ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Αριθμός Αγωγής: 5635/2013

 

 

Μεταξύ:

 

ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Ενάγοντα

και

 

1. ΚΛΕΑΝΘΙΑ ΜΑΜΑ

2. COMMERCIAL GENERAL INSURANCE LTD

Εναγόμενοι

 

 

20 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενους/Αιτητές: κ. Σταυράκης για Ρ. & Χ. Σταυράκης ΔΕΠΕ

Για Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση: κα Στ. Ερωτοκρίτου με κ. Μένταλη για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σια ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στην αίτηση των Εναγόμενων/Αιτητών ημερομηνίας 26.9.2023 για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.7.2023

 

 

Στις 31.7.2023 εκδόθηκε τελική απόφαση στην πιο πάνω αγωγή κατόπιν ακρόασης, υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγόμενων 1 & 2, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για ποσό €211.395 πλέον τόκο και έξοδα.

 

Οι Εναγόμενοι δεν πλήρωσαν το ποσό της απόφασης την οποία εφεσίβαλαν. Η έφεση εκκρεμεί προς εκδίκαση.

 

Μέσω της παρούσας Αίτησης, οι Εναγόμενοι ζητούν την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

 

Είναι η θέση τους ότι η έφεση έχει καλές πιθανότητες να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Είναι επίσης η θέση τους ότι ο Ενάγων δεν διαθέτει περιουσία ούτε εισοδήματα από εργασία και, συνεπώς, εάν πληρωθεί το ποσό της απόφασης υπάρχει ο κίνδυνος τυχόν επιτυχία στην έφεση να είναι χωρίς αντίκρισμα γιατί ο Ενάγων δεν θα μπορεί να επιστρέψει το ποσό. Δηλώνουν έτοιμοι να παρέχουν τραπεζική εγγύηση για πληρωμή του ποσού της απόφασης και των επιδικασθέντων εξόδων, ως εξασφάλιση ότι σε περίπτωση επικύρωσης της πρωτόδικης απόφασης αυτή θα ικανοποιηθεί.

 

Ο Ενάγων έχει εγείρει ένσταση στην Αίτηση. Η δική του θέση είναι ότι δεν πρέπει να αποστερηθεί τους καρπούς της επιτυχίας του και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή.

 

Αυτό είναι, συνοπτικά, το υπόβαθρο που προκύπτει από την Αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι συνήγοροι των δύο πλευρών παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν.

 

Πριν προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης, θα αναφερθώ σε ένα διαδικαστικό ζήτημα που έχει προκύψει.

 

Οι Εναγόμενοι έχουν καταχωρήσει την Αίτηση στη βάση της Δ.35 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (παρά το ότι στην νομική βάση αυτής περιλαμβάνεται και το Μέρος 47 των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας).

 

Ο Ενάγων έχει καταχωρήσει την ένσταση του στο Έντυπο 36 του Μέρους 23 των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Η κάθε πλευρά υποστηρίζει ότι η άλλη ενεργεί παράτυπα, βασισμένη σε λάθος διαδικαστικούς Κανονισμούς και ότι το δικόγραφο και αντίστοιχο διάβημα της άλλης πλευράς πρέπει να αγνοηθεί.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 60(1) των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:

 

«60.1. Μεταβατική διευθέτηση

(1) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την 3η Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο το οποίο εγκαθιδρύεται δυνάμει των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ. 3) του 2022, (Ν. 33/1964).

(2) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023.»

 

Συνεπώς, εάν η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης συνιστά «διαδικασία που καταχωρίζεται από 1η Σεπτεμβρίου 2023», τότε αυτή έπρεπε να καταχωρηθεί και να προχωρήσει στη βάση των νέων Θεσμών.

 

Τί συνιστά «διαδικασία» δεν ορίζεται στους νέους Θεσμούς. Έχω όμως την άποψη ότι δεν περιλαμβάνει αίτηση που καταχωρίζεται στον φάκελο αγωγής που καταχωρήθηκε πριν την 1.9.2023.

 

Η παρούσα Αίτηση δεν είναι ανεξάρτητο διάβημα. Καταχωρίστηκε στον φάκελο της αγωγής, φέρει τον ίδιο τίτλο και είναι ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου (έστω με άλλη σύνθεση) που εξέδωσε την επίδικη πρωτόδικη απόφαση.

 

Συνεπώς, εμπίπτει στο πλαίσιο διαδικασίας που προϋπήρχε της 1.9.2023 και όχι «διαδικασίας που καταχωρίστηκε από 1.9.2023». Συνεπώς, το πλαίσιο εκδίκασης της Αίτησης καθορίζεται από τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

Ακολουθεί ότι η καταχώρηση της ένστασης στο Έντυπο 36 του Μέρους 23 των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, συνιστά λανθασμένο τύπο. Η ένσταση έπρεπε να ήταν στη μορφή που καθορίζεται από τους παλαιούς Θεσμούς.

 

Κρίνω όμως ότι η χρήση λάθους τύπου δεν είναι μοιραία. Συνιστά παρατυπία που μπορεί και πρέπει να διορθωθεί. Η ένσταση, έστω καταχωρημένη σε λάθος τύπο, περιλαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα στοιχεία ενώ, παράλληλα, δεν διακρίνω να έχει επηρεαστεί δυσμενώς η άλλη πλευρά από την παρατυπία. Όπως φαίνεται από την αγόρευση του συνηγόρου των Εναγόμενων, πλήρως έχει αντιληφθεί τους λόγους ένστασης που προβάλλονται.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η παρατυπία διορθωθεί τόσο στη βάση της Δ.64 Θ. 2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όσο και στη βάση του πρωταρχικού σκοπού των νέων Θεσμών κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 60(2) των νέων Θεσμών[1].

 

Για αυτούς τους λόγους η παρατυπία θεωρείται θεραπευθείσα και έχω εξετάσει τους λόγους ένστασης που προβλήθηκαν καθώς και τη μαρτυρία που υποστηρίζει την ένσταση.

 

Προχωρώ στην ουσία του αιτήματος.

 

Η Αίτηση εδράζεται στη Δ.35 θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (παλαιών Θεσμών) που προνοεί ότι:

 

«An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.»

 

Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, κάποια θετική υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από δικαστική απόφαση, υπό όρους που θα κρίνει εύλογους και δίκαιους υπό τις περιστάσεις[2].

 

Στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη απόφαση δημιουργεί θετική υποχρέωση εφόσον διατάζει την πληρωμή ποσού από τους Εναγόμενους προς τον Ενάγοντα. Συνεπώς θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αναστολής.

 

Ως προς τον τρόπο που πρέπει να ασκεί τη διακριτική του εξουσία το Δικαστήριο όταν αποφασίζει εάν θα χορηγήσει αναστολή, καθοδήγηση παρέχεται από τη νομολογία.

 

Συνοψίζοντας τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία, όταν το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει επί αιτήματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης έφεσης, πρέπει να σταθμίσει κατά κύριο λόγο δύο παράγοντες. Πρώτα, πρέπει να λάβει υπόψη τη φυσιολογική προσδοκία του επιτυχόντα διάδικου να δρέψει τους καρπούς της επιτυχίας του. Κατά δεύτερον, πρέπει να προσμετρήσει τον κίνδυνο η οποιαδήποτε επιτυχία κατ’ έφεση να καταστεί άνευ αντικρίσματος εάν η εκτέλεση της απόφασης δεν έχει ανασταλεί στο μεταξύ[3].

 

Επανέρχομαι στην προκείμενη περίπτωση για να εξετάσω κατά πόσο η εκτέλεση της επίδικης απόφαση είναι ορθό να ανασταλεί.

 

Έχω εξετάσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου και τις εκατέρωθεν θέσεις.

 

Η επιτυχής κατάληξη της αγωγής αναμφίβολα δημιούργησε στον Ενάγοντα την προσδοκία ότι δικαιούται το όφελος της απόφασης που εξασφάλισε. Το εξ αποφάσεως χρέος είναι ανικανοποίητο και ο Ενάγων προσμένει, δικαίως, την πληρωμή του.

 

Οι Εναγόμενοι έχουν εφεσιβάλει την απόφαση και επισυνάπτουν αντίγραφο της έφεσης στην Αίτηση τους. Αναφέρονται εκτενώς στους λόγους έφεσης, τόσο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση όσο και στην αγόρευση του δικηγόρου τους. Η τύχη της έφεσης θα κριθεί από το Εφετείο και όχι από το παρόν Δικαστήριο. Ούτε μπορεί να γίνει πρόγνωση για το αποτέλεσμα[4].

 

Σε σχέση με τη θέση των Εναγόμενων ότι ο Ενάγων δεν εργάζεται και δεν διαθέτει περιουσία ώστε να επιστρέψει το επιδικασθέν ποσό σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, οι Εναγόμενοι παρουσιάζουν και παραπέμπουν σε αποσπάσματα γραπτής δήλωσης που υιοθέτησε ο Ενάγων κατά την ακρόαση καθώς και αποσπάσματα των πρακτικών της διαδικασίας από την αντεξέταση του.

 

Από αυτά φαίνεται πράγματι να υπάρχουν αναφορές του Ενάγοντα ότι δεν εργάζεται και δεν είναι σε θέση να εργαστεί, λόγω έλλειψης προσόντων και λόγω της κατάστασης της υγείας του που χαρακτηρίζεται μόνιμη.

 

Αντίθετη μαρτυρία ή μαρτυρία που να αντικρούει αυτές τις αναφορές δεν τέθηκε ενώπιον μου.

 

Για να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή, οι Εναγόμενοι δηλώνουν έτοιμοι να παρέχουν τραπεζική εγγύηση ως εξασφάλιση ότι θα εξοφλήσουν την απόφαση εάν δεν επιτύχει η έφεση τους. Παράλληλα ζητούν την αναστολή για να διασφαλίσουν ότι ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης δεν θα είναι χωρίς αντίκρισμα.

 

Σταθμίζοντας αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι είναι ορθό να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια προς ικανοποίηση του αιτήματος για αναστολή μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, υπό όρους που να εξισορροπούν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των δύο πλευρών.

 

Συνεπώς, η εκτέλεση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 31.7.2023 στην παρούσα αγωγή αναστέλλεται μέχρι 31.3.2024. Η αναστολή θα συνεχίσει μέχρι την εκδίκαση ή κατ’ άλλο τρόπο αποπεράτωση της πολιτικής έφεσης που καταχωρήθηκε από τους Εναγόμενους εναντίον αυτής υπό τους εξής, σωρευτικά, όρους:

 

1          Η Εναγόμενη 2, μέχρι τις 31.3.2024, να καταθέσει στο Δικαστήριο τραπεζική εγγύηση υπέρ του Ενάγοντα, για το ποσό της απόφασης πλέον επιδικασθέντες τόκους μέχρι την ημερομηνία αποπεράτωσης της έφεσης.

 

2          Εκτός εάν το ποσό των εξόδων συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων οπόταν αυτά καθίστανται αμέσως πληρωτέα, οι Εναγόμενοι να πληρώσουν προς τους δικηγόρους του Ενάγοντα το ποσό των επιδικασθέντων εξόδων της αγωγής εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης στους δικηγόρους των Εναγόμενων εγκεκριμένου καταλόγου εξόδων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η πληρωμή των εξόδων να γίνει νοουμένου ότι πριν την είσπραξη τους οι δικηγόροι του Ενάγοντα θα υπογράψουν και καταχωρίσουν στο Δικαστήριο, με ενημέρωση στην άλλη πλευρά, ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης ότι θα τα επιστρέψουν με νόμιμο τόκο ετησίως σε περίπτωση ακύρωσης κατ’ ‘έφεση της πρωτόδικης διαταγής για επιδίκαση των εξόδων της αγωγής υπέρ του Ενάγοντα.

 

Η παράλειψη τήρησης ή συμμόρφωσης με οποιονδήποτε όρο της αναστολής, ως ανωτέρω, καθιστά αμέσως την χορηγηθείσα αναστολή τερματισθείσα και την επίδικη απόφαση εκτελεστή.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης, υπό τις περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της καθώς και το αποτέλεσμα, κρίνω ορθό όπως ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της έφεσης και εκδίδεται αντίστοιχη διαταγή.

 

 

(Υπ.)  ………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Ανδρέα Αζά ν Ειρηνούλλας Χρίστου Παρακα άλλως Ειρηνούλλας Αζά, Πολιτική Έφεση Ε31/2023, ημερομηνία 30.11.2023.

[2] Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Λύρα κ.α. (αρ. 1) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1384, Fotiou and Another v. Petrolina Ltd. (1984) 1 C.L.R. 708, In re E.S. (an Infant) (1986) 1 C.L.R. 119, Aftomata Eleourgia v Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524.

[3] Χαραλάμπους ν Α. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1978, The Governor and the Company of the Bank of Scotland v S.S. Suphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955, Παπακόκκινου v Glykys and Araouzos (Insurances) Ltd κ.α. (1998) 1 (Α) ΑΑΔ 513

[4] Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο