Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 2744/18

Ιωάννου Πέτρου

Ενάγουσα

-και-

1. Λάουρα Αλεξάνδρου

2. Ανδρέας Χριστοδούλου

Εναγόμενων

-και-

Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Τριτοδιάδικος

Ημερομηνία:                                                26η Μαρτίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα:                                κα. Πέτρου

Για Εναγόμενους 1 και 2:             κα. Κοζάκου

Για Τριτοδιάδικο:                           κα. Λειβαδιώτου

Απόφαση

(Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημοσίως απαγγελθείσα)

            Αντικείμενο της παρούσας Απόφασης είναι η σύγκρουση των οχημάτων της Ενάγουσας με της Εναγόμενης 1, στις 13.10.2017, στο χώρο όπου κάποτε στεγαζόταν το παλαιό Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Συνοψίζω τα δικόγραφα που καταχωρίστηκαν στην υπόθεση, παραθέτοντας μόνον τις βασικές θέσεις των διαδίκων: η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι ιδιοκτήτρια του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] (στο εξής το «ημιφορτηγό»), ενώ η Εναγόμενη 1 ήταν η, κατά την ημέρα του ατυχήματος, οδηγός του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] (στο εξής το «όχημα Κ»), ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 2. Στις 13.10.17 ο σύζυγος της Ενάγουσας - και Τριτοδιάδικος στη διαδικασία - οδηγούσε το ημιφορτηγό και εισήλθε στο χώρο στάθμευσης του παλαιού Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όταν η Εναγόμενη 1 ερχόμενη από τα αριστερά συγκρούστηκε στ’ όχημά του. Λόγω της σύγκρουσης, για την οποία, κατά την Ενάγουσα, ευθύνεται η Εναγόμενη 1, το ημιφορτηγό υπέστη ζημιά ύψους €1764,32, το οποίο η Ενάγουσα αξιώνει ως ειδικές αποζημιώσεις.

            Στην Υπεράσπισή τους οι Εναγόμενοι παραδέχθηκαν τις ιδιότητες που τους προσδίδει η Ενάγουσα στο πλαίσιο της Αγωγής. Ως προς τις συνθήκες της σύγκρουσης ισχυρίζονται ότι ενώ η Εναγόμενη 1 είχε σταθμεύσει στην έξοδο για να εισέλθει στη Λεωφόρο Νεχρού, ο Τριτοδιάδικος με το ημιφορτηγό συγκρούστηκε στο όχημα Κ, ενόσω αυτό ήταν σταθμευμένο. Λόγω της, κατά τους Εναγόμενους, αμέλειας του Τριτοδιαδίκου, το όχημά τους υπέστη ζημιές ύψους €1511,30, ποσό το οποίο προτίθενται να αξιώσουν από τον Τριτοδιάδικο εφόσον θα εξασφάλιζαν άδεια προσεπίκλησής του.

Έτσι κι έκαναν. Οι Εναγόμενοι εξασφάλισαν Διάταγμα ειδοποίησης τριτοδιαδίκου κι έπειτα Διάταγμα οδηγιών και ειδοποίησαν τον Τριτοδιάδικο ότι απαιτούν αποζημίωση από εκείνον για όλη την απαίτηση και έξοδα επειδή εκείνος ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την επίδικη σύγκρουση, η οποία έδωσε και την αφορμή στην Ενάγουσα καταχωρίσει την Αγωγή και ότι δικαιούνται σε συνεισφορά σε περίπτωση που η Ενάγουσα αποζημιωθεί, στο βαθμό που θα αποφασίσει το Δικαστήριο. Σε τούτη τη βάση οι Εναγόμενοι καταχώρισαν έκθεση απαίτησης εναντίον του Τριτοδιαδίκου με την οποία ουσιαστικά του καταλογίζουν πλήρη ευθύνη για την πρόκληση της σύγκρουσης ως ανέπτυξαν και στην Υπεράσπισή τους και απαιτούν από εκείνον τόσο κάλυψη και αποζημίωση για τυχόν ποσό που ήθελε επιδικαστεί υπέρ της Ενάγουσας, αλλά και αποζημίωση για τις δικές τους ζημιές.

            Ο Τριτοδιάδικος υπερασπίστηκε την αξίωση των Εναγόμενων εγείροντας εξ αρχής προδικαστική ένσταση εδραζόμενη στο ότι οι Εναγόμενοι δεν δύνανται δια της διαδικασίας ν’ αξιώνουν οτιδήποτε εναντίον του και ότι οι απαιτήσεις εγείρονται παράτυπα και καταχρηστικά και αντίκεινται στην ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου και το σχετικό Διάταγμα του Δικαστηρίου. Πέραν της προδικαστικής ένστασης ο Τριτοδιάδικος ισχυρίζεται ότι ευθύνη για τη σύγκρουση φέρει η Εναγόμενη 1 επειδή ερχόμενη από τα αριστερά του, ενώ εκείνος είχε ήδη εισέλθει στο χώρο στάθμευσης του Παλαιού Γενικού Νοσοκομείου, αμελώς επέπεσε ή και συγκρούστηκε στο ημιφορτηγό και του προκάλεσε ζημιές.

Εν όψει της χρηματικής αξίας της κρίσιμης διαφοράς, ακολουθήθηκε ταχεία διαδικασία, δηλαδή η μαρτυρία στην υπόθεση προσκομίστηκε δι’ ενόρκων δηλώσεων στις οποίες επισυνάφθηκαν τεκμήρια. Ουδείς εκ των μαρτύρων αντεξετάστηκε. Για την πλευρά της Ενάγουσας κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες, τρεις για την πλευρά των Εναγόμενων και για την πλευρά του, ξανά, ο ίδιος ο Τριτοδιάδικος. Συνοψίζω τη μαρτυρία για σκοπούς πληρότητας:

Ενάγουσα - Η Ενάγουσα αναφέρθηκε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των οχημάτων και προσκόμισε σχετικά Τεκμήρια Α και Β και στις συνθήκες σύγκρουσης όπως τις της ανέφερε ο Τριτοδιάδικος (παράγραφος 4 της ένορκης δήλωσής της). Ως προς τις ζημιές του οχήματός της προσκόμισε εκτίμηση ζημιάς Τεκμήριο Γ, απόδειξη πληρωμής για την εκτίμηση εις το ποσό των €70 Τεκμήριο Δ, τιμολόγιο μηχανικού για το συνολικό ποσό των €654,32 ως Τεκμήριο Ε και τιμολόγιο εξαρτημάτων για το ποσό των €630,70 ως Τεκμήριο ΣΤ. Το συνολικό ποσό της απαίτησής της περιορίστηκε και ανέρχεται στα €1355. Απαίτησε αποζημίωση με την επιστολή δικηγόρου της Τεκμήριο Η και απέστειλε σχετικό έντυπο απαίτησης, το Τεκμήριο Ζ. Τα έξοδα επίδοσης της Αγωγής ανέρχονται συνολικά σε €30 όπως φαίνεται από τα Τεκμήρια Θ1 και Θ2 αντίστοιχα.

            Γεώργιος Χρίστου – ΜΕ1 - Ο ΜΕ1 είναι ο ασφαλιστής της Ενάγουσας. Αναφέρει ότι την ημέρα της σύγκρουσης τον ειδοποίησε ο Τριτοδιάδικος και εντός 30 λεπτών κατέφθασε στο επίδικο σημείο. Σχεδόν ταυτόχρονα κατέφθασε και η υπηρεσία φροντίδας ατυχημάτων της ασφαλιστικής εταιρείας που παρείχε κάλυψη στην Ενάγουσα. Όταν έφθασε, τα οχήματα ήταν ακινητοποιημένα. Προσκόμισε φωτογραφίες τις οποίες έλαβε ο λειτουργός της φροντίδας ατυχημάτων και τους τις παρέδωσε. Στις φωτογραφίες Τεκμήρια Α και Β φαίνεται, κατά τον ΜΕ1, όσοι αποχωρούν από το χώρο στάθμευσης αντίκριζαν αριστερά μπροστά τους σήμα με υποχρεωτική κατεύθυνση αριστερά και απαγόρευση διέλευσης προς τον άδειο χώρο και δεξιά μέχρι και το δρόμο. Όπως ενημερώθηκε από εργαζόμενο στο χώρο, η Εναγόμενη 1 εργαζόταν στο χώρο και όφειλε να γνωρίζει και γνώριζε τα σήματα τροχαίας. Ο ΜΕ1 αρνείται ότι η Εναγόμενη 1 ήταν σταθμευμένη το χώρο που υπέδειξε η ίδια στο Τεκμήριο Β, αλλά και εκεί να ήταν, δεν δικαιολογείται η πορεία της. Προσκόμισε επίσης τα Τεκμήρια Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Ζ στα οποία φαίνονται τα οχήματα το σημείο το οποίο συγκρούστηκαν και η απόσταση που διένυσε ο Τριτοδιάδικος. Πάντα κατά τον ΜΕ1, δεν είναι τυχαίο ότι η Εναγόμενη 1 δεν αποκάλυψε τις φωτογραφίες που έλαβε η ίδια, αλλά εν πάση περιπτώσει, ο Τριτοδιάδικος είχε προτεραιότητα επί του δρόμου. Σχολιάζει και το Τεκμήριο Η που προσκόμισε το οποίο αποτελεί δήλωση της Εναγόμενης 1 για τις συνθήκες σύγκρουσης και το συσχετίζει με το Τεκμήριο Θ, δηλαδή σχεδιάγραμμα της Εναγόμενης 1 επίσης σχολιάζοντάς το. Από αυτά ο ΜΕ1 συμπεραίνει ότι η Εναγόμενη 1 κοίταζε στα δεξιά και γι’ αυτό ευθύνεται όπως φαίνεται και από το Τεκμήριο Δ, ότι δηλαδή ήταν η Εναγόμενη 1 που εισήλθε στην πορεία του Τριτοδιαδίκου. Όπως επίσης φαίνεται από το σχεδιάγραμμα Τεκμήριο Κ, η είσοδος και η έξοδος για το χώρο δεν ήταν στο ίδιο σημείο ως φαίνεται να προκύπτει από τα γραφόμενα της Εναγόμενης 1. Το δε Τεκμήριο Ι, δηλαδή η δήλωση Τριτοδιαδίκου, την κατέγραψε ο ίδιος ο ΜΕ1.

Τριτοδιάδικος - Ως ήδη αναφέρθηκε, και ήταν εξ άλλου παραδεχτό, ο Τριτοδιάδικος ήταν ο οδηγός του ημιφορτηγού. Κατέθεσε και ο μάρτυρας της Ενάγουσας. Με τη μαρτυρία του περιέγραψε τις συνθήκες της σύγκρουσης, δηλαδή ότι, ενώ κινείτο με χαμηλή ταχύτητα εντός του χώρου στάθμευσης, το όχημα της Εναγόμενης 1 ξαφνικά ήρθε από τα αριστερά, εισήλθε στην πορεία του και κτύπησε στο όχημα της Ενάγουσας. Επανέλαβε την πληροφόρηση περί του ότι η Εναγόμενη ήταν εργαζόμενη στις οδοντιατρικές υπηρεσίες, επανέλαβε τις ζημιές και επιβεβαίωσε την άφιξη του λειτουργού της φροντίδας και του ασφαλιστή, ΜΕ1. Η Εναγόμενη 1, συνέχισε ο Τριτοδιάδικος, βρισκόταν εντός της πορείας του και όχι σε έξοδο του χώρου στάθμευσης. Τα οχήματα στις φωτογραφίες που παρέθεσε ο ΜΕ1 (μια εκ των οποίων επανακατατέθηκε από τον Τριτοδιάδικο ως Τεκμήριο 1) ήταν στις τελικές τους θέσεις μετά τη σύγκρουση και φαίνεται ότι η Εναγόμενη 1 εισήλθε στην πορεία του και κτύπησε το ημιφορτηγό. Πιστεύει δε ο Τριτοδιάδικος ότι η Εναγόμενη 1 ούτε καν τον είδε και ότι ο ίδιος είχε προτεραιότητα επί του δρόμου κάτι που η Εναγόμενη 1 έπρεπε να γνωρίζει.

Πανίκος Σπύρου – ΜΕ2 - Ο ΜΕ2 είναι μηχανικός αυτοκινήτων και επιδιόρθωσε το όχημα της Ενάγουσας. Για τις υπηρεσίες του εξέδωσε τιμολόγιο το Τεκμήριο Β στη ένορκη δήλωσή του για το ποσό των €654,32 και για να επιδιορθώσει το όχημα η Ενάγουσα τον προμήθευσε με τα εξαρτήματα που φαίνονται στο Τεκμήριο Α της δήλωσής του για το ποσό των €630,70.

            Εναγόμενη 1 - Η Εναγόμενη 1 αναφέρθηκε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των οχημάτων, καταθέτοντας το Τεκμήριο 1 και παρέθεσε τη δική της εκδοχή αναφορικά με τις συνθήκες σύγκρουσης, ότι δηλαδή στάθμευσε στην έξοδο για να εισέλθει στη Λεωφόρο Νεχρου, όταν τριτοδιάδικος επέπεσε στο όχημα της. Τούτο, αναφέρει, υποστηρίζεται από δέσμη φωτογραφιών, Τεκμήριο 2 το έντυπο απαίτησης που υπέβαλε, Τεκμήριο 3 και σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 4. Τα Τεκμήρια, ανέφερε, δεικνύουν ότι ευθύνη για την πρόκληση της σύγκρουσης είχε ο Τριτοδιάδικος. Από τη σύγκρουση το όχημα Κ υπέστη ζημιές ύψους €1511,30.

            Εναγόμενος 2 - Ο Εναγόμενος 2 είναι συνιδιοκτήτης του οχήματος Κ που οδηγούσε κατά την επίδικη ημέρα και ώρα η σύζυγός του Εναγόμενη 1. Επανέλαβε τις συνθήκες σύγκρουσης όπως τις ανέφερε η Εναγόμενη 1, καθώς και τις ζημιές.

            Πέτρος Πολυδώρου – ΜΥ1 - Ο ΜΥ1 είναι ισιωτής αυτοκινήτων και επιδιόρθωσε το όχημα Κ. Επισύναψε απόδειξη είσπραξης, Τεκμήριο 1, στην οποία φαίνονται οι επιδιορθώσεις και τιμολόγιο στο οποίο φαίνονται τα εργατικά του, τα μπογιατίσματα και εξαρτήματα πλέον το ΦΠΑ, συνολικού ύψους €1511,30.

            Τριτοδιάδικος (ο οποίος κατέθεσε εκ νέου στο πλαίσιο της υπεράσπισή του εναντίον της Απαίτηση) - Υπερασπιζόμενος την απαίτηση των Εναγόμενων εναντίον του, ο Τριτοδιάδικος καταχώρισε ένορκη δήλωση με την οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει τη μαρτυρία του που έδωσε και ως μάρτυρας Ενάγουσας και υιοθετεί την Υπεράσπισή του. Επαναλαμβάνει ότι η Εναγόμενη 1 ήτο αμελής επειδή δεν σταμάτησε στη νοητή γραμμή του «αλτ» και το όχημα Κ ήταν εντός της πορείας του.

            Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων. Η δικηγόρος της Ενάγουσας προκρίνει ότι η περίπτωση ομοιάζει με είσοδο οδηγού σε δρόμου από πάροδο και παραπέμπει σε γνωστή επί του θέματος Νομολογία. Τονίζει επίσης ότι το καθήκον του οδηγού στον κύριο δρόμο είναι να πάρει προφυλάξεις μόνο όταν υπάρχει ένδειξη ότι ο άλλος θα εισερχόταν στο δρόμο. Εισηγείται καταληκτικά ότι η απαίτηση της Ενάγουσας θα πρέπει να επιτύχει.

Εξ αντιθέτου η δικηγόρος των Εναγόμενων εισηγείται ότι η πλευρά της Ενάγουσας δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης, παρέλειψε να παρουσιάσει σημαντικές μαρτυρίες. Ούτε επεξηγείται ο λόγος που ενάγεται ο Εναγόμενος 2. Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εισηγείται η συνήγορος, η σύγκρουση προκλήθηκε από αποκλειστική αμέλεια του Τριτοδιαδίκου και γι’ αυτό ζητά απόρριψη της υπόθεσης της Ενάγουσας και έκδοση απόφασης εναντίον τριτοδιαδίκου για ζημιές που υπέστηκαν οι Εναγόμενοι.

Τέλος, η συνήγορος του Τριτοδιαδίκου αναφέρει ότι ο Τριτοδιάδικος απέδειξε ότι δεν ευθύνεται για τη σύγκρουση. Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση, η Ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου εκδόθηκε σε αποζημίωση και συνεισφορά σε τυχόν αποζημιώσεις προς την Ενάγουσα και δεν υπάρχει ανταπαίτηση προς την Ενάγουσα και ο Τριτοδιάδικος δεν κλήθηκε να συμμετέχει υπό άλλη ιδιότητα και δεν εκδόθηκε αντίστοιχο διάταγμα. Πέραν τούτων δεν υπάρχει περιγραφή των ζημιών και λεπτομέρειες για το όχημα των Εναγόμενων και οι επιδιορθώσεις έγιναν περί το ένα έτος μετά τη σύγκρουση για σκοπούς εντυπώσεων. Η δε μαρτυρία των Εναγόμενων είναι, πάντα κατά τη δικηγόρο, αντιφατική και γενική χωρίς να καθορίζεται ποια ήταν η ευθύνη του Τριτοδιαδίκου και δεν απαντάται μέσω της η μαρτυρία του Τριτοδιαδίκου.

Λόγω της διαδικασίας ταχείας εκδίκασης που ακολουθήθηκε, δεν παρακολούθησα δια ζώσης τους μάρτυρες. Γι’ αυτό αξιολογώ τη μαρτυρία προσαρμόζοντας ανάλογα τις σχετικές καθιερωμένες Νομολογιακές αρχές, ότι δηλαδή, κατά την αξιολόγηση, η μαρτυρία συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση ή απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[1]. Αξιολογούνται, υπό το πρίσμα αυτό, το περιεχόμενο, η ποιότητα, η πειστικότητα και η σύγκριση κάποιας μαρτυρίας στην υπόθεση με την υπόλοιπη[2]. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί μερικώς τη μαρτυρία μάρτυρα στην υπόθεση[3] νοουμένου ότι η μερική αποδοχή αιτιολογείται[4].

Ενάγουσα - Αντιμετωπίζω τη μαρτυρία της Ενάγουσας με προσοχή λόγω του προφανούς οφέλους που θα έχει από την έκβαση της υπόθεσης. Ως προς τις συνθήκες σύγκρουσης η μαρτυρία της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βοηθητική, μια και αυτή προήλθε αποκλειστικά από πληροφόρηση που έτυχε από τον οδηγό του οχήματός της κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή τον Τριτοδιάδικου στη διαδικασία. Αναφορικά με τα ποσά που κατέβαλε προς επιδιόρθωση του οχήματός της, αλλά και με τα όσα ακολούθησαν τη σύγκρουση, η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία που προσκόμισε ο μηχανικός αυτοκινήτων Πανίκος Σπύρου και τα Τεκμήρια Α και Β στη δική του ένορκη δήλωση.

Εν όψει των πιο πάνω από τη μαρτυρία της Ενάγουσας δέχομαι ότι είναι η ιδιοκτήτρια του ημιφορτηγού και ότι κατέβαλε τα ποσά τα οποία αναφέρει προς εκτίμηση της ζημιάς, για αγορά εξαρτημάτων, καθώς και για βαφή και επιδιόρθωση του οχήματός της και ότι μετά τη σύγκρουση απέστειλε μέσω της δικηγόρου της επιστολή απαίτησης.    

ΜΕ1 - Ως προς το ζήτημα του κατά πόσο η Εναγόμενη 1 εισήλθε σε χώρο και δρόμο στον οποίο υπήρχε απαγορευτικό σήμα τροχαίας, ο ΜΕ1, επικαλούμενος μαρτυρία προσώπου το οποίο, ανεξήγητα, δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο, ισχυρίζεται - ως φαίνεται συνειρμικά - ότι η Εναγόμενη 1, ούσα κατ’ ισχυρισμό εργαζόμενη στις οδοντιατρικές υπηρεσίες, δεν είπε την αλήθεια αναφορικά με το σημείο στο οποίο ήταν σταθμευμένη προτού εκκινήσει την πορεία της που κατέληξε στην επίδικη σύγκρουση. Και τούτο γιατί, κατά τον ΜΕ1, δεν υπάρχει ανάλογη σήμανση απαγόρευσης εισόδου και αναγκαστικής πορείας στα αριστερά για το σημείο από το οποίο εξήλθε η Εναγόμενη 1. Ούτε η εναλλακτική επεξήγηση που αποπειράται ο ΜΕ1 να προσφέρει για την πορεία της Εναγόμενης 1 βρίσκει λογικό έρεισμα, επειδή ακριβώς οι προαναφερθείσες σημάνσεις αφορούν είσοδο σε σημείο που ομοιάζει διασταύρωσης που προηγείται (σε σχέση με τη φωτογραφία Τεκμήριο Α της ένορκης δήλωσής του) του χώρου στον οποίο ισχυρίζεται η Εναγόμενη 1 ότι ήταν σταθμευμένη. Ο δε σχολιασμός της δήλωσης της Εναγόμενης 1 στο Τεκμήριο Η ότι ο δρόμος έχει «έξοδο στα αριστερά» αφήνει την εντύπωση προσπάθειάς του ΜΕ1 να αξιοποιήσει και να επωφεληθεί ενός προφανούς λάθους στην καταγραφή της κατεύθυνσης από την Εναγόμενη 1. Γράφω προφανούς λάθους, καθότι η φράση της Εναγόμενης 1 ότι υπάρχει στα αριστερά έξοδος ακολουθείται και από δήλωση ότι το ημιφορτηγό τη κτύπησε, κατά τον ισχυρισμό της, ερχόμενο από τα αριστερά. Έχοντας κατά νου και τα σχετικά σχεδιαγράμματα που κατατέθηκαν από την ίδια την Εναγόμενη 1 είναι προφανές ότι η φράση της δεν μπορεί παρά να ήταν ένα λεκτικό ατόπημα και όχι, ως αναφέρει ο ΜΕ1, ένδειξη ότι η Εναγόμενη κοίταζε αλλού και κτύπησε στο ημιφορτηγό.

Παρά τα πιο πάνω, από τη μαρτυρία του ΜΕ1 δέχομαι ότι πράγματι το όχημα Κ που οδηγούσε η Εναγόμενη 1 φαίνεται να περνά τη νοητή γραμμή που σχηματίζει ο δρόμος που η Εναγόμενη 1 χρησιμοποίησε στο σημείο που εφάπτεται στην πορεία του Τριτοδιαδίκου, πράγμα που φαίνεται και από το ίδιο το Τεκμήριο 4 της ένορκης δήλωσης της Εναγόμενης 1. Μπορώ επίσης να δεχθώ τη μαρτυρία του ως προς το ότι ο δρόμος από τον οποίο εισήλθε το ημιφορτηγό δεν είναι η έξοδος τον οχημάτων από τον επίδικο χώρο και τούτο γιατί η μαρτυρία του συνεπικουρείται από τη δεύτερη φωτογραφία της δέσμης Τεκμήριο 2 που κατέθεσε και η ίδια η Εναγόμενη 1 στη ένορκη δήλωση της και στην οποία διακρίνεται στο δεξί πάνω μέρος ένδειξη «απαγορεύεται η είσοδος» (εν προκειμένω η έξοδος). Τέλος, το απλό γεγονός της διαπίστωσης του ΜΕ1 στην παράγραφο 12 της μαρτυρίας του, ότι η ζημιά στο όχημα της Εναγόμενης 1 είναι στο δεξιό μπροστινό μέρος του προφυλακτήρα, φαίνεται να συνάδει και από το Τεκμήριο Ζ. Προσθέτω ότι πέραν της ζημιάς στον προφυλακτήρα, η θέση του ΜΕ1 περί πρόσκρουσης του οχήματος Κ στο ημιφορτηγό και όχι το αντίθετο, φαίνεται να υποστηρίζεται από την εμφανή ζημιά στο μπροστά μέρος του δεξιού φαναριού του οχήματος Κ, καθώς και της ζημιάς στο δεξί μπροστινό μέρος του καπό, ως και τα δύο τούτα φαίνονται από τη φωτογραφία Τεκμήριο Ζ.

Ως εκ των άνω δέχομαι τη μαρτυρία του στα σημεία που ανέφερα πιο πάνω, μια και τούτη φαίνεται να συνάδει με τα Τεκμήρια που ο ΜΕ1 κατέθεσε αλλά και με τεκμήρια που κατέθεσε η ίδια η Εναγόμενη 1 και τα οποία αφορούν τη σκηνή και δεν αμφισβητήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο.   

Τριτοδιάδικος - Ο Τριτοδιάδικος ήταν ένας εκ των δύο ενεχόμενων στην επίδικη σύγκρουση οδηγών. Η θέση του ότι η Εναγόμενη 1 με το όχημα Κ εξήλθε από τη νοητή γραμμή που σχηματίζεται από την άκρη του δρόμου της εισόδου στο χώρο και της άκρης του κτηρίου στ’ αριστερά της θέσης του οχήματος Κ, ενισχύεται και από τη φωτογραφία Τεκμήριο Δ στη ένορκη δήλωση του ΜΕ1, όσο και από τα όσα απεικονίζονται στο Τεκμήριο 1 της δικής του ένορκης δήλωσης. Υπενθυμίζεται ότι τόσο οι θέσεις των οχημάτων όσο και το σχεδιάγραμμα του χώρου κατατέθηκε και από τη ίδια την Εναγόμενη 1 ως Τεκμήριο 4 της ένορκης δήλωσης της και εξ όσων απεικονίζονται, επιβεβαιώνονται τα πιο πάνω. Η δε θέση του ότι προτεραιότητα στο δρόμο είχε ο ίδιος οδηγώντας το ημιφορτηγό, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τα γραφόμενα της ίδιας της Εναγόμενης 1. Εξηγώ: η Εναγόμενη 1 στην δήλωσή της στο Έντυπο Απαίτησης, Τεκμήριο 3 της ένορκης δήλωσής της, ανέφερε ότι σταμάτησε να δει αν υπήρχε όχημα που μπαίνει στο χώρο στάθμευσης. Η ενέργειά της τούτη, δηλαδή το γεγονός ότι σταμάτησε προκειμένου να ελέγξει, φανερώνει ότι σκοπός της ήταν να δώσει προτεραιότητα, τουλάχιστον στα εκ των δεξιών της ερχόμενα οχήματα από την είσοδο του χώρου στάθμευσης. Άλλωστε, δεδηλωμένη πρόθεσή της Εναγόμενης 1 ήταν να εξέλθει του χώρου στάθμευσης για να εισέλθει στη λεωφόρο Νεχρού (βλ. παράγραφος 3 της ένορκης δήλωσής της) και η έξοδος, ως φαίνεται από τη δεύτερη φωτογραφία του Τεκμηρίου 2 στη δική της ένορκη δήλωση, δεν ήταν η ίδια με το σημείο εισόδου, για το οποίο υπάρχει ένδειξη που απαγορεύει την έξοδο. Συνεπώς η πορεία που, λογικώς, θ’ ακολουθούσε η Εναγόμενη 1 θα ήταν να περάσει απέναντι από το δρόμο της εισόδου για να φτάσει και να επιχειρήσει στροφή δεξιά προς το σημείο εξόδου. Επίσης, η θέση του Τριτοδιαδίκου ότι ο δρόμος από τον οποίο εξήλθε ή προσπάθησε να εξέλθει η Εναγόμενη 1 αποτελεί πάροδο του δρόμου στον οποίο ήδη κινείτο ο Τριτοδιάδικος φαίνεται να συνάδει με τη διαμόρφωση του χώρου όπως προκύπτει από τα σχεδιαγράμματα και σχετικές φωτογραφίες. Δηλαδή, ως φαίνεται, οι είσοδος και έξοδος στο χώρο στάθμευσης αποτελούνται από ευθείες, στα αριστερά των οποίων – και στην περίπτωση της εισόδου και στα δεξιά βάσει των φωτογραφιών –, υπάρχουν χώροι στάθμευσης. Επομένως, και επιπρόσθετα της δήλωσης της ίδιας της Εναγόμενης ότι σταμάτησε για να ελέγξει ότι υπήρχαν οχήματα να κινούνται στο δρόμο, από τα φυσικά χαρακτηριστικά του επίδικου χώρου όπως διακρίνονται από τα σχετικά τεκμήρια, ενισχύεται η θέση του Τριτοδιαδίκου, και η ευρύτερη θέση της πλευράς της Ενάγουσας, ότι προτεραιότητα στο δρόμο είχε το ημιφορτηγό. Ομοίως όπως και με τη μαρτυρία του ΜΕ1, κρίνω ότι η θέση στην οποία φαίνεται η ζημιά στο όχημα Κ συνάδει με την περιγραφή που δίδει ο Τριτοδιάδικος. Ως προς το ζήτημα της σύγκρουσης του οχήματος Κ επί του ημιφορτηγού, ο ισχυρισμός του Τριτοδιαδίκου συνάδει με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από τον ΜΕ1 και εδράζεται ουσιαστικά στα ίδια Τεκμήρια. Για τους ίδιους λόγους που επεξήγησα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1, θεωρώ ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του Τριτοδιαδίκου αναφορικά και με το θέμα αυτό, αλλά κρίνω και αξιόπιστη τη μαρτυρία του ως προς το ξαφνικό της εξόδου της Εναγόμενης 1 από την πάροδο, επίσης στη βάση των σημείων σύγκρουσης, όπως τα ανέλυσα προηγουμένως. Θεωρώ δηλαδή ότι με την κίνησή της να εισέλθει στο δρόμο στον οποίο ήδη κινείτο ο Τριτοδιάδικος, η Εναγόμενη 1 προσέκρουσε με το μπροστινό δεξί μέρος του οχήματος Κ στην αριστερή γωνία του ημιφορτηγού, χωρίς να είναι δυνατό για τον Τριτοδιάδικο ν’ αντιδράσει.

Από την άλλη, όπως και στην περίπτωση του ΜΕ1, δεν μπορώ ν’ αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία του Τριτοδιαδίκου αναφορικά με το χώρο στάθμευσης από τον οποίο η Εναγόμενη 1 κατ’ ισχυρισμό βρισκόταν προτού ακολουθήσει την πορεία της που κατέληξε στη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Και τούτο επειδή, με το ίδιο σκεπτικό που ανέπτυξα και για την εξ ακοής μαρτυρία του ΜΕ1, το πρόσωπο το οποίο μετέφερε κατ’ ισχυρισμό τις πληροφορίες στον Τριτοδιάδικο, ούτε κατονομάζεται, ούτε δίδεται λόγος που δεν προσήλθε στο Δικαστήριο, ούτε είχε η άλλη πλευρά την ευκαιρία να τον αντεξετάσει. Επίσης όπως και στην περίπτωση του ΜΕ1, δεν μπορώ να δεχθώ τις αναφορές του Τριτοδιαδίκου ότι η Εναγόμενη 1 κοίταζε αριστερά, λόγω της σχετικής αναφοράς της στη δήλωσή της. Υπενθυμίζω ότι ο Τριτοδιάδικος καταχώρισε και ένορκη δήλωση ως υπερασπιζόμενος την απαίτηση των Εναγόμενων εναντίον του, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις ίδιες θέσεις που ανέπτυξε και ως μάρτυρας της Ενάγουσας.

Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του Τριτοδιαδίκου στο βαθμό που ανέφερα πιο πάνω.    

ME2 - Η μαρτυρία του ΜΕ2 παρέμεινε αναντίλεκτη. Μέσω της ο ΜΕ2 επιβεβαιώνει ότι επιδιόρθωσε το ημιφορτηγό με τα εξαρτήματα που του παρείχε η Ενάγουσα και τα οποία παρουσιάζονται στο Τεκμήριο Α της ένορκης δήλωσής του, εργασία για την οποία τη χρέωση συγκεκριμένο ποσό. Δεν έχω λόγο να μην αποδεχθώ τη μαρτυρία του.

Εναγόμενη 1 - Η μαρτυρία της Εναγόμενης 1 ουσιαστικά αποτέλεσε επανάληψη της δικογραφημένης της θέσης. Κρίνω τη μαρτυρία της ως αδύναμη μια και, μέσω της, η Εναγόμενη 1 παρέλειψε να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τις συνθήκες σύγκρουσης. Αρκέστηκε μόνον ν’ αναφέρει ότι ο Τριτοδιάδικος οδηγούσε αμελώς και κατά παράβαση των καθηκόντων του και των κανονισμών και «επέπεσε» επί του σταθμευμένου οχήματος Κ, πράγμα που, κατά την ίδια, φαίνεται «ξεκάθαρα» από τα Τεκμήρια που παρουσίασε. Η θέση της Εναγόμενης 1 όμως δεν φαίνεται να στηρίζεται από το υλικό που η ίδια παρουσίασε στο Δικαστήριο. Κατά πρώτον και οι 3 φωτογραφίες που αποτελούν το Τεκμήριο 2 είναι λήψεις από το πίσω μέρος του οχήματος Κ από διαφορετικές αποστάσεις. Σε καμία εξ αυτών δεν διακρίνεται το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων. Το δε Τεκμήριο 4 σχεδιάγραμμα δεικνύει ότι εκεί αναφερόμενο ως όχημα Α1, δηλαδή το όχημα Κ, κατά τη σύγκρουση, είχε ήδη περάσει τη νοητή γραμμή που ο δρόμος στον οποίο βρισκόταν εφάπτεται του δρόμου στον οποίο βρισκόταν το ημιφορτηγό. Καμία εξήγηση δεν δίδεται από την Εναγόμενη 1 αναφορικά με το ζήτημα τούτο και πως βρέθηκε εν τέλει να ξεπερνά τη νοητή εκείνη γραμμή, ειδικά μια και το ζήτημα τέθηκε εν εκτάσει τόσο από τον ΜΕ1 όσο και από τον Τριτοδιάδικο. Επίσης δεν επεξηγείται η θέση του οχήματος Κ σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι είχε σταθμεύσει για να δει αν υπήρχαν οχήματα, δηλαδή για πιο λόγο η Εναγόμενη 1 δεν στάθμευσε πριν τη συμβολή των δύο δρόμων, αλλά πέρασε τη νοητή γραμμή, με σκοπό μάλιστα, ως διαφάνηκε, να τη διασταυρώσει. Επιπρόσθετα, τίποτε δεν στηρίζει τη θέση της ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης το όχημα είχε σταθμεύσει και ότι ήταν ο Τριτοδιάδικος που «επέπεσε» στο όχημά της. Αντίθετα τα σημεία στο όχημα Κ που παρουσιάζουν ζημιά και τα οποία φαίνονται μόνον σε Τεκμήρια της πλευράς της Ενάγουσας (βλ. Τεκμήριο Ζ στην ένορκη δήλωση του ΜΕ1), περιλαμβάνουν και το μπροστινό δεξί μέρος του καπό και το μπροστινό δεξί μέρος του προφυλακτήρα. Σημειώνω ότι η Εναγόμενη 1, ανεξήγητα, δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τη δική της ζημιά εκτός από τα τιμολόγια στην ένορκη δήλωση του ΜΥ1, στα οποία όμως, όπως και στην ίδια την ένορκη δήλωση του ΜΥ1, δεν αναφέρεται στα σημεία των ζημιών και των αντίστοιχων επιδιορθώσεων.

Εν όψει των πιο πάνω αδυναμιών και ελλείψεων στη μαρτυρία της και λόγω της γενικότητας και αοριστίας με την οποία παρουσίασε τα Τεκμήρια, τα οποία εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι δεν βοηθούν με οποιοδήποτε τρόπο την εκδοχή που προώθησε, δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία της Εναγόμενης 1 για να προβώ σε ευρήματα.

Εναγόμενος 2 - Δεν μπορώ ν’ αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Εναγόμενου 2 ως προς τις συνθήκες σύγκρουσης, μια και ο ίδιος δεν τοποθετείται στη σκηνή σε οποιοδήποτε χρόνο. Ως προς τη λοιπή μαρτυρία του, αυτή ουσιαστικά αποτέλεσε επανάληψη της μαρτυρίας της Εναγόμενης 1 και δεν προσέφερε οτιδήποτε που να είναι δυνατό να αποτελέσει βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων πλην του ισχυρισμού ότι από τη σύγκρουση το όχημα Κ υπέστη την αναφερόμενη ζημιά.

ΜΥ1 - Στην ένορκη δήλωσή του ο ΜΥ1 αναφέρει ότι οι επιδιορθώσεις που έγιναν αναγράφονται στο Τεκμήριο 1, που είναι απόδειξη είσπραξης χρημάτων. Παρά ταύτα απλή ανάγνωση του Τεκμηρίου 1 φανερώνει ότι δεν αναφέρονται οι όποιες επιδιορθώσεις σ’ αυτό. Ούτε περιγράφονται οποιαδήποτε εξαρτήματα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις επιδιορθώσεις. Μόνον στο Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσής του υπάρχει χρέωση για εξαρτήματα, αλλά και σ’ εκείνο η περιγραφή είναι γενική και δεν ρίχνει φως στο είδος των εξαρτημάτων που χρησιμοποιήθηκαν και τα σημεία του οχήματος Κ που αφορούσαν. Το ίδιο ισχύει και για τα μπογιατίσματα. Κατά τ’ άλλα, το ότι ο ΜΥ1 επιδιόρθωσε το όχημα Κ και ότι η χρέωσή του ήταν εκείνη που ανέφερε δεν αμφισβητήθηκαν και συνεπώς δεν έχω λόγο να μην αποδεχτώ ότι οι Εναγόμενοι κατέβαλαν το άθροισμα των ποσών προς επιδιόρθωση του οχήματος Κ.

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, των παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, προβαίνω στα ακόλουθα ευρήματα:

Η Ενάγουσα ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο προς την παρούσα Αγωγή ιδιοκτήτρια του ημιφορτηγού. Στις 13.10.2017 ο Τριτοδιάδικος οδηγούσε το ημιφορτηγό και εισήλθε, από τη λεωφόρο Νεχρού, στο χώρο του Παλαιού Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ενώ ο Τριτοδιάδικος κινείτο στην ευθεία σε δρόμο στον οποίο εφάπτεται και πάροδος στα αριστερά, η Εναγόμενη 1, οδηγώντας το όχημα Κ, κοινής ιδιοκτησίας της με τον Εναγόμενο 1, εξήλθε ξαφνικά από την εν λόγω πάροδο του δρόμου στον οποίο κινείτο ο Τριτοδιάδικος και προσέκρουσε στο ημιφορτηγό προκαλώντας του ζημιά. Η ζημιά στο ημιφορτηγό ανέρχεται στα €1355 ευρώ ποσό το οποίο η Ενάγουσα κατέβαλε προς επιδιόρθωσή του. Από τη σύγκρουση το όχημα Κ των Εναγόμενων υπέστη και εκείνο ζημιά, ύψους €1511,30 ποσό το οποίο με τη σειρά τους οι Εναγόμενοι κατέβαλαν προς επιδιόρθωση του.

Παραθέτω εν συντομία τη νομική πτυχή της υπόθεσης στην οποία πρόκειται έπειτα να υπαγάγω τα πιο πάνω ευρήματά μου. Γενικά σε υποθέσεις αστικής φύσεως, ο Ενάγων φέρει το γενικό βάρος να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[5]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[6]. Ειδικότερα σε υποθέσεις τροχαίων συγκρούσεων, δίδεται βαρύτητα στα στοιχεία της πραγματικής μαρτυρίας ως τον αντικειμενικό οδηγό για τη διαπίστωση της ροής των γεγονότων[7]. Η δε αμέλεια, στις περιπτώσεις τροχαίων συγκρούσεων, κρίνεται αντικειμενικά με κριτήριο το συνετό οδηγό[8] ο οποίος «χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο»[9] και ανάλογα συνεκτιμάται το γεγονός ότι «το καθήκον για τη λήψη προφυλακτικών μέτρων μορφοποιείται ενόψει κινδύνου ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη»[10]. Στην Ανδρέας Χατζηγιάννης ν. Σταματίας Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150 λέχθηκε ότι «[…] ο οδηγός οχήματος που οδηγεί κατά μήκος κυρίου δρόμου, δεν χρειάζεται, εκτός αν υπάρχουν συνθήκες τέτοιες που να προδιαθέτουν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να προβλέψει ότι άλλος οδηγός θα μπει [από πάροδο] στον κύριο δρόμο, χωρίς πρώτα να σταματήσει και να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει». Στην Ευάγγελος Χαραλάμπους ν. Θεοφάνη Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284, καθοριστικοί παράγοντες στον καταμερισμό ευθύνης κρίθηκαν «η υπαιτιότητα και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας [] και της ζημιάς». Ως προς τις ειδικές ζημιές, όπως είναι και οι επίδικες στην παρούσα, έχει νομολογηθεί ότι αυτές πρέπει να δικογραφούνται και ν’ αποδεικνύονται αυστηρά[11].   

            Με τη νομική πτυχή κατά νου, και εν όψει των ευρημάτων μου ανωτέρω, κρίνω ότι η ενέργεια της Εναγόμενης 1 να εξέλθει από το δρόμο που σχημάτιζε πάροδο με το δρόμο στον οποίο ήδη βρισκόταν και κινείτο ο Τριτοδιάδικος, ξεπερνώντας τη νοητή γραμμή της εν λόγω παρόδου με το όριο του δρόμου, σε συνδυασμό με τα σημεία στα οποία φαίνεται να υπέστηκαν ζημιά και στα δύο οχήματα από τη σύγκρουση, φανερώνουν ότι ήταν η Εναγόμενη 1 με το όχημα Κ που προσέκρουσε στο ημιφορτηγό. Επίσης, ενόψει των εν λόγω σημείων στα οποία φαίνεται να συγκρούστηκαν τα οχήματα, καταλήγω ότι ο Τριτοδιάδικος δεν είχε χρόνο ν’ αντιδράσει στην έξοδο της Εναγόμενης 1 από την πάροδο πέραν της νοητής γραμμής που σήμαινε και το τέλος της παρόδου και την αρχή του δρόμο στον οποίο ήδη εκείνος κινείτο. Συνυπολογίζοντας το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας και των ευρημάτων μου κρίνω ότι η ενέργεια της Εναγόμενης 1 αυτή δεν συνάδει με ενέργεια συνετού οδηγού, ο οποίος αναμένεται, κατ’ ελάχιστον, να αναμένει πριν τη νοητή γραμμή για να εισέλθει σε - ή ως εν προκειμένω διαφάνηκε, να διασταυρώσει - δρόμο από πάροδο και να επιχειρήσει την έξοδο σε χρόνο κατά τον οποίο δεν κινούνται άλλα οχήματα επί του δρόμου. Καταλήγω συναφώς ότι η Εναγόμενη 1 ήταν εν προκειμένω αμελής και φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την επίδικη σύγκρουση και κατ’ επέκταση για τη ζημιά στα ενεχόμενα οχήματα. Με το ίδιο σκεπτικό και για τους ίδιους λόγους, στο πλαίσιο της συνεκδίκασης, αλλά και της εξέτασης της απαίτησης της Ενάγουσας εναντίον των Εναγόμενων εν γένει, κρίνω ότι ο Τριτοδιάδικος δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση της επίδικης σύγκρουσης.

            Τα πιο πάνω συμπεράσματά μου, καθιστούν τυχόν ενασχόλησή μου με την προδικαστική ένσταση που πρόβαλε η πλευρά του Τριτοδιαδίκου ανώφελη. Εκ του περισσού ενδεχομένως, επισημαίνω ότι τόσο η σχετική αίτηση για λήψη άδειας για έκδοση Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, όσο και η Αίτηση για Οδηγίες προς τον Τριτοδιάδικο, εγκρίθηκαν στη βάση αφενός της απαίτησης των Εναγόμενων για συνεισφορά και κάλυψη υπό του Τριτοδιαδίκου για τυχόν αποζημιώσεις που θα επιδικάζονταν υπέρ της Ενάγουσας, αλλά και αφετέρου στη βάση της απαίτησης για αποζημίωση των ζημιών των ίδιων των Εναγόμενων στο όχημα Κ. Δεν έχει καταδειχθεί, εν προκειμένω, από την πλευρά του Τριτοδιαδίκου στον απαιτούμενο βαθμό, ότι οι πιο πάνω ενέργειες και η απαίτηση που η πλευρά των Εναγόμενων προώθησε εναντίον του, εκφεύγουν της εμβέλειας της Διαταγής 10, θεσμών 1(1)(β) και 2.     

            Επανερχόμενος στις ουσιαστικές απαιτήσεις των διαδίκων, και εν συνεχεία της ανάλυσης μου προηγουμένως, κρίνω ότι η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης 1, θα πρέπει να πετύχει, καθότι, η πλευρά της Ενάγουσας προσκόμισε, αφενός, μαρτυρία ικανοποιητική και απέσεισε το βάρος που της αναλογούσε στον απαιτούμενο βαθμό κι απέδειξε ότι αποκλειστική ευθύνη για την επίδικη σύγκρουση φέρει η Εναγόμενη 1, αλλά και αφετέρου μαρτυρία με την οποία απέδειξε και τη σχετιζόμενη με τη επίδικη σύγκρουση ζημιά ύψους €1355. Όσον αφορά τον Εναγόμενο 2, ο οποίος επαναλαμβάνω, πέραν του ότι ήταν συνιδιοκτήτης του οχήματος Κ το οποίο οδηγείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο από την Εναγόμενη 1, δεν είχε άλλη εμπλοκή στα γεγονότα, δεν έχει καταδειχθεί ο λόγος προώθησης της Αγωγής εξ αρχής εναντίον του και δεν μπορεί παρά να κριθεί ως απορριπτέα.

            Ως προς την απαίτηση των Εναγόμενων εναντίον του Τριτοδιαδίκου, τόσο όσον αφορά την κάλυψη των ζημιών στο ημιφορτηγό όσο και στο όχημα Κ, υπό το φως της προηγηθείσας ανάλυσης και των αντίστοιχων ευρημάτων μου, αυτή δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι οι Εναγόμενοι απέτυχαν ν’ αποδείξουν με αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο Τριτοδιάδικος ευθυνόταν, είτε εν όλω είτε εν μέρει, για την πρόκληση της επίδικης σύγκρουσης και ότι συναφώς δικαιούνται να αξιώνουν οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον του.

            Για όλους τους πιο πάνω λόγους, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1 για το ποσό των €1355.

Η Αγωγή της Ενάγουσας εναντίον του Εναγόμενου 2 απορρίπτεται.

Εν όψει του αποτελέσματος και μια και δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση του θέματος των εξόδων, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Λόγω του κοινού χειρισμού της υπόθεσης του Εναγόμενου 2 με την Εναγόμενη 1 από ένα δικηγόρο, κρίνω ορθό όπως μην εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή έξοδα σε σχέση με τον Εναγόμενο 2.

            Η απαίτηση των Εναγόμενων εναντίον του Τριτοδιαδίκου απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Τριτοδιαδίκου και εναντίον των Εναγόμενων ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056

[2] Όμηρος Σάββα Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

[3] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454

[4] Βλ. Ομήρου υποσημ. 2 ανωτέρω

[5] Χρύσανθου ν Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295

[6] Χ” Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220

[7] Vincent David Conway v. Νεόφυτου Ηλία (2003) 1 Α.Α.Δ. 540

[8] Ανδρέας Βίκης ν Πολύκαρπου Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345

[9] Άδωνης Αλεξάνδρου (ανήλικος) ν. Άντρης Σωτηρίου Λεβέντη κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420

[10] βλ. Βίκης υποσημ. 1 πιο πάνω

[11] Κουνούνα ν. Κυριάκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2126


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο