ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 2346/2022 (i-justice)

 

Μεταξύ:

  1. VLADIMIR ZHELEZOV
  2. AMBERMANOR ASSET MANAGEMENT LIMITED

Εναγόντων

 

-και-

 

1.   LAVRODE LIMITED

2.   IDAZKARI SECRETARIAL LTD

3.   ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΠΑΡΣΕΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

4.   BYEOLBI LTD

Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2024

 

Αίτηση ημερομηνίας 24.10.2022 για έκδοση Προσωρινών Διαταγμάτων (Αποκάλυψης, Φίμωσης και Μη Καταστροφής Εγγράφων)

 

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες-Αιτητές: ΛΟΪΖΙΔΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΔΕΠΕ

 

Για Εναγόμενους 1-Καθ΄ ων η αίτηση: A. G. EROTOCRITOU LLC

 

Για Εναγόμενους 2, 3 και 4-Καθ΄ ων η αίτηση:     ΧΡΥΣΑΦΙΝΗΣ & ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΔΕΠΕ

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Με την αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο (καταχωρήθηκε με Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα), οι ενάγοντες επιζητούν την έκδοση συγκεκριμένων Διαταγμάτων (Αποκάλυψης, Φίμωσης και Μη Καταστροφής Εγγράφων).

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε μονομερώς και ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής, οι ενάγοντες επιζητούν την έκδοση των ακόλουθων Διαταγμάτων:

«Α.      Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει έκαστο Εναγόμενο και/ή τους Διευθυντές και/ή τον γραμματέα και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους εντολοδόχους και/ή τους υπηρέτες και/ή τους υπαλλήλους έκαστου Εναγόμενου όπως εντός επτά (7) ημερών από την επίδοση του παρόντος διατάγματος σε έκαστο Εναγόμενο να ετοιμάσει, καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιδώσει στους δικηγόρους των Αιτητών Ένορκη Δήλωση η οποία:

I.          Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει όλες τις οδηγίες και/ή εντολές οι οποίες έχουν ληφθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικά και/ή άλλως πως οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση έκαστου Εναγόμενου και/ή των Διευθυντών και/ή τον γραμματέα και/ή των αξιωματούχων και/ή των αντιπροσώπων και/ή των εντολοδόχων και/ή των υπηρετών και/ή των υπαλλήλων έκαστου Εναγόμενου και οι οποίες σχετίζονται και/ή αφορούν τις συμβάσεις δανείου ημερομηνίας 04/07/2019 μεταξύ της Linkind Limited και της Lavrode Limited και/ή τη σύμβαση δανείου ημερομηνίας 04/07/2019 μεταξύ της Liga Management LLC και της Lavrode Limited και/ή οποιαδήποτε μεταφορά χρημάτων μεταξύ των Lavrode Limited και Linkind Limited και/ή Liga Management LLC καθώς και τα ονόματα και/ή στοιχεία των προσώπων που έδωσαν τις εν λόγω οδηγίες και/ή εντολές.

ΙΙ.         Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει όλες τις οδηγίες και/ή εντολές οι οποίες έχουν ληφθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο με οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικά και/ή άλλως πως οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση έκαστου Εναγόμενου και/ή των Διευθυντών και/ή τον γραμματέα και/ή των αξιωματούχων και/ή των αντιπροσώπων και/ή των εντολοδόχων και/ή των υπηρετών και/ή των υπαλλήλων έκαστου Εναγόμενου και οι οποίες σχετίζονται και/ή αφορούν την αντικατάσταση του πρώην διευθυντή (Σωκράτη Μπαρσεγιαννίδη) και/ή του πρώην γραμματέα (Idazkari Secretarial Ltd) της Lavrode Limited με την Liudmyla Kudelevych και/ή την αντικατάσταση του πρώην μετόχου της Lavrode Limited με την Linkind Limited, καθώς και τα ονόματα και/ή στοιχεία των προσώπων που έδωσαν τις εν λόγω οδηγίες και/ή εντολές.

ΙΙΙ.        Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει οποιανδήποτε επικοινωνία (συμπεριλαμβανομένης γραπτής και/ή προφορικής και/ή ηλεκτρονικής) μεταξύ και/ή εκ μέρους των Εναγομένων και/ή οποιωνδήποτε εκ των εκάστοτε τελικών δικαιούχων της Lavrode Limited η οποία βρίσκεται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση έκαστου Εναγόμενου και/ή των Διευθυντών και/ή του γραμματέα και/ή των αξιωματούχων και/ή των αντιπροσώπων και/ή των εντολοδόχων και/ή των υπηρετών και/ή των υπαλλήλων έκαστου Εναγομένου, καθώς και οποιαδήποτε πληρεξούσια της Lavrode Limited προς οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση των προαναφερόμενων προσώπων. Νοείται ότι ο ανωτέρω ορισμό της επικοινωνίας περιλαμβάνει και οποιαδήποτε επικοινωνία η οποία διεκπεραιώθηκε μέσω εκπροσώπων και/ή αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων.

IV.     Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει τα τραπεζικά ιδρύματα με τα οποία συνεργάζετο η Lavrode Limited, τους αριθμούς των λογαριασμών που διατηρεί και/ή διατηρούσε η Lavrode Limited οπουδήποτε είτε εντός είτε εκτός Κύπρου, είτε είναι στο όνομα της εν λόγω εταιρείας και/ή στο όνομα της εν λόγω εταιρείας μαζί με άλλα πρόσωπα και/ή στο όνομα άλλων προσώπων αλλά προς όφελος της εν λόγω εταιρείας (εφεξής οι «Λογαριασμοί») καθώς επίσης και το κατάστημα ή υποκατάστημα ή κλάδο ή άλλο τόπο στον οποίο λειτουργούσε ο καθένας από τους Λογαριασμούς, στην έκταση που οι εν λόγω πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση έκαστου Εναγομένου και/ή των Διευθυντών και/ή του γραμματέα και/ή των αξιωματούχων και/ή των αντιπροσώπων και/ή των εντολοδόχων και/ή των υπηρετών και/ή των υπαλλήλων έκαστου Εναγόμενου. Περαιτέρω, θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει στην έκταση που οι εν λόγω πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση των εν λόγω προσώπων:

i.          πλήρη κατάσταση των Λογαριασμών με όλα τα δικαιολογητικά και έγγραφα αναφορικά με καταθέσεις και/ή πληρωμές και/ή οποιεσδήποτε άλλες συναλλαγές που έγιναν από και προς τους Λογαριασμούς με κατονομασία των προσώπων και λογαριασμών από τους οποίους προήλθε και/ή κατέληξε οποιαδήποτε πληρωμή και/ή πίστωση και/ή οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή,

ii.         πληροφορίες αναφορικά με τους δικαιούχος των Λογαριασμών και/ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έδωσαν εντολή και/ή υπέγραψαν οποιοδήποτε έγγραφο για το άνοιγμα και/ή σε σχέση με το άνοιγμα εκάστου εκ των Λογαριασμών,

iii.        πρωτότυπα και/ή αντίγραφα επιταγών που εκδόθηκαν από και/ή κατατέθηκαν στους Λογαριασμούς,

iv.        όλα τα έγγραφα που αφορούν οποιεσδήποτε πιστώσεις και/ή χρεώσεις των Λογαριασμών συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε δανείων και/ή εκχωρήσεων και/ή διευκολύνσεων και/ή επιβαρύνσεων,

ν.         όλα τα έγγραφα σε σχέση με οποιεσδήποτε πιστωτικές και/ή χρεωστικές κάρτες και/ή οποιεσδήποτε καταστάσεις των Λογαριασμών.

V.         Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει το όνομα, διεύθυνση και αριθμό διαβατηρίου έκαστου τελικού δικαιούχου της Lavrode Limited από την ημερομηνία σύστασης της εν λόγω εταιρείας και μέχρι σήμερα, στην έκταση που οι εν λόγω πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο και/ή εις γνώση έκαστου Εναγομένου και/ή των Διευθυντών και/ή του γραμματέα και/ή των αξιωματούχων και/ή των αντιπροσώπων και/ή των εντολοδόχων και/ή των υπηρετών και/ή των υπαλλήλων έκαστου Εναγομένου.

VI.        Θα επισυνάπτει ως τεκμήρια αντίγραφα όλων των εγγράφων (συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ηλεκτρονικού ή έντυπου αρχείου) που βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο των προαναφερόμενων προσώπων και που μαρτυρούν τα όσα αναφέρονται στις υποπαραγράφους υπό τα στοιχεία «Ι» έως «V» ανωτέρω καθώς και στις υποπαραγράφους αυτών.

Β.        Συμπληρωματικό και/ή επικουρικό Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει τη χρήση οποιωνδήποτε πληροφοριών και/ή εγγράφων και/ή στοιχείων που θα αποκαλυφθούν σύμφωνα με το διάταγμα υπό το στοιχείο «Α» ανωτέρω, στο πλαίσιο υφιστάμενης και/ή μελλοντικής αστικής δικαστικής διαδικασίας και/ή πολιτικής διαδικασίας και/ή διεθνούς διαιτητικής διαδικασίας εντός και/ή εκτός δικαιοδοσίας.

Γ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου απαγορεύον στους Εναγόμενους και/ή στους Διευθυντές και/ή στον γραμματέα και/ή στους αξιωματούχους και/ή στους αντιπροσώπους και/ή στους εντολοδόχους και/ή στους υπηρέτες και/ή στους υπαλλήλους των Εναγομένων να πληροφορήσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο οποιοδήποτε πρόσωπο — εξαιρουμένων των νομικών τους συμβούλων — αναφορικά με την έγερση και/ή προώθηση και/ή αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας, αλλιώς διάταγμα φίμωσης ("gagging οrder") μέχρι, εκδίκασης της παρούσας αίτησης και/ή αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

Δ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει και/ή να παρεμποδίζει τους Εναγόμενους και/ή τους Διευθυντές και/ή τον γραμματέα και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους εντολοδόχους και/ή τους υπηρέτες και/ή τους υπαλλήλους αυτών και/ή τα πρόσωπα που ευθύνονται για την τήρηση του αρχείου των Εναγομένων από του να καταστρέψουν, διαγράψουν, τροποποιήσουν ή άλλως αλλοιώσουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και/ή αποξενώσουν οποιαδήποτε έγγραφα (συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ηλεκτρονικού ή έντυπου αρχείου) και/ή πληροφορίες και/ή στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο των προαναφερομένων προσώπων και που μαρτυρούν τα όσα αναφέρονται στις υποπαραγράφους υπό τα στοιχεία «Ι» έως «V» του διατάγματος υπό το στοιχείο «Α» ανωτέρω καθώς και στις υποπαραγράφους αυτών μέχρι την τελική εκδίκαση της Αγωγής με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

Ε.         Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία και/ή διάταγμα το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις.

ΣΤ.       Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».        

 

 

 

Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς τα Διατάγματα των παραγράφων Γ και Δ της Αίτησης (Διάταγμα Φίμωσης και μη Καταστροφής Εγγράφων) και διέταξε την επίδοση της ως προς τις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του Μάριου Λοϊζίδη, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους ενάγοντες-αιτητές, δεόντως εξουσιοδοτημένου. Η μαρτυρία του συνοψίζεται ως εξής:

 

Ο ενάγοντας 1, (στην συνέχεια «ο Zhelezov»), επιχειρηματίας, διαμένων μόνιμα στο Λουξεμβούργο (έχει τόσο την Ρωσική όσο και την Βελγική υπηκοότητα) είναι ο πραγματικός δικαιούχος του Ομίλου Εταιρειών Ambermanor (στην συνέχεια «ο Όμιλος»), κύρια δραστηριότητα του οποίου είναι η επένδυση σε προβληματικά και υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία στην Ρωσική Ομοσπονδία ιδίως σε εμπορικά ακίνητα. Ο Όμιλος περιλαμβάνει αριθμό εταιρειών συσταθείσες σε Ρωσία, Κύπρο και BVI. Μεταξύ αυτών είναι η Linkind Limited (στην συνέχεια «η Linkind») με έδρα την Κύπρο και η Montessori LLC (στην συνέχεια «η Montessori») με έδρα την Ρωσία. Η ενάγουσα 2 είναι εταιρεία του Ομίλου.

 

Η εναγομένη 1 (στην συνέχεια «η Lavrode») είναι Κυπριακή εταιρεία συσταθείσα στις 12.4.2019. Η εναγομένη 2 ήταν ο Γραμματέας της εναγομένης 1 και ο εναγόμενος 3 ήταν ο Διευθυντής της, μέχρι τις 14.9.2022. Η εναγομένη 4 ήταν ο Γραμματέας της εναγομένης 1 από τις 12.4.2019 μέχρι τις 10.8.2021.

 

Θέση Διευθύνοντα Συμβούλου (Managing Director) στον Όμιλο, κατείχε από τις 2.5.2012 μέχρι τις 28.6.2021, ο Shumilin. Τα καθήκοντα του περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, την διαχείριση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Linkind που αφορούσαν ενδοεταιρικά δάνεια, την εκχώρηση απαιτήσεων και ζητήματα ρευστότητας με σκοπό την χρηματοδότηση έργων του Ομίλου. Στενός του συνεργάτης ήταν ο Konstantin Panov, ο οποίος κατείχε την θέση του Οικονομικού Διευθυντού του Ομίλου.

 

Είναι θέση των εναγόντων (αυτή είναι η υπόθεση τους) πως ο Shumilin εκμεταλλευόμενος την θέση του στον Όμιλο, στην βάση ενός ενορχηστρωμένου σχεδίου, αποξένωσε από τον Όμιλο το ποσό των 1,2 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών.

 

Από την 1.7.2019, ο Shumilin και ο Panov, ενδεχομένως και συνεργάτες τους, κατά παράβαση των εσωτερικών διαδικασιών του Ομίλου, άρχισαν να χειρίζονται τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Linkind.

 

Εικάζεται πως στις 3.7.2019, τα εν λόγω πρόσωπα «μεσολάβησαν» για το άνοιγμα ενός επενδυτικού λογαριασμού προς όφελος της Linkind στην AS PNB BANKA (στην συνέχεια «η PNB Banka») στην Λετονία.

 

Την ίδια ημέρα, ο Panov μετέφερε 21.287.607.93 Ευρώ από συγκεκριμένο Λογαριασμό της Linkind (Λογαριασμός Διευθέτησης σε Ευρώ) στον Επενδυτικό Λογαριασμό της.

 

Στις 4.7.2019 αγοράστηκαν για λογαριασμό της Linkind, από τον Επενδυτικό Λογαριασμό της, ευρωομόλογα χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρίας, Πολωνίας, Ρουμανίας, Λετονίας και Λιθουανίας) ύψους €21.263.697.99. Δεν κατέστη γνωστό ποιος αγόρασε τα ευρωομόλογα, εικάζεται όμως ότι ήσαν τα προαναφερόμενα πρόσωπα.

 

Στις 4 και 5 Ιουλίου 2019, είτε ο Shumilin είτε ο Panov είτε άλλος υπάλληλος του γραφείου του Ομίλου στην Μόσχα, ενεργώντας για λογαριασμό της Linkind υπέγραψε πέντε (5) Συμφωνίες επαναγοράς (REPO) μεταξύ της Linkind και της PNB Banka, συνολικού ύψους €16.982.367.86. Δηλαδή η Linkind πώλησε μέρος των ευρωομολόγων στην PNB Banka και έλαβε κεφάλαια ύψους €16.982.367.86, με τον όρο να τα επαναγοράσει σε υψηλότερη τιμή μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα.

 

Στην συνέχεια, εικάζεται, πως το ποσό των €16.982.367.86 μετατράπηκε σε Ρούβλια (περίπου 1,2 δισεκατομμύρια).

 

Στις 5.7.2019, κατ΄ εντολή των εν λόγω προσώπων  μεταφέρθηκαν 1,2 δισεκατομμύρια Ρούβλια από τον λογαριασμό της Linkind στην PNB Banka, σε λογαριασμό της Lavrode σε συγκεκριμένη τράπεζα. Το ποσό αυτό χορηγήθηκε στην Lavrode ως δάνειο.

 

Οι πιο πάνω συναλλαγές (μετατροπή του ποσού των €16.982.367.86 σε Ρούβλια και η «χορήγηση» δανείου στην Lavrode) έγιναν χωρίς την έγκριση ή την ενημέρωση του Επιχειρησιακού Γραφείου του Ομίλου στην Κύπρο.

 

Είναι θέση των εναγόντων πως τα εν λόγω γεγονότα καταδεικνύουν πως σκοπός των συναλλαγών REPO, ήταν η απόκρυψη από τους υπαλλήλους του Κυπριακού Επιχειρησιακού Γραφείου του Ομίλου, της «εξαφάνισης» των κεφαλαίων από τον Λογαριασμό της Linkind, έπειτα από το «κατασκευασμένο (sham δάνειο προς την Lavrode, αφού τα ευρωομόλογα εμφανίζονταν στον Επενδυτικό Λογαριασμό της Linkind ακόμα και μετά την παροχή του ποσού του δανείου από την PNB Banka, με τα ευρωομόλογα να λειτουργούν ως ενεχυριασμένα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία στην συνέχεια κατασχέθηκαν από την τράπεζα, αφού η Linkind δεν τα εξαγόρασε. Είναι με αυτό τον τρόπο που το ποσό των 1,2 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών αποξενώθηκε από τον Όμιλο και μεταφέρθηκε στην Lavrode, η οποία, εικάζεται, ότι ανήκει στον Shumilin.

 

Μέχρι το 2019, ένα από τα πλέον σημαντικά και πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία του Ομίλου ήταν το Metromarket Mall, ένα εμπορικό κέντρο σε μια φημισμένη περιοχή της Μόσχας.

 

Στα τέλη του 2018, ο Όμιλος άρχισε να εξετάζει διάφορες επιλογές για την πώληση του εμπορικού κέντρου. Υπεύθυνος για την πώληση ήταν ο Shumilin, ο οποίος παρουσίασε δύο επιλογές. Η πρώτη, για την πώληση του στην τιμή των 1.150.000.000 Ρουβλιών σε μία Ρωσική εταιρεία (Uspekh-98) και η δεύτερη, για την πώληση του στην τιμή των 1.170.000.000 Ρουβλιών στην Liga Management LLC (στην συνέχεια «η Liga») Ρωσική εταιρεία, η οποία ανήκε στον Vladimir  Aristarkhov (στην συνέχεια «ο Aristarkhov»).

Δεδομένου του ότι ο Aristarkhov προσέφερε ψηλότερη τιμή και επρόκειτο να «χρησιμοποιήσει» δικά του κεφάλαια («όπως ισχυρίστηκε») για την αγορά του εμπορικού κέντρου και όχι «δανειακά», αποφασίστηκε η πώληση του κέντρου σ΄ αυτόν. Κατά τον χρόνο της πώλησης, ούτε ο Zhelezov ούτε και οι συνεργάτες του, γνώριζαν την σχέση του Aristarkhov και του Shumilin, ούτε και γνώριζαν την πηγή των κεφαλαίων που επρόκειτο να δαπανήσει ο Aristarkhov για την αγορά του κέντρου.

 

Το σχέδιο για την πώληση του εμπορικού κέντρου «ενορχηστρώθηκε» από τον Shumilin και «διαμορφώθηκε» ως ακολούθως. Στις 15 Ιουλίου 2019, η Liga χορήγησε, στην βάση γραπτής συμφωνίας, δάνειο (targeted loan) στην Montessori ύψους 1,070 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών για την αποπληρωμή του χρέους της σε άλλη εταιρεία του Ομίλου (Izoto Management Limited, με έδρα τις BVI). Την ίδια ημέρα (15 Ιουλίου 2019), η Apirateno Limited (εταιρεία του Ομίλου με έδρα την Κύπρο) συνήψε συμφωνία με τον Aristarkhov για την πώληση και αγορά του 100% των μετοχών της Montessori, έναντι ενός εκατομμυρίου Ρουβλιών. Σημειωτέον πως και άλλη εταιρεία του Ομίλου, η Kentavr LLC με έδρα την Ρωσία αποκτήθηκε επίσης από τον Aristarkhov. Ως αποτέλεσμα των προαναφερμένων συναλλαγών, το Metromarket Mall «μεταβιβάστηκε» στον έλεγχο του Aristarkhov.

 

 Μετά τον τερματισμό της εργοδότησης του Shumilin, αποκαλύφθηκε η σύνδεση του με τον Aristarkhov (διέμεναν στην ίδια κοινότητα εξοχικών κατοικιών σε περιοχή της Μόσχας και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις). Διαπιστώθηκε επίσης ότι στις 12 Ιουλίου 2019, τρεις (3) ημέρες πριν από την εξαγορά του Metromarket Mall από τον Aristarkhov, η Liga έλαβε δάνειο ύψους 1.17 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών από την Lavrode.

 

Είναι η καταληκτική θέση των εναγόντων πως τα κεφάλαια που «χρησιμοποιήθηκαν», από τον Aristarkhov για την απόκτηση του Metromarket Mall είναι αυτά που είχαν αποξενωθεί προηγουμένως από τον Όμιλο, μέσω του «κατασκευασμένου (sham) δανείου» της Linkind προς την Lavrode, ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών.

 

Την Άνοιξη/Καλοκαίρι του 2019, ο Shumilin πρότεινε να «βελτιστοποιήσει (optimize την δομή «της συμμετοχής» του Ομίλου, με τον αποκλεισμό της Linkind από τον Όμιλο. Κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, η Linkind ελεγχόταν από άλλη εταιρεία του Ομίλου, την Verire Limited με έδρα την Κύπρο, η οποία με την σειρά της ελεγχόταν από την ενάγουσα 2. Η εισήγηση του Shumilin έγινε δεκτή.

 

Είναι πεποίθηση των εναγόντων πως ο Shumilin πρότεινε σκόπιμα τον αποκλεισμό της Linkind από τον Όμιλο, λίγο μετά την μεταφορά κεφαλαίων από την Linkind στην Lavrode, ώστε να αποτρέψει ή τουλάχιστον να παρεμποδίσει τις έρευνες σχετικά με τις οικονομικές συναλλαγές που συνδέονται με την Linkind.

 

Στις 10 Ιουνίου 2021, ο διευθυντής του Κυπριακού Επιχειρησιακού Γραφείου του Ομίλου κ. Aharon Mkhitaryan, έλαβε αίτημα από ανακριτή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, με το οποίο εζητούντο «εξηγήσεις» σε σχέση με ορισμένες δραστηριότητες της Linkind (διεφάνη ότι τον Ιούλιο του 2019, η Linkind πραγματοποίησε αρκετές ύποπτες συναλλαγές), οι οποίες διερευνούντο από τις αρχές της Λετονίας στα πλαίσια έρευνας για την φερεγγυότητα της PNB Banka.

 

Τα ερωτήματα αφορούσαν το δάνειο που χορήγησε η Linkind προς την Lavrode, το άνοιγμα του Επενδυτικού Λογαριασμού από την Linkind στην PNB Banka, την μετατροπή κεφαλαίων από Ευρώ σε Ρωσικά Ρούβλια. Ζητείτο επίσης η «οικονομική αιτιολόγηση (financial justification της μεταφοράς των 1.2 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών από την Linkind στον λογαριασμό της Lavrode στην Arm Business Bank.

 

Μετά την παραλαβή του αιτήματος ξεκίνησε ο έλεγχος των δραστηριοτήτων Shumilin και Panov. Και οι δύο παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους στο Γραφείο της Μόσχας. Ο μεν Panov στις 13 Μαρτίου του 2020, ο δε Shumilin στις 28 Ιουνίου του 2021.

 

Στις 21 Οκτωβρίου 2021, ο  Zhelezov υπέβαλε ποινική καταγγελία (αριθμός αναφοράς KUSP 25200) στις αρμόδιες Ρωσικές Αρχές (Τμήμα Οικονομικής Ασφάλειας και Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Κύριας Διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσίας στην Μόσχα) για απάτη (βάσει του Μέρους 4 του Άρθρου 159 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα), σε σχέση με την πώληση του Metromarket Mall (στις 18 Μαρτίου 2022 δόθηκαν οδηγίες για την έναρξη της ποινικής υπόθεσης). Στις 11 Νοεμβρίου 2021, η Apirateno Limited έλαβε δικαστικά διαβήματα εναντίον των Aristarkhov, Shumilin και Montessori στο Επαρχιακό Δικαστήριο Kuntsevsky της Μόσχας (αριθμός υπόθεσης 02-6933/22). Μία από τις θέσεις που προωθούνται είναι πως το MetroMarket Mall πωλήθηκε και σε υποτιμημένη τιμή, με αποτέλεσμα να προκύπτει συγκεκριμένη αξίωση για την αλλαγή των όρων και των προϋποθέσεων των συναλλαγών. Στις 31 Μαΐου 2022, το MetroMarket Mall «παγοποιήθηκε (arrested, στην βάση Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Golovinsky της Μόσχας.

 

Πολύ πρόσφατα, οι ενάγοντες διαπίστωσαν πως στις 14.9.2022 «κάποια» κυρία επ΄ονόματι Liudmyla Kudelevych «φαίνεται» να διορίστηκε Διευθυντής και Γραμματέας της Lavrode, στην θέση των εναγομένων 2 και 3. Το εν λόγω πρόσωπο συνδέεται με νομικές οντότητες που εμπλέκονται στην επίδικη αδικοπραξία. Είναι διευθύντρια της Linkind (που είχε πρωταρχικό ρόλο στην αδικοπραξία) αλλά και της Verire Limited. Διαπιστώθηκε ακόμη πως στις 30.8.2022, «φαίνεται» να αντικαταστάθηκε και ο μέχρι πρότινος μέτοχος της Lavrode με την Linkind.

 

Είναι θέση των εναγόντων πως οι προαναφερόμενες αλλαγές καταδεικνύουν πως η Lavrode «χρησιμοποιείται» ακόμη από τους αδικοπραγούντες, οι οποίοι προέβησαν στην αντικατάσταση των ημεδαπών αξιωματούχων, με πρόσωπο που διαμένει στην αλλοδαπή, ώστε να επιτύχουν «την συσκότιση της αδικοπραξίας».

 

Είναι τέλος η θέση των, πως οι επιζητούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες ώστε να αντιληφθούν επακριβώς τις δόλιες ενέργειες και/ή συναλλαγές που διεκπεραιώθηκαν εναντίον των συμφερόντων τους, να προσδιορίσουν με ακρίβεια όλα τα πρόσωπα που τις διενήργησαν και/ή συσχετίζονται με αυτές, ούτως ώστε να μπορέσουν να λάβουν και/ή να υποστηρίξουν νομικά μέτρα είτε εντός είτε εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, εναντίον των εν λόγω προσώπων.

 

Η Αίτηση βασίζεται στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 29, 31 και 32, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 άρθρα 4, 5, 7 και 9, στον Περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 άρθρα 3 και 22, στο αγγλικό The BankersBooks Evidence Act 1879 άρθρο 7, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.28, θθ.1-4, Δ.48, ΘΘ1-4, 8 και 9, Δ.64, στη νομολογία, στις νομικές αρχές έκδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και της υπόθεσης Bankers Trust v. Shapira (1980) 1 WLR 1274 όπως αυτή αναπτύχθηκε σε μεταγενέστερη νομολογία, στις αρχές του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας και στη σύμφυτη εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Όλοι οι εναγόμενοι ενίστανται στην έκδοση των αιτουμένων Διαταγμάτων και στην οριστικοποίηση των εκδοθέντων.

 

Η εναγομένη 1 (Lavrode) υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, πως πέραν του ότι οι ενάγοντες δεν κατέδειξαν ότι νομιμοποιούνται και/ή ότι έχουν έννομο συμφέρον (locus standi) να προωθούν την αίτηση και/ή την αγωγή, δεν κατέδειξαν επίσης ότι έχει επισυμβεί οποιοδήποτε «αγώγιμο» αδίκημα και/ή αδικοπραξία, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο που είναι αλλοδαπό δίκαιο και όχι το κυπριακό, καθ΄ ότι η κατ΄ ισχυρισμόν αδικοπραξία έλαβεν χώραν εκτός Κύπρου. Πως η αίτηση είναι καταχρηστική και/ή προωθείται με αλλότρια κίνητρα και/ή κακόπιστα και πως συνιστά «εκστρατεία ψαρέματος» μαρτυρίας, αντί για γνήσια διαδικασία αποκάλυψης μαρτυρίας που απαιτείται για σκοπούς έγερσης διαδικασιών εναντίον του τελικού αδικοπραγούντα. Πως οι ενάγοντες δεν έχουν καταδείξει (α) ότι τα έγγραφα και/ή οι πληροφορίες των οποίων ζητείται η αποκάλυψη είναι απαραίτητα και/ή αναγκαία για σκοπούς έγερσης νέας δικαστικής διαδικασίας και (β) πως αυτά δεν θα μπορούσαν να ληφθούν και/ή να καταστούν διαθέσιμα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και/ή μέθοδο. Πως οι ενάγοντες δεν έχουν καταδείξει ότι έχει προκληθεί οποιαδήποτε ζημιά. Πως δεν έχουν προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και/ή έχουν παραπλανήσει το Δικαστήριο και/ή δεν έχουν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Πως η αιτούμενη αποκάλυψη είναι «εκτενής, γενικευμένη και καταπιεστική» ενώ το αιτούμενο διάταγμα για «χρήση οποιωνδήποτε πληροφοριών ή εγγράφων αποκαλυφθούν» είναι εκτενές, γενικό και πρόωρο. Τέλος, πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση Διαταγμάτων Αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal.

 

Η Ένσταση της εναγομένης 1 υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Bakhtiiar Sooronkulov από το Κιργιστάν, εκ των διευθυντών της (διορίστηκε στις 24.11.2022). Ο ομνύων απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Μιχάλη Λοϊζίδη στην ολότητα τους και επιχειρηματολογεί υπέρ της απόρριψης της Αίτησης.

 

Την ίδια γραμμή πλεύσης ακολούθησαν και οι εναγόμενοι 2, 3 και 4. Προέβαλαν και αυτοί τους ίδιους Λόγους Ένστασης. Υποστηρίζουν περαιτέρω πως η Αίτηση είναι «μάταιη και/ή αλυσιτελής», καθότι οι ίδιοι «δεν διατηρούν και/ή κατέχουν και/ή έχουν υπό τη φύλαξη τους τα αιτούμενα με την Αίτηση έγγραφα, λόγω και της δομής του παρόχου διοικητικών υπηρεσιών και/ή του τρόπου λειτουργίας του». Πως «ήδη οι Αιτητές ή συνδεμένα με αυτούς πρόσωπα έχουν καταχωρήσει αστικές και/ή ποινικές διαδικασίες για τις κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξίες που επικαλούνται στην παρούσα Αγωγή και συνεπώς τεκμαίρεται ότι οι ίδιοι οι Αιτητές ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα θεωρούν ως ικανοποιητικό το υλικό που κατέχουν για σκοπούς προώθησης των σχετικών διαδικασιών».

 

Ο Γεώργιος Γεωργιάδης, μοναδικός διευθυντής και γραμματέας της εναγομένης 2 και της εναγομένης 4 εταιρείας (εξουσιοδοτημένος και από τον εναγόμενο 3), στην Ένορκη του Δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση, επιχειρηματολογεί υπέρ της απόρριψης της. Είναι και η δική του θέση πως η Αίτηση «συνιστά μια προσπάθεια αλίευσης πληροφοριών και εγγράφων και όχι μια γνήσια προσπάθεια από ένα θύμα αδικοπραξίας για να εξακριβώσει την αδικοπραξία». Πως οι ενάγοντες κατονομάζουν στην Αίτηση τους, τα πρόσωπα («κ. Shumilin και διάφορα άλλα πρόσωπα»), τα οποία θεωρούν οι ίδιοι ως τους αδικοπραγούντες.

Κατά την ακρόαση της Αίτησης όλες οι πλευρές υπεραμύνθηκαν των θέσεων τους με αναφορά σε νομολογία. Όλοι οι συνήγοροι με τις πολύ εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους, βοήθησαν το Δικαστήριο στο έργο του.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή την Αίτηση και τις Ενστάσεις, τις Ένορκες Δηλώσεις που τις συνοδεύουν καθώς επίσης και όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υπεστήριξαν ή έθεσαν με τις αγορεύσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του Ν.14/60, τα Κυπριακά Δικαστήρια εφαρμόζουν τις αρχές της επιείκειας και είναι στο πλαίσιο αυτής της εφαρμογής που έχουν εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σύμφωνα με το άρθρο 32 που αποτελεί το ουσιαστικό δίκαιο έκδοσης τους (Parico v. Muskita (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 215). Οι αρχές του Δικαίου της επιείκειας εφαρμόζονται από τα Κυπριακά Δικαστήρια, εφόσον δεν γίνεται διαφορετική ρύθμιση από την νομοθεσία της Κύπρου (Χριστοφίδη v. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718).

 

Όπως έχει προαναφερθεί το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων παρέχεται από το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, ενώ ο Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ.6 και οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμοί, προσδιορίζουν το δικαιοδοτικό πλαίσιο  [Demades ν. Studio (1996) 1 A.A.Δ. και Αίτηση Χάρη Φεσσά (1990)  1 Α.Α.Δ. 704].

 

Συγκεκριμένα, οι πρόνοιες του άρθρου 9(1) του Κεφ.6 όπως και αυτές των Κανονισμών 8(1) και 9 της Δ.48, καθιστούν δυνατή την έκδοση διαταγμάτων μονομερώς, κατ΄εξαίρεση του γενικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει την παροχή θεραπείας χωρίς να έχει προηγουμένως παρασχεθεί η ευκαιρία στον αντίδικο να ακουστεί, εφόσον ο ενάγοντας ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος δικαιολογεί την έκδοση του διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς, για σκοπούς διατήρησης της κατάστασης πραγμάτων (status quo) που υπήρχε στον αμέσως πριν την έκδοση του διατάγματος, χρόνο.

 

Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.  Το εν λόγω άρθρο  έχει αναλυθεί  με σαφήνεια στην Οδυσσέως ν.  Pieris Estates Ltd (1982) 1A.A.Δ.557  και έχει έκτοτε επιβεβαιωθεί σε πλείστες όσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα τρία κριτήρια που τίθενται ως προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιηθούν σωρευτικά  πριν το Δικαστήριο περάσει στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, κατά πόσον δηλαδή είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί το Διάταγμα, με τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.

 

Οι τρείς αυτές προϋποθέσεις είναι οι εξής:

(1)  Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)  Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία.

(3)  Το ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα για την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης ενώ το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης και σχετίζεται με την ένδειξη ή παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Ενώ το πρώτο κριτήριο σχετίζεται κατ’ ουσία με τη νομική και μόνο θεμελίωση της αξίωσης όπως διατυπώνεται στο κλητήριο ένταλμα, το δεύτερο προχωρεί ένα πρόσθετο βήμα συσχετίζοντας τη νομική αυτή θεμελίωση με την προσφερόμενη μαρτυρία όπως εξάγεται από τις ενόρκους δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων για την πραγματική θεμελίωση της αγωγής επί των γεγονότων.  Επαρκεί, σε αυτό το στάδιο, να καταδειχθεί κάτι πέραν της απλής πιθανολόγησης αλλά και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων για να ικανοποιηθεί το δεύτερο αυτό κριτήριο. Το τρίτο κριτήριο ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.  Είναι γνωστό ότι η θεραπεία του προσωρινού διατάγματος ανάγεται κατ’  εξοχή στο δίκαιο της επιείκειας και αν η αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα, τότε η έκδοση του διατάγματος ή η διατήρηση του σε ισχύ αποκλείεται. Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη έρεισμα για την έκδοση διατάγματος [Κ.Ο.Τ. ν.  Θεωρή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 255].

 

Το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Α της Αίτησης είναι διάταγμα αποκάλυψης (disclosure) πληροφοριών και εγγράφων, το οποίο στρέφεται κατά προσώπων που κατά τους αιτητές αναμείχθηκαν σε αδικοπραξίες ή παράνομες δραστηριότητες άλλου προσώπου ή υποβοήθησαν το άλλο πρόσωπο στις επιλήψιμες δραστηριότητες του. Το ότι το Δίκαιο της Επιείκειας παρέχει τέτοια θεραπεία στο ζημιωθέν μέρος προκύπτει έκδηλα από τις υποθέσεις Norwich Pharmacal Co and Others v. Commissioners of Customs and Excise (1973) 2 All ER 943 και Bakers Trust v. Shapira (1980) 1 W.L.R. 1247.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης Norwich ήταν, κατ΄ ουσία, απλά. Οι εφεσείοντες ήταν ιδιοκτήτες και δικαιούχοι της πατέντας «furazolidone», την οποία χρησιμοποιούσαν σε χημικά παρασκευάσματα. Σε κάποιο στάδιο διαπίστωσαν ότι άγνωστα πρόσωπα είχαν επέμβει στην πατέντα τους, εισάγοντας παράνομα στην Αγγλία αντίστοιχα παρασκευάσματα. Τα ονόματα των εισαγωγέων ήταν γνωστά στις τελωνειακές αρχές στη βάση σχετικών εγγράφων, γι΄ αυτό ζήτησαν την αποκάλυψη τους προκειμένου να κινηθούν δικαστικά εναντίον τους. Οι τελωνειακές αρχές αρνήθηκαν, προβάλλοντας ότι δεν είχαν εξουσία να το πράξουν. Κατ΄ ακολουθία τούτου οι εφεσείοντες ήγειραν αγωγή εναντίον τους αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, διάταγμα αποκάλυψης των ονομάτων των (παράνομων) εισαγωγέων. Το Δικαστήριο ικανοποίησε το αίτημα τους αλλά η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε κατ΄ έφεση. Αποφασίσθηκε ότι η Norwich Pharmacal δεν είχε αιτία αγωγής εναντίον των τελωνείων και, επομένως, δεν νομιμοποιείτο σε διάταγμα αποκάλυψης και, δεύτερο, τα ονόματα των εισαγωγέων δόθηκαν στις τελωνειακές αρχές εμπιστευτικά και, επομένως, δεσμεύονταν από καθήκον δημοσίου συμφέροντος να μην τα αποκαλύψουν.

 

Η απορριπτική απόφαση του Εφετείου εφεσιβλήθηκε με επιτυχία στη Βουλή των Λόρδων. Ό,τι ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας είναι το ακόλουθο απόσπασμα:-

«Although as a general rυle no independent action for discovery would lie against a person against whom no reasonable cause of action could be alleged, or who was in the position of a mere witness in the strict sense, the rule did not apply where (a) without discovery of the information in the possession of the person against whom discovery was sought no action could be begun against the wrongdoer, and (b) the person against whom discovery was sought had himself, albeit through no fault of his own, been involved in the wrongful acts of another so as to facilitated the wrongdoing. In such circumstances although he might have incurred no personal liability, he was under a duty to assist the person who had been wronged by giving him full information and disclosing the identity of the wrongdoer».

 

Η καθιερωθείσα από την υπόθεση Norwich νομική αρχή ακολουθήθηκε έκτοτε από τα Αγγλικά Δικαστήρια (British Steel Corp. v. Granada Television Ltd (1981) 1 All E.R. 417, Harrington v. North Politechic (1984) 3 All E.R. 666) ως και από τα Καναδέζικα (υποθέσεις Glaxo Wellcome PLC v. M.N.R., 1998 Can LH 9071 (F.C.A.) (1998) 4 F.C. 439 (C.A.) και Alberta Treasury Branches v. Leahy, 2000 ABQB 575 (CanLll). Κοινή συνισταμένη των εν λόγω αποφάσεων είναι ότι η υπό αναφορά νομική αρχή αποτελεί αυτοτελή αιτία αγωγής και μπορεί να προωθηθεί με αγωγή εναντίον προσώπων τα οποία κατέχουν πληροφορίες, λόγω της ανάμειξης ή της διευκόλυνσης που παρείχαν στην τέλεση της παράνομης πράξης, έστω κι΄ αν οι ίδιοι μπορεί να μην έχουν προσωπική ευθύνη. Το καθήκον των προσώπων αυτών, επισημάνθηκε, έγκειται στην παροχή βοήθειας στο πρόσωπο που αδικήθηκε, κι΄ αυτό εκπληρώνεται με το να αποκαλύψει τις πληροφορίες που κατέχει και που σχετίζονται με την αδικοπραξία.

 

Για σκοπούς έκδοσης Διαταγμάτων αυτής της φύσης θα πρέπει να πληρούνται τόσο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 όσο και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις όπως αυτές καθορίστηκαν από την σχετική Αγγλική νομολογία.

 

Όπως προκύπτει από την νομολογία, (Mitsui & Co v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) 3 All ER 511, σελ. 518) με την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, επιτρέπεται στο θύμα αδικοπραξίας να λάβει πληροφορίες και/ή έγγραφα με τα οποία να αναγνωρίζεται ο αδικοπραγήσας και με τα οποία στοιχειοθετείται το αδίκημα. Διατάγματα της φύσης αυτής μπορούν να εκδοθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές διαδικασίες [Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd  (2002) 4 All E.R. 193].

 

Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι:

 

(i)      πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα,

(ii)     πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και

(iii)    το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.   

 

Σημειώνεται πως οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να εξεταστούν υπό το φως των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Τούτων λεχθέντων, επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

 

Βάσει των στοιχείων που οι ενάγοντες-αιτητές έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θεωρώ πως ικανοποιούνται η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, οι οποίες, σε αιτήσεις αποκάλυψης και ιχνηλάτησης είναι αλληλένδετες.

 

Τόσο η πρώτη προϋπόθεση, εάν δηλαδή τελέστηκε αδικοπραξία από τους βασικούς αδικοπραγήσαντες ή εάν καταδεικνύεται ότι το θέμα είναι συζητήσιμο όσο και η δεύτερη προϋπόθεση, η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούνται οι ενάγοντες σε θεραπεία, ικανοποιούνται.  

 

Από το σχετικό υλικό προκύπτει πως οι ενάγοντες-αιτητές (ο ενάγοντας 1 είναι ο πραγματικός δικαιούχος του Ομίλου Ambermanor και η ενάγουσα 2 είναι εταιρεία του Ομίλου) επιδιώκουν να λάβουν πληροφορίες αναφορικά με την αποξένωση του ποσού των 1.2 δισεκατομμυρίων ρουβλιών από τον Όμιλο Ambermanor. Είναι η θέση των αιτητών πως υπάρχουν σοβαρότατες υποψίες ότι ο Shumilin (διευθύνων σύμβουλος του Ρωσικού Γραφείου) εκμεταλλευόμενος την θέση που κατείχε στον Όμιλο, με την συνέργεια του Panov (Οικονομικού Διευθυντού του Ομίλου), στενού του συνεργάτη, αποξένωσε από τον Όμιλο το ποσό των 1.2 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών μέσω της εναγομένης 1-καθ΄ης η αίτηση, Κυπριακής εταιρείας, που οι αιτητές πιθανολογούν ότι βρίσκεται και/ή ότι βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Shumilin.

 

Προς επιβεβαίωση της θέσης τους οι αιτητές επισημαίνουν τα πιο κάτω γεγονότα:

 

·         από την 1.7.2019, οι Shumilin και Panov, κατά παράβαση των εσωτερικών διαδικασιών του Ομίλου, ξεκίνησαν να χειρίζονται τους τραπεζικούς Λογαριασμούς της Linkind, θέτοντας τους ουσιαστικά υπό τον πλήρη έλεγχο τους.

·         δύο ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 3.7.2019 ανοίχθηκε ένας επενδυτικός Λογαριασμός για την Linkind στην τράπεζα PNB Banka.

·         την επόμενη ημέρα 4.7.2019, αγοράστηκαν για λογαριασμό της Linkind από τον εν λόγω Επενδυτικό Λογαριασμό, Ευρωομόλογα ύψους €21.263.679.99.

·         αμέσως μετά, διευθετήθηκε η υπογραφή πέντε (5) Συμφωνιών Επαναγοράς (REPO) μεταξύ της Linkind και της PNB Banka, συνολικού ύψους €16.982.367.86. Στην βάση των εν λόγω Συμφωνιών, η Linkind πώλησε μέρος των Ευρωομολόγων στην PNB Banka και έλαβε το ποσό των €16.982.367.86 υπό τον όρο ότι θα τα αγόραζε εκ νέου σε μεταγενέστερο στάδιο σε υψηλότερη τιμή. Με τον συγκεκριμένο τρόπο που αγοράστηκαν τα Ευρωομόλογα, εξακολουθούσαν να εμφανίζονται στον Επενδυτικό Λογαριασμό της Linkind ως ενεχυριασμένα περιουσιακά στοιχεία.

·         το ποσό των €16.982.367.86 μετατράπηκε στην συνέχεια σε Ρούβλια (1.2 δισεκατομμύρια).

·         στις 5.7.2019, το ποσό του 1.2 δισεκατομμυρίων Ρουβλιών μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό της Linkind στην PNB Banka, σε λογαριασμό της καθ΄ης η αίτηση 1 σε συγκεκριμένη τράπεζα. Το ποσό αυτό δόθηκε στην τελευταία ως δάνειο (κατά τους ενάγοντες, το δάνειο ήταν εικονικό).

·         ο Όμιλος κατέστη γνώστης των ύποπτων συναλλαγών της Linkind, δύο χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα στις 10.6.2021 ελήφθη, μέσω της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, αίτημα (μαζί με σχετικό ερωτηματολόγιο) των Αρχών της Λετονίας, οι οποίες επιθυμούσαν να λάβουν εξηγήσεις όσον αφορά συναλλαγές της Linkind μέσω της PNB  Banka, οι οποίες εθεωρήθησαν ύποπτες. Οι Λετονικές Ανακριτικές Αρχές διερευνούσαν την φερεγγυότητα της PNB  Banka.

·         οι Shumilin και Panov παραιτήθηκαν όταν ο Όμιλος ξεκίνησε εσωτερικό έλεγχο των δραστηριοτήτων τους.

·         λίγο πριν την καταχώρηση της αγωγής και της υπό κρίση Αίτησης, οι ημεδαποί αξιωματούχοι της εναγομένης 1, (εναγόμενοι 2, 3 και 4) αντικατεστάθησαν από πρόσωπο που διαμένει εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Καταληκτικά θεωρώ πως η προσκομισθείσα από μέρους των εναγόντων μαρτυρία στο σύνολό της, δεικνύει την πιθανότητα διάπραξης επιλήψιμων και/ή παράνομων ενεργειών, οι οποίες, φαίνεται, να αποσκοπούσαν στην αποστέρηση της περιουσίας των εναγόντων προς όφελος των κατ΄ ισχυρισμόν αδικοπραγούντων.

 

Όπως έχει λεχθεί ανωτέρω, πέραν των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960, η προσοχή του Δικαστηρίου θα πρέπει να επικεντρωθεί στην δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση της υπόθεσης Mitsui (ανωτέρω). Δηλαδή εάν υπάρχει ανάγκη έκδοσης του Διατάγματος για να καταστεί δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον των βασικών αδικοπραγησάντων και εάν το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται το Διάταγμα (οι καθ΄ων η Αίτηση δηλαδή) (α) είχε τέτοια ανάμειξη στην αδικοπραξία που υποβοήθησε την τέλεση της και (β) είναι σε θέση ή φαίνεται να είναι σε θέση, να δώσει την αναγκαία πληροφόρηση ώστε να καταστεί δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον των βασικών αδικοπραγησάντων.

 

Από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αιτούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες ώστε να εξακριβωθεί (i) το μέγεθος της αδικοπραξίας (να προσδιοριστούν όλες οι δόλιες ενέργειες που διενεργήθηκαν), (ii) τα πρόσωπα που έχουν εμπλακεί σ΄ αυτήν, που υποβοήθησαν δηλαδή την αποξένωση του 1.2 δισεκατομμυρίων από τον Όμιλο, (iii) πού ακριβώς κατέληξε όλο το ποσό που αποξενώθηκε, (iv) να εξακριβωθεί η ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου της καθ΄ης η αίτηση 1, ώστε να καταστεί δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον των εμπλεκομένων προσώπων. Προκύπτει επίσης ότι οι καθ΄ων η αίτηση είναι πρόσωπα που είναι σε θέση να παράσχουν πληροφορίες που ενδεχομένως να επιτρέψουν την έγερση αγωγής εναντίον των τελικών αδικοπραγησάντων. Από ό,τι ετέθη ενώπιον του  Δικαστηρίου προκύπτει πως η καθ΄ης η αίτηση 1 είναι άμεσα εμπλεκόμενη, αφού μέσω αυτής αποξενώθηκε από τον Όμιλο το προαναφερόμενο ποσό. Η καθ΄ης η αίτηση 2 ήταν ο Γραμματέας της καθ΄ης η αίτηση 1 από τις 10.8.2021 μέχρι τις 14.9.2022, ο καθ΄ ου η αίτηση 3 ήταν ο Διευθυντής της καθ΄ης η αίτηση 1 μέχρι τις 14.9.2022 και η καθ΄ης η αίτηση 4 ήταν ο Γραμματέας της καθ΄ης η αίτηση 1 από τις 12.4.2019 μέχρι τις 10.8.2021.

 

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω επισημάνσεις, κρίνω ότι ικανοποιούνται σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal.

 

Σ΄ ότι αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας και την υποχρέωση του Δικαστηρίου να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κίνδυνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του είναι εσφαλμένη, [βλ. Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788, 795], κρίνω ότι αυτό κλίνει υπέρ των αιτητών. Η αιτουμένη αποκάλυψη θα επιτρέψει στους Αιτητές, ως εξηγείται ανωτέρω, να στοιχειοθετήσουν και προωθήσουν την απαίτηση τους εναντίον των αδικοπραγησάντων και να καταστείλουν τις αδικοπραξίες που πιθανόν να διαπράχθηκαν εναντίον τους. Σε αντίθετη περίπτωση, οι αιτητές δεν θα μπορέσουν να αποζημιωθούν επαρκώς σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού δεν θα έχουν στην κατοχή τους ικανοποιητική μαρτυρία για να στραφούν σε βάρος των αδικοπραγησάντων ή να θεμελιώσουν αξίωση σε βάρος της καθ΄ης η αίτηση 1. Συνακόλουθα, κρίνω ότι η έκδοση του αιτουμένου Διατάγματος είναι δίκαιη και πρόσφορη υπό τις περιστάσεις, αφού ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας από την μη έκδοση του, τονίζοντας ότι η ανάγκη διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, υπερτερεί του δικαιώματος των καθ΄ων η αίτηση για προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.

 

Τα Διατάγματα Φίμωσης (Gagging Order) και μη Καταστροφής Πληροφοριών είναι επικουρικής φύσεως («ancillary») Διατάγματα που σκοπό έχουν την αποτροπή του κινδύνου μετακίνησης ή καταστροφής στοιχείων. Το Διάταγμα φίμωσης κατά κανόνα συνοδεύει την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης και βάσει αυτού απαγορεύεται στον καθ΄ου η αίτηση, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να πληροφορήσει οποιονδήποτε για την ύπαρξη του διατάγματος, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να εξετάσει το υλικό που του δόθηκε. Ομοίως και το Διάταγμα μη Καταστροφής και διατήρησης αρχείων είναι εξ΄ αντικειμένου εξίσου σημαντικό προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής διαδικασίας, μέχρις ότου, δηλαδή, υπάρξει συμμόρφωση με το Διάταγμα Αποκάλυψης σε περίπτωση που τούτο έχει εκδοθεί.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση διατείνονται (αποτελεί Λόγο Ένστασης) πως οι αιτητές δεν τεκμηρίωσαν αγώγιμο δικαίωμα. Είναι η θέση τους πως η υπόθεση των αιτητών στηρίζεται στο αδίκημα της απάτης. Ως εκ τούτου, ισχυρίζονται, το εφαρμοστέο δίκαιο δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού ΕΚ αρ. 834/2007 δεν είναι το Κυπριακό. Καταλήγουν στο συμπέρασμα πως αφ΄ ης στιγμής οι αιτητές δεν παρουσίασαν γνωμάτευση αλλοδαπού δικαίου, δεν έχουν τεκμηριώσει το αγώγιμο τους δικαίωμα. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη. Οι καθ΄ ων η αίτηση παραγνωρίζουν την φύση της διαδικασίας για έκδοση Διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal. Σύμφωνα με ό,τι έχει νομολογηθεί (Avila Management Services Limited κ.α. v. Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403, Penderhill Holdings Ltd κ.α. v. Darya Abramchyk κ.α. Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 319/11 και 320/11, 13.1.2014) η σχετική διαδικασία απαιτεί μόνο την στοιχειοθέτηση συζητήσιμης υπόθεσης για διάπραξη μίας αδικοπραξίας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση η στοιχειοθέτηση ένδειξης διάπραξης της αδικοπραξίας ικανοποιεί τόσο την προϋπόθεση του «σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση» όσο και την προϋπόθεση της «ορατής πιθανότητας επιτυχίας». Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Aldi Marine Ltd κ.α. v. Rual Trade Ltd κ.α. Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 182/2012 και 184/2012, 18.1.2016, οι αιτήσεις για έκδοση Διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal είναι επικουρικά και προκαταρκτικά διαβήματα που στόχο έχουν την ανεύρεση πληροφοριών, οι οποίες θα επιτρέψουν τον προσδιορισμό των αγώγιμων δικαιωμάτων και την έγερση αγωγής. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος Λόγος Ένστασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Ένα μόνο καταληκτικό σχόλιο επί του ιδίου θέματος. Παρατηρείται αντίφαση στους ισχυρισμούς των καθ΄ων η αίτηση, αφού από την μία διατείνονται ότι οι αιτητές έχουν όλη την αναγκαία μαρτυρία για να εγείρουν αγωγή, ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζονται πως δεν στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση για διάπραξη αδικοπραξίας.

 

Άλλος Λόγος Ένστασης συνδεδεμένος με τον προαναφερόμενο, είναι πως οι αιτητές δεν κατέδειξαν ότι έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά. Οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται πως το αστικό αδίκημα της απάτης απαιτεί την απόδειξη ζημιάς και πως οι αιτητές δεν κατάφεραν να ικανοποιήσουν την συγκεκριμένη προϋπόθεση. Δεν έχω να προσθέσω οτιδήποτε επί του συγκεκριμένου Λόγου πέραν των προαναφερομένων. Επαναλαμβάνω πως οι αιτητές δεν όφειλαν και ούτε θα έπρεπε στο συγκεκριμένο διάβημα να τεκμηριώσουν είτε το αστικό αδίκημα της απάτης, είτε να προσδιορίσουν την όποια ζημιά. Και αυτός ο Λόγος Ένστασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν επίσης ως Λόγο Έντασης πως δεν τεκμηριώθηκε ότι έχουν τις αιτούμενες πληροφορίες. Η καθ΄ης η αίτηση 1 διατείνεται πως εξαγοράστηκε αμέσως προ της καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης από την Lyudmila Kydelevych, η οποία δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αφορούν την Αίτηση. Οι αιτητές από την άλλη ισχυρίζονται (τούτο δεν αμφισβητείται) πως το εν λόγω πρόσωπο είναι διευθύντρια της Linkind  (κατά τους ενάγοντες είχε πρωταρχικό ρόλο στην αδικοπραξία) αλλά και της εταιρείας Verire. Οι αιτητές κατέδειξαν ότι η καθ΄ ης η αίτηση 1 οφείλει και πρέπει να κατέχει σχετικές πληροφορίες. Το ίδιο ισχύει και για τους καθ΄ων η αίτηση 2, 3 και 4. Οι καθ΄ ων η αίτηση διατείνονται πως ούτε και αυτοί είναι σε θέση να δώσουν τις αιτούμενες πληροφορίες καθότι οι πληροφορίες που σχετίζονται με την καθ΄ης η αίτηση 1 «φυλάσσονται» από «κάποια» εταιρεία (Prospectacy Ltd) και όχι από τους αξιωματούχους της. Η συγκεκριμένη θέση δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται. Συμφωνώ με την εισήγηση των συνηγόρων των αιτητών ότι οι πρώην αξιωματούχοι μιας εταιρείας υποχρεούνται από τον Νόμο Ν.188(Ι)/2007 (Ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007) και συγκεκριμένα από το άρθρο 68, να τηρούν έγγραφα και πληροφορίες για περίοδο πέντε (5) ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να διαφεύγει πως εκείνο που επιζητείται είναι η αποκάλυψη πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή και στην γνώση των καθ΄ων η αίτηση και σε καμιά περίπτωση δεν τους ζητείται να αποκαλύψουν πληροφορίες που δεν έχουν. Και ο συγκεκριμένος Λόγος Ένστασης απορρίπτεται.

 

Άλλος Λόγος Έντασης είναι πως οι αιτητές επιδιώκουν την αλίευση μαρτυρίας και πως η αιτουμένη αποκάλυψη δεν είναι αναγκαία, καθότι οι αιτητές ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα έχουν ήδη καταχωρήσει αστικές και/ή ποινικές διαδικασίες στο εξωτερικό και συνεπώς τεκμαίρεται ότι έχουν στην κατοχή τους ικανοποιητικό υλικό. Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω με λεπτομέρεια, οι αιτούμενες πληροφορίες θα επιτρέψουν στους αιτητές να εξακριβώσουν κατά πόσον διαπράχθηκε αδικοπραξία σε βάρος τους, ώστε να στοιχειοθετήσουν την αξίωση τους σε βάρος των αδικοπραγησάντων. Και ο συγκεκριμένος Λόγος Έντασης δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν επίσης (είναι ένας από τους Λόγους Έντασης) πως οι θεραπείες που επιζητούνται με την υπό κρίση Αίτηση είναι «πολύ παρόμοιες ή/και πανομοιότυπες» με τις θεραπείες που επιζητούνται με την αγωγή. Κρίνω πως ούτε και αυτός ο Λόγος ευσταθεί και θα πρέπει να απορριφθεί. Στην υπόθεση Penderhill (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως το ζήτημα παροχής ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, δεν αποκλείεται. Το ζήτημα πάντοτε εξετάζεται ως προς τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και αποτελεί ζήτημα ειδικών περιστάσεων. Ελέχθη επίσης ότι «δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα».

 

Επίσης, όπως έχει νομολογηθεί, η αναζήτηση πληροφοριών και η έκδοση Διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, δύναται να αποτελέσει αυτοτελή αιτία αγωγής (Norwich Pharmacal Co and Others, Avila Management Services Ltd, Penderhill Holdings Limited κ.α., ανωτέρω).

 

Απορριπτέα κρίνεται και η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση πως οι αιτητές παραπλάνησαν το Δικαστήριο και απέκρυψαν από αυτό ουσιώδη γεγονότα. Υπάρχει πλούσια νομολογία επί του θέματος. Η υποχρέωση αποκάλυψης επεκτείνεται μόνο σε ουσιώδη γεγονότα «τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου». Εν προκειμένω, δεν μπορώ να αντιληφθώ σε τι θα εξυπηρετούσε η αναφορά σε όλα όσα οι καθ΄ων η αίτηση χαρακτηρίζουν ως «ουσιώδη» γεγονότα. Θεωρώ ότι η μη αποκάλυψη εάν αποπληρώθηκε το δάνειο της Linkind προς την Lavrode, ή ότι η συμφωνία δανείου μεταξύ της Masera LLC και της Linkind διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, ή ότι το συγκεκριμένο δάνειο «ακόμη να καταστεί πληρωτέο» είναι επουσιώδη ζητήματα τα οποία και να ετίθεντο ενώπιον του Δικαστηρίου δεν θα επηρέαζαν την κρίση του.

 

Απορριπτέα είναι επίσης η εισήγηση ότι σημειώθηκε καθυστέρηση στην καταχώρηση της Αίτησης και πως λόγω της καθυστέρησης δεν έχει τεκμηριωθεί το στοιχείο του κατεπείγοντος. Η μονομερής έκδοση των Διαταγμάτων Φίμωσης και Μη Καταστροφής Εγγράφων στηρίχθηκε στις ιδιαίτερες περιστάσεις («peculiar circumstances») που αναφέρονται στο άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, και όχι στο κατεπείγον. Οι λόγοι είναι προφανείς. Αυτό που θα έπρεπε να διαφυλαχθεί είναι η αποτροπή ενδεχόμενης πληροφόρησης των εμπλεκομένων προσώπων ώστε να μην καταστεί άνευ ουσίας το ζητούμενο διάταγμα αποκάλυψης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ασκώντας την διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος:

 

(α)    εκδίδεται Διάταγμα ως η παράγραφος Α (I-VI) της Αίτησης. Ο χρόνος συμμόρφωσης των καθ΄ων η αίτηση διαφοροποιείται απ΄ ότι ζητείται στην Αίτηση και καθορίζεται σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση του  Διατάγματος.

(β)       εκδίδεται Διάταγμα ως η παράγραφος Β της Αίτησης και

(γ)        τα εκδοθέντα Προσωρινά Διατάγματα των παραγράφων Γ και Δ της Αίτησης οριστικοποιούνται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι η επιδίκαση τους ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Σε σχέση με την επιδίκαση εξόδων στις υποθέσεις τύπου Norwich Pharmacal λέχθηκαν στην υπόθεση Avila (ανωτέρω) σελ. 1426 τα εξής:

 

«Η αρχή της επιδίκασης εξόδων υπέρ του εναγομένου στις υποθέσεις τύπου Norwich Pharmacal, ακόμη και της παροχής ασφάλειας για τυχόν έξοδα και απώλειες που θα υποστούν οι εναγόμενοι για την εξασφάλιση των στοιχείων και των πληροφοριών, δεν είναι ασυνήθης. Εφαρμόζεται επίσης, τουλάχιστον σ΄ ότ,ι αφορά την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, διοικητικά, δικαστικά και άλλα, που θα υποστούν τρίτα πρόσωπα, τα οποία θα πρέπει να συμμορφωθούν με το διάταγμα του Δικαστηρίου και σε υποθέσεις Mareva, όπου συνήθως τράπεζες, ως τρίτα πρόσωπα, πρέπει να ελέγξουν διάφορους λογαριασμούς για να διαπιστώσουν κατά πόσο ο εναγόμενος έχει τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα του ή σε συνδεδεμένες μ΄ αυτόν εταιρείες, στοιχεία τα οποία οφείλουν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο επί ποινή περιφρόνησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Τέτοιοι όροι είναι συνήθεις και επιβάλλονται από το Δικαστήριο κατά την έκδοση Mareva Injunctions (δέστε Z. Ltd v. A-Z [1982] 1 Q.B. 558).

 

Η διαταγή εξόδων ως ανωτέρω, ενδείκνυται όμως όταν ο εναγόμενος θεωρείται αμέτοχος στις όλες αδικοπραξίες («blameless defendant») και είναι αθώο μέρος. Εδώ, όμως, οι εφεσείοντες θεωρούνται για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ενδεχόμενοι συμμέτοχοι στις ενέργειες του Krouzecky και των υπόλοιπων εμπλεκομένων. Η πρωτόδικη διαταγή εξόδων λοιπόν ήταν κατ΄ελάχιστον εύλογη υπό τις περιστάσεις, έστω και αν το Δικαστήριο δεν έδωσε γι΄αυτό κάποια ιδιαίτερη αιτιολογία.».

 

Εν προκειμένω, η καθ΄ης η αίτηση 1 δεν θεωρείται αμέτοχη στις κατ΄ ισχυρισμόν αδικοπραξίες, ούτε και θεωρείται αθώο μέρος. Αντίθετα, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, θεωρείται πιθανή συμμέτοχος. Οι εναγόμενοι 2, 3 και 4 ήσαν αξιωματούχοι της καθ΄ ης η αίτηση 1. Συνεπώς κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις είναι ορθό και δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της και αυτή είναι η διαταγή του Δικαστηρίου.

 

                                                                                                             

 

 

(Υπ.) Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

 

 

Πρωτοκολλητής

/ΕΝ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο