ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 935/16

Μεταξύ:

1.   Μαρίας Μιχαήλ, εκ Λευκωσίας

2.   Θεοφάνης Κυριάκου Φυρίλλα

Εναγόντων

-και-

 

Μάριου Φυρίλλα, αποβιώσαντα δια μέσω της Μαρίνας Καντούνα και Ηλιάνα Φυρίλλα, ως διαχειριστές της περιουσίας του, εκ Λευκωσία

 

Εναγόμενου

 

 

Ημερομηνία: 16 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κ. Θ. Παπαθεοδώρου για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους: κα Α. Λυκούργου μαζί με κα Ρ. Χαραλάμπους

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.     Οι Ενάγοντες, αποτελούν μητέρα και υιό οι οποίοι καταχώρησαν την παρούσα αγωγή στις 23.2.2016 εναντίον του αδελφού του συζύγου της Ενάγουσας 1. Ο σύζυγος της Ενάγουσας 1, κ. Κυριάκος Φυρίλλας κατέθεσε ως ένας εκ των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν κατά την ακροαματική διαδικασία. 

 

2.     Οι Ενάγοντες κατά την καταχώρηση της αγωγής αξίωναν γενικές, παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις λόγω της επίθεσης, δυσφήμισης, συκοφαντίας, επιζήμιας ψευδολογίας και παραβίασης των δικαιωμάτων τους σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.

 

3.     Εκκρεμούσης της αγωγής ο τότε εναγόμενος, αδελφός του Κυριάκου Φυρίλλα, απεβίωσε («ο Αποβιώσαντας») και η αγωγή προωθήθηκε εναντίον της περιουσίας του. Διαχειριστές της περιουσίας του διορίσθηκαν οι Εναγόμενοι εναντίον των οποίων η αγωγή σήμερα προωθείται.

 

4.     Οι Ενάγοντες δυνάμει του άρθρου 34(1) του Κεφ. 189, εγκατέλειψαν την αξίωση τους σε σχέση με το αδίκημα της δυσφήμισης.[1] Η δήλωση τους περί τούτου, συμπαρασύρει και την αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης σε «συκοφαντία», εφ’ όσον περιλαμβάνεται στον ορισμό της «δυσφήμισης» δυνάμει του άρθρου 17(1) του Κεφ. 148.

 

5.     Προς υποστήριξη της απαίτησης κατέθεσε ο αδελφός του Αποβιώσαντα κ. Κυριάκος Φυρίλλας (ΜΕ2) και η σύζυγος του, Ενάγουσα 1 (ΜΕ2) (σωρευτικά «οι Μάρτυρες»). Δεν δόθηκε μαρτυρία από πλευράς Αποβιώσαντα, με την συνήγορο των Εναγόμενων να προωθεί σθεναρά τη θέση ότι με βάση και τη φύση των εκατέρωθεν δικογραφημένων εκδοχών, δεν δύναται να υπάρξει δίκαιη δίκη για τον Αποβιώσαντα, εφόσον αποστερήθηκε από τον τελευταίο, λόγω του θανάτου του, να προβάλει την δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα που οι Ενάγοντες επικαλούνται. Η πλευρά των Εναγόμενων αξίωσε τη διακοπή της αγωγής για τον πιο πάνω λόγο με το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση) να αφήνει το ζήτημα για να κριθεί στο πλαίσιο της δίκης. Από την αντίπερα όχθη, ο συνήγορος των Εναγόντων προβάλλει ότι η διεξαγωγή της δίκαιης δίκης είναι εφικτή προβάλλοντας ότι δεν υπήρξε εκτενής αντεξέταση επί της μαρτυρίας των Μαρτύρων ενώ δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για τον Αποβιώσαντα, καλώντας το Δικαστήριο να αντιμετωπίσει τη μαρτυρία των Μαρτύρων ως αναντίλεκτη και αποδεχτή από την πλευρά των Εναγόμενων.  

 

ΙΙ.  ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

(α)  Η Έκθεση Απαίτησης

6.     Επί της ουσίας των θέσεων τους, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η Ενάγουσα 1 διέμενε στο ισόγειο διώροφης οικοδομής στη Λευκωσία, μαζί με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά τους («η Οικοδομή»). Ο Αποβιώσαντας διέμενε στον πρώτο όροφο της Οικοδομής. Το οικόπεδο επί του οποίου βρισκόταν η Οικοδομή, μεταβιβάστηκε το έτος 1998 από τους γονείς του Αποβιώσαντα κατά ½ μερίδιο επ’ ονόματι του ιδίου και επ’ ονόματι του Κυριάκου Φυρίλλα. Διατηρήθηκε δε δικαίωμα επικαρπίας των γονέων τους.  Το έτος 2008 και λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του Αποβιώσαντα, η σύζυγος του τελευταίου απαίτησε από την μητέρα του όπως παραιτηθεί του δικαιώματος της για επικαρπία επί της Οικοδομής. Η ίδια αρνήθηκε. Συνεπεία τούτου, ο Αποβιώσαντας και η σύζυγος του προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες που σκοπό έχουν την παραίτηση της μητέρας του Αποβιώσαντα από το εν λόγω δικαίωμα της για επικαρπία. Οι σχετικές ενέργειες του Αποβιώσαντα αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελιών στην Αστυνομία, που οδήγησαν στην καταχώρηση διάφορων ποινικών υποθέσεων εναντίον του αλλά και εναντίον της συζύγου του. Σε μία εξ αυτών ο Αποβιώσαντας καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής. Ακολούθως, οι Ενάγοντες παραθέτουν λεπτομέρειες «επίθεσης και/ή δυσφήμισης και/ή συκοφαντίας και/ή παραβίασης του δικαιώματος για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.» Εκεί αναφέρεται ότι:

«11.1  Κατά ή περί την 18/07/2013 και περί τις 18:45, καθώς η Ενάγουσα 1 οδηγούσε το όχημα της επί της οδού Ομήρου στην Αγλαντζιά κατευθυνόμενη προς το σπίτι της πεθεράς της, με συνεπιβάτη τον Ενάγοντα 2, αντιλήφθηκε μοτοσικλετιστή να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση, εντός της λωρίδας της και να οδηγά με τρόπο ζικ-ζακ κατευθυνόμενος προς αυτήν.

 

11.2 Η Ενάγουσα 1 ελάττωσε ταχύτητα για να αποφευχθεί η σύγκρουση. Οταν πλησίασε ο μοτοσικλετιστής, η Ενάγουσα 1 αντιλήφθηκε ότι ήταν ο Εναγόμενος ο οποίος πέρασε από δίπλα της και πραγματοποιώντας επαναστροφή την ακολούθησε για μικρή απόσταση. Στη συνέχεια, η Ενάγουσα έχασε οπτική επαφή μαζί του και τον είδε ξανά μπροστά της στη πολυκατοικία που διαμένει η πεθερά της, όπου ο Εναγόμενος στάθμευσε τη μοτοσικλέτα του στο χώρο όπου προσπαθούσε να σταθμεύσει η Ενάγουσα 1

 

11.3 Η Ενάγουσα 1 αναγκάστηκε να σταθμεύσει το όχημα της σε άλλο σημείο και όταν αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο μαζί με το παιδί της, Ενάγοντα 2, τότε ο Εναγόμενος τους επιτέθηκε λέγοντας τους, μεταξύ άλλων όταν σε κόψω θα σε κάμω μαύρη που το ξύλο, πισωγλέντισσα και καμάρι είσαι εσύ του παπά σου και της πελλόρατσας σου.

 

11.4  Όλα τα γεγονότα διαδραματίστηκαν παρουσία του Ενάγοντα 2 και της μητέρας του, Ενάγουσας 1, εντός δημοσίας οδού και στη παρουσία περαστικών και/ή περιοίκων και/ή προσώπων γνωστών και αγνώστων για τους Ενάγοντες και την οικογένειας τους.

 

11.5  Η Ενάγουσα κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία και ο Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του Εναγομένου με τη καταχωρηθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ποινική υπόθεση Υπ. Αριθμό 22842/2013 στην οποία ο Εναγόμενος καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής.

 

11.6 Ο Εναγόμενος κατά την αγόρευση του στην ως άνω ποινική υπόθεση, με σκοπό το μετριασμό της ποινής που θα το επιβαλλόταν, ψευδώς ανέφερε ότι υπήρξε πρόκληση εκ μέρους της Ενάγουσας 1. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος, στα πλαίσια της ως άνω υπόθεσης, προέβηκε σε ψευδή καταγγελία εναντίον της Ενάγουσας 1 η οποία τελικά απαλλάχτηκε κατά την εκδίκαση της καταχωρηθείσας υπό του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ποινικής υπόθεσης υπ' Αριθμό 22843/2013 και για την οποία η Ενάγουσα 1 επιφυλάσσει κάθε νόμιμο δικαίωμα της για λήψη περαιτέρω δικαστικών μέτρων.»

 

7.     Συνεχίζουν ότι η επίθεση που δέχθηκαν οι Ενάγοντες δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό αλλά μέρος ενός συστηματικού εκφοβισμού τους από τον Αποβιώσαντα, με σκοπό την άσκηση πίεσης και εξαναγκασμού τους για να μεσολαβήσουν να πείσουν την μητέρα του Αποβιώσαντα, πεθερά της Ενάγουσας 1, να απεκδυθεί του δικαιώματος της για επικαρπία επί της Οικοδομής. Η Ενάγουσα 1 είναι εργαζόμενη και μητέρα τεσσάρων ανήλικων, ενώ ο Ενάγοντας 2 είναι ανήλικος. Το αποτέλεσμα των ενεργειών του Εναγόμενου ήταν, μεταξύ άλλων, η συντριβή της προσωπικότητας των Εναγόντων και/ή η προσβολή τόσο των ιδίων όσο και της οικογένειας τους στον κοινωνικό τους περίγυρο και/η περιβάλλον τους και/ή η παραβίαση του δικαιώματος τους για σεβασμό στην οικογενειακή και ιδιωτική τους ζωή, δεδομένου ότι το συμβάν είχε χρονική διάρκεια και έλαβε χώρα σε δημόσιο δρόμο παρουσία γνωστών και άγνωστων.  Περαιτέρω, οι Ενάγοντες αξιώνουν την πληρωμή γενικών αποζημιώσεων για τον πόνο, την ταλαιπωρία και τη ψυχική οδύνη την οποία υπέστησαν και θα συνεχίσουν να υφίστανται στο μέλλον τόσο οι ίδιοι όσο και η οικογένειά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ενόψει δε και της διάδοσης του συμβάντος ανάμεσα στους φίλους και γνωστούς τους, πλέον αποφεύγουν την οικογένεια των Εναγόντων και άλλαξε η στάση και συμπεριφορά τους έναντι τους ενώ τους αντικρίζουν με δισταγμό, με στοιχεία συγκεκαλυμμένης απόρριψης, σκεπτικισμού, ειρωνείας, με αστεία και ειρωνικά σχόλια σε βάρος τους, ενώ η Ενάγουσα 1 ντρέπεται, προσβάλλεται και αποφεύγει να συναναστρέφεται με το κοινωνικό της περίγυρο από τον καιρό που έλαβε χώρα το συμβάν.

 

8.     Επίσης οι Ενάγοντες αξιώνουν τη πληρωμή παραδειγματικών και/ή τιμωρητικών αποζημιώσεων λόγω της προσχεδιασμένης και/ή επιλήψιμης και/ή κατακριτέας συμπεριφοράς και/ή δράσης του Αποβιώσαντα ο οποίος κατάφωρα περιφρονούσε και/ή περιφρονεί την αξιοπρέπεια και/ή προσωπικότητα των Εναγόντων και/ή παραβιάζει το δικαίωμα τους για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή προς ίδιο όφελος.

 

 

(β)  Έκθεση Υπεράσπισης

9.     Ο Αποβιώσαντας είχε καταχωρήσει υπεράσπιση δια της οποίας αποδέχετο την αποδέχεται την ιδιότητα των διαδίκων πλην όμως παραχώρησε τη δική του εκδοχή γεγονότων. Ειδικότερα, ανέφερε ότι στην Οικοδομή, το 1998 διέμεναν οι γονείς του Αποβιώσαντα. Το ½ του μεριδίου του επί του οποίου βρισκόταν η Οικοδομή μεταβιβάστηκε προς τα δύο αδέλφια, ήτοι τον Αποβιώσαντα και τον Κυριάκο Φυρίλλα, με δικαίωμα επικαρπίας των γονέων τους. Τα έτη 2000 – 2003 κτίστηκε διαμέρισμα στο πάνω μέρος της ισόγειας κατοικίας από τον Αποβιώσαντα και την σύζυγο του, με την συγκατάθεση και του Κυριάκου Φυρίλλα. Από το 2004 ο Αποβιώσαντας διέμενε εκεί με την οικογένεια του ενώ στο ισόγειο συνέχιζαν να διαμένουν οι γονείς του μέχρι και τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 2008 και, ακολούθως, μόνη της η μητέρα τους. Το έτος 2009 κατά το τελικό στάδιο του οριζόντιου διαχωρισμού του ισογείου και του ανωγείου της Οικοδομής η μητέρα τους απαίτησε να συμπεριληφθεί η επικαρπία και στο ανώγειο. Δεδομένου του ότι δεν εξέφρασε την επιθυμία της αυτή προηγουμένως, ο Αποβιώσαντας ανάφερε στην μητέρα του ότι αυτό είναι απαράδεκτο αφού ο ίδιος, η σύζυγος του και η οικογένεια της συνέβαλαν σημαντικά στο κόστος ανέγερσης του ανωγείου. Η μητέρα του Αποβιώσαντα επέμενε στο δικαίωμα επικαρπίας, αρχικά κατηγορώντας την σύζυγο του Αποβιώσαντα για την όλη κατάσταση και, ακολούθως, άρχισε να τους συμπεριφέρεται ανάρμοστα με αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις τους. Επίσης, μετά το θάνατο του πατέρα τους το 2008, ο Αποβιώσαντας, ο Κυριάκος Φυρίλλας και η μητέρα τους, προχώρησαν σε διαχωρισμό της κληρονομιάς τους. Κατά τον διαχωρισμό της κτηματικής κληρονομίας ο Κυριάκος Φυρίλλας, ζήτησε να του μεταβιβαστεί εξ ολοκλήρου ένα οικόπεδο στο Ζύγι, αίτημα το οποίο απέρριψε ο Αποβιώσαντας. Τότε, ο Κυριάκος Φυρίλλας άρχισε να κατηγορεί την σύζυγο του Αποβιώσαντα για την όλη κατάσταση και στην συνέχεια η Ενάγουσα 1 και ο ίδιος άρχισαν να συμπεριφέρονται ανάρμοστα στην σύζυγο του Αποβιώσαντα και την οικογένεια της, με αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις των δύο οικογενειών.

 

10. Σταδιακά οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν και ένα από τα πρώτα σοβαρά επεισόδια εξελίχθηκε στις 21.1.2011, όταν ο Κυριάκος Φυρίλλας ούρλιαζε στη γειτονία κατηγορώντας την σύζυγο του Αποβιώσαντα, κτυπούσε την πόρτα δυνατά και το θυροτηλέφωνο ασταμάτητα χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή ή πρόκληση εκ μέρους του Αποβιώσαντα ή της συζύγου του. Παρόλα αυτά, ο Κυριάκος Φυρίλλας προχώρησε σε καταγγελία της συζύγου του Αποβιώσαντα στην αστυνομία με ψευδείς και αβάσιμες κατηγορίες. Ακολούθησαν και άλλες καταγγελίες στην Αστυνομία, στον Δήμο Αγλαντζιάς και στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, όπως επίσης και επιστολές στον Αποβιώσαντα, στην σύζυγο και πεθερά του. Ο Αποβιώσαντας και σύζυγος του ήταν καθημερινοί αποδέκτες προσβλητικών σχολίων και παρενοχλήσεων από την Ενάγουσα 1, τον Κυριάκο Φυρίλλα και την μητέρα του Αποβιώσαντα.

 

11. Το έτος 2011 η μητέρα του Αποβιώσαντα παραχώρησε το ισόγειο της Οικοδομής στην οικογένεια της Ενάγουσας 1. Επειδή η κατάσταση μεταξύ των δύο οικογενειών ήταν αφόρητη, ο Αποβιώσαντας και η σύζυγος του ξεκίνησαν τη διαδικασία να κτίσουν αλλού όπως και έγινε και μετακόμισαν το καλοκαίρι του 2014.

 

12. Ο Αποβιώσαντας επιρρίπτει ευθύνες στους Ενάγοντες για παρενοχλητική συμπεριφορά προς τον ίδιο, τη σύζυγο του και την οικογένεια της. Παρά τούτο απέφυγαν να προχωρήσουν σε καταγγελίες, μέχρι τις 25.12.2012 όταν ο Κυριάκος Φυρίλλας προξένησε κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο της συζύγου του Εναγόμενου.

 

13. Ο Αποβιώσαντας περαιτέρω και επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία και η καταχώρηση τριών ποινικών υποθέσεων εναντίον του αποδεικνύουν ότι η πρόθεση και επιθυμία της Ενάγουσας 1 και του Κυριάκου Φυρίλλα ήταν εκδικητική, κακοπροαίρετη, καχύποπτη, κακεντρεχής και κακοήθης με σκοπό να ασκήσουν ψυχολογική, οικονομική πίεση και ψυχολογικό εξαναγκασμό και να εξευτελίσουν τον Αποβιώσαντα, την σύζυγο του και την οικογένεια τους. Απώτερος σκοπός της Ενάγουσας 1 και του Κυριάκου Φυριλλα ήταν να αποκομίσουν κτηματικά και χρηματικά οφέλη.

 

14. Σε επιστολή τους τον Οκτώβριο του 2015, την οποία έλαβε o Αποβιώσαντας δια του δικηγόρου του απαριθμούν μία σειρά οικονομικών απαιτήσεων για να προβούν σε εξώδικο συμβιβασμό των ποινικών υποθέσεων και για να μην προχωρήσουν σε αριθμό αστικών αγωγών. Ακόμα και μετά την μετακόμιση του Αποβιώσαντα και της οικογένειας του από την Οικοδομή, η Ενάγουσα 1 και ο σύζυγος της συνεχίζουν να παρενοχλούν και να προκαλούν τον Αποβιώσαντα και την σύζυγο του με διάφορους τρόπους. Παραθέτει ενδεικτικά προς τούτο σχετικά παραδείγματα. Παρ όλες τις προκλήσεις, παρενοχλήσεις και αγωγές, τον Μάιο του 2016, ο Αποβιώσαντας μεταβίβασε κτηματική περιουσία στον αδελφό του ως ένδειξη καλής θέλησης. Προκλητικά και/ή εκδικητικά ο Κυριάκος Φυρίλλας, η Ενάγουσα 1 και η μητέρα του Αποβιώσαντα, επανήλθαν ξανά με κτηματικές απαιτήσεις για εξώδικο διακανονισμό των υποθέσεων.

 

15. Σε ό,τι αφορά το περιστατικό με ημερ. 18.7.2013, ο Αποβιώσαντας αρνείται ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στην παρουσία του Ενάγοντα 2. Συνεχίζει ότι η «επίθεση» που δέχθηκε η Ενάγουσα 1 σε καμία περίπτωση δεν ήταν απρόκλητη, σκληρή, βάναυση και μεγάλης ισχύος, ως ισχυρίζεται. Ισχυρίστηκε δε ότι η Ενάγουσα 1 του ανέκοψε τον δρόμο, τον έβρισε και τον απείλησε. Ο Αποβιώσαντας κατευθύνθηκε προς το μέρος της για να της ζητήσει εξηγήσεις για το επικίνδυνο οδήγημα και για την εξύβριση. Τότε η Ενάγουσα 1 άρχισε να φωνάζει στη μητέρα του Αποβιώσαντα «έλα Φαίδρα να δεις το καμάρι σου.» Το επεισόδιο ήταν μια σύντομη φραστική αντιπαράθεση με την Ενάγουσα την οποία δεν αντιλήφθηκαν οποιοιδήποτε περαστικοί ή γείτονες ή παιδιά και αρνείται ότι την χαρακτήρισε με τις φράσεις που αναφέρει στην παρ. 11.3 της Έκθεσης Απαίτησης.

 

(γ)  Η απάντηση

 

16. Οι Ενάγοντες με την απάντηση τους παραδέχονται ότι οι σχέσεις του Αποβιώσαντα και της συζύγου του με την μητέρα του Αποβιώσαντα είναι κακές συνεπεία της επικαρπίας που η ίδια διατηρεί επί της Οικοδομής. Παραδέχονται επίσης ότι κατά ή περί το 2011 η οικογένεια τους μετακόμισε στην ισόγειο οικία της Οικοδομής και ότι η οικογένεια του Αποβιώσαντα μετακόμισε κατά ή περί το 2014 σε νέα οικία. Κατά τα λοιπά επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους στην Έκθεση Απαίτησης τους στο βαθμό που αντικρούονται με τις θέσεις του Αποβιώσαντα στην Έκθεση Υπεράσπισης του, χαρακτηρίζοντας το μέγιστο των τελευταίων και ως άσχετες.

 

III.  Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

17. Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν ο Κυριάκος Φιρίλλας (ΜΕ1) και η Ενάγουσα 1 (ΜΕ2) και κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις οι οποίες σημειώθηκαν ως Έγγραφα Α και Β, αντίστοιχα.

 

(α)   Μαρτυρία Κυριάκου Φιρίλλα (ΜΕ1)

18. Στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης, ο ΜΕ1 επανέλαβε τα όσα δικογραφήθηκαν σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Κτηρίου και κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 τους τίτλους ιδιοκτησίας του Κτηρίου. Επιπλέον, επανέλαβε τα όσα δικογραφούνται σε σχέση την απαίτηση της συζύγου του Αποβιώσαντα να παραιτηθεί από το δικαίωμα επικαρπίας που είχε μετά από το θάνατο του πατέρα του. Προς υποστήριξη της θέσης του, παρουσίασε ηλεκτρονική αλληλογραφία αναφέροντας ότι αποτελείται από ηλεκτρονική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ του ιδίου και του Αποβιώσαντα, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήρια 2 μέχρι 6. Συνεχίζει ότι η συμπεριφορά του Αποβιώσαντα άρχισε να γίνεται χειρότερη. Αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό το οποίο, κατά τη θέση του, έλαβε χώρα στις 2.1.2012 προβάλλοντας ότι ο Αποβιώσαντας πέρασε αργά το βράδυ έξω από την πίσω πόρτα της οικίας του ΜΕ1 και της Ενάγουσας 1, με αναμμένο φακό, με αποτέλεσμα να τρομοκρατήσει την Ενάγουσα 1. Ο ΜΕ1 βγήκε από το σπίτι για να δει τι γίνεται και ο Αποβιώσαντας ήταν προκλητικός «και έβαλε το πρόσωπο του στα μούτρα μου[2] Τον έσπρωξε με σκοπό να τον απομακρύνει και ο Αποβιώσαντας τον έπιασε από το λαιμό με αποτέλεσμα να του προκαλέσει εκδορές. Υπήρξαν και άλλα περιστατικά τα οποία ανέφερε στην Αστυνομία και προς υποστήριξη της θέσης του παρουσίασε βεβαίωση καταγγελίας στην Αστυνομία, ως Τεκμήριο 7.  Για ό,τι αφορά τις εκδορές που του προκάλεσε, παρουσίασε ως Τεκμήριο 8 βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ακολούθως αναφέρθηκε και σε άλλα περιστατικά ως εξής:

 

(α) «Στις 28.5.2012 ο Εναγόμενος είδε στην αυλή του σπιτιού του την Ενάγουσα 1 όπου πρόσεχε τα 4 ανήλικα παιδιά μας που έπαιζαν και προσέγγισε την Ενάγουσα 1. Εγώ έλειπα στη δουλειά. Ο Εναγόμενος μπροστά την Ενάγουσα 1 και τα παιδιά μας, είπε στην Ενάγουσα 1 με έντονο ύφος ‘πε του Κυριάκου να μεν παρτάρει τη Φαίδρα’ δηλαδή εγώ να μην υποστηρίζω τη μητέρα μας Φαίδρα. Τα παιδιά φοβήθηκαν λόγω  του ύφους του Εναγόμενου. Η Ενάγουσα 1 μου ανέφερε το συμβάν και εγώ κατάγγειλα το περιστατικό στην Αστυνομία για καταγραφή και ανέφερε ότι δεν επιθυμούσα την ποινική δίωξη του αδελφού μου[3]

 

(β) «Στις 31/10/2012 το πρωί, ο Εναγόμενος έπλενε τη βεράντα της οικίας του ορόφου και έριξε όλα τα χώματα και νερά στη βεράντα μας στο ισόγειο αλλά και στο υπόγειο. Η Ενάγουσα 1 έβγαλε φωτογραφίες τις οποίες μου έστειλε»[4] Κατέθεσε φωτογραφίες προς υποστήριξη της θέσης του οι οποίες σημειώθηκαν ως Τεκμήριο 9.

 

(γ) «Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Εναγόμενος ανοίγοντας τη μεταλλική πόρτα, προσπάθησε να εισέλθει στη βεράντα μας απειλώντας ταυτόχρονα για το θέμα της επικαρπίας. Του απαγόρευσα την είσοδο ενώ φοβούμενος για τη ζωή μου τον έσπρωξα. Η Ενάγουσα 1 έβλεπε το συμβάν από το οικόπεδο δίπλα και διαπίστωση ότι η Σούλα βιντεογραφούσε το συμβάν από την οικία του ορόφου. Μου το ανάφερε η Ενάγουσα 1 και προσπάθησα να βιντεογραφήσω τον Εναγόμενο που απειλούσε. Ο Εναγόμενος μόλις αντιλήφθηκε ότι θα τον βιντεογραφούσα κατέθεσε στο υπόγειο και μπήκε στο δωμάτιο του υπογείου αλλά συνέχισε να απειλεί. Εγώ επειδή δεν χειρίζονται καλά τις εφαρμογής του τηλεφώνου στην αρχή έβγαλα φωτογραφίες (…) και στη συνέχεια έβγαλε και φωτογραφία τη Σούλα που βιντεογραφούσε.» Κατέθεσε φωτογραφίες προς υποστήριξη της θέσης του ως  Τεκμήρια 10 και 11, αντίστοιχα.

 

19. Επιπλέον, αναφέρει ότι στις 11.12.2012, καταγγέλθηκε από τον ίδιο ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με τον Εναγόμενο όσον αφορά τον κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης των οχημάτων των δύο οικογενειακών, παραπέμποντας προς τούτο στο Τεκμήριο 7.

 

20. Συνεχίζει ότι στις 30.3.2013, έλαβαν χώρα, μπροστά σε 2 από τα παιδιά του, περιστατικά, για τα οποία ο Αποβιώσαντας καταδικάστηκε για αδίκημα εναντίον της Ενάγουσας 1 σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση. Αντίγραφο της απόφασης του Δικαστηρίου κατέθεσε ως Τεκμήριο 12.

 

21. Ακολούθως αναφέρθηκε στο περιστατικό το οποίο δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τα όσα εκεί αναφέρθηκαν. Για το περιστατικό αυτό, συνεχίζει, ο Αποβιώσαντας καταγγέλθηκε στην Αστυνομία από την Ενάγουσα 1. Το παράπονο της προς την Αστυνομία σημειώθηκε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 13. Συνεπεία του παραπόνου της Ενάγουσας 1, ο Αστυνομικός Διευθυντής άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του Εναγόμενου. Ο Αποβιώσαντας παραδέχθηκε ενοχή και καταδικάστηκε και προς τούτο κατέθεσε αντίγραφο της δικαστικής απόφασης ως Τεκμήριο 14.

 

22. Συνεχίζει ότι μετά το πιο πάνω συμβάν καμία μεταμέλεια είχε δείξει ο Αποβιώσαντας αλλά συνέχισε τις ενέργειες του για να πετύχει την αφαίρεση της επικαρπίας. Προς υποστήριξη της θέσης του, παρουσίασε καταθέσεις του Αποβιώσαντα στην Αστυνομία, ως Τεκμήρια 15 και 16 με τις οποίες, ως αναφέρει «προκάλεσε ποινική δίωξη της Ενάγουσας 1» η οποία οδήγησε στη καταχώρηση εναντίον της ποινικής υπόθεσης. Πλην όμως, ως αναφέρει, η Ενάγουσα 1 απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες. Αντίγραφο της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 17. Στις 28.7.2013 ο ίδιος ο ΜΕ1 κατήγγειλε ότι δέχθηκε επίθεση από τον Αποβιώσαντα, παραπέμποντας προς τούτο στο Τεκμήριο 7. Κατέθεσε επιπλέον ιατρική βεβαίωση για το εν λόγω συμβάν ως Τεκμήριο 18. Παράλληλα, σημείωσε, ότι ο Αποβιώσαντας επίσης κατάγγειλε ότι δέχθηκε και αυτός επίθεση από τον ίδιο και την Ενάγουσα 1. Στις σχετικές ποινικές διώξεις ο ίδιος και η Ενάγουσα 1 αθωώθηκαν και κατέθεσε αθωωτική απόφαση Δικαστηρίου, ως Τεκμήριο 19.

 

23. Ακολούθως περιγράφει το περιστατικό με ημερ. 28.7.13 και τις ισχυριζόμενες επιπτώσεις από αυτό στην οικογένεια του. Προβάλλει επιπλέον ότι ο αντίκτυπος στα παιδιά του από την όλη συμπεριφορά του Αποβιώσαντα φαίνεται στην έκθεση παιδοψυχολόγου, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 20. Αναφέρει δε ότι μετά τα αναφερθέντα συμβάντα, τα παιδιά του απέκτησαν φοβίες. Ιδιαίτερα ο ένας του υιός πριν κοιμηθεί θέλει ο ίδιος προσωπικά να κλείνει τα παράθυρα και να κλειδώνει τις πόρτες του σπιτιού.

 

24. Αναφέρει επιπλέον ότι στα πλαίσια της προσπάθειας του Αποβιώσαντα να αφαιρέσει την επικαρπία της μητέρας του, εκείνος και η σύζυγος του, κατηγόρησαν τον ΜΕ1 για πλαστογραφία. Για την κατηγορία αυτή αθωώθηκε και κατέθεσε την απόφαση του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 21.

 

25.  Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών στο επίδικο περιστατικό με ημερ. 28.7.13. Ανέφερε ότι τον ενημέρωσε η Ενάγουσα 1 η οποία του τηλεφώνησε, ήταν σε σοκ και μετέβη στην Αστυνομία. Αναφορικά με ποινική δίωξη που ακολούθησε, ανέφερε ότι η εκεί ποινική υπόθεση αφορούσε σε αδικήματα δημόσιας εξύβρισης.

 

(β)   Μαρτυρία Ενάγουσας 1

 

26. Η Ενάγουσα 1 στα πλαίσια της δήλωσης της επανέλαβε τα όσα καταγράφονται επί της έκθεσης Απαίτησης και επί της γραπτής δήλωσης του Κυριάκου Φυρίλλα, Έγγραφο Α. Αντεξεταζόμενη σε σχέση με τα πρόσωπα που παρακολούθησαν το επίδικο συμβάν, ανέφρε ότι «το μόνο που θυμούμαι έντονα, γιατί πέρασαν χρόνια, δίπλα από την πολυκατοικία κάθονταν στη βεράντα άτομα, και συγκεκριμένα η οικογένεια αυτή που καθόταν ήταν συμμαθήτρια του γιου μου. Επίσης περνούσαν αυτοκίνητα, είχε άτομα και μιλούσαν που ήταν έξω εκείνη τη μέρα.» Ανέφερε επίσης ότι η ίδια προσβλήθηκε γιατί της φώναζε μπροστά στους γείτονες και το παιδί της.

 

IV.  ΚΟΙΝΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

27. Παρατηρείται ότι μέσω της παρ. 2 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης των Διαχειριστών, οι τελευταίοι παραδέχθηκαν τον ισχυρισμό των Εναγόντων ότι η Ενάγουσα 1 ήταν η μητέρα του Ενάγοντα 2, ότι ο τελευταίος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν 2,5 ετών, ότι ο Αποβιώσαντας ήταν κάτοχος διδακτορικού και δίδασκε σε διάφορα πανεπιστήμια ενώ παράλληλα μετείχε σε ερευνητικά προγράμματα παγκοσμίου εμβέλειας καθώς και το γεγονός ότι η Ενάγουσα 1 μαζί με τον σύζυγο της και τα τέσσερα παιδιά τους διέμεναν στο ισόγειο της Οικοδομής ενώ ο Αποβιώσαντας διέμενε με τη δική του οικογένεια στον πρώτο όροφο. Επιπλέον, μέσω της παρ. 4 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης αποδέχεται τον ισχυρισμό των Εναγόντων, στην παρ. 5 της Τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης ότι το έτος 1998 το οικόπεδο επί του οποίου βρισκόταν η Οικοδομή μεταβιβάστηκε επ’ ονόματι του ΜΕ1 και του Αποβιώσαντα, με δικαίωμα επικαρπίας των γονέων τους, καθώς και το ότι το 2001 ηγέρθηκε η κατοικία του πρώτου ορόφου. Επιπλέον αποδέχεται ότι ο πατέρας του ΜΕ1 και του Αποβιώσαντα απεβίωσε το έτος 2008. Περιπλέον, αποδέχεται τη θέση των Εναγόντων και του ΜΕ1[5] ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε η μητέρα του να έχει δικαίωμα επικαρπίας επί της οικίας όπου διέμενε στον πρώτο όροφο.[6] Συνεπώς προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

V.  ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

28. Σημειώνω ότι από πλευράς των Εναγόμενων (Διαχειριστών της περιουσίας του Αποβιώσαντα) δεν προσφέρθηκε μαρτυρία. Σχετική είναι η Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου)  (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138,  όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, και αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο».

     

29. Στην Πελεκάνος ν. Πελεκάνου (2010) 1 ΑΑΔ 1746 με παραπομπή στην Wynne λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι:

 

«Όπου στην ουσία υπάρχει μια μόνο εκδοχή για ένα επίδικο θέμα, ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας καθίσταται πολύ πιο δύσκολος και το έργο του δικαστηρίου πιο λεπτό απ' ότι στις συνήθεις περιπτώσεις»

 

30. Το πιο πάνω απόσπασμα καθίσταται ακόμα πιο επιτακτικό στην παρούσα περίπτωση όπου, ως θα διαφανεί στη συνέχεια, η μέγιστη έκταση της μαρτυρίας προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα δια τα οποία οι Μάρτυρες κατέθεσαν, ερείδεται επί εξ ακοής μαρτυρίας υπό μορφή ισχυριζόμενων δηλώσεων και συμπεριφοράς του ίδιου του Αποβιώσαντα, ο οποίος, όμως, απουσίαζε από την δίκη για να προβάλει τη δική του εκδοχή ως προς τις δικές του δηλώσεις και ενέργειες κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Phipson on Evidence, 14η έκδοση, παρ.14-05:

 

‘‘Claimants to the property of the deceased. It is a rule of practice, that courts will not act upon the uncorroborated testimony of such claimants unless convinced that such testimony is true.

 

31. Συναφώς, αυτό το οποίο πρωτίστως πρέπει να εξεταστεί είναι εάν με τη μαρτυρία που παρουσίασαν οι Ενάγοντες, υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας αυτής. Το Δικαστήριο εάν η μαρτυρία δεν παρουσιάζει εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με την αξιοπιστία της, θα εξετάσει εάν οι Ενάγοντες έχουν παρουσιάσει αρκετά στοιχεία για να αποδείξουν την υπόθεση τους στο αναγκαίο επίπεδο (βλ. Σοφοκλέους ν. Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665).

 

32. Για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, αποτελεί την κρίση μου ότι η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 παρουσιάζει τέτοιες εγγενείς αδυναμίες που δεν δύναμαι να αποδεχθώ το ουσιώδες των θέσεων τους σε ό,τι αφορά την συμπεριφορά και τις δηλώσεις του Αποβιώσαντα σε βάρος τους, τόσο κατά το Επεισόδιο όσο και προηγουμένως αλλά και μεταγενέστερα.

 

33. Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο αποτιμώντας στην πλήρη του έκταση την μαρτυρία που οι ίδιοι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 προσκόμισαν, και στην οποία θα αναφερθώ λεπτομερώς κατωτέρω, διαπιστώνει ότι ελλείπει από την μαρτυρία τους, αντικειμενικώς ιδωμένων των πραγμάτων, το στοιχείο της ανεξαρτησίας και ειλικρίνειας, σε τέτοιο βαθμό και έκταση, που το Δικαστήριο δεν δύναται ευλόγως να βασισθεί με ασφάλεια στα λεχθέντα τους προς εξαγωγή οιωνδήποτε συμπερασμάτων. Εξηγώ.

 

34. Εν πρώτοις, μια ανάγνωση των γραπτών δηλώσεων των ΜΕ1 και ΜΕ2 καταδεικνύει ότι αυτές συντάχθηκαν με σχεδόν πανομοιότυπους όρους. Το εκτενές του περιεχομένου τους, η δομή και σειρά των γεγονότων στα οποία αναφέρονται και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν, που επίκεντρο έχουν πάντοτε την ισχυριζόμενη συμπεριφορά και δηλώσεις του Αποβιώσαντα, δεικνύουν ότι το πανομοιότυπο λεκτικό τους δεν δύναται να αποδοθεί σε μια απλή σύμπτωση. Αντιθέτως, ευλόγως αποδίδεται σε μεταξύ τους προ-συνεννόηση και εκτενή συνεργασία δια των όσων επρόκειτο να καταθέσουν στο Δικαστήριο εναντίον του Αποβιώσαντα (βλ. κατ’ αναλογίαν Γεωργίου ν. Δημητριάδου (2011) 1 ΑΑΔ 273). Συνάγεται ότι η μαρτυρία του ενός ουδόλως δύναται να εκληφθεί ως πηγή επιβεβαίωσης της μαρτυρίας του άλλου, και, αντίστροφα. Κατά την κρίση μου, αυτή και μόνο η διαπίστωση μου θα πρέπει από μόνη της να οδηγήσει σε απόρριψη της εκδοχής τους καθώς η έκταση της μεταξύ τους συνεργασίας για σκοπούς κατάθεσης τους στο Δικαστήριο, αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αξιολογήσει την αξιοπιστία εκάστου μάρτυρα ανεξάρτητα, με αναφορά μόνο στη δική του αντίληψη περί των όσων κατέθεσε. Παρά την πιο πάνω διαπίστωση μου και για σκοπούς πληρότητας προχωρώ να εξετάσω και άλλες πτυχές της μαρτυρίας τους.

 

35. Δεύτερον, και άνευ επηρεασμού των πιο πάνω, από την μαρτυρία που οι ίδιοι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 προσκόμισαν, προκύπτει ότι το ιστορικό μεταξύ της οικογένειας τους και της οικογένειας του Αποβιώσαντα ήταν τέτοιο που η καταχώρηση της παρούσας αγωγής αποτελεί μόνο ένα σημείο του ευρύτατου μωσαϊκού που διείπε τις μεταξύ τους δυσχερείς σχέσεις. Ενδεικτικά παραθέτω τα εξής στοιχεία από την ίδια τη μαρτυρία τους:

 

(α) Υπήρχαν εκ διαμέτρου αντίθετες και έντονες απόψεις και τριβές μεταξύ των δύο οικογενειών σε ό,τι αφορά την απόφαση της μητέρας των δύο αδελφών να διατηρεί επικαρπία επί της Οικοδομής.

 

(β) Ο ΜΕ1 κατήγγειλε τον Αποβιώσαντα σε πέντε διαφορετικές περιπτώσεις στην Αστυνομία, μεταξύ του έτους 2012 και 2013, επικαλούμενος απειλή, επίθεση και προβλήματα στον κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης της Οικοδομής (βλ. Τεκμήρια 7 και 8).

 

(γ) Ο Αποβιώσαντας στις 29.7.2013, κατήγγειλε τον ΜΕ1, ενόσω βρισκόταν στη ζωή, στην Αστυνομία (βλ. Τεκμήριο 15) αναφέροντας, μεταξύ άλλων ότι:

 

«Περίπου πριν δύο βδομάδες είχε γίνει επιδότηση στον αδερφό μου Κυριάκου Φυρίλλα για κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο της γυναίμας μου Σούλα Ιωάννου. Έκτοτε ο Κυριάκος Φυρίλλας και Μαρία Μιχαήλ Φυρίλλα έχουν επιδοθεί σε συνεχείς παρενοχλήσεις προς εμένα και την γυναίκα μου, όπως εξυβρίσεις, άσεμνες χειρονομίες και εκφοβισμούς. Επίσης κάποια στιγμή την περασμένη βδομάδα κάποιος μπήκε στον αποθηκευτικό χώρο μου και έκλεψε καναπέ αλλά λόγω μικρής αξίας δεν επιθυμώ την καταγγελία του. Μετά ο Κυριάκος και η Μαρία προβαίνουν σε αβάσιμες καταγγελίες το οποίο έχει γίνει επανειλημμένα και στο παρελθόν. Αυτά γίνονται λόγω κτηματικών διαφορών. Εγώ δεν παραδέχομαι σε όσα με κατηγορεί η Μαρία Μιχαήλ Φυρίλλα αναφορικά με όσα ισχυρίζεται ότι διαπράχθηκαν στις 18.7.2013.»

 

(δ) Ο Αποβιώσαντας στις 30.7.2013, κατήγγειλε την ΜΕ2 στην Αστυνομία σε σχέση με το περιστατικό με ημερ. 18.7.13, προβάλλοντας τη δική του εκδοχή και καταλήγοντας ότι «το παράπονο μου για την Μαρία είναι ότι με εξύβρισε και παρολίγο να με χτυπήσει με το αυτοκίνητο της» (βλ. Τεκμήριο 16). Συνεπεία της καταγγελίας αυτής, καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση η οποία αργότερα διακόπηκε (βλ. Τεκμήριο 17).

 

(στ) Στις 30.3.2013, ο Αποβιώσαντας καταδικάστηκε για το αδίκημα της εξύβρισης εναντίον της Εναγόμενης 1, κατόπιν σχετικής καταγγελίας (βλ. Τεκμήριο 12).

 

(ε) Στις 28.7.2013 ο Αποβιώσαντας κατήγγειλε τους Μάρτυρες ότι του επιτέθηκαν και αντίστοιχη καταγγελία έγινε και από τον ΜΕ1 έναντι του Αποβιώσαντα. Σε σχέση με την πρώτη καταγγελία, καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση, η οποία εκδικάστηκε και το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους κατηγορούμενους, απορρίπτοντας την μαρτυρία όλων (βλ. Τεκμήριο 19).

 

(στ) Το έτος 2017, ο Αποβιώσαντας και η σύζυγος του, κατήγγειλαν τον ΜΕ1 για πλαστογραφία. Συνεπεία της καταγγελίας αυτής καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, ο ΜΕ1 αθωώθηκε (βλ. Τεκμήριο 21).

 

36. Το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των δύο οικογενειών ως σκιαγραφείται από την ίδια τη μαρτυρία που προσκομίστηκε για τους Ενάγοντες, θέτει τον φακό κάτω από τον οποίο το Δικαστήριο δύναται ορθά να αξιολογήσει τα λεχθέντα των Μαρτύρων, ιδιαιτέρως με δεδομένο το γεγονός ότι, ως θα διαφανεί στη συνέχεια, στη μέγιστη τους και ουσιώδη έκταση βασίζονται επί εξ ακοής μαρτυρίας και δη στις ισχυριζόμενες δηλώσεις και συμπεριφορά του Αποβιώσαντα. Η πιο πάνω παρατήρηση μου αυτή καθίσταται ιδιαίτερα σχετική με δεδομένο το ότι η παρούσα αγωγή δεν περιορίζεται, ως θέμα γεγονότων, στο περιστατικό με ημερ. 18.7.13, αλλά εκτείνεται στο όλο πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των δύο οικογενειών στα οποία αναφέρθηκαν, εμφατικά, αμφότεροι οι Μάρτυρες και τα οποία οι Ενάγοντες επικαλούνται προς επίρρωση της θέσης τους δια παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος τους σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.[7]

 

37. Με βάση δε τα όσα καταγράφονται στην παρούσα ενότητα, ούτε ο ΜΕ1 ούτε η ΜΕ2 κατάφεραν να απαλλαχθούν από τα πιο πάνω στοιχεία. Δεν κατάφεραν να απαλλαχθούν ούτε και από το στοιχείο ότι, αφ’ ενός, και οι δύο είναι γονείς του Ενάγοντα 2 ο οποίος προωθεί την απαίτηση (βλ. λ.χ. Δημητρίου κ.ά. ν. Ξανδρή (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 1281 και Γεωργίου ν. Δημητριάδου (2011) 1 ΑΑΔ 273) και η ΜΕ2 είναι η Ενάγουσα 1 η οποία ως διάδικο μέρος έχει ίδιον συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Η μαρτυρία τους αφ’ ενός, εκδήλως προσυμφωνημένη, και αφ’ ετέρου, διαπνεόμενη από υπερβολές και παραλείψεις (ως θα καταδειχθεί κατωτέρω) και εμποτιζόμενη με έκδηλη εμπάθεια έναντι του προσώπου που απεβίωσε, ακόμα μέχρι σήμερα, έτεινε να επιβεβαιώσει το ακροσφαλές των λεχθέντων τους ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

38. Χαρακτηριστικό είναι ότι ούτε και ο ίδιος ο θάνατος του αδελφού του ΜΕ1 δεν ήταν ικανός να θέσει μια παύση στις μεταξύ τους διαφορές. Παράλληλα, αμφότεροι οι Μάρτυρες ανέμεναν, ως χαρακτηριστικά ανέφεραν, την απολογία των Διαχειριστών, αδικαιολογήτως, εφόσον ουδόλως προκύπτει ότι οι τελευταίοι εμπλέκονταν στις μεταξύ τους διαφορές ή ότι έχουν ιδίαν γνώση δια των όσων κατέθεσαν οι Μάρτυρες ώστε να είναι σε θέση να «απολογηθούν». Πρόσθετα, επέλεξαν να βασίσουν την υπόθεση τους αποκλειστικά σε εξ ακοής μαρτυρία παρά την ευχέρεια που είχαν να καλέσουν πρόσθετους μάρτυρες, ως θα διαφανεί στη συνέχεια. 

 

39. Παρατηρείται περιπλέον, ως προανέφερα, ότι η μαρτυρία τους σε πολλά σημεία διαπνεόταν από υπερβολές ή ανακρίβειες ή επιχείρησαν να παρουσιάσουν την μαρτυρία τους επιλεκτικά για σκοπούς εντυπώσεων που δεν συνάδαν με το πραγματικό περιεχόμενο της ενώπιον μου ανεξάρτητης μαρτυρίας. Ενδεικτικά:

 

(α) Στην παρ.18 του Έγγραφου ‘Α’ αναφέρει ο ΜΕ1 ότι στις 30.3.2013 έλαβαν χώρα μπροστά σε δύο από τα παιδιά τους «περιστατικά» για οποία ο Αποβιώσαντας καταδικάστηκε. Τίποτε άλλο δεν αναφέρει. Ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 12 προκύπτει ότι ο Αποβιώσαντας παραδέχθηκε ενοχή σε ένα περιστατικό για κατηγορία εξύβρισης της ΜΕ2, επικαλούμενος πρόκληση από μέρους της και του επιβλήθηκε σχετική ποινή αφού διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο ΜΕ1 δεν αναφέρει εάν ο ίδιος ήταν παρών στο εν λόγω περιστατικό, καμία αναφορά στη θέση του Αποβιώσαντα περί πρόκλησης του από την Ενάγουσα 1 γίνεται, ούτε καν αναφέρει ότι επρόκειτο για ποινή κατόπιν παραδοχής. Δεν αναφέρει ούτε τί είναι αυτό που είδαν τα παιδιά του σύμφωνα με τη θέση του στην παρ. 18 του Έγγραφου ‘Α’.

 

(β) Στην παρ. 23.1 του Έγγραφου ‘Α’, ο ΜΕ1 αναφέρει ότι η Ενάγουσα 1 απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, αφού χαρακτηρίζει ως ψευδείς τις καταγγελίες του Αποβιώσαντα. Ανατρέχοντας όμως στο Τεκμήριο 17 προκύπτει ότι η ποινική δίωξη διακόπηκε από την κατηγορούσα αρχή, χωρίς οιαδήποτε αναφορά στην ουσία των καταγγελιών του Αποβιώσαντα.

 

(γ) Στην παρ. 23.2 του Έγγραφου ‘Α’ ο ΜΕ1 αναφέρει ότι στην ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε εκείνον και στην ΜΕ2, κατόπιν σχετικής καταγγελίας του Αποβιώσαντα, αθωώθηκαν και οι δύο. Ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 19 προκύπτει ότι η αθώωση και απαλλαγή τους από τις κατηγορίες ακολούθησε την απόρριψη της εκδοχής της μαρτύρων για την κατηγορούσα αρχή αλλά και των ιδίων, ως μη αξιόπιστη χωρίς το Δικαστήριο να υιοθετεί τα όσα ανέφεραν στην υπεράσπιση τους.

 

(δ) Αντίστοιχες αναφορές με τις αντίστοιχες παραλείψεις εντοπίζονται και επί του Εγγράφου ‘Β’.

 

(ε) Παρά το ότι αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 προέβησαν σε δηλώσεις όπως «σκληρή και βάναυση» επίθεση με αναφορά στο Επεισόδιο, στα πλαίσια του οποίου ο Αποβιώσαντας «ούρλιαζε»,[8] και ο οποίος «κλόνισε το αίσθημα ασφάλειας» προκαλώντας «πλήγμα για την κοινωνική και οικογενειακή μας ζωή και ειρήνη»,[9] ότι οι Ενάγοντες φοβήθηκαν για τη ζωή τους σε μια «άτολμη και άνιση επίθεση»[10] δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ούτε από τον ίδιο τον Ενάγοντα 2 ο οποίος προωθεί την παρούσα αγωγή ούτε και από άλλα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τις ίδιες τις θέσεις της ΜΕ2 ήταν παρόντες. Τούτο, ακόμη, παρά το ότι οι Ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι περιθωριοποιήθηκαν κοινωνικά καθώς το περιστατικό είδαν και άκουσαν πολλά άλλα πρόσωπα.

 

40. Όλα τα πιο πάνω, τείνουν να καταδείξουν ότι η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 ήταν φανερά εμποτισμένη με διάθεση εκμετάλλευσης της απουσίας του Αποβιώσαντα. Η διαπίστωση μου αυτή ενισχύεται ακόμα και από το γεγονός ότι ούτε ο Ενάγων 2 ούτε και ο κατ’ ισχυρισμό εμπειρογνώμονας κλήθηκαν, να καταθέσουν, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, παρά το ότι η μαρτυρία τους βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης των Εναγόντων, με βάση τα γεγονότα που οι ίδιοι επικαλέσθηκαν.

 

41. Συναφώς, προσεγγίζω την μαρτυρία τους με την ανάλογη περίσκεψη και προσοχή σύμφωνα με τα όσα έχω καταγράψει στις παρ. 28 - 40 πιο πάνω.

 

(α)  Ηλεκτρονική αλληλογραφία - Τεκμήρια 2 μέχρι 6

 

42. Στρεφόμενη επί της ουσίας των θέσεων των Μαρτύρων, αποτέλεσε τη θέση τους ότι ο Αποβιώσαντας και η σύζυγος του θεωρούσαν ότι η Φαίδρα είχε κάποιο σχέδιο εξαπάτησης τους και ότι αυτός τους απείλησε, ασκούσε ψυχολογικό εξαναγκασμό στον ΜΕ1 και στην οικογένεια του και τους μιλούσε υποτιμητικά. Ο ΜΕ1 παρουσίασε προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης του τα ηλεκτρονικά μηνύματα Τεκμήρια 2 μέχρι 6, τα οποία ισχυρίστηκε ότι απεστάλησαν από τον Αποβιώσαντα στον ίδιο. Η ΜΕ2 υιοθέτησε μέρος των εκεί αναφορών του ΜΕ1.[11]

 

43. Παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία εφ’ όσον αφορά σε δηλώσεις αποβιώσαντα ο οποίος δεν βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου για να καταθέσει (βλ. άρθρο 23 του Κεφ. 9). Συναφώς, ως εξ ακοής μαρτυρία, αξιολογείται με βάση το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 (Αγρότου ν. Αγρότου (2016) 1 ΑΑΔ 1325).

 

44. Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων, παρατηρώ ότι κατά την παρουσίαση της εν λόγω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας δεν διευκρινίστηκε κατά πόσο τα εκεί αναφερόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα αποτελούν το σύνολο της ανταλλαχθείσας ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του ΜΕ1 και του Αποβιώσαντα σε σχέση με τα θέματα που αφορούν. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο τους δεν φαίνεται να υπάρχει συνοχή στη στιχομυθία που παρουσιάζεται. Για παράδειγμα το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 29.11.10 9:57 π.μ. ξεκινά με την φράση «όταν δεν σε συμφέρει αλλάζεις θέμα» χωρίς να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου η όποια προγενέστερη συζήτηση ενώ το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 30.12.19 11:23 π.μ. ξεκινά με την ερώτηση «θέλεις να βοηθήσεις;» χωρίς, και πάλιν, να υπάρχει η προηγούμενη στιχομυθία. Το Δικαστήριο δεν δύναται με αναφορά μόνο στα «κιντρινισμένα» σημεία να προβεί σε οιαδήποτε συμπεράσματα, αποσπασματικά, χωρίς αναφορά σε άλλα μέρη της αναφερόμενης στιχομυθίας. Ήταν υπό τις περιστάσεις, επιβεβλημένο να μην απαλειφθούν οιαδήποτε αποσπάσματα ώστε να δοθεί η ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί σε ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της εν λόγω μαρτυρίας. Οι περιστάσεις αυτές αποτελούνται (α) από την απουσία του Αποβιώσαντα από την δίκη ο οποίος ήταν το μοναδικό πρόσωπο, πέραν του ΜΕ1 που συμμετείχε στην εν λόγω ηλεκτρονική αλληλογραφία, (β) από το γεγονός ότι υπήρχε η δυνατότητα παρέμβασης επί του κειμένου της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, όπως και έγινε από τον ίδιο τον ΜΕ1, ο οποίος «κιντρίνισε» τις σχετικές δηλώσεις του Αποβιώσαντα και πρόσθεσε επιπλέον σημάνσεις και (γ) από τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 28-40 πιο πάνω. Επιπρόσθετα, και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, δεν είναι ούτε και ξεκάθαρο από τα εκεί αποσπάσματα ούτε και επεξηγήθηκε από τον ΜΕ1, ποιες είναι οι δηλώσεις του Αποβιώσαντα και οι απαντήσεις του ΜΕ1. Προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο προσκομίστηκε η εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία δεν διευκολύνει την ορθή αξιολόγηση της (βλ. άρθρο 27(2)(η) του Κεφ. 9). Κατ’ επέκταση δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στα Τεκμήρια 2 μέχρι 7.

 

45. Οι δε θέσεις της ΜΕ2 προς το ίδιο ζήτημα δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά απλή αναπαραγωγή των θέσεων του ΜΕ1 και δεύτερου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία και τίποτε δεν προσέφερε στη διαδικασία εφ’ όσον η ίδια δεν έλαβε μέρος στην εκεί ηλεκτρονική αλληλογραφία. Συναφώς, καμία αξία δύναμαι να αποδώσω στις δικές της αναφορές.

 

(β)  Τα περιστατικά που καταγράφονται στην παρ. 17 και 18 του Έγγραφου Α και παρ. 13 και 14 του Έγγραφου Β

 

46. Αναφέρει ο ΜΕ1 στην παρ. 17 του Έγγραφου ‘Α’ ότι ο Αποβιώσαντας καταγγέλθηκε σε τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες, ήτοι στις 2.1.12, 28.5.12, 31,10.12 και 11.12.12, για περιστατικά που προκάλεσε χωρίς όμως να επιθυμείται η ποινική του δίωξη. Προς τούτο κατέθεσε το Τεκμήριο 7, βεβαίωση Καταγγελιών από την Αστυνομία. Ο ισχυρισμός του ΜΕ1 ότι ο Αποβιώσαντας καταγγέλθηκε στην Αστυνομία στις συγκεκριμένες ημερομηνίες και με συγκεκριμένο περιεχόμενο υποστηρίζεται από την ανεξάρτητη ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία, ήτοι το περιεχόμενο του Τεκμήριου 7 και την αποδέχομαι.

 

47. Αναφέρεται όμως και στα περιστατικά αυτά και προς υποστήριξη των θέσεων του ότι αυτά πράγματι έλαβαν χώρα, δηλαδή προς υποστήριξη της αλήθειας του περιεχομένου του Τεκμηρίου 7 και προς τούτο κατέθεσε τα Τεκμήρια 8 (ιατρική βεβαίωση) και Τεκμήρια 9 μέχρι 11 (φωτογραφίες). Για τα περιστατικά αυτά κατέθεσε και η ΜΕ2 στην παρ.13 του Έγγραφου Β, με σχεδόν πανομοιότυπους όρους.  

 

48. Σε ό,τι αφορά το ισχυριζόμενο περιστατικό με ημερ. 2.1.12, οι ΜΕ1 και ΜΕ2 αποδίδουν στον Αποβιώσαντα συγκεκριμένη συμπεριφορά («ήταν προκλητικός και έβαλε το πρόσωπο του στα μούτρα μου (….) με έπιασε από το λαιμό με αποτέλεσμα να μου προκαλέσει εκδορές». Ως επεξηγείται στο Σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντυ, «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Β’ Έκδοση, Hippasus Publishing, 2016 στις σελ. 292 και 293, η συμπεριφορά προσώπου ή μια κίνηση ή νόημα του δύνανται να αποτελέσουν εξ ακοής μαρτυρία καθώς μεταφέρουν πληροφορίες όπως και μια προφορική δήλωση. Εν προκειμένω, επιχειρούν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 μέσω της περιγραφόμενης συμπεριφοράς του Αποβιώσαντα να καταδείξουν ότι ο τελευταίος προέβη σε διάφορες ενέργειες, που συνιστούν παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους, με σκοπό να τους πείσει να μεσολαβήσουν να πείσουν τη Φαίδρα να αφαιρέσει το δικαίωμα επικαρπίας που είχε επί της Οικοδομής. Ως τέτοια, η ισχυριζόμενη συμπεριφορά του αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία εφ’ όσον μεταφέρει πληροφορίες ως προς τις ενέργειες του Αποβιώσαντα ο οποίος δεν βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου για να καταθέσει, όπως τις αντιλήφθηκαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2, σύμφωνα πάντοτε με τα λεχθέντα τους.

 

49. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι το πιο πάνω περιστατικό δεν περιλαμβάνεται στην Έκθεση Απαίτησης. Δεν δύναται όμως να θεωρηθεί εκτός δικογραφίας εφ’ όσον καλύπτεται από τον ισχυρισμό στην παράγραφο 7, σε σχέση με τον οποίο ούτε ο Αποβιώσαντας ούτε και οι Διαχειριστές ζήτησαν λεπτομέρειες (Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973). Ο Αποβιώσαντας είχε αρκεστεί στις γενικές αναφορές των Εναγόντων, προβάλλοντας μέσω της παρ. 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης του ότι αρνείται το περιεχόμενο της παρ. 7 καλώντας τους Ενάγοντες σε απόδειξη των ισχυρισμών τους και προβάλλοντας, επιπλέον, ότι ουδέποτε ο ίδιος προέβη σε πράξεις και ενέργειες που να προκαλούν τα όσα κατέγραψαν οι Ενάγοντες στο δικό τους δικόγραφο. Στην παρ. 7 της Υπεράσπισης του αποδέχθηκε τη θέση των Εναγόντων ότι η Ενάγουσα 1 προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία προβάλλοντας περαιτέρω ουδόλως η πρόθεση των Μαρτύρων ήταν ο συνετισμός του Αποβιώσαντα, ως ισχυρίστηκαν, αλλά, ότι «οι σχέσεις μεταξύ της οικογένειας του Εναγόμενου και της οικογένειας της Ενάγουσας είναι κακές, λόγω της κακής και ανάρμοστης συμπεριφοράς της Ενάγουσας και του συζύγου της απέναντι στον Εναγόμενο, την σύζυγο του και την οικογένεια της. Παρ’ όλες τις παρενοχλήσεις, τις προκλήσεις και τις προσβολές που δέχθηκαν (προσβλητικά σχόλια, γράμματα, απειλές, επιθέσεις) ο Εναγόμενος και η σύζυγος του απέφευγαν να προχωρήσουν σε καταγγελίες, μέχρι τις 25.12.12 όπου ο Κυριάκος Φυρίλλας προξένησε κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητη της συζύγου του Εναγόμενου, της Ενάγουσας και του Κυριάκου Φυρίλλα (…)»

 

50. Κατ’ ακολουθίαν, προκύπτει ότι ο Αποβιώσαντας αμφισβητούσε σθεναρά το σύνολο των περιστατικών στα οποία αναφέρθηκαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 στην δική τους μαρτυρία. Με τούτο ως δεδομένο και με δεδομένο το ότι (α) σύμφωνα με τους ίδιους τους ισχυρισμούς των ΜΕ1 και ΜΕ2, το περιστατικό με ημερ. 2.1.12 έλαβε χώρα μόνο στην παρουσία των ιδίων και του Αποβιώσαντα, (β) ο ίδιος ο Αποβιώσαντας δεν βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου για να καταθέσει ως προς το εκεί αναφερόμενο επεισόδιο και (γ) τα όσα καταγράφονται στις παρ. 28-40 πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν δύναται να αξιολογήσει ορθά αυτή την πτυχή της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 με βάση τα κριτήρια του άρθρου 27 (βλ. 27(2)(ε) του Κεφ. 9) και συνεπώς δεν αποδίδω οποιαδήποτε  βαρύτητα σε αυτήν.

 

51. Τα πιο πάνω δεν αλλοιώνονται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 καθώς οι εκεί δηλώσεις του ΜΕ1 προς την Αστυνομία έγιναν από τον ίδιο τον ΜΕ1 σε χρόνο που με βάση τους δικούς του ισχυρισμούς, οι σχέσεις του με τον Αποβιώσαντα ήταν δυσχερείς. Δεν αλλοιώνονται ούτε και από το περιεχόμενο του Τεκμήριου 8 εφ’ όσον το μόνο που εκεί διαπιστώνεται είναι ότι ο ΜΕ1 παρουσίασε εκδορές και εκχυμώσεις και τίποτε άλλο ως προς την όποια συμπεριφορά του Αποβιώσαντα.

 

52. Τα ίδια δύνανται να λεχθούν κατ’ αναλογίαν και σε σχέση με τα επεισόδια που περιγράφονται ως επεισόδια με ημερ. 28.5.12 και 31.10.12, αντίστοιχα. Πρόσθετα, στο ισχυριζόμενο επεισόδιο με ημερ. 28.5.15, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της ΜΕ2, παρόντες ήταν και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους, ήτοι, και ο Ενάγοντας 2 ο οποίος και προωθεί την παρούσα αγωγή. Ουδείς εκ των τεσσάρων αυτών προσώπων κλήθηκε από τους Ενάγοντες να καταθέσει για το επεισόδιο αυτό, άνευ οποιασδήποτε επεξήγησης. Σε ό,τι αφορά τις αναφορές του ΜΕ1 σε σχέση με το πιο πάνω επεισόδιο, σημειώνω ότι αυτές είναι δεύτερου βαθμού εξ ακοής εφ’ όσον, όπως ο ίδιος αναφέρει, δεν ήταν παρών στο όποιο επεισόδιο.[12]

 

53. Σε σχέση με το επεισόδιο που περιγράφεται ως επεισόδιο με ημερ. 31.10.12, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς των ΜΕ1 και ΜΕ2, αυτόπτης μάρτυρας ήταν και η σύζυγος του Αποβιώσαντα η οποία ούτε και αυτή κλήθηκε για να καταθέσει και πάλιν χωρίς οιαδήποτε επεξήγηση. Περιπλέον, ενώ υπάρχει ισχυρισμός δια ότι το εν λόγω ισχυριζόμενο επεισόδιο είχε βιντεογραφηθεί εντούτοις, δεν παρουσιάστηκε το εν λόγω βίντεο και πάλιν χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση. Συναφώς, τα Τεκμήρια 10 και 11 δεν αποτελούν την καλύτερη, υπό τις περιστάσεις, δυνατή μαρτυρία που θα δύνατο να προσκομιστεί. Περιπλέον, τα Τεκμήρια 9, 10 και 11 δεν δύνανται να διαφωτίσουν το Δικαστήριο προς οιαδήποτε κατεύθυνση εφ’ όσον δεν επιρρώνουν ανεξάρτητα τις θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 με βάση αυτά που απεικονίζουν αλλά η ερμηνεία τους εξαρτάται και συναρτάται με την αξιοπιστία της εκδοχής τους.

 

54. Υπό το φως των πιο πάνω δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε αξία στα όσα καταγράφονται επί των ως άνω παραγράφων των δηλώσεων του ΜΕ1 και ΜΕ2.

 

55. Σε ότι αφορά το περιστατικό το οποίο περιγράφεται ως περιστατικό που έλαβε χώρα στις 30.3.2013 (βλ. παρ. 18 του Έγγραφου Α και παρ. 14 του Έγγραφου Β) αποδέχομαι τη θέση των Μαρτύρων ότι ο Αποβιώσαντας είχε παραδεχθεί το αδίκημα της εξύβρισης, γεγονός που επιμαρτυρείται από το Τεκμήριο 12. Πέραν τούτου όμως, δεν δύναται να εξαχθούν οποιαδήποτε άλλα συμπεράσματα. Δεν επεξηγείται από τους Μάρτυρες με επάρκεια τί είναι αυτό που είχε συμβεί κατά τη δική τους θέση, κατά πόσο παρών ήταν και ο ΜΕ1 ενώ, παράλληλα, παραλείπουν τεχνηέντως να αναφέρουν ότι αποτέλεσε τη θέση του Αποβιώσαντα ότι ο ίδιος προκλήθηκε από την Ενάγουσα 1, ως προκύπτει από το ίδιο το Τεκμήριο 12. Συναφώς, πέραν του ότι αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Αποβιώσαντας παραδέχθηκε το αδίκημα της εξύβρισης, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 12, δεν δύναμαι να προβώ σε οιοδήποτε άλλο εύρημα ή συμπέρασμα.

 

56. Σημειώνω ότι οι Μάρτυρες δεν αντεξέταστηκαν επί των αναφορών τους σε σχέση με τα πιο πάνω ισχυριζόμενα επεισόδια. Τούτο όμως δεν θα πρέπει υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να οδηγήσει αυτόματα στην αποδοχή της μαρτυρίας τους εφ’ όσον το Δικαστήριο εξακολουθεί να τελεί υπό καθήκον αξιολόγησης της ενώπιον του εν προκειμένω, εξ ακοής μαρτυρίας (βλ. Αγρότου και Wynn ανωτέρω). Τούτο και ως αντισταθμιστικό μέτρο διασφάλισης διεξαγωγής δίκαιης δίκης, στην απουσία του Αποβιώσαντα, εναντίον του οποίου η αγωγή στρέφεται και η οποία ερείδεται στην μέγιστη της έκταση, ως προς τα ισχυριζόμενα γεγονότα σε δικές του ισχυριζόμενες ενέργειες και δηλώσεις (βλ. κατ’ αναλογίαν Al-Khawaja and Tahery v. The United Kingdom [2012] 54 EHRR 23,  Delta v. France (1993) 16 E.H.R.R. 574 και Saidi ν. France  (1994) 17 E.H.R.R. 251).

 

 

(γ)  Το επεισόδιο με ημερ. 18.7.13

 

57. Αναφορικά με το περιστατικό ημερ. 18.7.13, κατ’ αρχάς, από την παράγραφο 11 της Έκθεσης Υπεράσπισης προκύπτει ότι ο Αποβιώσαντας αποδεχόμενος ότι εκείνη την ημερομηνία έλαβε χώρα κάποιο επεισόδιο μεταξύ του ιδίου και της Ενάγουσας 1 εντούτοις προέβαλε εκ διαμέτρου διαφορετική εκδοχή ως προς τα γεγονότα. Ειδικότερα ότι είναι η ίδια η Ενάγουσα 1 που του ανέκοψε τον δρόμο, τον εξύβρισε και τον απείλησε και ότι το επεισόδιο ήταν μια σύντομη φραστική αντιπαράθεση με την Ενάγουσα, την οποία δεν αντιλήφθηκαν οποιαδήποτε τρίτα πρόσωπα. Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι ο Αποβιώσαντας αποδεχόταν ότι μεταξύ του ιδίου και της Ενάγουσας 1 έλαβε χώρα κάποιο επεισόδιο στις 18.7.2013 πλην όμως αμφισβητούσε σθεναρά τα όσα του καταλογίζονται από τους Ενάγοντες. Συνεπώς, αποδέχομαι ότι στις 18.7.13 έλαβε χώρα μεταξύ της ΜΕ2 και του Αποβιώσαντα μια διένεξη («το Επεισόδιο»).

 

58. Κατά την ακροαματική διαδικασία η ΜΕ2 επέμεινε στη θέση της ότι το Επεισόδιο έλαβε χώρα στην παρουσία του Ενάγοντα 2 ο οποίος, όμως, επέλεξε να μην καταθέσει στη διαδικασία προς υποστήριξη της απαίτησης του, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση. Αυτό ήταν, κατά την κρίση μου, ευλόγως αναμενόμενο με δεδομένη, πάντοτε, την απουσία του Αποβιώσαντα και της αδυναμίας του να προβάλει την εκδοχή του ως προς τις δικές του δηλώσεις και ενέργειες, αλλά και με δεδομένο το γεγονός ότι απαίτηση εναντίον της περιουσίας του Αποβιώσαντας προωθείται και από τον ίδιο τον Ενάγοντα 2.

 

59. Πρόσθετα, παρά τη θέση της ΜΕ2 ότι «όλα τα γεγονότα διαδραματίστηκαν παρουσία εμένα και ανήλικου υιού μου Ενάγοντα 2, εντός δημοσίας οδού και στην παρουσία περαστικών, περιοίκων και προσώπων γνωστών και αγνώστων για εμένα και την οικογένεια μου» ουδείς εκ των εν λόγω «προσώπων» κλήθηκε να καταθέσει προς επίρρωση των όσων αναφέρονται. Αντεξεταζόμενη δε, η ίδια προσκόμισε και σχετικές λεπτομέρειες, αναφέροντας, ότι, «δίπλα από την πολυκατοικία κάθονταν στη βεράντα άτομα, και συγκεκριμένα η οικογένεια που καθόταν ήταν συμμαθήτρια του γιου μου.» Παρά τα πιο πάνω και παρά την υποβολή της κας Χαραλάμπους ότι «κανένας δεν είδε το περιστατικό και ήταν μεταξύ σου εσένα και του Μάριου», η ΜΕ2 επέλεξε να μην παρουσιάσει οιαδήποτε μαρτυρία από άλλον αυτόπτη και ανεξάρτητο μάρτυρα που είδε και άκουσε το περιστατικό.

 

60. Οι πιο πάνω παραλείψεις της επιδρούν επί του πυρήνα της υπόθεσης των Εναγόντων η οποία επίκεντρο έχει και την ισχυριζόμενη συντριβή της προσωπικότητας της Ενάγουσας 1 ενόψει των ισχυριζόμενων διαστάσεων που έλαβε το Επεισόδιο (βλ. παρ. 14 της Έκθεσης Απαίτησης) καθώς και της ισχυριζόμενης κοινωνικής περιθωριοποίησης που υπέστη η οικογένεια της συνεπεία του συμβάντος (βλ. παρ. 15 της Έκθεσης Απαίτησης), ζητήματα για τα οποία, πρόσθετα, ίχνος ανεξάρτητης μαρτυρίας προσκομίστηκε. Υπό το φως δε των δικών της περιγραφών δια «βάναυσης» και «σκληρής» επίθεσης «με μεγάλη ισχύ» που αποτέλεσμα είχε την «συντριβή της προσωπικότητας» της ίδιας και του παιδιού της και προκάλεσε φόβο για την ίδια τη ζωή τους, εύλογα αναμενόταν, εάν πράγματι αυτή ήταν γνησίως η έκταση και η ένταση των πραγματικών γεγονότων, να παρουσιάσει την ανεξάρτητη μαρτυρία που, με βάση τις δικές της θέσεις, ήταν διαθέσιμη.

 

61. Η επιλογή των Εναγόντων να μην καταθέσει ο Ενάγοντας 2 και, πρόσθετα, να μην κλητεύσουν οιοδήποτε άλλο πρόσωπο προς επίρρωση των όσων κατέθεσε η ΜΕ2 ως προς το περιεχόμενο του Επεισοδίου, διότι περί επιλογής πρόκειται, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, σε συνδυασμό με τα όσα καταγράφονται στις παρ. 28-40 πιο πάνω, συνάδει περισσότερο ως ζήτημα λογικής με προσπάθεια των ΜΕ1 και ΜΕ2 δια εκμετάλλευσης της απουσίας του Αποβιώσαντα από την ακροαματική διαδικασία. Επιλέγοντας δε αυτή την οδό, αποστέρησαν από το Δικαστήριο να ελέγξει τα λεχθέντα τους ως προς το περιεχόμενο του Επεισοδίου μέσω ανεξάρτητης μαρτυρίας η οποία, επαναλαμβάνω, ήταν διαθέσιμη.

 

62. Σημειώνω εμφαντικά ότι τα όσα κατέθεσε ως προς της ισχυριζόμενες δηλώσεις και συμπεριφορά του Αποβιώσαντα στα πλαίσια του Επεισοδίου αποτελούν, και πάλιν, εξ ακοής μαρτυρία. Στη βάση των όσων κατέγραψα αμέσως πιο πάνω προκύπτει ότι η ίδια δεν προσκόμισε την καλύτερη δυνατή υπό τις περιστάσεις μαρτυρία που ήταν διαθέσιμη, ήτοι μαρτυρία των πολλών αυτοπτών μαρτύρων που είδαν και άκουσαν το Επεισόδιο, σύμφωνα πάντοτε με τα λεχθέντα της ίδιας. Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο αλλά και στη βάση των όσων κατέγραψα στις παρ. 33-39 πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο οι εν λόγω δηλώσεις και συμπεριφορά του Αποβιώσαντα μεταφέρθηκαν επακριβώς ή όχι. Περιπλέον με βάση τα όσα έχω καταγράψει στις παρ. 33-39 πιο πάνω εκδήλως προκύπτει ότι η ΜΕ2 είχε σαφή κίνητρο να παραποιήσει τα γεγονότα. Η επιλογή της Ενάγουσας 1 να μην κλητεύσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις της, ήταν παρών στο Επεισόδιο αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αξιολογήσει ορθά αυτή τη πτυχή της εξ ακοής μαρτυρίας που προσκόμισε και συναφώς το Δικαστήριο δεν δύναται να εξαγάγει οιαδήποτε ευρήματα από την δική της εκδοχή. Ούτε τα όσα ο ΜΕ1 ανέφερε σε σχέση με το Επεισόδιο προσθέτουν το οτιδήποτε εφόσον αποτελούν απλή επανάληψη των όσων η ίδια καταγράφει στη δήλωση της και με δεδομένα τα όσα καταγράφονται στις παρ. 33-39 πιο πάνω. Σχετικά είναι και τα όσα έχω καταγράψει στην παρ. 45 πιο πάνω.

 

63. Ούτε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13 (κατάθεση στην αστυνομία) δύναται να αποδώσει ανεξάρτητο έρεισμα στις θέσεις τις οποίες πρόβαλε ενώπιον μου με δεδομένο το ότι το Επεισόδιο αποτελούσε ένα από τα πολλά περιστατικά που διημείφθησαν μεταξύ των δύο οικογενειών (βλ. παρ. 35 πιο πάνω) και συναφώς δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποδίδει ανεξάρτητο έρεισμα στην ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκδοχή της.  Από τις εκεί θέσεις τη αυτό το οποίο δύναμαι ευλόγως να αποδεχθώ είναι ότι η Ενάγουσα 1 προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία σχετικά με το Επεισόδιο.

 

64. Στρεφόμενη στην θέση της ΜΕ2 δια το ότι ο Αποβιώσαντας καταδικάστηκε για την ισχυριζόμενη επίθεση στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 22842/13 κατόπιν παραδοχής του, παρατηρώ τα εξής. Όπως έχει αναφερθεί στην Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256 η παραδοχή ενοχής σε ποινική υπόθεση αποτιμάται σε συνάρτηση με τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα για να αξιολογηθεί η αποδεικτική τους σημασία στα πλαίσια της αστικής υπόθεσης. Εν προκειμένω, τα γεγονότα αυτά δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14. Αντιθέτως, οι Ενάγοντες επέλεξαν να μην παρουσιάσουν τα πρακτικά της διαδικασίας, από τα οποία, όπως εκεί αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου προκύπτουν «οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος». Πρόσθετα, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι ο Αποβιώσαντας είχε καταδικαστεί, κατόπιν παραδοχής του, για το αδίκημα της εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα και πρόκλησης ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα και όχι για το αδίκημα της επίθεσης. Συναφώς, ουδόλως δύναται το Τεκμήριο 14 να παράσχει στήριξη στα όσα η ΜΕ2 κατέθεσε ως προς το περιεχόμενο του Επεισοδίου.

 

65. Στρεφόμενη στις θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 σε ό,τι αφορά τις ισχυριζόμενες επιπτώσεις που υπέστηκαν οι Ενάγοντες συνεπεία των ενεργειών του Αποβιώσαντα παρατηρώ τα εξής.

 

66. Εν πρώτοις, σχετικά είναι τα όσα κατέγραψα ανωτέρω, αναφορικά με την επιλογή του Ενάγοντα 2 να μην καταθέσει στη διαδικασία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση. Τούτο ήταν απολύτως αναγκαίο με δεδομένο το γεγονός ότι ο ίδιος αξιώνει αποζημιώσεις για επιπτώσεις που επωμίστηκε, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του, από τις ενέργειες του Αποβιώσαντα.

 

67. Αντιθέτως, αυτό το οποίο προσκομίστηκε είναι το Τεκμήριο 20, που σύμφωνα με τη θέση των Μαρτύρων, αποτελεί έκθεση ψυχολόγου, ήτοι, και πάλιν, εξ ακοής μαρτυρία. Ο συντάχτης του Τεκμηρίου 20 ουδόλως κλήθηκε να καταθέσει ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εν πρώτοις, να κρίνει κατά πόσο πρόκειται (α) για εμπειρογνώμονα (βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ. ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984, Σιακόλα ν. Αστυνομίας Πολ. Έφ. 53/11, 24.1.2013, Κυριάκου ν. Γρίβα (2002) 1 ΑΑΔ 825), (β) ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, εφ’ όσον ως ο ίδιος αναφέρει έλαβε «ιστορικό» από τον ΜΕ1, χωρίς να διασαφηνίζεται σε ποια έκταση βασίσθηκε στα λεχθέντα του ΜΕ1 και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να επεξηγεί σε τί αφορά η αναφορά του στο «ιστορικό» και (γ) για να παράσχει τα εφόδια στο Δικαστήριο ώστε να κρίνει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του ώστε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη άποψη (βλ. Ηλιάδη & Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Β’ Έκδοση, Λευκωσία, Hippasus Publishing, 2016 στις σελ. 580 – 582, Παναγρίτη ν. Χαραλάμπους (2012) 1(Α) ΑΑΔ 439, Σαρρής ν. Καλλεγίας κ.ά. (2011) 1(Β) ΑΑΔ 958, Cybarco Ltd v. Kouascik (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 2013, Πιττάλης και Άλλων v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1(Β) ΑΑΔ 814, Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1, Σπύρου ν Παπαδόπουλου, διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαρίας Βασιλείου Πολ. Έφ. 29/12, 2.4.18, ECLI:CY:AD:2018:A144, Cybarco Ltd ν. Silvias Kovascik (2001) 1 ΑΑΔ 2013, Χαραλάμπους ν. Αβραάμ κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1, 5 και Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298). Συναφώς, κρίνω ότι ο τρόπος με τον οποίο προσκομίστηκε η εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της. Κατ’ επέκταση, δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε αξία επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 20.

 

(δ)  Περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά τις 18.7.13

68. Η θέση των Μαρτύρων ότι ο Αποβιώσαντας προέβη σε καταθέσεις στην Αστυνομία εναντίον της ΜΕ2 στις 29.7.2013 και 30.7.2013 τεκμηριώνονται από την ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία και δη τα Τεκμήρια 15 και 16 που παρουσίασε ο ΜΕ1 και την αποδέχομαι. Η δε θέση τους ότι συνεπεία της κατάθεσης καταχωρήθηκε η υπ΄ αριθμό 22845/13 ποινική υπόθεση εναντίον της Ενάγουσας 1 προκύπτει εξίσου από το Τεκμήριο 17, όπως επίσης και η απαλλαγή της από της κατηγορίες. Δεν δύναμαι να υιοθετήσω τη θέση των Μαρτύρων ότι οι πιο πάνω καταγγελίες του Αποβιώσαντα ήταν ψευδείς με βάση τα όσα καταγράφονται στις εκατέρωθεν γραπτές δηλώσεις τους. Η Ποινική Υπόθεση υπ΄ αριθμό 22843/13 διακόπηκε για λόγους που δεν προκύπτουν επί του σχετικού πρακτικού (Τεκμήριο 17). Η δε θέση των Μαρτύρων ότι στις 28.7.2013 ο ΜΕ1 προέβη σε καταγγελία σε βάρος του Αποβιώσαντα για επίθεση και ότι ο τελευταίος προέβη σε αντίστοιχη καταγγελία σε βάρος των Μαρτύρων είναι αποδεκτή, εφ’ όσον προκύπτουν από τα Τεκμήρια 7 και 19, αντίστοιχα. Αποδέχομαι και τη θέση τους ότι συνεπεία της καταγγελίας του Αποβιώσαντα ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη, στα πλαίσια της οποίας αθωώθηκαν, εφ’ όσον τούτο προκύπτει από το Τεκμήριο 19. Τέλος, αποδέχομαι επίσης τη θέση των Μαρτύρων ότι ο Αποβιώσαντας κατήγγειλε τον ΜΕ1 για πλαστογραφία και ότι ο ίδιος με απόφαση Δικαστηρίου ημερ. 7.9.21, αθωώθηκε, γεγονός που στηρίζεται στο Τεκμήριο 21.

 

69. Παρά τούτα, δεν δύναμαι να προβώ σε οποιοδήποτε εύρημα περί ψευδών καταγγελιών εφ’ όσον ουδόλως στηρίζεται κάτι τέτοιο από τα ως άνω τεκμήρια και εκεί αναφορές των Μαρτύρων εντάσσονται στο πλαίσιο των όσων έχουν αναφερθεί στις παρ. 33-39 πιο πάνω και καμία αξία δύναμαι να αποδώσω στις αναφορές αυτές.

 

70. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, πέραν των ζητημάτων που αποτέλεσαν κοινώς αποδεκτά σημεία μέσω της δικογραφίας και των όσων επιβεβαιώνονται από την ανεξάρτητη ενώπιον μου μαρτυρία, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Μάρτυρες.

 

VI.   ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

71. Στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας προβαίνω στα εξής ευρήματα.

 

72. Η ΜΕ2 είναι μητέρα του Ενάγοντα 2 ο οποίος κατά στις 18.7.2013 ήταν ηλικίας 2,5 ετών και εξακολουθεί να είναι ανήλικος. Ο Αποβιώσαντας ήταν κάτοχος διδακτορικού και δίδασκε σε διάφορα πανεπιστήμια ενώ παράλληλα μετείχε σε ερευνητικά προγράμματα παγκοσμίου εμβέλειας. Το έτος 1998 το οικόπεδο επί του οποίου βρισκόταν η Κατοικία μεταβιβάστηκε επ’ ονόματι του ΜΕ1 και του Αποβιώσαντα, με δικαίωμα επικαρπίας των γονέων τους. Το έτος 2001 ανεγέρθηκε η οικία του πρώτου ορόφου. Το έτος 2008 απεβίωσε ο πατέρας του Κυριάκου Φυρίλλα (ΜΕ1) και του Αποβιώσαντα. Σε κάποιον χρόνο, που περιλαμβάνει και τις 18.7.2013, η Ενάγουσα 1 μαζί με τον σύζυγο της και τα τέσσερα παιδιά τους διέμεναν στο ισόγειο της Κατοικίας ενώ ο Αποβιώσαντας διέμενε με τη δική του οικογένεια στον πρώτο όροφο της Κατοικίας. Ο Αποβιώσαντας και η σύζυγος του δεν επιθυμούσαν και κάλεσαν τη μητέρα του, Φαίδρα, να αποσύρει το δικαίωμα της δια επικαρπία επί του πρώτου ορόφου της Κατοικίας επί του οποίου διέμενε η οικογένεια τους.

 

73. Σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ του έτους 2012 και 2013, ο Κυριάκος Φυρίλλας κατήγγειλε τον Αποβιώσαντα στην Αστυνομία για διάφορα περιστατικά ως καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 7. Στις 21.2.2014 ο Αποβιώσαντας παραδέχθηκε ενοχή σε αδίκημα εξύβρισης της Ενάγουσας 1 επικαλούμενος πρόκληση από την ίδια.

 

74. Στις 18.7.2013 έλαβε χώρα μεταξύ της Ενάγουσας 1 και του Αποβιώσαντα ένα επεισόδιο σε δημόσιο χώρο. Για το εν λόγω επεισόδιο η Ενάγουσα 1 προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία προβαίνοντας σε σχετική κατάθεση, ως το Τεκμήριο 13. Για το εν λόγω επεισόδιο ασκήθηκε ποινική δίωξη και ο Αποβιώσαντας παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Δικαστηρίου στις 6.2.14 για το αδίκημα της εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα και πρόκλησης ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα.

 

75. Στις 29.7.2013 και 30.7.2013 ο Αποβιώσαντας προέβη σε κατάθεση στην Αστυνομία ως το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 15 και 16. Συνεπεία της πιο πάνω κατάθεσης του Αποβιώσαντα στην Αστυνομία καταχωρήθηκε εναντίον του η υπ’ αριθμό 22845/13 ποινική υπόθεση εναντίον της Ενάγουσας η οποία ακολούθως απαλλάχθηκε κατόπιν διακοπής της εκεί ποινικής δίωξης (βλ. Τεκμήριο 17).

 

76. Στις 28.7.2013 ο ΜΕ1 προέβη σε καταγγελία σε βάρος του Αποβιώσαντα για επίθεση. Ο ίδιος προέβη σε αντίστοιχη καταγγελία σε βάρος των Μαρτύρων. Συνεπεία της καταγγελίας του Αποβιώσαντα ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη, στα πλαίσια της οποίας αθωώθηκαν. Σε κατοπινό στάδιο ο Αποβιώσαντας κατήγγειλε τον ΜΕ1 για πλαστογραφία και ότι ο ίδιος με απόφαση Δικαστηρίου ημερ. 7.9.21, αθωώθηκε (Τεκμήριο 21).

 

VII.  ΑΙΤΙΕΣ ΑΓΩΓΗΣ – ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

77. Όπως προκύπτει μέσω της Έκθεσης Απαίτησης οι Ενάγοντες προωθούν ως αιτία αγωγής το αστικό αδίκημα της επίθεσης. Η ισχυριζόμενη επίθεση συνίσταται από το περιστατικό που κατά τους ισχυρισμούς τους έλαβε χώρα στις 18.7.2013, ήτοι το Επεισόδιο. Άλλη αιτία αγωγής που προωθείται σε σχέση με το Επεισόδιο είναι αυτή της επιζήμιας ψευδολογίας. Περιπλέον, οι Ενάγοντες επικαλούμενοι διάφορες άλλες ενέργειες του Αποβιώσαντα αλλά, και, το ίδιο το Επεισόδιο, ισχυρίζονται ότι ο Αποβιώσαντας παραβίασε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα των Εναγόντων στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή. Στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας και των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ουδεμία εκ των ως άνω αιτιών αγωγής στοιχειοθετείται. Εξηγώ.

 

78. Σε ό,τι αφορά το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας, η αγωγή δεν δύναται να επιτύχει στη βάση αυτή, καθώς ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε δια το ότι οι όποιες ισχυριζόμενες δηλώσεις του Αποβιώσαντα αφορούσαν τo επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία ή εvασχόληση των Εναγόντων ή άλλως πως οτιδήποτε από αυτά που καταγράφονται επί του άρθρου 25(1) του Κεφ. 148. Παράλληλα, καμία μαρτυρία προσκομίστηκε περί ύπαρξης ειδικής ζημιάς σύμφωνα με την απαίτηση του άρθρου 25 του Κεφ. 148.

 

79. Παρεμβάλλω εδώ ότι, σε ό,τι αφορά το αστικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης στο οποίο γίνεται αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης, πέραν των πιο πάνω, αλλά, και, άνευ επηρεασμού της παρατήρησης μου στην παρ. 4 πιο πάνω, η αγωγή των Εναγόντων δεν θα μπορούσε να επιτύχει ούτε και σε αυτή τη βάση εφ’ όσον καμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς απόδειξη ειδικής ζημιάς, συμφώνως προς την απαίτηση του άρθρου 17(3) του Κεφ. 148.

 

80. Στρεφόμενη στο αστικό αδίκημα της επίθεσης, ορίζεται από το άρθρο 26(1) του Κεφ.148 ότι «(ε)πίθεση συvίσταται στηv εκ πρoθέσεως χρήση κάθε είδoυς βίας κατά τoυ πρoσώπoυ άλλoυ, είτε με κτύπημα, επαφή, μετακίvηση είτε άλλως πως, είτε άμεσα είτε έμμεσα, χωρίς τη συvαίvεση τoυ, ή με τη συvαίvεση τoυ αv η συvαίvεση για αυτό λήφθηκε με απάτη, ή κατόπι απόπειρας ή απειλής με πράξη ή χειρovoμία χρήσης τέτoιας βίας κατά τoυ πρoσώπoυ άλλoυ αv τo πρόσωπo πoυ απoπειράται ή απειλεί τη χρήση βίας πρoκαλεί στov άλλo πεπoίθηση η oπoία εδραιώvεται σε εύλoγη αιτία, ότι αυτός έχει κατά τov εv λόγω χρόvo τηv πρόθεση και τηv ικαvότητα για πραγμάτωση τoυ σκoπoύ τoυ.» Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Αρτέμη & Ερωτοκρίτου «(α)στικά Αδικήματα», Λευκωσία 2003 σελ. 93 τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι (α) η απειλή βίας ή η χρήση βίας, (β) η ύπαρξη πρόθεσης και (γ) η έλλειψη συναίνεσης.

 

81. Η δε αιτία αγωγής δια παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος των Εναγόντων σε οικογενειακή και ιδιωτική ζωή, προνοείται από το άρθρο 15 του Συντάγματος το οποίο διαλαμβάνει ότι:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνει σεβασμού. 2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.»[13]

 

82. Η απόρριψη της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 δεν επιτρέπει διαπίστωση περί διάπραξης του αστικού αδικήματος της επίθεσης ούτε και περί παραβίασης των συνταγματικώς κατοχυρωμένου ανθρώπινου δικαιώματος από τον Αποβιώσαντα. Ούτε τέτοιο συμπέρασμα δύναται να εξαχθεί από τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Η εμπλοκή και μόνο των διαδίκων σε διάφορες ποινικές διαδικασίες δεν στοιχειοθετεί από μόνη της παραβίαση του δικαιώματος ενός εμπλεκόμενου σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Ούτε και απεδείχθη ενώπιον μου το ψεύδος των καταγγελιών του Αποβιώσαντα στην Αστυνομία σε ό,τι αφορά τους Μάρτυρες. Το γεγονός διακοπής μιας ποινικής δίωξης ή της αθώωσης ενός κατηγορούμενου δεν καθιστούν εξ υπαρχής και αυτομάτως τις αρχικές καταγγελίες ψευδείς. Όπως δε ορθά εισηγήθηκε η συνήγορος των Εναγόμενων, η παραδοχή του Αποβιώσαντα στην ποινική υπόθεση που ακολούθησε του Επεισοδίου δεν δημιουργεί αφ’ εαυτής διάγνωση αστικής ευθύνης (βλ. Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396. Σχετικά είναι τα όσα έχω παραθέσει στην πα 64 πιο πάνω. Κοντολογίς, δεν απέδειξαν οι Ενάγοντες το περιεχόμενο του Επεισοδίου αλλά ούτε και τη δικογραφημένη θέση τους ότι ο Αποβιώσαντας προέβαινε σε τέτοιες ενέργειες με σκοπό να εξαναγκάσει τους ιδίους να μεσολαβήσουν ώστε να πείσουν τη Φαίδρα να άρει το δικαίωμα επικαρπίας που είχε επί της Οικοδομής και οι οποίες ενέργειες συνιστούν παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος τους σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Μη αποδεκτές κρίθηκαν και οι θέσεις των Μαρτύρων δια τις συνέπειες των ισχυριζόμενων ενεργειών του Αποβιώσαντα επί των Εναγόντων οι οποίες, θα ήταν απαραίτητο να αποδειχθούν δια να αποδοθεί οιαδήποτε αποζημίωση, είτε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, είτε υπό μορφή τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων είτε υπό μορφή αποζημιώσεων για ηθική βλάβη.  

 

VIII.   ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

83. Ως εκ των πιο πάνω, η Αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον των Εναγόντων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

(Υπ.)………..………………

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. παρ. 1.1 της αγόρευσης του κ. Παπαθεοδώρου.

[2] Βλ. παρ. 17.1 του Έγγραφου ‘Α’.

[3] Βλ. παρ. 17.2 του Έγγραφου ‘Α’.

[4] Βλ. παρ. 17.3 του Έγγραφου ‘Α΄.

[5] Βλ. παρ. 6 της Τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, παρ. 7 του Έγγραφου Α και παρ. 6 του Έγγραφου Α.

[6] Βλ. παρ. 4 της Τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης.

[7] Βλ. συμπληρωματική αγόρευση του συνηγόρου των Εναγόντων, σελ. 1.

[8] Βλ. παρ. 24 του Έγγραφου ‘Α’

[9] Βλ. παρ. 25 του Έγγραφου ‘Α’

[10] Βλ. παρ. 26 του Έγγραφου ‘Α’ και βλ. και παρ. 18 – 20 του Έγγραφου ‘Β’.

[11] Βλ. παρ. 8 και 11 του Έγγραφου Β.

[12] Βλ. παρ. 17.2 του Έγγραφου Α.

[13] Βλ. και Police v. Georghiades (1983) 2 CLR 33 και Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 ΑΑΔ 558.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο