά τα προβλεπόμενα στην εκκαθάριση. Είναι επίσης η θέση των Εναγόντων ότι τυχόν πληρωμή του Escrow Amount στην Εναγόμενη 1 (όπως συνέβη τελικά) συνιστά προτιμησιακή πληρωμή προς ένα πιστωτή εις βάρος των υπόλοιπων και καταστρατήγηση των σχετικών προνοιών του περί Εταιρειών Νόμου. Είναι επίσης θέση των Εναγόντων ότι οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση της Εναγόμενης 2 στη βάση της Escrow Agreement να πληρώσει το Escrow Amount στην Εναγόμενη 1 υπερκεράστηκε από την εκκαθάριση της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Είναι δεδομένο ότι από την έναρξη της εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας, όλη η περιουσία της, είτε βρίσκεται στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, συνιστά την περιουσία που θα διατεθεί προς τους πιστωτές σύμφωνα με την σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται από το Νόμο.

 

Ενόψει αυτού και όσων άλλων έχω προ-αναφέρει, κρίνω ότι η ουσία της επίδικης διαφοράς δεν εμπίπτει στη ρήτρα διαιτησίας της ΣΑΜ. Δεν πρόκειται πλέον για μια ιδιωτική διαφορά μεταξύ δύο νομικών προσώπων. Εστιάζεται σε ζητήματα Κυπριακής νομοθεσίας που ρυθμίζουν την εκκαθάριση της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Ειδικότερα, εάν κατά την έναρξη της εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας, δικαιούχος του Escrow Amount ήταν η Λαϊκή Τράπεζα, τότε το ποσό πρέπει να περιέλθει στον εκκαθαριστή για να το διαχειριστεί σύμφωνα με το Νόμο. Η έκδοση της Διαιτητικής απόφασης (που είναι μεταγενέστερη της έναρξης της εκκαθάρισης) κανένα επιπρόσθετο δικαίωμα ή όφελος παρείχε στην Εναγόμενη 1 πέραν από το να την καταστήσει εξ αποφάσεως πιστωτή. Ως εξ αποφάσεως πιστωτής, η Εναγόμενη 1 θα δικαιούται να διεκδικήσει το λαβείν της μαζί με όλους τους υπόλοιπους πιστωτές της Λαϊκής Τράπεζας. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί εάν η είσπραξη του Escrow Amount από την Εναγόμενη 1 συνιστά καταστρατήγηση των αρχών της εκκαθάρισης και, συνεπώς, ο εκκαθαριστής της Λαϊκής Τράπεζας δικαιούνται σε επιστροφή του ποσού ή εάν η Εναγόμενη 1 δικαιούται να το κρατήσει για οποιοδήποτε λόγο. Παράλληλα, η αποδέσμευση του εν λόγω ποσού από την Εναγόμενη 2 προς την Εναγόμενη 1, εάν είχε ειδοποιηθεί για την εκκαθάριση και την απαίτηση του εκκαθαριστή για πληρωμή σε αυτόν του ποσού, ενδεχομένως να εκθέτει την Εναγόμενη 2.

 

Αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να αποφασιστούν από το διαιτητικό σώμα στη βάση της ρήτρας διαιτησίας στη ΣΑΜ. Είναι ζητήματα που ρυθμίζονται από το Κυπριακό δίκαιο, ως το δίκαιο που εφαρμόζεται στην εκκαθάριση. Η επιλογή του Ελληνικού δικαίου που επιλέγηκε για επίλυση διαφορών σε σχέση με τη ΣΑΜ δεν μπορεί να επεκταθεί σε ζητήματα της εκκαθάρισης.

 

Όπως προβλέπει το άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ημερομηνίας 20 Μαΐου 2015:

 

«Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 έχουν δικαιοδοσία για κάθε αγωγή που απορρέει από τη διαδικασία και έχει στενή σχέση με αυτήν…»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ιδίου Κανονισμού:

 

«Εάν ο παρών κανονισμός δεν ορίζει άλλως, δίκαιο εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματα της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας, κατωτέρω καλουμένου ‘κράτος έναρξης’.»

 

Σύμφωνα επομένως με τα πιο πάνω, αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Κυπριακό Δικαστήριο και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Κυπριακό δίκαιο για τα ζητήματα της αγωγής που απορρέουν άμεσα από την εκκαθάριση και έχουν στενή σχέση με αυτή.

 

Κατά πόσο οι Ενάγοντες δικαιούνται στις θεραπείες που αξιώνουν, στην παρούσα περίπτωση, είναι ζήτημα που απορρέει από την εκκαθάριση και δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ότι συνδέεται με αυτή. Το ζήτημα της κυριότητας του Escrow Amount είναι ένα από τα επίδικα θέματα, η απόδοση όμως της αξιούμενης θεραπείας προς τους Ενάγοντες μόνο στην έδρα της εκκαθάρισης μπορεί να αποφασιστεί, δηλαδή στα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

Καταλήγω, συνεπώς, ότι η ρήτρα διαιτησίας στη ΣΑΜ δεν καλύπτει την ουσία των επίδικων θεμάτων της αγωγής και ότι τα επίδικα θέματα είναι εκτός του πλαισίου της. Συνεπώς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Κυπριακό Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία δεν μπορεί να επιτευχθεί για ακόμα ένα λόγο.

 

Συμβαλλόμενα μέρη στη ΣΑΜ ήταν η Λαϊκή Τράπεζα και η Εναγόμενη 1. Η αγωγή όμως στρέφεται εναντίον και της Εναγόμενης 2 που δεν προσυπογράφει τη ρήτρα διαιτησίας στη ΣΑΜ. Η φύση των αξιώσεων και η βάση αγωγής εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, δεν μπορούν να διαχωριστούν. Οι περιπτώσεις στις οποίες πρόσωπο μη συμβαλλόμενο σε ρήτρα διαιτησίας μπορεί να εξαναγκαστεί σε διαιτησία είναι συγκεκριμένες και περιοριστικές. Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο αφορούν περιπτώσεις (α) εκχώρησης ή μεταβίβασης συμβατικών ή αγώγιμων δικαιωμάτων (assignment or transfer of contractual rights or causes of action)[3], (β) υποκατάστασης (subrogation)[4], (γ) συμφωνιών αντικατάστασης (novation agreements)[5] και (δ) σε περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται ρητά σε νομοθεσία[6]. Η περίπτωση της Εναγόμενης 2 δεν εντάσσεται σε αυτές τις κατηγορίες.

 

Προσθέτω ότι η παρούσα αγωγή εγείρεται εναντίον δύο εναγόμενων και η Εναγόμενη 1 είναι Κυπριακή εταιρεία με έδρα τη Λευκωσία, σύμφωνα με το κλητήριο ένταλμα. Συνεπώς ορθώς η αγωγή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ως το κατά τόπον αρμόδιο.

 

Τέλος, η Εναγόμενη 1 υποστηρίζει ότι η έγερση αγωγής δεν είναι το κατάλληλο ένδικο μέσο για επίλυση της επίδικης διαφοράς. Στην αγόρευση τους, οι συνήγοροι της Εναγόμενης 1 υποστηρίζουν ότι το κατάλληλο δικονομικό διάβημα για αμφισβήτηση της πληρωμής του Escrow Amount προς την Εναγόμενη 1 ήταν με την καταχώρηση αίτησης στα πλαίσια του φακέλου της εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας. Παραπέμπουν στην πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 20.10.2016 της έντιμης Ρ. Λιμνατίτου ΑΕΔ (ως ήταν τότε) στην υπόθεση Αναφορικά με την εταιρεία CYFELCO Ltd, Αίτηση υπ΄ αριθμό 189/2008.

 

Μελέτησα την απόφαση εκείνη όμως θεωρώ ότι τα δεδομένα της διαφοροποιούνται από τα ζητήματα που εγείρεται εδώ. Η περίπτωση εκείνη αφορούσε αίτηση που είχε καταχωρήσει ο εκκαθαριστής στα πλαίσια της εκκαθάρισης με την οποία ζητούσε την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος που να απαγορεύσει σε τρίτα πρόσωπα που συναλλάσσονταν με την υπό εκκαθάριση εταιρεία από το να αποξενώσουν περιουσία. Πέραν της διαφορετικής φύσης των αξιώσεων που εγείρονται, υπάρχουν και άλλες ουσιαστικές διαφορές που διακρίνουν τις δύο περιπτώσεις. Παραδείγματος χάριν, από το κείμενο εκείνης της απόφασης φαίνεται ότι η περιουσία που επιδίωκε ο εκκαθαριστής να δεσμεύσει είχε αποκτηθεί δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου που η υπό εκκαθάριση εταιρεία είχε συνάψει το 2009, μετά δηλαδή την καταχώρηση της αίτησης 189/2008 που οδήγησε στην εκκαθάριση της.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αξιώσεων που εγείρονται, δεν διακρίνω να επιβάλλεται παραμερισμός της αγωγής ως λανθασμένου ένδικου μέσου.

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, η Αίτηση δεν επιτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον της Εναγόμενης 1, ως θα υπολογιστούν και εγκριθούν.

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Μεταξύ άλλων, Philippos Philippou v Maria Philippou a.o. (1986) 1 CLR 689, Ανδρέας Θεοχάρους ν Σάββας Παστελλή (1993) 1 ΑΑΔ 240.

[2] Σχετική είναι η ανάλυση στην Αγγλική υπόθεση Enka Insaat Ve Sanayi AS v OOO Insurance Company Chubb, [2020] UKSC 38.

[3] The Jay Bola” [1997] EWCA Civ 1420

[4] Starlight Shipping Co and another v Tai Ping Insurance Co Ltd, Hubei branch and another [2007] EWHC 1893

[5] Charles m Willie & Co (Shipping) Ltd v Ocean Laser Shipping Ltd (The Smaro) [1998] EWHC 1206 (Comm)

[6] Nisshin Shipping Co Ltd v Cleavers & Co Ltd [2003] EWHC 2602 (Comm)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο