ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αριθμός Αίτησης: 4536/2009

 

Μεταξύ:

1. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΑΛΑΒΑ

2. ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΒΑ

Ενάγοντες

 

και

 

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΝΘΕΡ

Εναγόμενου

 

19 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες/Αιτητές: κ. Α. Κυριάκου

Για Εναγόμενο/Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Α. Χάσικος

Για Έφορο Εταιρειών, Τμήμα Αφερεγγυότητας: κα Ωρ. Χρίστου

Για παρακολούθηση της διαδικασίας εκ μέρους της διαχείρισης Μιχαλάκη Ζαμπέλα: κα Ν. Κουκουμά

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση των Εναγόντων ημερομηνίας 15.6.2023

για πώληση μετοχών δυνάμει του Ν. 31(Ι)/1992

 

 

Προς ευκολία παρακολούθησης των προς απόφαση ζητημάτων, ξεκινώ με μια σύνοψη των γεγονότων που συνθέτουν το υπόβαθρο της διαδικασίας που είναι, ουσιαστικά, κοινώς αποδεκτά.

 

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το 2009. Με την αγωγή, οι Ενάγοντες αξίωναν εναντίον του Εναγόμενου ποσό Λ.Κ.212.935 (€363.821,05) πλέον τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού αυτού από 26.9.2006 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Ήταν η θέση τους ότι είχαν δανείσει το ποσό αυτό στον Εναγόμενο, ότι η οφειλή επιμαρτυρείται με γραμμάτιο συνήθους τύπου και ότι ο Εναγόμενος παρέλειψε να το αποπληρώσει. Στις 17.6.2010 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή υπέρ των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου ως η απαίτηση (στο εξής το «Εξ Αποφάσεως Χρέος»). Έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, ο Εναγόμενος πλήρωσε κατά καιρούς συνολικό ποσό €25.000 και το υπόλοιπο παραμένει οφειλόμενο μέχρι σήμερα.

 

Στις 3.7.2012, η μητέρα του Εναγόμενου απεβίωσε. Κληρονόμοι της ήταν ο Εναγόμενος και η αδερφή του, οι οποίοι κληρονόμησαν 50.000 μετοχές έκαστος που κατείχε η αποβιώσασα στην εταιρεία Zena Company Ltd. Η εν λόγω εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας η αξία της οποίας, σύμφωνα με τον Εναγόμενο, ανέρχεται στα €29.000.000. To 2022 η διαχείριση της αποβιώσασας μεταβίβασε στον Εναγόμενο τις 50.000 που του αναλογούσαν στην Zena Company Ltd (στο εξής οι «Επίδικες Μετοχές»). Οι Επίδικες Μετοχές είναι το μοναδικό, ουσιαστικό, περιουσιακό στοιχείου του Εναγόμενου.

 

Οι Ενάγοντες διαπίστωσαν την εγγραφή των Επίδικων Μετοχών στο όνομα του Εναγόμενου και στις 18.5.2022, κατόπιν αίτησης τους, εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) διάταγμα επιβάρυνσης των Επίδικων Μετοχών δυνάμει του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου 31(Ι)/1992 (στο εξής το «Διάταγμα Επιβάρυνσης»). Σύμφωνα με τη μαρτυρία στη βάση της οποίας εκδόθηκε το Διάταγμα Επιβάρυνσης, ο Εναγόμενος κηρύχθηκε σε πτώχευση το 1995 και αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια στις 7.11.2015. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά στον φάκελο της αγωγής ότι ο Εναγόμενος ήταν πτωχεύσας.

 

Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης από τους Ενάγοντες, με την οποία ζητούν (α) την πώληση των Επίδικων Μετοχών για την πληρωμή του Εξ Αποφάσεως Χρέους, (β) τον διορισμό του Μιχάλη Αβραάμ ή άλλου προσώπου ως παραλήπτη των Επίδικων Μετοχών, (γ) διάταγμα όπως οι Επίδικες Μετοχές περιέλθουν στον παραλήπτη με όλα τα δικαιώματα τους προς υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού, (δ) διάταγμα για την εγγραφή των Επίδικων Μετοχών στο όνομα του παραλήπτη, (ε) διάταγμα που να επιτρέπει στον παραλήπτη να πωλήσει τις Επίδικες Μετοχές με δημόσιο πλειστηριασμό ή ιδιωτική πώληση, (στ) κοινοποίηση του αιτούμενου διατάγματος προς την εταιρεία Zena Company Ltd και προς τον Επίσημο Παραλήπτη και (ζ) διάταγμα που να επικυρώνει την αμοιβή του παραλήπτη με ωριαία χρέωση €250.

 

Η πλευρά του Εναγόμενου και του Επίσημου Παραλήπτη έχουν εγείρει ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Αναφορά στις θέσεις που προβάλλουν στις ενστάσεις τους γίνεται παρακάτω.

 

Πριν προχωρήσω σημειώνω ότι έχω εξετάσει την Αίτηση και τις ενστάσεις που έχουν εγερθεί και τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τους εμπλεκόμενους. Έχω επίσης εξετάσει τις αγορεύσεις των συνηγόρων και τη νομολογία και αρχές στις οποίες παραπέμπουν. Εις γνώση μου είναι και το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.

 

Όπως διακρίνω από τα στοιχεία ενώπιον μου, το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί αφορά το κατά πόσο οι Επίδικες Μετοχές αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας (ως η θέση του Εναγόμενου και του Επίσημου Παραλήπτη) οπόταν πρέπει να περιέλθουν τον Επίσημο Παραλήπτη και θα τύχουν χειρισμού στα πλαίσια της πτώχευσης ή εάν παραμένουν στην κυριότητα του Εναγόμενου ώστε να μπορούν – ενδεχομένως – να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα προς πληρωμή του Εξ Αποφάσεως Χρέους.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, η μητέρα του Εναγόμενου απεβίωσε το 2012, ενόσω ο Εναγόμενος τελούσε σε πτώχευση. Ο Εναγόμενος αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια στις 7.11.2015 και οι Επίδικες Μετοχές εγγράφηκαν στο όνομα του το 2022.

 

Σχετικό με το κεντρικό ερώτημα είναι το άρθρο 27 Α(9) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Το άρθρο αυτό εισήχθη στο Κεφ. 5 με τον περί Πτωχεύσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 2015 (Ν. 61(Ι)/2015) που τέθηκε σε ισχύ στις 7.5.2015 και αντικατέστησε το προηγούμενο άρθρο 27 Α του Κεφ. 5.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 27 Α(9) του Κεφ. 5, όπως διαμορφώθηκε με την τροποποίηση του Ν. 61(Ι)/2015:

 

«(9) Οποιαδήποτε περιουσία η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ασχέτως αν περιήλθε στον πτωχεύσαντα ακόμα και μετά την αποκατάστασή του, η περιουσία αυτή εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα ή του αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα.»

 

Όπως σημείωσα ήδη, το άρθρο 27 Α εισήχθη στο Κεφ. 5 (σε αντικατάσταση του προηγούμενου άρθρου 27 Α) με τον τροποποιητικό νόμο Ν. 61(Ι)/2015 που τέθηκε σε ισχύ στις 7.5.2015. Η πλευρά των Εναγόντων επισημαίνει ότι στις 3.7.2012 που απεβίωσε η μητέρα του Εναγόμενου και αυτός κατέστη δικαιούχος των Επίδικων Μετοχών, δεν ήταν σε ισχύ η συγκεκριμένη διάταξη. Συνεπώς, οι Ενάγοντες υποστηρίζουν, ότι δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διάταξη αναδρομικά, στην παρούσα περίπτωση.

 

Είναι δεδομένο ότι ο Εναγόμενος κατέστη δικαιούχος των Επίδικων Μετοχών το 2012, με το θάνατο της μητέρας του, χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε η πιο πάνω πρόνοια του άρθρου 27 Α(9) στο Κεφ. 5. Όμως, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, θεωρώ ότι τυγχάνει εφαρμογής και καλύπτει την περίπτωση του Εναγόμενου.

 

Το λεκτικό του νέου άρθρου 27 Α του Κεφ. 5, δείχνει ότι εφαρμόζεται αναδρομικά[1], δηλαδή καλύπτει και εφαρμόζεται σε περιπτώσεις προσώπων που τελούσαν ήδη σε πτώχευση κατά την θέσπιση του Ν. 61(Ι)/2015. Προς παράδειγμα μόνο, παραπέμπω στο λεκτικό του άρθρου 27 Α (2) όπου αναφέρεται ότι:

 

«Πτωχεύσας, για τον οποίο το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, αποκαθίσταται αυτοδικαίως…»

 

Αντίστοιχο λεκτικό συναντάται και σε άλλες παραγράφους του νέου άρθρου 27 Α. Δηλαδή ρητά ο νομοθέτης προνόησε για αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων του νέου άρθρου 27Α.

 

Περαιτέρω, οι σκοποί του νομοθέτη όπως εξηγούνται στο Προοίμιο του Ν. 61(Ι)/2015 αναφέρονται στην ανάγκη τροποποίησης του Κεφ. 5 ένεκα των μνημονιακών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας. Η αιτιολόγηση στο Προοίμιο επίσης παραπέμπει σε πρόθεση όπως οι νέες διατάξεις εφαρμοστούν καθολικά, τόσο σε περιπτώσεις υφιστάμενων πτωχεύσεων όσο και σε νέες.

 

Ανεξάρτητα όμως από το πιο πάνω συμπέρασμα μου για αναδρομική ισχύ του άρθρου 27 Α, ακόμα και χωρίς τη θέσπιση του Ν. 61(Ι)/2015 (εάν δηλαδή το Κεφ. 5 δεν περιλάμβανε συγκεκριμένη πρόνοια), το συμπέρασμα μου ότι η Επίδικες Μετοχές είναι μέρος της πτωχευτικής περιουσίας θα ήταν το ίδιο. Αυτό διότι η προσέγγιση στο κοινοδίκαιο είναι, ανέκαθεν, σταθερή. Δηλαδή όλη η περιουσία που περιέρχεται σε πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, περιλαμβανομένου του δικαιώματος σε περιουσία δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, είναι μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Στην Αγγλική υπόθεση Re Bertha Hemming, deceaced, Raymond Saul & Co v Holden [2008] EWHC 2731 (στην οποία γίνεται αναφορά και πιο κάτω) γίνεται μια ιστορική αναδρομή και γενική ανάλυση της προσέγγισης Δικαστηρίων σε χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, για το πως αποφασίζουν τα Δικαστήρια ποια περιουσία πρέπει να θεωρείται μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Η σταθερή καθοδήγηση είναι ότι στη διάθεση των πιστωτών πρέπει να τίθεται όλη η περιουσία στην οποία αποκτά δικαίωμα ο πτωχεύσας σε οποιοδήποτε στάδιο πριν την αποκατάσταση του. Η έννοια του «δικαιώματος σε περιουσία» πρέπει να ερμηνεύεται με τον πιο ευρύ τρόπο κατά το δυνατό και περιλαμβάνει ακόμα και περιουσία στην οποία ο πτωχεύσας δυνητικά θα αποκτήσει δικαίωμα λόγω κληρονομικής διαδοχής[2], έστω και αν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί τίτλος (legal title) ή δικαίωμα (equitable interest) σε αυτήν.

 

Στη βάση των πιο πάνω, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι ότι η περιουσία που είχε προκύψει στον Εναγόμενο μέχρι τις 7.11.2015 που αυτός αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια, είναι μέρος της πτωχευτικής περιουσίας και πρέπει να περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη προς όφελος των πιστωτών. Η περιουσία αυτή περιλαμβάνει τις Επίδικες Μετοχές. Είναι περιουσία που προέκυψε κατά τη διάρκεια που ο Εναγόμενος ήταν σε πτώχευση, δηλαδή το 2012, με τον θάνατο της μητέρας του.

 

Σημειώνω και το εξής. Ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος θανάτου της μητέρας του, οπόταν ο Εναγόμενος κατέστη δικαιούχος των Επίδικων Μετοχών λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλαδή το 2012. Ο χρόνος που τελικά οι μετοχές εγγράφηκαν στον Εναγόμενο, δηλαδή το 2022, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα. Αυτό προκύπτει ρητά από το λεκτικό του άρθρου 2 Α που αναφέρεται σε περιουσία «ασχέτως αν  περιήλθε στον πτωχεύσαντα ακόμα και μετά την αποκατάστασή του». Το ίδιο ισχύει και στο κοινοδίκαιο και παραπέμπω στην Αγγλική υπόθεση Re Bertha Hemming, deceaced, Raymond Saul & Co v Holden [2008] EWHC 2731 που εξέτασε αυτό ακριβώς το ζήτημα για την αντίστοιχη πρόνοια του section 306 του Insolvency Act.

 

Συνεπώς, οι Επίδικες Μετοχές πρέπει να περιέλθουν στον Επίσημο Παραλήπτη ώστε, σύμφωνα με το άρθρο 27 Α(4) του Κεφ. 5, να διανεμηθούν στους πιστωτές της πτωχευτικής διαδικασίας. Πρέπει να παραμείνουν στον Επίσημο Παραλήπτη μέχρι την ικανοποίηση των πιστωτών. Αυτό διότι σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 27 Α(4) του Κεφ. 5:

 

«(4) Σε περίπτωση αποκατάστασης πτωχεύσαντος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, προς όφελος των πιστωτών ή των εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β:

 

Νοείται ότι, μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει στη διαχείριση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, μετά την αποπληρωμή όλων των πιστωτών και εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β, επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα, νοουμένου ότι το κόστος της επιστροφής δεν είναι μεγαλύτερο από το πόσο που θα επιστραφεί.»

 

Η πτωχευτική διαδικασία έχει προτεραιότητα έναντι της προσπάθειας των Εναγόντων να εισπράξουν το Εξ Αποφάσεως Χρέος. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να διαταχθεί η πώληση των Επίδικων Μετοχών στη βάση του Ν. 31(Ι)/1992 για να ικανοποιηθεί το Εξ Αποφάσεως Χρέος εφόσον αυτές αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας.

 

Συνιστά ιδιαιτερότητα της παρούσας περίπτωσης ότι το Εξ Αποφάσεως Χρέος δεν είναι επαληθεύσιμο χρέος για σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας ένεκα του ότι προέκυψε μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του Εναγόμενου[3]. Αυτό σημαίνει ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται σε ικανοποίηση του Εξ Αποφάσεως Χρέους μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας. Αυτά όμως είναι τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης.

 

Τέλος, σημειώνω και το εξής. Μέσω της Αίτησης οι Ενάγοντες παραπονούνται για κωλυσιεργία και απροθυμία από πλευράς του Επίσημου Παραλήπτη να εκτελέσει τα καθήκοντα του. Σημειώνουν ότι η Zena Company Ltd δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της, μεταξύ άλλων, για κατάθεση ετήσιων εκθέσεων και ετοιμασία εξελεγμένων λογαριασμών. Μέμφονται επίσης τον Επίσημο Παραλήπτη ότι, εάν οι Επίδικες Μετοχές είναι μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, τότε πρέπει ο ίδιος να επιδιώκει την άμεση εκποίηση τους ώστε να ικανοποιηθούν οι πιστωτές του Εναγόμενου. Επισημαίνει ότι το Εξ Αποφάσεως Χρέος παραμένει ανικανοποίητο εδώ και 13 περίπου χρόνια και προσθέτουν ότι σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα για την Zena Company Ltd, από τον θάνατο της μητέρας του Εναγόμενου πληρώθηκαν μερίσματα ύψους πέραν των €500.000 για τα οποία δεν έχει λογοδοτήσει ο Εναγόμενος και η εταιρεία. Υπάρχει όμως διαδικασία για διεξαγωγή έρευνας ώστε να διακριβωθούν τυχόν εισοδήματα ή άλλη περιουσία του Εναγόμενου που θα μπορούσαν να διατεθούν για ικανοποίηση του Εξ Αποφάσεως Χρέους. Περαιτέρω, στην αλληλογραφία που έχουν παρουσιάσει οι Ενάγοντες στα πλαίσια της Αίτησης, εκφράζεται το παράπονο ότι οι Ενάγοντες δεν γνώριζαν ότι ο Εναγόμενος ήταν σε πτώχευση κατά τις μεταξύ τους συναλλαγές. Εάν αυτό ισχύει, τότε επίσης υπάρχουν διαβήματα που μπορούν να λάβουν.

 

Επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση, σε σχέση με την οποία όσα εξήγησα πιο πάνω καθορίζουν το αποτέλεσμα. Τα αιτούμενα διατάγματα δεν μπορούν να εκδοθούν και, συνακόλουθα, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον των Εναγόντων και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση που έχουν ενστεί, όπως αυτά θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Σχετικές οι Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή Intercollege v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 296

[2] Σχετική, μεταξύ άλλων, η ανάλυση του Privy Council στην The Commissioner of Stamp Duties (Appeal No.51 of 1962) v Hugh Duncan Livingston (Australia) [1964] UKPC 45

 

[3] Σχετικές οι διατάξεις του άρθρου 34(3) του Κεφ. 5 αναφορικά με ποια χρέη θεωρούνται επαληθεύσιμα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο