ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 5259/16

Α. Μ.

Ενάγουσα

-και-

Γ. Σ.

Εναγόμενος

Ημερομηνία:              27 Φεβρουαρίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα:   Γ. Χριστοδουλίδης

Για τον Εναγόμενο:  Ν. Κληρίδου

Απόφαση

(Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Οι διάδικοι στην παρούσα Αγωγή υπήρξαν κάποτε σύντροφοι και συμβίοι. Η διακοπή της συμβίωσής τους γέννησε οικονομικές διαφορές που έμελλε να καταλήξουν - και εν τέλει να επιλυθούν κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας - στο Δικαστήριο.

            Συνοψίζω τη δικογραφία της υπόθεσης, χωρίς οτιδήποτε καταγράφεται αμέσως πιο κάτω ν’ αποτελεί, επί του παρόντος, εύρημά μου.

Με την Έκθεση Απαίτησης η Ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι οι διάδικοι διέμεναν μαζί από το έτος 2009 μέχρι και τις 23.8.13 σε διαμέρισμα του Εναγόμενου. Το 2011 η Ενάγουσα αγόρασε έπιπλα κι εξοπλισμό αξίας €15.300 τα οποία τοποθετήθηκαν στο διαμέρισμα του Εναγόμενου και με τη διακοπή της συμβίωσης τους παρέμειναν σε αυτό και χρησιμοποιούνται από τον ίδιο. Η Ενάγουσα αξιώνει το εν λόγω ποσό επί διαφόρων βάσεων αγωγής. Επίσης στις 22.10.10 ο Εναγόμενος υπέγραψε γραμμάτιο συνήθους τύπου προς όφελος της για το ποσό των €30.000 πληρωτέο με δόσεις των €400 και φέροντας τόκο 4% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως. Ο Εναγόμενος κατέβαλε διάφορα ποσά, αλλά δεν κατέβαλε τόκο, ο οποίος ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €1.354 τον οποίο επίσης η Ενάγουσα απαιτεί. Πέραν των πιο πάνω ποσών η Ενάγουσα αξίωσε με το παρακλητικό της και απόδοση μέρους στην αύξηση της περιουσίας του Εναγόμενου, το οποίο προήλθε από δική της συνεισφορά.

            Ο Εναγόμενος καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην οποία διευκρινίζει ότι η συμβίωση των διαδίκων ξεκίνησε το 2008. Παραδέχεται ότι αγοράστηκαν έπιπλα, αλλ’ αναφέρει ότι η αξία τους ήταν €6.500, εκ των οποίων το πλυντήριο πιάτων ήταν δώρο της μητέρας της Ενάγουσας, ενώ τις €5.000 για τα έπιπλα τους τις είχε δώσει η μητέρα του. Παραδέχεται επίσης ότι αυτά παρέμειναν στο διαμέρισμά του, αλλά ότι παρέμειναν ως αντάλλαγμα για το ότι ο ίδιος, κατά τα χρόνια της συμβίωσής τους, παρείχε στην Ενάγουσα διαμονή, διατροφή, επαγγελματική στέγη και έξοδα κοινής ωφελείας. Κατά τον Εναγόμενο, λόγω της συμβίωσης η Ενάγουσα επωφελείτο και ενοικίου που εισέπραττε για ενοικίαση των δικών της διαμερισμάτων. Υπολογίζει την αξία του μέρους του διαμερίσματός του που η Ενάγουσα χρησιμοποιούσε ως επαγγελματική στέγη της στο ποσό των €20.000, το ποσό που επωμίστηκε για τη διατροφή της Ενάγουσας στο ποσό των €15.000 και στις €4.000 των ήμισυ των δαπανών για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Αναφορικά με το θέμα του επίδικου γραμματίου συνήθους τύπου, ο Εναγόμενος παραδέχεται την υπογραφή του και την πληρωμή του ποσού των €31.739,53 έναντι, αλλά προτείνει περαιτέρω ότι κατέβαλε για λογαριασμό των Ενάγουσας το ποσό των €1.280 για την ενοικίαση άλλου υποστατικού ενοικιαστής του οποίου ήταν ο ίδιος αλλά το χρησιμοποιούσε η Ενάγουσα, προς €85 μηνιαίως, πληρωμή με την οποία υπερέβη και το μέγιστο ποσό που όφειλε στην Ενάγουσα στη βάση του γραμματίου. Όλα τα πιο πάνω ποσά, αλλά και ποσοστό του οφέλους που αποκόμισε η Ενάγουσα από την ενοικίαση των διαμερισμάτων της επειδή διέμενε μαζί του, ο Εναγόμενος το ανταπαίτησε.

            Η Ενάγουσα εναντιώθηκε στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, αρνούμενη τους εκεί ισχυρισμούς και καλώντας τον Εναγόμενο να τους αποδείξει. Ουδέποτε, ανέφερε, συμφωνήθηκε οποιαδήποτε πληρωμή για τη διαμονή της στο διαμέρισμα του Εναγόμενου, ουδέποτε έγινε χρήση δωματίου από την ίδια στο διαμέρισμα του Εναγόμενου για επαγγελματική στέγη, τα δε έξοδα διατροφής της, κατά τη συμβίωση, τα επωμιζόταν η ίδια και ουδέποτε το ποσό του γραμματίου υπερκαλύφθηκε. Κατά τη συμβίωση, ισχυρίστηκε, η ίδια κατέβαλε προς τον Εναγόμενο το ποσό των €85 για τη χρήση του άλλου ακινήτου, αλλά μετά τη διακοπή της συμβίωσης υπόλογος για την καταβολή του προς τους ιδιοκτήτες ήταν ο Εναγόμενος.

            Μάρτυρες στην ακρόαση ήταν μόνον οι διάδικοι. Η μαρτυρία τους είναι καταγραμμένη στα πρακτικά και δεν θα την επαναλάβω αυτολεξεί, αν και την έλαβα, στην πλήρη της έκταση, υπόψη μου. Η Ενάγουσα ανέγνωσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κύριας εξέτασής της και κατέθεσε 4 Τεκμήρια. Υποστήριξε ότι τα αντικείμενα που φαίνονται στα Τεκμήρια 1 και 2 ήταν εκείνα που αγόρασε και παρέμειναν στο διαμέρισμα του Εναγόμενου. Κατέθεσε επίσης και αντίγραφο γραμματίου συνήθους τύπου ως Τεκμήριο 3, για χρήματα που η ίδια δάνεισε στον Εναγόμενο και επανέλαβε τον ισχυρισμό της ότι της οφείλεται υπόλοιπο. Με τις επιστολές των δικηγόρων της, Τεκμήριο 4, απαίτησε τα κατά την ίδια οφειλόμενα, αλλά ο Εναγόμενος δεν τα εξόφλησε. Πρόσθεσε ότι η συμβίωση των διαδίκων δεν έληξε ειρηνικά, καθότι, ως ανέφερε, ο Εναγόμενος την πέταξε έξω με τη βία. Αντεξεταζόμενη ισχυρίστηκε ότι ο Εναγόμενος συμφώνησε ότι σε περίπτωση χωρισμού τους δεν θα κατακρατούσε τα έπιπλα. Δεν είχε μαζί της τα τιμολόγια που αντιστοιχούσαν στις εγγραφές του Τεκμηρίου 2. Ούτε ήταν σε θέση ν’ αναφέρει ποια ήταν η αξία των επίπλων που χρησιμοποιήθηκαν κοινώς για τα 3 χρόνια της συμβίωσης, αλλά επέμεινε ότι τ’ απαίτησε από τον Ενάγοντα, μάλιστα στην παρουσία αστυνομικού, και ο Εναγόμενος αρνήθηκε να τα παραδώσει. Επεξήγησε ότι δεν πλήρωνε για λογαριασμούς ή για ενοίκιο όταν διέμενε με τον Εναγόμενο επειδή η ίδια έβαλε «τα πάντα μέσα στο σπίτι» και αρνήθηκε ότι κατά τη συμβίωση ενοικίαζε τα δικά της ακίνητα.

            Ο Εναγόμενος επίσης κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της δικής του κυρίως εξέτασης. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι από τη συμβίωσή του με την Ενάγουσα στο δικό του διαμέρισμα (σχετικό ήταν το Τεκμήριο 5 που κατέθεσε), η τελευταία επωφελείτο λόγω του ότι δεν πλήρωνε ενοίκιο για επαγγελματική στέγη, ότι νοίκιαζε τα δικά της ακίνητα, ότι δεν πλήρωνε για τη διατροφή της και ότι δεν πλήρωνε για λογαριασμούς ρεύματος (σχετικό ήταν το Τεκμήριο 6 που κατέθεσε) και νερού. Ανέφερε ότι ο ίδιος επωμίστηκε το ποσό των €1.280 για λογαριασμό της Ενάγουσας (σχετικό ήταν το Τεκμήριο 8 που κατέθεσε), αλλά και τις συνθήκες απόκτησης των επίπλων και εξοπλισμού. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το ποσό των τόκων σχετικά με το γραμμάτιο συνήθους τύπου, το οποίο παραδέχθηκε ότι υπέγραψε προς όφελος της Ενάγουσας, εξοφλήθηκε με το ποσό των €700 που της κατέβαλε (σχετικό ήταν το Τεκμήριο 7 που κατέθεσε). Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι τα ποσά που απαιτεί από την Ενάγουσα ως εκείνα που εκείνη επωφελήθηκε λόγω της συμβίωσης, ανέφερε ότι τα υπολόγισε από όσα γνώριζε ότι άξιζαν τα σπίτια, αλλά ο ίδιος δεν είναι εκτιμητής ακινήτων. Αποδέχθηκε ότι το ενοικιαστήριο εις το οποίο αφορούσε το ποσό των €1.280 ήταν στ’ όνομά του. Επί του ζητήματος του δώρου των €5.000 από τη μητέρα του για αγορά επίπλων και εξοπλισμού, ο Εναγόμενος ανέφερε ότι η μητέρα του είναι διατεθειμένη να μαρτυρήσει στο Δικαστήριο. Δεν γνώριζε το ακριβές ποσό και τα έξοδα του μήνα για να μπορέσει να απαντήσει εάν η Ενάγουσα συνείσφερε περισσότερα ή λιγότερα από εκείνον. Σε σχέση με την απαίτηση της Ενάγουσας να της παραδοθούν τα έπιπλα κατά τη διακοπή της συμβίωσης, ο Εναγόμενος ανέφερε ότι η ίδια επέμενε να πεταχτούν τα δικά του έπιπλα και ν’ αγοραστούν καινούργια, για την αγορά των οποίων συνεισέφεραν και οι δύο.

            Με το κλείσιμο και της υπόθεσης από πλευράς Εναγόμενου, οι δικηγόροι των διαδίκων παρέδωσαν στο Δικαστήριο αγορεύσεις.

Από την πλευρά του ο συνήγορος της Ενάγουσας προτείνει ότι δημιουργήθηκε συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και με τη λήξη της συμβίωσης τα διάδικα μέρη έπρεπε να αποκατασταθούν. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, η μαρτυρία της πελάτη του πρέπει να γίνει αποδεχτή ενώ εκείνη του Εναγόμενου θα πρέπει ν’ απορριφθεί και το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει και ανάλογη απόφαση υπέρ της Ενάγουσας.

Η δικηγόρος του Εναγόμενου με τη δική της αγόρευση αναφέρει ότι η μαρτυρία της Ενάγουσας ήταν γενική και αόριστη και η περιγραφή των αντικειμένων η αξία των οποίων απαιτείται δεν συμβαδίζει με τα όσα αναφέρονται στις επιστολές του δικηγόρου της Ενάγουσας Τεκμήριο 4. Το δε γραμμάτιο εξοφλήθηκε. Θέση της ήταν ότι η Απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της υπόθεσης της Ενάγουσας και την έκδοση απόφασης υπέρ του Εναγόμενου.

            Κατά τη διάρκεια της ζωντανής δίκης ενώπιον μου παρακολούθησα με προσοχή και τους δύο μάρτυρες. Ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας κατέχει τη δική του ξεχωριστή θέση στο δικαστικό έργο. Επί του θέματος έχουν θεμελιωθεί διαχρονικές αρχές, οι οποίες, με τη σειρά τους αναδεικνύουν και τη σημαντικότητα του έργου τούτου της αξιολόγησης[1]. Υπενθυμίζεται το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[2].

            Κατά την μαρτυρία της η Ενάγουσα ήταν εριστική και απότομη στις απαντήσεις της προς τη δικηγόρο του Εναγόμενου. Κυριότερα όμως, μέσα από τις απαντήσεις αυτές αναδύθηκε μαρτυρία, η οποία, αφενός, δεν είχε δοθεί με την κύρια εξέτασή της και αφετέρου, για την οποία δεν υπήρχε - αλλά και δεν συνήδε με το υπάρχον - δικογραφικό υπόβαθρο. Δηλαδή, η Ενάγουσα ανέφερε – και τούτο μόνον κατά την αντεξέτασή της - ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρξε συμφωνία όπως σε περίπτωση που η σχέση της με τον Εναγόμενο δεν πήγαινε καλά, τα έπιπλα της, όπως τα ονόμασε, θα τα έπαιρνε μαζί της. Δικογραφικώς, το θέμα της προφορικής συμφωνίας τίθεται μόνον ως διαζευκτική βάση για αξίωση του επίδικου ποσού της αξίας των επίπλων στο δικόγραφο της Ενάγουσας, πλην όμως πουθενά αλλού δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην ύπαρξη προφορικής συμφωνίας με το περιεχόμενο που περιέγραψε η Ενάγουσα κατά την αντεξέτασή της ή ότι τούτη η συμφωνία παραβιάστηκε από τον Εναγόμενο επειδή ο δεύτερος δεν της επέστρεψε τ’ αντικείμενα. Η ίδια η Ενάγουσα, στην κύρια εξέτασή της, δεν αναφέρθηκε καν σε ύπαρξη συμφωνίας. Ούτε καν κατά τις 9.4.14 – ημερομηνία της πρώτης επιστολής των δικηγόρων της Ενάγουσας και μέρος του Τεκμηρίου 4 – έγινε οποιαδήποτε αναφορά είτε σε συμφωνία, είτε σε απαίτηση επιστροφής των αντικειμένων, αυτών καθ’ αυτών, επί τη βάση της όποιας συμφωνίας. Η θέση της Ενάγουσας ήταν - ως φαίνεται - διαχρονικά ότι απαιτούσε ποσό χρημάτων που αντιπροσώπευαν την αξία των αντικειμένων που η ίδια αγόρασε και παρέμειναν στο διαμέρισμα του Εναγόμενου και όχι τ’ αντικείμενα αυτά καθ’ αυτά στη βάση συμφωνίας περί επιστροφής τους. Ο ισχυρισμός της ότι η ίδια ζήτησε από τον Εναγόμενο να της παραδώσει τα επίδικα έπιπλα και ότι μάλιστα τούτο έγινε παρουσία της αστυνομίας και έχοντας προηγουμένως καλέσει φορτηγό για μεταφορά, προβλήθηκε επίσης για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή της και ουδέποτε προηγουμένως. Με τις θέσεις της αυτές, η Ενάγουσα, παρουσίασε στο Δικαστήριο μια συγκεχυμένη και αντιφατική εικόνα του τι εν τέλει διαμείφθηκε μεταξύ των διαδίκων. Κακή εντύπωση επίσης προκάλεσε και η αναφορά της ότι τα σχετικά τιμολόγια αγορών για τα επίδικα αντικείμενα πιθανόν να τα έχει ο προηγούμενος δικηγόρος της αφήνοντας να νοηθεί ότι αυτά υπήρχαν μεν, χωρίς δε να δίδεται οποιαδήποτε επεξήγηση για τη μη προσκόμισή τους στο Δικαστήριο. Το ζήτημα αυτό απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, μια και η Ενάγουσα, για την απόδειξη του ποσού της απαίτησής της, στηρίχθηκε στα Τεκμήρια 1 και 2. Στο Τεκμήριο 2 όμως δεν αναγράφονται οποιαδήποτε αντικείμενα, αλλά μόνον συναλλαγές από καταστήματα που πιθανώς να πωλούν, μεταξύ άλλων, και έπιπλα. Προσθέτω ότι η Ενάγουσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε συσχέτιση των αναγραφόμενων ποσών με τα δικογραφημένα αντικείμενα ή, εν πάση περιπτώσει, με οποιαδήποτε αντικείμενα, παρά μόνο μαρτύρησε επί του θέματος γενικά. Ως προς το συνολικό κατ’ ισχυρισμό ποσό εις το οποίο ανέρχεται η αξία των επίδικων αντικειμένων, η Ενάγουσα δεν προέβη καν σε υπολογισμό του και επίσης παρουσίασε γενικά το ζήτημα, αρκούμενη στο να τονίσει με κίτρινο χρώμα εγγραφές συναλλαγών στο Τεκμήριο 2. Ενώ το τελικό ποσό που απαίτησε στην κυρίως εξέτασή ήταν €15,552.83, με το δικόγραφό της απαίτησε €15,300.00, δίχως να δίδεται οποιαδήποτε επεξήγηση για τη, έστω και μικρή, διαφορά. Παρόμοια αδυναμία στη μαρτυρία της και ασυμφωνία με το δικόγραφό της παρουσιάστηκε και στο ζήτημα του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού των τόκων στη βάση του Τεκμηρίου 3 γραμματίου συνήθους τύπου. Ενώ στο δικόγραφό της η Ενάγουσα καταγράφει αριθμό πληρωμών που έγιναν από τον Εναγόμενο έναντι της οφειλής του γραμματίου, καμία μαρτυρία δεν προσκόμισε προκειμένου ν’ αποδείξει τον τρόπο που πρόκυπτε το απαιτούμενο υπόλοιπο, ούτε τον υπολογισμό των τόκων σε συνάρτηση με το κατ’ ισχυρισμό υπόλοιπο.

Εν όψει όλων των πιο πάνω κρίνω ότι δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία της Ενάγουσας για να προβώ σε ευρήματα επί των επίδικων θεμάτων, εκτός από τα γεγονότα εκείνα τα οποία ήταν κατ’ ουσία παραδεκτά και τα οποία δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση κατά την ακρόαση.

Παρόμοια άποψη σχημάτισα και για τη μαρτυρία του Εναγόμενου, την οποία κρίνω ως γενική, αόριστη και εν μέρει αυτοαναιρετική. Εξηγώ: ο Εναγόμενος υποστήριξε ότι η Ενάγουσα του οφείλει διάφορα ποσά, κάποια εκ των οποίων πρόκυψαν από το ότι ο ίδιος επωμιζόταν, κατά τ’ άλλα, κοινά έξοδα αποκλειστικά. Αναφορικά με το θέμα της διατροφής ισχυρίστηκε ότι επωμίστηκε ποσό €15,000 για κάλυψη της διατροφής της Ενάγουσας, πλην όμως κατά την αντεξέτασή του παραδέχθηκε ότι δεν γνώριζε ούτε πόσα εν τέλει ο ίδιος συνεισέφερε ούτε πόσα συνεισέφερε η Ενάγουσα. Ενώ δηλαδή μεγάλο μέρος - αν όχι το μεγαλύτερο - της υπόθεσης του Εναγόμενου ήταν η αξίωση κατ’ ισχυρισμό ποσών που δαπανούσε ο ίδιος και αφορούσαν την Ενάγουσα, ή εν πάση περιπτώσει τα κοινά έξοδα συμβίωσής τους από την οποία η Ενάγουσα επωφελείτο, εν τέλει, ο ίδιος ο Εναγόμενος, άφησε νοηθεί ότι η Ενάγουσα συνεισέφερε κάποιο ποσό, αλλά δεν γνώριζε ποιο ήταν αυτό. Το γεγονός δε ότι ούτε για τον εαυτό του δεν μπορούσε να προσδιορίσει το ποσό συνεισφοράς, έθεσε εν αμφιβόλω και το βασικό επιχείρημά του. Με άλλα λόγια, ενώ ο Εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι δαπάνησε συγκεκριμένα ποσά για τη διατροφή και στέγαση της Ενάγουσας στο διαμέρισμά του τα υπολόγισε και ανταπαιτεί, εν τέλει, κατ’ ουσία, αναίρεσε τη θέση του δηλώνοντας άγνοια για το ποσό συνεισφοράς εκάστου εκ των διαδίκων στην τέως κοινή τους στέγη.

Η δε απαίτησή του Εναγόμενου για την απόδοση σ’ αυτόν το ήμισυ της ενοικιαστικής αξίας του διαμερίσματός του παρέμεινε χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση, μια και ο ίδιος βασίστηκε, κατά τη μαρτυρία του, σε συνομιλία του με εκτιμητή, η μαρτυρία του οποίου, αναιτιολόγητα, δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

Τέλος και αναφορικά με την απαίτηση του Εναγόμενου για το ποσό των €1280 το οποίο κατ’ ισχυρισμό πλήρωσε για λογαριασμό της Ενάγουσας, η θέση του Εναγόμενου δεν ήταν ξεκάθαρη. Ενώ δικογραφικά άφηνε κάπως να νοηθεί ότι η εν λόγω πληρωμή συνδεόταν με κάποιο τρόπο, αλλ’ όχι ρητώς, με το ζήτημα της εξόφλησης των τόκων για την οφειλή του προς την Ενάγουσα στη βάση του γραμματίου συνήθους τύπου, στη μαρτυρία του προώθησε ότι επρόκειτο περί υπερπληρωμής, δηλαδή ότι το εν λόγω ποσό πληρώθηκε πέραν από την εξόφληση των τόκων του γραμματίου. Η θέση τούτη όμως προσέκρουσε με τη σειρά της στην επιστολή της δικηγόρου του ημερομηνίας 17.4.14 η οποία κατατέθηκε ως μέρος του Τεκμηρίου 4 και στην οποία καταγράφεται ότι το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε ως μέρος των τόκων και το υπόλοιπο εξοφλήθηκε με τη μεταφορά που καταγράφηκε στο Τεκμήριο 7.    

Συναφώς και εν όψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ούτε η μαρτυρία του Εναγόμενου ήταν αξιόπιστη ούτως ώστε να δύναται ν’ αποτελέσει ασφαλές έδαφος για εξαγωγή συμπερασμάτων.

Στη βάση των γεγονότων που έγιναν παραδεχτά κατά τα δικόγραφα και εκείνων τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, αλλά και της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κάμνω τα εξής ακόλουθα ευρήματα:

Οι διάδικοι για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι και την 23.8.13 συζούσαν σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του Εναγόμενου. Στις 22.10.10, ο Εναγόμενος υπέγραψε γραμμάτιο συνήθους τύπου προς όφελος της Ενάγουσας με το οποίο ανέλαβε να της αποπληρώσει το ποσό των €30,000 που τον δάνεισε με ισόποσες μηνιαίες δόσεις των €400 εκάστη και με την πρώτη δόση πληρωτέα την 1.11.11, με τόκο προς 4% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως. Ο Εναγόμενος κατέβαλε στην Ενάγουσα ποσό χρημάτων προς αποπληρωμή της οφειλής του, το οποίο ήταν τουλάχιστον ίσο με ποσό των €30,000. Κατά τη διάρκεια της συμβίωσής των διαδίκων αποκτήθηκαν διάφορα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν από κοινού ως μέρος του εξοπλισμού του εν λόγω διαμερίσματος. Για τα εν λόγω αντικείμενα η Ενάγουσα είχε καταβάλει κάποιο ποσό. Με τη διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων τ’ αντικείμενα αυτά παρέμειναν στο διαμέρισμα του Εναγόμενου. Στις 9.4.14 δικηγόροι για την Ενάγουσα απέστειλαν στον Εναγόμενο επιστολή απαιτώντας να της καταβάλει τα ποσά που αποτέλεσαν και τη βάση της αξίωσης, επιστολή στην οποία απάντησαν οι δικηγόροι του Εναγόμενου με επιστολές στις 17.4.14 και στις 24.4.14 αντίστοιχα και στις οποίες καθιστούσαν τα ζητήματα επίδικα, αλλά και με τις οποίες ισχυρίστηκαν την εξόφληση του ποσού του γραμματίου. Στις 31.7.2015 οι δικηγόροι της Ενάγουσας απάντησαν με τη σειρά τους στις επιστολές της δικηγόρου του Εναγόμενου αρνούμενοι την εξόφληση και επαναλαμβάνοντας .

Ως προς τη γενική νομική πτυχή της υπόθεσης, αναφέρω ότι σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[3]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[4]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει.

Στην προκείμενη περίπτωση όπου υπήρξε απαίτηση και ανταπαίτηση έκαστος εκ των διαδίκων, προς υποστήριξη της δικής του απαίτησης, όφειλε ν’ αποσείσει το γενικό βάρος απόδειξης.

Υπό το φως της νομικής πτυχής προχωρώ να υπαγάγω σ’ αυτή τα ευρήματά μου.

Ως προς την Ενάγουσα, υπενθυμίζω, παρενθετικά, ότι η υπόθεση της στηρίχθηκε δικογραφικώς σε διαζευκτικές αιτίες αγωγής. Αυτές περιλάμβαναν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αποτυχία του ανταλλάγματος, παράβαση συμφωνίας, την αρχή του quantum meruit και δυνάμει καταπιστευμάτων διαφόρων ειδών. Ως προανέφερα η απόκτηση αντικειμένων ως μέρος οικιακού εξοπλισμού, τα οποία τοποθετήθηκαν και εν τέλει παρέμειναν και μετά το χωρισμό των διαδίκων στο διαμέρισμα του Εναγόμενου, ήταν παραδεκτή και αποτέλεσε και σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι πράγματι κάποια αντικείμενα για τα οποία η Ενάγουσα δαπάνησε κάποια χρήματα παρέμειναν στην κατοχή του Εναγόμενου. Κατά την ακρόαση όμως η Ενάγουσα, κατ’ αρχάς, προώθησε τον απλό ισχυρισμό ότι ο Εναγόμενος αρνείται να της πληρώσει το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία των αντικειμένων (παράγραφος 7 της γραπτής δήλωσης της) και έπειτα ότι η συμφωνία της με τον Εναγόμενο ήταν να της επιστρέψει τα έπιπλα σε περίπτωση που η σχέση τους δεν διαρκούσε. Ούτε η ίδια η αγοραστική αξία των αντικειμένων αποδείχτηκε εν τέλει στο Δικαστήριο, αφού η Ενάγουσα δεν έπεισε ότι οι καταστάσεις λογαριασμού που προσκόμισε αφορούσαν τα επίδικα αντικείμενα, ούτε ότι η αξία τους ήταν και εκείνη που απαίτησε με την Αγωγή της. Η δε βάση αξίωσης για παράβαση συμφωνίας και δη της συμφωνίας που η Ενάγουσα περιέγραψε κατά την αντεξετασή της κρίνεται ασυμβίβαστη με την αξίωσή της αυτή καθ’ αυτή, μια και η Ενάγουσα δεν αξίωσε με την Αγωγή της επιστροφή των αντικειμένων, παρά μόνο απόδοση της - κατά την ίδια - πλήρους, αγοραστικής τους αξίας την οποία και δεν απέδειξε. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια συμφωνία, ή εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε συμφωνία με οποιοδήποτε περιεχόμενο δεν δικογραφήθηκε, αλλ’ ούτε αποτέλεσε θέση της Ενάγουσας ότι η συμφωνία της με τον Εναγόμενο ήταν να της καταβάλει το ποσό της αξίας των αντικειμένων – υπενθυμίζω ότι συμφωνία στην Έκθεση Απαίτησης καταγράφεται μόνον ως βάση αγωγής στην παράγραφο 9.

Όπως μόλις προανέφερα, η Ενάγουσα δεν αξίωσε, ούτε δικογραφικά ούτε με μαρτυρία της, είτε την επιστροφή των αντικειμένων, είτε την αξία τους μετά από τη χρήση, αλλά μόνον την κατ’ ισχυρισμό αγοραστική τους αξία. Επιπρόσθετα δεν ισχυρίστηκε με μαρτυρία ότι δημιουργήθηκε οποιοδήποτε καταπίστευμα προς όφελος της και κυριότερα δεν ισχυρίστηκε ποιο ήταν ενδεχομένως το περιεχόμενο του καταπιστεύματος τούτου, είτε δηλαδή εάν επροκείτο περί το κατ’ ισχυρισμό ποσό χρημάτων που δαπάνησε για την αγορά των αντικειμένων, είτε επρόκειτο περί των αντικειμένων αυτών καθ’ αυτών. Έστω όμως και η μαρτυρία ή και το δικόγραφο να υποστήριζε οποιαδήποτε εκ των εκδοχών, αφενός η αγοραστική αξία και συνεπώς το αντίστοιχο ποσό δεν αποδείχθηκαν και αφετέρου η επιστροφή των αντικειμένων δεν αξιώθηκε.

Ως προς την αξίωση στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για σκοπούς πληρότητας και μόνον, παραθέτω απόσπασμα από πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Bank of China (Hong Kong) Limited v. Vaimicus Limited, Πολ. Έφεση Ε79/2018, ημ. 24.11.2023, στην οποία έγινε αναδρομή στις εν λόγω αρχές με το Δικαστήριο να αποφαίνεται ως εξής:

«Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξόδοις του ενάγοντος (at the plaintiff's expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust) (βλ. Goff and Jones The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45, Chitty (ανωτέρωπαρ. 29-0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 Α.Α.Δ. 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti v. Sawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και μια τέταρτη, σύμφωνα με την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόμενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση»

Δεδομένων των όσων προανέφερα αναφορικά τόσο με το τι η Ενάγουσα αξίωσε με το δικόγραφό της και προσθέτοντας στο σκεπτικό μου το γεγονός ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε αναφορικά με τυχόν αξία των αντικειμένων έστω και ως μεταχειρισμένων μετά από τη χρήση που τους έγινε από τους διαδίκους κατά τη συμβίωσή τους, δεν είναι δυνατό ούτε να αποδοθεί οποιαδήποτε θεραπεία στη βάση εύλογης αποζημίωσης ή να αποκατασταθεί η όποια απώλεια των αντικειμένων στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και τούτο γιατί, ελλείψει σχετικής αξιόπιστης μαρτυρίας, το Δικαστήριο ήταν σε θέση μόνον να προβεί σε γενική διαπίστωση περί της παραμονής κάποιων αντικειμένων στο διαμέρισμα του Εναγόμενου που αποκτήθηκαν με κάποια συνεισφορά από την Αιτήτρια. Δεν είναι επομένως δυνατό το ίδιο το Δικαστήριο να προβεί από μόνο του σε οποιοδήποτε υπολογισμό προς το προσδιορισμό και επανόρθωση μιας κατάστασης πραγμάτων η πλήρης μορφή της οποίας ουδέποτε τέθηκε ενώπιον του.  

Αναφορικά με την αξίωση της Ενάγουσας για απόδοση σ’ εκείνην μέρους της αύξησης της περιουσίας του Εναγόμενου, πέραν από το ότι κάποια αντικείμενα στην αγορά των οποίων συνεισέφερε και η ίδια, δεν υπήρξε μαρτυρία περί άλλης περιουσίας επί της οποίας εγέρθηκε η απαίτηση. Εν όψει της αποτυχίας της Ενάγουσας ν’ αποδείξει την αξία των επίδικων αντικειμένων, δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η όποια αύξηση στην περιουσία του Εναγόμενου και ν’ αποδοθεί κατ’ επέκταση και ανάλογη θεραπεία.

Τέλος, ως προς την αξίωση για το κατ’ ισχυρισμό υπόλοιπο των τόκων που πρόκυψαν από τη μη εξόφληση του γραμματίου συνήθους τύπου και εν όψει της απόρριψης της μαρτυρίας της Ενάγουσας επί του σημείου, κρίνω ότι η Ενάγουσα, δεν απέσεισε το βάρος που της αναλογούσε και δεν απέδειξε το κατ’ ισχυρισμό υπόλοιπο.  

Εν όψει όλων των ανωτέρω η απαίτηση της Ενάγουσας κρίνεται στο σύνολό της απορριπτέα.

Ως προς την Ανταπαίτηση του Εναγόμενου, έχοντας απορρίψει την μαρτυρία του ως αναξιόπιστη και ελλείψει οποιουδήποτε ευρήματος το οποίο να δύναται βάσιμα να θεωρηθεί ως ικανό ν’ αποσείσει το βάρος απόδειξης που αναλογούσε στον Εναγόμενο στον απαιτούμενο βαθμό, κρίνω ότι και αυτή είναι απορριπτέα.

Εν κατακλείδι τόσο η Αγωγή όσο και η Ανταπαίτηση απορρίπτονται. Ως προς τα έξοδα και εν όψει της συνεκδίκασης, αλλά και του αποτελέσματος, κρίνω ορθό όπως διατάξω κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της.

 

………………....

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

          

             



[1] (βλC & A Pelekanos Associates Limited νΑνδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

[2] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[3] (βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295)

[4] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο