ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 872/2018

Μεταξύ:

1.    Χαράλαμπου Ψημολοφίτη

2.    Κωνσταντίνου Αντωνίου

Εναγόντων

                          -και-

 

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Εναγόμενου

 

 

 

Ημερομηνία: 2 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κα Α. Κοζάκου για Θεόδωρο Μ. Ιωαννίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κα Χρ. Σαββίδου

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Αναφορικά με το ζήτημα παραγραφής που ηγέρθηκε προδικαστικά

 

Ι.    Εισαγωγή

 

1.    Με την παρούσα αγωγή τους οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον του Εναγόμενου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για αστικά αδικήματα τα οποία, σύμφωνα με τις θέσεις τους, διαπράχθηκαν από μέλη της αστυνομίας σε βάρος των Εναγόντων στα πλαίσια ενός επεισοδίου που έλαβε χώρα στις 15.12.2010. Αναφέρουν χαρακτηριστικά στην παρ. 5 της Έκθεσης Απαίτησης τους ότι:

 

«Κατά /ή περί την 15.12.10 ενώ οι Ενάγοντες λειτουργούσαν νομίμως και κανονικώς την επιχείρηση τους και ενώ είχαν τοποθετημένα αυτοκίνητα προς πώληση εντός βιτρίνας και εκτός βιτρίνας, έφθασε στο χώρο αριθμός αστυνομικών οι οποίοι είχαν σκοπό να σηκώσουν και να κατακρατήσουν 3 οχήματα ιδιοκτησίας των Εναγόντων, χρησιμοποιώντας Ρυμουλκό. Αμέσως ο Ενάγοντας 2 έτρεξε στην θέση του οδηγού του Ρυμουλκού με σκοπό να τον παρεμποδίσει στην φόρτωση και μεταφορά των οχημάτων. Στη συνέχεια ανέβηκε στο καπό του αυτοκινήτου διαμαρτυρόμενος ότι τα οχήματα είναι δικά του. Με την πίεση και την επιθετικότητα των αστυνομικών που ήρθαν για να πάρουν τα οχήματα προσπαθώντας να αποτρέψει την φόρτωση των οχημάτων του από το Ρυμουλκό στάθηκε μπροστά στο Ρυμουλκό σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την μεταφορά. Οι αστυνομικοί επιτέθηκαν φραστικά και σωματικά στους Ενάγοντες που διαμαρτύρονταν προκαλώντας σ’ αυτούς σωματικές βλάκες και συνέλαβαν παράνομα τους Ενάγοντες (…) Οι αστυνομικοί ενήργησαν καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων τους. Εισήλθαν σε ιδιωτικό χώρο για να πάρουν τα οχήματα χωρίς να δικαιούνται να πράξουν τούτο προκαλώντας στους Ενάγοντες ειδικές ζημιές, σωματικές βλάβες και ηθικές βλάβες, ασκώντας βία και/ή βιαιοπραγώντας.»

 

2.    Με την Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος, μεταξύ άλλων, εγείρει προδικαστική ένσταση δια της οποίας προβάλλει ότι:

 

«Ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί και/ή ανασταλεί καθότι το ισχυριζόμενο αστικό αδίκημα της παράνομης επίθεσης και/ή οποιοδήποτε άλλο αστικό αδίκημα, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων, έλαβε χώρα κατά την 15.12.10 και επομένως έχει παραγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κεφ. 148.»

 

 

3.    Με τη σύμφωνη γνώμη των μερών και λαμβανομένου υπόψιν του ότι η ημερομηνία του επεισοδίου ήταν κοινώς αποδεκτή, το Δικαστήριο αποφάσισε όπως το ζήτημα παραγραφής ακουσθεί προδικαστικά (βλ. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Ιεροδιακόνου, Πολ. Έφ. Ε307/16 σχ. με Ε306/16, 6.7.18, Νεοφύτου ν. Malak κ.ά. Πολ. Έφ. 118/12, 21.6.18, ECLI:CY:AD:2018:A297 και Χατζηστυλλής Αλέκος ν. Maude C. Papadema κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 551). Τα μέρη παραχώρησαν στο Δικαστήριο τις εκατέρωθεν γραπτές τους αγορεύσεις προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Οι αγορεύσεις των μερών ήταν βοηθητικές προς το Δικαστήριο και ειδική αναφορά στην εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων θα κάνω στον βαθμό που αυτό κρίνεται αναγκαίο.

 

ΙΙ.   Οι αιτίες αγωγής που προωθούν οι Ενάγοντες

4.    Παρατηρώ ευθύς εξ αρχής ότι η βάση αγωγής των Εναγόντων ως προκύπτει δια μέσου του Γενικώς Οπισθογραφημένου Κλητήριου Εντάλματος τους, ήτοι, αποτελεί τον «πυρήνα» της υπόθεσης των Εναγόντων (βλ. Vasilico Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation (1996) 1 ΑΑΔ 389) ερείδεται, ως θέμα γεγονότων, επί της ισχυριζόμενης «χρήση βίας και/ή βιαιοπραγίας και/ή επίθεσης» των μελών της αστυνομίας και «αντισυνταγματικής και/ή παράνομης σύλληψης και κράτησης των Εναγόντων».

 

5.    Το πρώτο σκέλος, σαφώς παραπέμπει το αστικό αδίκημα της επίθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 («Κεφ. 148»). Το δεύτερο σκέλος παραπέμπει στο αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης προσώπου, δυνάμει του άρθρου 29 του Κεφ. 148. Πρόσθετα, από την αναφορά σε «αντισυνταγματική() και/ή παράνομη() σύλληψη() και κράτηση() των Εναγόντων» προκύπτει και ως αιτία αγωγής, παρά τον γενικό τρόπο δια του οποίου δικογραφήθηκε,[1] ισχυριζόμενη παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του Ενάγοντα (βλ. Γιάλλουρος ν. Νκολάου (2001) 1 ΑΑΔ 558.)  

 

6.    Γίνεται επιπλέον αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης σε «αμέλεια» και σε «παράβαση των εκ του νόμου καθηκόντων» των μελών της Αστυνομίας. Η αναφορά σε «αμέλεια» αποτελεί κατά την κρίση μου μη επιτρεπτή επέκταση του πυρήνα της υπόθεσης των Εναγόντων, ως αυτή καταγράφεται επί του Γενικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος (βλ. Vasilico – ανωτέρω), λόγω της χωριστής φύσεως του αστικού αδικήματος της αμέλειας από το αστικό αδίκημα της επίθεσης και της παράνομης κατακράτησης, τα οποία αποτελούν, επαναλαμβάνω, τον «πυρήνα» της υπόθεσης των Εναγόμενων. Ως τέτοια, δεν δύναται να ληφθεί υπόψιν για σκοπούς επίλυσης του ζητήματος παραγραφής που εγείρεται.  Η δε αναφορά σε «παράβαση των εκ του νόμου καθηκόντων» των Εναγόντων, δύναται ευλόγως να ενταχθεί στην αναφερόμενη «παρανομία» με αναφορά στην ισχυριζόμενη «σύλληψη και κράτηση των Εναγόντων». Συναφώς, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν ότι με την αγωγή τους οι Ενάγοντες προωθούν και αυτήν την αιτία αγωγής.

 

7.    Οι αιτίες αγωγής για επίθεση, παράνομη κατακράτηση και παράβαση θέσμιου καθήκοντος αποτελούν αστικά αδικήματα. Οι δύο πρώτες, προβλέπονται ρητά από τα άρθρα 26 και 29 Κεφ. 148, αντίστοιχα. Η δε τελευταία καθίσταται αστικό αδίκημα δυνάμει του κοινοδικαίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λ.Ι.Κ. κ.ά. Συν. Πολ. Έφ. 142/19, 143/19, 144/19, 145/19, 146/19, 147/19, 148/19, 149/19, 189/19, 190/19, 191/19, 216/19, 217/19, 218/19, 219/19, 220/19, 241/19, 268/19, 269/19, 270/19, 21.9.22, Κουππαρής ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 ΑΑΔ 1780 και Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 CLR 50).

 

8.    Η αιτία αγωγής δια παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων, δεν εντάσσεται στη σφαίρα του δικαίου των αστικών αδικημάτων. Υιοθετώ και παραθέτω προς τούτο αυτούσια όσα καταγράφηκαν από τον Έντιμο Αλ. Α. Παναγιώτου, (Π.Ε.Δ. – ως ήταν τότε) στην αγωγή με αρ. 1860/11 απόφαση ημερ. 10.6.2019:

«Στην Κύπρο, η επιδίκαση αποζημιώσεων για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξετάστηκε από την πλήρη ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην θεμελιακή υπόθεση Γιάλλουρος ν. Νικολάου  (2001) 1 Α.Α.Δ 558. Αναγνωρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος δίδει δικαίωμα για διεκδίκηση αποζημιώσεων μέσω της δικαστικής οδού. Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε στην μεταγενέστερη υπόθεση Δημοκρατίας ν. Πάλμα κα Πολ. Έφεση 44/13 ημ. 19.11.15. […]

 

Στην Γιάλλουρος (ανωτέρω), τονίστηκε επίσης ότι πολλά από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, συνιστούν στο αγγλικό δίκαιο το αντικείμενο προστασίας αστικών αδικημάτων. Το θέμα πραγματεύεται αναλυτικά σε μελέτη του ο Λόρδος Bingham, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του The Business of JudgingSelected Essays and Speeches’ Oxford University Press (2000). Όπως επεξηγεί, παραβιάσεις πλείστων των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνιστούν στην Αγγλία το αντικείμενο προστασίας, κάτω από το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (Tort).

 

Παρόλα αυτά, το δικαίωμα αγωγής για παραβίαση Συνταγματικού δικαιώματος είναι αυτοφυές, ανεξαρτήτως του ότι κατά την διάπλαση του, μπορούν να εξεταστούν ζητήματα και να διατυπωθούν δικαστικά ευρήματα που άπτονται αμελούς συμπεριφοράς ή άλλου αστικού αδικήματος. Το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει ούτε ακυρώνει την δυνατότητα καταχώρησης αγωγής και στην βάση παραβίασης Συνταγματικού δικαιώματος, πέραν της βάσης αγωγής δυνάμει  του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Νόμου. Εκτενής ανάλυση γίνεται επί του προκειμένου στην πρωτόδική απόφαση Ξενοφώντος ν. Γενικού Εισαγγελέα ημ,. 31.12.2018 του Ν. Σάντη ΠΕΔ στην αγωγή 40/13 του Ε.Δ. Λευκωσίας στις σελίδες 10 και 11.»

 

 

9.    Κατ’ ίδιο πλέγμα στην πρωτόδικη απόφαση του Έντιμου Ν. Σάντη, Π.Ε.Δ (ως ήταν τότε) στην αγωγή με αρ. 40/13 απόφαση ημερ. 31.12.2018, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Το δικαίωμα αγωγής για παραβίαση συνταγματικού και ανθρώπινου δικαιώματος - ως εν τίνι τρόπω αυτοφυές (κατά διασταλτική προσέγγιση) και μόλο που μπορεί για τη διάπλαση και διάρθρωση του, να διατυπωθούν ευρήματα ή να εγερθούν προς συναφή απόφανση, ζητήματα απτόμενα αμέλειας ή ετέρας υπαιτιότητας - δεν ακυρώνεται ή αμβλύνεται ως εκ της δυνατότητας καταχώρισης αγωγής στη βάση άλλων ή και άλλων νομοθετημάτων, όπως για παράδειγμα τού Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.»

 

 

10. Σχετικές είναι και οι αποφάσεις του Έντιμου Αλ. Α. Παναγιώτου (Π.Ε.Δ. – ως ήταν τότε) στις υποθέσεις με αρ. αγωγής 4730/10, 10.6.2019, αρ. αγωγής 4688/10, 10.6.19, αρ. αγωγής 4568/10, 15.8.19 και αρ. αγωγής 9550/10, 15.7.2019 στις οποίες παραπέμπω.

 

11. Η πιο πάνω διαφοροποίηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία για σκοπούς επίλυσης του ζητήματος που εγείρεται καθώς, η προδικαστική ένσταση των Εναγόντων περιορίστηκε σε «αστικά αδικήματα» τα οποία έχουν παραγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κεφ. 148 και δεν αφορά οποιαδήποτε άλλη αιτία αγωγής (βλ. Άντρη (Κατίρη) Λάμπρου ν. Χριστοδούλου Φαίδωνος, Εμπορευόμενου με την Εμπορική Επωνυμία CPS City Living Πολ. Έφ. Ε196/2017, 5.10.2023 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες).

 

III. Εξέταση της αίτησης

12. Σημειώνω κατ’ αρχάς ότι η επιβολή χρονικών περιορισμών, με την έννοια της παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων είναι θεμιτή και απαραίτητη ως εργαλείο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης (Μιχαήλ ν. Ανδρέου Πολ. Έφ. 229/2014, 19.1.2022), ECLI:CY:AD:2022:A17.

 

13. Από τη νομολογία διαφαίνεται ότι το ισχύον δίκαιο για σκοπούς επίλυσης του υπό κρίση ζητήματος είναι εκείνο που ισχύει κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος, ήτοι, ο χρόνος καταχώρησης της αγωγής (Γεώργιος Ευαγόρου Χατζηττοφή ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφ. Ε406/2016, 2.10.23, Δημητρίου ν. Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834 και Όμηρος Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 636).

 

14. Κατά το χρόνο καταχώρησης της Αγωγής, ήτοι, στις 29.3.2018, ίσχυε, όπως ισχύει και σήμερα, ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 Ν.66(Ι)/2012.

 

(α) Αστικά αδικήματα

15. Σε σχέση με τις αιτίες αγωγής που αποτελούν αστικά αδικήματα (βλ. παρ. 7 πιο πάνω) σχετικό είναι το άρθρο 68 του Κεφ. 148 το οποίο διαλαμβάνει ότι καμία αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί εντός τριών ετών από την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή.

 

16. Ο Νόμος Ν.66(Ι)/2012 που ίσχυε κατά την καταχώρηση της αγωγής καθορίζει την έκταση της κατάργησης του άρθρου 68 του Κεφ. 148. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 3, 28, 29(1) και του Παραρτήματος του Νόμου Ν. 66(Ι)/2012, το άρθρο 68 του Κεφ. 148 θεωρείται καταργηθέν «μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επισυνέβηκε κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου» (βλ. Παράρτημα του Νόμου Ν. 66(Ι)/2012), ήτοι, από την 1.7.2012 και εντεύθεν (βλ. άρθρο 28 του Νόμου Ν. 66(Ι)/2012). Η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει εντός της πιο πάνω πρόνοιας εφ’ όσον, ως είναι κοινώς αποδεκτό, το επίδικο επεισόδιο έλαβε χώρα στις 15.12.2010 (βλ. Μιχαήλ ν. Ανδρέου Πολ. Έφ. 229/2014, 19.1.22), ECLI:CY:AD:2022:A17. Συνεπώς, είναι το άρθρο 68 του Κεφ. 148 που διέπει το ζήτημα παραγραφής των ως άνω αιτιών αγωγής, ως αστικά αδικήματα, και όχι το άρθρο 6 του Νόμου Ν. 66(Ι)/2012, ως η σχετική εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εναγόντων.

 

17. Η πλευρά των Εναγόντων πρόσθετα προβάλλει ότι το ιστορικό των νομοθεσιών που σχετίζονταν με τις περιόδους παραγραφής για αστικά αδικήματα, καταδεικνύει ότι το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου έχει επιβιώσει ή αναβιώσει. Από την αντίπερα όχθη, η συνήγορος του Εναγόμενου, παραπέμποντας στην  Μιχαήλ ν. Ανδρέου Πολ. Έφ. 229/2014, 19.1.22, ECLI:CY:AD:2022:A17 προβάλλει ότι το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων για τα ισχυριζόμενα αστικά αδικήματα που επικαλούνται έχει παραγραφεί.

 

18. Από τη μελέτη του Δικαστηρίου αναφορικά με το ιστορικό των νομοθεσιών που αφορούσαν σε ζητήματα παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων και επιδρούν στην ισχύ και εφαρμογή του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 στην υπό κρίση περίπτωση, προκύπτουν τα εξής (βλ. Μιχαήλ ν. Ανδρέου Πολ. Έφ. 229/2014, 19.1.22, ECLI:CY:AD:2022:A17 (υπό Λιάτσο, Δ) και Γεώργιος Ευαγόρου Χατζηττοφή ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφ. Ε406/2016, 2.10.23 (υπό Δημητριάδου – Ανδρέου, Δ)):

 

(α) Η βασική νομοθεσία επί του ζητήματος της παραγραφής στο κυπριακό δίκαιο ήταν ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15, μέχρι την κατάργηση του με τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν.66(Ι)/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 15, εκτός όπου καθορίζετο διαφορετικά, οι περίοδοι παραγραφής για διάφορα αγώγιμα δικαιώματα που προβλέπονταν σε άλλους νόμους, δεν επηρεάζονται (βλ. και Yiannis Fekkas v. The Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 CLR 173 και Anthoulla Papadopoulou v. Xenophon Polykarpou (1968) 1 CLR 352).

 

(β)  Μια τέτοια διαφορετική και ειδική πρόνοια εμπεριέχεται στο άρθρο 68 του Κεφ. 148 για αστικά αδικήματα, που τέθηκε σε ισχύ το 1959. Το άρθρο 68(α) του Κεφ. 148 αρχικώς προέβλεπε ότι «καμία αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί εντός δύο ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή

 

(γ) Με την ψήφιση του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964 Ν.57/64 (όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 36/82) αναστάλθηκαν όλοι οι χρόνοι παραγραφής που προβλέπονταν σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη και που ίσχυαν κατά την ημερομηνία που ο Νόμος Ν.57/64 τέθηκε σε ισχύ, ήτοι από τις 30.10.1964, περιλαμβανομένης δηλαδή και της περιόδου παραγραφής δυνάμει του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148. Ο Νόμος Ν. 57/64 βρισκόταν σε ισχύ μέχρι την 1.6.2005.

 

(δ) Ο Νόμος Ν.57/64 καταργήθηκε με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο Ν.110(Ι)/2002 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.6.2005. Τούτο επέφερε, από την 1.6.2005 την ενεργοποίηση της περιόδου αναστολής δυνάμει του άρθρου 68 του Κεφ. 148, εφόσον ο τερματισμός αναστολής εξαιρούσε μόνο τις προθεσμίες που περιέσωζε ρητά ο ίδιος ο Νόμος Ν. 110(Ι)/2002 και το άρθρο 68 του Κεφ. 148 δεν περιλαμβανόταν σε αυτές  (βλ. Μιχαήλ – ανωτέρω). Έτσι, στις 1.6.2005 άρχισε να τρέχει η διετής περίοδος για την παραγραφή αστικών αδικημάτων. Σχετική είναι η πρόνοια του άρθρου 4(1) του Νόμου Ν.110(Ι)/2002:

 

«Νοείται ότι η κατάργηση των πιο πάνω Νόμων με κανένα τρόπο δεν μπορεί να καταστήσει παραγεγραμμένο οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ δυνάμει των καταργημένων Νόμων, εκτός αν και μέχρις ότου συμπληρωθεί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, νέος και από την αρχή χρόνος παραγραφής για το εν λόγω αγώγιμο δικαίωμα.»

 

(ε) Ακολούθως, η διετής περίοδος αυξήθηκε με τον τροποποιητικό του άρθρου 68 του Κεφ. 148 Νόμο, Ν.171(Ι)/2006 σε τρία έτη.

 

(στ) Οι διαδοχικές αναστολές των προνοιών του Ν. 110(Ι)/2002 που θεσπίστηκαν με τους τροποποιητικούς νόμους Ν.60(Ι)/2007, Ν.28(Ι)/2008, Ν.34(Ι)/2008, Ν.16(1)/2009, Ν.20(Ι)/2010 και Ν.111(Ι)/2010 δεν επηρεάζουν το άρθρο 68 του Κεφ. 148 αφού ρητά προβλέπουν ότι αναστέλλουν την εφαρμογή μόνο του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15.

 

(ζ) Με τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 Ν.66(Ι)/2012, καταργήθηκαν το Κεφ. 15 και το άρθρο 68 στην έκταση που ορίζεται από τον ίδιο το Νόμο (βλ. παρ. 16 πιο πάνω).

 

19. Υπό το φως των πιο πάνω, ο χρόνος παραγραφής του άρθρου 68 του Κεφ. 148 ξεκίνησε να προσμετρά από την ημερομηνία έλευσης των γεγονότων για τα οποία οι Ενάγοντες παραπονούνται, ήτοι από τις 15.12.10 (βλ. Μιχαήλ – ανωτέρω). Συνεπώς, οι αιτίες αγωγής που προωθούν οι Ενάγοντες για επίθεση (άρθρο 26 του Κεφ. 148), παράνομη κατακράτηση (άρθρο 29 του Κεφ. 149) και παράβαση θέσμιου καθήκοντος, ως αστικά αδικήματα, έχουν παραγραφεί στις 15.12.13, πριν από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Σε ό,τι αφορά την τελευταία αιτία αγωγής παραπέμπω πρόσθετα στην διαφωτιστική επί του σημείου ανάλυση του Αδελφού μου Δικαστή στην παρ.7 της απόφασης του στην αγωγή με αρ. 420/12, απόφαση ημερ. 25.7.2017 (υπό Μιχάλη Γ. Λοϊζου, Ε.Δ. – ως ήταν τότε). Αναφέρω για σκοπούς πληρότητας, ότι τα ίδια θα ίσχυαν και για την αιτία αγωγής της αμέλειας εάν ήθελε κριθεί ότι η αγωγή δύναται θεωρείται ότι προωθείται και σε αυτή τη βάση (βλ. σχ. ανάλυση στην παρ. 6 πιο πάνω) εφόσον και η αμέλεια αποτελεί αστικό αδίκημα δυνάμει του ίδιου του Κεφ.148.

 

 

 

(β)  Παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων

20. Δεν ισχύουν όμως τα ίδια σε σχέση με την αιτία αγωγής των Εναγόντων δια την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων τους. Σχετικά είναι τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 8-10 πιο πάνω από τα οποία υπενθυμίζω προκύπτει ότι παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί αστικό αδίκημα αλλά συνιστά αυτοφυή αιτία αγωγής. Παρά το ότι η προδικαστική ένσταση του Εναγόμενου δεν αφορά σε οτιδήποτε πέραν των «αστικών αδικημάτων» που προωθούνται με την αγωγή των Εναγόντων (βλ. Άντρη (Κατίρη) Λάμπρου (ανωτέρω)) θα στραφώ για σκοπούς πληρότητας στο ζήτημα της παραγραφής και αυτής της αιτίας αγωγής.

 

21. Με δεδομένο το ότι το ότι ισχυριζόμενη παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος δεν αποτελεί αστικό αδίκημα, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 68 του Κεφ. 148 αλλά οι γενικές πρόνοιες παραγραφής. Αυτές, ως και το ιστορικό τους, συνοψίστηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ευαγόρου Χατζηττοφή (ανωτέρω) ως εξής:

 

«Η ιστορική πορεία των σχετικών νομοθεσιών αποκαλύπτει ότι οι πρόνοιες του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ.15, που αποτελούσε τη βασική νομοθεσία επί του ζητήματος της παραγραφής, εφαρμόστηκαν για μικρό χρόνο αφού μετά τα γεγονότα του 1963 τέθηκαν σε αναστολή με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο του 1964, Ν. 57/1964, ο οποίος μαζί με τους τροποποιητικούς αυτού Νόμους (Νόμοι 1964-1982) καταργήθηκαν με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 (Ν. 110(Ι)/2002), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1/6/2005. Ωστόσο το Κεφ.15 δεν αφέθηκε ουσιαστικά να επανέλθει σε ισχύ αφού ακολούθησαν διαδοχικές αναστολές των προνοιών του Ν.110(Ι)/2002.

 

Την 1/7/2012 με τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012) καταργήθηκε τόσο το Κεφ.15, όσο και ο Ν. 110(Ι)/2002.

 

Με δεδομένο ότι η Αγωγή αφορούσε σύμβαση, όταν αυτή καταχωρήθηκε στις 29/2/2016, τύγχανε εφαρμογής το εδάφιο (1) του Άρθρου 7 του Ν. 66(Ι)/2012 που διαλαμβάνει τα ακόλουθα […]:

 

Αναφορικά με την έναρξη του χρόνου παραγραφής, σχετικό είναι το Άρθρο 3 του Ν. 66(Ι)/2012 το οποίο προνοεί ότι:

 

‘Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής:

 

Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 29, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016.’

  

Σημειώνεται ότι το αγώγιμο δικαίωμα της παράβασης σύμβασης δεν εμπίπτει στις ειδικές προθεσμίες των Άρθρων 24 και 29.

 

Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επιφύλαξη του Άρθρου 3 του Νόμου 66(Ι)/2012 εισήχθη με το Ν. 207(Ι)/2015 στις 23/12/2015 και, συνεπώς, ίσχυε κατά τις 29/2/2016 που είχε καταχωρηθεί η Αγωγή. […]

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα χωρίς να αγνοεί την πιο πάνω νομολογία  με παραπομπή στην Μιχαήλ ν. Ανδρέου, Πολιτική Έφεση Αρ. 229/2014, ημερ. 19/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A17,  υποστήριξε ότι η τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 207(Ι)/2015 στο Άρθρο 3 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 δεν έχει αναδρομική ισχύ [….].

 

Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται από την υπό κρίση περίπτωση. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αστικό αδίκημα όπου το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα είχε προκύψει την 1/2/2006. Όταν καταχωρήθηκε η αγωγή στις 27/7/2010 τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 68(α) του Κεφ.148 το οποίο καθόριζε προθεσμία για έγερση της αγωγής την περίοδο των δύο ετών ‘μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή’, με αποτέλεσμα η προθεσμία να εκπνεύσει την 1/2/2008 και το αγώγιμο δικαίωμα να παραγραφεί. Η κατάργηση του Άρθρου 68 του Κεφ.148 μέσω του Άρθρου 29 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012, Ν. 66(Ι)/2012, εφαρμόζετο μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1/7/2012. Είναι σαφές ότι στην εν λόγω υπόθεση υπήρχε ρητή πρόνοια στη βάση της οποίας ο νομοθέτης είχε προνοήσει τη μη αναβίωση αγώγιμου δικαιώματος το οποίο είχε παραγραφεί πριν την έναρξη της ισχύος του  Ν. 66(Ι)/2012. Στην υπό κρίση περίπτωση, ωστόσο, δεν υπάρχει ανάλογη ή αντίστοιχη πρόνοια σε σχέση με το Κεφ.15 το οποίο είχε καταργηθεί στην ολότητα του, και αυτό μέσω του Άρθρου 29 του Ν. 66(Ι)/2012, ενώ όταν είχε καταχωρηθεί η Αγωγή το 2016 βρισκόταν σε ισχύ ο Ν. 66(Ι)/2012. Είναι, κατά την άποψη μας, σαφές ότι η προσέγγιση στην υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω), η οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει το ζήτημα της παραγραφής ως ουσιαστικού παρά ως δικονομικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα, θα πρέπει να ιδωθεί εντός του πλαισίου των ιδιαίτερων της γεγονότων και δεν επηρεάζει το λόγο της  Χριστοδουλίδης (ανωτέρω), ως έχει εκτεθεί ανωτέρω.»

 

22. Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, σχετικό καθίσταται το άρθρο 4 του Ν. 66(Ι)/2012, το οποίο διαλαμβάνει ότι εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, καμία αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο δέκα ετών αφότου συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής. Εν προκειμένω, η όποια βάση της αγωγής, σύμφωνα με τους ίδιους τους ισχυρισμούς των Εναγόντων, είχε συμπληρωθεί στις 15.12.10, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το ισχυριζόμενο επεισόδιο. Όπως και στην Ευαγόρου Χατζητοφφή έτσι και εδώ, το υπό κρίση αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων δεν εμπίπτει στις ειδικές προθεσμίες των άρθρων 24 και 29 του Νόμου Ν. 66(Ι)/2012 και συναφώς ισχύει το λεκτικό του άρθρου 3, ήτοι, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων δια την ισχυριζόμενη παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων ξεκίνησε να προσμετρά στις 1.1.2016, για δέκα έτη, και συνεπώς δεν είχε παραγραφεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, ήτοι στις 29.3.2018.

 

IV.   Κατάληξη

23. Κατ’ ακολουθίαν των όσων έχουν αναφερθεί, η προδικαστική ένσταση του Εναγόμενου ως αυτή καταγράφεται επί της παρ. 2 της Έκθεσης Υπεράσπισης του γίνεται αποδεκτή και οι αξιώσεις των Εναγόντων στο βαθμό που ερείδονται στα αστικά αδικήματα της επίθεσης, της παράνομης κατακράτησης και της παραβίασης θέσμιου καθήκοντος κρίνονται παραγραμμένες στη βάση του άρθρου 68 του Κεφ. 148.

 

24. Υπό το φως των πιο πάνω στο βαθμό που η αγωγή αφορά αξιώσεις που ερείδονται επί αστικών αδικημάτων αναστέλλεται.

 

25. Ενόψει της επιτυχίας του αιτήματος του Εναγόμενου, τα έξοδα της ακρόασης της αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, στο ποσό των €490 και θα είναι καταβλητέα με την αποπεράτωση της αγωγής.

 

26. Η αγωγή παραμένει και συνεχίζει προς εκδίκαση μόνο στο βαθμό που αφορά την αξίωση των Εναγόντων για αποζημιώσεις στη βάση της ισχυριζόμενης παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων τους.  

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………….

 

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφον

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. κατ’ αναλογίαν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πάλμα κ.ά. (2015) 1 ΑΑΔ 2489.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο