ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Γενικής αίτησης: 21/21

 

Αναφορικά με τον περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμο (Ν.23(Ι)/96)

 

- και -

 

Αναφορικά με τον Ανδρέα [  ], αρ. ταυτότητας [  ], από Λευκωσία

----------------------------------

 

Ημερομηνία: 20 Μαρτίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για αιτητή: κα Ά. Θ. Μαστίχη

Για καθ’ ων η αίτηση 2 και 3: κ. Α. Τσάρκατζιης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είναι γιος του Ανδρέα.  Το 2021 καταχώρισε την παρούσα αίτηση.  Ζητά να κηρυχθεί ο πατέρας του ανίκανο πρόσωπο και διαχειριστής της περιουσίας του να διοριστεί ο ίδιος (αιτητικά Α και Γ).  Ζητά, επίσης, να διαταχθεί ο πατέρας του να εξεταστεί από «αρμόδιο ιατρό» (αιτητικό Β).

Και τα τρία αιτητικά (Α, Β και Γ) προωθήθηκαν στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης.

Οι καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 είναι η σύζυγος και η κόρη του Ανδρέα αντίστοιχα.  Είναι, δηλαδή, η μητέρα και η αδελφή του αιτητή.  Ενίστανται στην αίτηση.

Ο Ανδρέας, αν και του επιδόθηκε η αίτηση, δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία.

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκες δηλώσεις του αιτητή, του ΠΣ (MA1) και του ΚΠ (MA2).  Η μαρτυρία τους μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

Ο αιτητής αναφέρει ότι ο πατέρας του διαμένει με τη μητέρα του.  Έχει «εύλογη υποψία» ότι η διανοητική του κατάσταση αλλοιώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι ανίκανος.  Συγκεκριμένα, επισκέφθηκε τον πατέρα του αρκετές φορές και παρατήρησε ότι φαινόταν «αδύναμος και υποτονικός».  Για να αντιληφθεί αν συντρέχει κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τη διανοητική του κατάσταση, «έπαιξε μαζί του τάβλι και παρατήρησε ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε σύγχυση ως προς τις κινήσεις του». 

Τον Δεκέμβριο 2019 πήγε στην οικία των γονέων του, όμως η μητέρα του δεν του επέτρεψε να εισέλθει στο σπίτι.  Ήρθε στην πόρτα ο πατέρας του και στάθηκε πίσω από τη μητέρα του.  Ερωτηθείς γιατί δεν απαντά το κινητό του, ο πατέρας του του είπε ότι το πήρε η μητέρα του.  Η συμπεριφορά αυτή του πατέρα του, αναφέρει ο αιτητής, είναι πρωτόγνωρη και ιδιαίτερα αλλόκοτη.  Δεικνύει ότι η διανοητική του κατάσταση είναι αλλοιωμένη, ότι ο πατέρας του δεν μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του και ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το συμφέρον του και το τι γίνεται γύρω του.  Έχει πληροφορηθεί ότι ο πατέρας του «πάσχει από άνοια».    

Επιβάλλεται να εκδοθούν τα αιτούμενα Διατάγματα καθότι, σύμφωνα με τον αιτητή, υπάρχει άμεση ανάγκη για πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς του πατέρα του για τις καθημερινές του ανάγκες και τη φροντίδα του.          

Ο MA1 είναι φίλος του Ανδρέα. Πιστεύει, ως αναφέρει, ότι δικαιολογείται να εκδοθούν τα Διατάγματα και να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του ο αιτητής.  Το 2019 παρατήρησε μια αλλαγή στη συμπεριφορά του αφού δεν του απαντούσε στα τηλεφωνήματα και στα μηνύματά του.  Επισκέφθηκε τον Ανδρέα και διαπίστωσε ότι ήταν «υποτονικός και λιγομίλητος».  Αυτό δεικνύει, σύμφωνα με τον μάρτυρα, ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του.  Έκτοτε δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του. 

Ο MA2 είναι φίλος του Ανδρέα. Πιστεύει, ως αναφέρει, ότι δικαιολογείται να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του και ότι ο αιτητής είναι το πλέον κατάλληλο άτομο.  Το 2019 παρατήρησε ότι ο Ανδρέας «ξεχνούσε γεγονότα και λεπτομέρειες και ήταν ιδιαίτερα αφηρημένος».  Σε κάποια συνάντηση με φίλους, τον Μάιο 2019, ο Ανδρέας φαινόταν «ιδιαίτερα αδύναμος και υποτονικός» και «δεν συμμετείχε καθόλου στις συζητήσεις».  Έκτοτε προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του χωρίς αποτέλεσμα. 

Οι καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 ενίστανται.  Επικαλούνται 10 λόγους ένστασης.  Ο ευπαίδευτος συνήγορός τους στην τελική αγόρευσή του επικεντρώθηκε στον λόγο ένστασης 7 και στη θέση ότι δεν προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία για να κηρυχθεί ο Ανδρέας ανίκανο πρόσωπο.  Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της καθ’ ης η αίτηση 2.  Η μαρτυρία της μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:      

Η καθ’ ης η αίτηση 2 είναι παντρεμένη με τον Ανδρέα για σχεδόν μισό αιώνα.  Απέκτησαν μαζί δύο παιδιά: τον αιτητή και την καθ’ ης η αίτηση 3.  Τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, αναφέρει, πατέρας και γιος δεν έχουν σχεδόν καθόλου σχέσεις και η επικοινωνία τους είναι σπάνια.  Αναφέρεται εκτενώς σε περιστατικά για να καταδείξει τις «κακές» σχέσεις του αιτητή με τους γονείς του, λόγω κυρίως οικονομικών θεμάτων.  Καταλογίζει στον αιτητή αλλότρια κίνητρα, πίεση, εκφοβισμό και επιθετικότητα.  Αναφέρεται, επίσης, στην κατάσταση υγείας του συζύγου της.  Το 2019, αν και επιδείκνυε σημάδια αποπροσανατολισμού, παρέμεινε ένα άτομο με προσωπικότητα, λειτουργικότητα και ανεξάρτητος.  Διαγνώστηκε «με ήπιο βαθμό άνοιας».  Του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή.  Το 2021 ο δρ Κυριαλλής διαπίστωσε «επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του» και σύστησε «περαιτέρω θεραπεία».  Επισυνάπτει ιατρική έκθεση, ημερ. 21.6.21 (Τεκμήριο 8), η οποία παρατίθεται αυτούσια κατωτέρω.  Τον τελευταίο καιρό η υγεία του «επιδεινώνεται».  Προσπαθούν να μην χάσει εντελώς τη μνήμη του με νοητικές ασκήσεις και ελαφριά σωματική άσκηση.  Αν το Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο να τον κηρύξει ανίκανο, είναι πρόθυμη να διοριστεί διαχειριστής.

Παραθέτω, για σκοπούς πληρότητας, αυτούσια την ιατρική έκθεση του δρα Κυριαλλή, ημερ. 21.6.21 (Τεκμήριο 8 στην ένορκη δήλωση της καθ’ ης η αίτηση 2):

«Ο κος Ανδρέας [  ], προσήλθε στο ιατρείο μου συνοδευόμενος από τη σύζυγό του στις 14.2.20 λόγω συμπτωμάτων απώλειας μνήμης.

Στο ιατρικό του ιστορικό αναφέρεται υπέρταση και υπερτροφία προστάτη.

Έπαιρνε τότε θεραπεία με Triadec και Seropram.

Κατά τη νευρολογική εξέταση η βαθμολογία του διεθνούς τεστ άνοιας γνωστό ως MMSE ήταν 21/30 στο όριο μεταξύ ήπιου και μέτριου βαθμού άνοιας.

Παρουσίαζε προβλήματα προσανατολισμού στον χρόνο, στις μαθηματικές πράξεις, στην ανάκληση πρόσφατης μνήμης και στην αντιγραφή απλού σχεδίου.  Ήταν σε θέση να κατανοήσει και να εκτελέσει απλές οδηγίες με φυσιολογική έκφραση και αντίληψη απλού λόγου. 

Έγινε διάγνωση άνοιας τύπου Alzheimer και άρχισε θεραπεία με Memantine (Ebixa) 10mg x 2 την ημέρα και από 5.5.20 με Donepezil 10mg το βράδυ. 

Έκτοτε παρακολουθείται στο ιατρείο μου κάθε τρεις μήνες.  Συνοδευόταν πάντοτε από τη σύζυγό του που διευθετούσε τις επισκέψεις. 

Παρουσίασε μια σταδιακή επιδείνωση άνοιας με πρόσφατη βαθμολογία 18/30 (μέτριου βαθμού άνοια) στην τελευταία του επίσκεψη στις 15.6.21.

Σύμφωνα με τη σύζυγό του επιθυμεί να τρώει συνεχώς, πρόσφατα παρουσιάζει συνεχή κνησμό της κεφαλής και σταδιακά γίνεται εξαρτώμενος για τις βασικές του ανάγκες από τη σύζυγό του.»        

Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη στη βάση των ένορκων δηλώσεων.  Έλαβα υπόψη μου τη μαρτυρία στο σύνολό της, σε συνάρτηση με τις γραπτές και προφορικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνήγορων, έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στο κείμενο της απόφασης.  Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται όπου κριθεί σκόπιμο.

Η αίτηση βασίζεται στον περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμο (Ν.23(Ι)/96).  Σκοπός του Νόμου είναι, αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι κάποιο πρόσωπο είναι ανίκανο, να προστατευθεί η περιουσία του.  Πρόκειται για ιδιόμορφη διαδικασία (Ποπ v. Ευτυχίου, Πολιτική Έφεση Ε205/14, ημερ. 6.10.20).  Ο ερευνητικός χαρακτήρας της τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο χρόνια πριν, στη Θεμιστοκλέους v. Λεωνίδου (2005) 1 Α.Α.Δ. 417:

«Η διαδικασία που ακολουθείται σε κάθε περίπτωση, έχει χαρακτήρα ερευνητικό.  Η αντιπαράθεση δεν είναι συμβατή με το αντικείμενο και τους σκοπούς του νόμου.  Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του δεν ενεργεί ως Δικαστήριο επίλυσης διαφορών μεταξύ αντιδίκων σε κατ’ αντιμωλία δίκη αφού σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προστασία της περιουσίας του ανικάνου προσώπου και η ευημερία του ιδίου και της οικογένειάς του.»        

Χρόνια αργότερα, στην Κ.Μ. κ.ά. και Αναφορικά με την Α.Μ.Κ., Πολιτική Έφεση 436/12, ημερ. 10.7.19, ECLI:CY:AD:2019:A297, το Ανώτατο Δικαστήριο επεξήγησε ότι:

«Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου άρχεται διά πρωτογενούς αιτήσεως (originating application), εκτός των περιπτώσεων όπου το Δικαστήριο κατευθύνει διαφορετικά τη διαδικασία.  Ένορκες δηλώσεις ως προς τις οικογενειακές περιστάσεις, την περιουσία και την ιατρική μαρτυρία θα πρέπει να κατατεθούν στο Δικαστήριο από την πλευρά του αιτητή (affidavit of kindred and fortune and medical affidavit) (Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 29, σ. 591-601 και σ. 594, §1084).»

Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι:

«Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αυστηρά από κανόνες απόδειξης, όπως εφαρμόζονται σε αστικές διαδικασίες, αλλά εξεταστικά εστιάζει στο ζήτημα, με γνώμονα τη δραστικότητα του εκδοθέντος Διατάγματος και τους κινδύνους που ενέχει η τυχόν έκδοση του.  Επιβάλλεται εκ της φύσης της υπόθεσης να καταδειχθεί υψηλός βαθμός βεβαιότητας για την αναγκαιότητα έκδοσης του.»

Αναφορικά με το αιτητικό Α, ό,τι χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο Ανδρέας λόγω σωματικής βλάβης ή άλλης πάθησης ή ασθένειας, η οποία τον καθιστά ανήμπορο να ασκήσει την κρίση και βούλησή του, δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του ή να διευθύνει τις υποθέσεις του (άρθρο 2).  Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί, κατόπιν ιατρικής ή άλλης απόδειξης, ότι είναι ανίκανος, τότε απαγορεύεται σε αυτόν η διενέργεια πράξεων ή παραλείψεων που επιφέρουν έννομα αποτελέσματα (άρθρο 3).

Ο αιτητής αναφέρει ότι έχει «εύλογη υποψία» ότι η διανοητική κατάσταση του πατέρα του αλλοιώθηκε σε βαθμό που να μην μπορεί να διαχειριστεί την περιουσία του και να διευθύνει τις υποθέσεις του.  Επικαλείται δικές του παρατηρήσεις.  Πρώτον, σε επισκέψεις του (άγνωστο πότε) παρατήρησε ότι ο πατέρας του «φαινόταν αδύναμος και υποτονικός».  Δεύτερον, έπαιξε μαζί του τάβλι (άγνωστο πότε) για να διαπιστώσει αν ο πατέρας του έχει κάποιο πρόβλημα και «παρατήρησε ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε σύγχυση ως προς τις κινήσεις του».  Τρίτον, ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του δεν μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του, ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το συμφέρον του και το τι γίνεται γύρω του και ότι η διανοητική κατάστασή του είναι αλλοιωμένη επειδή όταν επισκέφθηκε την πατρική του οικία τον Δεκέμβριο 2019 δεν του επιτράπηκε η είσοδος και ο πατέρας του του ανέφερε ότι η μητέρα του πήρε το κινητό του λέγοντάς του ότι δεν το χρειάζεται στην ηλικία του. 

Με κάθε σεβασμό, τα όσα ο αιτητής επικαλείται είναι αόριστα και γενικόλογα.  Είναι άγνωστο πότε έγιναν οι επισκέψεις τις οποίες επικαλείται.  Το δε περιστατικό που δεν του επιτράπηκε η είσοδος έγινε τον Δεκέμβριο 2019.  Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για συμπεράσματα του αιτητή.  Είναι άγνωστο κατά πόσον ο αιτητής έχει ιατρικές ή άλλες γνώσεις που να του επιτρέπουν να εξάγει συμπεράσματα για τη διανοητική κατάσταση ενός ατόμου, με βάση την εξωτερική εικόνα του («φαινόταν αδύναμος και υποτονικός») ή μέσα από επιτραπέζια παιχνίδια όπως το τάβλι.

Ο αιτητής «πιθανολογεί», όπως αναφέρει, ότι η μητέρα του τοποθέτησε ψηλά κάγκελα στο σπίτι για να εμποδίζει τον πατέρα του να διαφύγει επειδή, εξ όσων γνωρίζει, είναι σύνηθες τα άτομα που πάσχουν από άνοια να έχουν τάσεις φυγής.  Είναι θέση του ότι η κατάσταση που περιγράφει, τα συμπτώματα που παρατήρησε σε συνδυασμό με το ότι ενημερώθηκε ότι ο πατέρας του πάσχει από άνοια «δεικνύουν ότι αυτός καθίσταται ανίκανος να φροντίσει ο ίδιος για τις καθημερινές του ανάγκες».  Με κάθε σεβασμό, η θέση του αιτητή βασίζεται σε πιθανολογίες.  Εξάλλου, όπως ο ίδιος αναφέρει ενόρκως «δεν έχει με κανένα τρόπο πρόσβαση στον πατέρα του και δεν υπάρχει ευχέρεια να λάβει ιατρική έκθεση ως προς την κατάσταση της υγείας του». 

Ο MA1 ισχυρίζεται ότι δικαιολογείται να κηρυχθεί ο Ανδρέας ανίκανο πρόσωπο και διαχειριστής της περιουσίας του να διοριστεί ο αιτητής.  Επικαλείται ότι το 2019 ο Ανδρέας «του φάνηκε ιδιαίτερα υποτονικός και λιγομίλητος» και «δεν συμμετείχε σχεδόν καθόλου στη συζήτηση».  Έκτοτε, δεν είχαν επικοινωνία.  Με κάθε σεβασμό, πρόκειται για συμπεράσματα του μάρτυρα με βάση την εξωτερική εικόνα του Ανδρέα και στο γεγονός ότι δεν έχει επικοινωνία μαζί του.  Είναι άγνωστο κατά πόσον ο μάρτυρας έχει ιατρικές ή άλλες γνώσεις που να του επιτρέπουν να εξάγει τέτοια συμπεράσματα βασιζόμενος στην εξωτερική εικόνα ενός ατόμου και μάλιστα σε βαθμό που, ως υποστηρίζει, να δικαιολογούν την κήρυξή του σε ανίκανο πρόσωπο. 

Ο MA2 ισχυρίζεται ότι δικαιολογείται να κηρυχθεί ο Ανδρέας ανίκανο πρόσωπο και ότι ο αιτητής είναι το πλέον κατάλληλο άτομο να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του.  Επικαλείται ότι το 2019 παρατήρησε ότι ο Ανδρέας «ξεχνούσε γεγονότα και λεπτομέρειες και ήταν ιδιαίτερα αφηρημένος» και ότι τον Μάιο 2019, σε συνάντηση μαζί του, «υπέπεσε στην αντίληψή του» ότι «φαινόταν ιδιαίτερα αδύναμος και υποτονικός ενώ δεν συμμετείχε καθόλου στις συζητήσεις».  Έκτοτε δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του.  Με κάθε σεβασμό, είναι άγνωστο κατά πόσον ο μάρτυρας έχει τις απαραίτητες γνώσεις που να του επιτρέπουν να εξάγει συμπεράσματα για την ιατρική κατάσταση ενός ατόμου με βάση τις δικές του παρατηρήσεις, και μάλιστα σε βαθμό που, ως υποστηρίζει, να δικαιολογείται η κήρυξή του σε ανίκανο πρόσωπο. 

  Η καθ’ ης η αίτηση 2 αναφέρθηκε στα προβλήματα υγείας του συζύγου της.  Προσκόμισε ιατρική έκθεση (Τεκμήριο 8), η οποία παρατίθεται αυτούσια πιο πάνω.  Ό,τι προκύπτει από την ιατρική έκθεση είναι ότι ο Ανδρέας διαγνώστηκε με μέτριου βαθμού άνοια το 2021, λαμβάνει θεραπεία και παρακολουθείται από ιατρό κάθε τρεις μήνες.  Σύμφωνα με τον θεράποντα ιατρό, ο Ανδρέας «ήταν σε θέση να κατανοήσει και να εκτελέσει απλές οδηγίες με φυσιολογική έκφραση και αντίληψη απλού λόγου».  Σταδιακά, γίνεται εξαρτώμενος για τις «βασικές του ανάγκες» από τη σύζυγό του.

Πουθενά δεν αναφέρεται στην ιατρική έκθεση ότι ο Ανδρέας, λόγω της άνοιας, δεν μπορεί να ασκήσει κρίση ή βούληση ή ότι δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του ή να διευθύνει τις υποθέσεις του.  Στοιχεία απαραίτητα για να κηρυχθεί ανίκανο πρόσωπο εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου.  Το γεγονός ότι ένα άτομο πάσχει από άνοια δεν σημαίνει, το δίχως άλλο, ότι καθίσταται ανίκανο. 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ερμηνεύσει -στην απουσία μαρτυρίας ειδικού- τα ιατρικά ευρήματα που αναφέρονται στην έκθεση για να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς τη νοητική ικανότητα του Ανδρέα.  Πάγια νομολογιακή αρχή η οποία επαναλήφθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Α.Α. v. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/14, ημερ. 14.12.23: «Ο νόμος και η πρακτική, υπαγορεύουν ότι, το Δικαστήριο, δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί το ίδιο ως πραγματογνώμονας, σε σχέση με θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης».  Το Δικαστήριο, χωρίς την απαραίτητη ιατρική επεξηγηματική μαρτυρία, δεν μπορεί να γνωρίζει τι επιπτώσεις έχει η «μέτριου βαθμού άνοια» στην κρίση και βούληση του Ανδρέα και στην ικανότητά του να διαχειρίζεται την περιουσία του και να διευθύνει τις υποθέσεις του (άρθρο 2). 

Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση δόθηκε τον Ιούνιο 2021.  Παρουσιάζει, με άλλα λόγια, την κατάσταση της υγείας του Ανδρέα πριν από σχεδόν τρία χρόνια.  Η σημερινή κατάσταση της υγείας του είναι άγνωστη.  Άγνωστο παραμένει σε ποιο βαθμό η θεραπεία που λάμβανε τότε βελτίωσε ή επιδείνωσε την κατάστασή του. 

Θέση της κας Μαστίχη στην αγόρευσή της εκ μέρους του αιτητή ήταν ότι «είναι αποδεκτό και παραδεκτό γεγονός από αμφότερες τις πλευρές ότι το αναφερόμενο ανίκανο πρόσωπο τελεί υπό ανικανότητα» και ότι επειδή ο Ανδρέας δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία «προδίδει ότι πράγματι το εν λόγω πρόσωπο τελεί υπό ανικανότητα». 

Με κάθε σεβασμό, η διαδικασία, λόγω της δραστικότητας του Διατάγματος, είναι εξεταστικής φύσης.  Δεν τίθεται, επομένως, θέμα υποκατάστασης της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την ικανότητα ενός προσώπου να διαχειρίζεται την περιουσία του με παραδεκτό γεγονός.  Η δε θέση ότι η μη εμφάνιση του Ανδρέα στο Δικαστήριο ισοδυναμεί με απόδειξη ότι είναι ανίκανος, με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Στην απουσία μαρτυρίας αναφορικά με το λόγο που δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν αυθαίρετο.  Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσον υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι κάποιο πρόσωπο είναι ανίκανο εν τη εννοία του Νόμου, είτε το πρόσωπο αυτό εμφανιστεί στη διαδικασία, είτε όχι.  Αυτό επιτάσσει τόσο ο διερευνητικός χαρακτήρας της διαδικασίας, όσο και η δραστικότητα του Διατάγματος.

Εν ολίγοις, η μαρτυρία, ιδωμένη στο σύνολό της, δεν δικαιολογεί την κήρυξη του Ανδρέα σε ανίκανο πρόσωπο εν τη εννοία του Νόμου.

Στρεφόμενος στο αιτητικό Β, ο αιτητής αιτείται Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο πατέρας του να εξεταστεί από ιατρό «προκειμένου το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του τα απαραίτητα στοιχεία για να μπορέσει να κηρύξει [τον πατέρα του] ανίκανο πρόσωπο» (παρ. 12 της ένορκης δήλωσής του).

Το αιτητικό Β προωθήθηκε στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης. 

Κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση ζητήθηκε η θέση της πλευράς του αιτητή σε τι θα εξυπηρετούσε η έκδοση τέτοιου Διατάγματος στο τελικό στάδιο της αίτησης:

κα Μαστίχη: Θα εξεταστεί το άτομο για την κατάσταση της υγείας του.

Δικαστήριο: Και μετά τι θα γίνει;

κα Μαστίχη: Δεν θα χρειαστεί κάτι άλλο. 

Το Δικαστήριο εξέφρασε τον προβληματισμό του με ποιο τρόπο η έκδοση του Διατάγματος θα εξυπηρετούσε στην εκδίκαση της αίτησης αφού ζητείται στο τελικό της στάδιο (έχοντας υπόψη ότι ο λόγος που ζητείται, σύμφωνα με τον αιτητή, είναι «προκειμένου το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του τα απαραίτητα στοιχεία για να μπορέσει να κηρύξει [τον πατέρα του] ανίκανο πρόσωπο»):

κα Μαστίχη: Δεν είμαι σίγουρη πώς θα εξυπηρετήσει.

Δικαστήριο: Αλλά επιμένετε να το ζητάτε;

κα Μαστίχη: Μάλιστα.  

Μετά από διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου, η κα Μαστίχη ανέφερε ότι ο περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμος δεν προνοεί τέτοια εξέταση.  Επικαλέστηκε το Σύνταγμα και το Άρθρο 30 σχετικά με, ως ανέφερε, την απονομή της δικαιοσύνης και τη δίκαιη δίκη.  Με κάθε σεβασμό, στη νομική βάση της αίτησης δεν γίνεται επίκληση του Συντάγματος.  Θεωρώ, συνεπώς, αχρείαστο να εξετάσω τη συλλογιστική της πλευράς του αιτητή. 

Η κυρία Μαστίχη επικαλέστηκε επίσης τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο ζήτησε από τους συνήγορους να τοποθετηθούν σε σχέση με τα όσα λέχθηκαν, δεκαετίες πριν, από τον κ. Πική, Δ. (ως ήταν τότε) στην Αριστοδήμου v. Πετάση (1990) 1 Α.Α.Δ. 112: «Η εξέταση δεν επιβάλλεται με διαταγή του Δικαστηρίου που θα συνιστούσε απαράδεκτη επέμβαση στην ατομική ακεραιότητα και ελευθερία του διάδικου…».  Ο κ. Τσάρκατζιης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση συμφώνησε με τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Αντίθετα, η κα Μαστίχη υποστήριξε ότι η απόφαση δεν εφαρμόζεται εδώ αφού η εν λόγω απόφαση αφορούσε απαίτηση για σωματικές βλάβες.  Δήλωσε ότι δεν θεωρεί ότι παραβιάζεται η ακεραιότητα του ατόμου ή οποιαδήποτε ατομική ελευθερία με την έκδοση τέτοιου Διατάγματος, αν το άτομο χρειάζεται φροντίδα. 

Με κάθε σεβασμό, η έκδοση Διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται ο Ανδρέας να εξεταστεί από ιατρό στο στάδιο αυτό, δεν θα εξυπηρετούσε οτιδήποτε για σκοπούς εκδίκασης της αίτησης.  Ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκε ήταν, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή, για να μπορεί το Δικαστήριο να αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης.  Ουδέποτε ο αιτητής ζήτησε σε ενδιάμεσο στάδιο να εξεταστεί ο Ανδρέας για σκοπούς υποβοήθησης της εξέτασης της αίτησής του. 

Πέραν τούτου, σύμφωνα με την ιατρική έκθεση (Τεκμήριο 8 της ένστασης), ο Ανδρέας παρακολουθείται από νευρολόγο και λαμβάνει θεραπεία.  Το περιεχόμενο της έκθεσης, όχι μόνο δεν αμφισβητείται από πλευράς αιτητή, αλλά η κα Μαστίχη την επικαλείται στην προφορική αγόρευσή της.  Επομένως, δεν έχει καταδειχθεί με ποιο τρόπο θα βοηθούσε την ευημερία του Ανδρέα η έκδοση Διατάγματος που να τον διατάσσει να εξεταστεί από επιπρόσθετο νευρολόγο, ως αιτείται ο αιτητής στην ένορκη δήλωσή του (παρ. 13).

Εν ολίγοις, στην απουσία ικανού λόγου που να δικαιολογεί την έκδοση τέτοιου δραστικού Διατάγματος, το Δικαστήριο θα ήταν απρόθυμο να το εκδώσει.  Τέτοιος ικανός λόγος -είτε σε σχέση με την έκβαση της κυρίως αίτησης, είτε σε σχέση με την ευημερία του Ανδρέα- δεν έχει καταδειχθεί. 

Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης. 

Η αίτηση απορρίπτεται.

Τα έξοδα δεν εντοπίζεται λόγος γιατί να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.  Επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 και εναντίον του αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ……………………..

Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, A.Ε.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο