ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

                                                                                                              Απαίτηση αρ. 563/2023

 

Αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για Διεθνή Δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

 

και

 

Αναφορικά με την απόφαση ημερομηνίας 09/01/2023 του Περιφερειακού Δικαστηρίου Αστικών Υποθέσεων της Βιέννης με αριθμό 22Cg 37/22f-10 και την απόφαση ημερομηνίας 13/03/2023 του Ανωτάτου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βιέννης με αρ. 15 R 29/23d

 

Και

 

Αναφορικά με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο (Ν. 31(Ι)/92)

 

Και

 

Αναφορικά με τον περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο (Κεφ. 62)

 

Μεταξύ

 

Αndreas Schmatzer, από την Αυστρία, αριθμός διαβατηρίου Αυστρίας

 

                                                                                                                Ενάγοντας

 

                                           Και

 

1.    Raging Rhino M.V. από Κουρασάο, αρ. εγγραφής 148106

2.    Montocelo Holdings Ltd, από Λευκωσία, αρ. Εγγραφής Η.Ε. 390177

                                                                                      

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία:  22 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κος I. Οικονόμου με κο Θ. Οικονόμου και κο Ε. Οικονόμου

Για Εναγόμενη 2: κος Γαλανός με κο Ζαβρό

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

      Έναυσμα για την έκδοση της παρούσης αποτέλεσε η αμφισβήτηση εκ μέρους της Εναγόμενης 2 μέσω του σημειώματος εμφάνισης που καταχώρησε περί την 28/12/2023 της χρήσης της διαδικασίας του Μέρους 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 (στο εξής ως «οι Κανονισμοί του έτους 2023»). Ως ισχυρίστηκε η Εναγόμενη 2 η διαδικασία του Μέρους 8 «δεν απαιτείται ή επιτρέπεται από τον Κανονισμό 7.1(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αφού ο Ενάγοντας επιζητεί διατάγματα σε σχέση με διαδικασίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε άλλη δικαιοδοσία, ήτοι τη δικαστική διαδικασία υπ’ αριθμό 22 Cg 37/22f-10 του Περιφερειακού Δικαστηρίου για θέματα αστικού Δικαίου της Βιέννης και τη δικαστική διαδικασία υπ’ αριθμό 15R 29/23d του Ανωτάτου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βιέννης.»

 

      Στο παρόν στάδιο θεωρώ ορθό όπως παραθέσω πολύ σύντομα το ιστορικό της παρούσας διαδικασίας αλλά και της υπόθεσης γενικά.

 

      α) Περί την 13/12/2023 καταχωρήθηκε η υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση δυνάμει του Mέρους 8 των Κανονισμών του έτους 2023. Μέσω της απαίτησης διεκδικεί ο Ενάγοντας θεραπείες στη βάση του περί  των Δόλιων μεταβιβάσεων (Ακύρωσης) Νόμο Κεφ. 62, του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο του 1992 (31 (Ι)/1992 και του Κεφ. 6. Αιτείται αιτείται ακύρωση των κατ’ ισχυρισμών δόλιων μεταβιβάσεων περιουσιακού στοιχείου του εξ’ αποφάσεως οφειλέτη του (Εναγόμενη 1) με σκοπό να προχωρήσει με την εκτέλεση των Αυστριακών αποφάσεων αλλά και διατάγματα για επιβάρυνση και πώληση μετοχών.

 

     β) Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απαίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ο Ενάγοντας εξασφάλισε εναντίον της Εναγόμενης 1 στην Αυστρία δικαστικές αποφάσεις προς όφελος του εναντίον της Εναγόμενης 1. Παράθεσε τις δικαστικές αποφάσεις ως Τεκμήρια Μ14 με τη μετάφραση ως Τεκμήριο ΜΕ5, ΜΙ6 με τη μετάφραση ως Τεκμήριο Μ17. Η διαδικασία που καταχωρήθηκε στην Κύπρο αποσκοπεί στο να βοηθηθεί ο Ενάγοντας να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση και/ή να μπορέσει να επιβαρύνει μετοχές που αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα περιουσιακό στοιχείο της Εναγόμενης 1.

 

     γ) Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση με την οποία ο Ενάγοντας ζητούσε την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων εναντίον της Εναγόμενης 2.

 

     δ) Περί την 15/12/2023 εκδόθηκε απαγορευτικό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στην Εναγόμενη 2 από του να διαθέσει, διαπραγματευθεί, αποξενώσει, επιβαρύνει ή μειώσει την αξία των 5.000 μετοχών στις οποίες κατέχει στην εταιρεία Monkey 9 Ltd.

 

     ε) Η Εναγόμενη 2 καταχώρησε στις 28/12/2023 σημείωμα εμφάνισης σημειώνοντας την ένσταση της ως ανωτέρω.

 

      στ) Περί την 19/01/2024 οι συνήγοροι της Eναγόμενης 2 καταχώρησαν γραπτώς μαρτυρία προς υποστήριξη της ένστασης για τη χρήση του Μέρους 8. Μέσω της ένορκης δήλωσης που καταχωρήθηκε για το σκοπό αυτό επισυνάφθηκαν 4 τεκμήρια και δη οι 2 αποφάσεις που εκδόθηκαν σε Αυστριακά Δικαστήρια μαζί με πιστοποιημένες μεταφράσεις στα Ελληνικά ήτοι 1) την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου για θέματα αστικού δικαίου της Βιέννης στην υπόθεση υπ’ αριθμό 22 Cg 37/22f-10 ημερ. 09/01/2023 και 2) την απόφαση του δευτεροβάθμιου Ανώτατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βιέννης στην υπόθεση υπ’ αριθμό 15 R 29/23d ημερομηνίας 13/03/2023. Το κύριο επιχείρημα είναι ότι σύμφωνα με το Μέρος 7.1 (4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας «Πρόσωπο το οποίο επιζητεί θεραπεία από το δικαστήριο πριν από την έναρξη διαδικασίας ή σε σχέση με διαδικασία η οποία λαμβάνει ή θα λάβει χώρα σε άλλη δικαιοδοσία οφείλει να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Μέρους 23». Η Εναγόμενη 2 ισχυρίζεται λοιπόν ότι ο Ενάγοντας λανθασμένα ήγειρε την παρούσα διαδικασία βάσει του Μέρους 8 καθότι η παρούσα συνδέεται με τις επί των ισχυρισμών του Ενάγοντα υποθέσεις υπ’ αριθμό 22Cg 37/22f-10 και 15 R 29/23d οι οποίες λαμβάνουν χώρα στην Αυστρία.

 

      ζ) Περί την 24/01/2024 οι συνήγοροι των διαδίκων παράθεσαν τα επιχείρηματα τους αναφορικά με το ζήτημα που προέκυψε και δη κατά πόσο εσφαλμένα χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία του Μέρους 8 αντί του Μέρους 23 εφόσον κατ’ ισχυρισμό της Εναγόμενης 2 λαμβάνει χώρα διαδικασία εκτός δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα να αποκλείεται η χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8.

 

      Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων παράθεσαν τα επιχειρήματα τους προφορικώς αλλά κατάθεσαν και γραπτά κείμενα αγορεύσεων. Αναφορά στις θέσεις και επιχειρήματα που έχουν προταθεί θα γίνει αναφορά σε κατοπινό στάδιο και όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο[1].

 

      Προτού προχωρήσω στη συνοπτική παράθεση των επιχειρημάτων των συνηγόρων των διαδίκων παραθέτω τον Κανονισμό 8.5 των Κανονισμών του 2023 όπου περιγράφεται η διαδικασία για να αμφισβητήσει και/ή να ενστεί κάποιος διάδικος τη χρήση του Μέρους 8.

8.5. Διαδικασία όπου ο εναγόμενος ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8

(1) Όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η διαδικασία του Μέρους 8 δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί διότι:

(α) υφίσταται ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων· και

(β) η χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 δεν απαιτείται ή επιτρέπεται από κανονισμό, ο εναγόμενος οφείλει να δηλώνει τους λόγους κατά την καταχώριση τού σημειώματος εμφάνισης μαζί με οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8.

(2) Όταν το δικαστήριο λάβει το σημείωμα εμφάνισης μαζί με οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία, δίδει οδηγίες για τη μελλοντική διαχείριση της υπόθεσης.

 

      Εν προκειμένω η Εναγόμενη 2 αμφισβήτησε τη χρήση του Μέρους 8 προτάσσοντας ότι δεν επιτρέπεται αυτή από τον Κανονισμό 7.1 (4) των Κανονισμών του έτους 2023. Εξ΄αρχής αναφέρω ότι η παρούσα εξετάζει μόνο το κατά πόσο η διαδικασία ως έχει εγερθεί δεν επιτρέπεται από τον Κανονισμό 7.1 (4) των Κανονισμών του έτους 2023 και δη κατά πόσο ο Ενάγοντας επιζητεί θεραπεία σε σχέση με διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα στην Αυστρία εκτός δηλαδή της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Αναφορές στις αγορεύσεις των συνηγόρων για θέματα που εκ φεύγουν της νομικής βάσης της ένστασης δε θα τύχουν εξέτασης.

   

      Όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν στην Αυστρία ως τα Τεκμήρια ΑΛ 1,2,3 και 4 της γραπτής μαρτυρίας που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης 2 προς υποστήριξης της ένστασης για τη χρήση του Μέρους 8, είναι κοινώς παραδεκτό από τους συνηγόρους των διαδίκων ότι αφορούν αποφάσεις που εκδόθηκαν στα πλαίσια αστικής διαφοράς μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης 1 και ότι πρόκειται για τις ίδιες αποφάσεις τις οποίες παρουσιάζει ως Τεκμήρια ο Ενάγοντας στην αίτηση του. Η απόφαση του Τεκμηρίου ΑΛ-2 η οποία είναι προς όφελος του Ενάγοντα εφεσιβλήθηκε ως φαίνεται από το Τεκμήριο ΑΛ-4 που είναι η απόφαση του Ανωτάτου Περιφερειακού Δικαστηρίου στη Βιέννη. Το παρόν Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του μαρτυρία αλλοδαπού δικαίου για να γνωρίζει εάν με την έκδοση απόφασης από το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης μια απόφαση μετά από εξέταση έφεσης θεωρείται τελεσίδικη αλλά με ασφάλεια μπορεί να συναχθεί ότι έχουν εκδοθεί στην Αυστρία 2 τελικές αποφάσεις και οι δύο προς όφελος του Ενάγοντα. Ως προκύπτει με βάση τα όσα τέθηκαν μέχρι σήμερα δεν έχει ικανοποιηθεί ο Ενάγοντας και δη δεν εκτελέστηκαν οι αποφάσεις. Είναι επίσης παραδεκτό ότι πέραν της έκδοσης των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων στο παρόν στάδιο δεν βρίσκεται σε εξέλιξη άλλη σχετική διαδικασία στην Αυστρία. Μέσω των συνηγόρων της Εναγόμενης 2 τέθηκε επίσης ότι στο παρόν στάδιο γίνεται προσπάθεια εκτέλεσης των αποφάσεων μέσω της διαδικασίας του Μέρους 8.

      Η θέση της Εναγόμενης 2 η οποία εκφράστηκε μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου της, συνοπτικά είναι ότι παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις στην Αυστρία ότι δε σημαίνει ότι αυτές παύουν να λαμβάνουν χώρα στην Αυστρία. Με την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης σε μια διαδικασία αυτή δεν παύει να υφίσταται αλλά συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα. Θεωρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος ως παράδειγμα ότι εάν είχε εκδοθεί μια δικαστική απόφαση στην Κύπρο τότε στα πλαίσια εκείνης της αγωγής θα καταχωρείτο αίτηση για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Με παραπομπή στην απόφαση Καφφά Ιωάννη Σ. Σπανού και Άλλος v Σάββα Ιωάννου Καφφά[2]  και δη στο απόσπασμα:

«Ούτε περιορίζεται η Δ.12 στο προ της αποφάσεως στάδιο. Και λογικά.  Εφόσον μετά την έκδοση αποφάσεως υπάρχει δικαίωμα εφέσεως, όπως και άλλα ζητήματα, υπάρχει και "cause or matter" το οποίο συνεχίζει και το οποίο καθιστά αναγκαία τη διεκπεραίωση της διαδικασίας για να αποφασισθούν τελεσίδικα τα επίδικα θέματα, ώστε να είναι δυνατή η επίκληση της Δ.12

Όπως παρατήρησε με γενικότερη αναφορά ο Jessel, M. R.,  στην υπόθεση Salt v. Cooper [1880] 16 Ch.D. 544, C.A., στη σελ. 551:

«A cause is still pending even though there has been final judgment given ...................."»

      Eισηγείται λοιπόν ότι μετά και την έκδοση μιας απόφασης συνεχίζει να υφίσταται ζήτημα και ότι αυτό σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα η διαδικασία. Επισημαίνει ότι με βάση την απόφαση Salt v. Cooper[3] όσο μια απόφαση παραμένει ανικανοποίητη τότε η διαδικασία είναι «αιτία» σε εκκρεμότητα. Η Εναγόμενη 2 θεωρεί επίσης ότι τα διατάγματα που επιζητούνται μέσω της διαδικασίας του Μέρους 8 δίδονται στη βάση ενδιάμεσης αίτησης αλλά ως αναφέρω δεν είναι αυτό το επίδικο ζήτημα προς εξέταση. Εν κατακλείδι όμως εισηγείται σε κάθε περίπτωση ότι δεν παρέχεται δυνατότητα διόρθωσης καθότι δεν πρόκειται περί δικονομικής παρατυπίας αλλά δικονομικού λάθους. Το Δικαστήριο εν τοιαύτη περιπτώση δε δύναται να διατάξει τη συνέχιση της απαίτησης ως εάν ο Ενάγοντας να μην είχε κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους 23 με παραπομπή στην απόφαση Hayes v Hayes[4].

      Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις του Ενάγοντα. Ο ίδιος εισηγείται μέσω του συνηγόρου του ότι η απαίτηση ορθώς καταχωρίστηκε με το Μέρος 8. Επίσης  εισηγείται ότι εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται το Μέρος 23 διότι δεν υπάρχει διαδικασία η οποία λαμβάνει ή θα λάβει χώρα για σκοπούς του Κανονισμού 7.1 (4) του Μέρους 7 των Κανονισμών του 2023. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα θεωρεί ότι οι αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά εκ μέρους της Εναγόμενης 2 είναι άσχετες με την ερμηνεία του Κανονισμού και παραθέτει τη δική του θέση επ’ αυτού. Σύμφωνα επίσης με το συνήγορο του Ενάγοντα η λογική του εν λόγω Κανονισμού 7.1 (4) είναι ότι εφόσον δεν υπάρχει κυρίως διαδικασία είτε επειδή δεν καταχωρίστηκε ακόμη απαίτηση είτε επειδή η διαδικασία λαμβάνει χώρα σε άλλη δικαιοδοσία τότε μόνο σ’ αυτές τις περιπτώσεις καταχωρίζεται αίτηση δυνάμει του Μέρους 23 εφόσον με την αίτηση ζητείται θεραπεία σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία. Με το μέρος 23 καταχωρούνται αιτήσεις στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο ενεργεί υποβοηθητικά προς τη διαδικασία η οποία ενεργεί στο εξωτερικό εκδίδοντας προς τούτο ανάλογες θεραπείες. Στην προκειμένη περίπτωση με την έκδοση των αποφάσεων στην Αυστρία είναι αναμφίβολο πως δεν υπάρχει διαδικασία που λαμβάνει ή θα λάβει χώρα σε άλλη δικαιοδοσία.

      Ουσιαστικά το Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να ερμηνεύσει τον Κανονισμό 7.1 (4) του Μέρους 7 των Κανονισμών του έτους 2023 με βάση τον οποίο έχει αμφισβητηθεί η διαδικασία χρήσης του Μέρους 8. Καλείται λοιπόν το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη φράση «λαμβάνει χώρα» άλλη διαδικασία σε άλλη δικαιοδοσία. Ως προς το θέμα ερμηνείας νόμων και κατά επέκταση κανονισμών αντλώ καθοδήγηση από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ και Γιώργου Παντέλα[5] όπου με αναφορά σε παλαιότερη νομολογία συγκεντρώθηκαν οι αρχές που λαμβάνονται υπόψη:

«Μια από τις προεξάρχουσες υποθέσεις επί του ζητήματος της ερμηνείας Νόμων είναι η Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας [1995] 3 Α.Α.Δ. 59, 64 (απόφαση ολομέλειας) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

      «Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου.»

      Στην υπόθεση Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1142  λέχθηκε ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων εκτός όπου αυτό είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του Νόμου ή αν αυτό το νόημα θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα (βλ.επίσης Marabou Floating Restaurant Ltd v. Council of Ministers (1973)3 C.L.R.397, Argolis Estate Ltd v. Minister of Finance & Another (1977)3 C.L.R. 441, 450, Georghiou Real EstateCoLtd3.  v. R. (1978)3 C.L.R.45,46, Haris TheodorIdes v. The Central Bank of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 721, 722 και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348).

      Παρομοίως στην υπόθεση Νικολάου ν. Total Properties Ltd κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1358 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

      «Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι εκεί όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, τότε για σκοπούς διακρίβωσης του πραγματικού σκοπού του νομοθέτη, το μόνο αυθεντικό οδηγό αποτελεί το κείμενο του νόμου. Στις λέξεις θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συνήθης έννοια τους και τα δικαστήρια οφείλουν να καταστήσουν το νόμο αποτελεσματικό, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες. Όπως πολύ εύστοχα λέχθηκε στην υπόθεση Ghalanos Distributors Ltd v Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528,  στη σελ. 533, «Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του Νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη». (βλ. επίσης, Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348).»

      Τέλος, στην υπόθεση Marios Nikolaou Developers Ltd κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 101/2018, ημερομηνίας 14.08.2018, ECLI:CY:AD:2018:D378, ECLI:CY:AD:2018:D378 επισημαίνονται τα ακόλουθα:

      «Είναι νομολογιακά γνωστό ότι βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων.  Εκεί όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια.  Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της [αντικειμενικής] πρόθεσης του νομοθέτη που είναι και το μόνο ζητούμενο (βλ. Κωμοδρόμος ν. White Knight Holdings (2010) 1 A.Α.Δ. 1903).»

      Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο σκοπός του νομοθέτη και/ή του συντάκτη των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του έτους 2023 είναι ξεκάθαρος. Θέλησε να επιτρέψει σε διάδικο να επιζητεί θεραπείες όχι με τις μεθόδους έναρξης διαδικασίας που παρατίθενται στον Κανονισμό 7 (1) (α και β) του Μέρους 7 των Κανονισμών του έτους 2023 αλλά μέσω του Μέρους 23 και δη με την καταχώρηση αίτησης μόνο για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εν λόγω Κανονισμό 7.1 (4) του Μέρους 7. Το λεκτικό του εν λόγω Κανονισμού είναι σαφές με συνέπεια η ερμηνεία αυτού να καθοδηγείται μόνο από το ίδιο το κείμενο και δη σύμφωνα με την κατα κυριολεξία έννοια των λέξεων. Σημαντικό να λεχθεί ότι από το όλο πνέυμα των νέων Κανονισμών του έτους 2023 δεν φαίνεται να θέλησε ο νομοθέτης να προκαλείται δυσχέρεια σε κάποιο διάδικο ούτε οι Κανονισμοί έχουν γίνει με σκοπό να δημιουργήσουν προσκόμματα ή να αποτελέσουν τροχοπέδη κατά την εφαρμογή τους ούτε έχουν σκοπό να εμποδίσουν κάποιο διάδικο από του να αποταθεί στο Δικαστήριο και να αιτηθεί θεραπείας.

      Η επίδικη φράση λοιπόν στον Κανονισμό 7.1 (4) του Μέρους 7  ότι δηλαδή δεν μπορούν να επιζητούνται θεραπείες με απαίτηση αλλά μόνο με αίτηση του Μέρους 23 αναφορικά με διαδικασία που λαμβάνει ή θα λάβει χώρα σε άλλη δικαιοδοσία δύναται να ερμηνευθεί με βάση τη συνήθη και φυσική έννοια της. Η φράση λοιπόν «λαμβάνει χώρα» είναι σε χρόνο ενεστώτα και αφορά διαδικασίες που βρίσκονται εν εξελίξει. Σύμφωνα με το λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη Β’ έκδοση 2002, λαμβάνω χώρα σημαίνει συντελούμαι, γίνομαι. Συνώνυμο της φράσης είναι επίσης οι λεξεις διεξάγεται, τελείται. Είναι προφανές λοιπόν ότι ο νομοθέτης εννοούσε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή που επιχειρείται η καταχώρηση κάποιας διαδικασίας στην Κύπρο από κάποιο διάδικο θα πρέπει να διεξάγεται και να βρίσκεται σε εξέλιξη η δικαστική διαδικασία στο εξωτερικό και δη σε άλλη δικαιοδοσία. Στην προκείμενη περίπτωση είναι παραδεκτό ότι κατά το χρόνο καταχώρησης της απαίτησης δυνάμει του Μέρους 8, στην Αυστρία δεν βρισκόταν ούτε βρίσκεται εν προκειμένω σε εξέλιξη κάποια δικαστική διαδικασία. Είναι γεγονός φυσικά ότι σε παρελθοντικό χρόνο έλαβαν χώρα δύο δικαστικές διαδικασίες σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και ότι αποτέλεσμα αυτών ήταν η έκδοση των δύο δικαστικών αποφάσεων που αναφέρονται ανωτέρω. Η φράση λαμβάνει χώρα εν τη κυριολεκτική σημασία αυτής συνεπάγεται λοιπόν σε εν εξελίξει δικαστική διαδικασία τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αν ο νομοθέτης ήθελε να συμπεριλάβει στον Κανονισμό 7.1 (4) του Μέρους 7 των Κανονισμών του έτους 2023 και διαδικασίες που έλαβαν χώρα τότε θα το κατάγραφε ρητώς.

      Παρόλο που το ζήτημα είναι ξεκάθαρο έχω εξετάσει για σκοπούς πληρότητας τη θέση και εισήγηση της Εναγόμενης 2 ότι παρόλο που εκδόθηκαν οι Αυστριακές αποφάσεις ότι συνεχίζει να υφίσταται ζήτημα και κατ’ επέκταση ότι αυτό σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα η διαδικασία στο εξωτερικό. Δε συμφωνώ όμως με την εισήγηση για τους λόγους που εξηγώ αμέσως πιο κάτω.

      Καταρχάς να αναφέρω ότι συμφωνώ ότι μετά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων συνεχίζει να υφίσταται ζήτημα και ότι το Δικαστήριο έχει ευρείες εξουσίες στο χειρισμό μιας δικαστικής απόφασης μέχρι την πλήρη ικανοποιήση της. Μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης αυτό που συνεχίζει να εκκρεμεί δεν είναι η διαδικασία στη βάση της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αλλά το επίδικο ζήτημα (cause or matter) και αυτό μέχρι να ικανοποιηθεί η απόφαση ώστε εάν κριθεί απαραίτητο να παρέχεται ευχέρεια επίκλησης είτε διαδικαστικών κανονισμών είτε να μπορεί να γίνει κάποια ενέργεια από το Δικαστήριο όπως αναστολή διαδικασιών. Βλ. απόφαση Salt v Cooper ανωτέρω. Στην απόφαση Καφφά Ιωάννη ανωτέρω οι εφεσείοντες στις 8.8.97, είχαν καταχωρήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου. Στο μεταξύ ο εφεσίβλητος αποβίωσε την 15.07.97 και στις 25.7.97 καταχωρήθηκε αίτηση για παραχώρηση εγγράφων διαχειρίσεως της περιουσίας του, τα οποία παραχωρήθηκαν στις 13.8.97.  Στα πλαίσια της έφεσης, με αίτηση ζητήθηκε τροποποίηση του τίτλου της έφεσης ώστε το όνομα του εφεσιβλήτου να αντικατασταθεί με τα ονόματα των διαχειριστριών της περιουσίας του. 

      Οι διαχειρίστριες καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση, ισχυριζόμενες ότι η έφεση είναι εξ’ υπαρχής άκυρη ως στρεφόμενη εναντίον ανύπαρκτου προσώπου, αφού ο εφεσίβλητος έπαυσε να είναι διάδικος πριν την καταχώρηση της έφεσης, ώστε να μην τίθεται θέμα τροποποίησης του τίτλου της.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ανάφερε μεταξύ άλλων ότι «το κριτήριο της Δ.12 για μη τερματισμό (abatement) και για συνέχιση της διαδικασίας δεν είναι το πρόσωπο του διαδίκου αλλά η συνεχιζόμενη ύπαρξη επιδίκου θέματος-υπογράμμιση δική μου (cause or matter).» Ειδικότερα αναφέρθηκε ότι επειδή υπήρχε καταχωρημένη η έφεση και εφόσον θα προέκυπτε από την εκδίκαση αυτής τελεσίδικη απόφαση, ότι προέκυπτε τέτοιο θέμα δηλαδή ζήτημα το οποίο συνέχιζε και το οποίο καθιστούσε αναγκαίο για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας ώστε να αποφασιστεί το επίδικο ζήτημα τελεσίδικα. Επίσης στην εν λόγω απόφαση έγινε ειδική αναφορά και στην Δ.12 θ. 4 των παλαιών θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας λέγοντας ότι η εν λόγω Διαταγή  δεν περιορίζεται στο προ της αποφάσεως στάδιο ενόψει του ότι μετά την έκδοση αποφάσεως υπάρχει δικαίωμα εφέσεως, όπως και άλλα ζητήματα, υπάρχει και «cause or matter» το οποίο συνεχίζει και το οποίο καθιστά αναγκαία τη διεκπεραίωση της διαδικασίας για να αποφασισθούν τελεσίδικα τα επίδικα θέματα, ώστε να είναι δυνατή η επίκληση της Δ.12. Υπό αυτή τη σκοπιά έγινε αναφορά στο ότι μετά την έκδοση μιας απόφασης μέχρι αυτή καταστεί τελεσίδικη υπάρχουν ζητήματα αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι αυτό σημαίνει ότι λαμβάνει χώρα δικαστική διαδικασία. Μια μεγάλη επίσης διαφορά αναφορικά με την εν λόγω απόφαση σε συσχέτιση με την υπό εξέταση περίπτωση είναι ότι εκκρεμούσε προς εκδίκαση η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης υπήρχε δηλαδή εν πάση περίπτωση σε εκκρεμότητα δικαστική διαδικασία σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση όπου εκδόθηκε απόφαση μετά από έφεση.

      Δε συμφωνώ λοιπόν με την ανάλυση του ευπαίδευτου συνήγορου της Εναγόμενης 2 για το πότε λαμβάνει χώρα μια δικαστική διαδικασία. Θα ήταν οξύμωρο εν πάση περιπτώση μετά την έκδοση μιας απόφασης να θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα δικαστική διαδικασία γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ποτέ δε διεκπεραιώνεται μια δικαστική διαδικασία και συνεχίζει να υφίσταται επ’ αόριστον.  

      Καταληκτικά αναφέρω ότι παρέλκει η εξέταση οιουνδήποτε άλλου ζητήματος. Επιπροσθέτως ζητήματα που δε σχετίζονται με τη νομική βάση της ένστασης και δη δε σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα που πραγματεύεται η παρούσα δεν έχουν τύχει εξέτασης.

      Υπό το φως των όσων τέθηκαν πιο πάνω είναι πασιφανές ότι το προδικαστικό ζήτημα που πρόκυψε με την αμφισβήτηση της χρήσης της διαδικασίας του Μέρους 8 δεν μπορεί να επιτύχει και κατ΄ επέκταση η «ένσταση» ως τέθηκε απορρίπτεται. Τα έξοδα που προέκυψαν θα είναι υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης 2 τα οποία θα καθοριστούν από το Δικαστήριο αφού πρώτα ακούσει τους συνήγορους των διαδίκων ως προς το θέμα αυτό.

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Οδυσσέα v Aστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

[2] (1999)1 Α.Α.Δ. 544

[3] [1880] 16 Ch.D. 544, C.A.  Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε “a cause is still pending even though there has been final judgment given, and the Court has very large powers in dealing with a judgment until it is fully satisfied. It may stay proceedings on the judgment, either wholly of partially and the cause is still pending, therefore, for this purpose, as it appears to me and must be considered as pending although there may have been final judgment given in the action provided that judgment has not been satisfied.”

[4] (2008) EWHC 3679 (QB), 2008 WL 8052395.

[5] Π.Ε. 159/2021 ημερ. 01/12/2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο