ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Γεν. Αιτ: 655/2022

 

Επί τοις αφορώσι την εταιρεία ALPHA BANK CYPRUS LIMITED

 

και

 

Επί τοις αφορώσι την εταιρεία SKY CΑC LIMITED

 

Επί τοις αφορώσι το προταθέν Σχέδιο Διακανονσιμού μεταξύ της εταιρείας ALPHA BANK CYPRUS LIMITED και της εταιρείας SKY CΑC LIMITED και του μετόχου αυτών με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113

------------------------

Αίτηση ημερ. 05/01/2024 για καταχώριση συμπληρωματικής

ένορκης δήλωσης

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13 Φεβρουαρίου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητές: κ. Νεόφυτος Ιωάννου αυτοπροσώπως

Για Καθ΄ων η Αίτηση: κα Στ. Πολυβίου μαζί με κ. Μακρίδη για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Κεντρική Τράπεζα: κα. Θεοδώρου και κα Γιάγκου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση αίτηση οι Αιτητές ζητούν την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στα πλαίσια της Αίτησης Παραμερισμού ημερ. 03/02/2023.

 

Νομική βάση της αίτησης αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 2, 22, 29-32 και 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα άρθρα 1 - 25 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου ως τροποποιήθηκε με τον περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Τροποποιητικό Νόμο του 2018 (Ν.86(Ι)/2018) και συγκεκριμένα αλλά χωρίς περιορισμό τα άρθρα 2 - 19, 16, 23Α μέχρι 23ΙΘ, 39, 33, 43 και 44 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.66(Ι)/1997), τα άρθρα 2, 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, τα άρθρα 5, 21, 27, 32, 44, 44Α(1) μέχρι 44Θ(2) και 44ΙΕ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν.9/1965), στους περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Διαδικαστικούς Κανονισμούς, Κ.Δ.Π.185/2015, τα άρθρα 23 και 24 του περί Συμβάσεως Νόμου, τα άρθρα 1 ‑ 12 των περί Εταιρειών Διαδικαστικών Κανονισμών, η Δ.48 θ.θ. 1- 12, Δ.39 θ.θ. 1- 21, Δ.64 θ.θ.1-3, Δ.57 θ.θ.1-2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η Οδηγία (ΕΕ) 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους Διαχειριστές Πιστώσεων και Αγοραστές Πιστώσεων και την Τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ, τα Άρθρα 47, 52, 53 και 54 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα Άρθρα 23, 26, 28 και 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και η ακολουθούμενη πρακτική και σχετική νομολογία.

 

Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του Νεόφυτου Ιωάννου Νεοφύτου, Αιτητή 6 στην κυρίως Αίτηση, ενός εκ των διευθυντών και ιδρυτών του Συγκροτήματος και Ομίλου ALPHA PANARETI, ο οποίος εκπροσωπεί όλους τους Αιτητές. Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, η ανάγκη για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στην κυρίως αίτηση προέκυψε μετά από μελέτη της Ειδοποίησης Ένστασης ημερομηνίας 06/04/2023, καθώς και της Ένστασης στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 03/03/2023 που καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ισχυρίζεται ότι η καταχωρισθείσα από τους Καθ΄ων η αίτηση Ένσταση στην κυρίως αίτηση συνοδεύεται και υποστηρίζεται από τέσσερεις ένορκες δηλώσεις από αξιωματούχους ή και υπαλλήλους των Καθ’ ων η αίτηση και ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σ’ αυτές θα πρέπει να καταρριφθούν. Με την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση υπάρχει η πρόθεση να παρατεθούν νέα γεγονότα, καθώς επίσης και να αντικρουστούν και απαντηθούν οι ισχυρισμοί και γεγονότα που περιγράφονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Ένσταση ημερομηνίας 15/05/2023 και ειδικότερα οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του κ. Τοφαρίδη.

 

Ως προς το περιεχόμενο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης επιθυμεί όπως προσκομιστεί ως Τεκμήριο η απαντητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής ΕΚΤ) ημερ. 10/11/2023, η οποία αφορά τις καταγγελίες των Αιτητών οι οποίες σχετίζονται με την απόκρυψη της μεταφοράς των δανείων της Alpha Bank Ltd προς τις εταιρείες UMERA LTD και AGICYPRE ERMIS LTD έτσι ώστε να καταρριφθεί ο ισχυρισμός του κ. Τοφαρίδη ότι οι μεταφορές των δανείων έγιναν νομότυπα και ότι είχαν την έγκριση του επόπτη της Alpha Bank Ltd, ήτοι της Κεντρικής Τράπεζας. Ισχυρίζεται ότι ΕΚΤ του απάντησε με επιστολή, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναφέροντας ότι οι καταγγελίες σχετικά με τις συγκεκριμένες μεταφορές δανείων αξιολογούνται από την ΕΚΤ προκειμένου να αποφασίσει σε ποιες ενέργειες θα προβεί από εποπτική σκοπιά, σε σχέση με τις μεταφορές των δανείων από τις συγκεκριμένες εταιρείες. Ως εκ τούτου, η κατάθεση της συγκεκριμένης επιστολής, με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, είναι αναγκαία και εξαιρετικά σημαντική.

 

Υποστηρίζει ότι για το θέμα της εποπτείας και της έγκρισης των μεταφορών των δανείων από την Alpha Bank Ltd προς τις εταιρείες UMERA LTD και AGICYPRE ERMIS LTD επιθυμεί όπως τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το γεγονός ότι η συνήγορος της Κεντρικής Τράπεζας, στις 02/11/2023 είχε δηλώσει, για πρώτη φορά, ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν είναι ο επόπτης της Alpha Bank Ltd, αλλά επόπτης είναι η ΕΚΤ. Οπόταν θα επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί η άδεια του επόπτη για τις μεταφορές των δανείων. Σε έρευνα την οποία διενήργησε ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι η ΕΚΤ εποπτεύει απευθείας και άμεσα τις πιο σημαντικές τράπεζες της Ευρωζώνης μαζί με τις θυγατρικές τους εταιρείες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Alpha Bank Cyprus Ltd ως θυγατρική της μητρικής Alpha Α.Ε. και της οποίας η μητρική είναι η Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών Α.Ε. Κατά τη δική του άποψη οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Όλα αυτά τα γεγονότα, είναι η θέση του, απεκρύβησαν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των Αιτ. Αρ. 1004/21, 645/22 και 655/22, οι οποίες οδήγησαν στην έγκριση των Σχεδίων Διακανονισμού που αφορούν τις μεταφορές δανείων από την Alpha Bank Cyprus Ltd και τη διαδρομή τους προς τις διάφορες θυγατρικές του Ελληνικού Ομίλου Alpha Bank Α.Ε.

 

Ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να κληθεί ως διάδικος και η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα, η οποία αποτελεί την αρμόδια αρχή για το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, αφού, όπως παραδέχεται ο κ. Τοφαρίδης, είχαν μεταφερθεί οι ζημιές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τον ισολογισμό της Alpha Bank Κύπρου προς τον ισολογισμό της μητρικής ελληνικής εταιρείας με αποτέλεσμα να αναγράφονται στον δικό της ισολογισμό. Προωθεί τη θέση ότι η μητρική εταιρεία παρείχε οικονομική στήριξη στη θυγατρική της Alpha Bank Cyprus Ltd, η οποία αντιμετώπιζε εξαιρετικά ρίσκα σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Υποστηρίζει ότι για να ακολουθηθούν οι συγκεκριμένες ενδοομιλικές στηρίξεις, έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία που καταγράφεται στο Κεφάλαιο ΙΙΙ, άρθρα 19-26 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ημερ. 15/05/2014, η οποία είναι πολύ αυστηρή.

 

Είναι η θέση του ότι θα πρέπει να επιτραπεί η καταχώριση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης έτσι ώστε να επισυναφθεί ως τεκμήριο η επιστολή ημερομηνίας 19/04/2022, του Διευθύνοντα Συμβούλου της Alpha Bank Cyprus κ. Κουντεντάκη, της οποίας οι Αιτητές έλαβαν γνώση στις 14/07/2023. Με τη συγκεκριμένη επιστολή ζητήθηκε η έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τη μεταφορά των δανείων από την ACAC προς την SKY CAC μέσω του Σχεδίου Διακανονισμού που θα τίθετο ενώπιον του Δικαστηρίου. Η συγκεκριμένη επιστολή ουδέποτε απαντήθηκε.

 

Προωθεί τη θέση ότι θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η Ανταπαίτηση που καταχωρίστηκε από τους Αιτητές στην Αγ. Αρ. 365/2023 Ε.Δ. Πάφου, με την οποία αξιώνουν το ποσό των €397.185.628 για τις δικές τους ζημιές και απώλειες. Κατά τη δική του άποψη είναι σημαντικό να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το περιεχόμενο της Ανταπαίτησης. Εισηγείται ότι μέλη των Εταιρειών που καταχώρησαν, ως Αιτήτριες, τις Εταιρικές Αιτήσεις 1004/21, 645/22 και 655/22 για έγκριση των Σχεδίων Διακανονισμού είναι ελληνικές εταιρείες και ως εκ τούτου σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που να είναι Κύπριος ή οποιαδήποτε κυπριακή εταιρεία, έτσι που να προσδίδεται δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι οι μεταφορές των δανείων αλλά και των εξασφαλίσεων των Αιτητών, καθώς και οι μεταφορές των εμπράγματων βαρών, χωρίς την ενημέρωση και τη συγκατάθεσή τους, ως δανειολήπτες, αποτελούν παράβαση της σχετικής νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφού μεταφέρθηκαν δικά τους προσωπικά δεδομένα από την Alpha Bank Cyprus προς θυγατρικές της εταιρείες που ανήκουν στον Ελληνικό Όμιλο Alpha Bank Α.Ε. Παράλληλα, εισηγείται ότι παραβιάζονται οι πρόνοιες των δανειακών συμβάσεων με τις οποίες συμβλήθηκε η Alpha Bank Cyprus με τους δανειολήπτες. Υποστηρίζει ότι παραβιάζεται και το τραπεζικό απόρρητο.

 

Κατά τη δική του άποψη, θα πρέπει να παραχωρηθεί άδεια για την καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, αφού όλη η μαρτυρία που προτίθεται να παραθέσει είναι εξαιρετικά σημαντική για την υπόθεση και με αυτή θα απαντηθούν και αντικρουστούν οι αναληθείς και παραπλανητικοί ισχυρισμοί που αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις των Καθ’ ων η αίτηση. Καταλήγει, ότι έχει καταδειχθεί «καλός λόγος», καθώς και αναγκαιότητα για την καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

 

Οι Καθ΄ων η αίτηση καταχώρισαν Ένσταση. Προβάλλουν έντεκα (11) λόγους ένστασης οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι κατά νόμω και ουσία αβάσιμη στην έκταση που αφορά τους Αιτητές 1 και 4 γιατί έχουν τεθεί υπό Διαχείριση και έχει διορισθεί Παραλήπτης-Διαχειριστής και οι διευθυντές τους δεν έχουν δώσει ρητή δέσμευση αποζημίωσης καταβολής τυχόν εξόδων, ότι είναι καταχρηστική και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας αφού προηγήθηκε άλλη αίτηση η οποία εγκρίθηκε εν μέρει, ότι προωθείται με αλλότριο σκοπό και/ή με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της εκδίκασης της Αίτησης Παραμερισμού ημερ. 03/02/2023, ότι έχει καταχωριστεί με υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση και δεν δίδεται λόγος που η αίτηση δεν καταχωρίστηκε νωρίτερα, ότι δεν έχει παρουσιαστεί «καλός λόγος» για την έγκριση του αιτήματος, ότι με την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση οι Αιτητές επιχειρούν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμούς και γεγονότα μεταγενέστερα της Αίτησης ημερ. 03/02/2023 τα οποία είναι άσχετα με τα επίδικα ζητήματα, ότι καταχρηστικά και κακόπιστα επιχειρούν να διορθώσουν ηθελημένα κενά στην υπόθεσή τους, ότι επιχειρούν να αυτοενισχύσουν τις θέσεις τους, ότι επιχειρούν να παραθέσουν επιχειρηματολογία και/ή απόψεις και/ή συμπεράσματα και αυτό δεν συνιστά καλό λόγο για την παραχώρηση άδειας.

 

Η νομική βάση της Ένστασης καταγράφεται στην ίδια την Ένσταση και το Δικαστήριο δεν προτίθεται να την επαναλάβει. Όσον αφορά τα γεγονότα που την υποστηρίζουν γίνεται επίκληση του φακέλου της δικογραφίας.

 

Ένσταση καταχωρίστηκε και από το Ενδιαφερόμενο Μέρος, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στην οποία καταγράφηκαν εννέα (9) λόγοι ένστασης, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και παράβαση του δεδικασμένου της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 07/11/2023, ότι αποσκοπεί στην περαιτέρω καθυστέρηση της οριστικής επίλυσης της κυρίως Αίτησης Παραμερισμού, ότι οι Αιτητές δεν απέδειξαν καλό λόγο για τη λήψη άδειας για καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ότι τα όσα επιχειρούν να καταθέσουν μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα και μη αναγκαία για την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης, ότι επιχειρούν να δώσουν μια δική τους ερμηνεία στην απαντητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 10/11/23, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ότι η αίτηση καταχωρίστηκε με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και επιδιώκει την αποκάλυψη εγγράφων και γεγονότων τα οποία ήταν εις γνώσιν των Αιτητών από την ημερομηνία καταχώρησης της κυρίως Αίτησης, ότι οι Αιτητές παρέλειψαν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου το αναγκαίο νομικό και πραγματικό υπόβαθρο επαρκούς αιτιολόγησης της υπό κρίση αίτησης και δεν κατέγραψαν τους λόγους που δεν συμπεριλήφθηκαν τα αιτήματά τους στην αίτηση ημερομηνίας 14/08/2023 και ότι το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότων καταδεικνύει ότι είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όπως η αίτηση απορριφθεί.

 

Όσον αφορά τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται ή ένσταση, γίνεται επίκληση του περιεχομένου του δικαστικού φακέλου.

 

Όλες οι πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις με την προσκόμιση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, ενώ επέλεξαν να τονίσουν και προφορικά κάποιες από τις θέσεις τους. Το Δικαστήριο έχει κατά νου το περιεχόμενο όλων των αγορεύσεων. Το Δικαστήριο έχει μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση σε συνδυασμό με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την κυρίως Αίτηση ημερ. 03/03/2023.

 

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με τη Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως τροποποιήθηκε το 1999:

 

« Το Δικαστήριο ή Δικαστής μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.».

 

Ανάγνωση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι πέραν της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση δια κλήσεως ή την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Ήτοι, δίδεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, στην περίπτωση που καταδειχθεί «καλός λόγος» από το διάδικο που το ζητά, όπως παράσχει άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η εξουσία, επομένως, η οποία προβλέπεται από τη Δ.48 θ.4(2) είναι διακριτικής φύσεως και ασκείται στη βάση των γεγονότων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία θα πρέπει να αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα για την παροχή της αιτούμενης άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση, στο πλαίσιο αυτό, του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. 

 

Τι συνιστά «καλό λόγο» έχει ερμηνευθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαρία Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523, στην οποία επισημάνθηκε ότι:

 

« «καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».

 

Καθοδηγητικά είναι επίσης και τα όσα καταγράφονται επί του θέματος από τον έντιμο κ. Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Mathew Shaw κ.ά. ν. Depha Investment Bank Ltd Αρ. Αγ. 8869/05, ημερ. 28/02/2007:

 

« Στόχος της αναμόρφωσης του θ.4 της  Δ.48 με την Κ.Δ.Π. 5/99 ημερομηνίας 23/12/99, ήταν να αποφευχθούν τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ερμηνεία που δόθηκε στον προηγούμενο θεσμό από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ...

Προσεκτική ανάγνωση και εξέταση του νέου θεσμού δείχνει, με αναφορά και στα όσα καταγράφονται στην παρ. 1 του θ.4, ότι στόχος της καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της αίτησης ή της ένστασης αντίστοιχα ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση επί του πλήρους φάσματος της διαφοράς. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελέσει καλό λόγο για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αν ο αιτητής εύλογα αισθάνεται μετά από την καταχώριση της ένστασης, ότι πρέπει να προσθέσει στα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση του, ώστε να έχει δυνατότητα επιτυχίας. Άλλη περίπτωση είναι όπου το Δικαστήριο επί μονομερούς αιτήσεως, συνήθως για απαγορευτικό διάταγμα, εγείρει ερωτηματικά ως προς ορισμένα προαπαιτούμενα της έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, οπότε και ο αιτητής δυνατόν να ζητήσει από το Δικαστήριο πριν την τελειωτική εξέταση και απόφαση επί της αιτήσεως του, την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ώστε να προσθέσει διάφορους ισχυρισμούς και γεγονότα που έχουν σχέση είτε με το επείγον του χρόνου είτε τη γνώση από πλευράς του αιτητή των γεγονότων που οδήγησαν στην διαφορά κ.τ.λ».

 

Σχετικό είναι και το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση A. Messios & Sons Ltd κ.ά ν. Ανδρέα Λεωνίδα (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, η οποία αφορούσε αίτημα το οποίο υποβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επαναφορά έφεσης η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησής της. Τονίστηκαν τα εξής σχετικά και διαφωτιστικά για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για το ζήτημα παραχώρησης άδειας καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Στην σελίδα 199 διαβάζονται τα εξής:

 

« Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο από τις σχετικές δικονομικές πρόνοιες, είναι ορθό και δίκαιο να ασκηθεί, στην προκείμενη περίπτωση υπέρ των εφεσειόντων-αιτητών. Κατά την εκτίμηση μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες-αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις  για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ΄ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.».

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, για παραχώρηση άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ασκείται με βάση γεγονότα τα οποία τίθενται ενώπιόν του. Σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς διαμόρφωσης της κρίσης του Δικαστηρίου είναι η φύση και οι ανάγκες της διαδικασίας, την οποία η συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιδιώκει να εξυπηρετήσει. 

 

Προκύπτει από τη νομολογία, ότι μπορεί να δοθεί άδεια για να παρασχεθούν διευκρινίσεις, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. Είναι ζήτημα των εκάστοτε περιστάσεων σε συνάρτηση και με τη φύση της συγκεκριμένης διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται να καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση. 

 

Για ορθότερη αντίληψη των θεμάτων πρέπει να γίνει συνοπτική αναφορά στα θέματα που αφορούν την κυρίως Αίτηση για Παραμερισμό, ημερομηνίας 03/02/2023, του διατάγματος ημερομηνίας 07/12/2023 με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της εταιρείας Alpha Bank Cyprus Ltd, της εταιρείας SKY CAC LIMITED και του μετόχου αυτών, δυνάμει των άρθρων 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου. Στις 03/02/2023 καταχωρίστηκε αίτηση παραμερισμού του συγκεκριμένου διατάγματος από τους Αιτητές. Τον Αύγουστο 2023 καταχωρίστηκε από τους Αιτητές αίτηση με την οποία επιζητούσαν όπως τους επιτραπεί η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς συμπλήρωση της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτησή τους και στην οποία αίτηση εκδόθηκε απόφαση στις 07/12/2023 με την οποία εγκρίθηκε μερικώς το αίτημα των Αιτητών. Ακολούθησε δύο (2) μήνες μετά η υπό κρίση αίτηση. Καταχωρίστηκε όμως ενδιάμεσα και αίτηση, ημερομηνίας 03/03/2023, για την έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων, η οποία προωθείται από την εταιρεία SKY CAC LIMITED, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης και στην οποία εκδόθηκε απορριπτική απόφαση. Η υπό κρίση είναι η δεύτερη αίτηση για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τους Αιτητές.

 

Εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, διαφαίνεται ότι ο ενόρκως δηλών επιθυμεί να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου μια απαντητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 10/11/2023, της οποίας το περιεχόμενο ήταν γνωστό στους Αιτητές πριν την καταχώριση της προηγούμενης αίτησης και που ουσιαστικά καταγράφει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε υπόψη της τις πληροφορίες που περιέχονται στην καταγγελία των Αιτητών εναντίον της Alpha Bank Ltd, για απόκρυψη μεταφοράς των δανείων προς τις εταιρείες UMERA LTD και AGI-CYPRE ERMIS LTD, για σκοπούς προληπτικής αξιολόγησης. Ο ενόρκως δηλών επιχειρεί να ερμηνεύσει την συγκεκριμένη επιστολή και ισχυρίζεται ότι είναι εξαιρετικής σημασίας. Αυτό που λησμονεί είναι πρώτον, ότι η Αίτηση Παραμερισμού θα πρέπει να κριθεί με τα γεγονότα που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου τη δεδομένη στιγμή που εξέταζε την αίτηση και εξέδιδε το συγκεκριμένο διάταγμα, δεύτερον, κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε απόκρυψη πληροφοριών που ήταν υπαρκτές κατά το χρόνο που εξέδιδε το διάταγμα και τρίτον, κατά πόσο η έκδοση του διατάγματος δικαιολογείτο από τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται ότι δεν έχει παρασχεθεί κάποιος λόγος γιατί δεν συμπεριλήφθηκε το αίτημα στην προηγούμενη αίτηση για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αφού η συγκεκριμένη πληροφόρηση υπήρχε.

 

Επίσης προωθείται η θέση ότι θα πρέπει να τεθεί στο Δικαστήριο το γεγονός ότι η Alpha Bank Cyprus Ltd μαζί με τις εταιρείες του Ομίλου Alpha Bank Α.Ε. εποπτεύονται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα που επικαλείται ο Ομνύοντας θα μπορούσαν, με λίγη προσοχή, να είχαν τεθεί στην προηγούμενη αίτηση αν οι Αιτητές προέβαιναν σε ολοκληρωμένη έρευνα πριν την καταχώριση της πρώτης αίτησης για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Ουσιαστικά, αυτό που εισηγούνται οι Αιτητές, είναι ότι κάθε φορά που οι ίδιοι, τυχαία ή μέσω έρευνας, ανακαλύπτουν ένα γεγονός που θεωρούν ότι αφορά την κυρίως Αίτηση, θα επιχειρούν την προσκόμισή του με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Αυτό είναι εκτός λογικής και εκτός των δικονομικών θεσμών.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για την αναγκαιότητα προσθήκης της Ελληνικής Κεντρικής Τράπεζας ως διάδικο στη διαδικασία, αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα το οποίο εκφεύγει της εμβέλειας της καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αφού υπάρχουν ξεχωριστές δικονομικές πρόνοιες για αυτό. Η επιστολή Κουντενάκη, ως έχει κριθεί από το Δικαστήριο σε προηγούμενη απόφασή του ημερ. 07/11/2023, δεν μπορεί να ενσωματωθεί στη διαδικασία με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει ως εφετείο του εαυτού του και θα ήταν ανακόλουθο, χωρίς λόγο, να αλλάξει την άποψή του ως παρατέθηκε σε προηγούμενη απόφασή του. Εξετάζοντας το θέμα της αναγκαιότητας καταχώρισης αντιγράφου της Ανταπαίτησης που καταχωρίστηκε στην Αγ. Αρ.365/2023 Ε.Δ. Πάφου, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο έγγραφο αφορά εκείνη και μόνο την υπόθεση και δεν μπορεί να εισαχθεί στην αίτηση για παραμερισμό του Διατάγματος Επικύρωσης του Διακανονισμού Συγχώνευσης.

 

Προωθούνται επίσης θέσεις που αφορούν την εισαγωγή ισχυρισμών περί παράβασης των άρθρων 5 και 32 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/1965, παραβιάσεις των δανειακών συμβάσεων, καθώς και παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου. Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν με οποιοδήποτε τρόπο στα πλαίσια της αίτησης για ακύρωση του Διατάγματος Επικύρωσης του Διακανονισμού Συγχώνευσης, αλλά αφορούν θέματα που μπορούν να εξεταστούν σε άλλες διαδικασίες.

 

Οπόταν, εγείρεται το εύλογο ερώτημα, κατά πόσο υπάρχει «καλός λόγος» για να επιτραπεί η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Το Δικαστήριο δεν ενεργεί επί ματαίω. Διαπιστώνεται ότι αυτό που επιχειρεί η πλευρά των Αιτητών είναι να προωθήσει επιχειρηματολογία για ακύρωση του Διατάγματος ημερ. 07/12/2022 στη βάση γεγονότων τα οποία επεσυνέβησαν μετά την έκδοση του συγκεκριμένου Διατάγματος ή που δεν αφορούν με οποιοδήποτε τρόπο την έκδοσή του αλλά συνιστούν γεγονότα που θα πρέπει ίσως να τεθούν σε άλλες διαδικασίες και όχι στην παρούσα.

 

Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κούππα v. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1665, αλλά και στις υποθέσεις Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248 και Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(A) Α.Α.Δ. 731, αμφισβητούμενα ζητήματα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας. Το βάρος βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών να παραθέσουν τέτοιους λόγους, οι οποίοι να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο για τα πιο πάνω ώστε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.

 

Χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται στη διαδικασία ή στα γεγονότα που αφορούν την κυρίως Αίτηση, διαπιστώνει ότι δεν έχει τεθεί «καλός λόγος» για να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Τούτο θα έδινε το δικαίωμα στους Αιτητές κάθε φορά που περιέρχεται στην αντίληψη τους οποιοδήποτε γεγονός θεωρούν ότι μπορεί να έχει κάποια σημασία, να το επικαλούνται προς επίρρωση των θέσεων τους. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να αποφασίσει κατά πόσο, με τα γεγονότα που υπήρχαν στις 07/12/2022 και ήταν γνωστά στους Καθ΄ων η αίτηση, ορθά εκδόθηκε το διάταγμα με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού. Θα ήταν εκτός των ορθών νομικών παραμέτρων να αποφασίσει ένα Δικαστήριο την ορθότητα ενός διατάγματος καθοδηγούμενο από γεγονότα που επεσυνέβησαν 6 μήνες ή ακόμη και ένα χρόνο μετά και τα οποία δεν ήταν γνωστά στους Καθ΄ων η αίτηση κατά τον χρόνο που αιτούντο την έκδοση του διατάγματος.

 

Όσον αφορά το περιεχόμενο της επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας ημερ.19/04/2022, η οποία αποκαλύφθηκε στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 1892/22, η οποία δεν έχει τελεσιδικίσει, το Δικαστήριο έχει αποφασίσει σε προηγούμενη απόφαση του και είναι κατάχρηση να ζητείται από το Δικαστήριο η εκ νέου απόφασή του επί του ιδίου θέματος.

 

Για όλους τους λόγους που το Δικαστήριο προσπάθησε να εξηγήσει, η αίτηση απορρίπτεται, γιατί δεν έχει καταδειχθεί «καλός λόγος» για την καταχώριση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, με έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι άμεσα καταβλητέα.

 

 

 

 

 

(Υπ.) …………………………………

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο