ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 17/19

 

Μεταξύ:

1. Επίσημου Παραλήπτη υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Λούκος Λτδ

2. Dora Holdings Ltd

3. Λουκής Παπαχριστοφόρου

4. Λουκής Παπαχριστοφόρου υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Θεοδώρας (Δώρας) Κώστα Χουρρίδου Παπαχριστοφόρου

Εναγόντων

και

 

1. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.

2. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ

3. CAC Coral Limited

Εναγόμενων

---------------------------------

Αίτηση ημερομηνίας 22/11/2023 για συμψηφισμό των δικηγορικών εξόδων

 

Ημερομηνία: 29 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενους-Αιτητές: κ. Μακρίδης, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενάγοντες-Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Σωτήρης Δράκος, για Σωτήρης Δράκος Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι Αιτητές - Εναγόμενοι την ίδια ημερομηνία καταχώρισαν δύο αιτήσεις. Με την πρώτη αίτηση αιτούνται την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 07/01/2022 ή και να απαγορεύεται στους Ενάγοντες όπως λάβουν οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης σε σχέση με την απόφαση του Δικαστηρίου στην έκταση που αφορά τα δικηγορικά έξοδα, μέχρι την εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 23/11/2023 για συμψηφισμό των εξόδων. Επίσης, στην ίδια αίτηση, ζητείται διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς του εντάλματος κινητών με αριθμό 340/23, ημερομηνίας 18/08/2023, ενώ παράλληλα ζητείται και διάταγμα που να αναστέλλει όλες τις μετέπειτα διαδικασίες, οι οποίες βασίζονται στην απόφαση ημερομηνίας 07/01/2022 και στο συνταγμένο διάταγμα. Με την δεύτερη αίτηση ζητείται διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο συμψηφισμός των δικηγορικών εξόδων που επιδικάσθηκαν υπέρ των Αιτητών με τα έξοδα που επιδικάσθηκαν υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων και η ακύρωση του εντάλματος κινητών με αριθμό 340/23.

 

Στις 28/11/2023 εκδόθηκε μονομερώς διάταγμα με το οποίο αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ημερομ. 07/01/2022 μέχρι την ολοκλήρωση της ακρόασης των δύο αιτήσεων.

 

Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν όπως εκδικασθεί η αίτηση για συμψηφισμό των δικηγορικών εξόδων ούτως ώστε να διασωθεί δικαστικός χρόνος, αλλά και λόγω του ότι είχε εκδοθεί στις 28/11/2023 το διάταγμα αναστολής της απόφασης ημερομηνίας 07/01/2022 το οποίο παραμένει σε ισχύ μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση αίτηση.

 

Η αίτηση βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, στα άρθρα 31, 32 και 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στη Δ.36 θ.3, Δ.40 θ.θ.3(β), 7, 11 και 15, στη Δ.48 και στην Δ.59 θ.θ.7 και 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στη διακριτική ευχέρεια και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά τα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση, αυτά παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του Παναγιώτη Χατζηευθυβούλου, ο οποίος κατέχει τη θέση του Διευθυντή στην Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) και είναι εξουσιοδοτημένος στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης. Είναι επίσης εξουσιοδοτημένος από την ΕΤΕΚ, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και τη CAC Coral Ltd στην οποία έχει μεταβιβαστεί αριθμός πιστωτικών διευκολύνσεων, εξασφαλίσεων και εξ αποφάσεως χρεών της Εθνικής Τράπεζας. Είναι ο ισχυρισμός του ότι, ως προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, στις 07/01/2022 το Δικαστήριο είχε εκδώσει δύο αποφάσεις που αφορούν αιτήσεις των Αιτητών - Εναγομένων. Η πρώτη αφορά την αίτηση ημερομηνίας 11/09/2020, για διαγραφή μέρους της Έκθεσης Απαίτησης και η δεύτερη την αίτηση για παραχώρηση άδειας εκδίκασης των προδικαστικών ενστάσεων που εγείρονται στην Υπεράσπιση των Αιτητών. Η αίτηση για διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων στις 07/01/2022, ενώ παράλληλα εγκρίθηκε η δεύτερη αίτηση και δόθηκε άδεια για εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων που εγείρονται στην Υπεράσπιση των Εναγόμενων στις 07/01/2022. Ακολούθως, στις 27/04/2022, το Δικαστήριο αποδέχτηκε τις προδικαστικές ενστάσεις της Υπεράσπισης και απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ των Αιτητών - Eναγόμενων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Δόθηκαν οδηγίες όπως καταχωριστεί ο κατάλογος εξόδων, ο οποίος καταχωρίστηκε στις 02/05/2022 και τα έξοδα υπολογίστηκαν, στις 21/09/2023, στο ποσό των €13.344, πλέον €801 Φ.Π.Α.. Το συγκεκριμένο διάταγμα, παρά το γεγονός ότι έχει ζητηθεί, δεν έχει συνταχθεί μέχρι σήμερα. Στις 07/06/2022 οι Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες καταχώρησαν έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 27/04/2022, η οποία έλαβε τον αριθμό Ε114/22. Τον Αύγουστο του 2023, στις 18/08/2023, οι Αιτητές - Εναγόμενοι ενημερώθηκαν από τη δικαστική επιδότη ότι έχει εκδοθεί ένταλμα κινητών, το οποίο η ίδια προτίθετο να εκτελέσει εκτός εάν διευθετείτο το ποσό των εξόδων που έχει ψηφιστεί και τα οποία είχαν επιδικαστεί υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων. Το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στις €5.688 δικηγορικά έξοδα, πλέον €6 πραγματικά έξοδα, με το τόκο 2% ετησίως από 11/09/2022 μέχρι εξόφλησης, πλέον €203 έξοδα σύνταξης του εντάλματος, πλέον €1.080.72 Φ.Π.Α., πλέον €145 έξοδα έκδοσης του εντάλματος κινητών, πλέον Φ.Π.Α..

 

Υποστηρίζει ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης για συμψηφισμό των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ των Εναγόμενων - Αιτητών, αφού υπάρχει ταυτότητα των διαδίκων και αλληλένδετες διαταγές εξόδων, οι οποίες εκδόθηκαν από το Δικαστήριο στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας και το ποσό που έχει επιδικαστεί υπέρ των Αιτητών - Εναγόμενων είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ποσό που έχει εκδικαστεί υπέρ των Καθ' ων η αίτηση -Εναγόντων. Είναι περαιτέρω η θέση του ότι οι ίδιοι οι Ενάγοντες, στην Έκθεση Απαίτησής τους, παραδέχονται ότι οφείλουν προς την Εθνική Τράπεζα ένα ποσό της τάξεως των €700.000, οπόταν οφείλουν τεράστια ποσά στους Εναγόμενους ‑ Αιτητές.

 

Καταλήγει ότι η μη έκδοση των διαταγμάτων θα οδηγήσει τους Εναγόμενους - Αιτητές στο να υποστούν ανεπανόρθωτες βλάβες αφού αν δεν διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος αυτό θα εκτελεστεί και η αίτηση συμψηφισμού θα καταστεί άνευ αντικειμένου, αφού οι Αιτητές θα υποχρεωθούν να ξοφλήσουν τα επιδικασθέντα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, έξοδα, ενώ οι ίδιοι δεν θα είναι σε θέση να εισπράξουν τα δικά τους δικηγορικά έξοδα λόγω του ότι ο Ενάγοντας 1 τελεί υπό εκκαθάριση, η Ενάγουσα 2 δεν έχει περιουσία άλλη πλην από τα ενυπόθηκα ακίνητα των οποίων η αξία δεν επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα, ενώ η Ενάγουσα 3 και ο Ενάγοντας 4 οφείλουν στους Εναγόμενους τεράστια ποσά. Για τους συγκεκριμένους λόγους υποστηρίζει ότι η αίτηση πρέπει να γίνει αποδεκτή.

 

Οι Kαθ' ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στη μορφή του Έντυπου 36, ως προβλέπεται από τους νέους Θεσμούς. Καταγράφονται δεκαπέντε (15) λόγοι ενστάσεως οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι κατά Νόμο και ουσία αβάσιμη γιατί βασίζεται στους παλαιούς Θεσμούς, ότι υπάρχει έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στην εξέταση της συγκεκριμένης αίτησης γιατί δικαιοδοσία έχει ο Πρωτοκολλητής, ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τα αιτήματα των Αιτητών - Εναγομένων λόγω δεδικασμένου, ότι δεν μπορεί να υπάρξει αναστολή της εκτέλεσης των δικηγορικών εξόδων γιατί δεν εφεσιβλήθηκαν, ότι οι Αιτητές – Εναγόμενοι απέκρυψαν το γεγονός ότι οι Καθ' ων η αίτηση – Ενάγοντες τους όχλησαν για την καταβολή των εξόδων, ότι απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα σχετικά με τους ισχυρισμούς τους για το ενδεχόμενο πρόκλησης σε αυτούς ανεπανόρθωτης ζημιάς, ότι κωλύονται να προωθούν την αίτηση λόγω δεδικασμένου και λόγω κατάχρησης εξουσίας, ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση των Αιτητών- Εναγόντων γιατί ακόμα και αν ισχύει η Δ.59 θ.θ. 7 και 13 η εξουσία αυτή αφορά τον Πρωτοκολλητή και όχι το Δικαστήριο, ότι το θέμα των εγερθέντων εξόδων είναι θέμα εκτέλεσης και όχι συμψηφισμού, ότι η Δ.59 θ.θ.7 και 13 δεν εφαρμόζονται στην υπόθεση και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 ή του Κεφ. 6.

 

Προς υποστήριξη της ένστασης επισυνάφθηκε ένορκη δήλωση του δικηγόρου Μάριου Γεωργίου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες. Προώθησε τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης και ότι αρμόδιος να αποφασίσει συμψηφισμό είναι ο Πρωτοκολλητής. Ότι οι Αιτητές κωλύονται, λόγω δεδικασμένου, να εγείρουν τα συγκεκριμένα ζητήματα αφού ο Πρωτοκολλητής έχει αποφασίσει, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, την έκδοση πιστοποιητικού με απώτερο σκοπό να πληρωθούν ξεχωριστά τα έξοδα χωρίς συμψηφισμό. Ότι τα έξοδα που αφορούν και τους δύο καταλόγους εξόδων έχουν εγκριθεί τελεσίδικα από το Δικαστήριο. Ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει αναστολή εκτέλεσης των δικηγορικών εξόδων τη στιγμή που δεν προσβάλλονται με την έφεση Ε.114/22. Εισηγείται ότι η αίτηση είναι αβάσιμη γιατί δεν βασίζεται στους νέους περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμούς αλλά στους παλαιούς, που πλέον δεν ισχύουν. Προωθεί τη θέση ότι οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση - Εναγόντων με ηλεκτρονική επικοινωνία, ημερ. 15/06/2022, προς τους δικηγόρους των Αιτητών - Εναγόμενων ζήτησαν την πληρωμή των εξόδων τους χωρίς όμως ανταπόκριση, με αποτέλεσα να προχωρήσει η διαδικασία με την έκδοση εντάλματος κινητών. Υποστηρίζει ότι οι Αιτητές - Εναγόμενοι δεν είχαν κινηθεί νομικά για υποβολή αίτησης συμψηφισμού των εξόδων, ενώ εκκρεμούσε ο υπολογισμός των εξόδων της δικής τους αίτησης ενώπιον του Πρωτοκολλητή, με αποτέλεσμα στις 21/09/2023 να επιδικαστούν υπέρ τους τα έξοδα που εμφαίνονται στον κατάλογο εξόδων με αριθμό 400/22, τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο στις 28/09/2023 χωρίς να τεθεί οποιοσδήποτε όρος. Οι Αιτητές - Εναγόμενοι δεν εφεσίβαλαν την απόφαση αυτήν, ούτε και άσκησαν οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Οπόταν, κατά τη δική του άποψη, υπάρχει δεδικασμένο αλλά και κατάχρηση της διαδικασίας αφού επιχειρείται από τους Αιτητές - Εναγόμενους να ακουστούν, για δεύτερη φορά, για το ίδιο θέμα και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί της αίτησης γιατί η δικαιοδοσία εμπίπτει στον Πρωτοκολλητή, η οποία δικαιοδοσία έπρεπε να ενεργοποιηθεί πριν τον υπολογισμό των εκατέρωθεν καταλόγων εξόδων.

 

Κατά τη δική του άποψη οι Αιτητές – Εναγόμενοι δεν θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά εφόσον η ζημιά είναι χρηματική και αφορά σε δικηγορικά έξοδα. Υποστηρίζει ότι δεν χωρεί συμψηφισμός εξόδων αφού το συγκεκριμένο είναι θέμα εκτέλεσης. Ισχυρίζεται ότι υπάρχει απόκρυψη γεγονότων αφού οι Αιτητές - Εναγόμενοι απέκρυψαν ότι η αξία της περιουσίας που είναι υποθηκευμένη υπέρ τους υπερβαίνει τα €6 εκατ., ενώ δεν αποκάλυψαν γιατί δεν κατάφεραν να εκποιήσουν τα ενυπόθηκα ακίνητα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.9/1965. Εισηγείται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν υπάρχει απόφαση του Πρωτοκολλητή για συμψηφισμό. Αναφέρει ότι οι Καθ' ων η αίτηση 1 και 4 δεν ήταν πτωχεύσαντες, έχουν αποβιώσει και έχει διοριστεί διαχειριστής σε σχέση με την περιουσία τους, ενώ οι Καθ' ων η αίτηση 2 δεν τελούν υπό εκκαθάριση. Καταλήγει, ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να παραμεριστεί το μονομερές διάταγμα και να ακυρωθεί και η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί με έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων.

 

Και οι δυο πλευρές προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, το περιεχόμενο των οποίων είναι πολύ υποβοηθητικό για το Δικαστήριο. Δεν καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ούτε και ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε από τους ενόρκως δηλούντες. Το Δικαστήριο έχει κατά νου το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και θα αναφερθεί σ’ αυτό όπου το κρίνει απαραίτητο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Νομικό υπόβαθρο για την αίτηση αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, η Δ.59 θ.θ. 7 και 13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Η Δ.59 θ.13 προνοεί ως ακολούθως:

 

« In any case in which, under Rule 13 of this Order, or any other Rule of Court, or by the order or direction of a Court or Judge, or otherwise, a party entitled to receive costs is liable to pay costs to any other party, the taxing officer may tax the costs such party is so liable to pay, and may adjust the same by way of deduction or set-off, or may, if he shall think fit, delay the allowance of the costs such party is entitled to receive until he has paid or tendered the costs he is liable to pay; or such officer may allow or certify the costs to be paid, and the [5] same may be recovered by the party entitled thereto in the same manner as costs ordered to be paid may be recovered».

 

Στο Annual Practice 1958, στη σελίδα 1930, αναφέρονται τα ακόλουθα ως προς την ερμηνεία του Ο.65 r.27(21), του οποίου οι πρόνοιες είναι πανομοιότυπες με τους Κυπριακούς Θεσμούς και τα οποία είναι σχετικά με τα θέματα που εξετάζονται στην υπό κρίση αίτηση:

 

« Where several points are in dispute, and each party succeeds on some of them, the costs maybe set off one against the other, and the plaintiff or defendant ordered to pay the balance………

... .costs payable under different orders in the same suit, and notwithstanding change of solicitors,........or in two suits in which the same estate is being administered ...... may be set off against each other; but the costs of two independent proceedings in different Courts cannot be set off against each other».

 

Στην αγγλική απόφαση Mason v. Mason and Cottrell [1933] All E.R. 859, διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

“ As to set-off of costs, the general rule of the High Court is that contained in Order LXV, r 14 – “a set-off for damages or costs between parties may be allowed notwithstanding the solicitor's lien.” The operation of this rule is demonstrated in a judgment of YOUNGER, J, in Puddephat v Leith (9). The introduction of the [1933] All ER Rep 859 at 864rule, Order LXV, r 14, established a definite principle of general application where there was formerly much conflict in practice. One of the many judgments which that controversy educed was delivered by COCKBURN, CJ, in Mercer v Graves (10) where the Chief Justice said with regard to the solicitor's claim of a lien in respect of costs:

“there is no such thing as a lien except upon something of which you have possession. …Although we talk of an attorney having a lien upon a judgment, it is, in fact, only a claim or right to ask for the intervention of the court for his protection when, having obtained judgment for his client, he finds there is a probability of his client depriving him of his costs.”

The provisions of Order LXV, r 2, seem to apply primâ facie to proceedings by way of set-off in a cause. They do not, at any rate, enlarge the general rights of the solicitor as solicitor. Assuming no effectual set-off to have been made before the present application came on for hearing, the matter would be one for the exercise of judicial discretion upon consideration of the relevant facts. It was thus dealt with in Hall v Hall (7) and in Puddephat v Leith (9).”

 

Στο Annual Practice 1958 (ανωτέρω), καταγράφεται ότι κατά την εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, όταν ο διάδικος που δικαιούται σε έξοδα έχει ταυτόχρονα καταδικαστεί να καταβάλει στον αντίδικο του ποσό μεγαλύτερο από αυτό που δικαιούται να λάβει, τότε δύναται, κατόπιν αίτησης, να εμποδιστεί από του να προχωρήσει με την εκτέλεση της απόφασης μέχρις ότου εξοφλήσει πρώτα το δικό του χρέος: 

 

« Where the party to receive costs was indebted at the issue of the writ to his opponent to an amount exceeding the amount he is to receive, he will on motion be restrained from levying execution except to the extent to which he has paid that debt».

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 5η έκδ., τόμος 11, παράγραφος 721, δίνονται κατευθυντήριες γραμμές ως προς το πώς δύναται να ασκηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου όταν προκύψουν εκατέρωθεν διαταγές εξόδων. Διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

« The court's discretion. The court has discretion as to whether costs are payable by one party to another, the amount of those costs, and when they are to be paid. The general rule is that the unsuccessful party will be ordered to pay the costs of the successful party, but the court may make a dίfferent order. In deciding what order (if any) to make, the court must have regard to all the circumstances, including (1) the conduct of all the parties; (2) whether a party has succeeded only part of his case, eνen if he has not been wholly successful; and (3) any payment into court or admissible offer to settle made by a party which is drawn to the court's attention and which is not an offer to which costs consequences apply.

Where a party entitled το costs is also liable to pay costs the court may assess the costs which that party is liable to pay and either (a) set off the amount assessed against the amount the party is entitled to be paid and direct him to pay any balance; or (b) delay the issue of a certificate for the costs to which the party is entitled until he has paid the amount which he is liable to pay. ...». (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

Προκύπτει από το λεκτικό των συγκεκριμένων θεσμών, των αγγλικών αποφάσεων αλλά και των συγγραμμάτων, ότι διαταγή για συμψηφισμό μπορεί να εκδοθεί από το Δικαστήριο όταν τα έξοδα προκύπτουν στην ίδια διαδικασία. Η απόφαση για συμψηφισμό είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας και εναποτίθεται στο Δικαστήριο και όχι στον Πρωτοκολλητή.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση οι διαταγές για έξοδα προέκυψαν στην ίδια αγωγή, σε διαφορετικές όμως αιτήσεις. Οπόταν ο συγκεκριμένος Θεσμός μπορεί να εφαρμοστεί.

 

Εξετάζοντας τον λόγο ένστασης που αφορά την εισήγηση ότι μόνο ο Πρωτοκολλητής έχει δικαιοδοσία να προχωρήσει σε συμψηφισμό των εξόδων, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης Αναφορικά με την αίτηση του Sergei Pugachev (2006) 1 Α.Α.Δ. 353:

 

« Ορθώς επιχειρηματολογεί ο Αιτητής ότι στους θεσμούς δεν προβλέπεται διαδικασία υπολογισμού εξόδων από τον Πρωτοκολλητή άλλη από τη διαδικασία ψήφισης. Όντως βεβαίως, όπως παρατηρεί ο Εναγόμενος 2, το Δικαστήριο εδώ δεν διέταξε να γίνει ψήφιση και έτσι δεν θα εφαρμόζετο η διαδικασία της ψήφισης. Όμως, η διαταγή όπως τα έξοδα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή δεν συνεπάγεται άλλη θεσμική διαδικασία εμπίπτουσα στη δικαιοδοσία του Πρωτοκολλητή και απολήγουσα σε δική του τελική απόφαση, παρά μόνο ισοδυναμεί με απ' ευθείας διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα όπως αυτά θα εγκριθούν τελικά από το Δικαστήριο, αφού αυτό βοηθηθεί από τον Πρωτοκολλητή στον υπολογισμό τους, με συνέπεια προς τη βασική αρχή της Δ.59, θ.1 ότι τα έξοδα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο όποιος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή λοιπόν, ακόλουθα τέτοιας διαταγής του Δικαστηρίου, δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα. Τότε εξ άλλου είναι που η τελικά διαμορφωθείσα κρίση του Δικαστηρίου ως προς το ύψος των εξόδων θα υπόκειται σε έφεση ώστε να μπορεί να ελεγχθεί. Μέχρι τότε, ο διάδικος, όπως ο Ενάγων εδώ, εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί διαταγή για έξοδα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, δεν θα είχε λόγο να παραπονείται για το ύψος των εξόδων (παρά μόνο ενδεχομένως, στα πλαίσια έφεσης κατά της απόφασης, για αυτή ταύτη τη διαταγή για έξοδα εναντίον του ως ακόλουθη του αμφισβητούμενου με την έφεση αποτελέσματος της υπόθεσης), αφού αυτό δεν θα ήταν ακόμα καθορισμένο. Η τελείωση της διαταγής του Δικαστηρίου για έξοδα που επέρχεται με την έγκριση από το Δικαστήριο των υπολογισθέντων από τον Πρωτοκολλητή, προς βοήθεια του Δικαστηρίου, εξόδων, δημιουργεί και τη δυνατότητα του διαδίκου να αμφισβητήσει τα υπολογισθέντα έξοδα. Αν ήταν άλλως, μάλιστα, ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή χωρίς έγκριση του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί αφού θα ακολουθούσε νόμιμα τη διαταγή του Δικαστηρίου και δεν θα συνιστούσε ψήφιση.».

 

Προκύπτει ότι τελική έγκριση για τον υπολογισμό των εξόδων εναποτίθεται στο Δικαστήριο, το οποίο έχει και τον τελικό λόγο να τα εγκρίνει ή να τα απορρίψει. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο κέκτειται εξουσίας να εξετάσει την αίτηση για συμψηφισμό των εξόδων μετά που θα εγκρίνει τα υπολογισθέντα έξοδα. Το κατά πόσο το Δικαστήριο θα επιτρέψει τον συμψηφισμό εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Εάν δεν υπάρχει αποχρών λόγος που να εισηγείται ότι δεν είναι ορθό ή δίκαιο να εκδοθεί διάταγμα συμψηφισμού, τότε η αίτηση θα επιτραπεί.

 

Εξετάζοντας τα γεγονότα της υπό κρίση αίτησης, προκύπτει ότι τα έξοδα αφορούν την ίδια δικαστική διαδικασία και ότι ουδέν ποσό καταβλήθηκε έναντι των οφειλόμενων ποσών που αφορούν οι διαταγές του Δικαστηρίου για τα εκατέρωθεν έξοδα. Διαπιστώνεται ότι οι Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες οφείλουν υπολογισθέντα έξοδα ύψους €13.344, πλέον τόκο. Τα έξοδα τα οποία έχουν υπολογιστεί προς όφελος των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγομένων ανέρχονται στο ποσό των €5.688, πλέον τόκος και για τα συγκεκριμένα έξοδα εξέδωσαν ένταλμα κατάσχεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, ενώ είναι σε εκκρεμότητα και τα έξοδα των Αιτητών - Εναγόμενων. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο είναι ορθό και δίκαιο όπως το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και εκδώσει διάταγμα συμψηφισμού.

 

Πριν το Δικαστήριο αχθεί σε κατάληξη θα πρέπει να σχολιαστεί ο λόγος ένστασης που αφορά την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης δυνάμει των παλαιών Θεσμών και της εισήγησης των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων ότι αυτοί δεν εφαρμόζονται λόγω της θέσπισης των νέων Θεσμών και η υπό κρίση αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη. Απάντηση δίδεται από το Μέρος 60 των νέων Θεσμών, το οποίο στην παράγραφο 60.2, προνοεί τα ακόλουθα:

 

« 60.2 Άσκηση διακριτικής ευχέρειας

Όταν ασκείται διακριτική ευχέρεια από το δικαστήριο σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων κανονισμών, το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τις αρχές οι οποίες καθορίζονται στους παρόντες κανονισμούς και, συγκεκριμένα, στο Μέρος 1 (ο πρωταρχικός σκοπός και καθήκον Δικαστηρίου να διαχειρίζεται υποθέσεις) και στο Μέρος 30 (Συνήθεις Απαιτήσεις).».

(ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

Η λέξη «δύναται» δίδει στο Δικαστήριο την επιλογή να προχωρήσει με την οδό που θα εξυπηρετήσει την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης και τον πρωταρχικό σκοπό, ο οποίος επιβάλλει τον χειρισμό της υπόθεσης δίκαια και, μεταξύ άλλων, με τρόπο αναλογικό προς τις συνθήκες του κάθε διαδίκου. Το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση, ούτε και θεωρεί ότι επειδή καταχωρίστηκε δυνάμει των παλαιών θεσμών είναι ανυπόστατη. Πρόκειται για αγωγή του 2019 στην οποία έχει εκδοθεί τελική απόφαση του Δικαστηρίου το 2022. Η ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εξυπηρετείται με τον χειρισμό της υπόθεσης με βάση τους παλαιούς θεσμούς που εφαρμόστηκαν κατά την έκδοση της απόφασης.

 

Έχοντας υπόψη ότι τα εκατέρωθεν έξοδα προέκυψαν από υπολογισμό των εξόδων και έγκριση αυτών από το Δικαστήριο, δυνάμει της Δ.59 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και έχοντας κατά νου ότι τα δικηγορικά έξοδα δεν συνιστούν δικαίωμα επίσχεσης - lien - το Δικαστήριο θεωρεί ότι μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να εκδώσει διάταγμα συμψηφισμού. Κανένας από τους προβληθέντες λόγους ένστασης δεν είναι βάσιμος.

 

Ως εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια εκδίδει διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο συμψηφισμός του ποσού των εξόδων που επιδικάστηκε στα πλαίσια της ενδιάμεσης απόφασης στην αίτηση ημερ. 11/09/2020, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 07/01/2022, υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων και εναντίον των Αιτητών - Εναγομένων, με τα ποσά των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ των Αιτητών - Εναγομένων και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων στα πλαίσια των αιτήσεων ημερ. 11/09/2020, στις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις στις 07/01/2022 και στις 27/04/2022.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, το ένταλμα κινητών με αρ.340/23 καθίσταται άνευ αντικειμένου. Το ίδιο ισχύει και για το μονομερές διάταγμα ημερ. 28/11/2023.

 

Κάθε πλευρά θα επωμιστεί τα δικά της έξοδα στην υπό κρίση αίτηση, αφού είναι καθαρά επιλογή της πλευράς των Αιτητών - Εναγομένων να ζητήσουν την έκδοση του διατάγματος συμψηφισμού.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………

  Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο