ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Γεν. Αίτηση: 178/19

 

Αναφορικά με τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987, άρθρο 9

 

Αναφορικά με την διαιτησία που πρόκειται να καταχωρηθεί στο Διεθνές Κέντρο Διαιτησίας Σιγκαπούρης από την P.C. SPLASH WATER PUBLIC COMPANY LTD εναντίον της POKKA INTERNATIONAL PTE LTD

 

Αναφορικά:

P.C. SPLASH WATER PUBLIC COMPANY LTD

Αιτήτρια

και

 

POKKA INTERNATIONAL PTE LTD

Καθ’ ης η αίτηση

 

Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 07/02/2020

 

Αναφορικά με τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987, άρθρο 9

 

Αναφορικά με την διαιτησία που πρόκειται να καταχωρηθεί στο Διεθνές Κέντρο Διαιτησίας Σιγκαπούρης από την P.C. SPLASH WATER PUBLIC COMPANY LTD εναντίον της POKKA INTERNATIONAL PTE LTD

 

 

Αναφορικά:

P.C. SPLASH WATER PUBLIC COMPANY LTD

Αιτήτρια

και

 

POKKA PTE. LTD

Καθ’ ης η αίτηση

---------------------------------------------------

Αίτηση για ασφάλεια εξόδων ημερ. 28/02/2023

 

Ημερομηνία: 10 Ιανουαρίου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτήτρια - Καθ’ ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση: κ. Γ. Ιωάννου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ου η Αίτηση - Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση: κα Ι. Μιχαήλ για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Αιτήτρια - Καθ' ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση επιζητεί την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Καθ΄ης η αίτηση – Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση όπως παράσχει εγγύηση ή ασφάλεια για τα έξοδά της στην κυρίως αίτηση, τα οποία ανέρχονται περίπου στο ποσό των €68,191,66 ή και για οποιοδήποτε ποσό το Δικαστήριο θεωρήσει δίκαιο και εύλογο. Επιπρόσθετα, ζητά διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή κάθε διαδικασίας στην κυρίως αίτηση μέχρι την κατάθεση του συγκεκριμένου ποσού και σε περίπτωση που το ποσό δεν κατατεθεί, όπως η αίτηση θεωρηθεί απορριφθείσα με έξοδα υπέρ της Καθ' ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση.

Νομική βάση για την αίτηση αποτελούν το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, η Δ.48 θ.θ.1, 2, 3, 9 και 9(t), η Δ.59, η Δ.60 θ.θ. 1, 5 και 6, οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, η διακριτική ευχέρεια, η γενική και η σύμφυτη εξουσία και η πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα τα οποία υποστηρίζουν την αίτηση παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του Χ.Χ., δικηγόρου της Καθ' ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος στην κατάρτισή της. Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, ο οποίος έχει γνώση των γεγονότων λόγω και προσωπικής εμπλοκής στην υπόθεση, ο λόγος που ορκίζεται ο ίδιος είναι γιατί η Αιτήτρια Εταιρεία, Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση, εδρεύει στην Σιγκαπούρη και δεν μπορούσε οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο να ορκιστεί εκ μέρους της.

 

Όσον αφορά τα γεγονότα, είναι η θέση του ότι η Αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση, μέσω των δικηγόρων της, είχε ενημερωθεί περί τα μέσα του 2022 ότι διορίστηκε Παραλήπτης - Διαχειριστής της Καθ΄ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση. Η δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση επικοινώνησε, στις 26/10/2023, με τον δικηγόρο της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση, ο οποίος την ενημέρωσε πως ο Διαχειριστής - Παραλήπτης είχε διοριστεί επί του συνόλου της περιουσίας της Αιτήτριας, Καθ΄ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, δυνάμει ομολόγου επιβάρυνσης. Επιπρόσθετα την πληροφόρησε ότι ο διορισμένος Διαχειριστής - Παραλήπτης είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για συνέχιση της διαδικασίας στην κυρίως αίτηση, πλην όμως η συγκεκριμένη συγκατάθεση τελούσε υπό την αίρεση πως οποιοδήποτε ποσό ήθελε κληθεί να καταβάλει η Αιτήτρια, Καθ΄ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, προς τους δικηγόρους της θα καταβληθεί από την ίδια, δηλαδή από τον διευθυντή της προσωπικά, λόγω της οικονομικής δυσχέρειας στην οποία βρίσκεται η Εταιρεία. Η συγκεκριμένη εξέλιξη θορύβησε την Καθ' ης η αίτηση, Αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση, γιατί ουσιαστικά επιβεβαιώνει τη μεγάλη πιθανότητα να μην καταβληθούν οποιαδήποτε έξοδα στην Καθ' ης η αίτηση από την Αιτήτρια, στην περίπτωση που κληθεί να καταβάλει τα έξοδα στο τέλος της διαδικασίας, τόσο σε σχέση με την κυρίως αίτηση καθώς και σε σχέση με την ενδιάμεση αίτηση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 23/05/2019. Διενεργήθηκε ηλεκτρονική έρευνα στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών από την οποία διαφάνηκε ότι ενεγράφηκε αριθμός επιβαρύνσεων και υποθηκών σε περιουσιακά στοιχεία της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση, η αξία των οποίων ξεπερνά τα 10 εκ. ευρώ, οι οποίες επιβαρύνσεις και υποθήκες συνεχίζουν να ισχύουν μέχρι και σήμερα. Κατά την δική του άποψη, λόγω του συγκεκριμένου γεγονότος, είναι αδιαμφισβήτητο πλέον ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση δεν αντιμετωπίζει απλά μια προσωρινή κατάσταση οικονομικών δυσχερειών αλλά έχει καταστεί αφερέγγυα, αφού η περιουσία της δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των τραπεζικών οφειλών της.

 

Υποστηρίζει ότι ένδειξη, ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση είναι αφερέγγυα, ανενεργή και δεν διεξάγει οποιεσδήποτε εργασίες, συνιστά το γεγονός ότι ο Έφορος Εταιρειών προτίθετο να προχωρήσει με τη διαγραφή της, όμως διάφοροι πιστωτές της προέβαλαν ένσταση. Επίσης, σχετικά δημοσιεύματα στον τύπο επιβεβαιώνουν τον τερματισμό όλων των εργασιών της. Ισχυρίζεται ότι μία συνεκτίμηση των γεγονότων αυτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση δεν είναι σε θέση να καταβάλει και εξοφλήσει τα δικηγορικά έξοδα της Καθ' ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση, σε περίπτωση απόρριψης της κυρίως αίτησης, καθώς και της ενδιάμεσης αίτησης που εκκρεμεί, ημερομηνίας 23/05/2019, η οποία αφορά την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.

 

Καταλήγει, ότι είναι ορθό και δίκαιο αλλά και αντικειμενικά δικαιολογημένο όπως το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και εγκρίνει την αίτηση και διατάξει την κατάθεση ασφαλιστικών εξόδων για ποσό ύψους €68.191,66 ή και οποιοδήποτε άλλο ποσό. Το συγκεκριμένο ποσό έχει υπολογιστεί δυνάμει δύο προσχεδίων καταλόγων εξόδων που ετοιμάστηκαν σύμφωνα με τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό και αφορούν την αίτηση ημερομηνίας 23/05/2019, καθώς και την κυρίως αίτηση.

 

Η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση, Καθ΄ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, καταχώρησε Ένσταση στην οποία καταγράφηκαν οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης: Συγκεκριμένα ότι η έκδοση διαταγής για παροχή ασφαλιστικών εξόδων θα οδηγήσει στη στέρηση του δικαιώματος της για πρόσβαση στο Δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α., ότι η αίτηση υποβλήθηκε με καθυστέρηση και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου, της νομολογίας και των Θεσμών οι οποίες να δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Οι Δικονομικοί Θεσμοί στους οποίους βασίζεται η Ένσταση είναι οι ίδιοι με αυτούς που καταγράφονται στην Αίτηση και το Δικαστήριο δεν προτίθεται να τους επαναλάβει.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η Ένσταση καταγράφονται στην ένορκη δήλωση της Ι.Μ., δικηγόρου της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση, η οποία τα γνωρίζει πλήρως και έχει εξουσιοδοτηθεί στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης. Δηλώνει ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση δεν έχει τη δυνατότητα καταβολής οποιουδήποτε ποσού ως ασφάλεια εξόδων και η οποιαδήποτε διαταγή, για παροχή ποσού ως ασφάλειας εξόδων, θα οδηγήσει σε στέρηση του δικαιώματος της για πρόσβαση στο Δικαστήριο. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και ότι όλα όσα αναφέρονται, τόσο στην αίτηση καθώς και στην ένορκη δήλωση, είναι γεγονότα που ήταν σε γνώση της Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση. Προωθεί παράλληλα τη θέση ότι δεν υπάρχει αιτιολόγηση της καθυστέρησης που παρατηρείται στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης. Εισηγείται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου ή και της νομολογίας οι οποίες να δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Καταλήγει, ότι η Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση δεν καταγράφει τον λόγο για τον οποίο αιτείται την έκδοση του διατάγματος ενώ οι εικασίες, σε σχέση με το ύψος των εξόδων, συνιστούν εκτίμηση της Καθ΄ης η αίτηση και τελούν υπό την αίρεση ότι θα εκδοθεί διάταγμα καταβολής των εξόδων υπέρ της.

 

Και οι δύο πλευρές διαβίβασαν, προς υποστήριξη των θέσεων τους, γραπτές αγορεύσεις, το περιεχόμενο των οποίων είναι εις γνώση του Δικαστηρίου και λαμβάνεται δεόντως υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην Δ.60 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, η οποία προνοεί τα ακόλουθα:

 

« A plaintiff (and, in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant) ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

 

Σε μετάφραση:

 

« Ο Ενάγοντας ... ο οποίος διαμένει μόνιμα εκτός Κύπρου ή εκτός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής, να διαταχθεί να δώσει ασφάλεια για έξοδα, έστω και αν διαμένει προσωρινά στην Κύπρο ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

 

Καταβολή ασφάλειας εξόδων δυνάμει της Δ.60 διατάσσεται, κατά κανόνα, όταν ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού ή έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός δικαιοδοσίας, κάτι το οποίο προκύπτει από το ίδιο το κλητήριο ένταλμα ή την αίτηση. Η τυχόν κατοχή, εκ μέρους του ενάγοντα ή αιτητή, περιουσίας που βρίσκεται εντός της επικράτειας και είναι ουσιαστική και μόνιμη, δυνατόν να συνηγορήσει εναντίον της παροχής ασφάλειας εξόδων υπό την προϋπόθεση ότι η περιουσία αυτή είναι κατά κοινή λογική διαθέσιμη προς εκτέλεση και όχι υποκείμενη σε εξανεμισμό σε οποιοδήποτε χρόνο. Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τις αποφάσεις Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ Πρώην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1314, Ebrand v. Gassier [1884] 28 Ch.D. 232 και In Re Apollinaris Company' s Trade Marks [1891] 1 Ch.D. 1.

 

Εξετάζοντας τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει μαρτυρία ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση είναι κυπριακή εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών. Οπόταν δεν ικανοποιείται το κριτήριο που θέτει η νομολογία αλλά και ο ίδιος ο Θεσμός, ήτοι ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση πρέπει να είναι αλλοδαπή εταιρεία. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ήτοι ότι δεν έχει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο τα οποία να δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης για τυχόν κάλυψη των εξόδων της καθ΄ης η αίτηση εταιρείας, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση έχει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο πλην όμως είναι δεσμευμένα και βεβαρυμμένα με μεγάλα ποσά τα οποία φαίνεται να προκύπτουν από δανεισμό. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Δ.60 δεν μπορεί να εφαρμοστεί και ως αποτέλεσμα ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 382 του Κεφ.113 το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

« Έξοδα σε αγωγές από ορισμένες εταιρείες

382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

 

Το συγκεκριμένο άρθρο έχει πρόσφατα ερμηνευθεί στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση SYBYLLA HOTEL APARTMENTS LTD v. Χαράλαμπου Μουζούρη κ.α Πολ. Εφ. 321/19 ημερ. 31/10/2023, από την οποία παρατίθενται τα εξής σημαντικά:

 

« Το πιο πάνω άρθρο παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων με ταυτόχρονη αναστολή των διαδικασιών, όπου διαφαίνεται ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι εταιρεία δεν θα μπορεί να καταβάλει τα έξοδα (Genemp Trading Ltd v Λαϊκή Τράπεζα (2011) 1 Α.Α.Δ.1314, Λεωνίδας Κίμωνος ως Εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ω Χρ. Ιωάννου & Υιοι (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ.147 ). Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση G.K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG Europe LTD, Πολ. Εφ. 98/17 ημερ. 3.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A249, ECLI:CY:AD:2019:A249:

 

«Το ζήτημα παροχής ασφάλειας εξόδων από διάδικο ο οποίος είναι εταιρεία ρυθμίζεται ειδικά από το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο πρέπει να αποτελεί την αφετηρία εξέτασης τέτοιων αιτήσεων όταν στρέφονται εναντίον εταιρειών...

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 382 εξετάστηκαν πρόσφατα στην Y. Liasides Developers Ltd v. Mιχαήλ κ.α., Πολιτική Έφ. 123/2012, ημερ. 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, ECLI:CY:AD:2017:A211, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Θα πρέπει, κατ΄αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.

 

Αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα,  αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγµα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται µέσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity».  Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 Α.Α.Δ.1653).

 

Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτημα εξηγείται από τον Megarry V-C στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 Αll ER 531, 532, µε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[1], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού µας Νόμου:

 

"In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs.  The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs.  The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action.  There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies.  Nor is it surprising that there should be such a rule. A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons.  One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty."»

  

Η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 382, ερμηνευόμενη ως άνω, κατισχύει της διαδικαστικής ρύθμισης της Δ.35, κ.2 η οποία προϋποθέτει «ειδικές περιστάσεις» ώστε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας».

 

Η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση, Καθ΄ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, επικαλείται αδυναμία καταβολής του οποιουδήποτε ποσού ασφάλειας εξόδων και προωθεί τον ισχυρισμό ότι τυχόν έκδοση διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων θα της αποστερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη. Στην Αγγλική υπόθεση Sir Lindsay Parkinson & Co. Ltd. v. Triplan Ltd. [1973] 2 W.L.R. 632, αυτό το ζήτημα αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψιν για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασφάλειας εξόδων. Σε εκείνη την υπόθεση είχε καταδειχθεί ότι η πιθανή αδυναμία παροχής ασφάλειας προφανώς οφειλόταν στην αδυναμία εξασφάλισης των ποσών της απαίτησης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

 

« There were special circumstances which I think might have led to the view that, quite apart from the offer that was made by Parkinsons, there should be no order for security here at all. Those circumstances include the fact that the application for security, for one reason and another, was made only a day or two before the date that had been fixed for the hearing of the arbitration; the fact that the probable inability of the claimants to meet an order for costs was likely to be dependent upon the very failure to recover the sums that were being claimed in this very arbitration, together with another parallel legal proceeding; and the fact that the result of an order for security in this case might well result in the claimants being unable to proceed at all with the claim which admittedly is a bona fide claim.»

 

Σχετική είναι και η υπόθεση Δημητρίου v. Δημητρίου, άλλως Στυλιανού (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 768, στην οποία επαναλήφθηκαν οι πιο πάνω αρχές και τονίστηκαν τα εξής:

 

«Η γενική αρχή, όπως αυτή καθιερώθηκε διαχρονικά από τη νομολογία, είναι πως, αν η έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο του διάδικου εναντίον του οποίου η διαταγή στρέφεται, τότε το διάταγμα δεν εκδίδεται. Σε τέτοια περίπτωση, η ανάγκη προστασίας του διάδικου που ζητά την παραχώρηση ασφάλειας εξόδων, υποτάσσεται στο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο του αντιδίκου του. (Βλ. Continental Ins. Co. of Hamshire v. O' Regan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087, Conway v. Ηλία (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1698). ».

 

Επίσης, στην πρόσφατη απόφαση SYBYLLA HOTEL APARTMENTS LTD v. Χαράλαμπου Μουζούρη κ.α (ανωτέρω), σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

« Όπως λέχθηκε στην Φάρμα Ρένος Χατζηιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν Ρένου ΠαντελήΠολ. Εφ. 229/15 ημερ. 13.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A42, ECLI:CY:AD:2017:A42 με αναφορά στο Άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου:

 

«...όταν αποδειχθεί η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει, συνήθως το Δικαστήριο εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα για παροχή ασφάλειας για έξοδα, εκτός αν καταλήξει ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσης του (βλ. F.K. & S. (VAROSIA) PROPERTIES LIMITED V. SIMON GEORGE PENNEY κ.α. (ανωτέρω)]».

 

Σημειώνεται δε ότι σύμφωνα με το σύγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., τόμος 37, παρα. 304 αλλά και με τη νομολογία όπως εξελίχθηκε σε σχέση με το άρθρο 382 του Κεφ.113, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να απορρίψει το αίτημα για παροχή ασφάλειας εξόδων ακόμη και σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα της άλλης πλευράς (βλ. Sir Linday Parkinson and Co. Ltd v. Triplan Ltd (ανωτέρω)).

 

Στην υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω), τονίστηκε ότι:

 

« Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία. Ο χρόνος υποβολής της αίτησης είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και δεν αποκλείεται η περίπτωση η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος. (Δέστε Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1170). »

 

Όμως, πιο πρόσφατα, στην υπόθεση Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Fashionwise Ltd (2000) 1B Α.Α.Δ. 1377, εξετάσθηκαν οι προεκτάσεις της εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 382 του Κεφ. 113, σε σχέση με εταιρεία η οποία είχε αναστείλει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες. Αποφασίστηκε ότι η αφερεγγυότητα της εταιρείας πρέπει να καταφαίνεται και αποδεικνύεται ως θετικό γεγονός. Το γεγονός ότι μια εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα του αντιδίκου της. Έχοντας υπόψη τα γεγονότα που τέθηκαν στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι παραδεκτό από την Αιτήτρια Εταιρεία στην κυρίως αίτηση ότι αδυνατεί να πληρώσει τα οποιαδήποτε έξοδα, αφού ζητήθηκε από τον Παραλήπτη – Διαχειριστή όπως τα έξοδα του δικηγόρου που εκπροσωπεί την Εταιρεία στην διαδικασία καταβληθούν από το Διευθυντή της. Έχει επίσης προσκομιστεί μαρτυρία, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι η περιουσία της είναι βεβαρυμμένη με απαιτήσεις που ξεπερνούν τα 10 εκ. ευρώ, Τεκμήριο 2 στην υπό κρίση αίτηση.

 

Παρόλο που η οικονομική αδυναμία αποτελεί έρεισμα του αιτήματος για παροχή ασφάλειας εξόδων στην περίπτωση εταιρείας, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά από το άρθρο 382 του Κεφ. 113, παρά ταύτα επιβάλλεται όπως το θέμα προσεγγίζεται κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την οικονομική αδυναμία της εταιρείας, ήτοι την εύλογη ανησυχία του αντίδικου για τα έξοδα του, αλλά και τη διαφύλαξη του δικαιώματος πρόσβασης της συγκεκριμένης εταιρείας στο Δικαστήριο. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης διατάγματος. Το ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, κατά πόσο η παροχή ασφάλειας είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρω)).

 

Επίσης, ο χρόνος υποβολής της αίτησης, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 382 δεν προβλέπει χρονικό πλαίσιο για υποβολή της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη και δεν αποκλείεται, στην περίπτωση καθυστέρησης του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγηθεί το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος (βλ. Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1170 και Genemp Trading Ltd (ανωτέρω)).

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω παρατεθείσες αρχές, τα θέματα που πρέπει να αποφασιστούν στην υπό κρίση αίτηση είναι δύο: Το πρώτο είναι κατά πόσο υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια εταιρεία στην κυρίως αίτηση είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα της Καθ΄ης η αίτηση εάν επιτύχει στην ένστασή της στην κυρίως Αίτηση και συνεπακόλουθα αυτή απορριφθεί. Το δεύτερο είναι κατά πόσο το Δικαστήριο, με βάση τα δεδομένα της περίπτωσης, θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να διατάξει την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα.

Στην υπόθεση The Continental Insurance Company of Hampshire v. O´ Regan (1998) 1Β Α.Α.Δ. 1087, ο Νικολάου, Δ., ανέφερε τα ακόλουθα, obiter, στη σελ. 1094:

 

« Κατά την άποψή μας, η έκδοση διαταγής για εξασφάλιση εξόδων δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική κατάσταση του προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται.  Με εξαίρεση ορισμένες αναγνωρισμένες περιπτώσεις - της αφερέγγυας εταιρείας (βλ. άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113), του αναξιόχρεου μόνο κατ΄ όνομα ενάγοντος ή του εκδηλώσαντος με εσκεμμένες ενέργειες την πρόθεση να αποφύγει εν καιρώ τις όποιες δικές του εκ της αντιδικίας υποχρεώσεις - η οικονομική αδυναμία ενάγοντος δεν αποτελεί λόγο για εξασφάλιση των εξόδων εναγομένου: βλ. Michiels v. The Empire Palace Ltd [1892] 66 L.T.R. 132.»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα εισηγείται ότι στις περιπτώσεις αφερέγγυων εταιρειών η έκδοση διατάγματος καταβολής ασφάλειας εξόδων καθίσταται πιο επιτακτική. Ο ισχυρισμός του Χ.Χ., πως τα περιουσιακά στοιχεία της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση έχουν δεσμευθεί με εγγραφή επιβαρύνσεων, ως περιγράφονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, έχει παραμείνει αναντίλεκτος. Το γεγονός ότι έχει διοριστεί Παραλήπτης – Διαχειριστής είναι δεδομένο. Περαιτέρω, η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση, Καθ΄ης η αίτηση, δεν προβάλλει οποιονδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με την όποια δυνατότητα της να ικανοποιήσει τυχόν απόφαση η οποία ήθελε εκδοθεί εναντίον της. Αφήνεται η εντύπωση, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Ι.Μ., δικηγόρου της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση, ότι τυχόν απόφαση υπέρ της Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση δεν θα μπορεί να ικανοποιηθεί εκτός αν εκδοθεί το διάταγμα.

 

Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας στην κυρίως Αίτηση, Καθ΄ ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, ότι τυχόν έγκριση της αίτησης για παραχώρηση ασφάλειας εξόδων θα της αποστερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, έχει παραμείνει γενικός, αόριστος και παντελώς ατεκμηρίωτος. Έχει ήδη λεχθεί ότι η Αιτήτρια, Καθ΄ ης η αίτηση στην υπό κρίση, δεν έχει παραχωρήσει οποιαδήποτε στοιχεία για τη δυνατότητα της να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε διαταγή εξόδων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο για το Δικαστήριο να αξιολογήσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της. Εν πάση περιπτώσει, αυτό το ζήτημα απαντάται με σαφήνεια στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Πρώην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (ανωτέρω):

 

« Διατείνεται επίσης η εφεσείουσα ότι τυχόν διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων θα αποτελέσει δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο. Έγινε προς τούτο επίκληση της υπόθεσης Garcia Manibardo v. Spain [2002] 34 E.H.R.R. 6, του ΕΔΑΔ, καθώς και των αναφερομένων στο σύγγραμμα των Clayton and Tomlinson: "The Law of Human Rights", Τόμος 1ος, 2η έκδ. (2009), όπου στη σελ. 745 μνημονεύεται η απόφαση Nasser v. United Bank of Kuwait [2002] 1 W.L.R. 1868, στην οποία κρίθηκε ότι οι πρόνοιες για την παροχή ασφάλειας εξόδων κατ' έφεση θα πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το ζητούμενο είναι σε κάθε περίσταση κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη τις όλες συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια. 

 

Παρατηρείται ότι οι πιο πάνω αναφορές δεν έχουν οποιαδήποτε εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Στη Nasser λέχθηκε ότι η αναγκαιότητα παροχής ασφάλειας εξόδων δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση στο Δικαστήριο, ενώ η παραχώρηση άδειας για έφεση έδειχνε τουλάχιστον «a real prospect» για επιτυχία της έφεσης. Στο ισχύον Κυπριακό σύστημα όμως, η παραχώρηση προηγούμενης άδειας για έφεση δεν υφίσταται και έτσι η καταχώρηση της έφεσης από μόνη της δεν είναι και ένδειξη πιθανής επιτυχίας της. Έπειτα, η επιδιωκόμενη παροχή ενός ποσού ύψους €5.000 δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποτελέσει βάσιμο στοιχείο που κωλύει την πρόσβαση στο Εφετείο, τη στιγμή μάλιστα που η εφεσείουσα διατείνεται, ως υπεδείχθη προηγουμένως, ότι έχει διαθέσιμο ένα ποσό της τάξης των €537.040 γερμανικών μάρκων. Έπεται ότι δεν μπορεί να αποτελεί και λόγο απαγόρευσης πρόσβασης στο Δικαστήριο, η μη συμμόρφωση με τυχόν διαταγή ασφάλειας εξόδων, εφόσον, όπως λέχθηκε και πριν, οι δικονομικές πρόνοιες δεν μπορούν να εφαρμόζονται μόνο προς όφελος της εφεσείουσας με την απρόσκοπτη δυνατότητα καταχώρησης εκ μέρους της έφεσης, αλλά όχι και προς όφελος της εφεσίβλητης ώστε να μην είναι γι' αυτήν λογικό να αναζητήσει ασφάλεια εξόδων. Αναφέρεται δε στο The White Book Service 2006, Civil Procedure Vol. 1, σελ. 633, στα σχόλια της παρ. 25.15.2, (με παραπομπή και στη Nasser), ότι η ορθή προσέγγιση είναι να εξετάζεται κατά πόσον είναι ορθό για ένα εφεσείοντα να προχωρά με την έφεση του, χωρίς να κινδυνεύει να πληρώσει τα έξοδα της άλλης πλευράς σε περίπτωση αποτυχίας. Ούτε συνάγεται ότι η άδεια και μόνο καταχώρησης έφεσης εξουδετερώνει την αναγκαιότητα έκδοσης διαταγής ασφάλειας εξόδων.».

 

Παρόμοια ήταν η προσέγγιση του Εφετείου και στην υπόθεση Studland Holdings Ltd κ.ά. v. Ευσταθίου κ.ά. (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1809, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

« Οι καθ' ων η αίτηση εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν βάσιμα να καταδείξουν ότι η έφεσή τους έχει πιθανότητα επιτυχίας ενώ ο ισχυρισμός τους ότι η έκδοση διατάγματος παροχής ασφάλειας για έξοδα θα καταστεί εμπόδιο προώθησης της γνήσιας απαίτησης που έχουν κατά των εφεσιβλήτων/αιτητών, παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι εφεσείοντες δεν επικαλούνται αδυναμία καταβολής των εξόδων των εφεσιβλήτων/αιτητών σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης οπότε, σε τέτοια περίπτωση θα ανέκυπτε θέμα δικαιώματος πρόσβασης του ατόμου προς τη δικαιοσύνη το οποίο, καθηκόντως θα εξετάζαμε ως συναπτόμενο του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που έχει κυρωθεί με το Νόμο 39/62. ΒλContinental Ins. Co of Hampshire v. O' Regan (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1087, Vincent David Conway v. Νεόφυτου Ηλία, Π.Ε. 11265, ημερ. 21.10.2002 και Θεμιστοκλής Σ. Χαραλαμπίδης ν. Ιάκωβου Πέτρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1698. Αντίθετα, από ό,τι εξ αντιδιαστολής προκύπτει από την ένορκο δήλωση η οποία συνοδεύει την ένσταση, φαίνεται πως οι εφεσείοντες δεν ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζουν αδυναμία καταβολής των εξόδων. Το γεγονός ότι το ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων και επιστράφηκε ανεκτέλεστο δεν υποδηλώνει άνευ άλλου τινός ότι οι εφεσείοντες αδυνατούν να καταθέσουν ασφάλεια για τα έξοδα. Ενδεχομένως να διαθέτουν πόρους στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για το συγκεκριμένο σκοπό. Επί αυτού του θέματος οι εφεσείοντες προτίμησαν τη σιωπή.»

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Hampton Advisory Group v. Bost AD κ.ά. (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1416 είναι πολύ διαφωτιστικό:

 

« Θα πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε ότι οι καθ' ων η αίτηση, στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασής τους, περιορίζουν την αδυναμία τους να καταθέσουν ασφάλεια εξόδων στην έλλειψη πόρων από εμπορική δραστηριότητα. Δεν αναφέρουν ότι αδυνατούν να καταβάλουν τα έξοδα, γιατί δε διαθέτουν οποιαδήποτε άλλη περιουσία, την οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για το συγκεκριμένο σκοπό, ούτε ότι, σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, αδυνατούν να καταβάλουν τα έξοδα, ώστε να ανακύπτει θέμα εξέτασης του δικαιώματός τους πρόσβασης προς τη δικαιοσύνη, όπως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.».

 

Όπως λέχθηκε πρωθύστερα, οι δικονομικές πρόνοιες δεν μπορούν να εφαρμόζονται μόνο προς όφελος της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση με την απρόσκοπτη δυνατότητα καταχώρησης εκ μέρους της, της συγκεκριμένης αίτησης, αλλά και προς όφελος της Καθ΄ης η αίτηση ώστε να μην είναι γι' αυτήν λογικό να αναζητήσει ασφάλεια εξόδων προς διασφάλιση των όποιων εξόδων προκύψουν. Ως εκ τούτου ο συγκεκριμένος λόγος απορρίπτεται.

 

Δέον να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση ουδέποτε προώθησε τη θέση ότι η κυρίως αίτηση έχει πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας ή ότι η ένσταση της Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση φαίνεται να μην ευσταθεί. Αναφορικά με την ισχύ της υπόθεσης της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση, Καθ΄ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση, δεν παρατίθεται οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι η κυρίως αίτηση έχει πιθανότητες επιτυχίας. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της κυρίως αίτησης η Αιτήτρια, Καθ΄ ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, αποδίδει στην Καθ΄ης η αίτηση, Αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση, αντισυμβατική συμπεριφορά, παράβαση της «Σύμβασης Διανομής» που υπήρχε μεταξύ των μερών και την πρόκληση ζημιάς της τάξεως του €1.350.000,00. Όλα αυτά τα θέματα όμως, σύμφωνα με τον όρο 22.2 της συγκεκριμένης «Σύμβασης Διανομής» υπόκεινται σε επίλυση με τη διαδικασία της διαιτησίας από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Σιγκαπούρης. Το γεγονός αυτό έχει τη δική του σημασία κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κατά πόσο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων.

 

Έχει νομολογηθεί ότι στην περίπτωση που μια εταιρεία είναι υπό εκκαθάριση, το γεγονός αυτό από μόνο του εγείρει εκ πρώτης όψεως αφερεγγυότητα και αδυναμία της να καταβάλει τα έξοδα της αίτησης (βλ. Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ v. Xρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ (ανωτέρω) και Northhamptron Goal, Iron & Waggon Co. N. Midland Wagon Co. (1878) 7 Ch.D. 500).

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η εκδ., Vol. 37, παρά. 301, στην σελίδα 229, στην υποσημείωση 2 αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με εταιρεία στην οποία έχει διοριστεί Παραλήπτης – Διαχειριστής :

 

« Τhe position appears to be the same if a receiver is appointed, but not merely if a debenture charging all its assets is issued.».

 

Εξέταση του περιεχομένου τόσο της υπό κρίση Αίτησης καθώς και της Ένστασης αποκαλύπτει ότι προκύπτουν θέματα για τα οποία το Δικαστήριο πρέπει να ακούσει μαρτυρία, συνεπώς στο στάδιο εξέτασης της παρούσης αίτησης το μόνο συμπέρασμα που το Δικαστήριο μπορεί να εξάγει είναι ότι με βάση τις επιταγές της νομολογίας η δύναμη της Αίτησης αμφισβητείται με ισχυρισμούς που αφορούν μεταξύ άλλων και τη ρήτρα διαιτησίας με καθορισμένο φόρουμ το Διαιτητικό Δικαστήριο Σιγκαπούρης. Συνεπώς, υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας της Ένστασης, το οποίο θα πρέπει να συνεκτιμηθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Ο Χ.Χ. επισυνάπτει ενδεικτικό κατάλογο εξόδων, Τεκμήριο 4, στον οποίο φαίνεται ο υπολογισμός των εξόδων. Στην Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Πρώην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (ανωτέρω), καταγράφηκε η ορθότητα της επισύναψης καταλόγου εξόδων, ο οποίος είναι βοηθητικός για τον υπολογισμό αυτών. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

 

« Ένας τέτοιος υπολογισμός είναι ορθό να επισυνάπτεται σε αιτήσεις του είδους όπως είχε συμβεί στην υπόθεση Dagher a.o. v. Morace a.o. (1985) 1 C.L.R. 656, 665-666, όπου ο αναλυτικός πίνακας που προσφέρθηκε βοήθησε το Δικαστήριο στον υπολογισμό των αναγκαίων εξόδων. Όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1966, στα σχόλια του αντίστοιχου O.23, r.3, σελ. 510: 

 

«It is a great convenience to the Court to be informed what are the estimated costs, and for this purpose a skeleton bill of costs usually affords a ready guide.»»

 

Όσον αφορά το ύψος του ποσού της ασφάλειας εξόδων αφήνεται στην κρίση του Δικαστηρίου και όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Standard Ltd κ.ά. (ανωτέρω), τα έξοδα δεν πρέπει να είναι ούτε φανταστικά ούτε καταπιεστικά, με την έννοια ότι απαγορεύουν ουσιαστικά την προσφυγή στο Δικαστήριο. Στην υπόθεση Sally Line Ltd v. Greenmar Nav. Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 633 λέχθηκε ότι η ασφάλεια που θα διαταχθεί μπορεί να καλύπτει έξοδα που έχουν προκύψει μέχρι τη δεδομένη στιγμή και ακόμα μελλοντικά έξοδα. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση του Χ.Χ., στο οποίο έχουν επισυναφθεί αναλυτικοί κατάλογοι εξόδων σε σχέση με τα αναμενόμενα δικηγορικά έξοδα της διαδικασίας, τα οποία κατ' υπολογισμό ανέρχονται σε ποσό πέραν των €68.000, πλέον Φ.Π.Α.

 

Το Δικαστήριο έχει μελετήσει τους επισυνημμένους καταλόγους με προσοχή και είναι γεγονός ότι υπάρχει κάποια διόγκωση των εξόδων. Το Δικαστήριο θεωρεί πως τα σημεία των καταλόγων εξόδων με αριθμό 10 και 24, εκατέρωθεν, που αφορούν την ετοιμασία αναγκαίων επιστολών/ηλεκτρονικών μηνυμάτων είναι κατά πολύ διογκωμένα. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο θεωρεί πως το ποσό των συνημμένων καταλόγων εξόδων είναι διογκωμένο και πως το ποσό των €40.000 είναι εύλογο και ικανοποιητικό, υπό τις περιστάσεις, να διασφαλίσει τα τυχόν έξοδα. Προκύπτει, υπό το φως όλων των πιο πάνω δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρίστηκε στην προσπάθεια και επιθυμία της Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση για διαφύλαξη της πληρωμής των δικηγορικών εξόδων σε περίπτωση αποτυχίας της κυρίως αίτησης.

 

Ισοζυγίζοντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, ως έχουν παρατεθεί ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής ασφάλειας εξόδων. Το θέμα της καθυστέρησης υποβολής της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή ασφάλειας εξόδων έχει εξεταστεί από το Δικαστήριο και ως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου δεν τίθεται θέμα καθυστέρησης αλλά μια τέτοιου είδους αίτηση μπορεί εν πάση περιπτώσει να καταχωριστεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο αυτό κριθεί αναγκαίο.

 

Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του ιστορικού της υπόθεσης, ως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι το ποσό των €40.000 για ασφάλεια εξόδων είναι λογικό υπό τις περιστάσεις.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω:

 

(Α)   Το Δικαστήριο διατάσσει όπως η Αιτήτρια στην κυρίως Αίτηση παράσχει προς την Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση ασφάλεια εξόδων ύψους €40.000 υπό μορφή Τραπεζικής Εγγύησης.

 

(Β)   Το Δικαστήριο περαιτέρω διατάσσει όπως η εν λόγω ασφάλεια παρασχεθεί μέχρι την 01/03/2024.

 

(Γ)   Το Δικαστήριο περαιτέρω διατάσσει όπως, μέχρι την παροχή της εν λόγω ασφάλειας εξόδων, κάθε διαδικασία στην κυρίως Αίτηση ανασταλεί.

 

(Δ)   Το Δικαστήριο περαιτέρω διατάσσει όπως, αν μέχρι την 01/03/2024 δεν υπάρξει συμμόρφωση με τους πιο πάνω όρους παροχής ασφάλειας για έξοδα, τότε η κυρίως Αίτηση θα θεωρείται ως απορριφθείσα, με έξοδα σε βάρος της Αιτήτριας Εταιρείας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην αντίστοιχη κλίμακα και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στο τέλος όλης της διαδικασίας, εκτός εάν στο μεταξύ εκδοθεί οποιοδήποτε άλλο Διάταγμα επί του προκειμένου.

 

(Ε)   Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Καθ΄ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας στην κυρίως αίτηση.

 

Στην περίπτωση που υπάρξει συμμόρφωση με τη διαταγή για την παροχή της ασφάλειας εξόδων, τότε αμέσως ο Πρωτοκολλητής να θέσει τον φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου για τον ορισμό αυτής.

 

 

 

 

                                                          (Υπ.) …………………………………..

 Ε. Γεωργίου – Αντωνίου, ΠΕΔ

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο