ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

                

 

                                                                                                   Αρ. Αγωγής: 4509/2017                                                    

Μεταξύ:

 

Μανώλη Ανδρέου

                                                                                                                       

                                                                                                           Ενάγοντα

 

                                                               και

 

 

Agata Anna Sylkowska                                                                        

                      Εναγόμενης

Ημερομηνία:  20 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντα:  κος Φλωρίδης

Για Εναγόμενης: κος Βασιλακκάς

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης  (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

          Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ο Ενάγοντας αξιώνει παρά της Εναγόμενης το ποσό των €8.577,35σ. μεταξύ άλλων ως αποζημιώσεις και/ή δυνάμει παραβίασης γραπτής συμφωνίας. Ως προκύπτει από τις έγγραφες προτάσεις του Ενάγοντα είχε συμφωνήσει γραπτώς με την Εναγόμενη όπως αποκτήσουν εξ ημισείας το café snack (καφετέρια) «Επιτέλους» στα Λατσιά. Περί την 19/11/2016 όμως με νέα γραπτή συμφωνία συμφωνήθηκε όπως η Εναγόμενη αναλάβει από μόνη της εξ’ ολοκλήρου την εν λόγω καφετέρια με τον όρο ότι η Εναγόμενη θα κατέβαλε στον Ενάγοντα το ποσό των €7.400 πλέον το ποσό των €512. Συμφώνησαν επίσης προφορικά περί την 26/11/2016 ότι η Εναγόμενη θα πλήρωνε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής ως «η ΑΤΗΚ») τα τέλη χρήσεως τηλεφώνου και διαδικτύου της καφετέριας  ο οποίος ήταν εγγεγραμμένος στο όνομα του Ενάγοντα και θα συνεχιζόταν να χρησιμοποιείται από την Εναγόμενη. Η Εναγόμενη συνέχιζε να χρησιμοποιεί το λογαριασμό ο οποίος παρουσίασε χρεωστικό υπόλοιπο €665,35σ. Σύμφωνα με τα όσα προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης η Εναγόμενη παραβίασε τις μεταξύ τους συμφωνίες και σήμερα οφείλει στον Ενάγοντα το ποσό των €8.577,35σ.

 

          Η Εναγόμενη μέσω της Υπεράσπισης της αρνείται τις θέσεις και αξιώσεις του Ενάγοντα. Ισχυρίζεται ότι η οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ των μερών διέπεται από παρανομία. Αναφορικά με τη συμφωνία ημερομηνίας 19/11/2016 ισχυρίζεται ότι αυτή είναι ακυρώσιμη και/ή άκυρη και ότι αυτή είναι προϊόν απάτης, δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων. Παραθέτει δε λεπτομέρειες δόλου, απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και δη παραθέτει ότι: α) Ο Ενάγοντας παρουσίασε ψευδή στοιχεία σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης, β) Ο Ενάγοντας παρουσίασε ψευδώς την επιχείρηση ως κερδοφόρα παραπλανώντας την Εναγόμενη ότι επρόκειτο για εξαιρετική επιχειρηματική δραστηριότητα, γ) Ο Ενάγοντας απόκρυψε τις πραγματικές οφειλές και υποχρεώσεις της επιχείρησης προς τρίτους, δ) Ο Ενάγοντας παράστησε ότι η δική του συνεισφορά στην επιχείρηση ανερχόταν σε €7.400 ενώ αυτή δεν υπερέβαινε το ποσό των € 5.000, ε) Ο Ενάγοντας ψευδώς παρουσίασε ότι το café-snack ήταν αδειούχο και/ή ότι δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα έκδοσης των απαραίτητων αδειών.

 

          Περαιτέρω η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας παραβίασε ρητό και/ή εξυπακουόμενο όρο ότι παράδιδε πλήρως αδειούχο υποστατικό σε σχέση με τη χρήση και λειτουργία της καφετέριας. Επίσης ισχυρίζεται ότι η συμφωνία ημερομηνίας 19/11/2016 δεν είναι εκτελεστή και/ή ότι είναι ακυρώσιμη συμφώνως του άρθρου 56 του Κεφ. 149. Στη βάση των πιο πάνω η Εναγόμενη ανταπαιτεί αναγνωριστικά διατάγματα πλέον ποσό €5.000 ως αποζημιώσεις καθότι στην προσπάθεια εξασφάλισης των απαιτούμενων αδειών κατέβαλε διάφορα ποσά ανερχόμενα στις €5.000.

 

          Μέσω της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ο Ενάγοντας απορρίπτει και αρνείται τις θέσεις της Εναγόμενης. Ισχυρίζεται επιπροσθέτως ότι την επιχείρηση ξεκίνησε πρώτα η Εναγόμενη η οποία λόγω οικονομικής δυσκολίας πρότεινε στον Ενάγοντα να συμμετάσχει στην οικονομική δαπάνη αποπεράτωσης αυτής και αυτό επιτεύχθηκε με τη συμφωνία ημερομηνίας 01/06/2016. Η επιχείρηση γενικά λειτουργούσε υπό τον πλήρη έλεγχο και διαχείρισης της Εναγόμενης. Ουδέποτε εξαπάτησε την Εναγόμενη.

 

          Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν. Ως προκύπτει από τη δικογραφία τα επίδικα θέματα προς επίλυση της απαίτησης είναι κατά πόσο υπήρξαν οι συμφωνίες  μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης, οι όροι αυτών και εάν παραβιάστηκε οποιαδήποτε συμφωνία από την Εναγόμενη. Εκ μέρους της Εναγόμενης μέσω της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της τέθηκε ισχυρισμός για παρανομία της συμφωνίας ημερομηνίας 19.11.2016 και/ή ισχυρισμός για παραβίαση των όρων της εν λόγω συμφωνίας από τον Ενάγοντα και δη ότι ο σκοπός της συμφωνίας αντίκειτο στο νόμο και δη ότι η επιχείρηση δεν είχε τις απαιτούμενες άδειες λειτουργίας κατά το χρόνο πώλησης του μεριδίου του Ενάγοντα στην επιχείρηση. Τέθηκε επίσης η θέση ότι η εν λόγω συμφωνία υπογράφηκε μετά από δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις.

 

         Για να αποδείξει τις αξιώσεις του ο Ενάγοντας κατάθεσε ο ίδιος (ΜΕ1). Εκ μέρους της Εναγόμενης δε δόθηκε μαρτυρία. Επιπλέον της προφορικής μαρτυρίας κατατέθηκε και έγγραφη.  Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις εκατέρωθεν αγορεύσεις. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και η έγγραφη είναι κατατεθειμένη μέσω των Τεκμηρίων. Θα προσπαθήσω αμέσως πιο κάτω να παραθέσω συνοπτικά μέρος της μαρτυρίας [1]. Προτού προχωρήσω όμως υπενθυμίζω ότι βασικός κανόνας είναι ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί ή να επεκταθεί σε θέματα που δε δικογραφούνται[2] ή σε θέματα που εγέρθηκαν πρώτη φορά.

 

          Ο Ενάγοντας (ΜΕ1) σαν μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Α. Μαζί κατάθεσε τα Τεκμήρια 1-4. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα το Μάιο 2016 γνώρισε την Εναγόμενη μέσω της μητέρας του. Η Εναγόμενη ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα του Ενάγοντα η οποία είχε εμπειρία στη λειτουργία καφετέριας για να τη βοηθήσει να εξοπλίσει την επιχείρηση café-snack «Επιτέλους» στα Λατσιά το οποίο είχε η ίδια ήδη ενοικιασμένο. Η Εναγόμενη ζήτησε από τη μητέρα του Ενάγοντα αρχικά να συνεταιριστούν λόγω οικονομικής αδυναμίας της Εναγόμενης όμως τελικά με εισήγηση της μητέρας του συμφωνήθηκε όπως καταστεί συνέταιρος ο Ενάγοντας, πράγμα που έγινε με την υπογραφή περί την 01/06/2016 συμφωνίας ως το Τεκμήριο 1. Η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά αλλά η Εναγόμενη είχε τον πλήρη έλεγχο της επιχείρησης. Στις 19/11/2016 υπόγραψαν οι διάδικοι τη συμφωνία του Τεκμηρίου 2. Ο ΜΕ1 εξήγησε τους όρους της συμφωνίας. Κατάθεσε επίσης το Τεκμήριο 3 αντίγραφο εντύπου ενεργειών είσπραξης οφειλών της ΑΤΗΚ εξηγώντας ότι η Εναγόμενη ενώ χρησιμοποιούσε το λογαριασμό τηλεφώνου και διαδικτύου μέχρι το Φεβρουάριο 2017 άφησε απλήρωτο το λογαριασμό ύψους €665.35.

        

          Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ1 ερωτήθηκε εάν η καφετέρια είχε άδεια λειτουργίας με το ΜΕ1 να απαντά ότι υπήρχαν όλες οι άδειες. Το υποστατικό το κατείχε ήδη η Εναγόμενη, το είχε ήδη ενοικιάσει το υποστατικό. Ο ΜΕ1 επεσήμανε ότι πριν την 01/06/2016 δεν είχε κάποια εμπλοκή με την επιχείρηση. Σε υποβολή ότι το Τεκμήριο 5 ενοικιαστήριο έγγραφο υπογράφηκε περί την 01/05/2016 ο ΜΕ1 δεν θυμόταν ημερομηνία υπογραφής. Επεσήμανε ο ΜΕ1 αντεξεταζόμενος ότι το Τεκμήριο 2 υπογράφηκε αφού η Εναγόμενη με το σύζυγο της ήθελαν όπως ο Ενάγοντας αποχωρήσει από την καφετέρια. Συμφωνήθηκε να παραχωρήσει το μερίδιο του που αναλογούσε σε ποσοστό του 50% και να του καταβάλουν τα ποσά που συμφωνήθηκε. Σε υποβολή ότι δεν μπορούσε να πωλήσει την καφετέρια γιατί δεν ήταν αδειούχα και κατ’ ισχυρισμό παράνομη ο ΜΕ1 επέμενε ότι δεν ήταν παράνομη και είχε άδεια λειτουργίας.

 

          Προχώρησα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, στη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[3]

 

          Αξιολογώντας τη μαρτυρία τoυ Ενάγοντα αρχικά λέγω ότι η μαρτυρία του έχει αφήσει θετική εντύπωση. Κατέθεσε με τρόπο απλό μεν πειστικό, σταθερό και άμεσο. Απαντούσε ανεπιτήδευτα και δε φάνηκε να ήρθε στο δικαστήριο με σκοπό να αποκρύψει την αλήθεια. Κάποιες μικροαντιφάσεις που παρατηρήθηκαν δεν κλόνισαν την αξιοπιστία του. Η μαρτυρία του δε κλονίστηκε ούτε κατά την αντεξέταση του.  Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι η μαρτυρία τoυ είναι σε συνάφεια με την έγγραφη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και δη με τα Τεκμήρια 1-5.

 

          Η αντεξέταση του παρόλο που επικεντρώθηκε στην άδεια λειτουργίας της επιχείρησης ως καφετέριας ο ΜΕ1 σε όλες τις ερωτήσεις ή υποβολές που του τέθηκαν περί μη ύπαρξης των αδειών λειτουργίας ανάφερε ότι υπήρχαν οι απαιτούμενες άδειες επισημαίνοντας επίσης ότι ο ίδιος έγινε συνέταιρος στην επιχείρηση κατ’ ίσο μερίδιο με την Εναγόμενη σε χρονικό σημείο μετά που η ίδια είχε ξεκινήσει να προβαίνει σε ενέργειες για «το στήσιμο» της καφετέριας. Παρόλο που ο μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τις συνθήκες υπογραφής των συμφωνιών του Τεκμηρίου 1 και 2 εν τέλει δεν αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο τους. Δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία ούτε η ύπαρξη προφορικής συμφωνίας για τη χρήση εκ μέρους της Εναγόμενης του λογαριασμού τηλεφώνου της επιχείρησης μετά την αποχώρηση του Ενάγοντα ο οποίος λογαριασμός ήταν στο όνομα του. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός χρεώθηκε μέχρι το Φεβρουάριο 2017 το ποσό των €665.35 ποσό το οποίο ανέλαβε να εξοφλήσει ο ίδιος ως το Τεκμήριο 3. Ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν τα γεγονότα που παρουσίασε ο Ενάγοντας απλώς μέσω της αντεξέτασης του τέθηκε θέμα παρανομίας της συμφωνίας ημερ. 19/11/2016 (Τεκμήριο 2). Επισημαίνω επίσης ότι δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι η Εναγόμενη σκοπό είχε να λειτουργήσει μόνη της την καφετέρια αλλά λόγω οικονομικής αδυναμίας εν τέλει συνεργάστηκε με τον Ενάγοντα και η συνεργασία τους ξεκίνησε τον Ιούνιο 2016. Παρόλο λοιπόν που η ιδέα για να λειτουργήσει καφετέρια στο συγκεκριμένο υποστατικό αλλά και οι ενέργειες για να ξεκινήσει αυτή έγιναν αρχικά από την Εναγόμενη η Εναγόμενη ισχυρίστηκε μέσω της Υπεράσπισης της (μαρτυρία δια ζώσης δεν παρουσιάστηκε) ότι ο Ενάγοντας της απόκρυψε το γεγονός ότι δεν υπήρχαν άδειες λειτουργίας της επιχείρησης κατά το χρόνο πώλησης του μεριδίου του. Υπενθυμίζω ότι συμμετείχαν και οι δύο στην επιχείρηση από τον Ιούνιο 2016- Νοέμβριο 2016 εξ ημισείας σε ποσοστό 50%. Δεν αντέχει λοιπόν στη βάσανο της λογικής η θέση της Εναγόμενης ότι εν πάση περίπτωση ήταν υποχρέωση και μόνο του Ενάγοντα να παραδώσει πλήρως αδειούχο υποστατικό σε σχέση με τη χρήση και λειτουργία του ως καφετέρια. Οφείλω όμως να επισημάνω ότι ουδέποτε υποδείχθηκε στον Ενάγοντα ότι η εξασφάλιση αδειών λειτουργίας της καφετέριας αποτελούσε εξ’ υπακουόμενο όρο της συμφωνίας. Αποτέλεσε μόνο δικογραφημένος ισχυρισμός ότι εξυπακουόταν ότι θα παρέδιδε πλήρως αδειούχο υποστατικό. Οι υποβολές και ερωτήσεις προς το μάρτυρα περιορίστηκαν στο ότι δεν μπορούσε να πωλήσει την καφετέρια λόγω του ότι δεν ήταν αδειούχα.

 

          Παρά την αντεξέταση του Ενάγοντα διαπιστώνω ότι εν τέλει οι θέσεις του παρέμειναν αναντίλεκτες.

 

          Μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως ανωτέρω σημειώνω ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε  και έγινε αποδεκτή για σκοπούς οικονομίας λόγου συνιστά εύρημα μου, όπως και το περιεχόμενο των τεκμηρίων που έγιναν αποδεκτά, τα γεγονότα που εν πάση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν, αυτά που έγιναν παραδεκτά και αυτά που αναφύονται από τα δικόγραφα ως παραδεκτά γεγονότα. Συνοπτικά: Περί την 01/06/2016 υπογράφηκε μεταξύ των μερών συμφωνία ως το Τεκμήριο 1 όπου συμφωνήθηκε όπως συνεταιριστούν και να διαχειρίζονται και λειτουργούν εξ’ ημισείας και ήδη σε ποσοστό 50% την καφετέρια (café-snack) με την ονομασία «Επιτέλους» στα Λατσιά. Η εν λόγω επιχείρηση λειτούργησε με τη συνεργασία των διαδίκων για περίοδο κάποιων μηνών ήτοι από 01/06/2016-19/11/2016. Στις 19/11/2016 υπογράφηκε μεταξύ των μερών η συμφωνία ως το Τεκμήριο 2 μέσω της οποίας συμφωνήθηκε όπως η Εναγόμενη αναλάβει από εκείνη την ημερομηνία όλες τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα και δη το μερίδιο του. Από την 19/11/2016 η Εναγόμενη κατείχε εξ’ ολοκλήρου την εν λόγω καφετέρια. Είχαν συμφωνήσει επιπροσθέτως προφορικώς περί την 26/11/2016 ότι θα συνέχιζε η Εναγόμενη να χρησιμοποιεί το λογαριασμό τηλεφώνου και διαδικτύου ο οποίος ήταν εγγεγραμμένος στο όνομα του Ενάγοντα αλλά ότι θα κατέβαλλε τα οφειλόμενα τέλη χρήσεως στον Ενάγοντα. Ο λογαριασμός ανήλθε στο ποσό των €665.35σ., ποσό που μέχρι σήμερα δεν κατέβαλε η Εναγόμενη αλλά ανέλαβε εν τέλει να πληρώσει και πλήρωσε ο Ενάγοντας. Περί την 11/07/2017 αποστάλθηκε επιστολή στην Εναγόμενη μέσω των συνηγόρων της ως το Τεκμήριο 4. Με το Τεκμήριο 2 η Εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση όπως πληρώσει στον Ενάγοντα με την αποχώρηση του από την επιχείρηση το ποσό των €7.400 πλέον το ποσό των €512 ημερομίσθια. Ο Ενάγοντας μετά την υπογραφή του Τεκμηρίου 2 αποχώρησε από το υποστατικό και την επιχείρηση. Μέχρι σήμερα η Εναγόμενη αρνείται να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.

 

          Σε αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, το βάρος απόδειξης για την απαίτηση το φέρει ο Ενάγοντας και για την ανταπαίτηση η Εναγόμενη, στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.[4] Βασικό κριτήριο είναι εάν ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης παρουσίασε στο Δικαστήριο ικανοποιητικά και επαρκή στοιχεία ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι. Έστω κι αν η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι πιο πιθανή δε θεωρείται ότι απέσεισε το βάρος απόδειξης εάν αποτύχει να αποδείξει τη θέση του. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλω για να σημειώσω ότι εν προκειμένω ο Ενάγοντας έχει καθήκον να αποδείξει τους ισχυρισμούς τους ως πρόβαλε στην Έκθεση Απαίτησης και όχι τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Εναγόμενη στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου και τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή προχωρώ κατωτέρω να εξετάσω εάν τα γεγονότα είναι ικανά να αποδείξουν την απαίτηση του Ενάγοντα ή την ανταπαίτηση της Εναγόμενης.

       

            Μια, σύμβαση μπορεί να συνομολογηθεί και προφορικά χωρίς την τήρηση οποιονδήποτε διατυπώσεων («formalities»).[5] Νοείται ότι η απουσία γραπτού κειμένου μιας σύμβασης καθιστά την ύπαρξη της συμφωνίας όσο και τους όρους αυτής πιο δύσκολο να αποδειχθούν.

 

          Οι βασικές προϋποθέσεις μίας σύμβασης, είναι: (i) τα μέρη να έχουν φτάσει σε μία συμφωνία, η οποία (ii) προορίζεται (υπάρχει η πρόθεσης) να είναι νομικά δεσμευτική, (iii) υποστηρίζεται από αντιπαροχή και (iv) είναι αρκούντος βέβαιη και πλήρης για να είναι εκτελεστή.  

 

         Λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω νομικές αρχές σε συνάρτηση κάθε φορά με τα γεγονότα που έχουν γίνει αποδεκτά και/ή με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου μεταξύ των διαδίκων μερών φαίνεται ότι στις 19/11/2016 συνάφθηκε συμφωνία με την οποία ο Ενάγοντας συμφώνησε να παραχωρήσει στην Εναγόμενη το μερίδιο του (50%) στην επιχείρηση καφετέρια «Επιτέλους» από την ίδια ημερομηνία αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα και με τη υποχρέωση εκ μέρους της όπως του καταβάλει το ποσό των €7.400 ευρώ ως αντάλλαγμα. Πράγματι το έγγραφο που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων αντικατόπτριζε τα χαρακτηριστικά μιας συμφωνίας. Παρόλο που δεν προωθήθηκε κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα η δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης ότι η συμφωνία αποτελεί προϊόν δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων σπεύδω να αναφέρω ότι δεν παρουσιάστηκε ίχνος μαρτυρίας εκ μέρους της Εναγόμενης ώστε να αποδείξει τις πιο πάνω θέσεις. Επισημαίνω όμως ότι στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της Εναγόμενης παρατίθενται κάποιες λεπτομέρειες δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων για τις οποίες δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία.

 

          Παρόλα αυτά κρίνω ορθό να αναφερθούν οι πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 αναφορικά με τον ισχυρισμό περί απάτης και ψευδής παράστασης ώστε να τεθεί ξεκάθαρα ότι δε τέθηκε το απαραίτητο υπόβαθρο γεγονότων για να στοιχειοθετούσε κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (στο εξής «ως ο Νόμος») δια τη δημιουργία μιας έγκυρης σύμβασης, χρειάζεται να υπάρχει η ελεύθερη βούληση των μερών για την σύναψη της συγκεκριμένης συμφωνίας. Η συναίνεση των μερών δεν είναι ελεύθερη εάν μεταξύ άλλων προκαλείται με απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 του Νόμου ή ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 18 του Νόμου. Εάν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε με ελεύθερη συναίνεση τότε δεν είναι έγκυρη και θεωρείται εξ’ υπαρχής άκυρη. Το βάρος απόδειξης τέτοιων θέσεων σαφώς και είχε η Εναγόμενη η οποία δεν προώθησε εν τέλει αυτές τις θέσεις αλλά εν πάση περίπτωση δεν παρουσίασε μαρτυρία σχετικά με αυτό αν και διεκδικεί θεραπεία στη βάση αυτών.

 

          Στο άρθρο 17 του Νόμου αναφέρεται ο ορισμός της απάτης και δη ότι η απάτη περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης (α) την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές, (β) την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό, (γ) υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της, (δ) κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση, (ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από το νόμο ως απάτη.

  

          Ως προκύπτει από το άρθρο 18 του Νόμου «Ψευδής παράσταση» περιλαμβάνει (α) τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές, (β) κάθε παράβαση καθήκοντος, η οποία, χωρίς πρόθεση εξαπάτησης, επιφέρει όφελος στον υπαίτιο ή σε οποιοδήποτε ο οποίος αξιώνει μέσω αυτού, με την παραπλάνηση άλλου προς βλάβη αυτού ή προς βλάβη οποιουδήποτε που αξιώνει μέσω αυτού, (γ) την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής».

 

          Επιπροσθέτως αναφορικά με την ψευδή παράσταση θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η ψευδής παράσταση συγκεκριμένου γεγονότος  ή αποσιώπηση γεγονότος του συγκεκριμένου γεγονότος  ήταν ουσιώδης για την συναλλαγή κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας.  Νοείται ότι εκείνος που πρέπει να αποδείξει τα πιο πάνω είναι το μέρος της συμφωνίας που επικαλείται την ύπαρξη ψευδούς παράστασης κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας ώστε να ακυρωθεί η συμφωνία. Εν προκειμένω πέραν του ότι η Εναγόμενη δεν απέδειξε ουσιαστικά τους ισχυρισμούς της για απάτη, δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις παρατηρώ ότι και στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της παρόλο που έχουν τεθεί κάποιες λεπτομέρειες ότι δεν έχουν τεθεί με επάρκεια τα συγκεκριμένα γεγονότα που θα ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν απάτη δόλο ή/και ψευδείς παραστάσεις. Η Εναγόμενη όφειλε να διατυπώσει ρητώς ποια συγκεκριμένη, συμπεριφορά ή λόγια ότι είναι δόλος. Το ίδιο ισχύει και για τις ψευδείς παραστάσεις, πρέπει να παρατίθενται εκείνες οι λεπτομέρειες που να καταδεικνύουν τη φύση των παραπλανητικών παραστάσεων και την έκτασή τους.  Είναι απαραίτητο να δικογραφείται από ποιον έγιναν οι παραστάσεις σε ποιον έγιναν κατά πόσο αυτές οι παραστάσεις έγιναν γραπτώς ή προφορικώς (βλ. Annual Practice Book 1958).

        

          Με βάση όλα τα πιο πάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι μεταξύ των μερών συνάφθηκε έγκυρη συμφωνία την 19/11/2016. Προχωρώ να εξετάσω τους όρους αυτής και εάν αποτέλεσε εξυπακουόμενο όρο της συμφωνίας η ύπαρξη αδειών λειτουργίας της καφετέριας κατά το χρόνο πώλησης του μεριδίου του Ενάγοντα στην Εναγόμενη.

 

          Καταρχάς αναφέρω ότι δεν εντοπίζω στο κείμενο της εν λόγω συμφωνίας να προκύπτει οποιαδήποτε ασάφεια ως προς το περιεχόμενο της ούτε τέθηκε υπό αμφισβήτηση η πραγματική φύση της επίδικης συναλλαγής και η πραγματική συμφωνία. Αντιθέτως δεν αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο της συμφωνίας και δη ότι με την εν λόγω συμφωνία συμφωνήθηκε όπως ο Ενάγοντας παραχωρήσει έναντι ανταλλάγματος το μερίδιο του από την επιχείρηση που είχαν εξ ημισείας με την Εναγόμενη ώστε να συνεχίσει η ίδια μόνη της τη λειτουργία της καφετέριας. Μάλιστα ως αναφέρεται ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα όποιες και εάν ήταν αυτές. Εφόσον η εν λόγω συμφωνία η οποία έχει αποτυπωθεί εγγράφως προφανώς μετά από επιθυμία των συμβαλλομένων και δη των διαδίκων στην παρούσα διαδικασία αποτελεί γενικό κανόνα ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή προσθέσει στους όρους αυτής.[6] Η συγκεκριμένη συμφωνία ως φαίνεται περικλείει τις προθέσεις των διαδίκων οι οποίες είναι ξεκάθαρες. Υπενθυμίζω ότι δεν υποδείχθηκε στον Ενάγοντα το αντίθετο παρά τις γενικές υποβολές περί μη λήψης αδειών λειτουργίας της καφετέριας.

 

          Εν προκειμένω με τις υποβολές προς τον Ενάγοντα περί παρανομίας της συμφωνίας και δη ότι δεν παράδωσε ο Ενάγοντας ως ήταν υποχρέωση του (αυτό τέθηκε στην αντεξέταση του) πλήρως αδειούχο υποστατικό δεικνύει ότι έγινε προσπάθεια να εισαχθεί θέση ότι η ύπαρξη αδειών λειτουργίας και χρήσης του υποστατικού ως καφετέρια αποτελούσε όρο της συμφωνίας και ουσιαστικά υποχρέωση του Ενάγοντα. Εξάλλου στην Υπεράσπιση της η Εναγόμενη αυτό αναφέρει. Οι θέσεις λοιπόν που υποδείχθηκαν για μη παράδοσης εκ μέρους του Ενάγοντα πλήρως αδειούχο υποστατικό και δη ότι αυτός παραβίασε τις υποχρεώσεις του δεν είναι ικανές να ανατρέψουν τους ρητούς και ξεκάθαρους όρους της συμφωνίας ημερομηνίας 19/11/2016.

 

          Υπό το πρίσμα των πιο πάνω δεν καθίσταται αναγκαίο να διαπιστωθεί η ύπαρξη τυχόν εξυπακουόμενου όρου αφού η πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων διατυπώνεται στο κείμενο του εγγράφου. Επισημαίνω ότι δεν τέθηκε στον Ενάγοντα ούτε παρουσιάστηκε μαρτυρία εκ μέρους της Εναγόμενης ότι αποτέλεσε όρο της συμφωνίας η παράδοση πλήρους αδειούχου υποστατικού σε σχέση με τη λειτουργία του ως καφετέρια. Παρόλα αυτά κάποιος εξυπακουόμενος όρος δυνατόν να προβλέπεται από κάποιο νομοθέτημα ή να έχει πηγή το έθιμο ή να έχει ως πηγή του το κοινοδίκαιο. Εν προκειμένω δεν προκύπτει από κάποιο νομοθέτημα ή εθιμοτυπικά η ύπαρξη εξυπακουόμενου όρου ότι δηλαδή για την πώληση του μεριδίου του Ενάγοντα στην επιχείρηση θα έπρεπε αυτό να ήταν πλήρως αδειούχο το υποστατικό για να λειτουργεί ως καφετέρια, ούτε έχει καταδειχθεί ότι αυτό δυνατόν να αποτελούσε αναγκαίο όρο για να αποδοθεί αποτελεσματικότητα στη σύμβαση. Αν επρόκειτο για αναγκαίο και απαραίτητο όρο θα έπρεπε να καταγραφεί. Στο κείμενο αναγράφεται ξεκάθαρα ότι η Εναγόμενη ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα. Ακόμη κι αν ήταν υποχρέωση του Ενάγοντα ο οποίος υπενθυμίζω κατείχε το 50% της επιχείρησης με τη συμφωνία ημερομηνίας 19/11/2016 η Εναγόμενη ανάλαβε όλες τις υποχρεώσεις του. Συνεπώς δε συνάδει με τη λογική η Εναγόμενη η οποία  με τη θέληση της ανάλαβε μέσω του Τεκμηρίου 2 όλες τις υποχρεώσεις του Ενάγοντα ότι υφίστατο εξυπακουόμενος όρος και δη υποχρέωση του Ενάγοντα να παραδώσει πλήρως αδειούχο υποστατικό. Δεν καταδείχθηκε ούτε αδιαμφισβήτητη πρόθεση των διαδίκων αναφορικά με το ότι θα έπρεπε την 19/11/2016 να παράδιδε ο Ενάγοντας πλήρως αδειούχο υποστατικό.

         

          Η επιχείρηση λειτούργησε για κάποιους μήνες προηγουμένως και μάλιστα παρατηρώ από το Τεκμήριο 1 τη συμφωνία ημερομηνίας 01/06/2016 με την οποία συμφώνησαν αρχικά τα διάδικα μέρη όπως ο Ενάγοντας συνεταιριστεί με την Εναγόμενη κατά 50% (η οποία μέχρι τότε κατείχε ποσοστό 100% της επιχείρησης) δε γίνεται κάποια αναφορά για λήψη αδειών λειτουργίας του υποστατικού εκ μέρους του Ενάγοντα. Δεν μπορεί να εξυπακούεται λοιπόν ότι ο Ενάγοντας και μόνο είχε την υποχρέωση να παραδώσει πλήρως αδειούχο υποστατικό. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα του κου. Π. Πολυβίου «Η σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο Θεωρία και Πράξη» σελ. 463 ένας εξυπακουόμενος όρος θα πρέπει να είναι τόσο αναγκαίος ώστε να δοθεί αποτελεσματικότητα στη σύμβαση και ουσιαστικά θα πρέπει να εκφράζει εκείνο που αν και δεν ελέχθη αντιπροσωπεύει την εμφανή και αναγκαία πρόθεση των μερών[7] κάτι που δεν καταδείχθηκε εν προκειμένω. Ούτε καν υποδείχθηκε στον Ενάγοντα ότι αυτή ήταν η πρόθεση των συμβαλλομένων στη συμφωνία ημερομηνίας 19/11/2016. Δεν έχει καταδειχθεί εν πάση περίπτωση ότι η συμφωνία των διαδίκων δηλαδή η παραχώρηση του μεριδίου του Ενάγοντα στην επιχείρηση δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί ή ότι δεν μπορούσε να παραχωρηθεί το μερίδιο του Ενάγοντα.

 

          Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο η συμφωνία ημερομηνίας 19/11/2026 ήταν παράνομη ως η δικογραφημένη εκδοχή της Εναγόμενης η οποία υπενθυμίζω δεν παρουσίασε μαρτυρία ώστε να αποδείξει τις θέσεις της. Υπενθυμίζω η αντεξέταση του Ενάγοντος επικεντρώθηκε στο ότι η εν λόγω συμφωνία διέπεται από παρανομία καθώς σκοπό είχε την πώληση μη αδειούχας επιχείρησης. Αναφέρω αρχικά ότι στο δικόγραφο της Υπεράσπισης δεν έχουν τεθεί λεπτομέρειες παρανομίας παρά μόνο γενική τοποθέτηση περί παραβίαση του Νόμου με σκοπό την παράνομη λειτουργία αυτής.[8] Στο εν λόγω δικόγραφο επίσης παρατηρώ ότι δεν υπήρξε ξεχωριστή δικογράφηση, ούτε και έγινε επίκληση οποιασδήποτε συγκεκριμένης νομοθεσίας (υπογράμμιση δική μου) και δη του άρθρου 55 του περί Δήμων Νόμου 2022 (Ν52(Ι) 2022 τον οποίο επικαλέστηκε για πρώτη φορά κατά την τελική του αγόρευση ο συνήγορος της Εναγόμενης. Στην υπόθεση Παναγή κ.α v. Παναγή κ.α.[9] έγινε αναφορά στην αναγκαιότητα συμπερίληψης των νομοθετικών προνοιών επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός εν προκειμένω παραβίασης νόμου.  Οι σχετικές εισηγήσεις που περιλαμβάνονται στην τελική αγόρευση της Εναγόμενης δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης, καθώς η νομοθετική βάση στην οποία στηρίζονται δεν συμπεριλήφθηκε στο δικόγραφο της.

 

          Για σκοπούς πληρότητας όμως έχω εξετάσει τη θέση που υποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία στον Ενάγοντα και δη ότι η συμφωνία είναι παράνομη καθ’ ότι είχε ως σκοπό την πώληση μη αδειούχας επιχείρησης. Με βάση το άρθρο 23 του Νόμου (Κεφ.149) η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν (α) είναι απαγορευμένος από νόμο ή (β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή (γ) συνιστά απάτη ή (δ) επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου ή ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική. Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη. Εν προκειμένω δεν έχει παρουσιαστεί ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι ο σκοπός της συμφωνίας ή η αντιπαροχή είναι παράνομος. Ο σκοπός της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 ήταν για πώληση του μεριδίου του Ενάγοντος στην επιχείρηση για την καφετέρια «Επιτέλους». Δεν καταδείχθηκε ότι η επιχείρηση ήταν παράνομη ή ότι καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου.  Τέθηκε γενικά ότι ο σκοπός της συμφωνίας αντίκειτο σε νόμο αλλά και ότι έγινε πώληση μη αδειούχας επιχείρησης και ότι αυτός ήταν ο σκοπός της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι αποτέλεσε όρο της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 ότι θα έπρεπε ο Ενάγοντας να πωλήσει το μερίδιο του στην επιχείρηση αφού θα εξασφάλιζε άδειες λειτουργίας αυτής. Τονίζεται επίσης ότι δεν καταδείχθηκε ούτε ότι η επιχείρηση δεν είχε άδειες λειτουργίας εν πάση περίπτωση.

          Αυτό το οποίο καταδείχθηκε είναι ότι η Εναγόμενη ήθελε πάση θυσία να συνεχίσει να λειτουργεί την επιχείρηση ως καφετέρια και να έχει όλο τον έλεγχο. Ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις πλήρως.  Εν κατακλείδι οι γενικές υποδείξεις κατά την ακροαματική διαδικασία περί παρανομίας δεν είναι ικανές ώστε να κατατάξουν τη συμφωνία σε παράνομη ούτε έχει καταδειχθεί ότι ο σκοπός ή η αντιπαροχή ήταν παράνομη. Πέραν των πιο πάνω κρίνω ορθό να αναφέρω ότι ως προέκυψε από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή η επιχείρηση λειτουργούσε με συνεργασία εξ ημισίας μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης από 01/06/2016. Προηγουμένως την επιχείρηση είχε αποκλειστικά η Εναγόμενη. Δεν αντέχει λοιπόν στη βάσανο της λογικής η σκέψη ότι ο Ενάγοντας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το Νοέμβριο 2016 όταν συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών να πωλήσει το μερίδιο του στην επιχείρηση ότι δεν είχε το υποστατικό τις άδειες λειτουργίας που ίσως να απαιτούνταν. Απορρίπτεται λοιπόν και αυτή η θέση.

          Αναφορικά με τον ισχυρισμό που παράμεινε μόνο σε επίπεδο ισχυρισμών περί ματαίωση της συμφωνίας και/ή ότι η συμφωνία αφορούσε την τέλεση αδύνατης πράξης ως το άρθρο 56 του Νόμου (Κεφ. 149) λέγω ότι παρέμεινε μετέωρος και υπόκειται σε απόρριψη. Ως εξηγείται αμέσως πιο πάνω δεν αποτέλεσε όρο της συμφωνίας ότι θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει ο Ενάγοντας ο οποίος κατείχε το ½ μερίδιο στην επιχείρηση άδειες λειτουργίας αυτής ή ότι η υπόσχεση αφορούσε πράξη αδύνατη ή παράνομη. Επισημαίνω εν πάση περίπτωση στην εν λόγω επιχείρηση κατείχαν τόσο ο Ενάγοντας όσο και η Εναγόμενη από ½ μερίδιο και δεν συνάδει με τη λογική να έπρεπε ο Ενάγοντας να κατέβαλε εύλογη επιμέλεια για να γνώριζε ότι η επιχείρηση δεν είχε άδειες. Η Εναγόμενη στο μεταξύ δεν παρουσίασε ίχνος μαρτυρίας ότι δεν υπήρχαν άδειες ή ότι κατέβαλε ποσά για την εξασφάλιση τους. Συνεπώς τα όσα στο τέλος της ημέρας αναφέρονται στην παρούσα συζητούνται σε θεωρητικό επίπεδο.

          Τέλος ο Ενάγοντας έκανε αναφορά μεταξύ άλλων σε μία προφορική συμφωνία ημερομηνίας 26/11/2016 όπου συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η Εναγόμενη με την αποχώρηση του Ενάγοντα θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τηλεφώνου και διαδικτύου στο υποστατικό και ο λογαριασμός θα παρέμενε στο όνομα του Ενάγοντος με τη συμφωνία ότι θα κατέβαλε αυτή τα τέλη χρεώσεως, τα οποία εν τέλει δεν πλήρωσε. Πέραν του ότι η μαρτυρία του Ενάγοντος παρέμεινε αναντίλεκτη, η μαρτυρία του επίσης συνάδει και με την έγγραφη μαρτυρία και δη με το Τεκμήριο 3 από το οποίο προκύπτει ότι ο Ενάγοντας κατέβαλε το ποσό των €665,35 για τη χρήση των υπηρεσιών διαδικτύου και τηλεφώνου μέσω της εταιρείας Cyta. Η Εναγόμενη εν πάση περίπτωση πέραν της γενικής άρνησης των ισχυρισμών του Ενάγοντος δεν πρόβαλε κάποιο ισχυρισμό για τις θέσεις του Ενάγοντα περί της ύπαρξης προφορικής συμφωνίας και δη δεν προέβαλε κάποιο θετικό ισχυρισμό αναφορικά με τη θέση του Ενάγοντος ότι παρέλειψε να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό για τα τέλη χρεώσεως για τις υπηρεσίες διαδικτύου και τηλεφώνου. Θεωρώ λοιπόν ότι έχει αποδειχθεί η ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας.

 

          Η Εναγόμενη με τη μη πληρωμή του ποσού για τα τέλη και χρεώσεις των υπηρεσιών διαδικτύου και τηλεφώνου έχει παραβιάσει τη συμφωνία της με τον Ενάγοντα. Επίσης έχει παραβιάσει και τη συμφωνία που σύνηψε με τον Ενάγοντα ως το Τεκμήριο 2. Προχωρώ να εξετάσω εάν ο Ενάγοντας δικαιούται  στα ποσά που αξιώνει.

 

          Σε σχέση με το μέτρο αποζημιώσεων σε περίπτωση παραβίασης συμφωνίας στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» του κ.  Πολύβιου Γ. Πολυβίου Τόμος Β σελ. 747 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

          «το καθιερωμένο μέτρο αποζημίωσης είναι η αποκατάσταση του αθώου μέρους στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν η σύμβαση είχε εκτελεστεί, με την καταβολή στο αθώο μέρος του ποσού που θα προέκυπτε εάν η σύμβαση είχε υλοποιηθεί με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών (expectation loss). Όπως ανέφερε ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου Γ. Πικής στην υπόθεση Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ v. Θέλμας  Τρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679: « η αποκατάσταση του αθώου μέρους έχει ως λόγο την τοποθέτησή του στη θέση την οποία θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι την ζημιά την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας.»

  

          Αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί ποια είναι η οικονομική κατάσταση του αθώου μέρους σήμερα, δηλαδή μετά την παράβαση της σύμβασης, και ποια θα ήταν εάν δεν είχε συμβεί η παράβαση, εάν δηλαδή είχαν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις των μερών.[10] Εν προκειμένω εάν είχε εκτελεστεί η σύμβαση ημερομηνίας 19/11/2016 (Τεκμήριο 2) ο Ενάγοντας θα λάμβανε το ποσό των €7,912. Μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει αυτά τα ποσά αλλά ούτε το ποσό των €665.35 που θα ελάμβανε εάν δεν παραβίαζε η Εναγόμενη την προφορική συμφωνία ημερομηνίας 26/11/2016. Η ζημιά του Ενάγοντος ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €8.577,35, ποσό το οποίο δικαιούται.

 

          Υπό το φως των πιο πάνω ο Ενάγοντας έχει αποδείξει τις αξιώσεις του και κατα συνέπεια δικαιούται απόφαση για το ποσό των €8.577,35 ως αποζημίωση για τη ζημιά που έχει υποστεί. Αναφορικά με την Ανταπαίτηση καθώς αυτή δεν αποδείχθηκε και δη δεν αποδείχθηκαν οι θέσεις της Εναγόμενης ως προβάλλονται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση αυτή υπόκειται σε απόρριψη. Με απασχόλησε το θέμα των εξόδων της Ανταπαίτησης και θεωρώ ότι εφόσον απαίτηση και ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν όπως επιδικασθεί υπέρ του Ενάγοντος ένα σετ εξόδων.

 

          Εν κατακλείδι εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €8.577,35 με έξοδα υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

                (Υπ).…………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Καννάουρου κ.α. v Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ.35.

[2] Γεώργιος Παπαγεωργίου v Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24

[3] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. 

[4] Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858, 1868.

[5] Limassol Drugs Co Ltd Λάμπρου κ. α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 371.

[6] Μουή v Ιωάννου, Π.Ε. 375/08, ημερομηνίας 09/07/2012.

[7] Αγησιλάου Τσιαλή v Δώρας Κ. Χ’’ Ανδρέου (2000) 1Β Α.Α.Δ. 1250.

[8] Στη σελίδα 1106  του συγράμματος Bullen & Leake, Principles of Pleadings, 12η έκδοση, με επικεφαλίδα «Pleading» αναφέρεται ότι όπου ο Εναγόμενος βασίζεται στην υπεράσπιση της παρανομίας θα πρέπει να εγείρει ξεκάθαρα γεγονότα στο δικόγραφο του και να δώσει λεπτομέρειες για την παρανομία. (βλέπε επίσης Δ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών)

[9] (2009) 1Α Α.Α.Δ 145.

[10]Johnson v. Agnew (1979) 1 ALLER 883, 886 (HL) "The general principle for the assessment of damages is compensatory, ie that the innocent party is to be placed, so far as money can do, in the same position as if the contract had been performed".


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο